Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/130

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 124 —

ὡς θὰ ἐννόησες βέβαια, ἔξυπνε ἀναγνῶστα μου, καὶ ἂν ἔκλινες ἤδη τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τὸν ζυγὸν αὐτόν, ἢ ἂν διανοῆσαι νὰ τὸν ὑποβάλῃς, ὅπερ ἓν καὶ τὸ αὐτό. Θὰ ἐννόησες καὶ θὰ ἐσυμφώνησες μ’ αὐτὰ βέβαια, ἐκτὸς ἂν ἀνήκῃς εἰς τὴν ἀραιὰν χορείαν τῶν ἀνυποτάκτων, τῶν γεροντολεύτερων δηλαδὴ (οἵτινες — ἐν παρόδῳ εἰρήσθω — ἂν καὶ ἐπιτηδεύωνται στάσιν ἀξιοπρεπῆ, ὡς ὅλοι οἱ ξεπεσμένοι εὐγενεῖς, κλαίουν ὅμως καὶ ὀδύρονται κρυφὰ διὰ τὸ παθημά των) ἐκτός, λέγω, ἂν ἀνήκῃς εἰς τὰ γεροντοπαλήκαρα, ὅτε, κατὰ τὰ εἰωθότα, ἡ ψῆφος σου, ψῆφος μειοψηφίας, εἶνε ὡς φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Καὶ συνέβη τὸ πρᾶγμα αἴφνης, ὅλως ἀπροσδοκήτως. Πλούσιος, ἀνεξάρτητος, μόνος ἐν τῷ κόσμῳ, εἶχε διαβῇ ὄρη καὶ θαλάσσας, χωρὶς νὰ δίδῃ λογαριασμὸν εἰς κανένα. Τί δὲν εἶχεν ἰδῇ, τί δὲν εἶχεν ἀκούσῃ, μὲ ποίας καὶ ποίας δὲν εἶχε συναναστραφῇ, πόσων δραμάτων τραγικῶν ἢ γελοίων δὲν ἐγένετο μάρτυς, πόσων δὲ γελώτων ἢ δακρύων δὲν ἐγένετο αὐτὸς πρόξενος, χωρὶς ὁ χαρακτήρ του ν’ ἀλλοιωθῇ, χωρὶς ἡ φυσική του ἀπάθεια νὰ τὸν ἐγκαταλείπῃ.

Μίαν φορὰν μόνον, (καὶ τοῦτο ἐπικυρώνει ἔτι μᾶλλον τοὺς λόγους μας) παρ’ ὀλίγον ἔπιπτεν εἰς τὰς σαγήνας μιᾶς τεχνήτρας, ἐπιτηδείως στηθείσας. Εὐτυχῶς, τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἐννοήσας, ἀπὸ ὕποπτά τινα σημεῖα, ποῦ εὑρίσκετο, ἐτράπη εἰς φυγὴν ἐκ τῆς ὀπισθίας θύρας, ἀφήσας, ἐν τῇ σπουδῇ του, καὶ αὐτόν του τὸν ἐπενδύτην, ἀκουσίως καὶ ἐξ ἀνάγκης ὑποδυθεὶς καὶ παίξας τὸ μέρος τοῦ σεμνοῦ Ἰωσήφ, μέρος διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἦτο πλασμένος καὶ τὸ ὁποῖον διόλου δὲν τοῦ ἤρεσκε, ὡς τοῦτο συμβαίνει παρ’ ἡμῖν εἰς μερικοὺς ἠθοποιούς, πιεζομένους ἀπὸ ἀπειρόκαλον θιασάρχην, πρὸς κοινὴν ἀγανάκτησιν. Μόνον αὐτὸ τὸ μικρὸν ὀλίσθημα