Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/131

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 125 —

εἶχε πάθει εἰς τὸν βίον του, ἐγκαίρως ὅμως σταματήσας εἰς τὸν κατήφορον.

Ἤθελε νὰ λέγεται στωϊκός· καὶ ἦτο πράγματι, τοὐλάχιστον μέχρι τῆς ὥρας ἐκείνης, καθ’ ἤν, χωρὶς καθόλου νὰ τὸ περιμένῃ, ἐντὸς μικρᾶς, μυρωμένης αἰθούσης μιᾶς μικρᾶς Κίρκης ἀγαθῆς φύσεως (διότι ὑπάρχουν καὶ μάγισσαι ἀγαθαὶ) ἔγεινε ἡ ὑποδούλωσίς του… ὑποδούλωσις πλήρης καὶ τελεία, ὑποδούλωσις ἄνευ ὅρων! Αὐθόρμητος, ὁ ἀλύγιστος ἥρως μου προσέφερε τὴν χεῖρα, ἢ μᾶλλον καὶ τὰς δύο χεῖρας, εἰς τὰς γλυκείας χειροπαίδας, τὰς ὁποῖας ἁβρὰ χεὶρ ἑνὸς ἁβροῦ πλάσματος τῷ ἔτεινε μὲ μειδίαμα ὅπου, ἐκτὸς τῆς ἀγάπης, ἐκεῖνος θὰ ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ (πρὶν θαμβωθῇ ἐννοεῖται) καὶ ποιάν τινα δόσιν εἰρωνίας. Καὶ πράγματι, ἡ εἰκὼν δὲν ἦτο καὶ ὀλίγον ταπεινωτικὴ δι’ ἕνα ἄνδρα ὡς τὸν ἥρωά μου. Τουλάχιστον ἡ ἐξωτερικὴ ἀντίθεσις ἦτο λίαν ἀπότομος. Ὑψηλός, εὐρύστερνος, ἡλιοκαής, μὲ μαῦρον μύστακα, μὲ ἁδρὰ ἐν γένει χαρακτηριστικὰ καὶ μὲ δύο ἢ τρεῖς σειρὰς ῥυτίδων εἰς τὸ μέτωπον, Ἡρακλῆς, γονυπετὴς πρὸ τῶν ποδῶν, μικροσώμου μᾶλλον, λιγυρᾶς, εἰκοσιπεντατοῦς Ὀμφάλης! Κυρίως ὅμως εἰπεῖν, ἐδῶ ταπείνωσις δὲν ὑπῆρξε, πρῶτον διότι, τοιούτου εἴδους ταπεινώσεις θὰ ἔστεργον καὶ οἱ πλέον ὑπερήφανοι χαρακτῆρες καὶ δεύτερον, τὸ καὶ σπουδαιότερον διὰ τὸν ἥρωά μου, διότι τὸ πλᾶσμα, πρὸ τοῦ ὁποῖου ἐταπεινώθη, ἀφοῦ ἀπέβαλε, κατὰ καιρούς, δωδεκάδα τοὐλάχιστον νεανιῶν γυναικομόρφων, δούλων τῶν θελγήτρων του, παρέδωκεν ἀνεπιφυλάκτως καρδίαν καὶ χεῖρα εἰς αὐτόν, τὸν ἔχοντα ἀνδρικά — ὀλίγον τραχέα μάλιστα, χαρακτηριστικὰ καὶ ἀνδρικὸν τὸ βῆμα.

Λέγων ὅμως ὅτι ὁ ἥρως μου παρεδόθη ἄνευ ὅρων, δὲν λέγω τὴν ἀλήθειαν ἀπολύτως, διότι ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι παρεδόθη ὑπὸ ἕνα ὅρον βαρύτατον μὲν δι’ αὐτόν, ἀπαραίτητον δέ.