Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/392

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
390

— Τί τὸ θέλω τὸ δῶρον ἐκεῖνο
Ἐρωμένη ἐγὼ δυστυχής;
Παντὸς δώρου καὶ πάσης εὐχῆς
Τῆς ψυχῆς μου τὸν πόνον προκρίνω.

— Ὁ πιστὸς εἶμ’ ἐγὼ ἐραστής σου,
Ὃν ἡ φίλη ψυχή σου ποθεῖ·
Τὸν δακτύλιον λάβε, ξανθὴ,
Καὶ μὲ φόρεμα γάμου στολίσου.


ΟΙ ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ.

Στεναζω, λύπη φλογερὰ τὰ χείλη μου μαραίνει,
Ποθῶ ν’ ἀναχωρήσω,
Εἰς ἄλλην γῆν νὰ μεταβῶ, νὰ ζῶ μεμονωμένη·
Τὸν τόπον μου θ’ ἀφήσω.

Ὁ κόσμος πλὴν ἀπέραντος, κ’ ἐγὼ μικρὰ καὶ νέα
Τὸν οἶκον πῶς ἀφίνω;
Ἀνεμοζάλ’ εἰς τὰ βουνὰ μυκᾶται φρικαλέα·
Καλλίτερον νὰ μείνω.

Ὡς χελιδὼν τὴν ἄνοιξιν, ἐπιθυμῶ τὰ ξένα,
Ποθῶ ν’ ἀναχωρήσω,
Νὰ δρέψω τ’ ἄνθη τοῦ βουνοῦ τ’ ἀφθόνως ἐσπαρμένα·
Τὸν τόπον μου θ’ ἀφήσω.