Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/304

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
302

Γονατισμένη πρὸ ποδῶν παρακαλεῖ ματαίως
Δειλαία μήτηρ ἄλλη·
Ἀνωφελῶς ἱκέτιδα τὴν κεφαλὴν προβάλλει.
Μητρὸς δὲν φθάνουν αἱ φωναὶ τῶν βρεφοκτόνων ἕως!

Πόσον ἡ ὄψις ἔντρομος τοῦ βρέφους τοῦ ἀθλίου!
Ποῖος ὁ τρόμος τῆς ψυχῆς, τὸ ἐναλγὲς τοῦ ὕφους!
Ἐστράφη, φεῦ, νὰ μὴν ἰδῇ τὸ βλέμμα τοῦ δημίου,
Σκληρότερον τοῦ ξίφους.

Αὐτὴ, ὀπίσω βλέπουσα μὲ τρόμον καὶ μὲ πόνον
Τὰ θύματα τῶν φόνων,
Σφίγγει τὸ τέκνον κάτωχρος, κ′ ἐνῷ ζητεῖ νὰ φύγῃ
Τὰ χείλη της εἰς κραύγασμα σπαρακτικὸν ἀνοίγει.

Εἰς τῶν κλαυθμῶν τὴν ταραχὴν, εἰς τῆς σφαγῆς τὴν ζάλην
Ἰδέτ′ ἐκεῖ τὴν ἄλλην
Πῶς ἔπεσε καὶ πῶς ζητεῖ τὸ βρέφος της ὑψοῦσα
Ν′ ἀνεγερθῇ! Ἐπάγωσε ξίφος γυμνὸν ἰδοῦσα!

Συμπλέκουσα τὰς χεῖράς της αὐτὴ πρὸς τ′ ἄνω κλαῖον
Τὸ πρόσωπόν της στρέφει·
Δὲν ἔχει τί νὰ φοβηθῇ, οὐδὲ νὰ χάσῃ πλέον. —
Κεῖνται νεκρὰ τὰ δυό της, τ′ ἀγαπημένα βρέφη.