Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/297

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
295

Τ’ ἀθῶα! δεξιούμενα
Ἐζύγονον τὰ χείλη
Εἰς συναφήν, καὶ ἄγγελος
Τὸν ἄγγελον ἐφίλει,
Κ’ ἐκάλλυνε τὸ σύμπλεγμα
Ἡ χάρις τ’ οὐρανοῦ.

Ἐνῷ τὰ περιέβαλλες
Εἰς τὴν θερμὴν ἀγκάλην…
Ὤ! τίς νὰ εἴπῃ δύναται
Τοῦ στήθους σου τὴν πάλην,
Τῶν ὀφθαλμῶν τὴν ἔκφρασιν,
Τὸ σκίρτημα τοῦ νοῦ;

Καὶ τότε ὡς μεθύουσα
Οὐράνιζες τὸ βλέμμα,
Καὶ λόγους κατανύξεως
Ἀπήγγελες ἠρέμα·
Ὁ νοῦς πετῶν συνώδευε
Τὴν φλόγα τῆς εὐχῆς.

Τῆς γῆς δὲν ἦσο κάτοικος,
Οὐδὲ θνητῆς ὁμοία,
Ὅτε τὴν νύκτα μέριμνα
Σ’ ἐξύπνιζε γλυκεῖα,
Κ’ ἠτένιζες τὰ τέκνα σου
Εἰς ἔκστασιν ψυχῆς.