Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/272

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
270

Φορτωμένος σάκκον σἰτου,
Κολλημἐνος εἰς τὴν λάσπην,
Ἐσταμάτα, κ’ ἡ ψυχή του
Πνιγομένη εἰς τὸν θυμὸν,
Ἕνα ἔχυσε, σπαράκτην
Τῆς καρδίας στεναγμὀν.


— Ὅσοι οἱ κὀκκοι τοῦ φορτίου,
Τὀσους ὄφεις θὰ σκορπίσω
Εἰς τὰ σπλάγχνα τοῦ Θηρίου,
Ποῦ μὲ νύχια σκληρὰ
Πρὸ τριῶν μακρῶν αἰώνων
Μᾶς σπαράττει τὰ πλευρά.


Καὶ τὴν αὔριον μὲ πήραν
Καὶ μὲ ῥάσον καλογήρου
Ἐπλανᾶτο κρούων λύραν
Μὲ χορδὰς μεγάλας τρεῖς,
Καὶ χορδαὶ τῆς λύρας ἦσαν
Δόξα, Πίστις καἰ Πατρίς.


Οὕτως ἤρχισε νὰ ψάλλῃ,
Κ’ ἐδυνάμονε τὸν ψάλτην
Ὅ θυμὸς, δι’ οὗ προσβάλλει
Ὅ μικρὸς τοὺς δυνατούς,
Ὅ θυμὸς, ποῦ μεγαλύνει
Του Θεοῦ τοὺς ἐκλεκτούς.