Φθάνει, ἀνοίγει, σφάζει, ῥίχνει,
Ἀνεμίζει ἁρματωμένους,
Παντοῦ φαίνεται, ἀλλοῦ δείχνει,
Καὶ χτυπᾷ τὸ χέρι ἀλλοῦ…
Λάμψη στερινὴ τοῦ Γένους,
Ὕστερος φραγμὸς τοῦ ἐχθροῦ!
Στερινὴ, ποιὸς εἶπε;… λάμψη
Χύνει αἰώνια τὸ σπαθί του,
Ποῦ κατόπι θὰ ἀναλάμψῃ
Στῆς Ἑλλάδος τὰ παιδιά.
Κληρονόμοι ἡμεῖς δικοί του
Θὰ βαροῦμε τὴν τουρκιά.
Στὴν ἀρχὴ, τοῦ κάθε ἀπίστου
Παραλυέται ὁ νοῦς καὶ ἡ κρίση·
Θαῤῥοῦν ἄγγελο τοῦ Ὑψίστου
Τὸν ὡραῖον πολεμιστὴ,
Ποῦ κατέβη νὰ ἀφανίσῃ
Ὅ,τι ἐκέρδισαν αὐτοί.
Στὴν ψυχὴ τῶν τούρκων ὅμως
Ἡ κατάπληξη μουλλόνει,
Ὠλιγόστευσεν ὁ τρόμος,
Ἐπερίσσευσε ὁ θυμὸς,
Καὶ τὸν Κωνσταντῖνο ζώνει
Ἀναμέτρητος ἐχθρός.