Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/206

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
204

—Μισοφέγγαρο ἐκεῖ ἐπάνω,
Ὄχι, ἐγὼ δὲν θὰ ἀντικρύσω!…
Σκῆπτρο, θρόνε, ὅλα σᾶς χάνω,
Μόνη μὲ ἔμεινε ἡ τιμὴ,
Πλὴν τὸ αἷμα ποῦ θὰ χύσω
Θᾆναι ἀδιάκοπη βοή˙

Στὴν κατόπι μου δουλεία
Τὲς ψυχὲς μὲ ἀνδρία θὰ βάφῃ,
Καὶ εἰς τὰ στήθη ἡ ἐλευθερία
Θὰ καρπίζῃ μυστικὰ,
Ὡς καρπίζει τὸ χωράφι,
Ὡς ψωμίζουν τὰ σπαρτά.—

Καὶ ἀκούει θόρυβο… ἐκεῖ πέρα
Ἐμυρμήγκιασεν ὁ δρόμος…
Ἀκούει γύρω του φοβέρα,
Ποδοβολητὸ, κραυγή…
Στὸ ἀργασμένο χέρι του ὅμως
Ἐβαστοῦσε ἕνα σπαθὶ,

Καὶ μὲ μάτι σπιθοβόλο
Τἄπιστα μετρῶντας πλήθη,
Μοναχὸς ὁρμᾷ πρὸς ὅλο
Ἕνα στράτευμα ἐχθρικὸ,
Ποῦ στὸ φρούριο μέσα ἐχύθη
Μὲ μεγάλο ἀλαλαγμό.