Δὲν ἀκούγει· τὸ κοντάρι,
Τὴν ἀσπίδα ῥίχνει κάτου,
Κάτου βλέπει, τὸ ποδάρι
Ἐντροπιάζει στὴ φυγή…
Ἂς σκεπάσῃ τὄνομά του
Ἀτιμία παντοτεινή!
Τὸ κριάρι ὅταν τὸ πρῶτο
Μέσα ἀπὸ τὰ πρόβατά του,
Λαφιασμένο ἀπόναν κρότο,
Πέσῃ ἐπάνου ἀπὸ κρεμὸ,
Τὸ κοπάδι ἀπὸ κοντά του
Ὅλο πέφτει μαζωχτό.
Καὶ τοῦ ποταποῦ ἡ δειλία
Σπέρνει φόβο, σπέρνει τρόμο·
Ἡ φρουρὰ ποῦ πρῶτα ἀνδρεία
Πολεμοῦσε τὴν τουρκιὰ,
Τοῦ στρατάρχη της τὸ δρόμο
Φοβισμένη ἀκολουθᾷ.
Χωρὶς πίσω νὰ τηράξῃ
Καθεὶς φεύγει, φεύγουν ὅλοι
Δίχως γνώμη, δίχως τάξη,
Τρομασμένοι μαζωχτοὶ,
Καὶ ζητᾶν μέσα εἰς τὴν Πόλη
Νὰ γλυτώσουν, οἱ μωροί.