Φοβερὴ σκηνὴ ἐκεῖ κάτου,
Βοὴ, χτύποι, θρῆνοι… ἀνάφτουν
Σπιθοβόλα τὰ ἅρματά του,
Τὸ σπαθί του εἶναι παντοῦ,
Καὶ πολλὰ θαῤῥεῖς ποῦ ἀστράφτουν
Στὴν παλάμη τοῦ σκυλιοῦ.
Στὴν Ἀνατολὴ ἐκεῖ πέρα,
Στἄγρια γένη τῶν ταρτάρων,
Ἐβασίλευε, μιὰ μέρα˙
Τὸν ξεθρόνισαν ἐχθροὶ,
Τώρα, Ἀγᾶς τῶν γενιτσάρων,
Στὸ Βυζάντιο πολεμεῖ.
Ὁ Χασάνης εἶναι ἐκεῖνος.
Τῆς φρουρᾶς τοῦ θερισμένο
Τἄνθος εἶδε ὁ Κωνσταντῖνος
Καὶ τινάζεται μὲ μιὰ,
Μὲ κορμὶ γιγαντωμένο,
Μὲ ἀνοιχτὴ τὴ δρασκελιά.
Συναντιοῦνται, βῆμα, βῆμα,
Στὴν παλαίστρα τοῦ θανάτου·
Ἔχουν φοβερὸ τὸ σχῆμα,
Φρενιασμένες τὲς ματιὲς,
Λὲς καὶ οἱ δυὸ θὰ πέσουν κάτου
Μὲ τὲς πρώτες χτυπησιές.