Καὶ κάθε ἅρμα βγάνει ἀχτίδες,
Εἰς τὴν μιὰ μεριὰ, εἰς τὴν ἄλλη,
Τὸ κοντάρι εἰς τὲς ἀσπίδες,
Στὲς ἀσπίδες τὸ σπαθί,
Καὶ κἀνεὶς μέσα εἰς τὴν ζάλη
Δὲν ἀκούει τὴν προσταγή.
Ἕνας μόνος σπᾷ τὰ πλήθη,
Τὰ ἀνεμίζει καὶ διαβαίνει·
Ἔχει ὁλόχρυσα τὰ στήθη,
Ἔχει ὡραίαν ἁρματωσιὰ,
Μὲ διαμάντια στολισμένη
Καὶ σημεῖα βασιλικά.
Δεῖτε ἐκεῖ στὴν πρώτη θύρα
Τὴν μορφὴν αὐτοῦ τοῦ ἀπίστου·
Ἕνα βλέμμα ῥίχνει γύρα,
Καὶ πετιέται σὰν θεριὸ
Ὅπου βλέπει τῆς ὁρμῆς του
Μεγαλείτερο φραγμό.
Ὤ τί χέρι νᾆναι ἐκεῖνο,
Τί δαιμονισμένο χέρι,
Ποῦ ὅπου πέφτει κάνει θρῆνο,
Ὅπου φθάνει πελεκᾷ,
Ποῦ χτυπᾷ σὲ ὅλα τὰ μέρη,
Καὶ δὲν εἶναι πουθενά;