Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/120

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
118

Λευκόθριξ ἰμάμης ἐκάθητο φέρων
Τὸ ἄτολμον βλέμμα κλιτὸν πρὸς τὴν γῆν·
Τὴν ἔνδον τοῦ οἴκου κρατοῦσαν σιγὴν
Ἐδίσταζε πρῶτος νὰ λὐσῃ ὁ γἐρων.

Πλὴν τέλος ὁ Μπέης ἐκεῖθεν στραφεὶς,
«Δυσὀνειρος, εἶπεν, ὁ ὕπνος μου ἦτον.
Εἰς τ' ἄγρια σκότη ἐξύπνησα φρίττων,
Ὠχρὸς, κατηφής.

»Πιστεύεις, ὦ πάτερ; δεινῶς ἐφοβήθην
Ἐγὼ μὲ τὸ πνεῦμα τὸ τόσον θρασύ . . .
Μεγάλε προφῆτα, βοήθησον σὺ,
Καὶ τ' ὄνειρον δὸς εἰς αἰώνιον λήθην!

»Περῶν ἀπὸ φύλλωμα κήπου δασὺ,
Εὑρέθην ἐγγὺς ποταμοῦ βαθυτάτου
Κατάργυρα ἦσαν τὰ λεῖα νερά του,
Κ' ἡ ὄχθη χρυσῆ.

»Δὲν ἦτον ἀνθρώπων αὐτὴ κατοικία,
Μαγεία παντοῦ· τῶν δασῶν ἡ σκιὰ,
Τῶν κρίνων ἡ δρὀσος, τῆς γῆς ἡ χροιὰ,
Τὸ πᾶν ἐμειδία.

»Πλὴν θέαμα εἶδα ἐκεῖ φοβερὀν.
Οὐρὰν τερατώδη μὲ πάταγον σείων,
Πελώριος δράκων ὑπῆρχε πλησίον
Τὴν θέσιν φρουρῶν.