σουν διὰ νὰ τοὺς κάμῃ μίαν ὁμιλίαν καὶ μετὰ ταῦτα ὅ,τι ἀποφασίσουν θέλει τοὺς εἶναι βοηθός. Ἀφοῦ τοῦ ὑπεσχέθησαν ὅτι θὰ τὸν ἀκούσουν, τοὺς ἐτράβηξεν ὀλίγον ξέμακρα ἀπὸ τὸ χωρίον, τοὺς ὡμίλησε, τοὺς ἔφερε διάφορα παραδείγματα τῆς ἐποχῆς καὶ βασίμους λόγους, καὶ ἐπὶ τέλους τοὺς εἶπεν, ὅτι καὶ αὐτὸς ἐπιθυμεῖ τὸν σκοτωμὸν αὐτῶν, ἀλλὰ νὰ τὸν βεβαιώσουν τί θέλει εἴπει ὁ κόσμος καὶ οἱ χριστιανοὶ βασιλεῖς τῆς Εὐρώπης· θὰ τὸ ἐπαινέσουν αὐτό, ἢ θὰ τὸ κατηγορήσουν; Βέβαια εἶπεν, αὐτοὶ θὰ εἴπουν, ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν ἐπαναστάτησαν νὰ σκοτώσουν τοὺς Τούρκους, ὡς τυράννους των, ἀλλὰ σκοτόνωνται μεταξύ των, καὶ σκοτώνουν τοὺς ἀνωτέρους των καὶ δὲν εἶναι ἄξιοι ἐλευθερίας. Ἐκ τῶν λόγων τούτων οἱ συναθροισθέντες ἐπείσθησαν καὶ διελύθησαν.
Οὗτος ἦτον υἱὸς τοῦ περιφήμου Γεωργάκη Πλαπούτα ἀπὸ τοῦ Παλούμπα, ὅστις ἐχάθη εἰς τοῦ Λάλα κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας τοῦ πολέμου πρὸς τοὺς Λαλαίους. Ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ θείου του Δ. Πλαπούτα, καὶ μετὰ ταῦτα ὑπὸ τὸν στρατηγὸν Θ. Κολοκοτρώνην καὶ ἔγεινε γνωστός.
Ὁ καπετάνιος οὗτος ἦτον ἀπὸ τὸ Ἀρκουδόρευμα. Ὑπῆρξεν ἐκ τῶν ἐπισήμων στρατιωτικῶν, ὁ δὲ τρόπος