Δράμαλη δὲν ἐπρόφθασε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Μεγάλον Ἁγιώργη ὅπου ἦτο τὸ σῶμα τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη καὶ ἔμεινε μετὰ τοῦ Πλαπούτα. Ὅτε δὲ ὁ στρατὸς τοῦ Δράμαλη εἰσέβαλεν εἰς τὴν Ἀργολίδα, καὶ ὁ Πλαπούτας ἐπολέμησε κατὰ πρῶτον εἰς τὸν Πύργον, ὁ ὁποῖος ἦτο κατὰ τὰ χωρία Χαρβάτι καὶ Φίχτια, τότε οἱ Τοῦρκοι ἔπιασαν τὸν Ἀποστόλην Μπούκουραν, ἀλλ’ οὗτος ἐπροσποιήθη, ὅτι ἦτο Τοῦρκος καὶ ἐπήγαινε μαζύ των μὲ θάρρος, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐνόμισαν ὡς σύντροφόν των, καὶ ἕνας ἐξ αὐτῶν τὸν ἠρώτησε τουρκιστί· «τὸ Ἀνάπλι εἶναι ἐκεῖνο τὸ κάστρον ὅπου φαίνεται; Τὸ Παλαμῆδι εἶναι ἐκεῖνο τὸ βουνὸν ὅπου ἔχει ἐπάνω κάστρον;» Ὁ Μπούκουρας τοῦ εἶπε· ναὶ, διότι ἐγνώριζεν ὀλίγα τουρκικὰ, εἰπὼν εἰς τὸν ἐρωτήσαντα, ὅτι ἦτο Μωραΐτης Τοῦρκος καὶ διὰ τοῦτο δὲν γνωρίζει καλὰ τὰ τούρκικα. Τοιουτρόπως ἠπάτησε τοὺς Τούρκους, ἐκόλλησεν ἐπάνω εἰς τὸ βουνὸν καὶ ἐσώθη.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν Νεμνίτσαν, καὶ κατ’ ἀρχὰς ὑπηρέτησεν εἰς τὸ στρατόπεδον τῆς Πιάνας καὶ εἰς τὴν Ἐφορείαν, γράφων καὶ παρακινῶν τοὺς πατριώτας του εἰς τὸν πόλεμον. Παρευρέθη καὶ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, βοηθῶν τοὺς πολιτικοὺς καὶ χρησιμεύων εἰς αὐτοὺς ἕνεκα τῶν γνώσεών του. Ἡ οἰκογένειά του ἐθυσίασε καὶ αὐτὴ χάριν τοῦ ἀγῶνος.