Σελίδα:Όλα γίνονται, Αιμιλία Δάφνη, Νέα Εστία, τ.11, 1927.djvu/1

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ
ΔΙΗΓΗΜΑ

Εἶναι τώρα δεκαπέντε μέρες ποὺ ἡ κυρία Σαρίκη βρίσκεται σὲ μεγάλη κίνηση· ὅσο δηλαδὴ τῆς ἐπιτρέπουν τὰ μισοπιασμένα της πόδια καὶ τὰ ἑβδομήντα ὀχτώ της χρόνια. Μὰ τ’ ἦταν, ἀλήθεια, καὶ τοῦτο τὸ ξαφνικό; Γιὰ ὅλο τὸν ἄλλον κόσμο, βέβαια, δὲν εἶναι τίποτα. Νά: ἕνας χορός· ἢ καλύτερα, μιὰ οἰκογενειακὴ γιορτή· ἕνα πρᾶμα δηλαδὴ συνειθισμένο. Μά, γιὰ τὴν κ. Σαρίκη καὶ γιὰ τὴν κόρη της, τὴ δεσποινίδα Ἀννίτσα—ἀκόμα τήνε λένε ἔτσι—τὸ πρᾶμα διαφέρει. Καὶ ὄχι μόνο διαφέρει, ἀλλὰ καὶ τὶς ταράζει σὲ ἀπίστευτο βαθμό. Ὁρίστε μιὰ λίμνη ἀτάραχη. Ἄξαφνα κάποιος, γιὰ χάζι, σοῦ πετάει μιὰ πετρούκλα μὲς στὴ μέση καὶ στὰ κάνει ὅλα μούσκεμα. Βάζει σὲ κίνηση τὸ κοιμισμένο νερό, τὶς ἀκίνητες καλαμιές, τὰ φωλιασμένα πουλιά... Ἂς εἶναι.

Καὶ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὸ χορό· τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι πὼς στὴ γιορτὴ θὰ παρευρεθῇ καὶ ἕνας ὑπουργός. Ναί. Ἀκοῦτε; Ἕνας ὑπουργός! Ἄχ, Θεέ μου!... καὶ ὁ ὑπουργὸς εἶναι ἀνύπαντρος, γεροντοπαλλήκαρο!... Σῶσον, Κύριε τὸν λαὸν σου.... Ὅλα γίνονται. Τὰ φέρνει ἔτσι ὁ Θεὸς ποὺ ὅλα γίνονται. Ταιριάζει τ’ ἀταίριαστα, μερώνει τ’ ἀνήμερα, φτάνει νὰ θέλῃ. Εἶναι τώρα δεκαπέντε μέρες λοιπὸν ποὺ ἡ κ. Ζαρίκη πολεμάει νὰ καταπείσῃ τὴν Ἀννίτσα νὰ πάῃ στὴ γιορτή. Ναί. Δὲν ξέρω τώρα τελευταῖα, τί ἔπαθε καὶ τοῦτο τὸ εὐλογημένο τὸ κορίτσι! Κλείστηκε καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ πάῃ πουθενά. Λὲς καὶ τήνε πήρανε τὰ χρόνια!...

Ἡ γριὰ ἔχει τὸ λογαριασμό της. δηλ. τὰ 78 της χρόνια γιὰ μέτρο ἀλάθευτο: τὸ τυλίγει καὶ τὸ ξετυλίγει καὶ μετρᾷ καὶ λογαριάζει καὶ δὲν πέφτει ρούπι ἔξω. Ποῦ λοιπὸν, σὲ παρακαλῶ, 78 καὶ ποῦ 37! Ἔχ’ ἡ Ἀννίτσ’ ἀκόμα μπροστά της καιρό, οὔ σαράντα ἕνα χρόνια. Τί χτυπητοί, ἀλήθεια, ποὺ γίνονται οἱ ἀριθμοὶ ἀπὸ τὰ εἴκοσι πέντε κι’ ἀπάνω! Τριάντα, τριάντα πέντε, σαράντα, πενῆντα... Τὰ λὲς καὶ σοῦ γεμίζουνε τὸ στόμα. Τὰ συλλογᾶσαι καὶ θαρεῖς πὼς καμπάνες σοῦ ξεκουφαίνουν τ’ αὐτιά. Τέλος καὶ γιὰ νὰ μὴν τὰ πολυλογοῦμε, ἐδῶ καὶ δυὸ βδομάδες ἦρθε ἡ ἐγγόνα τὴς κ. Σαρίκη, ἡ Κλειώ, —τὸ τσακλοκούδουνο, τὸ χτεσινὸ μωρό... «—Γιαγιά, σήμερα δεκαπέντε κλείνω χρόνο ποὺ παντρεύτηκα. Ὁ Γιῶργος θέλει νὰ γιορτάσουμε τὸ γεγονός. Κοίταξε νὰ καταφέρῃς τὴ θειὰ τὴν Ἀννίτσα νὰ ρθῇ... Ἂν δὲν ἔρθῃ, ξέρεις θὰ τοῦ κακοφανῇ τοῦ Γιώργου. Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ... Ἄκουσε, γιαγιά, ἡ γιορτὴ εἶναι οἰκογενειακὴ, βέβαια, μὰ θἄχουμε καὶ τὸν κύριο Φαντά, τὸν ὑπουργό... εἶναι ἀδελφικὸς φίλος τοῦ Γιώργου, φίλος μας, κι’ ἔχομε τὸ λογαριασμό μας. Ξέρεις, γιαγιά, ὅλα γίνουνται...»

Ἄχ, μὰ τ’ ἦταν τοῦτο ποὺ τῆς εἶπε! Ἀφήνουμε πιὰ τὰ ἄλλα· γιατὶ τὴς εἶπε κι’ ἄλλα, ἕνα σωρὸ μικροπράματα, μὰ τοῦτο τὸ τελευταῖο ἤτανε ποὺ τὴν ἔβαλε στὰ αἵματα. Δεκαπέντε μέρες τώρα λοιπὸν τὴς ἔβγαλε τὴν ψυχὴ τὴς καϋμένης τὴς Ἀννίτσας. «—Ἐγὼ στὴν ἡλικία σου ἔκανα τοῦτο.... ἐγὼ στὴν ἡλικία σου ἔκανα κεῖνο... Ναί! σὰν κι’ ἐσένα ἐγὼ ἤμουνα πεταλούδα! Μ’ ἔπαιρνε ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας σου καὶ πηγαίναμε σὲ ὅλους τοὺς χορούς. Τὶς ἀπόκριες γλεντούσαμε ἀπὸ τὴ μιὰν ἄκρη τὴς βδομάδας ὡς στὴν ἄλλη. Δὲ λογάριαζα κούραση· δὲν τὴν ἔννοιωθα. Τώρα ἐσύ, ἂν βγῇς τὸ πρωί, δὲ μπορεῖς νὰ βγῇς τὸ ἀπόγευμα. Ἂν ἔχῃς νὰ πὰς τὸ βράδι πουθενά, πρέπει νἆσαι ξαπλωμένη ὅλο τὸ ἀπομεσήμερο· ἐκδρομὴ δὲ θὲς νὰ πάς, γιατί, λέει,