Σελίδα:Όλα γίνονται, Αιμιλία Δάφνη, Νέα Εστία, τ.11, 1927.djvu/2

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

μετὰ τὸ φαῒ βαραίνεις, κλείνουν τὰ μάτια σου, γίνεται σαλάτα. Ἄκου!... παιδὶ πρᾶμα, νὰ σοῦ κάνῃ τέτοιες κουβέντες!... Μά, ἄ δὲ μπῇς, ἄ δὲ βγῇς, ἄ δὲν κουνηθῇς, πῶς θὰ σὲ δῇ κι’ ἕνας ἄνθρωπος, ἔ; Εἶδα κι’ ἔπαθα νὰ σὲ καταφέρω νὰ κόψῃς τὰ μαλλιά σου. Ὅλες σου οἱ φιλενάδες φαίνουνταν μικρότερες κι’ ἐσὺ μεγαλύτερη μ’ ἐκεῖνο τὸν κότσο!.. Ἔλα, ἐμπρός, σήκω!.. Φώναξε τὴ μοδίστρα, πήγαινε στὰ μαγαζιά, ἄνοιξε τὰ μπαοῦλα, βγάλε νὰ δοῦμε... Νά, ξύλωσε τοῦτο, σιδέρωσε κεῖνο... Ἅμα τὸ μαντάρης αὐτὸ ἐδωνά, δὲ θὰ φαίνεται· νά, θὰ πιαστῇ στὸ δέσιμο. Ἔλα!.. φόρεσε τὰ γάντια σου, χώσ’ τα στὴ μπενζίνα... τρίφ’ τα τώρα...»

Ἄχ, Παναγία μου, πῶς τήνε βασανίζει ἡ μάνα της! Πῶς τήνε παιδεύει, χωρὶς νὰ τὸ νοιώθῃ. Πῶς θἄθελε, Χριστούλη μου, νὰ τὴν ἀφήσουν κεῖ δά, σὲ μιὰ γωνιά, ἥσυχη, μὲς στὸ ἀποκάρωμα ποὺ τῆς ἔφερε τὸ πνίξιμο τῶν ὀνείρων της ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια! — μαύρη θάλασσα, γιομάτη ναυάγια.... Ὅ, τι τῆς λέει ἡ μητέρα της τὸ κάνει· δὲ λέει ὄχι· γιατὶ νὰν τῆς χαλάσῃ τὴν καρδιά; Γιατὶ νὰ τὴν πικράνῃ; Αὐτὴ τὴ μάνα ἔχει ὅλη, ὅλη. Μαζὶ ἐγεράσανε.

Τώρα πῶς νὰν τῆς πῇ: «Καϋμένη μαμά, ναί, ἐσὺ στὴν ἡλικία μου, ἔτρεχες, πήγαινες, γλεντοῦσες, μὰ εἶχες τὸν ἄντρα σου ἀπὸ δεκαοχτὼ χρονῶ· τὸν ἀγάπησες, τόνε πῆρες, ἔζησες. Ναί, μὲ κατάφερες νὰ κόψω τὰ μαλλιά μου, μὰ δὲν ξέρεις... Τὴν πρώτη μέρα ποὺ βγῆκα ἔξω, ἕνα κοριτσάκι τοῦ δρόμου, ἕνα παλιοκόριτσο βέβαια, στάθηκε, μὲ κοίταξε καλὰ-καλὰ ἀπὸ πάνω ὡς κάτω καὶ εἶπε σὰ νὰν τὄλεγε στὸν ἑαυτό του: «—Μπά... μιὰ γριὰ μὲ κομμένα μαλλιά!..» Ζαλίστηκα. Ἤμουνα ἔξω, στὴ δροσιά, κι’ ὅμως ἔνοιωσα μιὰ τέτοια φωτιὰ στὰ σωθικά μου, ποὺ νόμισα πὼς θὰ πέσω χάμω. Ἐπροχώρησα κι’ ἔνοιωθ’ ἀκόμα τὸ φοβερὸ μάτι τοῦ παιδιοῦ νὰ μ’ ἀκολουθῇ, νὰ μπήγεται σὰν καρφὶ στὸ κορμί μου. Ναί, ἔκανα, πὼς δὲν κατάλαβα, μὰ ὡς πότε θὰ κάνω βέβαια πὼς δὲν καταλαβαίνω!... Μαμά, βαρέθηκα, μ’ ἀκούς;.. βαρέθηκα τὴ ζωή μου. Ἄφησέ με δωνά, στὴ γωνιά μου, δὲ θέλω, δὲν ἐπιθυμῶ πιὰ τίποτα, τίποτα! Καὶ τὰ δάκρυά της στάζουνε βροχὴ μὲς στὴν καρδιά της, ὥσπου ἦρθε καὶ ἡ κρίσιμη μέρα.

Ἡ Ἀννίτσα κοιτάζει τὸν οὐρανὸ καὶ παρακαλεῖ: Νἄτανε, λέει, νἄπιανε καμμιὰ μπόρα κειδὰ κατὰ τὸ βραδάκι, πρὶν ν’ ἀρχίσῃ νὰ ντύνεται. Ἄχ, ὅλα γίνουνται... δὲν τὄχει γιὰ τίποτα, νὰ σοῦ γεμίσῃ ἄξαφνα ὁ οὐρανὸς μὲ σύννεφα καὶ νὰ σοῦ ἀρχίσῃ μιὰ μπόρα, μὰ ἀπὸ κεῖνες τὶς μπόρες! Νὰ βροντᾷ, ν’ ἀστράφτῃ, νὰ ὁρμοῦν τὰ ποτάμια, νὰ παφλάζουν ὄξω ἀπὸ τὶς πόρτες, ξερριζώνοντας, σέρνοντας ὅ,τι βροῦνε· νὰ γείνῃ τέλος πάντων ἡ συντέλεια τῶν αἰώνων, μόνο καὶ μόνο γιὰ ν’ ἀποφύγῃ τὸ χτένισμα, τὸ βάψιμο, τὸ παπούτσωμα, τὸ κορσάρισμα... μ’ ἕνα λόγο: τὸ ντύσιμο, γιατί, ὅσο γιὰ τ’ ἀποδέλοιπα, ἀμ’ ἔχει κι’ αὐτὴ τὸ λογαριασμό της, ὅπως τὸν ἔχουνε καὶ ὅλ’ οἱ ἄλλοι. Μὰ σοῦ εἶναι σήμερα ἕνας καιρός, καλοκαιράκι! Καὶ τοῦτο τὸ βράδι, ἀσυγνέφιαστο, γαλήνιο, μὲ τὰ ἄστρα του στὴ θέση τους, ἀτάραχα, μὲ τ’ ἀεράκι του, μὲ τὴ μακρυνή του βουὴ ποὺ δείχνει πὼς ἡ κίνηση τῆς μέρας ἄρχισε νὰ καταλαγάζῃ...

Ἡ Ἀννίτσα κοιτάζει τώρα τὴ μητέρα της: Θεούλη μου, ποῦ τὴ βρίσκει τούτη τὴν ὄρεξη; Ντουλάπια, συρτάρια, κουτιὰ ἀνοιχτά. Βουτᾷ τὰ χέρια της καὶ βγάζει: φτερά, κορδέλλες μπιχλιμπίδια... Ἑβδομήντα ὀχτώ χρονῶ; Ποιά; Λάθος. Αὐτὴ τώρα μὲ τὸν ἄντρα της ἀνεβοκατεβαίνει, στρηφογυρίζει... Σαλόνια, κόσμος, μουσικές...

—Στάσου!.. Βάλε κορσὲ νὰ περιμαζευτῇς... μὴν παρασφίγγεσαι, θ’ ἀνέβη τὸ αἷμα στὸ κεφάλι σου. Βάλε τὴ ζώνη πιὸ χαμηλά... Ὄχι, αὐτὸ δὲ σοῦ πάει, βγάλτο... ναί, ἔτσι. Κάρφωσε στὰ μαλιά σου αὐτὴ τὴ μαργαρίτα... Ὄχι, βάλε καλύτερα τοῦτο τὸ στεφανάκι... εἶδες; ὅλα τὰ θυμηθήκαμε, μόνο τὰ λουλούδια ξεχάσαμε νὰ φρεσκάρωμε. Μὰ δὲν πολυδιακρίνονται ἀνάμεσα στὰ μαλλιά... Ναί, ἔτσι· ὅσο νὰ σοῦ τὰ κρατάῃ, γιὰ νὰ μὴν ἀνασηκώνωνται, καθώς θὰ χορεύῃς. Γιατί ὁ ἄλλος νὰ δῇ πὼς ἔχεις μιά, δυὸ τρίχες ἄσπρες; Θὰ κάθεσαι τώρα νὰν τοὺς δίνῃς λογαριασμὸ πὼς τὶς εἶχες ἀπὸ δεκάξη χρονῶ;.. Πουντράρισε, καϋμένη, τὰ μπράτσα σου... ἔχουνε διαφορὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπο...

Ἡ Ἀννίτσα κοιτάζει τώρα στὸν καθρέφτη τὴ στεφανωμένη της ἀπελπισία.

Ἄχ, Θεέ μου, τί ὄμορφη ποὺ εἶναι ἀπὸ