Προορισμός
←Εθνικό Συμπόσιο | Προορισμός Συγγραφέας: Στον ίσκιο του πλατάνου |
Η πρώτη επίκριση→ |
(Δημοσιέφτηκε στο Νουμά, κ. αρ. 423, 13, αρ. 424, 20, αρ. 425, 27 του Φλεβάρη, αρ. 428, 20 του Μάρτη, 1911)
Αφιερώνεται του Ν. Επισκοπόπουλου.
Δούλεβα ήσυχα ήσυχα τη νύχτα στη μικρούτσικη την κάμερή μου, γιατί τότες είχα πάει να περάσω ένα δυο μήνες στην Πρίγκηπο το καλοκαίρι, να θυμηθώ τα πατρικά μου, και καθόμουνε στο κιοσκάκι του ριχτιμιού, που πριν ήτανε δικό μας και που το νοίκιαζα τώρα, επειδή προτού πεθάνει το πούλησε ο μπαμπάς. Εκείνη τη νύχτα, η ώρα δέκα, δεκάμιση, γλυκά γλυκά, ενώ έγραφα, κάτω από το παράθυρό μου, το κύμα σιγανόρυθμα χτυπούσε του ριχτιμιού την πέτρα, μαζί με τα ντουβάρια του κιοσκιού που βουτούσανε στο νερό. Για τούτο, βυθισμένος όπως ήμουνε στης πέννας το γλίστρημα το ψιθυριστό, που συνόδεβε κανονικά και ήμερα το δυνατότερο της θάλασσας το ψιθύρισμα, δεν πήρε αμέσως τ’ αφτί μου έναν κρότο δίπλα, στην πόρτα όξω του κιοσκιού μου. Κρότος δειλιασμένος που κάποτες έπαβε, κάποτες πάλε ξανάρχιζε, σα να τσουγκράνιζε κανένας το ξύλο, αγάλια, επίμονα κι απελπισμένα. Σηκώθηκα και πήγα με τη λάμπα. Κλέφτης βέβαια δεν ήτανε κι ούτε το συλλογίστηκα να πάρω το πιστόλι μου· όσο ζύγωνα, τόσο πιο πολύ και με θάρρος περσότερο μεγάλωνε ο κρότος.
—«Ποιος είναι;» ρώτησα.
— «Εγώ είμαι, αφέντη, μη φοβάσαι.»
Μου το ‘λεγε με τόσο τρεμάμενη φωνή, που κατάλαβα πως από τους δυο μας, σίγουρα ο πιο φοβισμένος εγώ δεν ήμουνε.
— «Ποιος εσύ;» του αποκρίνομαι.
— «Ο Δεουδές!...»
— «Ο Δεουδές;...»
— «Να, ο Αντίγονος Αντιγονιάδης...»
Ο Αντίγονος Αντιγονιάδης! Έφριξα. Ένας Αντίγονος Αντιγονιάδης — αδύνατο δυο νομάτοι να ‘χουνε όνομα, τόσο κλασικό — βρισκότανε στη φυλακή, εδώ και τρεις μήνες, για φονιάς.
— «Λοιπόν, έρχεσαι να με σκοτώσεις;»
— «Σιορ Γιάγκο μου, στο θεό σου, μη χωρατέβεις. Θα με πιάσουνε. Άνοιξέ μου!»
Λυπήθηκα και του άνοιξα. Δε χασομέρησε, χύθηκε μέσα, σφάλιξε ο ίδιος την πόρτα και στάθηκε ακουμπισμένος στο πορτόφυλλο. Τον κοίταξα στο ψιλό της λάμπας μου το φως, που από την αντιφεγγιά του κιτρινογυαλίζανε τα παχουλά του τα μαγουλάκια. Ποτέ μου δεν είδα πρόσωπο πιο αθώο, πιο παιδιάτικο. Χαμογελούσε δειλά κι έδειχνε τότες, με αφέλεια, ένα του δόντι χαλασμένο, μελανό. Δεν κρατήθηκα και του είπα·
— «Πώς μπόρεσες και φόνεψες, έτσι δα που σε βλέπω;»
— «Άφησέ με πρώτα να πάρω την ανάσα μου, κι αν αγαπάς, θα τα μάθεις όλα.»
Τον πήγα στο γραφείο μου και τον έβαλα να καθίσει στον κόκκινο μάλλινο σοφά. Του έφερα λίγο αθόνερο· ήπιε, λες κι έπινε τ’ αθάνατο νερό. Γύρισε στον τόπο της η καρδιά του, άλλαξε η όψη του, σα να ξανάνιωνε ξαφνικά. Τώρα μου φαινότανε πως κάπου τονέ γνώρισα.
— «Δεουδές! Καλέ, μήπως είσαι ο Αντίγονος που ερχόσουνε σπίτι, όταν ήσουνε μικρός;»
— «Αμέ, ποιος άλλος; Σπίτι σας, βέβαια, στο Γαλατά. Δε θυμάσαι, γιατί εμείς χειμώνα καλοκαίρι κατοικούσαμε στη Χάλκη, μια φορά μου έγραψες ένα γράμμα, ότι που είχες μάθει την αρφαβήτα, και μα το ναι, μου στάθηκε αδύνατο να βγάλω το νόημα· δεν μπορούσα να καταλάβω πως μόρφωνες τις λέξες. Ο πατέρας κατέβηκε την άλλη μέρα, ήρθε σε σας, δουλειά να γυρέψει, του λόγου σου πετάχτηκες·
— «Έλαβε ο Αντίγονος το γράμμα μου;»
— «Το ‘λαβε, πουλί μου, μα δεν κατόρθωσε να το διαβάσει.»
Εσύ πρόσμενες κοπλιμέντα, καμάρωνες που βαστούσες πέννα, που έπιανες αλληλογραφία με τους φίλους σου. Και να σου τώρα που άκουγες άλλα. Ζεματίστηκες. Τι κάνεις; Για να μου δώσεις ένα μάθημα, μου αντιγράφεις το αρφάβητο και λες του μπαμπά να μου το φέρει. Σαστίζει ο μπαμπάς και συ του λες ήσυχα·
— «Εννοείται! Αφού δεν το κατόρθωσε να με διαβάσει, αφτό σημαίνει πως δεν ξέρει τα ψηφιά, και του τα στέλνω, για να μη δυσκολέβεται.»
«Βλέπεις πως δεν ξέχασα τα περασμένα μας. Εσείς δα, όσο μεγάλη φαμελιά κι αν είσαστε, πάντα φανήκατε καταδεχτικοί. Εσύ και γω φίλοι, σα να μην ύπαρχε αναμεταξύ μας κοινωνική διαφορά. Για τούτο σ' αγάπησα πάντα μου.»
Το ύφος του, εκείνη τη στιγμή, τόσο ήμερο, τόσο συμπαθητικό, που κάτι κι από τότες υποψιάστηκα, πως δηλαδή το τρομερό του το έγκλημα δεν μπορούσε να είναι κανένα πρόστυχο χτηνώδικο έγκλημα. Και τόντις κατάλαβα κατόπι, πως ο περίφημος ο φόνος του μαρτυρούσε ψυχόρμητα ιδιαίτερα, ψυχόρμητα που τους άξιζε κανένα όνομα καλό, γιατί βαστούσανε τόντις από αψηλά αιστήματα και γενναία.
Τον κοίταζα, πάσκιζα να καταλάβω από την όψη του τι μαγείρεβε μαθές με το νου του. Μα θαρρώ πως ο Αντίγονός μου, εκείνη την ώρα, δε μαγείρεβε τίποτα. Σαν το σκυλί που βροχή το πήρε, ή που ο αφέντης του το ‘δειρε και βρίσκει μια γωνιά να ησυχάσει, έτσι κι ο Δεουδές σιώπαινε τώρα χουζουρεμένος στον κόκκινό μου το σοφά, επειδή στο κιόσκι μου τουλάχιστο, μήτε βροχή τον έδερνε — μήτε ξύλο.
— «Κοιμάσαι;»
Ανατινάχτηκε·
— «Τι ωραία που είμαι δω! Ποτέ μου τόσο λαμπρά δεν ήμουνε!»
— «Ποιος φταίει; Τι πήγες και πνίγηκες στα αίματα;»
— «Πρέπει, Γιάγκο μου, απαρχής να σου τα ξεδιαλύσω τα καθέκαστα, να μάθεις τα ιστορικά μου, έπειτα να με κρίνεις, να με καταδικάσεις κιόλας, αν αγαπάς. Να ξέρεις όμως πως στη ρητορική πολύ προκομμένος δεν είμαι. Να μιλώ δεν έμαθα. Με κόπο τα βγάζω, με κόπο τα τραβώ από μέσα μου τα λόγια, ένα ένα, με κόπο τ’ αραδιάζω, να πω εκείνο που θέλει, να βγει ένα νόημα. Ώστε να μη μ' αντισκόφτεις.»
— «Σου το τάζω», του αποκρίθηκα και στρώθηκα στο σοφά μου, αντίκρυ του.
— «Εγώ είμαι γεννημένος καλαμαράς.»
Χαμογέλασα. Καλαμαράς δεν έδειχνε με τα γλυκά του τα μυσείδια, τα ήμερα.
— «Ναίσκε! Από παιδί τ’ αγάπησα τα γράμματα. Και πειδή ποτέ μου δεν μπόρεσα να τη χαρώ την αγάπη μου αφτή, να, για τούτο δυστύχησα, για τούτο, να, ήρθανε κι όλα τ’ άλλα. Για τούτο σκότωσα.»
Μου πέρασε υποψία πως ο Αντίγονός μου θα ήτανε κάπως ζουλιάρης, θα είχε μέσα του κανένα μίσος που δεν το φανέρωνε, μα που το ξαστέρωνε το ύφος του, γιατί ενώ μιλούσε για την αγάπη του προς τα γράμματα, η φωνή του είχε κάτι άγριο, κάτι στρυφνό, αντίς να μαλακώσει με την αγάπη. Χωρίς να του πω τίποτα, το κατάλαβε λαμπρά τι συλλογιόμουνε με το νου μου, επειδή το πνέμα δεν του έλειπε κι άρπαζε το μάτι του αμέσως, ό,τι παραμικρό κίνημα κι αν έπαιζε στο πρόσωπο σου·
— «Μη με νομίζεις κακό άθρωπο. Βλέπεις, εσένα δε σε ζουλέβω, δε σε ζούλεψα ποτέ μου. Και συ σαν και μένα τ’ αγαπούσες τα ιερά τα γράμματα, τις λάτρεβες και συ τις Μούσες τις παρθένες.» — «Να, λόγια», συλλογίστηκα, στο στόμα ενός φονιά! — «Έπειτα, ήτανε και το γραμματάκι σου εκείνο, θυμάσαι, το ανορθογραφημένο, με τα ψηφιά που τόσο παράξενα, τόσο αστεία τα συνταίριαζες, το γραμματάκι σου που νόημα δεν είχε. Τι να σε ζουλέβω; Θα πεις, κατόπι ακούστηκες, έγινες μεγάλος άθρωπος. Βέβαια. Μα σου άξιζε κιόλας. Ήσουνε καλής, πλούσιας φαμελιάς παιδί. Αντίς να κάμεις τον έμπορο ή το λιμοκοντόρο — που ανάθεμάν τους αφτούνους! — εσύ, ματάκια μου, ρίχτηκες στη μελέτη κατακέφαλα και κατάκαρδα. Έμενα μου άρεζε, το καμάρωνα μάλιστα που σε γνώρισα παιδί παιδάκι, στον καιρό που μόλις ήξερες την αρφαβήτα, που μου έγραφες εμένα το φίλο σου, το κωμικό σου το γραμματάκι… Γιάγκο, Γιάγκο μου, να, τους άλλους εγώ μισώ, τους άλλους, τους ανίδεους που έτυχε να γεννηθούνε βουτηγμένοι στον παρά, που τον παρά τους τονέ σπαταλούνε, τονέ πετούνε στους δρόμους, αμαρτία μου, σα να ρίχνανε στα σοκάκια το ψωμί που το στεριέται ο φτωχός. Και να συλλογιέται κανείς, και να βάλει κανείς με το νου του, πως ενώ οι ασυνείδητοι αφτοί, με τα στραβά τους μάτια — που η οργή να τους πάρει! — το γλέντι τους κοιτάζουνε, το ραχάτι τους οι αχρείοι, ενώ φροντίζουνε για να κουτοκαλοπερνούνε, τα ζώα, και για τίποτις άλλο δεν τους μέλει, ενώ τρώνε και πίνουνε και γελούνε, υπάρχουνε στον κόσμο αγγέλοι, επειδή τόντις έτσι πρέπει να τους λέμε, αγγέλοι που πεινούνε, γιατί βρίσκουνται στη γης και λαχταρούνε τον ουρανό, έναν ουρανό δικό τους, τον άυλο τον ουρανό που μόνος αφτός μπορεί να τους δώσει θροφή, τη θροφή τους, το ψωμί της ιδέας.»
Σώπασε μια στιγμή ο Αντίγονος, σα λαχανιασμένος από τη μακρινή του, κάπως ασυνέδετη, κάπως κομποδεμένη του φράση, και στάθηκε σα να γύρεβε να διατυπώσει πιο ξάστερα, το λογισμό του.
— «Ίσως να μην τα λέω καλά. Να, θέλω να πω, με τα χρήματα που ξοδέβουνε αφτοί, εγώ μπορούσα να σπουδάσω, μπορούσα να γίνω ποιητής!»
Τι ωραία, δίχως ίσως να το ξέρει, μου το είπε! Να γίνει ποιητής. Βέβαια, ποιητής πρώτα γεννιέσαι, μα πρέπει κατόπι και να γίνεις. Πρέπει να μάθεις την τέχνη σου, πρέπει να μάθεις ως και την ποίησή σου.
Φαίνεται πως άμα τη συλλογίστηκε τη μάθηση, τη μάθηση που ο ίδιος δεν αξιώθηκε ν’ απολάψει, αμέσως τα μάτια του αγριέψανε, αστράψανε, και πάντα με τη δυσκολία εκείνη που μου τη μολόγησε, και που τον εμπόδιζε να λέει λέφτερα ό,τι θέλει, μου ξεφουρνίζει σωρό σωρό λόγια, όπου με κάποια προσοχή, με κάποιο κόπο, ξεδιάκρινα ένα ιστορικό του παλιού, του παιδιακίσιου καιρού μας που το είχα ξεχασμένο, και μου το δηγότανε κουτσά στραβά, με την πεποίθηση, με την πλάνη που έχει μέσα του ο άθρωπος ο απλός, πως εκείνο που ξέρει, το ξέρεις και συ, σε τρόπο που μόλις υπάρχει ανάγκη να σου το ξηγήσει. Από κει έρχουνται θαρρώ τα περσότερα παρανοήματα σε τέτοια κουβέντα με ακαλλιέργητους, από κει μάλιστα η συνήθειά τους να μην εκφράζουνται όπως πρέπει, παρά πάντα μισά.
— «Που λες. Το βαπόρι τότες όπου ανέβηκα μαζί σου. Που έφεβγε για τα Παρίσια. Οι Μεσσαζερίες. Τι ωραία, τι κοντζάμ βαπόρια! Και σου πάνε στην Εβρώπη. Ξεπροβόδεβες ένα σου αξάδερφο. Μεγαλύτερό σου. Το σιχάθηκα, το μίσησα, θα το σκότωνα εκείνο το παιδί!»
Κι ο Αντίγονος σήκωνε με φοβέρες τη γροθιά του. Σα ν’ άφριζε το στόμα του από τη λύσσα. Με κοίταζε. Είδε πως δεν καταλάβαινα. Και ξακολούθησε πιο ήμερα·
— «Ο Γληγόρης, το πρωταξαδέρφι σου, δε θυμάσαι; Με την πλούσια φαμελιά του. Άξαφνα τους κατέβηκε, ο θεός ξέρει γιατί, έτσι, να τονέ στείλουνε στο Παρίσι, να σπουδάσει. Να σπουδάσει!»
Τρίζανε τα δόντια του καημένου, όταν πανάλαβε τη λέξη·
— «Να σπουδάσει!! Αφτός; Δε βαριέσαι; Πες να σαπίσει, πες να χαθεί, πες να παραλύσει. Και μένα δε με κόφτει να παραλύσει τέτοιο ζώο, που από μικρός έξι χρονώ αγόρι κοίταζε πώς να δέσει τον κόμπο της κραβάτας του, που άλλο με το νου του δεν έβαζε παρά μόδες και μαραφέτια. Εμένα με κόφτει που στη θέση του δεν πήγα εγώ. Εγώ θα σπούδαζα. Εγώ θα πρόκοφτα. Πες μου — και σηκώθηκε όρθιος ο Αντίγονος — πες μου, σε παρακαλώ, τι όφελος, τι κέρδος υπάρχει για τον κόσμο, να κωλοσέρνεται στους δρόμους και στα καφενεία ένας Γληγοράκος, να σπουδάζει, λέει, νομικά, ο ψέφτης; Παναγιά μου! Τι βγαίνει από τα νομικά του για τη Ρωμιοσύνη — εκεί που εγώ να ήμουνε, θα ‘βγαινε ίσως κανένας μεγάλος ποιητής!»
Είχε κάποιο μεγαλείο, ενώ έτσι μιλούσε ο Δεουδές. Χαμήλωσε άξαφνα, τσάκισε τη φωνή του·
— «Βλέπεις, Γιάγκο μου; Ίσως, σου είπα. Ίσως θα ‘βγαινε κανένας ποιητής. Ένα ίσως είναι. Μα για ένα ίσως τόσο μεγάλο, αξίζει τον κόπο να δοκιμάσει κανείς. Ας ξεκουμπιστούνε οι Γληγόρηδες. Ας έρθουνε οι άξιοι.»
Απορούσα τώρα πως τα διατύπωνε με λίγα λόγια έτσι καθαρά καθαρά.
— «Όχι! Έπρεπε αφτός να χαρεί εκείνο που εγώ το στεριόμουνε, και μου πονούσε η ψυχή μου.
»Στο βαπόρι, δειλά δειλά, φτωχόπαιδο μαραμένο προτού αθίσει ακόμη, σε συντρόφεβα κι έλεγα μέσα μου· — Τουλάχιστο να ήτανε ο Γιάγκος μου που φέβγει! Ο Γιάγκος μου δε θα πήγαινε του κάκου στα Παρίσια. Ο Γιάγκος μου θα μάθαινε στ’ αλήθεια.»
»Εσύ όμως ξέγνοιαστα, ξέθαρρα, χαρούμενος, γελαστός, σαν τ’ άδολο το παιδί, ζύγωνες κοντά στον αξάδερφό σου, του έπιανες το χέρι, τονέ ρωτούσες τι θα σου φέρει από τα Παρίσια, σα γυρίσει; Και του έλεγες· μια σουγιά, έτσι, σαν και τούτη — που του έδειχνες — μια πιο καλύτερη. Έπειτα ξαναρχόσουνε· Όχι, κάλλια να μου φέρεις ένα μολύβι σαν τουφέκι. Και πάλε του έδειχνες ένα μολυβοκόντυλο από κείνα που φτιάνουνε στη Φραγκιά, ένα φιλτισένιο που τόντις είχε μορφή τουφεκιού· τραβούσες το μολύβι κι έμοιαζε τάχα σα να τραβούσες την μπαγιονέτα, που είχανε τότες στη Γαλλία.»
Ο Αντίγονος χαμογέλασε και φάνηκε αθώα το δόντι του το μελανό·
— «Έπειτα ξαναζύγωσες και του είπες· Ίσως το καλύτερο, να μου φέρεις και τα δυο.»
Γέλασα, γιατί θυμήθηκα και είδα πως έξοχο μνημονικό είχε ο φίλος. Εκείνος όμως αντίς να γελάσει δέφτερη φορά, έσκυψε το κεφάλι του συλλογισμένος, κι έμεινε δυο λεφτά με το στόμα του κλειστό. Τ’ άνοιξε να ξακολουθήσει κι έβλεπες πως γύρεβε τα λόγια του ένα ένα· τα μυσείδια του σα να γράφανε ξανά καμιά σταναχώρια, μπορεί και καμιά ζούλια·
— «Ναίσκε! Ήσουνε τότες δέκα, εγώ δώδεκα χρονώ αγόρι. Το στοχάστηκα συχνά κατόπι αφτό σου το κίνημα. Και σε θάμασα. Εσύ από μικρός μικρός φαίνεται να το κάτεχες, πως κάτι μια μέρα θα γίνεις. Για τούτο δε θύμωνες σαν και μένα που πήγαινε στα Παρίσια ο αξάδερφος, κι άλλο δεν έβαζες με το νου σου παρά τα παιγνιδάκια σου τ’ αγαθά.»
— «Κοιτάξτε, καλέ, παρατήρησε η θεια σου, η μάνα του Γληγόρη· ο αξάδερφός του φέβγει, κι αφτός δεν το κουνεί από το χαβά του.»
»Και τόντις! Από το χαβά σου εσύ δεν το κούνησες ποτέ σου! Το μολύβι σου και σώνει.»
Ο Αντίγονος την ίδια στιγμή ανατινάχτηκε·
— «Μα εγώ από τη μέρα εκείνη του βαποριού, απόφαση το ‘καμα πως έχει δεν έχει στα Παρίσια θα πάω και γω. θα πάω!»
Και σώπασε. Το γλυκό του το πρόσωπο έδειχνε άξαφνα μια θέληση άγρια·
— «Και πήγα. Μακάρι, αχ! να μην πήγαινα. Τότες όμως δεν το ‘βλεπα πως πιο φρόνιμο ήτανε να καθίσω στ’ αβγά μου. Πού να μπορέσω; Ακράτητη ορμή μ' έσπρωχνε ομπρός. Αφτή μου έδωσε τη δύναμη και το κουράγιο να ταπεινωθώ, για να κερδίσω λίγους παράδες. Φαντάσου, Γιάγκο μου, να ονειρέβεται κανείς μεγαλεία, να λαχταρά τη δόξα, και να σαρώνει ένα μαγαζί κάθε πρωί, άμα φέξει!»
Αναστέναξε ο Αντίγονος, σήκωσε τα μάτια του στο ταβάνι, σα να παρακαλούσε κάποιονε κει απάνω ή σα να του έλεγε·
— «Λυπήσου με, Κύριε!»
— «Αχ! Γιάγκο μου, και να το συλλογιούμαι πως τότες είχα βγει κιόλας τελειόφοιτος από τη μεγάλη του Γένου Σκολή! Όσο βαστούσα τη σκούπα, συλλογιόμουνε·
— «Δασκάλοι! Δασκάλοι! Να πού με καταντήσατε. Να τι κέρδισα ο άμοιρος από τους μέσους αόριστους. Εσείς μήτε τον πόθο για τη μάθηση δε μου δώσατε. Τον είχα τον άγιο τον πόθο και από πρώτα. Εσείς μου τονέ στρεβλώσατε. Μου αλλάξατε την πίστη και την ψυχή μου. Η διδαχή σας; Είναι μια σκούπα που μήτε να σκουπίζει δεν ξέρει.»
Έβρισκα πως ο Αντίγονος, όταν ήτανε στο θυμό του, παστρικά τα ‘λεγε τα πράματα, χωρίς να παραγυρέβει τις λέξες·
— «Αφέντη, αφέντη μου, σιορ Γιάγκο, τι δεν έκαμα για να μαζώξω λίγους παράδες; Ως και σπίρτα πούλησα στους δρόμους. Κι αφτό ακόμη δεν πείραζε. Πουλάς τα σπίρτα όξω στον αέρα, χάφτεις τον ουρανό, κοιτάζεις αψηλά τα σύννεφα, ονειροπλέκεις όσο θέλεις. Δεν προσέχεις στους ζεβζέκηδες που διαβαίνουνε και σε βρίζουνε. Μα εγώ και κοπέλι έγινα στ’ αχούρι ενός πλούσιου, να φροντίζω για τ’ άλογα, να κυλιούμαι στην κοπριά τους, να ‘χω από πάνω μου, όξω από τον αφέντη, κι έναν παραφέντη, το σεΐση, που με πρόσταζε σαν άλλος βασιλιάς. Γιατί δεν είναι μόνο η δουλειά. Είναι και κείνος που σου τη δίνει, που σε πλερώνει σα να σου κάνει χάρη, ενώ από σένα φελιέται αφτός. Κι έτσι αλήθεια, όσο έμεινα τότες στην Πόλη, λες κι όλοι μου οι αφεντάδες, λες κι από ελεημοσύνη με καταδεχόντανε σπίτι τους, εκεί που εγώ από συνείδηση έβγαζα τη ζωή μου, να τους εφκαριστήσω.
»Δε σου φαίνεται πως άξιζε τόντις ν’ απελπιστεί κανένας; Να τα χτυπήσει όλα κάτω; Να πει· — «Κόσμε, παλιόκοσμε, δεν το θέλεις να προκόψει ο μικρός, ν’ ανοίξει ο νους του; Χάσου το λοιπό. Χάνουμαι και γω, να σου δείξω! Γυρέβεις να σκοτωθώ; Σκοτώνουμαι. Μα δε σκοτώθηκα. Με κρατούσε σφιχτοδεμένο στη ζωή ένα ιδανικό, και το ιδανικό αφτό μου έδινε δύναμη για να περιφρονήσω τα μεγαλύτερα τα κακά του κόσμου.»
»Πήρα την ανάσα μου στο τέλος των τελώνε, όταν κατόρθωσα να γίνω γκαρσόνι του τραπεζιού σ' ένα εβρωπαϊκό ξενοδοχείο, το χειμώνα, στο Σταβροδρόμι, το καλοκαίρι, στα Θεραπειά. Εκεί πια θα μάθαινα τα γαλλικά που μου ήτανε απαραίτητα για να πάω στη Γαλλία, ν’ ακολουθήσω τον προορισμό μου, να μάθω να γράφω.»
»Έτσι έλεγα με το νου μου· αλλιώς όμως τα ‘φερε η τύχη.»
Έσκυψε πάλε το κεφάλι του ο κακόμοιρος και με τα δάκρυα στα μάτια, μου απόσωσε το ιστορικό του·
— «Ήμουνε ήσυχος στο ξενοδοχείο, δούλεβα, σερβίριζα, σήκωνα τα πιάτα, σκούπιζα τα ποτήρια, διάβαζα γαλλικά σε μια γραμματικούλα που αγόρασα — και να διεις τι έφκολα που τα ‘παιρνε ο νους μου! Να γλώσσα! Ποτέ μου έτσι καλά δεν μπόρεσα να μάθω τη γλώσσα τους τη δασκαλική — ήμουνε χαρούμενος, γεμάτος ελπίδα, όταν ένα βράδυ άξαφνα μου έρχεται μαντάτο πως δεν μπορώ να μείνω στο ξενοδοχείο.»
Χτύπησε απελπισμένος τα χέρια του το ένα με τ’ άλλο, θυμήθηκε, τη βραδιά που μοιάζει να στάθηκε κρίσιμη στη ζωή του, και σα να ‘πόφερνε πάλε ό,τι ‘πόφερε τότες, μιλούσε κι έκλαιγε συνάμα·
— «Το βράδυ εκείνο, σιορ Γιάγκο μου, έχασα το θάρρος μου. Έκλαψα, δάρθηκα, δάγκασα τα δάχτυλά μου από τον πόνο μου, έμεινα χωρίς ύπνο ίσια με το πρωί, και ίσως πρώτη φορά η απελπισία μ’ έκαμε να καταλάβω πού με κατάντησε ο κόσμος και να τόνε βλαστημήσω. Θυμήθηκα την αστοργία του, γιατί του ζήτησα δουλειά για να κερδίζω τίμια ένα κομμάτι ψωμί, που τ’ άξιζα και είχα δικαίωμα να το ζητήσω, και που μπορούσε να μου το δώσει χωρίς καμιά ζημία του. Μα μου το αρνηθήκανε, οι μεγάλοι από αναιστησία, οι μικροί από φτόνο. Και ύστερα με περιφρονήσανε κιόλας για τη δυστυχία όπου βρέθηκα, ίδιοι τους αφτοί που γενήκανε αφορμή να δυστυχήσω, που γενήκανε αφορμή τόσες φορές να σβήσουνε τα γλυκά τα όνειρά μου, οι ελπίδες μου οι χρυσές. Και να ήμουνε μόνο εγώ! Αχ! ήτανε κι η μανούλα μου. Αφτοί όμως με κάμανε ανίκανο να δώσω ένα κάνε ποτήρι νερό στη μάνα μου, στη δυστυχή την ηρώισσα που θυσίασε τα πάντα για τους άλλους, που εδώ κι ένα χρόνο ακόμη, με το ένα ποδάρι στον τάφο, πολεμούσε κι αγωνιζότανε για τους ανάξιους, χωρίς να βγάλει κανένα παράπονο για τη σκληρή και την άπονη τύχη της, παρά μόνο να θλίβεται πως θα πεθάνει πια, πως τότες δε θα μπορεί να βοηθά τους δικούς της, να βοηθά το παιδί της!»
Κλάμα δεν ήτανε, όσο έτσι μιλούσε ο Δεουδές, ήτανε σωστό αναφιλητό που λες να του ξέσκιζε τα στήθια του σε δυο κομμάτια. Έβγαλε το μαντίλι του, στέγνωσε τα μάτια του και ξακολούθησε ήσυχα ήσυχα·
— «Πρέπει όμως απαρχής και με συντομία ν’ ακούσεις την ιστορία της μάνας μου και τη δική μου.»
Και άρχισε. Από τότες και ως το τέλος, παρατήρησα κάτι πολύ περίεργο, ίσια με κει ο λόγος του μπερδεμένος, ασύνταχτος, ασυνέδετος. Μου τα ξεφούρνιζε χωρίς συνέχεια, σα να του πολεμούσανε, σα να του πολιορκούσανε τα βάσανά του, όλα μαζί, το κεφάλι του, σα να του τα κάνανε άνω κάτω. Ίσως αυτό, επειδή ο καψερός, σωριάζοντας ένα ιστορικό απάνω σε μια σκέψη και μια σκέψη απάνω σ' ένα ιστορικό, πάσκιζε να φτάσει σε κανένα συμπέρασμα που να μου ξηγήσει το φόνο του και η ξήγηση δύσκολη, αφού απαιτούσε κάποια φιλοσοφία, δεν είχε όμως τη συνήθεια να φιλοσοφά, δεν ασκήθηκε, σκούνταφτε, σφόρτζωνε το νου του, ενώ άμα ο λόγος για τα γνωστά του τα φαμελιακά, τα σπιτικά του, τη μάνα του, τον μπαμπά του, όσο κι αν του καίγανε την καρδιά, έτρεχε η κουβέντα του νερό. Πολύ πολύ διασκεδαστικά βέβαια πως δε μου φανήκανε όσα μου αράδιασε. Μα τ’ αγάπησε τ’ αφτί μου, γιατί όλα τους μυρίζανε την αλήθεια, μιαν αλήθεια ταπεινή, απλή, όσο θέλεις, πάντα όμως αλήθεια, κι ένιωθες μέσα να σπαρταρά μια ψυχή αθρώπινη, αν και μικρός ο άθρωπος ο ίδιος.
— «Ο πατέρας μου, σιορ Γιάγκο μου, ήτανε στην Πόλη βουτσάς, έκανε δηλαδή βαρέλια και κουβάδες, τέχνη καλή που μπορούσε να κερδίζει παράδες και τη φαμελιά του να ξοδέβει πλουσιοπάροχα, να κάνει ακόμη και οικονομίες. Μα ο πατέρας μου ο μακαρίτης ήτανε αληθινός χουβαρντάς. Είχε ανοιχτή, αθώα και γενναία καρδιά. Ο καημένος αγαπούσε τους φίλους του, πονούσε και τη δυστυχία. Γλέντιζε με τους πλούσιους, κι έδινε ό,τι μπορούσε πάντα σε κείνους που του ζητούσανε. Η καλοσύνη του όμως η απονήρεφτη και η αστόχαστη, τον κατάστρεψε τον ίδιο και τη φαμελιά του. Οι ψεφτοφίλοι τον τρώγανε και το χερότερο, τονέ ρίξανε στο κρασί, ώσπου να τον κάνουνε στο τέλος να πεθάνει, χωρίς ποτέ του να μπορέσει, με όλη του την καλή καρδιά και διάθεση, να κάμει το ελάχιστο καλό στα παιδιά του και στη γυναίκα του.»
»Η μητέρα μου — κι αναστέναξε πάλε ο Αντίγονος — ήτανε φτωχοκόριτσο. Έφυγε λοιπό μικρή δέκα χρονώ από την Αξιά, την πατρίδα μας και πήγε στην Πόλη δουλάκι. Στην Πόλη μεγάλωσε, στην Πόλη έμαθε μαγέρισσα. Δούλεψε την προίκα της, βοήθησε τους γονιούς της, ξεχρέωσε κάτι μικρά χτήματα του αντρός της, του άνοιξε δυο, τρεις φορές βουτσάδικο, ένας της αδερφός της έφαγε βδομήντα λίρες, της έχασε στο κοσολιτέ άλλες εκατόν πενήντα ο αδερφός της τότες κύριας της, κ. Ιφιγένειας Αντωνιάδη, της σημερνής Τσιμπρούδαινας, της πεντάπλουτης, που του τις είχε δώσει να τις κρατά. Ξαναδούλεψε όμως και με ξόδεψε μένα για να μου μάθει τα γράμματα· προίκισε και πάντρεψε μάλιστα την αδερφή μου. Μα ο γαμπρός μου, αδερφός του δήμαρχου Φεβγώλη από τ' Απεράθου της Αξιάς, βγήκε μεθύστακας και χαρτοπαίχτης. Έδερνε την αδερφή μου και τις πιο πολλές φορές, την άφηνε με τα παιδιά της χωρίς ψωμί. Στο τέλος της έκανε μεθυσμένος μια φοβερή σκηνή, την τρόμαξε λεχώνα πέντε μερώ και την πέθανε. Ζούσε τότες στην Αθήνα, εγώ με τη μητέρα στην Πόλη, εγώ ίσια ίσια στο ξενοδοχείο του Σταβροδομιού που σου είπα. Ο αθεόφοβος! Έτσι από το κρίμα ή από την ανοησία του αλλουνού, πρέπει να πάθει ο αθώος. Γιατί βγήκε μεθύστακας ο ασυνείδητος, αναγκάστηκα εγώ να βγω από τη σειρά μου. Τέτοια είναι η δικιοσύνη εδώ κάτω. Τρέχεις χαρούμενος στο δρόμο, πας να φτάσεις στην άκρη· άξαφνα στρίβει κι ένας γάιδαρος ξεφρενιασμένος έρχεται καταπάνω σου και πέφτεις ανάσκελα χάμω. Η τύχη μου άλλαξε από το κρίμα του γαμπρού μου για χρόνια. Που την κατάρα μου να ‘χει! Αφού πέθανε η αδερφή μου, εννοείται πως η μάνα δεν μπορούσε να μείνει στην Πόλη. Μα δε μ' άφησε ούτε μένα. Μου είπε να την ακολουθήσω και πώς να της αρνηθώ τίποτις, αφτηνής που με είχε σπουδάσει; Εκείνη την τελεφταία βραδιά που ανέβηκα στην κάμερή μου, τα μεσάνυχτα, και που καταχνιές καταχνιές τα δάκρυα μου θολώνανε μάτια και λογισμό, κατάλαβα ωστόσο αμέσως, μ’ όλη τη λύπη, μ’ όλη την αντάρα που μ' έκανε άνω κάτω, πως αχαμνά θα γυρίσουνε τα πράματα για μένα, θρούβαλα γινότανε ο σκοπός μου, να μπαρκαριστώ, να τραβήξω στα Παρίσια, να πιω το φως της επιστήμης, η ψυχή μου να το ρουφήξει...»
Έπιανε πάλε τις φιλοσοφίες, σκούνταφτε η γλώσσα του, ακόμη λίγο και τσέβδιζε·
— «Να, φοβήθηκα μήπως ο πόθος μου ο πατημένος σηκωθεί κατόπι και γυρίσει στο κακό.»
Για να το πει αφτό κι ώσπου να το διατυπώσει, έμοιαζε σαν κουρασμένος· λες κι έσκυψε να σηκώσει πέτρα.
Ένιωσε τότες πως έπρεπε να ξανάρθει στην αφήγησή του την απλή, στην ήσυχη βιογραφία του·
— «Την αβριανή, φύγαμε το λοιπό και πήγαμε στην Αθήνα, η μάνα μου για να κοιτάζει τα πέντε ορφανά, τέσσερα κορίτσια κι ένα νόστιμο νόστιμο αγοράκι, το μικρότερο απ' όλα που μας άφησε η αδερφή μου. Εγώ πάλε γύρεβα δουλειά, ήθελα να μάθω κι άλλα γράμματα, κατά πως άρχισα στο Σταβροδρόμι.»
»Αχ! Γιάγκο μου, σιορ Γιάγκο μου, όποιος θέλει να γίνει μεγάλος άθρωπος, μήτε μάνα πρέπει ν’ ακούει μήτε γυναίκα μήτε τίποτα. Την ιδέα τη δική του κι ομπρός. Εγώ ήμουνε και γεννημένος Έλληνας, ήμουνε καλός πατριώτης. Μια κι άφηνα την Πόλη, μια και βρισκόμουνε στην Ελλάδα, είπα να πάω στρατιώτης και σαν τέλειωνα πια, θα φρόντιζα κάτι να κάμω, κάτι να καταπιαστώ, που ν’ αληθέψει τ’ όνειρό μου!»
Κόκκινη κόκκινη ντροπούλα περεχύθηκε στο πρόσωπό του. Το παρατήρησα συχνά πως σε μας ταίρι ταίρι πηγαίνουνε η περηφάνια και η ταπείνωση· ντράπηκε τάχα που μιλούσε όλο κι όλο για τ’ όνειρό του της δόξας, για τον προορισμό του, σα να ήτανε τόντις πράμα ένας Δεουδές.
— «Τ’ όνειρό μου! Ή πες και τα φούμαρά μου, σαν αγαπάς. Ναι, βέβαια. Ίσως εδώ να στάθηκε το λάθος δικό μου, που το πλέρωσα όμως ακριβά. Δεν έπρεπε ούτε στο ξενοδοχείο να καταφύγω εγώ, να γίνω δούλος, για να τρέχω έπειτα στα Παρίσια, ούτε μαθές να κατεβώ στην Αθήνα. Έπρεπε να μείνω στην Πόλη, και να πάω δάσκαλος. Τι σημαίνει που τους καταράστηκα; Που θύμωσα μαζί τους; Φούμαρα, φούμαρα κι αφτά. Μήπως άξιζα περσότερο από έναν καλαμαρά; Μήπως δεν ήμουνε και γω καλαμαράς; Μπρε σιορ Γιάγκο μου, μπας και δεν είμαστε όλοι μας οι Ρωμιοί σωρό καλαμαράδες; Το καλαμάρι θα μου έδινε ήσυχη ζωή. Θα καθόμουνε στ’ αβγά μου. Ήμουνε καλός μαθητής, μ' αγαπούσανε οι καθηγητάδες μου, θα μου βρίσκανε καμιά δασκαλική θεσούλα στα Θεραπειά ή αλλού, με κανένα μιστό πέντε λίρες. Μα να! Δεν το είπαμε κιόλας; Εγώ από μικρός αγαπούσα τη λεφτεριά και τα γράμματα. Ναίσκε! Πιο λέφτερος ήμουνε δούλος στο ξενοδοχείο, επειδή έκανα τη θέλησή μου, παρά δάσκαλος σ' ένα σχολειό, ακόμη και σκολάρχης. Ήθελα να μάθω, να μάθω κι άλλα, όχι να μεταχεριστώ εκείνα που ήξερα τότες για σκοπό βιοποριστικό , ξεχνώντας πως ήμουνε φτωχόπαιδο και πως έπρεπε πρώτα πρώτα να κοιτάξω να βρω τίμιο μέσο να ζήσω. Εγώ, φίλε μου, γύρεβα να περετήσω ακόμη και την πατρίδα μου στρατιώτης, κι ας εξαιριόμουνε κιόλας σαν ορφανός. Πήγα το λοιπό και γω στην Αθήνα, και αν ήτανε ο γαμπρός μου καλός, θα τα κατάφερνα όπως ήθελα. Ξακολουθούσε όμως αφτός να μεθά και να παίζει. Το χερότερο μάλιστα, σα γύρισα σπίτι από στρατιώτης, μου είπανε πως έδερνε και τη μάνα μου.»
»Μια μέρα τόλμησε τόντις να σηκώσει χέρι απάνω της, μπροστά μου. Μα έπεσα τότες απάνω του και γω, κι α μ’ αφήνανε σήμερα δε θα ζούσε.»
»Από τη στιγμή εκείνη, εννοείς πια πως απάτητο βουνό υψώθηκε ανάμεσά μας. Είχε τα μέσα ο άτιμος και μπορούσε να με διορίσει σε καμιά θέση. Όχι όμως δεν το 'καμε — αλήθεια πως ούτε γω πια μου δεν το ήθελα — μα και όταν έδωσα ξέταση να πάω υπολογιστής στο ναφτικό — βλέπεις, Γιάγκο μου, απ' όλα δοκίμασα — ο γαμπρός μου, αν και πέτυχα, με τα μέσα του το εμπόδισε. Τ’ ακάθαρτο ζο! Που να χαθεί! Σαν το είδα πως αποτύχαινα και σ' αφτό, ζήτησα να γίνω τελεγραφητής. Πήγαινα λοιπόν ένα χρόνο στο Πολυτεχνείο, στην τελεγραφική σκολή, μα ο Αμαντινός και ο Μαβρουδής, για μια μικρή παρατυπία, γιατί δεν είχα καταθέσει στην αρχή του χρόνου δυο δραχμές να πάρω το εισιτήριο, δε μ' αφήσανε να δώσω ξέταση κι έμεινα. Πήγα τότες στον Προπαδάκη να μου βρει δουλειά, μα πατριώτες μου, από φτόνο, με κατηγορήσανε πως ήμουνε χαρτοπαίχτης και πως έπινα, κι άλλα πολλά, και δε με πήρε. Κατάλαβες, Γιάγκο μου; Έφταιγε πάλε ο αδιάντροπος. Μιλούνε οι αθρώποι, δεν ερεβνούνε. Ακούσανε για μεθύσι και για χαρτιά· είπανε πως εγώ έπινα και γω μεθούσα, χωρίς να ξέρουνε πως ήτανε αλήθεια να το λένε για το γαμπρό μου, ψέματα να το λένε για μένα. ‘Πόφερα λοιπό δυο χρόνια. Και τι μπορεί να βάλει ο νους σου, που να μην το δοκίμασα; Στο τέλος μπήκα στην Ακρόπολη διορθωτής. Μα ήμουνε πια βλαμμένος και δεν μπορούσα να βαστάξω σε τόσο βαριά δουλειά. Τι να σου τα πολυλογώ; Με λίγες μέρες έφτυσα αίμα. Είπανε όλοι πως είμαι χτικιασμένος και θα πεθάνω. Εγώ τρόμαξα. Τι λύπη και τι καημός! Να τελειώσω έτσι — δίχως να πάω στα Παρίσια μου! Η μητέρα μου μόνη μέσα στους άλλους δεν έχασε μήτε το θάρρος μήτε την ελπίδα. Υποθήκεψε τότες τα χτήματα του πατέρα μου, που τα είχε ξεχρεώσει πρι, και που ήτανε τώρα δικά της, με περιποιήθηκε με γιατρούς, μ' έστειλε στην Αξιά όπως τη συβουλέψανε — κι έγινα καλά.»
»Μου ακολούθησε και κάτι άλλο, το καλοκαίρι εκείνο, στο χωριό μου, που ίσως πρέπει να σου το πω, επειδή θαρρώ πως κάμποσο εντυπώθηκε στην ψυχή μου, και μου έφερε πάλε τους λογισμούς μου στον παλιό τους το δρόμο τον αγαπημένονε. Πέρασε από τ' Απεράθου ένας Φραντζέζος που μιλούσε τα ρωμαϊκά νερό. Αψηλός, ομορφάθρωπος και με το δεν ξέρω τι που σου δείχνει αμέσως μεγάλης ράτσας βλαστάρι. Περιγητής, λέει, στην Ελλάδα και σα γυρίσει στον τόπο του, θα πει τα παινέδια της, θα πει και για την Αξιά. Εμένα σα θεός μου φάνηκε. Συλλογίστηκα με το νου μου πως μακάρι, μακάρι ένας από μας ή εγώ άξαφνα ο ίδιος, να πηγαίναμε στα γαλλικά τα χώματα, σε κανένα της χωριό, σε καμιά της χώρα στις επαρχίες, να πιάναμε τις κουβέντες με τους ντόπιους, να τους τάζαμε και μεις πως μια και ξαναδιούμε την πατρίδα, θα πλέκαμε στεφάνια για χατίρι τους, για την ομορφάδα δηλαδή της Γαλλίας, για την ξυπνάδα των παιδιώνε της. Γιατί τάχα να μη γίνουμε και μεις τόπος μεγάλος, ζηλεφτός; Του κάκου! Από τότες πιο δυνατά ριζώθηκε στο μυαλό μου πως πρέπει να πάω στα Παρίσια, να διω φως.»
»Μα πού να πάω; Στην κατάσταση μάλιστα όπου βρισκόμουνε! Γιατί σου είπα πως έγινα καλά και είναι αλήθεια. Χρειάστηκε όμως κάμποσος καιρός· όλο κι όλο έφτυνα αίμα. Κι α θέλεις να με πιστέψεις, σιορ Γιάγκο μου, το αίμα το ‘φτυνα μόνο και μόνο από το λόγο που δεν έκανα ό,τι έπρεπε να κάμω, που δεν ακολουθούσα την κλίση μου, που δε μάθαινα και που δεν έγραφα. Με γιάτρεψε ο αέρας της Αξιάς, μόνο ύστερις από ενάμιση χρόνο. Και ξαναγύρισα στην Αθήνα, με την ελπίδα της δουλειάς. Μα δουλειά τίποτα. Λοιπόν αποφάσισα και πήγα στην Πόλη να ξεσκορπίσω τα φούμαρά μου στους τέσσερις ανέμους, να κοιτάξω πως να βγάλω το ψωμί μου. Και τόντις οι καθηγητάδες μου με στείλανε στο Ουζούν-Κιοπρού, διεφτυντή του σχολειού. Αχ! τι δεν έπαθα εκεί κάτω! Πλήξη και σταναχώρια. Νόμιζα πως να διδάσκεις είναι πάντα μελέτη, πάντα γράμματα, και πως να, η κλίση μου και πάλε θα ‘τανε ικανοποιημένη. Μα τι να σου πω; Δεν πίστεβα στα γράμματα που παράδινα. Χολόσκασα, σε δυο μήνες αρρώστησα, στη μέση του χρόνου μου ξαναήρθε το αίμα κι έφυγα. Ξαναγύρισα στης μάνας. Έγινα πάλε καλά στην Αθήνα και πήγα πάλε στον πατριώτη μου τον Προπαδάκη ζητώντας δουλειά. Τον έκαμα να διει πως τον είχανε γελάσει για τη διαγωγή μου και με πήρε στον Ισμό. Μα για την ατυχία μου, σε πέντε μέρες μου ξαναήρθε το αίμα περσότερο από κάθε άλλη φορά.
Τότες απελπίστηκα πια και στην απελπισιά μου έγραψα τη θέση μου του κ. Μανιέρη, του γνωστού τραπεζίτη. Αφτός με προστάτεψε άλλοτες σε μια παρόμοια περίσταση. Πρόθυμος αγαθός άθρωπος. Ήτανε ίσια ίσια κι η μάνα μου μαγέρισσα σπίτι του. Γιατί από τότες που μάλωσε με το γαμπρό μου, πήγε και κείνη σε σπίτι, και κοίταζε τα παιδιά που ήτανε αξιολύπητα, με τη γδύμνια και την πείνα που ‘ποφέρανε στου μπαμπά τους τα χέρια. Με βοηθούσε και μένα όσο μπορούσε. Το λοιπόν έτυχε να είναι στου κ. Μανιέρη. Ο κ. Μανιέρης μ' έστειλε στην Αξιά με δικά του έξοδα, όπου έγινα πάλε καλά. Ύστερις απ' οχτώ μήνες γύρισα ξανά στην Αθήνα, μα για την ατυχία μου ο κ. Μανιέρης δεν έβρισκε δουλειά να με βάλει. Στ’ αναμεταξύ, ο γαμπρός μου παντρέφτηκε, κι η μάνα μου που αρρώστησε, είχε φύγει από του κ. Μανιέρη. Λοιπόν όλοι μας ‘ποφέραμε, η μάνα μου, εγώ και τα παιδιά, ό,τι δε βάζει ο νους αθρώπου. Μέσα στην απελπισιά μου αποφάσισα πια να γλιτώσω, να φύγω να δώσω τωνέ ματιώ μου. Είχε όμως περάσει ο καιρός όπου μπορούσα να βρω στην Πόλη δασκαλική θέση. Τι να κάμω; Έκαμα κουράγιο. Καθώς στην Πόλη, έτσι και στην Αθήνα, ό,τι κι αν έλεγε ο ένας, όσο κι α με κατηγορούσε ο άλλος, μπήκα πάλε γκαρσόνι σ' ένα μεγάλο ξενοδοχείο, και με τα μπαξίσια, με το μιστό μάζεψα πάλε λίγους παράδες· πήγα ζήτησα κι από τον κ. Μανιέρη τα ρέστα για τα ναύλα, και στο τέλος των τελώνε, μπαρκαρίστηκα για τα Παρίσια— τα Παρίσια όπου μ' έσερνε τ’ όνειρό μου, που δε μ' άφησε ποτές ως και στις μεγάλες μου δυστυχίες, η λαχτάρα μου να μάθω να γράφω.
Είπα το λοιπόν τότες, όταν έφυγα, πως στα Παρίσια, στη μεγαλόπολη, κάτι θα κάμω, δε γίνεται, θα μαζώξω λίγα χρήματα να βοηθήσω και τη μάνα μου. Μέσα μου πάλε είπα πως ό,τι βρω, καλό, φτάνει να είμαι στα Παρίσια, να κερδίζω ας είναι και το μισό μου το ψωμί, μα ν’ απομάθω τα φραντζέζικα, να μου μείνουνε ίσως και δυο παράδες, να παίρνω βιβλία, να διαβάζω. Πόσο βγήκανε οι λογαριασμοί μου σωστοί, το είδα σε λίγο. Να σου το ξομολογηθώ πια και τούτο. Από τον πόθο μου να καταφέρω εκείνο που λαχταρούσα, συλλογίστηκα και κάτι που ίσως να μην έπρεπε. Για να είναι τουλάχιστο η μητέρα μου ήσυχη, της παρουσίασα, πρι φύγω από την Αθήνα, ένα πλαστό γράμμα, που τάχα μου το στέλνει ένας μου παλιός συμμαθητής, γνώριμος της και πολύ φίλος μου, παρακινώντας με να πάω εκεί να με συστήσει, να βρω δουλειά. Έτσι τα ‘λεγα της μάνας μου, χωρίς να της πω εννοείται πως πήγαινα για να μπορέσω δουλέβοντας ν’ ακολουθήσω και την κλίση μου. Αν άκουγε για κλίση, για γραψίματα, για φιλολογία, θ’ ανησυχούσε τρομερά, επειδή πάντα της, άμα έβρισκε στα σερτάρια μου τίποτις χαρτιά, τεφτέρια, χερόγραφά μου, τα ‘καιγε, ώστε κι ο γλυκός ο άγγελός μου, η μάνα μου, μ' εναντιώθηκε, για το καλό, καθώς νόμιζε, στον προορισμό μου. Μόλις λοιπόν έφτασα στο Παρίσι, της έγραψα πως ανταμωθήκαμε αμέσως με το Γιάννη τον Καστερνούδη, το γνωστό της το φίλο μου και πως με το μέσο το δικό του, έχω τώρα δουλειά, και πως περνώ καλά, και πως είμαι όσο ποτές εφκαριστημένος. Μουρντάρικη, αχρεία ψεφτιά, με τ’ αποτελέσματα που της αξίζανε. Αχ! να είναι κανείς αναγκασμένος να μη λέει κάποτες την αλήθεια! Να το φέρνουνε αφτό οι αθρώποι, να το φέρνουνε κάποια περιστατικά! Και να μη δύνεται κανένας να ξεγδικηθεί, ν’ αλλάξει να βάλει τα περιστατικά στον ίσιο δρόμο, να δείρει τους αθρώπους...»
Σφούγγισε ο Αντίγονος το μέτωπό του από την περίσσια τη συγκίνηση, από την αντάρα του·
— «Σιορ Γιάγκο μου, από τότες αρχίζει για μένα ίσια ίσια το πιο κοφτερό, το πιο σκληρό βάσανο, το δυνατότερο απ' όσα είχα δοκιμασμένα. Λαβαίνω γράμμα της μάνας μου και μου γράφει, πως με συχαίρεται πρώτα για την εφτυχία μου, πως έκλαψε από τη χαρά της, ακούοντας πως τέλος σωθήκανε τα βάσανά μου, πως θα γίνω και γω άθρωπος και θα πεθάνει πια ήσυχη, παρηγορημένη. Αρχίζει έπειτα σ' ένα δέφτερο γράμμα της μ' ένα γλυκό γλυκό παράπονο, μην τύχει πάλε και το παραπικράνει τ’ αχάριστο, λησμονιάρικο παιδί της, να με μαλώνει πως την ξέχασα στην εφτυχία μου τώρα, που θυσιάστηκε για μένα, που λαχταρούσε να με διει όπως με φανταζότανε πως ήμουνε φτυχισμένος. Γιατί λοιπό να μην έχω οικονομία και γω δυο λίρες τουλάχιστο, να τις βάλω μέσα στο γράμμα μου, αφού όταν έφυγα ήξερα πολύ καλά πως ήτανε χωρίς σπίτι, πως ούτε είναι πια για να πάει να δουλέψει, γιατί γριά είναι κι όλο άρρωστη, μα κάτι να της στείλω, έτσι για να φανεί μονάχα πως τη θυμούμαι, να φκαριστηθεί και κείνη. Λόγια ήτανε αφτά ή μαχαίρια φαρμακωμένα που μου κόφτανε το στήθος; Για διες το που μ' έφερε η περιπαίχτρα η τύχη μου, εγώ να ζω μ' ελεημοσύνη κι η μάνα μου, που μπορώ να θυσιαστώ για δάφτηνε, να μου παραπονιέται πως την ξέχασα, να μου ζητά μικρή βοήθεια στη δυστυχία της και γω να μου είναι αδύνατο να τη βοηθήσω! Σ' ένα της κατοπινό γράμμα πάλε, με παρακαλεί να την ακούσω, να προσπαθήσω να κερδίσω, να δυναμώσω από λεφτά, γιατί αφτό είναι το καλύτερο πράμα στον κόσμο — μου απόμεινε κολλημένος στο μυαλό μου ο λόγος της πιο ύστερα — και πως αν τυχό πολεμώ και πάλε τα παλιά μου — εννοούσε τα γραψίματά μου, τα όνειρά μου, μα ρητά δεν το ‘λεγε —αφτά είναι μπόσικα, γιατί, αν πετύχω, καλά— όπως σε κάθε άλλη δουλειά, υποθέτω! — αν όμως αποτύχω, θα ξαναγίνω φτωχός και δυστυχισμένος. Ο θεός και η εφκή της να με αξιώσουνε να εφτυχήσω, να πλουτίσω, μα να προσέχω να μην τύχει και γυρίσουν αχαμνά τα πράματα, επειδή, λέει, δε θα υπάρχει πια η μαβρισμένη σου η μάνα, για να σε συμπαθήσει, για να με λυπηθεί. Με παρακαλούσε ακόμη να κάμω ένα γράμμα του κ. Μανιέρη, να του πω ένα σπολλάτι και να της το στείλω να βρει έτσι αφορμή να πάει, γιατί έχει ανάγκη, και πως ντρέπεται να παρουσιαστεί δίχως γράμμα μου. Και πως προσμένει πάντα, λέει, γράμμα και λεφτά, να κάμει τη γιορτή μου του Εβαγγελισμού, που είναι τα γενέθλιά μου, επειδή των Ταξιαρχώνε πεθυμούσε βέβαια να φωνάξει τους φίλους μου, να τους φιλέψει, μα δεν εφκολυνότανε ούτε από μια δεκάρα.
Πρόφτασε δα τότες στο ίδιο το γράμμα και μου έγραψε μερικά τραγούδια και μοιρολόγια, κι αν αρέσουν, να της γράψω να σκεφτεί, να μου στείλει κι άλλα. Γιατί να διεις από τι λόγο σου το λέω αφτό. Θυμάσαι, ο Φραντζέζος εκείνος που πέρασε από την Αξιά και τονέ χαρήκανε τα μάτια μου μονάχα, δίχως κάνε να του μιλήσω, μόλις έφτασα στα Παρίσια, έτρεξα να τον έβρω. Με ρώτησε ο άθρωπος τι γύρεβα που σηκώθηκα κι άφησα το χωριό ρου — επειδή νόμιζε πως από κει ερχόμουνε· τα ιστορικά ρου, πού να τα ξέρει; Του αποκρίθηκα πως είμαι στα Παρίσια με το σκοπό να μάθω να γράφω για το θέατρο, που ήτανε η κλίση μου, και τον παρακαλούσα να με βάλει ας είναι και δούλο πουθενά, φτάνει να μου απομνήσκει καιρός να προτοιμάζουμαι. Απλά, πολύ απλά του το είπα, όπως το στοχαζόμουνε κιόλας· φαίνεται πως η απάντησή μου του άρεσε υπερβολικά. Γέλασε, το διαλάλησε στους φίλους του. Να τόπος, τους έλεγε για την Ελλάδα. Κοιτάξτε πως συνεπαίρνουνται οι αθρώποι για τα ιδανικά. Να σου ένας άξαφνα που από το χωριό του, εκεί κάτω, από την Αξιά, έρχεται στα Παρίσια, και γιατί; Για να καλλιεργήσει την ποίηση, για να γράψει ένα δράμα. Πού άλλου βλέπεις τέτοια μιαν αφοσίωση στα γράμματα, με τόση αφέλεια; Κι έλεγε, κι όλο έλεγε για μένα. Μα ο καημένος μ' όλη την καλή του τη θέληση, δεν είχε τα μέσα κι όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να μου βρει θέση. Βρήκε όμως άλλο τρόπο να με βοηθήσει και θα σου τα πω κατόπι. Μου είχε κάμει λόγο για τα δημοτικά μας τα τραγούδια, που αφτά ήρθε να μαζώξει στην Αξιά, κι αν είναι βολετό να βρω που να είναι ανέκδοτα, ξηγώντας μου τι να τα κάμω. Και τότες ίσια ίσια έγραψα της μάνας, να μου βρει, αν μπορούσε, δίνοντας της να καταλάβει πως εδώ τάχα τ’ αγοράζουνε, για να μην της πω με τι σκοπό της τα γύρεβα. Έτσι μου έστειλε τα τραγούδια που σου ανάφερα. Μα πρώτα πρέπει να σου τ’ αποσώσω γω τ’ άλλα της μάνας, που άρχισα να σου δηγούμαι. Στο ίδιο λοιπόν το γράμμα όπου μου αντίγραφε τα τραγούδια, μου πρόστετε ακόμη πως τόσα χρόνια φρόντιζε κείνη για μένα και με σπούδαζε κι όλα, ίσια με την ηλικία μου αφτήνε· τώρα πια και γω που αξιώθηκα να παίρνω λεφτά, μήπως τάχα δεν έπρεπε να της στείλω και κείνης κάτι τι; Πολλά βέβαια δε μου ζητά, μα για να φανεί τέλος η αγάπη μου προς τη μητέρα μου, να πάρει και η ψυχή της άνεση.»
»Κατάλαβες, σιορ Γιαννίκο μου; Έτσι, για δυο παράδες να σφάζει ο άθρωπος τον άθρωπο, τόση να δίνει σημασία ο κοσμάκης στα παλιοχρήματα, ώστε να βλέπει σε δάφτα και δείγμα της καρδιάς; Μου έγραφε κι η ανιψιά μου, που έκανε το γράμμα της μάνας πως με παρακαλεί και κείνη παντού και πάντα να θυμούμαι τη μητέρα μου και να μην είμαι αχάριστος. Να οικονομήσω να τους στείλω κάτι, επειδή κι είναι άρρωστη, χωρίς σπίτι, καταντά κιόλας να πεθάνει από την πείνα.»
»Εγώ, ματάκια μου, έκλαιγα σαν το μωρό. Θυμούμαι, κείνο το πρωί πως ήμουνε στο μικρό το σαλόνι του σπιτιού όπου δούλεβα, επειδή μη βρίσκοντας άλλη δουλειά, μπήκα περέτης σ' ενός Ρωμιού, ενός κάποιου Μπεκίρη, έμπορου, που είχε μια μαιτρέσσα, μιαν Αμερικάνα, που την είχε σπιτωμένη και μ' έβαλε σ' αφτηνής. Ενώ σκούπιζα το λοιπόν τα έπιπλα, τους πλούσιους καναπέδες, τις καρέγλες τις μεταξωτές, ενώ σάρωνα το βαθύ μάλλινο το χαλί, έλεγα μέσα μου· — «Για διες τύχη εσύ! Εδώ η αφεντιά τους να ‘χουνε όλα τα πάντα, όλα του κόσμου τ’ αγαθά, να κάνουνε ό,τι τους περάσει, και γω να δέρνουμαι όχι μόνο που δεν μπορώ να βγάλω το σκοπό μου, μα που και τη μάνα μου αδύνατο να τη βοηθήσω μια σταλούλα.»
»Κοιμόμουνε τότες σε μια κάμαρα του αχουριού της Αμερικάνας, και στον ύπνο μου μέσα έβλεπα τη μάνα μου χλωμή κι ανήμπορη και την άκουγα όπως την ήξερα, να μου λέει πως πεινά και πως θα πεθάνει. Άλλη φορά την έβλεπα κιόλας πεθαμένη και τ’ ανίψια μου από πάνω της να την κλαίνε. Ξυπνούσα, κι έμνησκα ως το πρωί άυπνος. Ενώθηκε η τύχη μου με τον κόσμο, για να με κατατρέχει όσο το δυνατό περσότερο. Από τη λύπη μου καταντούσα όλο αδυνατισμένος κι άρρωστος.
Κι όμως τι παράξενο! Με την αδυναμία μου, με τα ντέρτια μου, με της μάνας τους καημούς, τον προορισμό μου δεν τον αλησμονούσα. Ήθελα πάντα να γίνω κάποιος. Μια και βρισκόμουνε μάλιστα τώρα στα Παρίσια, έπρεπε με το δίχως άλλο κάτι να καταφέρω. Η χρυσή ελπίδα μου άνοιγε τα φτερά της. Εγώ έλεγα, έτσι, αμέσως, να φτιάσω ένα δράμα, να το πάω σε κανένα θεατρώνη, να βγει αριστούργημα, και να παιχτεί. Τότες άξιζε. Μα ο φίλος μου ο Φραντζέζος μου ξήγησε, πως ανάγκη πρώτα κάπως να γνωριστώ κι έπειτα να πάρω φόρα. Πιο ταπεινά όμως ν’ αρχίσω. Με συβούλεψε να σκαρώσω ένα μικρό άρθρο, άξαφνα για τη σημερνή μας Φιλολογία. Πως αρέσουνε τα τέτοια και τα γυρέβουνε. Δε μου άρεζε μένα διόλου το σύστημα, θα προτιμούσα να μπω στο παλάτι από τη μεγάλη την πόρτα, όχι από την πλαγινή την πορτίτσα. Ωστόσο, τι να κάμω; Ίσια ίσια ο Φραντζέζος μου είπε πως πιο κατάλληλο θέμα δεν μπορούσα να διαλέξω, από της μάνας τα τραγούδια. Περίεργο να της το χρωστώ της μάνας και τούτο· δηλαδή να βγω συγραφέας στα Παρίσια, με τους στίχους που αφτή τους είχε στοχαστεί, αφτή που έμενα μ' εμπόδιζε να κάμω παρόμοιους, αφού θα γύρεβε να τους κάψει. Έμενα με συγκινούσανε, γιατί ένιωθα τι πόνο είχανε μέσα τους, που για δικά μου, γνωστά μου περιστατικά μιλούσανε, κι όσο τους διάβαζα έχυνα δάκρυα ποτάμια. Δεν το φανταζόμουν ωστόσο πως και για το ξένο δημόσιο είχανε κάποιο διάφορο. Η μάνα στους στίχους της έβγαζε το άχτι το παλιό της η κακομοίρα, επειδή κάτεχε πως τα σημερνά μας τα κατάντια τα ‘φταιγε πάντα και πάντα ο γαμπρός της· τους θυμούμαι απ’ όξω τους στίχους, αφού και γω τον καταριόμουνε τον ασυνείδητο, που έδειρε τη μάνα μου, που μ' έφερε και μένα σε θέση ελεεινή.»
Ο Αντίγονος σηκώθηκε τότες από το σοφά που καθότανε. Ξέχασε κάθε προφύλαξη, ξέχασε πως έπρεπε να χαμηλώνει τη φωνή του, κι άρχιζε να ξεστηθίζει δυνατά δυνατά, για να ξεθυμάνει φαίνεται καλύτερα·
«Έκαμα την απόφαση μια ρίμα ν’ αρχινήσω,
Τον προκομμένο μου γαμπρό να τόνε φκαριστήσω.
Από τα προτερήματα που έχει η κορμαλιά του,
Που σα σκυλιά τα πέταξε στους δρόμους τα παιδιά του.
Η κάταρά μου να γενεί φίδι να σ' ακλουθήσει,
Και στα βαθιότερα νερά να πάει να σε πνίξει.
Άτιμε των ατίμωνε, μπεκρή τω μεθυσμένωνε,
Περγέλιο των ασώτωνε, σκατά των ξερασμένωνε.
Άτιμε συ κι αχάριστε, ψέφτη και κατεργάρη,
Που ο θάνατος δε βρέθηκε για σένα να σε πάρει,
Τ’ αστροπελέκι που έπεσε στο σπίτι τω γονιώ σου,
Καλύτερα να σ' έκαιγε μόνο και μοναχό σου.
Αντίς κατσίκες που έκαψε, ας έκανε, ωιμένα,
Σήμερα να μη βλαστημώ τη γαίνα που σε γέννα.
Ότα σε γέννα η μάνα σου, αφού ήσουνε οργισμένος,
Καλύτερα ας γινόσουν διάβολος τελειωμένος.
Να είχες εφτά κέρατα που θέλα σε γνωρίσου.
Πως είσαι τρισκατάρατος, να πάνε να σε πνίξου.
Μια πέτρα να σου δέσουνε πάνω στην κεφαλή σου,
Και στα βαθύτερα νερά να ρίξουν το κορμί σου.
Να τρως δερφίνια του γιαλού, κοπριά των αποπάτω.
Με τα τελώνια εσύ να ζεις στης θάλασσας τον πάτο.
Με τα τελώνια εσύ να ζεις, ποτές να μην πεθάνεις,
Καταστροφή και φονικά στον κόσμο να μην κάνεις.
Η τιμωρία που έκαμες των πέντε ορφανώ σου,
Φίδι θα γίνει να ζωστεί, άτιμε, στο λαιμό σου.
Η αδικία που έκαμες στα πέντε ορφανά σου,
Μπάλες και βόλια θα γινού να χύσουν τα μυαλά σου.
Και τα παιδιά σου σήμερα είναι φκαριστημένα,
Απ' τα χεριά του Αλή πασά είναι λεφτερωμένα.
Εσύ δεν ήσουνε άτεκνος, παιδιά να μην κρατήσεις,
Μόνο στον κόσμο τα ‘βγαλες για να τα τυραννήσεις.
Σαν τύραννος τα τυραννάς και σαν κριτής τα κρίνεις,
Και τω χοιρώνε αναθροφή έμαθες και τους δίνεις.
Σα χοίρος μας γεννήθηκες, σα σκύλος θα ψοφήσεις,
Και τ’ όνομα του Αλή Πασά στον κόσμο εδώ θ’ αφήσεις.
Όσα σου πούνε, άτιμε, εσένα δε σε νοιάζει,
Άθρωπος δε γεννήθηκε στον κόσμο να σου μοιάζει.
Ανάθεμαν τους τους γονιούς που έχουνε τέτοια τέκνα,
Και παν και κάνουν προξενιά, να πάρουνε γυναίκα.
Που κάνουν τέτοιες προξενιές να μη μεταλαβαίνου,
Ούτε σε πόρτα εκκλησιάς ποτές να μην προβαίνου.
Γιατί μια μέρα άσκημη θε να τους ξημερώσει,
Που θα ‘ρθει ώρα, στο Θεό απολογιά να δώσει.
Εσύ τα πρώτα παιδιά τα ‘χεις αποριχμένα,
Και δεν το ξέρεις, άτιμε, που είναι κακό για σένα.
Καλύτερα έχου να σε διου στη γης μαρμαρωμένο,
Παρά να ζεις, να σε θωρού τρελό και ξερασμένο.»
Μου ξεστόριζε ολοένα κι άλλους πολλούς στίχους με την ίδια ζέση. Έπειτα γυρίζει και μου λέει·
— «Πώς σου φαίνεται; Να ‘χουμε τέτοιους θησαβρούς και να μην το νιώθουμε; Γιατί έτσι μοιάζει, φίλε μου, πως είναι θησαβροί και το κατάλαβα κατόπι. Τότες δεν το ‘νιωσα. Εσένα, η γνώμη σου ποια είναι; Τους βρίσκεις τάχα τόσο περίφημους;»
Μου το ‘λεγε ο μαργιόλος, πιθανό για να με δοκιμάσει, τι θα πω. Αφού όμως τώρα με ρωτούσε, νόμισα πως δεν ήμουνε πια υποχρεωμένος, καθώς μου το ζήτησε στην αρχή, να μην τον αντισκόφτω, και του αποκρίθηκα·
— «Περίφημοι περίφημοι βέβαια πως οι στίχοι δεν είναι. Μπορεί κανείς να φανταστεί πιο δουλεμένους, πιο χτυπητούς, πια βαθιόνοους ή και ωραιότερους. Μα θάμα, θάμα μονάχο είναι η ποίησή τους. Σε τι μέρος της Εβρώπης ή της Ασίας είδες μιαν απλή, αγράμματη γυναίκα, που τους ατομικούς της, τους οικογενειακούς της τους καημούς, αντίς να πάει να σου τους κουρκουσουρέψει σε μια της γειτόνισσα, έρχεται και σου τους χύνει σε στίχους, σα να μην είχε δουλειά με τους αθρώπους, παρά με τους θεούς, σα ν’ αγνάντεβε μάτι με μάτι, καταπρόσωπα, τη Μούσα; Θυμήσου· Αντωπόν όττι Μούσα προς μ’ ελέξατο. Γιατί τόντις ο Αρχίλοχος, που τονέ βάζουνε ταίρι ταίρι με τον Όμηρο οι αρχαίοι, τι άλλο έκαμε; Σαν τη μάνα σου κι αφτός, το άχτι του γύρεβε να βγάλει, να τιμωρήσει την αδικία, το είχε και κάφκημα· εν δ’ επίσταμαι μέγα·
τον κακώς με δρώντα δεινοίσ’ ανταμείβεσθαι κακώς.
Μήπως το γέρο Λυκάμπα που του έταξε την κόρη του κι έπειτα του την αρνήθηκε, δεν τον κατάτρεξε, δεν τον έβρισε, δεν τονέ μασκάρεψε με τους ιάμπους του τόσο που αναγκάστηκε ο άπιστος και κρεμάστηκε: Μα μήπως κι η γριά με τους στίχους της δεν τον κατάντησε το γαμπρό της ρεζίλι του κόσμου, που να μην τολμήσει πια να βγει στο δρόμο, περγέλιο των ασώτωνε, σου λέει το τραγούδι της· νυν δε δη πολύς αστοίσι φαίνεαι γέλως* που λέει ο Αρχίλοχος; Κοίταξε τι φρέσκο που είναι το έθνος μας, κι από τους αρχαίους τους καιρούς, τι ζωντανό που είναι μέσα του το πάθος.»
— «Μωρέ, μυρουδιά που την παίρνει, Γιαννίκο μου, ο μύταρός σου! Φαντάσου εσύ. Τα ίδια κι απαράλλακτα μου ξηγούσε ο Φραντζέζος μου· μάλιστα μου παρατηρούσε πως να, τ’ αληθινά μας τα σημερνά τ’ αρχαία, μέσα στο λαό, στους πρόστυχους και τους καταφρονεμένους, ακόμη ζούνε και βασιλέβουνε. Και μεις να μην το βλέπουμε, αδερφέ, με την ψέφτικη την κλασικομανία μας! Με παρακίνησε θερμά θερμά ο φίλος μου τότες να γράψω άρθρο, να βάλω μέσα τους στίχους, να τους σκολιάσω λιγάκι όπως είπαμε, και πως αφτός θα μου δώσει να συστατικό για μια μεγάλη φημερίδα του Παρισιού. Να του βγάλω τίτλο· Δεν πέθανε ο Αρχίλοχος. Εγώ στοχάστηκα και κάτι άλλο. Τώρα έμπαινα στη σειρά, καταλάβαινα πια και γω, σύγκρινα και γω πια τους δικούς μας και τους αρχαίους. Έχουνε οι δικοί μας, έχουνε κείνο που δεν το είχανε ή που πάντα τους δεν το δείχνανε οι αρχαίοι, έχουνε το δάκρυ. Γιατί με τους στίχους τους αρχιλοχικούς, στο ίδιο γράμμα, μου έστελνε κι άλλους η μάνα, στίχους για μένα, για το ξενιτεμένο της το παιδί·
Πάλε γυρίσανε οι καιροί και γύρισε η σφαίρα,
Και τρέμουν τα ματάκια μου τη νύχτα και τη μέρα.
Κλάψτε, ματάκια μου πικρά, και τρέξτε σαν τη βρύση,
Έφυγε ο Αντίγονος και πήγε στο Παρίσι.
Κλάψτε ματάκια μου πικρά, όσο να στραβωθείτε,
Που τον Αντίγονό μου πια δεν τον ξαναθωρείτε.
Κλάψτε, ματάκια μου πικρά, μάτια φαρμακεμένα,
Δεν είναι μάνα δύστυχη στον κόσμο σαν εμένα.
Ό,τι έχτιζα, βουλιάξανε· ό,τι έλπιζα, χαθήκα·
Ό,τι κρυφοκαμάρωνα φύγανε και μ' αφήκα.
Μακριά ταξιδεφτήκανε και δε με λυπηθήκανε,
Στα κύματα της θάλασσας ολότυφλη μ' αφήκανε.
Ολότυφλη και σκοτεινή βρίσκουμαι νύχτα μέρα,
Ούτε τον ήλιο βλέπω πια ούτε δροσιά του αέρα.
Πες το, πες το δα, πως η μάνα μου εμένα ήτανε το μάννα τ’ ουρανού μου. Καταλάβαινα τώρα. Μια και μ’ έβαλε στο νόημα ο Φραντζέζος, σου το ‘σιαξα, φίλε μου, το άρθρο μου, μισό με τον Αρχίλοχο, μισό με τη μητρική στοργή, σου το συγύρισα, σου το κατάφερα σωστό λουκούμι. Και το χάψανε μια μορφιά. Μου έδωσε ο καλός μου ο προστάτης το συστατικό που μου έταξε, το πήγα, κοκόνα μου, στο Φιγκαρό, μίλησα του διεφτυντή του ίδιου και τι θαρρείς; Μπήκε δυο μέρες κατόπι ο Αρχίλοχος πρώτο άρθρο στην ξακουστή φημερίδα. Έτσι διαβάστηκε ο Αντίγονος Αντιγονιάδης και στα Παρίσια.
Εγώ τώρα, το πιστέβεις, καμάρωνα και δεν καμάρωνα. Ρωμαίικο κεφάλι, τι τα θες; Είχα έρθει στο Παρίσι με την ιδέα να εργαστώ για το θέατρο. Τέτοιος ο προορισμός μου, να γράφω δράματα. Και να σου άξαφνα που γράφω άρθρο! Μου φάνηκε σα να ‘πεφτα δέφτερος. Να μην ξεχνούμε ωστόσο και τα εκατόν πενήντα φράγκα χρυσά, παρακαλώ, που χτύπησα για τ’ άρθρο μου. Καλά πλερώνουνε οι φημερίδες στα Παρίσια. Μου άνοιξε την όρεξη, και στη χαρά μου έστειλα της μάνας τα εκατό, κρατώντας για μένα τα πενήντα μονάχα, μα με το σκοπό να κάμω κι άλλα, να πλερωθώ το ίδιο. Αχ! κάλλια να τα κρατούσα, για ν’ αντέξω κατόπι στην μπόρα που με πλάκωσε. Γιατί γλήγορα γύρισε η τύχη. Αχαμνά στην αρχή δεν τα πήγα, και περίεργο που το μόνο καλό στη ζωή μου κι ο μόνος παράς, μου ήρθανε από τη λατρεία μου για τα γράμματα. Έγραψα ένα δυο άρθρα, τα πήρανε, τα βάλανε. Σκάρωσα και τέταρτο. Εδώ σκούνταψα. Ο διεφτυντής που με δέχτηκε τόσο εβγενικά, ήτανε πολύ έξυπνος άθρωπος, ίσως και λιγάκι παράξενος· έλεγε πως στο Παρίσι ο πρώτος που λάχει κι απαντήσεις στα μπουλεβάρια, έχει μέσα του ύλη για ένα, ένα δυο άρθρα της προκοπής, όχι παραπάνω, εξόν αν είναι απάγγελμά του. Φαίνεται πως εμένα στείρεψε η σειρά μου, ύστερις από τα τρία που μου δημοσίεψε. Το τέταρτο δε θα του άρεσε. Δεν ήξερα βλέπεις και το απάγγελμα, για να φτιάνω και να φτιάνω άρθρα της ντουζίνας. Πού να τη μάθω την τέχνη; Στους δασκάλους μας; Αλλοίμονο!
Έτρεξα στου φίλου μου του Φραντζέζου. Μου έδωσε λαμπρή συβουλή. Να καταπιαστώ δηλαδή μια σωστή μελέτη για ένα μεγάλο πια περιοδικό, απάνω στο σημερνό μας το θέατρο, το ρωμαίικο. Εμένα μου έστεργε το θέμα έτσι, μισά και μισά. Μου ερχότανε και πάλε σαν ξεπεσμός να καταγίνουμαι δα με δικά μας πράματα, με ρωμιοδουλειές με νεοελληνικά. Εγώ αψηλοπιανόμουνε για τα φραντζέζικα, μια κιόλας που δε με δυσκόλεβε πια η γλώσσα. Για γαλλικά περιστατικά, για γαλλικά ήθη λαχταρούσα να κουβεντιάσω. Δεν πειράζει. Έγινε το χατίρι του φίλου, τέλειωσε η μελέτη, φιλοξενήθηκε στο περιοδικό, πέτυχε. Τότες πια τ’ αποφάσισα με το νου μου, τώρα μάλιστα που το γλυκό τ’ αγέρι φούσκωνε τα πανάκια μου, τ' αποφάσισα να τραβήξω αλάργα, να γράψω ένα δράμα, επειδή τι σημαίνει άθρωπος που έχει κλίση για το θέατρο και που για το θέατρο δε γράφει; Αχ αδερφέ μου, τότες είδα των παθώ μου τον τάραχο. Να πεις πως ήμουνε φαντασμένος, φουσκωμένος, πως αξία καμία δεν είχα, δεν απορείς με δίκιο να το πεις, αφού το ‘δειξα κιόλας πως είχα μέσα μου κάποια φλέβα, ειδεμή πως θα τα κατάφερνα εκείνα μου τ’ άρθρα; Πώς θα μου τα βάζανε; Βέβαια πως και το δράμα μου — να, ένα μονόπραχτο δραματάκι, αδερφέ — που δεν το ‘πιανα δα γι' αριστούργημα, βέβαια όμως πως για πέταμα δεν ήτανε. Μήτε να παραπονεθώ ταιριάζει πως τάχα οι αθρώποι μου δείχνανε κακή θέληση. Διόλου. Είχανε δουλειές, είχανε άλλες δουλειές. Φυσικό, πολύ φυσικό. Δεν αδειάζανε. Παρίσι αφτό, ματάκια μου. Δε χωρατέβει. Πού ν’ αδειάσει κανείς; Πού να το υποψιαστούνε πως εμένα τα ιδιαίτερα, τα οικογενειακά μου τα περιστατικά, δε μ' αφήνανε να προσμένω; Ποιος όμως σ' ένα Παρίσι δεν αναγκάζεται να προσμένει; Ο Φραντζέζος ο φίλος μου — που να πάρει ο διάολος έλειπε τότες στην Αγγλία — μου έλεγε μια μέρα πως στα Παρίσια, ώσπου ν’ αναγνωριστεί μια όμορφη γυναίκα, ώσπου η ομορφιά της να ξακουστεί, πρέπει πρώτα να γεράσει, τόσο θέλουνε όλα καιρό, από τον περίσσιο τον ανταγωνισμό. Μήπως όμως και για να γίνει Παρίσι το Παρίσι, δε χρειάστηκαν τάχα αιώνες κι αιώνες, αιώνες για να καλλιεργηθεί το κάθε τις, όχι μόνο η τέχνη, όχι μόνο η φιλολογία, μα κι η μόδα, μα κι ένα παπούτσι, αδερφέ, μα κι ένα μαντίλι, μα κι ο τρόπος ακόμη που ξέρει και βαστά το μαντίλι στο χέρι της, μια γυναίκα;»
Σώπασε μια στιγμή ο Δεουδές. Λύπη μεγάλη σκοτείνιασε το πρόσωπό του και του αβλάκωσε το μέτωπο βαθιά. Έπειτα ξακολούθησε, σηκώνοντας το κεφάλι, σα να τονέ σούβλισε άξαφνα κανένας πόνος, σα να ήθελε να φωνάξει·
— «Θυμούμαι, Γιαννίκο μου, θυμούμαι μιαν απογεματιανή καταραμένη όπου μ' έδερνε η απελπισία, μ' έδερνε τόντις, καθώς ο άνεμος δέρνει τα φύλλα και τα χτυπά δώθε κείθε. Και μένα το ίδιο η τύχη, λες εκείνη τη μέρα και μ' έσπρωχνε από τον ένα δρόμο στον άλλονε, μέσα στ’ αμάξι που καθόμουνε και που το κωλόσερνε, με τι τραντάγματα, Θε μου, ένα ψωράλογο, μισό ψόφιο. Είχα βγάλει πεντέξι αντίγραφα του δραματιού μου, επειδή το ήξερα πως δε σου τα γυρίζουνε πίσω αφτοί, κι έτσι μπορούσα να το μοιράσω σε μερικούς, να διω ποιος απ’ όλους θα το θελήσει. Λοιπόν εκείνη την απογεματιανή, με τ’ αμάξι, πήγαινα κάτι να μάθω από τους διάφορους που τους είχα δώσει το δραματάκι. Το συλλογιόμουνε τώρα, ενώ σκούνταφτε η φοράδα σε κάθε της βήμα, το έργο μου το χαδεμένο και πότε μου φαινότανε τόσο καλό που έλεγα πως αδύνατο να μην το πάρουνε· πότε πάλε σα φοβόμουνε πως ίσως να μην άξιζε πολύ κι έλεγα μέσα μου· — «Αχ! Ας γελαστούνε κι ας το πάρουνε!»
»Δεν το πήρανε. Η στερνή μου ελπίδα ήτανε ακόμη ένας θεατρώνης, που είχα σωρό σωρό συστατικά γι' αφτόνε από το διεφτυντή του περιοδικού και της φημερίδας, όπου δημοσιεφτήκανε, καθώς είδαμε, τ’ αρθρουδάκια μου. Με τρεμάμενη φωνή πέταξα του γέρου του αμαξά την αντρέσα του θεατρώνη. Τι περίεργο! Να πας να βρεις έναν άθρωπο και να ξέρεις πως ο λόγος που θα βγει από το στόμα του, θα είναι για την τύχη σου, για το μέλλο σου, για τη ζωή σου, απόφαση δικαστική! Α σου πει ναι, γλιτωμένος. Χαμένος, αν πει όχι!...»
Ο Δεουδές στάθηκε μια στιγμή και με κοίταξε. Στην άκρη άκρη του ματιού του, συγκεντρωμένο, έλαμπε το φίνο το χαμόγελο του Ρωμιού. Η ματιά του διαπεραστική, σουβλερή μάλιστα, που τέτοια δα δεν την είχε κι από φυσικό του·
— «Θέλεις ν’ ακούσεις και τη μάβρη; Να! Η ράτσα η δική μας έχει θέληση, θέληση ν’ αντέξει, και στη θέλησή της αφτή, δείχνει τρανή συνέχεια. Μα συνέπεια η ατομική θέληση δεν έχει· συνέχεια το άτομο δεν έχει στα κινήματά του. Κουράζεται. Σταματά. Σταμάτησα τότες και γω. Βέβαια πως ήτανε τα περιστατικά μου δεινά. Θέση δεν είχα να βγάλω το ψωμί μου. Η Αμερικάνα το κατσίρντισε κι ο Ζαχαρίας, απελπισμένος, σκοτώθηκε. Φίλο δεν έβλεπα. Μου τα κορύφωσε όλα η απάντηση του θεατρώνη, που με ύφος εβγενικό μου αποκρίθηκε·
— «Όχι. Δεν κάνει όπως είναι. Πρέπει να ξαναδουλεφτεί.»
»Και μου το γύρισε. Τι πείραζε; Γιατί τάχα να μην το πάρω πίσω, να το ξαναδουλέψω το δραματάκι; Τι σήμαινε που η Αμερικάνα το κατσίρντισε και που σκοτώθηκε ο Ζαχαρίας; Δεν μπορούσα τάχα να γυρέψω άλλη θέση, και με τ’ αρθρουδάκια μου δα, ένα εδώ, ένα εκεί, να κερδίζω το ψωμί μου, δε σου λέω φραντζόλα, λέω μια φέτα ψωμί; Τίποτα! Τσακίστηκε η θέλησή μου, όπως τόσες φορές σε μας. Τέλειωσε!»
Ο Αντίγονος έσκυψε το κεφάλι. Τώρα έμοιαζε σα να κατέβαινε ως τα σπλάχνα του μέσα η σουβλερή εκείνη του η ματιά·
— «Δε φταίει ο θεατρώνης. Εγώ δε φταίω. Ίσως κι η φυλή μας να μη φταίει. Τα φταίει όλα κι όλα η σκλαβιά! Η σκλαβιά, ναίσκε. Παρατήρησα τι βλέπει κανείς άξαφνα στους ξένους τόπους· ένας που γράφει ξακολουθά και γράφει, γράφει με συνέχεια, επειδή έτσι το φέρνει τ’ απάγγελμά του, ο προορισμός του, λοιπόν και το χρέος του έτσι το θέλει. Σε μας, μουντζουρώνουν κόλλες χαρτί, ρώτημα δεν είναι. Μα κάποτες ο φρόνιμος Ρωμιός, που σήμερα βγάζει ένα βιβλίο, φοβάται να βγάλει κι άβριο. Φοβάται να γίνεται κι άβριο λόγος για τον εαφτό του, όταν έγινε σήμερα. Σου το θαρρεί, σου το θαρρούνε κι οι άλλοι, πως είναι φρονιμάδα, πως είναι μετριοφροσύνη. Σκλαβιά, σκλαβιά είναι. Γιατί ο σκλάβος δεν πρέπει ν’ ακούγεται κάθε τόσο. Τ’ όνομά του πειράζει τον αφέντη, που του κόφτει το κεφάλι. Σκλαβιά. Πάντα η σκλαβιά!»
Στα χείλια του είχε χαθεί το χαμόγελο το φίνο. Πρόστεσε με λύπη·
— «Ας αφήσουμε πως τα φοβούνται τα γράμματα οι γονιοί μας, πως τα καίνε τα έργα μας οι μανάδες, επειδή κι είμαστε ακόμη παιδιά, επειδή κι είμαστε άπραχτοι ακόμη και το ξεμάθαμε, ποίηση τι θα πει, ενώ αφτή στάθηκε η αληθινή μας η δόξα.»
Ησύχασε πάλε ο Αντίγονος και η έκφραση του έδειχνε τώρα γλυκιά κι ειρηνεμένη·
— «Ένα καλό έχω, που αγάπησα, που αγαπώ την πατρίδα.»
»Την αγαπώ, ή μήπως και σ' αφτό γελιούμαι; Μπορεί να την αγάπησα στην απελπισία μου, γιατί τότες ήμαστένε στα 1897, κι ότι άκουσα για τον πόλεμο, μ’ όλη μου την αδυναμία, επειδή άρχιζα πάλε να φτύνω αίμα —το ‘φερνε η αποτυχία μου, η σύχυση — αποφάσισα να πάω, με την ελπίδα πως θα μ’ έβρισκε κανένα σπλαχνικό βόλι, να πάψουνε τα βάσανα. Έγραψα λοιπόν της μάνας μου πως θα πάω, για να μη με διει ξαφνικά· μα λαβαίνω γλήγορα ένα της γράμμα· πάλε άνω κάτω. Μου ορκίζεται στην ψυχή της, πως την ώρα όπου θ’ ακούσει πως πήγα, δε θα φυλάξει να με διει, παρά ίσια θα πάει να πέσει στο Φάλερο. Και μόνο αφτό ακόμη δεν της έκαμα, και τώρα στα γεράματα της γυρέβω να της το κάμω; Αντίς να προσπαθήσω να πιάσω κι άλλα λεφτά στο Παρίσι, όπου είναι μπόλικα και το ξέρει αφού της έστειλα κιόλας, αντίς να της στείλω κι άλλα, να τη δροσίσω, να τη φκαριστήσω, να σου που θυμήθηκα ξανά τη βρομο-Αθήνα. Ξέχασα τάχα τη συφορά και την πείνα και τη γδύμνια που πέρασα; Θέλω να ξαναπάω στον τόπο τον ελεεινό; Εκείνη νόμιζε πως στα τριάντα χρόνια έβαλα πια γνώση, πως έφυγα με απόφαση να γίνω άθρωπος, πως έγινα, πως έστρωσα εδώ και δυο μήνες, πως έβγαλα όνομα στα Παρίσια, πως πουλούσα τραγούδια και πως κέρδιζα ό,τι θέλεις, μα τώρα βλέπει πως του κάκου, τα χάλασα όλα κι έχω πάντα το ίδιο κεφάλι.»
Ο Αντίγονος μου τα ‘λεγε, μου ξεστήθιζε το γράμμα της μάνας του, μ' ένα ύφος ολότελα διαφορετικό από κείνο που είχε δω και μια στιγμή, σα μιλούσε για το Παρίσι και για τα παρισιάνικά του τ’ αντραγαθήματα, για τ’ άρθρα του, τα περιοδικά του, για το δραματάκι που κόντεψε να γίνει δεχτό. Παρατήρησα πως του φαινότανε τότες του ίδιου σα να βρισκότανε ακόμη στη μεγαλόπολη. Λες κι η ψυχή του ανέβαινε δυο τρεις βαθμούς πιο απάνω από τη συνηθισμένη της θερμοκρασία· υψωνότανε κι αφτός πιο απάνω από τον εαφτό του. Άναφτε ο νους του· ρητόρεβε με ζέση· γενικές ιδέες πηγαινοερχόντανε στο κεφάλι του, φιλοσοφούσε, ψυχολογούσε τη φυλή μας. Γινότανε μ’ ένα λόγο άλλος άθρωπος.
Τώρα, ότι έφεβγε, που να πεις, από το Παρίσι, ότι δηλαδή άλλαζε κουβέντα, εφτύς άλλαζε κι ο νους του κι η ψυχή του. Μίκραινε. Συνάμα κατέβαινε η θερμοκρασία. Κατέβαινε πιο χάμω κι ο ίδιος. Έβλεπες μια ξαφνική αφομοίωση του άτομου στα στενά, ταπεινά, περιορισμένα του ατομικά. Ένα γράμμα της μάνας του, στο μεγάλο το σκοπό που κυνηγούσε, δηλαδή να βγει ποιητής, του ερχότανε πιο σπουδαιότερο από την ποίηση, από το ιδανικό του. Και βέβαια πως σπαραχτικό, πολύ σπαραχτικό το δράμα της ζωής του, σπαραχτικό ν’ ακούγεται της απόμακρης μάνας η φωνή μέσα σ' έναν αγώνα που δεν τον υποψιαζότανε κάνε, σπαραχτική μάλιστα η αδικία της προς το γιο της που από θυσία της έκρυφτε την αλήθεια. Συγκινητική βέβαια και του δύστυχου η παιδική στοργή. Μα όπως κι αν είναι, σαν πιασμένα τα φτερά του· σα να μην το κατόρθωνε να βγει από τη φωλιά, να πετάξει προς τον ουρανό.
Και όμως η διαφορά που τόσο ξάστερα μαρτυρούσε ο τρόπος του ο ίδιος μεταξύ, που να πει τινάς, του Δεουδέ του παρισιάνου και του Δεουδέ που έμνησκε ακόμη Πολίτης, τέτοια διαφορά μου έδειχνε θεοφάνερα και μου απόδειχνε, πως ο Δεουδές δε γελάστηκε όταν πίστεψε στον προορισμό του. Σίγουρο πως είχε κάτι μέσα του, το κάτι εκείνο του ποιητή, το κάτι που γεννά τα έργα τα μεγάλα. Κατάλαβα καλύτερις από τότες τι ακολούθησε κατόπι, και δικιολόγησα τον καημένο τον άθρωπο που βασανίστηκε όλη του τη ζωή, μόνο και μόνο γιατί δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει τον προορισμό του.
Εκείνος, ενώ μέσα μου κατρακυλούσανε τέτοιοι λογισμοί, που το ρέμα τους περνούσε πολύ μακριά του και δεν μπορούσε να το νιώσει, εκείνος όλο κι όλο μου μιλούσε για τη μάνα του και για τα γράμματά της. Περίεργο κι αφτό. Τη μάνα του τη λάτρεβε, το είδαμε δα· ωστόσο, δίχως να το θέλει, δίχως μάλιστα να το ξέρει, θα καταλάβαινε πως κάτι έτρεχε με τη μάνα· της χρωστούσε τη σωτηρία του· η μάνα του τόσες φορές τονέ γλίτωσε· η μάνα του μάλιστα του έδωσε αφορμή για το πρώτο του άρθρο· δική της η πρώτη του νίκη. Μα και τα βάσανά του, από ποιαν άλλη πηγή του ερχόντανε; Και κατόπι, μήπως η μάνα του, μήπως η αγάπη του για τη μάνα, μήπως μαζί με τους καημούς του, μήπως και της μάνας τα δυστυχήματα — μου το μολογούσε κιόλας· — δεν το φέρανε κάπως, δεν το προξενήσανε το στερνό του το κάμωμα, τούτο δα που μου τον κουβάλησε νύχτα μεσάνυχτα στο κιόσκι μου, φυγόδικο, ανήμπορο, χλωμό, κατσιρντισμένο από τη φυλακή; Τόσο είναι αληθινό πως συχνά ο γλιτωμός μας κι ο χαμός μας, είναι πεσκέσια εκεινώνε ίσια ίσια που τους αγαπούμε και που μας αγαπούνε περσότερο από τους άλλους.
Ο Αντίγονος, σα να κρατούσε χαρτί στο χέρι και να το διάβαζε, με μια φωνή που λες και ψαλμουδούσε, περάτωνε τα παλιά του τα ιστορικά·
— «Με παρακαλεί πολύ το λοιπό, ξακολουθούσε στο γράμμα της, να προσπαθήσω να της στείλω λεφτά, να πλερώσει τη Φλώραινα και το Δετούση — χρωστούσε σ’ αφτούς — γιατί τους ντρέπεται να τους βλέπει, να της μηνούνε όλη την ώρα. Της γράφω τότες πως στο Παρίσι δεν απολαβαίνει κανείς άλλο καλό, παρά πως μαθαίνει γλώσσα και πολιτισμό — δε θέλησα να πω γράμματα — πως χρειάζεται κάνεις να ‘χει πολλά να ξοδέψει, όχι να κάνει παράδες (προσπαθούσα δηλαδή μ' αφτά να δικιολογηθώ που δεν της έστελνα χρήματα.) Σαν είναι όμως κανείς οικονόμος, της βάζω, σαν έχει πόνο μέσα στην καρδιά του, σα λυπάται τον εβεργέτη του, και τριάντα μόνο φράγκα να ‘παιρνε το μήνα, τα πέντε πάντα έπρεπε να τα ξεχωρίζει, να τα στέλνει της μαβρισμένης της μάνας. — Το ‘λεγα και τούτο, για να μην απορήσει που κατόρθωνα πέντε φράγκα μονάχα να της ποστάρω. Στο άλλο της γράμμα το λοιπό, μου γράφει πως παίρνω εκατόν πενήντα φράγκα το μήνα — έτσι κατάλαβε τότες τα εκατόν πενήντα φράγκα που μου πλερώθηκε το άρθρο μου, δηλαδή, όπως της το ‘φερα, τα τραγούδια μου — και πως τα οικονομικά μου πάνε κάθε μέρα καλύτερα, μα τώρα που μου είπε να της στείλω, της φέρνω τον κατακλυσμό. Μου το ξανάγραψε, λέει, και μου το ξαναγράφει, πως άλλο τίποτα να μην έχω στο νου μου, παρά να πιάσω λεφτά, για να μην έχω ανάγκη κανένανε, γιατί αν ξαναδυστυχήσω, δε θα βρεθεί στον κόσμο άθρωπος να με λυπηθεί. Και είναι ντροπή μου, σε τέτοια ηλικία, να μην είμαι άξιος να ‘χω τον τρόπο μου. Ο Σταμάτης που είναι αγράμματος, πιάστηκε από λεφτά, έχει ως εικοσιπέντε χιλιάδες φράγκα χρυσά κατάσταση, άλλα τόσα έχει ξοδεμένα για τους γονιούς του κι απάνω του, ωστόσο ακόμη δουλέβει να πληθαίνει τα χρήματά του, γιατί στα στερνά του δεν ξέρει τι θα του τύχει. Μα εγώ δε συλλογιούμαι τα στερνά μου, παρά όσα κερδίζω τους δίνω δρόμο, και χίλια φράγκα να κέρδιζα το μήνα, θα τα χαλνούσα. Ν’ αλλάξω το σκοπό μου και το κεφάλι μου, κι αφτά που μου γράφει, να τα θυμούμαι, να τα μελετώ κάθε μέρα και βλαστήμα με. Όλοι πια οι συγγενήδες και φίλοι με συχαίρουνται, και το ‘χουνε καμάρι που αξιώθηκα να πάω στα Παρίσια, να βρω δουλειά. Εγώ τίποτα! Θυμήθηκα τη βρομο-Αθήνα που μ' έφαγε. Και τέλειωνε το γράμμα της τάχα με χαιρετίσματα στον Κεστερνούδη, που λείπει από την πατρίδα του τόσα χρόνια, ορφανό παιδί, και με την πομονή του έγινε άθρωπος.»
»Κάθε γραμμή από τα γράμματά της, σαν το διάβαζα, γινότανε πυρωμένο μαχαίρι και μ' έσφαζε. Προ πάντω φοβήθηκα όταν είδα πως αν πάω, θα πάει να πέσει στο Φάλερο. Μα μπορούσα κιόλας να μην πάω; Στο Παρίσι, πώς να μείνω; Την πατρίδα πώς να μην την περετήσω; Αναγκάστηκα για τα νάβλα να τα ζητήσω από μια εταιρία ελληνική που σου δίνει τα μισά. Λοιπόν έφυγα. Πλάγιαζα στο κατάστρωμα. Όταν έφτασα, η μάνα ήτανε πάλε σε σπίτι και κοίταζε τα παιδιά. Μα ο ερχομός μου τη μισοσκότωσε. Μέρα νύχτα έκλαιγε. Πάντα θαρρούσε πως είχα σειρά καλή στο Παρίσι και την παραίτησα. Εγώ τη δέφτερη μέρα που ήρθα, πήγα στρατιώτης κι ύστερις από λίγες μέρες φύγαμε για τις Θερμοπύλες. Εκεί σταθήκαμε περσότερο από τέσσερις μήνες και το Σετέβρη απολυθήκαμε. Γύρισα βαζιεστισμένος με θέρμες. Είχα πάθει και κατέβασμα. Πήγα στην αρχή στο στρατιωτικό κι έπειτα στο πολιτικό νοσοκομείο, μα δεν έγινα καλά...»
Δεν ξέρω πως, ενώ μου τα ‘λεγε αφτά, εγώ συλλογιόμουνε τη μάνα του, τη μαγέρισσα, και τη φανταζόμουνε μ' ένα πρόσωπο λιγνό, μακρύ και ξερό, με τα χέρια λιγδωμένα, με τα μάτια γυαλιστερά, όπου έλαμπε στην κόχη μια κίτρινη σπίθα, που έμοιαζε σα λίρα. Τη σιχαινόμουνε. Άδικο είχα και το κατάλαβα, σαν ξακολούθησε ο Αντίγονος·
— «Τότες πάλε όταν ξαναρρώστησα κι έφτυνα αίμα, βγήκε η μάνα μου από το σπίτι όπου ήτανε μαγέρισσα, είχε λίγους παράδες, δανείστηκε μερικούς ακόμη και μ' έκαμε καλά. Τουλάχιστο ύστερις από δεκαπέντε μέρες σηκώθηκα. Εγώ πάντα φαίνεται τα ίδια. Όσο δεν μπορούσα ν’ ακολουθήσω την κλίση μου, αρρωστούσα. Κι έπρεπε τότες η μάνα η καημένη να βοηθήσει. Μα τα λεφτά της είχανε σωθεί, πρι σηκωθώ. Ζήτησε το λοιπό, βρήκε πάλε σπίτι και πήγε αρρωστημένη. Την άλλη μέρα μας γύρισε και αφτή άρρωστη, θαρρώ πως θα είχε βαλμένους κατά μέρος δυο τρεις παράδες, και δεν το ‘λεγε. Μα πήρε πάλε απάνω της, βρήκε άλλο σπίτι, πήγε πάλε. Από τότες ερχότανε κάθε δυο μέρες, μου έφερνε λίγο φαγί, μου άφηνε κανένα μικρό μικρό χαρτζιλίκι, να περνώ. Μα όπως κι αν είναι, ο ερχομός μου από το Παρίσι την έριξε ολότελα χάμω. Τι τα θες; Εβδομήντα χρονώ γυναίκα και δούλεβε από δέκα. Οικογένεια τι θα πει, τι θα πει χαρά φαμελιάτικη, απάνω κάτω δεν ήξερε. Και να, στο τέλος της μακρινής, βασανισμένης ζωής της, τι μπορούσε να προσμένει; Τι να της ήτανε άραγες μελικό; Την έβλεπα χλωμή χλωμή κι αδύνατη. Ένα βράδυ που ήρθε, τη βρήκα πιο αδύνατη, άσπρη σαν το πανί. Παραπονιότανε πως είχε κάποτες μια ζάλη στο κεφάλι, που δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Την παρακαλούσα να μου πει καλά καλά τι έχει, και μου αποκρίθηκε πως κάθε βράδυ ‘ποφέρνει, μα καμιά φορά πιστέβει πως η ψυχή της θα βγει. Και δεν της μέλει, λέει, παρά πως δε θα βρεθεί λεφτό στην τζέπη της, να τη θάψουνε σα χριστιανή, μόνο θα την αφήσουνε στους δρόμους, να την τραβήξουνε τα σκυλιά.»
»Εγώ από τότες πήρα υποψία πως κάτι τρέχει, πως είναι αχαμνά στην υγεία της και μου το κρύφτει Αχ! σ' άλλονε ίσως θα φανούνε αφτά τιποτένια και θα συλλογιστεί πως τι πειράζει, μιας γριάς μαγέρισσας μια ζάλη και μια παραζάλη; Εμένα, Γιαννίκο μου, αφτά δα ίσια ίσια τα τιποτένια με κάμανε να τρώνε ανήμερα φίδια την καρδιά μου. Πέλαγο απονιάς είναι ο κόσμος για τα θύματά του. Έλεγα μέσα μου πως αν οι φόβοι της αρρωστημένης μου της μάνας, και οι δικοί μου οι φόβοι αληθέψουνε, α μου πεθάνει, έτσι όπως είναι τώρα στα ξένα χέρια, βασανισμένη, δυστυχισμένη, απαρηγόρητη, χωρίς δροσιά, χωρίς ελπίδα για το αχάριστο παιδί που τόσο αγάπησε, που την πλερώνει τόσο σκληρά, ν’ αφήσει λέει, τη δουλειά του στο Παρίσι, όπου ήτανε αφέντης, να ‘ρθει στην Αθήνα για να δυστυχά καθώς πρώτα, για να σκοτώσει τη μάνα του από τη λύπη — αχ! αν η μάνα μου, η γλυκιά μου η μάνα πεθάνει έτσι, φοβόμουνε που έβαζα τέτοιο πράμα με το νου μου, κι ωστόσο για σίγουρο το είχα, το ‘κανα κιόλας απόφαση, πως θα ζητήσω φοβερή εκδίκηση από τον κόσμο. Τι με φέλεσε ως τότες η καλοσύνη μου, η ανεξικακία, η συχώρεση για κείνους που σταθήκανε αφορμή της καταστροφής μου, αρχίζοντας από τον κακούργο το γαμπρό μου; Και το χερότερο, να βλέπω τώρα σε τέτοια κατάσταση τη μάνα μου και να σιχαίνουμαι τον ίδιο τον εαφτό μου! Ποιος απ’ όσους στη ζωή μου απάντησα μου έδειξε το πιο μικρό διάφορο για όσα ‘πόφερα; Ποιος μου έδειχνε και σήμερα; Μ' αδικήσανε, με συκοφαντήσανε, με διώξανε που ζητούσα γονατιστός δουλειά, να ζήσω τίμια, να μπορέσω να προδέψω, να μπορέσω αχ! ν’ ακολουθήσω την κλίση μου, να φανώ χρήσιμος στον κόσμο, να γράψω! Τίποτα. Στη δυστυχία μου με περιφρονήσανε και με ταπεινώσανε. Αποτέλεσμα όλωνε αφτώνε ήτανε να βλέπω τα όνειρά μου ξεσκορπισμένα στους τέσσερις άνεμους, να βλέπω τη μάνα μου να λιώνει στα ποδάρια της, για να μου φέρει ακόμη να τρώγω — που να ‘τρωγα το σφάχτη και τον περίδρομο! — χωρίς μπορώ να καταπιαστώ τίποτα, να τη σώσω, να τη βοηθήσω καθόλου, να βοηθήσω τον ίδιο τον εαφτό μου, παρηγορώντας τη μάνα μου τη μονάκριβη, που μ' έκαμε άθρωπο, που της χρωστούσα — τι πείραζε που δεν το ήξερε; — και τη μικρή μου επιτυχία στον αγιασμένο μου τω γραμμάτωνε τον αγώνα. Το καινούργιο της το σκέδιο ήτανε πάλε να βρει τα νάβλα μου για το Παρίσι, να με στείλει να πιάσω την καλή δουλειά που είχα και την παραίτησα, γιατί φοβότανε, είπε σε μια πατριώτισσά της, πως αν πεθάνει πρι με στείλει, θα μείνω και δε θα μπορέσω να πάω, παρά θα ξαναποφέρω καθώς πρώτα και θα χάσω το μέλλο μου. Μελετούσε πολύ πολύ τώρα το θάνατο. Και όμως ήθελε να με στείλει εκεί όπου θαρρούσε πως εφτυχούσα, όταν ήμουνε, και για τον εαφτό της μήτε της έμελε. Ας πάω εγώ, για να είναι βέβαιη πως σώθηκα, και λόγου της ας πεθάνει μονάχη κι έρημη, χωρίς να είναι κοντά της η μόνη ελπίδα που είχε και καμάρωνε για τα γεράματά της, ας την τραβήξουνε τα σκυλιά, που παράδες στην τζέπη της δε θα βρεθούνε, να τη θάψουνε. Αχ! πες μου, Γιάννη μου, είναι καμιά μάνα στον κόσμο που να ‘παθε ό,τι έπαθε η δική μου η μάνα; Και ποιο παιδί 'πόφερε όσα 'πόφερα εγώ; Στείρεψε, ναι, στείρεψε ο κόσμος για μένα. Πού είναι η καλοσύνη του, η αμοιβαία συμπάθεια, η φιλαθρωπία που λένε, που η αλληλοϋποστήριξη και τ’ άλλα τα γλυκά, τα όμορφα λόγια που ξέρουνε και λένε στην κοινωνία; Μη με πεις όμως αχάριστο, που ξεχνώ το φίλο μου το Φραντζέζο με τα συστατικά του. Όχι δεν τον ξεχνώ. Συχνά συχνά τ’ όνομά του στριφογυρίζει μέσα στο νου μου, το στόμα μου το μελετά. Μα τι να γίνει που ως κι η μεσολάβηση τέτοιου καλού αθρώπου δε φέλεσε, αφού πήγανε όλα κακά ψυχρά κι ανάποδα; Η μοίρα μου όλα, όλα τα φταίει, ο προορισμός μου! Εγώ άλλη δουλειά δε νιώθω από το γράψιμο. Και τότες, ανήμπορος ακόμη όπως ήμουνε, αδύνατο μου φαινότανε να καταπιαστώ τίποτις όξω από το γράψιμο και το διάβασμα. Για τούτο λοιπόν έκαμα στην απελπισία μου και μια τελεφταία δοκιμή. Παρακάλεσα τον καλό τον κ. Μανιέρη να μου βγάλει ένα συστατικό σ' ένα του φίλο δημοσιογράφο, λόγου χάρη στον κ. Χαιρετίδη, να γράφω για την Ελλάδα ό,τι καλύτερο μπορώ. Μα στην αρχή να είναι συγκαταβατικός, επειδή κι ήμουνε ακόμη ζαλισμένος, και θα τα μπέρδεβα λιγάκι. Να κάμει πομονή, ώσπου να στρώσω. Ήμουνε βέβαιος πως θα ‘στρωνα. Γιατί το μυαλό μου ήτανε φοβερά σκοτισμένο. Ένιωθα σα να είχα αίμα μέσα και να με καίει, από τη σταναχώρια ίσως την πολλή, από τις θλιβερές σκέψες, από την αγρύπνια, τη συλλογή της μάνας μου, την πιο σκληρή απ’ όλα, που άμα μ' έπαιρνε τέτοια συλλογή, γεμίζανε τα μάτια μου δάκρυα. Μα σα δημοσιεφτούνε στην Ελλάδα έλεγα με το νου μου, δυο τρεις φορές τίποτις δικά μου, αφτό θα μου έδινε θάρρος, κουράγιο, και σιγά θα ‘σβηνε η φωτιά που μου έκαιγε το μυαλό μου, που δε μ' άφηνε ούτε να σκεφτώ, ούτε να διαβάσω, ούτε να γράψω. Ήμουνε βέβαιος πως έτσι θα ‘ρχότανε ξανά στο νου μου η ξαστεριά με τη γαλήνη. Άλλη ελπίδα δεν είχα, γιατί θα κατάφερνα πια μόνο με τέτοιο τρόπο, να μπω στο δρόμο που ονειρεβόμουνε τόσα χρόνια, να γράφω ταχτικά, ταχτικά να δημοσιέβω, να καταπιαστώ τη δουλειά μου κατάκαρδα, τη δουλειά μου να κυνηγώ, εκεί να ‘χω το νου μου, εκεί την ψυχή μου· τότες πολλά πολλά θα κατορθωνόντανε μοναχά τους, τότες η δύναμή μου, η ενέργεια η φυσική που ένιωθα στο στήθος μου ακόμη, θ’ ακολουθούσανε την ίσια τους τη στράτα, δε θα στραβοπατούσα, δε θα γύριζα τη δύναμή μου στο κακό. Να, δουλειά μου χρειαζότανε· μα δουλειά για μένα ήτανε τα γράμματα, μόνο τα γράμματα, με καμιάν άλλη δουλειά δε θα μπορούσα ποτέ μου να ειρηνέψω.
Και δεν ειρήνεψα. Μου δόθηκε η σύσταση για την Ελλάδα, σκάρωσα ένα μόνο άρθρο, το πήγα του Χαιρετίδη, δεν μπήκε…»
Σηκώθηκε άξαφνα ο Δεουδές κι ακούστηκε άγρια η φωνή του, σαν κλάμα που ξεσπάνει·
— «Την ίδια μέρα που μου το αρνηθήκανε, το βράδυ, πέθανε η μάνα!»
Κι έπεσε στο σοφά ο Δεουδές σαν το φτώμα.
Σε λίγη ώρα, πήρε απάνω του ο δύστυχος και ξανάρχισε να μου δηγάται ήσυχα ήσυχα, τα λίγα που του απομνήσκανε να μου πει ακόμη·
— «Έμεινα τρεις μέρες τέσσερις χωρίς να μπορέσω να κατεβάσω μια βούκα ψωμί. Μου είπε μια γειτόνισσα, μια φιληνάδα της μάνας, πως θα ‘κανα φρόνιμα να φύγω από την Αθήνα. Μου καταντούσε τόντις αδύνατο να κάθουμαι στη χώρα όπου πέθανε ο άγγελός μου, και που την καταράστηκε τόσες φορές. Έφυγα για την Πόλη, που στα χρόνια τα παλιά εφτυχισμένους μας είδε. Η μάνα μ' ανάθρεψε κει. Εκεί βρήκα και το χαμό μου. Δουλειά γύρεβα, μα δεν είχε, παρά μια. Με πήρανε στη μεγάλη τη Λέσκη του Σταβροδρομιού, δούλο, να στέκουμαι κάτω στη μαρμαρένια τη σάλα, όταν έρχουνται, να τους βοηθώ να βγάζουνε τα παλτά τους. Μόνο πλούσιοι κι αρχόντοι συχνάζανε στη Λέσκη. Που ανάθεμάν τους! Εκεί τον αντάμωσα το σιχαμένο. Έπρεπε αλήθεια, έπρεπε να διεις τη μούρη του, ν’ απορήσεις πως δεν τονέ σκότωσε κανένας πριν από μένα. Μια μούρη χοντρή, παχιά, με κάτι μάγουλα τουλούμια, φουσκωμένα, τα μάτια του, μικρά μικρά, σαν πνιγμένα μέσα στο πάχος· και μια μύτη κοντή και στραβή. Αφτά τίποτα δεν ήτανε. Το ύφος του να ‘βλεπες. Τα μάτια του εκείνα που σπιθοβολούσανε λες από το καταφρόνιο του για τον κόσμο· να τον έβλεπες όλονε, Γιαννίκο μου, τον αχρείο, που από την κορφή στα νύχια έμοιαζε σα να βρίζει την οικουμένη, άγριος, βαριόσαρκος, περήφανος βάρβαρος, δυνατός, άξιος να σε ξεφτιλίσει με μια γροθιά του, αν του έλεγες άξαφνα πόσο αδικούσε τους άλλους, το γουρούνι. Γιατί τους αδικούσε. Αφτός είχε τα μέσα. Είχε τα μέσα να κάμει ό,τι θέλει, ν’ ακολουθήσει τον προορισμό του, να βαστάξει τη γριά μάνα του, να μην την αφήσει να πεθάνει. Χρήματα είχε το ξόανο. Και σε τι του χρησιμέβανε; Να, τα πετούσε στους τέσσερις ανέμους, στα χαρτιά, στις γυναίκες, στο πιοτό, στο λούσο. Με τους μισούς παράδες, θα γλίτωνες φαμελιές αλάκαιρες. Πού να το στοχαστεί αφτός τέτοιο πράμα; Όταν κάπνιζε και με τα δόντια του, στο μουρντάρικο τα στόμα του, φτύνοντας και πιτσιλίζοντας, στραβό μασούσε κανένα πούρο, μισοσβαλνώντας κιόλας από την τέρψη το ένα του, το δεξί του το μάτι, μου φαινότανε πάντα εμένα πως από το αψηλό το θρονί του κεφαλιού του, έφτυνε αλάκαιρη την αθρωπότητα. Εμένα μου αντιπροσώπεβε ο πλούσιος ο χαμάλης ό,τι πιο μισητό υπάρχει στη γη — και τι πιο μισητό από τη δύναμη την άδικη; Την εχτρέβεσαι συνάμα και την τρέμεις. Όλα του τα μυσείδια, όλα του τα κινήματα σου το φωνάζανε, πως «Εγώ είμαι ο παραλής, εγώ είμαι ο παντοδύναμος και ξεγκρεμιστείτε από μπροστά μου.»
Στάθηκε αφτός αφορμή που βαρέθηκα ολότελα τη ζήση μου και συλλογίστηκα να τελειώσω, να σκοτωθώ. Αν είναι να ζει κανένας με τέτοιους, κάλλια ο θάνατος. Με κάτι παράδες που κέρδισα στη Λέσκη, πήγα κι αγόρασα ένα πιστόλι αμερικάνικο. Η μάνα μου, έλεγα, να με συχωρέσει. Το πιστόλι απάνω μου πρωί βράδυ. Έτσι ακολούθησε το κακό. Κάθε φορά που ερχότανε ο σιχαμένος, κάθε φορά που του έβγαζα το παλτό του, με κάποιο κίνημά του απότομο, ξερό, μου έδειχνε τάχα τι ζώο που ήμουνε μπροστά του και δεν μπορούσα — ο ποιητής εγώ — να του βγάλω ένα παλτό. Εκείνη την απογεματιανή, παρουσιάστηκε με το πούρο στ’ ακάθαρτα χείλια του, μου γύρισε τη ράχη, δείχνοντάς μου το γιακά του, δηλαδή για να του πιάσω από κει το πανωφόρι του· επειδή όμως άργησα ίσως ένα δεφτερόλεφτο, μ' έβρισε αμέσως·
— «Άφησε, ανόητε, δεν ξέρεις!» Με σκούντησε κι έκαμε να φύγει.
— «Δεν ξέρω; Στάσου, βρόμα, να με μάθεις εσύ τώρα.»
Κι άψε σβήσε του τραβώ την κουμπουριά...
Ο Αντίγονος έπιασε το μέτωπό του μ' ένα χέρι και μου είπε·
— «Καίει! Όλο καίει. Πρέπει χωρίς άλλο να βγούμε όξω λιγάκι, τώρα που δε φαίνουνται ακόμη τα χαράματα… όξω, εδώ, στο ριχτίμι, να δροσιστώ.
Ήμουνε πολύ, μα πολύ συγκινημένος, ταραγμένος. Βγήκαμε στο ριχτίμι μαζί κι ήθελε να προχωρήσουμε ως την άκρη, όπου είναι πιο βαθιά τα νερά κι όπου φυσά, λέει, περσότερο.
— «Εγώ, Γιάγκο μου, φίλε μου παλιέ, σύντροφε μου παιδιάτικε — η φωνή του σα να δάκρυζε με τα λόγια του αφτά — εγώ φονιάς δεν είμαι! Να, δε θέλω, οι Τούρκοι να με σκοτώσουνε. Για τούτο έφυγα σήμερις από τη φυλακή. Μα τη δικιοσύνη τη σεβάστηκα πάντα.
Και προτού προφτάσω να τον εμποδίσω, πέφτει μπρούμυτα στη θάλασσα μακριά και γίνεται άφαντος. Άφαντος! Είχε κάμει ο δύστυχος τέτοιο πήδημα, με τόση θέληση να γλιτώσει, όπως έλεγε, από την ελεεινή του τη ζωή, που θα πνίγηκε ιδιοστιγμίς.
Στάθηκα στην άκρη του ριχτιμιού καμιά ώρα συλλογισμένος, βυθισμένος σε χίλιες σκέψες λυπητερές. Τώρα πια τα χαράματα φωτίζανε τα ουρανοθέμελα, λίγο λίγο έβγαινε ο ήλιος. Και γω θωρούσα το πέλαγο πέρα πέρα. Θωρούσα το αρίφνητο της θάλασσας το χαμόγελο — το χαμόγελο τ’ αστραφτερό που σκεπάζει τόσα δάκρυα.
Παρασκεβή, 5 του Σποριά, 1909 — πέμτη, 11 του Απρίλη, ώρα δωδεκάμιση, 1910.