Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο ογδοηκοστός μου

Από Βικιθήκη
Ὁ ὀγδοηκοστός μου
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892 του Κωνσταντίνου Σκόκου
Δείτε και το ποίημα Ἡ Μοῦσα τοῦ Λασκαράτου του Ιωάννη Τσακασιάνου, το οποίο αποτελεί απάντηση σε αυτό


Ο ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟΣ ΜΟΥ

Γιὰ τὸν ὀγδοηκοστόμου
Θὰ φιλέψω τὸν ἑαυτόμου·
Καὶ θὰ κάνω πανηγύρι
Ποῦ ν’ ἀστράψῃ τὸ ποτῆρι
Γιατί.... πρέπει νὰν τὸ ’πῶ,
Ἔχω κῃάλλονε σκοπό.
’Σὰν ὀγδοηκοντάρης τώρα,
Σκέφτομαι πῶς εἶναι κι’ ὥρα
Νὰ ἑτοιμάσω τὸ σακκίμου,
Γιὰ τὴν ἀναχώρησήμου.
Καὶ θὰ κάμω ὅ,τι ’μπορῶ.
Πρὸς ἀποχαιρετισμό.
Θὰ καλέσω καὶ τὴ Μοῦσα
Νἄλθη νἆν’ ἐκεῖ παροῦσα,
Γιατὶ πρέπει καὶ μ’ αὐτὴ
Κάθε σχέση νὰ λυθῇ.
Μοῦσά μου, θὰν τῆς εἰπῶ,
Δὲν ’μπορῶ ἄλλο τώρα πλειό.
Ναὶ, Μουσοῦλα ἀγαπημένη,
Ἦλθε ὁ κόμπος εἰς τὸ χτένι.
Μ’ ἐπλακώσαν τὰ γεράματα.
Μὲ βαραίνουνε τὰ γράμματα.
Κ’ εἶναι, Μοῦσα μου, πρᾶμμα ὕγειο
Νὰ κηρύξωµε διαζύγιο.

Πήαινε ναὔρης τὸ Σουρή,
Νὰ συζήσετε μαζύ.
Ἐκειὸς ἔχει καὶ ἀφθονίαν
Ἀπ’ ὁμοιοκαταληξίαν.
Κ’ ἐκεῖ μέσα θὰ παχύνῃς,
Ὥστε ποῦ καὶ σὺ νὰ γίνῃς
’Σὰ βουτσὶ, μὲ περιφέρεια
Ἀφροδίσια καὶ ἐλευθέρια.
Μ’ ἂν ὀραίγεσαι ἄλλα εἴδη.
Τότε πήαινε στοῦ Ῥοΐδη.
Ὅπου ἐκειὸς ἀληθινὸς
Μάστορας σατυρικός,
Καὶ μὲ τέχνη κ’ ἐπιστήμη,
Θὰ σοῦ κάμῃ στέρεα φήμη.
Ἂν ποτὲ σοῦ ἐλθῇ μανία
Ν’ ἀποχτήσῃς ζωγραφία,
Καὶ νὰ ἰδῇς ζωγραφιστὴ
Τὴν εἰκόνα σου καὶ σύ.
Πρόσεξε μὴν πᾶς στοῦ Θέμου·
Ἐπειδὴ ἐκεῖνος γέμου.
Σὲ γελάει, καὶ σὲ κάνει
Ὡσὰν ἄλλο Δελιγιάννη.
Ἂν θελήσῃς τέτοιο γλέντι,
Πήγαινε στοῦ Προσαλέντη,
Γιατὶ ἐκειός, κι’ ἂν σὲ χαλάσῃ,
Θὰ βρεθῇ ἄλλος νὰ σὲ σιάσῃ.
Καθὼς γίνεται συχνὰ,
Στὲς εἰκόνες ποῦ χαλᾷ.
Μὴ ποτέσου βουρλισθῆς
Νὰ παρασημοβαλθῇς.
Μ’ ἂν σὲ φάῃ τέτοια λειχῆνα
Τότε γένου Δημαρχίνα

Καὶ θὰ βγῇς τὸ φαγωμόσου.
Στὸ παράσημο τοῦ ἀντρός σου.
Στὰς Ἀθήνας εἶν’ πολλὲς
Μοῦσες πλούσιες καὶ φτωχές.
Μὰ ἐσὺ μὴν καταδεχθῇς
Μὲ φτωχὲς νὰ ἀναμιχθῆς·
Ἀλλὰ ναὔρης τσ’ εὐγενὲς
Μοῦσες πλούσιες ντιστεγγές.
Ποῦ φοροῦνε ντιστεγγὸ
Σώβρακο μεταξωτό.
Μ’ ἐκὲς ζῆσε σὰν Κοκόνα.
Καὶ τὲς ἄλλες καταφρόνα.
’Σ ὅλα ἀπάνου, σοῦ συσταίνω.
Καὶ σ’ αὐτὸ πολὺ ἐπιμένω,
Νὰ πασχίσης νὰ γενῇς
Ἡ ποιήτρια τῆς Αὐλῆς.
Ὅπου τότε νὰ γυρεύῃς
Νὰ ἐξυμνῆς. νὰ κολακεύῃς,
Ὅλους, ὄχ’ τὸ Βασιλέα.
Ὡς τὴν ὕστερη λιβρέα.
Καὶ μὲ στίχους ὡς καὶ σὺ
’Σὰν ἐκειοὺς τοῦ Ῥαγγαβῆ,
Κ’ ἔτσι, νὰ βρεθῇς καὶ σὺ
Στὴν αὐτὴ σπουδαία γραμμή,
Μὲ τοὺς κλασικοὺς ἀρχαίους,
Τοὺς Πινδάρους. τοὺς Τυρταίους,
Καὶ ἀπὸ τότε θὲ νὰ ἰδῇς
Νὰ σὲ σέβεται ὁ καθείς.
Καὶ νὰ τὄχῃ γιὰ τιμή του
Τὸ νὰ εὑρίσκεσαι μαζύ του.
Ἐνῷ ζῇς εἰς τὰ χαμένα
Ὅσῳ βρίσκεσαι μ’ ἐμένα.

Μὰ ἔλα, Μοῦσά μου, ἂς τελειώσωμε,
Τὰ ὅσα ὡς τώρα νὰ τὰ σώσωμε.
Ἔλα ἐδῶ ν’ ἀγκαλιασθοῦμε
Καὶ ν’ ἀποχαιρετισθοῦμε
Μ’ ἕνα φίλημα στὸ στόμα,
Ποῦ στερνὸ ’ςτὸ δίνω ἀκόμα,
Μὴ δὰ μὲ λυποθυμίες,
Μὲ λυγμούς, μὲ ἀδυναμίες,
Ἀλλ’ ἂς ’ποῦμε μὲ ἀνδρικὴ
Δυναμόθρεφτη φωνή,
(Κλάψες, δάκρυα, στὴ μπάντα)
— «Μοῦσά μου, ἔχε ’γειὰ γιὰ πάντα!»

Ἀργοστόλι, Ἀπρίλης 1891.

Ανδρεασ Λασκαρατοσ