Ο δωδεκάλογος του Γύφτου/Ο δουλευτής
←Ο ερχομός | Ο δωδεκάλογος του Γύφτου Συγγραφέας: Ο δουλευτής |
Αγάπη→ |
ΛΟΓΟΣ Β’
ΔΟΥΛΕΥΤΗΣ
Αλήθεια πως ζούσε σαν όλοι, και φαινόταν
πως έκανε ό,τι κι οι άλλοι· απότομα δε
σηκώνονταν για να χτυπήσει τους νόμους
του λογικού· στην καρδιά του, κι όχι στο
κεφάλι του, φώλιαζε η αρρώστια.
ΒYRON (Λάρας)
Τα πραγματικά μ’ αηδιάζουν, και τα
ιδανικά δεν τα βρίσκω.
ΑMIEL (Journal Intime)
Κι έσκυψα προς την ψυχή μου,
σα στην άκρη πηγαδιού,
κι έκραξα προς την ψυχή μου
με το κράξιμο του νου·
κι από το πηγάδι το βαθύ,
σαν από ταξίδια, ξένη,
προς εμένα ανεβασμένη
ξαναγύρισε η φωνή.
– Είσαι ο μόνος, είσ’ ο ασύγκριτος,
είσαι ο χωριστός,
στα μεγάλα τα πετάματα όλο υψώνει σε
και είν’ ο νους σου χρυσαητός·
και η ζωή σου με τις έγνοιες
είναι σαν τα παιγνιδίσματα
του ήλιου με τα σύγνεφα· σα θάνατος
όταν ο ήλιος δεν τα καταλεί,
στη ματιά που τα θωρεί,
κάνει τα, σαν πλάστης, κόσμους.
Παιγνιδίσματα… πετάματα… ο ασύγκριτος…
μην το παινευτείς!
Σίμωσε, άπλωσε το χέρι, βόηθα,
γίνε δουλευτής·
ταίριαζε, άκουε, φρόντιζε και ρώτα,
γείρε, αν θέλεις να υψωθείς·
νίκη σου, ανυπόταχτε, σ’ εσέ να πεις:
«Υποτάξου πρώτα!»
Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας
κι ο εξουσιαστής
του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου
γίνε δουλευτής.
Σβήσε κάθε σου ξεχώρισμα,
ρίχ’ το δαχτυλίδι σου αρραβώνα
μεσα στο κανάλι του λαού·
ένας γίνε από τους στύλους τούς αμέτρητους
του μεγάλου έργου τού συντροφικού.
Γρίκησε τι λέει το δέντρο
που το κόψαν και το κάμανε καράβι:
«Μες στο νέο κορμί μου ολάσβηστη
η παντοτινή ψυχή μου ανάβει».
Ήσυχα τα στάχια κυματίζουν
και είναι σα να λαχταρίζουν
οι κυματισμοί
το υστερνό, τ’ αγέννητο θησαύρισμα·
το ψωμί.
Αέρα, γη, νερό, φωτιά,
ό,τι κι αν υπόταξε από σας
ο άνθρωπος ο νους,
τίποτε από σας δεν ξέπεσε,
και κρατάτε ακόμα στα σκοτάδια σας
τ’ άψαχτα και τ’ αταπείνωτα,
όλων των αβύσσων τους βρυκόλακες,
κι όλους τους αυγερινούς.
Τ’ άλογο το ευγενικό
δέχεται καλόβολο τον καβαλάρη
και δε χάνει τίποτε, και παίρνει
κάτι ακόμα πιό τρισεύγενο
η γοργή του χάρη.
Και το δέντρο δεν το ατίμασε
γγίζοντάς το το τραχύ το κλαδευτήρι·
απ’ το βάρος πιο καλόχυμων καρπών
πιό ακριβό γνωρίζει πως θα γείρει.
Κι ο τεχνίτης που δετό κρατάει το χέρι του
και τη φαντασία του δετή,
όταν του θεού σκαλίζει το είδωλο
με του ιερέα την προσταγή,
το σπαργανωμένο, το ίδιο πάντοτε,
βρίσκει τόπο ν’ απιθώσει κάπου απάνω του
κάποιον έρωτα από μες απ’ την καρδιά του
προς το είδωλο που πέφτοντας μπροστά του
έτσι το ποθείς, λαέ,
κι έτσι, λαέ, το προσκυνάς.
Κι έγινα χαλκιάς.
Λαμπαδιάζει το καμίνι·
με του αγέρα τα φτερά
Λάμια αχόρταγη ξεσπάει
και λυσσομανά η φωτιά.
Κι άδραξε το σίδερο η φωτιά
κι απ’ τα δόντια της θα βγει
σα λιοντάρι δαμασμένο
από ξωτικού βουλή.
Και τ’ ασάλευτο τ’ αμόνι
και τ’ ολόγοργο σφυρί
βροντερή μια μάχη αρχίζουν,
και είναι πλάστης το σφυρί.
Σφυροκόπα τις καδένες,
ω πιο ελεύτερε κι απ’ το τριγύρισμα
του φτερού,
σφυροκόπα τις καδένες και τα σίδερα
του κακού,
και για τον προφήτη σφυροκόπα
τα καρφιά του σταυρωμού.
Και του γάμου κάμε το κρεβάτι,
ω εσύ τη χλόη που κάνεις
της αγάπης της ελεύτερης κλινάρι·
και του γάμου το κρεβάτι, και το δρέπανο
που θερίζει το σιτάρι.
Γύφτε, σιδεροπελέκα,
που έζησες ερημικά
σε ύψη γαληνά απλησίαστα,
Γύφτε, σιδεροπελέκα,
στη φωτιά για τη φωτιά
τα κοντάρια, τα σκουτάρια,
τα σπαθιά.
Τ’ αγαθά του σφιχτοχέρη,
εσύ που άλλα, άλλα δε γνώρισες φλωριά
απ’ τα χρυσολούλουδα του κάμπου,
τ’ αγαθά του σφιχτοχέρη
κρυφασφάλησε, χαλκιά,
μες στου θησαυρού τα βάθη·
κάμε ασύντριφτα κλειδιά.
Φαιδρά κάμε να ξυπνήσουνε,
μακριά κι από τα βάρυπνα κοπάδια,
κι απ’ τα ψόφια τα ειδύλλια, καβαλάρη
σε γκρεμούς και ράχες, που το διάβα σου
τύπωσε ώς εκεί το πρώτο αχνάρι,
φαιδρά κάμε να ξυπνήσουνε
στα φαράγγια τον αχό
λιγερόφωνα κουδούνια
στων αρνάδων το λαιμό.
Κι απ’ τα χέρια σου βγαλμένη,
εσύ απείραχτε απ’ τον τρόμο
που γεννάει το σκιάχτρο το θεϊκό,
κι απ’ τα χέρια σου βγαλμένη,
ένα σάλεμα ιερό
ας απλοσκορπά η καμπάνα
στης ψυχής τον ωκιανό!
Μα του κάκου! μα του κάκου!
Χέρι μου, το σίδερο παράτα,
παψ’ εσύ, σφυρί, τον πόλεμο,
που πολέμαες με τ’ αμόνι·
είμαι ο δουλευτής χαλκιάς
που άλλα θέλησε και που άλλα
κατορθώνει.
Είμαι ο πλάστης ο χαλκιάς
που δεν πλάθει το σφυρί μου
μητ’ εσέ, καρφί, ούτ’ εσάς,
άρματα, σπαθιά, κοντάρια,
μήτε την καμπάνα σου, εκκλησιά,
αλυσίδες ούτε, ούτε κλειδιά,
μήδε τα κουδούνια για τ’ αρνιά,
και για τα οργώματα τ’ αλέτρια,
μήτε για το σπίτι τα κλινάρια,
ούτε δρέπανα, ούτε χαλινάρια.
Είμαι ο πλάστης ο χαλκιάς
που δεν πλάθει το σφυρί μου
άλλο απ’ τα πανώρια τ’ ανωφέλευτα·
και μια τέχνη πρωτοταίριαστη κι αταίριαστη
η δική μου.
Και είμαι ο μάγος της φωτιάς κι απλώνω μέσα της
και τα φίδια και τα τέρατα της κλέβω,
και στο σίδερο κι ακόμα πιο παράξενα
τα δουλεύω.
Και είμαι ο σφυροκοπητής
που σφυροκοπάει αντί σπαθιά
κάποια αφύσικα λουλούδια,
και είμ’ ο δαμαστής ο γύφτος
που γεννάει από τη φλόγα
κύκλους, ίσκιους, γρύπες, μάγια,
κάποιες ρηγικές κορώνες,
λάμιες, ξωτικές, γοργόνες
για καράβια, για σαράγια,
που δεν είναι πια ή δεν είναι ακόμα·
τ’ ανωφέλευτα, τ’ αχρείαστα και τ’ αλλόκοτα,
που τους λείπει πότε πρόσωπο,
που τους λείπει πότε σώμα,
που τους λείπει πάντα τ’ όνομα.
Κι όσα οργίζουν τους ανθρώπους
που κοιμούνται ανοιχτομάτες·
και όσα διώχνουν οι διαβάτες
και όσα δε ριζώνονται σε τόπους,
και όσα αγάπες δεν ξυπνήσαν πουθενά
κι όσα πουθενά δεν ηύρανε πελάτες!
Και είμαι ο σφυροκόπος που ξαφνίζει
και τρομάζει και μακραίνει·
όπου μαλακώτατη η δουλειά
θα ’βγαινε απ’ τον άλλο τον τεχνίτη,
της φυσά η πνοή μου της δουλειάς
κάτι βάρβαρο και αδούλευτο,
πιο τραχύ από το γρανίτη.
Κι όπου ο άνθρωπος προσμένει
να το πιάσει με τα χέρια του απ’ τα χέρια μου
πλάσμα ασάλευτο και στέρεο και σκληρό,
άθελα του φέρνω με τα χέρια μου
μια ψυχούλα, μιαν αχτίδα, έναν αφρό.
Κι όταν είδα να ξεφεύγουν ένας ένας
όλοι όσοι σταθήκανε και πρόσμεναν,
απ’ αδέρφια κι από αλλόφυλους χορός,
πίσω, πλάι μου και μπροστά μου
κάτι καλοπρόσδεχτο απ’ τη μαστοριά μου,
κι όταν πάλε κι όταν είδα εγώ πως ήμουν
τ’ άκαρπο δεντρί,
μήτε το ’βαλα κατάκαρδα,
μήτε το παινεύτηκα·
νέα στο νου μου φύτρωσε βουλή·
το σφυρί πετώ, και στο καμίνι
σβήνω τη φωτιά·
κι άδραξα το γύφτικο ζουρνά,
και παντού μ’ ακούσαν και μ’ αγνάντεψαν
τόποι και λαοί
λαλητή.
Έλληνες ειδωλολάτρες
και Μακεδονίτες χριστιανοί,
Ασπροθαλασσίτες ναύτες,
ρωμιογέννητοι Οσμανοί·
και της Μάλτας καβαλιέροι, Φράγκοι
Σταυροφόροι, Βενετσάνοι, Καταλάνοι,
Τούρκοι, Αρμένηδες, και Σλάβοι και Αλαμάνοι
και Κουρσάροι από τ’ Αλγέρι·
Μανιχαίοι αφορισμένοι,
και στρατιώτες και απελάτες
και του Ολύμπου αρματωλοί,
κι όσα παλληκάρια σπέρνει
Βοριάς, Δύση, Ανατολή·
Βεδουΐνοι από την έρημο, αμιράδες
από τα καστέλια της Συριάς,
και βαρώνοι Λογγοβάρδοι,
Βάραγγοι, βογιάροι, μάγιστροι,
χρυσαητοί της αρχοντιάς.
Aπ’ τα δασερά βουργάρικα ντερβένια,
μες από της Θράκης τις βαλανιδιές,
μες από του Ταύρου τους κεδρώνες
κι απ’ τα λιόφυτα ασημένια της Αθήνας,
κι από τις πολίτικες κιτριές·
κι ύστερα των όχλων τα ξαφρίσματα,
κι ύστερα όλα της ζωής τ’ αποκαΐδια,
των κακούργων τα μαχαίρια
και των πονηρών τα φίδια·
από ταπιφράγκα και από κάτεργα,
και από στέπες και από τέντες
τα μολέματα της χώρας, και τ’ αγρίμια
της σπηλιάς, και της κρεμάλας οι λεβέντες!
Όλοι στάθηκαν εμπρός μου,
γαυριασμένοι, αβάσταγοι, σκληροί,
με του χαροκόπου το μεθύσι,
με την πολεμόχαρην ορμή.
Και όλοι με καλούσαν και με πρόσταζαν:
– Ταίριασε την, άξια, λαλητή,
με τα ξεφαντώματα μας
του ζουρνά σου τη φωνή!
Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια!
ούτε λάβρα, ούτε χιονιάς,
μήτε η μέρα, μήτε η νύχτα,
δε σας έκοβεν εσάς!
Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια!
πώς γιομίζαν από σας,
τα πορόλογγα, οι κλεισούρες,
το λιμάνι, ο μαχαλάς!
Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια!
πώς σας κύκλωνεν εσάς
μ’ ένα σάλαγο δαιμόνων
ο στριγγόβοος ο ζουρνάς!
Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια!
πώς με σέρνατε, και πώς
σας αρχίναε το τραγούδι
και σας σβούσε ο σκοτωμός!
Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια!
κάτω από την απέραντην αστροφεγγιά!
Και στα μοναστήρια και στα σπίτια,
στα καράβια και στα καπηλειά,
και στους πύργους που αλυσίδες αρματώνουν,
και τετράπλατοι που τράφοι τριγυρνούν
και στους πύργους που τρισεύγενες κυράδες
καρδιοκλέφτρες κυβερνούν,
και στου ρημαδιού τ’ αγκάθια,
και στο φέγγος που γεννά
πλάση ονείρου από αχάτη
στα ολογάληνα νερά!
Σ’ όλα αγνάντια, σ’ όλα μέσα
σκύλος, γύφτος λαλητής,
– παντού σ’ όλα ήμουν ο ξένος,
και ήμουν ο ξαγναντευτής.
Γύρω στων παθών τη λύσσα
ήμουν η γαλήνη εγώ,
και ήμουν η πνοή η καθάρια
μες στον ανακατωμό.
Άγγιχτ’, άυλα, θεία, σας απόλαψε
σαν εμένα άλλος κανείς,
ω παράδεισοι του πόθου
και ουρανοί της ηδονής;
Γύρω μου ξαδιάντροπα και ακόμα
σας ξανοίγω, απόκοτες, γυμνές,
να κολάζετε, ω λαγόνες,
να ρουφάτε, ω αγκαλιές!
Ω αγκαλιάσματα της πόρνης!
ω γυμνώματα! ω φιλιά!
ω της κόρης που ντροπιάζεται
δάκρυα και ξεφωνητά!
Μες στης φαντασίας μου τα τετράπλατα
εχωρέσατε κι αφήσατε
κάποια αχνάρια λαμπερά
μολυσμένα·
μες στης φαντασίας μου τα τετράπλατα
Όλυμποι και Τάρταρα, όλα χώρεσαν·
όμως η ψυχή μου είναι παρθένα.
Και μια μέρα μόνος βρέθηκα
έξω από το βούισμα του κόσμου·
σε μιας λίμνης άκρη, εγώ, ασυντρόφευτος,
μόνος, εγώ και ο εαυτός μου·
κι έβλεπα τα ολόστρωτα νερά,
και μαζί τα βάθια τα δικά μου,
κι άνθιζε άνθος μέσα στην καρδιά μου
πιό απαλό για να το πω καημό,
πιο βαθύ για να το κράξω έννοια·
και τριγύρω αχνό το δειλινό
την παιδούλαν ώρα κοίμιζε
σε αγκαλιά μενεξεδένια.
Και ήταν όλα ασάλευτα·
και οι λευκοί λωτοί οι απανωτοί
και ο ψηλόλιγνος ο καλαμιώνας,
άνθια, πολυτρίχια, και όλα,
μες στα βάθη σα να τα ’βλεπες
μιας λιγνοζωγράφιστης εικόνας.
Και όλα σώπαιναν ολότελα,
και ήταν η μεγάλη η σιωπή
της μεγάλης πλάσης που έσκυψε
κι έβαλε τ’ αυτί
για ν’ ακούσει το μεγάλο μυστικό
που δεν έχει ώς τώρα γρικηθεί.
Κι έξαφνα με σπρώχνει ο πειρασμός
τα ιερότατα να βρίσω,
και το σκούξιμο του γύφτικου ζουρνά,
μέσα του φυσώντας, να ξυπνήσω.
Και τη σκότωσα την άγια σιωπή
και το μέγα μυστικό της πάει και πάει
κι ανατρίχιασε κι η λίμνη, και όλα
γύρω μου και πλάι,
κι ο ήχος χύμησε σα δράκοντας
λάγνος προς την πλάση την παρθένα.
Αλλά εκεί που κακουργούσα με το στόμα μου,
μέσα μου η ψυχή μου εμένα
λαβωμένη βόγγηξεν, ωιμένα!
Κι ο ανθός που ανθούσε στην καρδιά μου
σάλεψε τα φύλλα τα γεράνια
σε υστερνή και δυνατή και μυστική
από δέηση μυρουδιά και από μετάνοια.
Κι ενώ ακόμα και ο στριγγόλαλος ζουρνάς
ξεπαρθένευε ξεσπώντας και χαλούσε,
έγειρα την όψη προς τη λίμνη
που θλιμμένα μου χαμογελούσε·
και είδα μέσα της το πρόσωπο του γύφτου
λαλητή
αλλασμένο και ογκωμένο και πλατύ
και πανάθλιο κι από την ασκήμια,
και ήτανε λαχάνιασμα και αγώνας
και άμοιαστη φοβέρα,
και δεν είχε αγαλματένιο τον ατάραχο
και δεν είχε το δικό του τον αέρα.
Το ζουρνά τον έκαμα συντρίμμια,
και τον πέταξα στο δρόμο.
Και ύστερα με είδαν οικοδόμο.
Όπου στέκαν καλυβόσπιτα,
χτίζεται παλάτι·
δώσ’ την πλάτη, δώσ’ τα χέρια σου,
Γύφτε ανώφελε, ακαμάτη.
Νά το αδούλευτο και τ’ άπλαστο,
νά, το μάρμαρο καλεί σε·
Γύφτε ανέγνοιαστε, κουβάλησε
και πελέκησε και χτίσε.
Χτίστης και οικοδόμος, έγειρα
το λαχανιασμένο στήθος·
απαλή πνοή από το χέρι μου
πήρε κι ο τραχύς ο λίθος.
Τ’ άχαρο κουφάρι σκέβρωσα
για να υψώσω μιά κολώνα·
γνώρισα των περισσόβαρων
ταιριασμάτων τον αγώνα,
και στ’ ανάερα τα σκαλώματα
με την αργατιά την άλλη,
σκόνταψα κι εγώ και τρίκλισα,
πάγωσε κι εμένα η ζάλη.
Έβαλα παντού το χέρι μου,
στων εβένων τα στρωσίδια,
στα κρυστάλλινα χωρίσματα,
στ’ ατσαλένια τα δεσίδια,
σε όλα. Και οι πετραδοπλούμιστες
απλωσιές των πατωμάτων
ώς τα ύψη που στολίζει τα
ο λαός των αγαλμάτων,
και οι μεγάλες πόρτες που φρουρούς
γρύπες έχουν και γοργόνες
για το διάβα σας, τετράπλατες
δόξες, άρματα, κορώνες,
και οι στοές οι πορφυρόστυλες
που σε βάθια από χρυσάφι
κάποιο αρχαίο γιγαντοπόλεμο
γύρω εκεί αναστήσανε ζωγράφοι·
και τα ολάνοιχτα παράθυρα
με τα σομακιά στεφάνια,
σε αναβρύσματα από χρώματα
κι από αχτίδες συντριβάνια
τη ματιάν αστραποφέρνοντας·
και τ’ αλάβαστρα, τα σμάλτα
και τα τείχη τα τετράπαχα,
(και όλα, ω Λόγε, αράδα βάλτα!)
Από πέτρα ή κέδρο ή σίδερο
το καθένα μετερίζι
ριζωμένο βαρυθέμελο,
το καθένα με γνωρίζει.
Όμως όλων τ’ άξιο ταίριασμα,
το παλάτι, ω σκλάβου χέρι!
‘γω δεν είμαι που το γέννησα,
δεν το ξέρω, δε με ξέρει.
Ώχου! εσύ παλάτι ακάμωτο,
ω σαράι μες στα σαράγια!
Σ’ ένα ελεύτερο παιγνίδισμα,
σε αστραπής ονειρομάγια,
εγώ μέσα μου το χάραξα,
μοναχός μου, μοναχός μου,
απ’ τα πιο ακριβά που δείχνονται
και που κρύβονται του κόσμου.
Ποιος λαός χτιστών ακούραστος,
και ποια πλάση δουλευτάδων,
των βουνών ω ζηλοφτόνιασμα
και ω καμάρι των πεδιάδων,
στο δικό μου αφεντοπρόστασμα
θα χυθεί για να σε υψώσει
μ’ ένα κοσμοπλάστην έρωτα
και με μια υπερτέλεια γνώση;
Ή αν ανθρώπου κόπος και βουλή
σέ είν’ ανήμπορη να κάμει, –
ποιος χορός μεγαλοδύναμος
από ξωτικές θα δράμει
μες στων θαλασσών το φρένιασμα
και στη λύσσα των κλυδώνων
σέ να θεμελιώσει ατράνταχτο
στους αιώνες των αιώνων;
(Και όταν ήρθαν και με σκόλασαν
με τους οικοδόμους οικοδόμο,
και όταν μου είπαν: «Γύφτε, τράβα δρόμο!»
Κι όταν τράβηξα ασυντρόφιαστος
το δικό μου δρόμο πάλι,
γνώρισα μια θλίψη μέσα μου,
θλίψη ασώπαστη μεγάλη!)