Ο διανομεύς του Χρόνου προς τους συνδρομητάς αυτού

Από Βικιθήκη
Ἡ Βάρβιτος
Συγγραφέας:
Ὁ διανομεὺς τοῦ Χρόνου πρὸς τοὺς συνδρομητὰς αὐτοῦ
Η Βάρβιτος, Αθήνα 1860


Ο ΔΙΑΝΟΜΕΥΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΑΣ ΑΥΤΟΥ.
(ά Ἰανουαρίου 1846.)

Σήμερον ὁ κόσμος ὅλος χαίρει, μειδιοῦν τὰ πάντα,
Τοῦ προτέρου λησμονοῦνται χρόνου τὰ πικρὰ συμβάντα
Καὶ ἀφ’ ὅλων τῶν στομάτων πίπτουν ὡς πυκναὶ νιφάδες,
Αἱ εὐχαὶ, αἱ εὐλογίαι, χιλιάδες μυριάδες.

Διὰ τί δὲ ὅλα ταῦτα; Ἐπειδὴ τῆς γῆς ἡ σφαῖρα
Νέαν τροχιὰν ἀρχίζει εἰς τὸν ἀχανῆ αἰθέρα,
κ\Κ’ ἐπ’ αὐτῆς ἡ ἀνθρωπότης, ὡς τοῦ μύθου ὸ Ἰξίων,
Παριστᾷ τὴν καταδίκην τὴν ὁποίαν λέγουν βίον.

Καὶ ἡμεῖς ἀκολουθοῦντες ἔθος σεβαστὸν, ἀρχαῖον,
Τὰς εὐχάς μας εἰς τὸ ἔτος δαψιλεύομεν τὸ νέον.
Σήμερον τὰ χείλη ἔχουν εὔφημα κ’ ἐκεῖνοι ὅσοι
Τὸν λοιπὸν δὲν παύουν χρόνον ὅλους νὰ μᾶς δυσφημῶσι.

Καὶ εὐχόμεθα μὲν πρῶτον εἰς τὴν φίλην νεολαίαν
Πόθον ἀρετῆς καὶ ζῆλον πρὸς τὴν δόξαν τὴν ἀρχαίαν,
Καὶ νὰ πράττωσιν ἐν ἔργοις ὅσα χρήσιμα μανθάνουν,
Ἐπειδὴ τὰ ἔθνη οὕτως εὐοδοῦνται καὶ αὐξάνουν.

Εἰς τοὺς γέροντας δὲ λέγω, εἴθε ὅμοιοι νὰ γείνουν
Μὲ τὰς δρῦς τὰς γηραλέας ὅσαι εἰς τὰ δάση φθίνουν.
Αὗται τὰ νεόφυτά των ἀπὸ τοὺς ἀνέμους σκέπουν,
Πλὴν ποτὲ τὴν αὔξησίν των δὲν φθονοῦν οὐδ’ ὑποβλέπουν.


Εἰς τοὺς ὅσοι ἀγαπῶσι τὴν ζωὴν ὑπὲρ τὰ ἄλλα
Εὔχομαι τὴν ἡλικίαν τοῦ ἀρχαίου Μαθουσάλα.
Εἰς τοὺς φίλους τοῦ χρυσίου, Πακτωλὸς χρυσοῦ νὰ ῥεύσῃ,
Κ’ ἐπ’ αὐτοῦ ἡ σιδηρᾶ των κιβωτὸς νὰ ἐπιπλεύσῃ.

Εἰς τῆς Θέμιδος τὰ τέκνα, καθαρὰς πρὸ πάντων χεῖρας,
Καὶ εἰς τοὺς λογίους τύχην καὶ ὀλιγωτέρους φθεῖρας.
Εἰς τοὺς δημοσιογράφους φρόνησιν περισσοτέραν,
Καὶ εἰς τοὺς συνδρομητάς των τὴν κοιλίαν εὐρυτέραν.

Εἰς τοὺς βουλευτὰς τοῦ ἔθνους, ὅμοιοι μὲ ἱερεῖα
Εὔχομαι μὴ ἀπομείνουν γλῶσσα μόνον καὶ κοιλία.
Καὶ εἰς τοὺς ὑποψηφίους ἄμεμπτον ἐπιτυχίαν,
Εἰδεμὴ τοῦ Παιδαρέτου τὴν σοφὴν μακροθυμίαν.

Τοὺς δὲ ὑπουργοὺς τοῦ κράτους τελευταίους παραλείπω,
Ἐπειδὴ πρὸς τούτους μέλλω σύντομον εὐχὴν νὰ εἴπω.
Εἴθε ὅμοια φρονοῦντες μὲ τὸν Περικλῆ ἐκεῖνον,
Εἰς τὸν νοῦν νὰ ἔχουν πάντα ὅτι Ἄρχουσιν Ἑλλήνων.