Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο Τελευταίος Παλαιολόγος

Από Βικιθήκη
Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ


—Τὸν εἶδες μὲ τὰ ’μάτια σου, γιαγιά, τὸν Βασιλέα,
ἢ μήπως καὶ σὲ ’φάνηκε, σὰν ὄνειρο, νὰ ’ποῦμε,
σὰν παραμῦθι τάχα;
—Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
πᾶ νὰ γενῶ ’κατὸ χρονῶ, κι’ ἀκόμα τὸ ’θυμοῦμαι,
σὰν νἄταν χτὲς μονάχα.

Στὴν Πόλη, στὴν Χρυσόπορτα, στὸν πύργον ἀπὸ κάτου,
εἶν’ ἕνα σπήλαιο πλατύ, ’στρωμένο σὰν παλάτι,
σὰν ἅγιο παρακκλῆσι.
Κανένας Τοῦρκος δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθῇ κοντά του,
κανεὶς τῆς σιδερόπορτας ναὑρῇ τὸ μονοπάτι,
νὰ πᾷ νὰ τὸ μηνύσῃ.

Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας ποὺ τὸ ’ξέρει,
περνᾷ ’π’ αὐτοῦ κρυφὰ κρυφὰ καὶ τὸν σταυρό του κάνει
μὲ φόβο καὶ μ’ ἐλπίδα.
Ἔτσι κι’ ἐγώ, βαστούμενη στὸ πατρικό μου χέρι,
ἐπῆγα καὶ ’προσκύνησα. Καὶ ἐδ’ αὐτοῦ μ’ ἐφάνη—
Ὄχι μ’ ἐφάνη! Εἶδα:

Μέσ’ στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ ἕν’ ἄστρο, σὰν λυχνάρι,
σὰν μία φλόγα μυστική ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἀναμμένη,
γαλάζια λάμψη χύνει.
Καὶ φέγγει τὴν λευκόχλωμη τοῦ Βασιλέως χάρη,
ποὺ μὲ κλεισμένα βλέφαρα ἐξαπλωμένος μένει
στὴν ἀργυρή του κλίνη.

—Ἀπέθανε, γιαγιά;—Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμᾶται,
κοιμᾶται μόνο! Τὴν χρυσὴ κορώνα στὸ κεφάλι,
τὸ σκῆπτρό του στὸ χέρι.
Καί, σὰν παλῃοί του σύντροφοι, πιστοί του παραστᾶται,
στὰ στήθη τ᾿ ὁ Σταυραετός, στὰ πόδια του προβάλλει
δικέφαλο ’Ξαφτέρι.

Ἐπάν’ ἀπ’ τὸ κεφάλι του, ἡ ἀσπίδα παραστέκει·
κι’ ἐκεῖ ποὺ τὸ χρυσόπλεκτο, τὸ ψηφωτὸ ζωνάρι
τὴν μέση του κατέχει,
σὰν ἀστραπὴ ’π’ ἀπέμεινε χωρὶς ἀστροπελέκι,
ζερβιά, ’ως κάτου κρέμεται τ’ ἀστραφτερὸ θηκάρι—
μέσα σπαθὶ δὲν ἔχει!

—Γιατί, γιαγιά; Ποῦ εἶναί το;—Βαμμένο μέσ’ στὸ αἷμα,
ἀκόμ’ ὡς τώρα ’βρίσκεται σ’ ἑνὸς ἀγγέλου χέρι,
στὸν οὐρανὸν ἐπάνου...
Ἤτανε τότε ποῦ ἡ Τουρκιὰ τὴν Πόλην ἐπολέμα.
Μέσα μία φούχτα ἐλεύθεροι, ἀπ’ ἔξω μύριο ἀσκέρι
οἱ σκλάβοι τοῦ Σουλτάνου.

Κι’ ὁ Μωχαμὲτ ὁ ἴδιος του πὰ στ’ ἄγριό του τ’ ἄτι
—Δός μου τῆς Πόλης τὰ κλειδιά! τοῦ Κωνσταντίνου κράζει,
καὶ τὸ σπαθί σου δός μου!
—Ἔλα καὶ πάρ’ τα! λέγ᾿ αὐτός τοῦ Τούρκου τοῦ μουχτάτη.
Ἐγὼ δὲν δίνω τίποτε! Τίποτ’, ἐνόσῳ βράζει
μία στάλλα γαῖμα ἐντός μου!—

Κι’ ἐπρόβαλαν τὰ λάβαρα, κι’ ἀρχίνησεν ἡ μάχη!
Σαράντα ’μέραις πολεμοῦν, σαράντα ’μερονύχτια
χτυπιοῦνται καὶ χτυποῦνε,
οἱ Τοῦρκοι σὰν τὰ κύματα κι’ οἱ Χριστιανοὶ σὰν βράχοι.
Κι’ οὔτε τῶν Φράγκων προδοσιαίς, οὔτε τῶν φλάρων δύχτια
τὸν Βασιλέα σειοῦνε.

Ἀπ’ ταὶς σαράντα κ’ ὕστερα Θεὸς τὸν παραγγέλλει:
—Γιὰ τοῦ λαοῦ τὰ κρίματα, εἶναι γραφτὸ νὰ γείνῃ,
προσκύνα τὸν Σουλτάνο!—
Μ’ αὐτός, τὸ χέρι στὸ σπαθί, πεισμόνεται· δὲν θέλει!
—Πρὶν ’μπρὸς σὲ Τοῦρκο τύραννο τὸ γόνατό μου κλίνῃ,
’πὲς κάλλιο ν’ ἀποθάνω!—

Ἔξ’ ἀπ’ τὸ κάστρο χύνεται μὲ σπάθα γυμνωμένη,
καὶ σφάζει Τούρκων ’κατοσταὶς κι᾿ Ἀγαρηνῶν χιλιάδες—
Ἐκεῖνος κι’ ὁ στρατός του.
Μὰ ἦτ᾿ ὀλίγος ὁ στρατός, κι’ οἱ πρῶτοι λαβωμένοι!
Ἔπεσαν τ’ ἀρχοντόπουλα ἔφυγαν οἱ Ῥηγάδες,
κι’ ἀπέμεινεν ἀτός του.

Ὅσο τὸν ζώνουν τὰ σκυλιά, τόσο χτυπᾷ καὶ σφάζει,
σὰν πληγωμένος λέοντας, σὰν τίγρη τῆς ἐρήμου,
ποῦ τὰ παιδιά της σκώσουν.
Μὰ ’κεῖ τοῦ πέφτει τ’ ἄλογο! Καὶ πέφτ’ αὐτὸς καὶ κράζει:
—Δὲν ’βρίσκετ’ ἕνας Χριστιανὸς νὰ πάρ’ τὴν κεφαλή μου,
πρὶν πᾶν καὶ μὲ σκλαβώσουν;—

Μιὰ τρίχα, καὶ τὸν ’σκότωνεν Ἀράπικη λεπίδα!
Μὰ δὲν τὸ ἤθελ’ ὁ Θεός. Δὲν ἤθελε ν’ ἀφήσῃ
τῶν Χριστιανῶν τὸ Γένος
αἰώνια δίχως βασιλειά κι’ ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα.
Γι’ αὐτὸ προστάζ’ ἕν’ ἄγγελο νὰ πᾷ νὰ τὸν βοθήσῃ,
σὰν ἦταν κυκλωμένος.

Κι’ αὐτὸς τὸν Μαῦρο λακπατᾷ, τὸν Βασιλὲ γλυτόνει·
τὸ κοφτερό του τὸ σπαθί τοῦ παίρν’ ἀπὸ τὸ χέρι,
τοὺς Τούρκους διασκορπίζει.
Πὰ στὰ λευκά του τὰ φτερὰ τὸν Βασιλέα σκόνει,
μέσ’ στὸ πλατὺ τὸ σπήλαιο, ποὺ σ’ εἶπα, τόνε φέρει,
κι’ ἐκεῖ τόνε κοιμίζει.

—Καὶ τώρα πιὰ δὲν εἰμπορεῖ, γιαγιάκα, νὰ ξυπνήσῃ;
—Ὢ, βέβαια! Καιροὺς καιροὺς, σηκόνει τὸ κεφάλι,
στὸν ὕπνο τὸν βαθύ του,
καὶ βλέπ’ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὤχ’ ὁ Θεὸς ὁρίσει,
καὶ βλέπ’ ἂν ἦρθ᾿ ὁ ἄγγελος γιὰ νὰ τοῦ φέρῃ πάλι
τὸ κοφτερὸ σπαθί του.

—Καὶ θἄρθῃ, ναί, γιαγιάκα μου;—Θἄρθῇ, παιδί μου, θἄρθῃ.
Καὶ ὅταν ἔρθῃ, τὶ χαρὰ στὴν γῆ στὴν οἰκουμένη,
σ’ ὅποιους θὰ ζοῦνε τότε!
Διπλὸ τριπλὸ θὰ πάρουμεν αὐτὸ ποῦ μᾶς ἐπάρθη,
κι’ ἡ Πόλη, κι’ ἡ Ἁγιάσοφιὰ δική μας θενὰ γένῃ.
—Πότε, γιαγιά μου; Πότε;

—Ὅταν τρανέψῃς, γυιόκα μου, κι’ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά, σὺ κι’ ὅλ᾿ ἡ νεολαία,
νὰ σώσετε τὴν χώρα—
Τότε θὲνἄρθ’ ὁ ἄγγελος κι’ ἀγγελικαὶ δυνάμεις,
νὰ ’μβοῦνε, νὰ ’ξυπνήσουνε, νὰ ποῦν στὸν Βασιλέα
πῶς ἦλθε πιά ἡ ὥρα!

Κι’ ὁ Βασιλὲς θὰ σηκωθῇ τὴν σπάθα του θὰ δράξῃ,
καί, στρατηγός σας, θενὰ ’μβῇ στὸ πρῶτο του βασίλειο
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα χτύπα, θὰ τὸν πᾷ μακρὰ νὰ τὸν πετάξῃ,
πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά, καὶ πίσ’ ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποῦ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!