Νάλας και Νταμαγιάντη
Νάλας και Νταμαγιάντη Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης |
Απόσπασμα από το ινδικό έπος «Μαχαμπχαράτα». |
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Ἄρχος ἐστάθη μ’ ὄνομα Νάλας, τοῦ Βιρασαίνα
γιὸς δυνατὸς ὁλόπλουμος παινέδια ζηλεμένα,
ὡραῖος, μαθὸς ἀπ’ ἄλογα· στὴν κορυφὴ τὴν πρώτη,
σὰν τῶ θεῶν ὁ ἐξουσιαστής, σὰν ἥλιος στὴ λαµπρότη,
ἔστεκε ἀπ’ ὅλους πλιὸ ψηλὰ τοὺς ἀνθρωπορηγάδες, 5
θεοφοβούμενος σοφὸς στοὺς Βαῖντες, στοὺς Νισχιάντχες
δυνάστης, φίλος τῶ ζαριῶ, μεγάλος στρατοκράτης,
ἥρωας, ἀληθινόλογος, εὐγενικός, προστάτης,
ποῦ ἀντρῶ μαζὶ καὶ γυναικῶν τὸν ἐποθοῦσαν µάτια,
καὶ γνωστικὰ χαλίνονε τὲς αἴστησες μ’ ἐγκράτεια. 10
Σαγιττευτὴς δὲ στάθηκε σὰν κείνονε πιτήδειος,
κι’ ὁλόθολος ἐφάνταζε σὰν ὁ Μανοὺς ὁ ἴδιος.
Καὶ στοὺς Βιντάρμπχες ἤρωα παντάγαθον, τὸ Μπχίμα,
εἶχαν, ποῦ ὁ φριχτοδύναµος κλήρα νὰ ἰδεῖ πεθύμα,
κι’ ἄκλερος πολυφρόντιζε παιδιὰ νὰ ἰδεῖ δικά του. 15
Κ’ ἕνας µάντης Γιουντχίστχιρα, Ντάμανας τὄνομά του,
στοῦ Μπχίμα ἐπῆε, ποῦ ξέροντας τὸ χρέος του, ὦ βασιλέα
τῶ βασιλέων, ἑφίλεψε τὸν τρίλαµπρο γενναῖα,
ὁ τεκνοποδοπλάνταχτος μὲ τὴ βασίλισσά του.
Κ’ ἔδωσε ὁ Ντάµανας σ’ αὐτὸν καὶ στὴ συντρόφισσά του, 20
καλοθελήτης, χάρισμα μιὰ κορασιὰ πετράδι
κι’ ἀγόρια ὁ µεγαλόδοξος, τρία μὲ χωρὶς ψεγάδι:
τὴ Νταμαγιάντη τοὔδωκε, τὸ Ντάντα καὶ τὸ Ντάµα,
καὶ τὸν τρίλαµπρο Ντάμανα, παντάγαθους κι’ ἀντάμα
φριχτούς, ναί, φριχτοδύναµους μὰ ἡ λυγεροµεσάτη 25
ἡ Νταμαγιάντη μ’ ὠμορφιά, μὲ νειότης γλύκα ἀφράτη,
μὲ δόξας φεγγοαγάλλιαση, μὲ καλομοίρας χάρη,
τοῦ κόσμου ἐγίνηκε ὁλουνοῦ τὸ βλογητὸ καμάρι.
Ὅντας ἀκρομεγάλωσε, σὰ στὴ θεὰ τὴ Σάτση,
τριγύρω της ἐπήγαινε μιὰ κατοστὴ νὰ κάτσει, 30
στολιδοφόρες δοῦλες της, καὶ φιλενάδες ἄλλη
μιὰ κατοστή· μὰ ἀνάμεσα σὲ τοῦτες ἂν προβάλει,
ἡ Μπχιμοπούλα λάμπει σὰν τὴν ἀστραπὴ ποῦ βγαίνει
ἀπὸ τὸ βροχοσύγνεφο, τέλεια ἄσφαλτα πλασμένη
κι’ ἀληθινὰ πεντάµορφη καὶ μ’ ὅλα τὰ στολίδια, 35
μακρουλομάτα σὰν τὴ Σρή, σωστὸ στολίδι ἡ ἴδια.
Δὲ φάνηκε οὐδ’ ἀκούστηκε πρὶ στῶ Θεῶν τοὺς τόπους,
μηδὲ στοὺς Γιάξχιους πουθενά, μηδὲ καὶ στοὺς ἀνθρώπους,
παρθένα μὲ τρισέµνοστο, σὰν τὸ δικό της σῶμα,
φρενοζαλίστρα, πάγκαλη καὶ τῶ θεῶν ἀκόμα. 40
Στὴ γῆς ὀ Νάλας ἅμοιαστος, τίγρης στὴν ἀντρειοσύνη,
πατόκορφα ἁπαράλλαχτος μὲ τὸν Καντάρπα ἐγίνη.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ θαμασμὸ τὸ Νάλα ἐπαίνευάν της
κι’ ἄλλοι τοῦ Νάλα ἀράδιαζαν μάγια τῆς Νταμαγιάντης.
Καὶ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου ἀδιάκοπα μαθαίνοντας τὲς χάρες, 45
μέσα στοὺς δύο τους φύτρωσαν τοῦ ἀθώρητου οἱ λαχτάρες,
κι’ ὅλο ἔρριχναν, τῆς Κούντης γιέ, φυντάνια πλιὸ μεγάλα.
Τότες τὸν ἔρωτα ἡ καρδιὰ δὲν βάσταε πιὰ τοῦ Νάλα,
κ’ ἐπῆε κρυφὰ στὸ ἐρημικὸ ρουμάνι ποῦ ἦταν πλάγι
πλάγι μὲ τῶν βασιλικῶν κυράδων τὸ σεράγι. 50
Κ’ εἶδε μαλαμοπλούμιστους κύκνους μὲς τὸ ρουμάνι,
κ’ ἕνα ἀπὸ τὰ πετούμενα ποῦ ἐκεῖ τριγύρναε πιάνει.
Κι’ ὁ ἀγεροπέτης μίλησε τοῦ Νάλα: «Ἂς μὴν πεθάνω,
ρήγα, ἀπ’ τὸ χέρι σου κ’ εγὼ μιὰ χάρη θὰ σοῦ κάνω:
στὴ Νταμαγιάντη ὀμπρὸς θὰ πῶ τέτοιο καλὸ γιὰ σέναν, 55
ποῦ, ὦ Νισχιαντχίτη, ὄξω ἀπὸ σὲ νὰ μὴν ψηφᾶ κανέναν.»
Κι’ ὁ βασιληᾶς ξαπόλυσε τὸν κύκνο αὐτὰ γρικῶντας,
καὶ στοὺς Βιντάρμπχες τὰ πουλιὰ τότες ἐπῆαν πετῶντας.
Κι’ ἅμα στὴ χώρα φτάσανε τῶ Βινταρμπχῶ, ζυγῶσαν
τὴ Νταμαγιάντη καὶ σ’ αὐτὴν ὁλόγυρα ἐσκαλῶσαν. 60
Εἶδε τὸ κούντουμο, κ’ εὐτὺς ἡ κόρη ἀνανοήθη
τὸ θαυμαστό τους φάνταγμα, κι’ ἀπὸ τὴ μέση ἐχύθη
τῶ φιλενάδων της, χαρὰ γεμάτη κι’ ὁλη βιάση,
ἕνα ἀπὸ τὰ χρυσόφτερα πετούμενα νὰ πιάσει.
Μόν κεῖνα ἐσκόρπισαν παντοῦ μὲς τὸν ἀνθοδεντρῶνα, 65
καὶ οἱ κορασιὲς τὰ ξάτρεχαν, ἡ κάθε μιὰ κι’ ἀπὤνα,
μὰ σ’ ὅποιον κύκνο ἐξάμονε ν’ ἀδράξει ἡ Μπχιμοπούλα,
τῆς ἐμιλοῦσε βγάνοντας ἀνθρωπινὴ φωνούλα:
«Ὦ Νταμαγιάντη, Νάλα λὲν τὸν ἄρχο στοὺς Νισχιάντχες,
ποῦ τῶ δυονῶν ἔχει Ἄσβινων μαζὶ τὲς ὀμορφάδες, 70
κι’ ἄνθρωπος δὲν εἶν’ ὅμοιος του· τούτου ἂ γενόσουν ταῖρι
πλουσίους ὡρηόχρωμη καρποὺς ἡ ζήση ἤθα σοῦ φέρει,
πάμπλουτους, λυγερόκορμη, τούτη ἡ ὀμορφιά σου! Ἀλήθεια,
θεούς, Γκαντχάρβες εἴδαμε κι’ ὀφιοδαιμόνια πλήθια,
εἴδαμε ἀνθρώπους, Ράξχιασες, μὰ νἆχε τέτοιο κάλλος 75
δὲ μᾶς ἐξαναφάνηκε ποτὲ κανένας ἄλλος.
Ὅπως ἐσὺ τῶ γυναικῶν εἶσαι μαργαριτάρι,
κι’ ὁ Νάλας εἶναι τῶν ἀντρῶν τὸ κάλλιο παλληκάρι·
ὁ ἀπ’ ὅλους διαλεχτότερος, θἆχε περίσσια χάρη,
κ’ ἡ ἀπ’ ὅλες διαλεχτότερη, νὰ κάνατε ζευγάρι.» 80
Κ’ ἡ Νταμαγιάντη ἅμ’ ἄκουσε, λαοδυνάστη, τοῦτα,
λέει τοῦ χρυσόκυκνου: «Ἔτσι καὶ τοῦ Νάλα λέγε τού τα!»
Κι’ ἀπάντησε ὁ αὐγογέννητος: «Ναί!» στὴ Βινταρμπχοπούλα,
καὶ στοὺς Νισχιάντχες γυριστὸς τἆπε τοῦ Νάλα οὗλα.
Μὰ ἡ Νταμαγιάντη ἀκούσαντας τὴ συντυχιὰν ἐκείνη
τοῦ κύκνου, ὦ γιὲ τοῦ Μπχάρατα, σὲ λόγου της νὰ μείνει
δὲ μπόρειε ὁ νοῦς της κ’ ἔπαιρνε τὸ Νάλα τὸ κατόπι,
κ’ ἦρθε σὲ πικροσυλλογή, τὸ χρῶμα της ἐκόπη,
ἀχάμνησε, ἀναστέναξε, μ’ ἔγνοια τἀψήλου ἐθώρει, 5
σὰν ξέφρενη, ἄχνιζε ἄξαφνα, τοῦ πόθου σκλάβα ἡ κόρη.
Κοιτάμενη, καθούμενη φχαρίστηση δὲ βρίσκει
καὶ μέρα νύχτα νηστικιά, ξάγρυπνη κλαίοντας μνήσκει.
Καὶ βάχ! βογγᾷ, καὶ πάλε βάχ! ὡς ποῦ τἀνανοηθῆκαν
οἱ φίλες πῶς τὰ κάλλη της ἐψυχομαραθῆκαν· 10
καὶ ἀνήμπορη ἐγνωρίσαν την· καί, ἀντράρχη, τὸ κατάντι
λὲν τοῦ Βινταρμπχοκράτορα πὦβρε τὴ Νταμαγιάντη.
Κι’ ἀπὸ τὲς συνανάθροφες τῆς Νταμαγιάντης ἅμα
τὄμαθε ὁ κύριος τῶν ἀντρῶν ὁ Μπχίμας, μέγα πρᾶμα
τοῦ ἐφάνη γιὰ τὸ τέκνο του: «Γιατί, γιατὶ σὰν ὄχι 15
καλή, περίκαλη θωριὰ σήμερα ἡ κόρη μὤχει;»
Καὶ ὁ φυλακάτωρας τῆς γῆς τὴ θυγατέρα βλέπει
ποὖναι ὥριμη γιὰ παντρειὰ καὶ ἀπείκασε πῶς πρέπει
νὰ γένει εὐτὺς ὁ γιορτασμὸς τῆς ἀντροδιαλεξιᾶς της.
Καὶ κάλεσμα διαλάλησεν ὁλοῦθε ὁ λαοδυνάστης, 20
κυρίαρχε, στοὺς φύλακες τῆς γῆς: «Ἀντρειεμένοι,
γι’ αὐτὴν τὴν ἀντροδιαλεξιὰ χαρὰ μεγάλη ἂς γένει!»
Κι’ ὅλοι οἱ μονάρχες ἄκουσαν τὴ διάτα γιὰ τὴν κρίση
τῆς Νταμαγιὰντης καὶ καθὼς ὁ Μπχίμας εἶχε ὁρίσει,
στοῦ Μπχίμα τότες ἤρθανε νὰ σμίξουν τὰ ρηγάτα 25
μ’ ἐλεφανταλογοαμαξιῶν ἀχὸ καὶ μὲ φουσάτα
παρδαλοστεφανόπλουμα, θεωρητικὰ καὶ πλοῦσα,
ὅλην τὴ γῆς γεμίζοντας τὴ θησαυροκρατοῦσα.
Κ’ ἐμεῖναν οἱ τρανόκαρδοι στοῦ μακροχέρη Μπχίμα,
ποῦ τοὺς ἐκαλοσκάμνισε κι’ ἀντάξια τοὺς ἐτίμα. 30
Ἀράδα καὶ δυὸ ρίσχιδες μὲ νόησις μεγαλότη,
ποῦ ἐταξιδεύανε στὴ γῆς, μὲς στοὺς θεοὺς οἱ πρῶτοι,
ὁ Νάραντας κι’ ὁ Πάρβατας, κ’ ἐδῶθε ἐγέρναν πάλι
στοῦ Ἴντρα τὴν παράδεισο, στὴν ἄσκηση μεγάλοι,
μεγάλοι στὴ σοφία τους, δόξες τιμὲς γεμάτοι, 35
στοῦ βασιλέα τῶ θεῶν ἐμπῆκαν τὸ παλάτι.
Καὶ σὰν τοὺς καλωσώρισε μ’ εὐλάβεια ὁ Ἀφέντης πρῶτα,
ἡ ὑγεία τους ἡ ἀκατάλυτη πῶς εἶναι τοὺς ἐρώτα,
ὁ Χαριστής, καὶ ἡ πόρεψη, ποῦ ἡ χρεία της δὲν ὑπάρχει.
Ὁ Νάραντας εἶπε:
«Κ’ ἡ ὑγεία μας τέλεια εἶναι, θεέ, κι’ ὅλης τῆς γῆς μονάρχη, 40
καὶ οἱ ἄρχοντες, ὦ Χαριστή, χαίρονται, Ἀφέντη, ὑγεία.»
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Ἅμα ἄκουσε τοῦ Νάραντα τούτην τὴν ὁμιλία,
ὁ φονευτὴς τοὺς ρώτησε τοῦ Μπάλα καὶ τοῦ Βρίτρα:
«Οἱ χρεογνῶστες, φύλακες τῆς γῆς, ποῦ μ’ ἀψηφήτρα
ζωῆς καρδιὰ στὸν πόλεμο τὸ θάνατο ἀγναντεύουν, 45
σὰν πρέπει, μ’ ἄρματα χωρὶς τὴν ὄψη νὰ σαλεύουν,—
(καθὼς δική μου ἡ ἀθάνατη τούτη παράδεισό ’ναι,
ἔτσι εἶναι ἡ Ποθογάλατη δική τους κ’ ἐκεινῶνε)—
ποῦ ’ναι οἱ πολέμαρχοι λοιπόν; τὰ μάτια μου δὲ βλέπουν
τοὺς ἀντρειωμένους κείνους πλιά, ποῦ τὰ βασίλεια σκέπουν, 50
νἄρχονται ἐδὼ πολυάκριβοι σ’ ἐμὲ μουσαφιρέοι.»
Εἶπε ὁ Ὀσκυρὸς κι’ ὁ Νάραντας ἀπόκριση τοῦ λέει
«Ἄκου ἀπὸ μένα, Χαριστή, γιατὶ δὲν ξαναεῖδες
ἐσὺ τοὺς χωροκράτορες. Τῆς γῆς τὲς κορασίδες
ὅλες ἡ πολυφούμιστη Βινταρμπχορηγοκόρη, 55
ἡ Νταμαγιάντη, ἔτσι τὴ λέν, τὲς ξεπερνᾶ στὸ θῶρι.
Αὐτῆς ἡ γαμπροδιαλεξιὰ θὰ γένει ὅπου καὶ νἆναι,
ἐκεῖ ρηγάδες, Ἰσκυρέ, ρηγόπουλα ἐκεῖ πᾶνε.
Ὅλοι οἱ δυνάστες νὰ χαροῦν ποθοῦν τὴ Νταμαγιάντη,
ὦ Μπάλα-βρίτρο-φονευτή, τοῦ κόσμου τὸ διαμάντι.» 60
Μὰ ἡ συντυχιὰ δὲν ἔσωσε κι’ ἀπὸ τοὺς ἀθανάτους,
οἱ κάλλιστοι ἦρθαν, ἔχοντας τὸν Ἄγκνη ἀνάμεσά τους,
τοῦ κόσμου οἱ φυλακάτορες στὸ θεοβασιλέα,
καὶ τὰ μεγάλα ἅμα ἄκουσαν τοῦ Νάραντα τὰ νέα,
χαρούμενοι εἶπαν ὅλοι: «Ἐμπρός, κ’ ἐμεῖς πηγαινουμέτε!» 65
Καὶ στοὺς Βιντάρμπχες ὅλη τους ἡ συντροφιά πετιέται,
στ’ ἀμάξια τους καὶ ἀκόλουθοι τοὺς ἐξεπροβοδούσαν,
μεγάλε ρήγα, ὅπου τῆς γῆς ὅλοι οἱ ἄρχοντες κινοῦσαν.
Κι’ ὅταν ὁ ρήγας Νάλας, γιέ τῃς Κούντης, πῶς θὰ γένει
ρηγάδω μάζωξη ἄκουσε, καλόκαρδος πηγαίνει 70
κ’ ἐκεῖνος, ποὖχε ὁλόψυχα ταχτεῖ στὴ Νταμαγιάντη.
Ξανοίγουν τότες οἱ θεοὶ τὸ Νάλα ὀρθὸν ἀγνάντι,
στητὸν ἀπάνω στ’ ἅπλωμα τῆς γῆς μὲ τέλεια μία,
σὰ σύγκορμου τοῦ Μάνματχα, καλόπλαστη θεωρία.
Κ’ ἰδόντας τον, ποῦ ξάστραφτε σὰν ἥλιος, σταματῆσαν 75
οἱ κοσμοφύλακες κι’ ὀμπρὸς στὰ κάλλη του ἐσαστίσαν,
ξεστοχημένοι κ’ ἔχοντας ἀνάερα βαστάξει
καθένας τους, ὦ βασιληᾶ, τὸ φτερωτό του ἁμάξι,
εἶπαν οἱ οὐρανοκάτοικοι τοῦ Νάλα, ἀπ’ τὴν πλατέα
τοῦ αἰθέρα χαμηλόνοντας: «Ρηγάδω βασιλέα, 80
αἴ, Νάλα, κάλλιε τῶν ἀντρῶν, ἡ ἀλήθεια τάμα σου εἶναι,
κάμε μας ἕνα θέλημα καὶ μηνυτής μας γίνε.»
Στὸν ὁρισμό τους λέγοντας: «Ναί, θὰ τὸ κάμω» στρέγει
ὁ Νάλας κ’ ἔπειτα, ὦ βλαστὲ τοῦ Μπχάρατα, τοὺς λέγει
μὲ σεβασμὸ σιμόνοντας καὶ τὲς βαθουλωμένες
μία μὲ τὴν ἄλλη σμίγοντας παλάμες σηκωμένες:
«Ποιοὶ εἶστε ἐσεῖς; καὶ ποθητὸς τίνος ἐγὼ θὰ γίνω 5
μαντατοφόρος; καὶ σὰν τί θέλημα νἆναι ἐκεῖνο
ποῦ θὰ σᾶς κάμω; ἀληθινὰ ξηγῆστε μου!» Ἐμιλήθη
ἔτσι ἀπ’ τὸ Νάλα ὁ Χαριστὴς καὶ αὐτὰ τοῦ ἀπηλογήθη:
«Γνωρίστε ἀθάνατους ἐμᾶς, κ’ αἰτία πῶς εἶναι μάθε
ἡ Νταμαγιάντη, ποῦ ὅλοι μας ἤρθαμε ἐδῶ ψηλάθε. 10
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἴντρας, τοῦτος εἶν’ ὁ Ἄγκνης καὶ κοντά μας
ὁ κύρης εἶναι τῶν νερῶν, εἶν’, ἄρχοντα, καὶ ὁ Γιάμας
ἐτοῦτος, τῶν ἀνθρώπινων κορμιῶν ὁ καταλύτης.
Τῆς Νταμαγιάντης πὲς λοιπὸν ἐσὺ πῶς πρὸς ἰδεῖ της
οἱ φύλακες ἐρχόμαστε τοῦ κόσμου κι’ ὁδηγᾶ μας 15
ὁ Ἴντρας· πές της: «ὁ Ἰσκυρός, ὁ Βάρουνας, ὁ Γιάμας
καὶ ὁ Ἄγκνης ὅλοι ὀρέγονται καὶ λαχταροῦν ἐσέναν,
ἄντρα σου ἀπὸ τοὺς τέσσερους ἐσὺ ξεδιάλεξε ἕναν!»
Εἶπε ὁ Ἰσκυρός, κ’ ἐνόνοντας παλάμη μὲ παλάμη
ἔκρινε ὁ Νάλας: «Ἄμποτες ἡ χάρη σας νὰ κάμει 20
ἐμένα, ποὖρθα ὅ,τι καὶ σεῖς γιὰ λόγου μου ζητῶντας,
νὰ μὴ μὲ στείλετε· καὶ πῶς ὁ ἴδιος ἀγαπῶντας
ἄθρωπος γι’ ἄλλονε μπορεῖ παρόμοια νὰ μιλήσει
τῆς ποθητῆς του; ἡ χάρη σας γι’ αὐτὸ ἄς μὲ συμπαθήσει,
ὦ ἐσεῖς μεγαλοκράτορες.» 25
Οἱ θεοὶ εἶπαν:
«Μᾶς ἔταξες πολλιώρα.»
«Ναί, θὰ τὸ κάμω!» πῶς ἐσὺ δὲ θὰ τὸ κάμεις τώρα;
Ὦ Νισχιαντχίτη, μὲ χωρὶς ὀργοπορία ξεκίνα.»
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Καὶ ο Νάλας πάλε στῶ θεῶν τὰ λόγια ἀπάνταε κεῖνα:
«Νἄμπω πῶς δύναμαι; καλὰ φυλάγουν τὸ σεράγι!»
«Θἄμπεις» ξανάειπε του ὁ Ἰσκυρὸς «ὅποιος καὶ ἂν τὸ φυλάγει.» 30
Λέγοντας: «Ναὶ» στὴν κατοικιὰ τῆς Νταμαγιάντης μπῆκε,
κι’ αὐτοῦ τὴν κόρη τοῦ ρηγὸς τῶ Βινταρμπχῶν εὑρῆκε,
ποῦ τὴν περιτρυγίριζαν ἀσκέρι οἱ φιλενάδες
καὶ θᾶμα ἐφέγγαν, τοῦ ὤμορφου κορμιοῦ της οἱ λαμπράδες,
τέλεια ἁπαλὴ καὶ λυγερὴ καὶ μὲ ματιώνε γλύκα, 35
λὲς πῶς μὲ τ’ ἀντιλάρισμα καὶ τὸ φεγγάρι ἐνίκα.
Χαμογελάστραφτε· κι’ ἀυτὸς θωρᾶ την καὶ πληθαίνει
μέσα του ὁ πόθος, μὰ πιστὸς στὸ τάξιμό του μένει
καὶ κρύβει τὴν ἀγάπη του· κι’ ὅταν κι’ ἐκεῖνες εἶδαν
τὸ Νισχιαντχίτη οἱ ὀμορφονιὲς ξιππάστηκαν κ’ ἐπήδαν, 40
οὗθε ἐκαθόνταν, ἀπ’ τὸ φῶς τοῦ Νάλα γητεμένες
παινεύαν τον πασίχαρες, περίσσα θιαμαγμένες,
καὶ μέσα τους δοξάζαν τον ἀμίλητες: ὦ χάρη,
ὦ κάλλη, ὁ μεγαλόκαρδος, ὦ λεβεντιᾶς καμάρι!
Ποιὸς νἆναι τοῦτος; ἄσφαλτα θεός, Γκαντχάρβας θἆναι 45
ἢ Γιάξχιας·» μὰ μιλιὰ νὰ ποῦν καθόλου δὲν κοτᾶνε,
σκλάβες πανώριες, ντροπαλὲς στὴ λάμψη του ἀποκάτου.
Κι’ ὁ Νάλας τῆς χαμογελᾶ κι’ αὐτὴ χαμογελᾶ του
ἡ Νταμαγιάντη στατικιὰ καὶ τἀντρειωμένου κρένει:
«Ὁλότελα ἀψεγάδιαστε, ποιὸς εἶσαι σὺ ποῦ ἀξαίνει 50
θωρῶντας σε ἡ λαχτάρα μου; σὺ θέλω νὰ μοῦ μάθεις,
ἥρωα, ποῦ σὰν ἀθάνατος, πάναγνε, ἐμπρός μου ἐστάθης,
πῶς ἦρθες; πῶς δὲ σ’ εἴδανε; φυλᾶν τὰ γυναιτίκια,
κ’ εἶναι τοῦ ρήγα οἱ διαταγές μὲ δίχως ἐπιείκια.»
Κι’ ἀπάντα, ἀπὸ τὴν κορασιὰ τοῦ Μπχίμα μιλημένος: 55
«Ὁ Νάλας εἶμαι, μάθε το, καλή, καὶ θεοσταλμένος
ἔρχομαι ἐδὼ προξενητής· ταῖρι οἱ θεοὶ νὰ σ’ ἔχουν,
ὁ Ἴντρας, ὁ Ἄγκνης, ὁ Βάρουνας κι’ ὁ Γιάμας ἀπαντέχουν·
ἄντρα ἀπὸ τούτους τοὺς θεοὺς, λαμπρή, ξεδιαλεγόσουν,
αὐτοὶ βολέψανε νὰ μπῶ κι’ ἄλλοι νὰ μὴ μὲ νοιώσουν· 60
δὲ μ’ εἶδε οὐδὲ μ’ ἐμπόδισε κανεὶς νὰ μπῶ ἐδὼ μέσα,
γι’ αὐτὸ μ’ ἐστεῖλαν τῶ θεῶν οἱ κάλλιστοι, ὦ κουρτέσα.
Τώρα ποὺ ἐσὺ πλιὰ τούτη μου τὴν προξενιὰ γνωρίζεις,
ὅπως, ὦ καλορίζικη, σοῦ ἀρέσει ἀποφασίζεις.»
Καὶ τοὺς θεοὺς βλογήσαντας τὤλεγε αὐτὴ κ’ ἐγέλα:
«Κοντά μου τὴν ἀγάπη σου νὰ φανερώσεις ἔλα
ξέθαρρα, ὦ ρήγα, τί γιὰ σὲ νὰ κάμω; ἐγὼ καὶ τοῦτος,
ὅσος δικός μου βρίσκεται, δικός σου εἰμάστε πλοῦτος.
Σμίξιμο πόθου ἀδιάλυτο μαζῆ μου, κύριε, κάμε, 5
ὁ λόγος τοῦ χρυσόκυκνου σὰ φλόγα καταλᾶ με!
Γιὰ λόγου σου, ἥρωα, γλίγωρα καλῶ ρηγάδω σμίξη,
κι’ ἂν καταφρόνια ἡ χάρη σου στὸν ἔρωτά μου δείξει,
ὦ περηφάνειας χαριστή, θἆναι, ἐξαιτίας ἐσένα
φαρμάκι, στιά, νερό, σκοινὶ τὸ ριζικό μου ἐμένα.» 10
Ἔτσι εἶπε ἡ Βινταρμπχίτισσα, κι’ αὐτῆς ὁ Νάλας κάνει:
«Κοσμοφυλάχτες σὲ ζητοῦν, κι’ ἄνθρωπο ὁ νοῦς σου βάνει;
Αὐτοὺς ἐσὺ στοχάζοσουν τοὺς ποιητὲς τοῦ κόσμου,
τοὺς κύριους τοὺς τρανόψυχους, ποῦ ὅμοιος δὲν εἶμαι ἁτός μου
στὴ σκόνη ἀπὸ τὰ πόδια τους· ἂν τοὺς θεοὺς πικράνει 15
ὁ λιγοζώητος ἄνθρωπος ἀμέσως θὰ πεθάνει.
Γλύσε με, ἀψεγαδόκορμη, καὶ τῶ θεῶν τοὺς πρώτους,
τ’ ἀσκόνιστα φορέματα καὶ τὸν πολύχρωμό τους
διάλεξε οὐρανοστέφανο, τ’ ἀθάμπωτα πετράδια
χαιρόσουν καὶ ἀναγάλλιασε μὲ τῶ θεῶν τὰ χάδια. 20
Τοῦ σφαχτοφάγου θέαρχου, ποῦ καίει καὶ καταπίνει
ὅλην τὴ γῆς, ποιὰ δὲν ποθεῖ γυναῖκα του νὰ γίνει;
Τοῦ παιδευτῆ ποῦ ὁ τρόμος του λυγάει στὴν καλωσύνη
ὅλα ὅσα ζοῦν, ποιὰ δὲν ποθεῖ γυναῖκα του νὰ γίνει;
Τοῦ Ντάϊτιαντάναβοφονηᾶ, ποῦ τόση ἔχει ἁγιωσύνη, 25
τοῦ θεορήγα, ταῖρι του ποιὰ δὲν ποθεῖ νὰ γίνει;
Καὶ τὸ θεὸ ἂν ὀρέχτηκες τὸ Βάρουνα, τοῦ κάκου
μὴ δίσταζε, μόν’ πάρε τον, ὁρμήνεια φίλου σου ἄκου.»
Κ’ ἡ Νταμαγιάντη ἀπόκριση τοῦ Νισχιαντχίτη κρένει,
καὶ νότια πικριογέννητη τὰ μάτια της ὁγραίνει: 30
«Ὅλους λατρεύω τοὺς θεοὺς, μὰ γι’ ἄντρα ἐσὲ διαλέω,
τῆς οἰκουμένης βασιληᾶ, κι’ ἀλήθεια σοῦ τὸ λέω.»
Κι’ αὐτῆς, ποῦ ἀσκόνει τρέμοντας τὰ χέρια της ἐπάνω,
ὁ ρήγας τότες μίλησε: «Μαντατοφόρος φτάνω,
ὦ ὑπέρκαλη, γιὰ λόγου μου ταιριάζει νὰ γυρέψω; 35
Μιὰ κ’ ἔταξα κι’ ἀρχίνησα γι’ αὐτοὺς νὰ προξενέψω—
κ’ εἶναι θεοὶ, στοχάσου τό—γιὰ μὲ πῶς θὰ γυρέψω;
Ἐτοῦτο εἶναι τὸ χρέος μου· τὸ ἴδιο θὰ δουλέψω
γιὰ τὸ δικό μου θέλημα, σὰν ἔρθει ἐκείνη ἡ ὥρα,
μὰ ἂς γένει, καλορίζικη, κατὰ πῶς σοὖπα τώρα.» 40
Καὶ ἡ Νταμαγιάντη λέγει του, ἡ ξαστερογελάτη,
μιλῶντας μ’ ἀναφυλλητὸ καὶ δακρυσμένο μάτι:
«Γιὰ νἆσαι ἐσὺ ἀκριμάτιστος, ὦ κύριε τῶν ἀνθρώπω,
μὲ ἰσιάδα θὰ τὰ σιάξουμε κ’ εὐρῆκα, ὦ ρήγα, τρόπο.
Μιὰ συντροφιὰ σὺ καὶ οἱ θεοί, μ’ ἐμπρὸς τὸν Ἴντρα νἆστε, 45
καὶ ἀντάμα, ὦ πρῶτε τῶν ἀντρῶν, στὴ διαλεξιὰ κοπιάστε.
Σὲ κοσμοφυλακάτορων, ἀντράρχη, παρουσία,
σὰ σὲ διαλέξω, ἀντρότιγρη, δὲ θἄχεις ἁμαρτία.»
Τοῦτα ἀπ’ τὴ Βινταρμπχίτισσα γρικήσαντας, λαοκύρη,
ὁ ρήγας Νάλας στοὺς θεοὺς κινάει νὰ ξαναγύρει, 50
κ’ ἐρχόμενον οἱ φύλακες τοῦ κόσμου τὸν ἐννοιῶσαν,
κι’ ὦ μεγαρὴγα, ἐρώτησαν πῶς ὅλα ἀποτελειῶσαν.
«Εἶδες τὴ φεγγογέλαστη τὴ Νταμαγιάντη; πές μας,
ἄφταιστε ρήγα, ἄρχε τῆς γῆς, τί λέει στὲς προξενειές μας;»
Ὁ Νάλας εἶπε:
«Στῆς Νταμαγιάντης, μ’ ὁρισμὸ τῆς ἀφεντιᾶς σας, μπαίνω 55
τὸ σπῖτι, ποὖναι ἀπὸ ψηλὸ τοιχόγυρο κλεισμένο.
Προεστοὶ φυλᾶν πορτάριδες, μὰ οἱ ἄντρες δὲ μὲ βλέπουν,
βέβαια γιατὶ τῆς χάρης σας οἱ μπόρεσες μὲ σκέπουν.
Ἡ ρηγοκόρη κι’ ὅλες της οἱ φιλενάδες τότες
θωροῦν ἐμένα μοναχά, καθὼς ἐγὼ θωρῶ τες. 60
Ξαφνίζονται ὅλες βλέποντας ἐμένα, θεορηγάδες,
κ’ ἐκεῖ ποῦ ἐγὼ τῆς χάρης σας διηγοῦμαι τὲς λαμπράδες,
σ’ ἐμένα ἡ λαμπροπρόσωπη γυρνάει τὴν πιθυμιά της,
ὦ πρῶτοι πρῶτοι τῶ θεῶν, κ’ ἐμὲ διαλέει ἡ καρδιά της.
Κ’ ἡ κόρη λέγει μου: «οἱ θεοὶ καὶ σὺ μαζὶ κινῆστε, 65
κι’ ἀνταμωμένοι, ἀντρότιγρη, στὴ διαλεξιά μου ὁρίστε.
Σὰν ἡ ἀρεσιά μου ὀμπρὸς σ’ αὐτούς, ὦ Νάλα, ἐσένα λάχει,
τὸ φέρσιμό σου φταίξιμο, μακρόχερε, δὲ θἄχει.»
Ἀληθινὰ μολόγησα, θεοί, σὲ σᾶς τὰ πάντα·
τὸ θέλημά σας ὁρισμός, ὦ κύριοι τῶν τριάντα.» 70
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Φτάνει ὁ καλόμοιρος καιρός, μέρα, ὥρα φτυχισμένη,
ποῦ ὁ ρήγας Μπχίμας ἔκραξε νἀρθοῦν οἱ καλεσμένοι
τῆς οἰκουμένης φύλακες στὴ διαλεξιά· κ’ ἐκεῖνοι
τῆς γῆς οἱ φυλακάτορες ποῦ ο ἔρωτας τοὺς κρίνει,
γρικήσαντάς τον, πήγανε μ’ ἀσπούδα γιὰ λαχτάρα 5
τῆς Νταμαγιάντης, κι’ ἀπὸ μιὰ γιορτιάτικη καμάρα,—
ὁ κάθε ρήγας σὰν τρανὸ στὸ ρόβολο λιοντάρι,—
πέρασαν κι’ ἀνεβήκανε στ ἀστραφτερὸ πατάρι,
τὸ στερεωμένο σὲ λαμπρὲς ὁλόχρυσες κολῶνες.
Κι’ ὅλοι σὲ διάφορω λογιῶν καθῆσαν πολυθρόνες, 10
οἱ ἄρχοι τῆς γῆς καὶ στέφανα στὴν κόμη τους τριοντίζαν,
καὶ μαργαριταρόπετρες στ’ αὐτιά τους ἐγυαλίζαν.
Παχειὰ τὰ μπράτσα φαίνονται, σιδερομάνταλα ἴδια,
καλὰ σὰν πεντακέφαλα στὴν τρυφεράδα φίδια,
μὲ ὡραῖα μυτοματόφρυδα, μ’ ὡραῖα μαλλιά, στὰ πλέρια 15
φέγγει ἡ ὄψη τῶ ρηγάδωνε, σὰν τοὐρανοῦ τ’ ἀστέρια.
Σὲ τέτοια ρηγοσύναξη, γιορτιάτικη, γεμάτη
ἀνθρωποτίγριδες, καθὼς ἡ Φιδοκουλουράτη
ὀφιοδαιμόνια, ἢ τίγριδες γεμάτο βουνοσπήλιο,
μὲς στὸ πατάρι μπαίνοντας μὲ πρόσωπο σὰν ἥλιο 20
ἡ Νταμαγιάντη, ἀστραφτερή, καὶ νοῦ καὶ βλέψη παίρνει
τοῦ κάθε ρήγα, ποῦ νὰ ἰδεῖ τὸ λάμψιμό της γέρνει,
κι’ ὅλοι τους οἱ τρανόψυχοι τὸ ἀνάβλεμμα στηλόνουν
ἐκεῖ σ’ ἐκείνης τὸ κορμὶ κ’ ἐκεῖθε δὲν τὸ ἀσκόνουν.
Τότες τιμῶντας τὄνομα τῶ βασιληάδων κράζαν, 25
καὶ ἡ Μπχιμοπούλα ἀντίκρυσε πέντε ἄντρες ποῦ ὅλοι μοιάζαν,
ὦ ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, σὰ μιὰ τὴν ἄλλη στάλα,
κι’ ἀφίβολη ἡ Βιντάρμπχαινα τὸ βασιληᾶ τὸ Νάλα
νὰ ξεχωρίσει δὲ μπορεῖ, γιατὶ ὅποιον κι’ ἄν ἐθώρει,
τὸ ρῆγα Νάλα ἐπίστευε πῶς βλέπει ἡ ἀρχοντοκόρη. 30
Καὶ μὲ τὸ νοῦ της ἔλεγε: «Καὶ πῶς θὰ ξεσκεπάσω
ποιοὶ εἶν’ οἱ θεοί; τὸ Νάλα πῶς, τὸ ρήγα, θὰ ξεικάσω;»
Τέτοια θλιμμένη, ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, λογιάζει
καὶ τὰ σουσούμια τῶ θεῶν, πὤχει ἀκουστὰ ξετάζει:
«Θεῶν ὅσα γνωρίσματα μοὖπαν προεστοὶ διδάχοι, 35
αὐτοὶ ποῦ ἐδὼ τὴ γῆς πατοῦν οὔτ’ ἕνας, βλέπω τἄχει.»
Καὶ κεῖ ποῦ αὐτὰ φροντίζοντας ὁ νοῦς της συχνοκλώθει
βοηθοὺς νὰ κράξει τοὺς θεοὺς καιρὸς πῶς ἦρθε νοιώθει.
Κι’ ἁπλοχερνῶντας μὲ φωνὴ καὶ μὲ καρδιὰ ἐπροσκύνα,
καὶ στοὺς θεοὺς τρεμάμενη τοῦτα τὰ λόγια ἀρχίνα: 40
«Τοῦ κύκνου ἀκούοντας, τὴν καρδιὰ τοῦ Νάλα ἂν ἔχω δώσει,
ἔτσι σ’ ἐμένα ἡ χάρη σας ἄς τόνε φανερώσει.
Ἄν οὔτε ὁ λόγος μου, οὔτε ὁ νοῦς τὴν πίστη ἔχει προδώσει,
ἔτσι σὲ μένα ἡ χάρη σας ἂς τόνε φανερώσει.
Τοῦ Νισχιαντχίτη νἆμαι ἐγὼ θεία μοῖρα ἄ μὤχει κλώσει, 45
ἐμένα, ἐμένα ἡ χάρη σας ἂς τόνε φανερώσει.
Τοῦ Νάλα γιὰ τὸ στέρξιμο λαχτάρα ἄ μ’ ἔχει λυώσει,
ἐμένα, ἐμένα ἡ χάρη σας ἂς τόνε φανερώσει.
Ποιοὶ εἶναι οἱ κοσμοφύλακες μεγάλοι κύριοι ἂς δείξουν,
ἴσως τὸν Ἁγνοξάκουστον τὰ μάτια μου ξανοίξουν.» 50
Τὸ θλιβερὸ παράπονο τῆς Νταμαγιάντης μόλις
ἀκοῦσαν, τὴν ἀπόφαση τὴ σταθερή της κι’ ὅλις,
τ’ ἄψευτα λόγια της, καὶ πῶς τὸν πόθο της μολόγα,
τὸ νοῦ, τὴν ἄδολη καρδιά, τὴν πίστη καὶ τὴ φλόγα
ποῦ γιὰ τὸ Νάλα ἀγροίκαε, καθὼς ἐκείνη ἐζήτα, 55
φορέσαν τὰ σημάδια τους κ’ ἐφανερώσασί τα.
Εἶδε τους δίχως ἵδρωτα, μὲ ἀσάλευτα τὰ μάτια,
μὲ στεφανάνθια ἀσκεύρωτα, μὲ ἀσκόνιστα γιμάτια,
ὁλόρθους ὅλους τοὺς θεοὺς ποῦ δὲν πατοῦν τὸ χῶμα.
Μὰ ἰσκιόδιπλος, μὲ στεφανιῶν μαραχιασμένο χρῶμα, 60
ὁ Νάλας χάμου στέκεται κ’ ἔχει ἵδρο κ’ ἔχει σκόνη,
κι’ ἀνοιγοσφάλισμα ὀμματιῶν τῆς τόνε φανερόνει.
Καὶ βλέποντάς τους τοὺς θεοὺς ἡ Μπχιμοπούλα, ὦ γόνε
τοῦ Μπχάρατα, καὶ βλέποντας τὸν Ἁγνοξάκουστόνε,
τὸ Νάλα, ὦ Παντουγέννητε, διαλέει κατὰ τὸ νόμο. 65
Κόκκινη, τὸν ποδόγυρο τοῦ πιάνει καὶ στὸ νῶμο
ζώνει του ἡ μεγαλόμματη τὸ τρίλαμπρο στεφάνι
κ’ ἔτσι διαλέει τον κι’ ἄντρα της ἡ ὡριόχρωμη τὸν κάνει.
Ὤ, τότες, ὤ! μ’ ὀχλοβοὴ σφιχτὰ οἱ κρατάρχες κράξαν,
θεοὶ καὶ μεγαρίσχιδες: «Μὲ γειά! Μὲ γειά!» φωνάξαν, 70
καὶ οἱ χλαλοὲς ὁλόγυρα τοῦ ρήγα Νάλα ἀντήχαν
αὐτῶν ποῦ τὸν ἐδόξαζαν καὶ θάματα τὸν εἶχαν.
Μὰ τὴν ὀμορφολάγγονη τὴ Νταμαγιάντη, ὦ γέννα
τοῦ Κούρου, ἐπαρηγόρειε την ὁ γιὸς τοῦ Βιρασαίνα,
ὁ βασιληᾶς, μὲ ὀλόχαρη ψυχή: «Γιατὶ τοῦ ἀθρώπου 75
ἐμένα, ἐσὺ καλόηθη, δείχνεις ἀγάπη, ἐδ’ ὅπου
κοντὰ μας βρίσκονται θεοί; σὰν ἄντρας σου γιὰ δαῦτο
μάθε πῶς μ’ ἀναγάλλιαση γι’ αὐτὰ που λὲς ἀστράφτω!
Ὅσο, καθαρογέλαστη, θἄχω πνοὴ στὰ στήθια,
τόσο, ἀπὸ σένα ἀχώριστος θἆμαι, σοῦ λέω στ’ ἀλήθεια.» 80
Ἔτσι τὴν περιχαίροτουν κ’ ἐμίλειε της μὲ ἀντάμα
σμιχτὲς παλάμες βαθουλὲς ψηλά, κ’ οἱ δυό τους ἅμα
μαζὶ καλοκαρδίστηκαν κ’ ἐπῆγε τους τὸ μάτι
πάλε σ’ αὐτοὺς ποὖχαν ὀμπρὸς τὸν Ἄγκνη πρωτοστάτη,
κάτου ἀπ’ τὴ θεία τους φύλαξη μὲ τὴν ψυχή τους τρέξαν. 85
Μὰ σὰν τὸ Νάλα ἐδιάλεξε τοῦ Μπχίμα ἡ κόρη, ἐστρέξαν
ὅλοι οἱ μεγαλοδύναμοι κοσμοφυλάχτες τώρα
μεταχαρᾶς κ’ ἐχάρισαν ὀχτὼ τοῦ Νάλα δῶρα:
Νὰ βλέπει θεία φανέρωση θυσιάζοντας καὶ ἀκόμα,
περπατηξιὰ μ’ ὁλόϊσο χαριτωμένο διῶμα, 90
τῆς Σάτσης ὁ ἄντρας, ὁ Ἰσκυρός, χαιράμενος τοῦ δίνει·
στιὰ νὰ γεννάει σὰ βουληθεῖ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ μείνει
ἄκαυτος μέσα στοὺς λαμπροὺς κόσμους ποῦ αὐτὸς ἀνάφτει,
τοῦτο τὸ δῶρο ἐστάθηκε τοῦ Ἄγκνη τοῦ Σφαχτοχάφτη.
Κ’ ἐχάρισέ του μαγειριᾶς ὁ Γιάμας νοστιμάδα 95
καὶ πιμονὴ τετράψηλη γιὰ πάντα στὴν ἰσιάδα·
κι’ αὐτὸς ποῦ ὁρίζει τὰ νερά, τὴ δύναμη νὰ φτιάνει
νερὸ σὰ θέλει, κι’ ἄφταστα μυριστικὸ στεφάνι·
συντροφικὸ δῶρο παιδιὰ λυμάρικα τοὺς δῶσαν
καὶ στὰ τρισούρανα οἱ θεοὶ χαρίσαντας ψηλῶσαν. 100
Κι’ ἐθιάμαξαν τὸ σιάξιμο κεινῶν καὶ τὰ ρηγᾶτα,
κι’ ὁλόχαροι ξανάγυραν ἀπὸ τὴν ἴδια στράτα.
Κι’ ἀφοῦ οἱ ρηγάδες μίσεψαν, τοῦ Μπχίμα ἀναγαλλιάζει
ἡ μεγαλόχαρη καρδιά καὶ τὲς χαρὲς γιορτάζει
τοῦ Νάλα μὲ τὴν κόρη του· καὶ μένει ὁ Νισχιαντχίτης, 105
ὁ ἀπ’ ὅλους κάλλιος ἄνθρωπος, ὅσο ποθεῖ μαζί της
αὐτοῦ, κ’ ἔπειτα ἀφίνοντας τοῦ Μπχίμα γειά, τὴν παίρνει,
κ’ ἐκεῖθε στὴν πατρίδα του μαζὶ της ξαναγέρνει.
Κι’ ὁ ρήγας ὁ Ἁγνοξάκουστος κερδίσαντας ἐχάρη
τῶ γυναικῶν, ὦ βασιληᾶ, τ’ ὡραῖο μαργαριτάρι, 110
κι’ ἀλλήλως θαραπάηκαν ἐκείνη μὲ τὸ Νάλα,
σὰ μὲ τὴ Σάτση ὁ φονευτὴς τοῦ Βρίτρα καὶ τοῦ Μπάλα.
Κι’ ἀχτιδοβόλα ὁλόχαρος ὁ ρήγας ὅμοιος μ’ ἥλιο,
καὶ δίκαιος καλοτύχιζε προστάτης τὸ βασίλειο,
ὁ ἥρωας, κ’ ἐπρόσφερε τὴν ἀλογοθυσία, 115
καθὼς ὁ γιὸς τοῦ Νάχουσχια ὁ Γιαγιάτης μ’ εὐτυχία.
Κι’ ἄλλες πολλὲς ὁ γνωστικὸς ἱεροπραξίες καὶ δῶρα
ἀφιέρονε θεάρεστα· καὶ πάλε σὲ ἀνθοφόρα
δασοπερβόλια ὀρεχτικὰ στὸ πλάϊ περιδιαβάζει
τῆς Νταμαγιάντης καὶ θεὸς ἀθάνατος φαντάζει. 120
Κ’ ἔδωσε ὁ μεγαλόψυχος στὴ Νταμαγιάντη ἀγόρι
τὸν Ἰντρασαίνα καὶ μαζὶ τὴν Ἰντρασαίνα κόρη·
κ’ ἔτσι μὲ περιδιάβασμα καὶ μὲ θυσίες ἐπέρνα
καὶ πάμπλουτος τὴν πλούσια γῆς ἄρχος ἀντρῶν κυβέρνα.
Μὰ σὰν τὸ Νάλα ἐδιάλεξε τοῦ Μπχίμα ἡ κόρη βλέπουν
οἱ τρανομπόρετοι θεοί, ποῦ ὅλον τὸν κόσμο σκέπουν,
μισάψαντας τὸν Ντβάπαρα, ποῦ μὲ τὸν Κάλη φτάνει,
καὶ ἅμα τοὺς ἔννοιωσε ὁ Ἰσκυρὸς τοῦ Κάλη ἀναθιβάνει,
ὁ Μπάλαβρίτροφονευτής: «Ὦ Κάλη, δὲ μᾶς λέτε, 5
ποῦ πάτε ἐσὺ κι’ ὁ Ντβάπαρας;» Κ’ ἐκείνου ἀπολογιέται
ὁ Κάλης: «Στ’ ἀντροδιάλεγμα τῆς Νταμαγιάντης πάω,
κι’ αὐτὴνε θὰ διαλέξω ἐγώ, γιατὶ τὴν πεθυμάω.»
Γέλασε ὁ Ἴντρας κ’ εἶπε του: «Τὸ διάλεγμα ἔχει γίνει·
τὸν ἄρχο Νάλα ἐδιάλεξε, τὸ ρήγα ὀμπρός μας κείνη.» 10
Κι’ ὁ Κάλης ἀπ’ τὸν Ἰσκυρὸ γρικῶντας λόγον τέτοιο,
θύμωσε κ’ εἶπε στοὺς θεοὺς αὐτὰ γι’ ἀποχαιρέτιο:
«Ἄνθρωπο γι’ ἄντρα στοὺς θεοὺς ὀμπρὸς βουλήθη ναὔρει,
γιὰ δαῦτο ἀξίζει παιδομὴ σ’ αὐτὴν κακιὰ καὶ μαύρη.»
Κ’ εἶπαν οἱ οὐρανοκάτοικοι στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κάλη: 15
«Ἡ Νταμαγιάντη μ’ ἄδεια μας τὸ Νάλα ἔχει ἄντρα βγάλει.
Καὶ ποιὰ δὲ θὰ τὸν ἤθελε τὸ Νάλα; μὴ δὲν ἔχει
τὴν κάθε χάρη ὁ βασιληᾶς, τὰ χρέη μὴ δὲν κατέχει;
ἄσφαλτα μὴ δὲν πλέρωσε σὰν πρέπει κάθε τάμα,
τοὺς Βαῖντες μὴ δὲ διάβασε τοὺς τέσσερους κι’ ἀντάμα 20
τὰ συναξάρια πέντατα; μὴν κατὰ τὸν κανόνα
σπίτι του δὲν χορτάσαμε θυσίες στὸν αἰῶνα;
Εἶναι ἡ χαρά του ζωντανὸ ποτὲ νὰ μὴν πειράξει,
ἀληθινός, ἀσάλευτος σ’ ἐκεῖνο πὤχει τάξει,
ὁλόβολο στολίζουν τον κάθε λογῆς καμάρια, 25
καὶ τίμιος, σταθερόγνωμος, μὲ τὴν καρδιὰ καθάρια,
μ’ ἁπλοχεριὰ καὶ μ’ ἄσκησες ὁ ἀτάραχος δαμάζει
τὰ πάθια, κι’ ὁ ἀνθρωπότιγρης κοσμοφυλάχτη μοιάζει.
Καὶ τέτοιος ποὖναι, κανενὸς ἂν ἐδοκιότουν, Κάλη,
τὸ Νάλα νὰ καταραστεῖ, τὸ ἴδιο του τὸ κεφάλι 30
θὰ καταριότουν ὁ τυφλὸς καὶ ἁτός του θὰ χτυπιότουν.
Μὲ τέτοιες χάρες, κανενός, ὦ Κάλη, ἂν ἐδοκιότουν
τὸ Νάλα νὰ καταραστεῖ, στὰ τύραγνα ἤθα πέσει
τῆς κόλασης, στῆς ἄκωλης βρωμόλιμνης τὴ μέση!»
Τοῦ Κάλη καὶ τοῦ Ντβάπαρα, σὰν εἶπαν τοῦτα, ἐπῆγαν 35
ψηλὰ οἱ θεοὶ στὸν οὐρανό. Καὶ ὁ Κάλης, ἅμα ἐφύγαν,
τοῦ Ντβάπαρα εἶπε: «Δὲ μπορῶ πλιά τ’ ἄχτι νὰ χονέψω
καὶ πάω στὸ σπίτι, ὦ Ντβάπαρα, τοῦ Νάλα νὰ κονέψω.
Ἐγὼ τὴ βασιλεία του νὰ χάσει θὰ τὸν κάμω,
ποῦ αὐτὸς κ’ ἡ Μπχιμογέννητη νὰ μὴ χαροῦν τὸ γάμο. 40
Ἀπόφτου κι’ ὅλας νὰ κρυφτεῖς μέσα στὰ ζάρια τρέξε,
κ’ ἔτσι σ’ ἐμένα, ὦ Ντβάπαρα, νὰ δώσεις χέρι στρέξε.»
Ὁ Κάλης μὲ τὸ Ντβάπαρα, σὰν τέτοια συμφωνία
ἔκλεισε, ἐπῆε στοῦ βασιληᾶ τοῦ Νάλα κ’ εὐκαιρία
ζητῶντας, ἔμεινε καιρὸ σιμὰ στὸ Νισχιαντχίτη,
κ’ ηὗρε σὲ χρόνους δώδεκα τὴν ἀφορμὴ ποῦ ἐζήτει.
Ὁ Νάλας χύσαντας νερὸ μιὰ μέρα, ἁγιάσμα πίνει 5
καὶ προσευκιέται, μὰ ἀστοχᾶ τὰ πόδια του νὰ πλύνει.
Καὶ τότε ὁ Κάλης κύριεψε τὸ Νάλα, καὶ σὰ μπῆκε
μέσα του, εὐτὺς τὸν Πούσκαρα κατόπι ἐπῆε καὶ βρῆκε·
κ’ ἐμίλησέ του: «Πήγαινε στοῦ Νάλα γιὰ νὰ παίξεις
στὰ ζάρια· παραστέκοντας ἐγώ, θὰ τὸν κερδέξεις. 10
Ὁ Νάλας τὸ ρηγᾶτο του σὰ στὸ παιγνίδι χάσει,
ὁ θρόνος τῶ Νισχιάντχωνε σὲ λόγου σου ἂς περάσει.»
Κ’ ἐπῆε στοῦ Νάλα ὁ Πούσκαρας, ἅμα ἔτσι τοὖχε κρίνει,
καὶ τὸ δαμάλι τῶ ζαριῶν ὁ Ντβάπαρας ἐγίνη,
κι’ ἀντάμωσε τὸν Πούσκαρα, κι’ ὁ Πούσκαρας σὰ σμίγει, 15
ὁ φονευτὴς ἡρώων ὀχτρῶν, τὸν ἥρωα Νάλα ἀνοίγει
τούτη, ὁ ἀδερφὸς τὴ συντυχιά, καὶ λέει καὶ λέει του πάλι:
«Ἔλα, ἀδερφέ, νὰ παίξουμε στὰ ζάρια τὸ δαμάλι.»
Κι’ ὁ ρήγας ὁ τρανόψυχος τὸ λόγο δὲ σηκόνει,
κι’ ὀμπρὸς στὴ Βινταρμπχίτισσα στὸ παίξιμο τὸ στρώννει· 20
στοίχημα ἁμάξια κι’ ἄλογα, χρυσάφια, ροῦχα βάνει,
μὰ ὁ Κάλης τὸν ἐκύριευε κι’ ὁ Νάλας ὅλα χάνει.
Αὐτοῦ ποῦ ἡ λύσσα τοῦ ζαριοῦ τὸν ἐμεθοῦσε, φίλος
νὰ κόψει του δὲ δύνοτουν τοῦ παιγνιδιοῦ τὸ ζῆλος
κανένας τοῦ ὀχτροδαμαστῆ, κ’ ἐπῆγαν ὅλοι τότες, 25
ὦ ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, σ’ αὐτὸν οἱ πατριῶτες
καὶ οἱ συμβουλάτορες μαζῆ τὸ βασιληᾶ νὰ σμίξουν
καὶ ἀπὸ τὸ πάθος τὸ κακὸ νὰ τὸν ἀποτραβήξουν.
Τὴ Νταμαγιάντη ζύγωσε κ’ εἶπε ὁ σταβλάρχης: «Τήρα,
ὑπάκουο στέκει, δέσποινα, πλῆθος λαοῦ στὴ θύρα· 30
τοῦ Νισχιαντχίτη ἂς εἰπωθεῖ: «Τοῦ βασιληᾶ ποῦ ξέρει
τὸ τίμιο καὶ τὸ ὠφέλιμο δὲ μπόρειε νὰ ὑποφέρει
τὲς συφορὲς, κ’ ἦρθε ὁ λαὸς ὅλος ἐδώ.» Τὸ λέει
τότες μ’ ἀδύνατη φωνή, ποῦ λουχτουκιῶντας κλαίει,
τοῦ Νάλα ἡ Μπχιμογέννητη, ποῦ ὁ πόνος τὴ θερίζει, 35
καὶ τὴν ψυχή της ὁ καημὸς χτυπῶντας ἀφανίζει:
«Ρήγα, στὴν πόρτα στέκονται παράμερα οὶ πολῖτες
μ’ ὅλους τοὺς συβουλάτορες, ποῦ σὰν καλοθελῆτες
τοῦ βασιληᾶ πρωτοστατοῦν, κ’ ἡ πεθυμιά τους εἶναι
νὰ ἰδοῦν ἐσέ, νὰ τοὺς ἰδεῖς, παρακαλῶ σε κλίνε» 40
Λέει, ξαναλέει το ἐπανωτά, συχνά, μὰ ἐκείνης πὤχει
ἀπὸ τὸ κλαῦμα τοῦ ματιοῦ λαμπρὴ τὴν ὄξω κώχη,
ὁ βασιληᾶς ἀπάντηση δὲ δίνει της καμία,
τόσο τοῦ Κάλη μέσα του δυνήθηκε ἡ ἐξουσία.
Πολῖτες, συβουλάτορες, ὅλοι εἶπαν τότες: «Ἄλλος 45
εἶναι, δὲν εἶναι ὁ ἴδιος» κ’ ἕνας καϋμὸς μεγάλος
τοὺς τυραγνοῦσε, ἐντράπηκαν, κ’ ἐγύραν πάλι σπῖτι.
Τὸ παίξιμο τοῦ Πούσκαρα καὶ τ’ ἄλλου Νισχιαντχίτη,
τέτοιο ἦταν, ὦ Γιουντχίστχιρα, καὶ γιὰ πολλὰ φεγγάρια
χαμένος ὁ Ἁγνοξάκουστος ἀπόμεινε στὰ ζάρια. 50
Κ’ ἡ Νταμαγιάντη βλέποντας τὸν Ἁγνοξακουσμένον
τὸν ἄντραρχο, ἡ ἀξελόγιαστη, κοντὰ ξελογιασμένον,
ποῦ τὸ παιγνίδι τοὔπαιρνε τὰ φρένα, φόβος, πόνος
τὴ Μπχιμογέννητη ἔπιασε καὶ στοχασμός της μόνος,
ρήγα, ἦταν ἡ περίσταση τοῦ βασιληᾶ ἡ μεγάλη. 5
Γι’ ἀγάπη του καὶ τρέμοντας μὴν κολαστεῖ καὶ σφάλει,
νοιώθοντας π’ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τοῦ τἆχαν κερδεμένα,
ἐμίλησε ἡ τρισδόξαστη στὴ δούλα Βριχατσαίνα,
τὴ βάγια τὴν καλόβουλη, ποῦ λόγια ὡραῖα μιλοῦσε,
καὶ σ’ ὅλα ὄντας παράξια πιστὰ τὴν ἀγαποῦσε: 10
«Ὦ Βριχατσαίνα, ἄμε νὰ πεῖς ἀπ’ ὄνομα τοῦ Νάλα,
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ μπάσουνε στοῦ βασιληᾶ τὴ σάλα,
διηγήσου πόσοι θησαυροὶ χαθῆκαν καὶ τί πλούτη
τώρα ἀπομένουν.» Κ’ ἤρθανε σὰν καλομάθαν τούτη
τοῦ Νάλα τὴν παραγγολὴ κ’ ἐλέαν οἱ ὁρμηνευτάδες: 15
«Γραφτό μας νὰ ἦταν, ἄμποτες, νἀρθοῦμε γλυτρωτάδες!»
Περίγυρα ὅλος ὁ λαὸς ἐκεῖ ξαναμαζεύτη,
τοῦ τὄπε ἡ Βιτραρμπχίτισσα, μὰ δὲν τὸ ἐνοστιμεύτη·
κι’ ἀφοῦ καλοδεχούμενον τὸν ἄντρα της δὲ βρῆκε
σ’ ὅ,τι εἶπε, ἐντράπη καὶ ξανὰ στὸ γυναιτίκι ἐμπῆκε. 20
Μὰ ἀκούοντας πῶς ἀδιάκοπα κατάτρεχε τὸ ζάρι
τὸν Ἁγνοξάκουστον καὶ πῶς τὸ βιός του ὅλο εἶχαν πάρει,
τῆς βάγιας πάλε μίλησε: «Μὲ θέλημα τοῦ ρήγα,
ὦ Βριχατσαίνα, ἄμε ξανὰ καὶ τὸ Βαρσναίγια, ὁδήγα,
καλόηθη, ἐδὼ τὸν ἁμαξᾶ· σπουδαῖα θὰ κάμει χρέγια.» 25
Κι’ ἀκούσαντας τὴ ρήγισσα, νὰ φέρουν τὸ Βαρσναίγια
στέρνει ἄντρες ἀξιαζούμενους ἡ Βριχατσαίνα. Τότες
ἡ Μπχιμοπούλα, ποὔξερε καλὰ τὸ ποῦ καὶ πότες,
τοῦ μίλησε ἁπαλόφωνα, σὰν τὸ καλοῦσε ἡ ὥρα
καὶ τὸ Βαρσναίγια ἡ ἄψεγη μὲ τοῦτα ἐπαρηγόρα: 30
«Ξέρεις πῶς πάντα ὁ βασιληᾶς σωστὸς μαζί σου ἐστάθη,
βόηθα τον τώρα πὤμελλε κι’ αὐτὸς νὰ κακοπάθει.
Ὁ ἀντράρχης μὲ τὸν Πούσκαρα, περσότερο ὅσο χάνει,
τόσο τὸ πάθος πιὸ πολὺ τοῦ παιγνιδιοῦ τὸν πιάνει.
Τοῦ Πούσκαρα ὅσο ὑπάκουα τὰ ζάρια πέφτουν πρύμα, 35
τόσο στὰ ζάρια πιὸ κακὸ τοῦ Νάλα εἶναι τὸ ψῆμα.
Φίλου ἢ δικοῦ λόγια καθὼς πρέπει ν’ ἀκούει δὲ θέλει,
οὔτε καὶ γιὰ τὰ λόγια μου στὴ ζάλη τόνε μέλει.
Ὁ Νισχιαντχίτης βέβαια λογιάζω πῶς δὲ φταίει,
ὁ ρήγας ὁ τρανόψυχος στὴ ζάλη ποῦ τὸν καίει, 40
τὸ λόγο μου ἂ δὲ χαίρεται. Ζητάω ἀπὸ σὲ βοήθεια,
ἀρχιαμαξᾶ, κάμε ὅ,τι πῶ· μοῦ θόλωσε στὰ στήθια
μέσα ἡ ψυχή, ποῦ ἀπ’ τὸν καημὸ μιὰ μέρα θὰ στερέψει.
Τἄτια ποῦ ὁ Νάλας ἀγαπᾶ, τὰ γλίγωρα σὰ σκέψη,
ζέψε, στ’ ἁμάξι ἀνέβασε τὰ δυὸ παιδιά μου τοῦτα, 45
καὶ στὴ Βιντάρμπχα κόπιασε, κ’ ἐκεῖ ἐμπιστεύοσού τα
στὰ χέρια τῶ δικῶνε μου μὲ τ’ ἄτια καὶ τ’ ἁμάξι,
κ’ ἔπειτα μένεις ἢ ἀλλοῦ πᾶς, ἂν κάλλιο σοῦ ταιριάξει.»
Πρῶτα τοῦ Νάλα ὁ ἀρχιαμαξᾶς Βαρσναίγιας στοὺς συβούλους
τοῦ Νάλα, τῆς Βιντάρμπχαινας εἶπε τοὺς λόγους οὕλους, 50
συναγρικήθηκε μ’ αὐτοὺς καὶ σὰν καλοστοχάστη,
καὶ τοὔδωκαν τὸ ἐλεύτερο, στὴν ἅμαξα, ὦ δυνάστη,
ἔμπασε τὰ λυμάρικα, καὶ στοὺς Βιντάρμπχες μόλις
φτασμένος ἦταν ὁ ἁμαξᾶς, ἐκεῖ ποθόνει κι’ ὅλις
τ’ ἄτια, τ’ ἁμάξι, ποῦ ὅμοιο του δὲν ὕπαρχε κανένα, 55
τὸν Ἰντρασαίνα τὸ παιδί, τὴν κορασιὰ Ἰντρασαίνα,
καὶ σὰν ἀποχαιρέτισε τὸ βασιληᾶ τὸ Μπχίμα,
κ’ ἔκλαψε δάκρυα γιὰ καϋμὸ τοῦ ρήγα Νάλα χύμα,
γιὰ τὴν Ἀϊώντχια κίνησε, κ’ ἐκεῖ στοῦ βασιληᾶ της
τοῦ Ριτουπάρνα ὁ θλιβερὸς ρογιάστηκε ἀγωγιάτης. 60
Σὰν ὁ Βαρσναίγας μίσεψε, τὴ βασιλεία καὶ τ’ ἄλλα
πλούτια τοῦ πῆρε παίζοντας ὁ Πούσκαρας τοῦ Νάλα.
Ἐπῆρε τοῦ Ἁγνοξάκουστου τὴ βασιλεία κ’ ἐγέλα
ὁ Πούσκαρας καὶ τοὔλεγε: «Νὰ ξαναπαίξουμε ἔλα!
Τί βάνεις κάτου στοίχημα; μονάχη σοῦ ἀπομένει 5
ἡ Νταμαγιάντη, ἐκέρδηξα τὸ ἔχει σου ὅλο· ἄς γένει,
ἄν ἀγαπᾶς, ὀμπρὸς γι’ αὐτὴν τὴ Νταμαγιάντη ὁ ντζόγος.»
Ἐμάνιωσε ὁ Ἁγνοξάκουστος καὶ τὴν καρδιά του ὁ λόγος
τοῦ Πούσκαρας τοῦ ξέσκισε, μὰ δὲν ἀπηλογήθη·
κι’ ὁ Νάλας τότες κοίταξε τὸν Πούσκαρα κ’ ἐγδύθη 10
κάθε στολίδι ἀπ’ τὸ κορμί, κι’ ἄντυτος μ’ ἕνα μόνο
σκουτὶ ὁ τρισδόξαστος μὲ ὀργή, πληθαίνοντας τὸν πόνο
κεινῶν ποῦ τὸν ἀγάπησαν, ὁ βασιληᾶς ἀφῆκε
τὴ μεγαλώτατη εὐτυχιὰ κι’ ἀπ’ τὸ παλάτι ἐβγῆκε.
Κ’ ἡ Νταμαγιάντη μοναχὰ μ’ ἕνα σκουτὶ κι’ ἁτή της 15
στὸ δρόμο τὸν ἀκλούθησε. Μ’ αὐτὴν ὁ Νισχιαντχίτης
ὄξω τρεῖς νύχτες ἔμεινε, κι’, ὦ μεγαρήγα, μία
ἔβγαλε διάτα ὁ Πούσκαρας, μαθέ, στὴν πολιτεία:
«Φίλος τοῦ Νάλα ὅποιος βρεθεῖ θὰ μοὖναι τοῦ θανάτου.»
Διαλάλησε ἔτσι ὁ Πούσκαρας, καὶ γιὰ τὴν ὄχτρητά του 20
φιλόξενος, Γιουντχίστχιρα, κανένας δὲν ἐδείχτη.
Καὶ ὁ ρήγας ὁ ἀξιοφίλευτος ἀφίλευτος τρινύχτι
πέρασε μόνο μὲ νερὸ καὶ τὸν τυράγναε ἡ πεῖνα,
κ’ ἔψαχνε ναὔρει ἐκεῖ καρποὺς καὶ ρίζες καὶ ξεκίνα
τότες ὀμπρὸς ὁ βασιληᾶς κ’ ἡ Νταμαγιάντη πίσω. 25
Τὸ Νάλα ἡ νηστεία γιὰ καιρὸ βασάνιζε περίσσο,
ὡς ποῦ μιὰ μέρα κάμποσα πουλιὰ εἶδε ποῦ τοὺς βάφει
τέτοιο ἕνα χρῶμα τὰ φτερά, ποῦ μοιάζουνε χρυσάφι,
καὶ μὲ τὸ νοῦ του εἶπ’ ὁ ἀρχηγὸς τῶ Νισχιαντχῶν ὁ ἀντρεῖος:
«Σήμερα θἄχω αὐτὰ φαγὶ καὶ θἆναι μέγα βίος.» 30
Καὶ μὲ τὸ μόνο τὸ σκουτὶ ποῦ ἐφόρει ἐκούπωσέ τα,
μὰ τὸ ἄσκωσε τὸ κούντουμο καὶ στὸν ἀγέρα ἐπέτα.
Κ’ οἱ ἀγεροδρόμοι βλέποντας τὸ Νάλα χάμου νἄχει
γιὰ ντύμα τὴν ἁπλοχωριὰ ὁ κακόμοιρος μονάχη,
καὶ μὲ θλιμμένο βλέφαρο νὰ στέκει, ἀπ’ τὸν ἀγέρα 35
τοὖπαν: «Εἴμαστε, ἀνέμυαλε, τὰ ζάρια κ’ ἐδῶ πέρα
ἤρθαμε νὰ σοῦ πάρουμε καὶ τὸ στερνό σου ντύμα!
Ἂ φορεμένος ἔφευγες, γιὰ μᾶς θὲ νἆταν κρῖμα!»
Τὰ ζάρια ἰδόντα φυγητὰ καὶ τὴ ζορκιά του ἁτός του,
ἐμίλησε ὁ Ἁγνοξάκουστος αὐτὰ τῆς γυναικός του: 40
«Ὅποιων τὸ ἄχτι μ’ ἔκαμε τὴ βασιλεία νὰ χάσω,
μὲ κάνει, ἀκατηγόρητη, κι’ ὁ μαῦρος νὰ πεινάσω,
ζωοθροφὴ μὴ βρίσκοντας· κι’ ὅποιοι ἔτσι τὰ βολέψαν,
ποῦ οἱ κάτοικοι τῶ Νισχιαντχῶν ἐμένα δὲ φιλέψαν,
οἱ ἴδιοι ἐγίνηκαν πουλιὰ καὶ μοὔκλεψαν τὸ ροῦχο· 45
κι’ ἀπ’ τὰ δεινά μου βάσανα κι’ ἀπὸ τὴν πίκρα ποὔχω·
τὰ λογικά μου ἐσβύστηκαν τοῦ ἀντρός σου, ἐμένα, μάθε
τὸ λόγο τοῦτο ποῦ καλὸς θἆναι γιὰ σέ: δεξιάθε
στὸ Νταξινάπατχα ὁδηγοῦν, περνῶντας τὴν Ὀζήνη
καὶ τὸ ὄρος τὸ Ριξάβαντα κατόπι, οἱ δρόμοι ἐκεῖνοι· 50
καὶ πέρα ἐκεῖ εἶναι τὰ βουνὰ τὰ Βίντχια τὰ μεγάλα
καὶ τῆς Παγιώσχνης τὰ νερὰ τὰ σύχλια σὰν τὸ γάλα,
ποῦ χύνονται στὴ θάλασσα, κι’ ἀσκηταριὰ γεμᾶτα
ρίζες, καρποὺς κάθε λογῆς· ἐκείνη ἐκεῖ εἶναι ἡ στράτα
γιὰ τοὺς Βιντάρμπχες, ἡ ἄλλη αὐτοῦ στὴν Κώσαλα ξεβγάνει, 55
παρέκει κατὰ τὸ Νοτιᾶ δεξιὰ εἶναι τὸ Ντεκχάνι.»
Προθυμερὰ πολλὲς φορὲς ἐκεῖ ποῦ παραδέρνει,
ὦ ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, στὴ Νταμαγιάντη γέρνει
ὁ ρῆγας Νάλας λέγοντας αὐτὰ τῆς Μπχιμοκόρης.
Κι’ αὐτὴ μιλῶντας μὲ φωνὴ τοῦ Νισχιαντχίτη, χώρις 60
δύναμη ἀπὸ τὸ κλάψιμο, σφαμένη ἀπὸ τὴ λύπη,
λέει ἡ Νταμαγιάντη τοῦ ἄτυχου: «Τρομάρας καρδιοχτύπι
μὲ πιάνει καὶ μοῦ κόβονται τὰ ἥπατα σὰν πάλι
καὶ πάλι, ὦ ρήγα, σκέφτομαι τὸ τί ἔχει ὁ νοῦς σου βάλει.
Χαμένο τὸ βασίλειο σου, τὰ πλούτια σου χαμένα, 65
εἶσαι γυμνός, πεινᾶς, διψᾶς, πῶς θἄφευγα ἀπὸ σένα
ποτέ μου παραιτῶντας σε στοῦ λόγγου τὴ μονάξια;
Μεγάλε ρήγα, στὸ φριχτὸ ρουμάνι ἐγὼ θἆμ’ ἄξια
τὸν ἀγαναχτησμένο ἐσέ, ποῦ σὲ παθιάζει ἡ πεῖνα
καὶ ποῦ ὅλο συλλογίζεσαι τὰ μεγαλεῖα σου ἐκεῖνα, 70
στὴν τόση στεναχώρια σου νὰ σὲ καταπραΰνω.
Βοτάνι ἡ γνώμη τῶ γιατρῶ δὲν ξέρει σὰν ἐκεῖνο
ποὖναι ἡ γυναῖκα στοὺς καημούς· ἀληθινὰ σοῦ κρένω!»
Ὁ Νάλας εἶπε:
«Ὦ Νταμαγιάντη λυγερή, τὄχεις σωστὰ εἰπωμένο,
ἄλλο τοῦ ἄντρα δὲν εἶναι, σὰν πίκρια τὸν πλακόνει, 75
θεράπιο πολυάκριβο, παρὰ ἡ γυναῖκα μόνη.
Οὔτε ν’ ἀφήσω ἐσὲ ποθῶ, γιατὶ δειλὴ φοβᾶσαι;
τὸν ἴδιο ἐμένα, ἄψεγη, ναί, μὰ ἐσὲ δὲ θ’ ἄφινά σε.»
Ἡ Νταμαγιάντη εἶπε:
«Ἄ μεγαρήγα ἐσὺ ἀπὸ ἐμὲ νὰ φύγεις δὲν ποθοῦσες,
τὸτες γιατὶ τῶ Βινταρμπχῶν τὸ δρόμο μοῦ ξηγοῦσες; 80
Ἀντράρχη, σ’ ἐκατάλαβα, δὲ θέλεις νὰ μ’ ἀφήσεις,
μά, τῆς γῆς ἄρχε, ξέφρενος ἤθε μὲ παραιτήσεις,
μιὰ κι’ ὅλο, ὦ κάλλιε τῶν ἀντρῶν, τὸ δρόμο μοῦ ὁρμηνεύεις·
ἔτσι, ὅμοιε τῶν ἀθανάτων, τὴν πίκρα μοῦ τρανεύεις.
Σὰν ὅλο ἐκεῖ πᾶς μὲ τὸ νοῦ, καὶ στοὺς δικούς μας ἄμε, 85
στῶ Βινταρμπχῶν, ἂν ἀγαπᾶς, τὴ χώρα ἀντάμα ἂς πᾶμε.
Τιμές, περφάνειας χαριστή, κεῖ ἀπὸ τὸ ρήγα θἄχεις
καί, ὦ βασιληᾶ, στὸ σπίτι μας καλοτυχιὰ θὰ λάχεις.»
Ὁ Νάλας εἶπε:
«Βέβαια εἶν’, ὅπως τοῦ ἀφέντη σου δική μου ἡ βασιλεία
μὰ ἐκεῖ νὰ πάω δὲν εἰμπορῶ σὲ τέτοια δυστυχία.
Πῶς, τὴ χαρά σου ἀξαίνοντας, μιὰ κ’ ἠρθα εὐτυχισμένος,
μεγαλωτὴς τοῦ πόνου σου θὰ γύρω ξεπεσμένος;»
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Ὁ ρήγας Νάλας λέγοντας τῆς Νταμαγιάντης πάλι 5
καὶ πάλι αὐτά, τὴν ὄμορφη ποῦ τὸ μισὸ εἶχε βάλει
σκουτὶ μονάχα ἀπάνου της ἐγλύκανε, κ’ ἐκίνα’
αὐτὴ κι’ αὐτὸς μ’ ἕνα σκουτὶ ντυμένοι, κι’ ἀπ’ τὴν πεῖνα
λυωμένοι κι’ ἀπ’ τὴ δίψα τους, ὥς ποὔβραν ἕνα χάνι,
καὶ μὲς σ’ αὐτὸ τῶ Νισχιαντχῶν ὁ ἄρχος ἅμα φτάνει, 10
ὁ ρήγας, κ’ ἡ Βιντάρμπχαινα, σωριάζεται στὸ χῶμα.
Κι’ ἀλήθεια αὐτὸς χωρὶς σκουτὶ λερὸς καὶ δίχως στρῶμα
στῆς Νταμαγιάντης τὸ πλευρὸ νὰ κοιμηθεῖ πλαγιάζει,
καὶ κουρασμένον κατὰ γῆς μπουχὸς τόνε σκεπάζει.
Κ’ ἡ Νταμαγιάντη ἡ ὄμορφη σὲ βάσανα γιὰ νἄρθει 15
ἡ ἀσκήτρα ὴ τρυφερώτατη ξάφνου ἀπ’ τὸν ὕπνο ἐπάρθη.
Καὶ μόλις ὁ ὕπνος, ἄντραρχε, τὴ Νταμαγιάντη παίρνει,
ὁ ρήγας Νάλας, ποῦ ὁ καϋμὸς νοῦ καὶ καρδιὰ τοῦ δέρνει,
πλιὰ δὲν κοιμᾶται σὰ μπριχοῦ, κι’ ὅλο φροντίζει ὁ νοῦς του
γιὰ τὸ βασίλειο πὤχασε, γιατὶ ἀπὸ τοὺς πιστούς του 20
ὅλους ἐπαρατήθηκε, γιατὶ μὲς στὸ ρουμάνι
πλάνητας ἐπαράδερνε κι’ αὐτὴν τὴ σκέψη κάνει:
«Πῶς θὰ ἦταν ἂν τὸ ἔκανα, καὶ πῶς ἂ δὲν τὸ κάνω;
κάλλιο εἶναι ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο νὰ φύγω, ἢ νὰ πεθάνω;
Τούτη ποῦ ὁλόπιστη σ’ ἐμὲ γιὰ ἐμὲ κακοπαθαίνει 25
νὰ πάει μιὰ μέρα στοὺς δικοὺς μπορεῖ ἀπὸ ἐμὲ ἀφημένη.
Μαζῆ μου βέβαια ἡ μπιστακιὰ σὲ συφορὲς θὰ μπλέξει·
ποιὸς ξέρει, ἂν ἔρημη βρεθεῖ, μπορεῖ καὶ νὰ τῆς φέξει.»
Κ’ ἔκρινε σὰν τὸ ξέταξε συχνὰ κ’ ἐπολυσκέφτη,
πῶς τὸ παράτιο πιὸ καλὸ τῆς Νταμαγιάντης πέφτει. 30
«Μεγαλομοῖρα, δοξαστή, πιστή, ὅπως μὤχει τάξει,
τὸ μεγαλεῖο της ποιὸς μπορεῖ στὸ δρόμο νὰ πειράξει;»
Στὴ Νταμαγιάντη ἔτσι ἔγερνε τὸ νοῦ του, ν’ ἀπαρηάκει
τὴ Νταμαγιάντη, ἔτσι κακὸν τὸν εἶχε ὁ Κάλης φτιάκει.
Κ’ εἶδε ποῦ αὐτὸς ἦτο ἄντυτος καὶ μ’ ἕνα ντύμα ἐκείνη, 35
κι’ ὁ βασιληᾶς νὰ κόψει της τὸ μισὸ ντύμα κρίνει:
«Πῶς θἄκοβα τὸ ροῦχο της, πρὶν ἡ ἀκριβῆ ξυπνήσει;»
καὶ ὁ ρήγας Νάλας τριγυρνᾶ τὸ χάνι νὰ ζητήσει,
κ’ ἐδὼ κ’ ἐκεῖθε τρέχοντας, τοῦ Μπχάρατα βλαστάρι,
στὸ χάνι ηὖρε ἕνα ἐξαίρετο σπαθὶ χωρὶς φηκάρι, 40
Μὲ δαῦτο τὸ μισὸ ἔσκισε σκουτὶ καὶ σὰν τὸ ἐντύθη,
ἄφρενος ὁ ὀχτροπαθιαστὴς φεύγοντας κεῖθε ἐχύθη
ν’ ἀφήσει τὴ Βιντάρμπχαινα τὴν ἀποκοιμισμένη.
Τότες ξανᾶρθε μὲ καρδιὰ στὰ πίσω γυρισμένη
τῶν Νισχιαντχῶν ὁ ἄρχοντας, στὸ ἴδιο χάνι· κι ἅμα 45
τὴ Νταμαγιάντη ἀκτίκρυσε, τὸν ἔπιασε τὸ κλᾶμα:
«Ὁ Ἄνεμος πρὶν δὲν ἔβλεπε μηδ’ ὁ Ἥλιος τὴ γλυκειά μου,
καὶ τώρα ἄσκεπη κοίτεται μὲς στὸ καλύβι χάμου,
ἕνα ξεσκλίδι ἡ ὡρηόγελη, σὰν τὴν τρελλὴ φορῶντας
γιὰ ντύμα ἡ ὀμορφολάγγονη, πῶς θὰ βρεθεῖ ξυπνῶντας, 50
πῶς μόνη ἡ Μπχιμογέννητη θὰ πάει ἀπὸ μένα χώρια
στὸ θεριοφιδομόνιαστο φριχτόλογγο ἡ πανώρηα;
Ἄντιτιες, Ροῦντρες, Ἄσβινες, Βάσουοι, Ἄνεμοι βοηθοί σου
ἂς εἶναι, μεγαλόμοιρη, σκεπάζει σε ἡ ἀρετή σου.»
Σὰν εἶπε αὐτὰ τῆς ἀκριβῆς συμβίας του, ποῦ σὲ κάλλη 55
ἀνόμοιαστη ἤτανε στὴ γῆς, παρθῆκαν ἀπ’ τὸν Κάλη
τοῦ Νάλα τὰ συλλοϊκά, κ’ ἐμάκρυνε τρεχάτος,
μὰ πάλι ὁ ρήγας Νάλας μιὰ καὶ δυὸ ξαναφευγάτος
ὅλο στὸ χάνι ἐγύριζε, τὶ ὁ Κάλης ἅρπαζέ τον,
κι’ ἀπὸ τὸν Κάλη ἡ ἀγάπη του σ’ αὐτὴν ξανάφερνέ τον. 60
Καρδιὰ σκιστὴ σὲ δυὸ εἶχε αὐτός, ποῦ ἡ πικρία τόνε θλίβει,
σὰν ἀνεμόκουνια ἔρχονταν καὶ πήαινε στὸ καλύβι.
Μὰ ὁ Κάλης πῆρε τον· τυφλός, τρίσθλιφτος δάκρυα χύνει,
καὶ φεύγει καὶ κοιμάμενην ἐκεῖ τὴν κόρη ἀφίνει.
Νεκρόψυχον τὸν κύριεψαν τὰ μαγικὰ τοῦ Κάλη, 65
τὸ βασιληᾶ, καὶ συλλοὴ στὸ νοῦ του δὲν εἶχε ἄλλη,
καὶ φεύγοντας παράτησε στῆς πίκριας του τὴ θέρμη,
στοῦ λόγγου τὴ γυναῖκα του τὴ μοναξιὰ παντέρμη.
Σά, ρήγα, ὁ Νάλας μάκρυνε ξυπνάει ξαποσταμένη
ἡ Νταμαγιάντη ἡ ὡρηόγοφη σὲ λόγγου ἐρμιὰ σκιαγμένη.
Κ’ ἡ θλιβερὴ μὴ βλέποντας τὸν ἄντρα της τρομάζει,
καὶ ὦ μεγαρήγα, σκούζοντας τὸ Νισχιαντχίτη κράζει:
«Ρήγα τρανέ, σώστη, ἀκριβέ, γιατὶ μ’ ἀφίνεις μόνη; 5
μὲς στὴν ἐρμιὰ τοῦ ρουμανιοῦ τρομάρα μὲ πλακόνει·
πεθαίνω κι’ ἀφανίζομαι! τὸ δίκιο μὴ δὲν ξέρεις;
μή, μεγαρήγα, σ’ ὅ,τι λὲς ἀλήθεια δὲν προφέρεις;
πῶς μιὰ φορὰ κ’ εἶπες μου: «Ναί, μὰ τὴν ἀλήθεια» τώρα
φεύγοντας μ’ ἀπαράτησες στοῦ ὕπνου μου τὴν ὥρα; 10
πῶς ἡ καρδιά σου τὴν πιστή, τὴν ἄξια σου συμβία
νὰ παραιτήσεις βάσταξε, μάλιστα δίχως μία
κἂν ἀδικιὰ ἀπὸ μέρος της; τἄδικο ἀλλοῦθε ὑπάρχει!
Νὰ κάμεις ν’ ἀληθέψουνε σ’ ἐμὲ τὰ λόγια, ἀντράρχη,
μπορεῖς, ποῦ ὀμπρὸς στοὺς φύλακες τοῦ κόσμου πρῶτα ἐμίλειες! 15
Γραφτὴ εἶναι ἡ ὥρα τῆς θανῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ποὺ ἐφίλειες,
ἀντροδαμάλι, ἀλλοιώτικα καὶ ὡρούλα μιὰ μονάχη,
τώρα ποῦ τὴν παράτησες, ζωὴ πῶς μπόρει νἄχῃ;
Δαμάλι τῶν ἀνθρώπωνε, χωράτεψες καὶ φτάνει,
φανίσου, τέλεια ἀνίκητε· σκιάξη, ἄρχοντα, μὲ πιάνει! 20
Φαίνεσαι, ρήγα, φαίνεσαι· νά, Νισχιαντχίτη, ἐφάνης!
Κρύβεσαι στὰ χαμόκλαδα, τί δὲ μοῦ ἀναθιβάνεις;
Ἄρχε ρηγάδων, κρῖμας! ὤχ! σὲ τέτοιο παραδεῖρι
καὶ θρῆνο ἐδῶ νὰ μὴν ἐρθεῖς γιὰ παρηγόριο, κύρη!
Δὲν κλαίω γιὰ μένα, δὲν θρηνῶ γιὰ τίποτ’ ἄλλο: λέω 25
μόνο γιατὶ εἶσαι μοναχός, καὶ σένα, ἀντράρχη, κλαίω·
ἂν πεῖνα, δίψα, βασιληᾶ, καὶ κόπος τυραγνᾶ σε,
πῶς βράδυ στὲς δεντρόριζες μὴ βλέποντάς με θἆσαι;»
Τὴν ἁψυοπικροπλάνταχτη μάνητα πόνου καίει,
κ’ ἐδῶθε ἐκεῖθε τρέχοντας συφοριασμένη κλαίει. 30
Μιὰ κόβεται, σωριάζεται, μιὰ ὁλόρθη ἡ νιὰ πηδάει,
μιὰ σκούζει, μύρεται, καὶ μιὰ τρέμει, λυγοθυμάει.
Κ’ ἡ θλιβερὴ στενάζοντας, σ’ ἄμετρης λύπης κάψες,
λέει ἡ Μπχιμογέννητη ἡ πιστὴ μὲ βογγητὰ καὶ κλάψες:
«Γιὰ ὅποιου κατάρα πλάκωσαν πονόσφαχτον οἱ πόνοι 35
τὸ Νισχιαντχίτη, ἁψύτερος τὸ εἶναι του ἂς πλακόνει
πόνος καὶ ἀπὸ τὸν πόνο μας· καὶ πάθια πιὸ μεγάλα,
ἂς πάθει ἐκεῖνος ὁ κακὸς κι’ ἀπὸ τὸν ἴδιο Νάλα,
ποῦ τοῦτον ὁ κακόγνωμος σὲ βάσανα ἔχει μπλέξει·
στὴν κακορίζικη ζωὴ ποτὲ νὰ μὴν τοῦ φέξει.» 40
Ἔτσι ἔλεε τοῦ τρανόψυχου ρήγα, ἡ συμβία θρηνῶντας,
σὲ λόγγο θεριομόνιαστο τὸν ἄντρα της ζητῶντας.
Καὶ «ἄχ!» καὶ «βάχ!» ὦ βασιληᾶ, μυρόμενη ὁλοένα
ἐδῶθε ἐκεῖθε ἀδιάκοπα τρέχει τοῦ Μπχίμα ἡ γέννα.
Αὐτήν, ποῦ σὰ θαλασσαετοῦ τῆς ἔμοιαζαν οἱ γόοι, 45
κ’ ἔσκουζε κ’ ἔκλαιε ἐλεεινὰ μὲ πικρομυρολόϊ,
ξάφνου τὴ Μπχιμογέννητη, ποῦ αὐτοῦ φτασμένη ψάχνει,
βόας πεινασμένος, ὄφιος μεγάλος τὴν ἀδράχνει.
Κι’ ἀπὸ τὸ φίδι ὁλόζωστη, κεῖ ποῦ στὰ δάκρυα πλέει
λόγου της δὲ συγκλαίεται τὸ Νισχιαντχίτη κλαίει: 50
«Ἐμὲ τὴν ἀπροστάτευτη στὴν προστασία σου μ’ ἔχεις,
φίδι μ’ ἁρπᾶ σὲ λόγγου ἐρμιά, γιατὶ δὲ μὲ συντρέχεις;
Σὰ θυμηθεῖς με, πῶς θὰ ζεῖς στὰ σύγκαλα, στὰ πλούτη,
ὦ Νισχιαντχίτη, ἐλεύτερος ἀπ’ τὴν κατάρα τούτη;
Σὲ κόπου, πείνας βάσανα λυωμένος, Νισχιαντχίτη, 55
ρηγάδων τίγρη, ποιόν, ἀθῶε, θὰ βρεῖς παρηγορήτη;»
Κ’ ἕνας περνῶντας κυνηγὸς τ’ ἀτρύπητο ρουμάνι
τότες τὸ σκούξιμο ἄκουσε καὶ αὐτοῦ μ’ ἀσποῦδα φτάνει.
Πῶς ἦταν ἀπ’ τὸν ὄφιο σφιχτὴ ἡ μεγαλομμάτα
εἶδε κ’ εὐτὺς ὁ κυνηγὸς τὴ ζύγωσε τρεχάτα, 60
κι’ ἀπὸ μπροστὰ τὸν ἔσκισε μὲ κοφτερὸ λεπίδι,
λιάνισε τὸ σερνάμενο, δὲ σπάραξε τὸ φίδι.
Γλύσαντάς την, καὶ λούσαντας, συνήφερέ την πρῶτα
μὲ φαγοπότι, ὦ ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, κ’ ἐρώτα:
«Ποιανοῦ εἶσαι ποῦ τὸ μάτι σου σὲ ζαρκαδιοῦ προσφέρνει; 65
πῶς μὲς στὸ λόγγο εἶσαι, κυρά, ποιὰ συφορὰ σὲ δέρνει;»
Καί, ἀνθρώπων ἄρχε, ὅλα ἐκεινοῦ μ’ ἀλήθεια, σὰ ρωτήθη,
ἡ Νταμαγιάντη, ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, διηγήθη.
Μισόντυτη, παχειόμηρη καὶ παχειοβυζοφόρα,
ἁπαλοαψεγαδόκορμη, γεμοφεγγαροθώρα, 70
καμαροτσινορόμματη, μὲ τῆς μιλιᾶς τὴ γλύκα,
σὰν εἶδε την ὁ κυνηγὸς ζήτεια ἐρωτιᾶς ἐγροίκα.
Μὲ γλυκοτρυφερόλογο στῆς πεθυμιᾶς τὴ φλόγα
ὁ κυνηγὸς τὴν πράαινε κ’ ἡ ἀρχόντισσα τὸ ἐνόγα.
Μὰ ἡ Νταμαγιάντη ἡ ἀντρόπιαστη τὸν εἶχε καταλάβει, 75
τὸν ἄχρειον, κι’ ἀπὸ μάνητα τρανῆς ὀργῆς ἀνάβει.
Καὶ ὁ τιποτένιος, ὁ κακός, ἀδύνατος γιὰ ζόρι,
ν’ ἀστράφτει ἡ ἀκαταδάμαστη σὰ φλόγας ἄκρη ἐθώρει.
Κι’ ἀφοῦ ἦρθε ἡ ὥρα ποῦ ὁ καιρὸς γιὰ λόγια εἶχε περάσει,
ἡ Νταμαγιάντη ἡ θλιβερή, ποὖχε τὸν ἄντρα χάσει 80
καὶ τὸ βασίλειο, στῆς ὀρφῆς πνιγμένη τὴν ἀντάρα,
ἐκεῖνον καταράστηκε μὲ τούτην τὴν κατάρα:
«Τὸ Νισχιαντχίτη, ἄλλον ποτὲ στὸ νοῦ μου ἐγὼ δὲν εἶχα!
Ἔτσι ὁ τρισάθλιος κυνηγὸς στὸν τόπο νὰ ξεψύχα!»
Ὁ κυνηγὸς τὸ λόγο της γρικάει δὲν ἀγρικάει, 85
χάμου σωριάζεται ἄψυχος, σὰν τὸ δεντρὸ ποῦ ἐκάη.
Τὸν κυνηγὸ σὰ σκότωσε προβῆκε ἡ λωτομάτα
μὲς σὲ ρουμάνια ἔρμα, φριχτά, τζιτζιριστά, γεμάτα
λιόντες, καπλάνια, τίγρηδες, βουβάλια, ἀρκοῦδες, λάφια,
μ’ ἀρίφνητα πετούμενα, μ’ ἄγριων κλεφτῶν ἐσνάφια,
πήχτρα ἀπὸ σαλοφιλουριές καὶ μπάμπουκαλαμιῶνες, 5
ἀπὸ γκρισλέες, ἀγριοσουκιὲς κι’ ἀμπανοζιοδεντρῶνες,
μαζὶ μὲ κομμιδόδεντρα, κατάππες, τερμινάλιες,
μ’ ἀρτζοῦνες καὶ μὲ μέλεγες, νταλβέργες καὶ σαλμάλιες,
ροδομηλιές, μαγγόδεντρα, λῶδρες, γαντζιές, παντμάκες,
σάλες καὶ σπανοκάλαμα, καδάμπες κι’ ἀμαλάκες, 10
πλάξχες καὶ κουβαροσουκιὲς καὶ τζιντζιφιές, μπανάνες
πλήθιες κ’ ἰνδοπορτοκαλιές, μαζῆ καὶ μπουχανάνες
πλατύφυλλες καὶ φοινικιὲς πολλὲς καὶ χαριτάκια
μυρόβολα καὶ χουρμαδιὲς καὶ πλήθια βιφιτάξια.
Κ’ εἶδε βουνά, λογῆς λογῆς μὲ πλούτια μέσα χίλια, 15
λογγάρια πολυλάλητα, θιᾶμα φαράγγια σπήλια,
ποτάμια, ρεῖθρα καὶ λιμνιὰ κι’ ἄμετρα ἀγρίμια, ὀρνίθια,
πισάτσες, ράξχασες φριχτοὺς κι’ ὀφιοδαιμόνια πλήθια,
βάλτους, ψαρόλιμνες, βουνῶν κορφάδες καὶ συνάμα
παντοῦ ροὲς θεώρατες καὶ καταρράχτες θιᾶμα. 20
Κοπαδιαστὰ τῶ Βινταρμπχῶν ἡ ρηγοθυγατέρα
βουβάλια, φίδια, ἀγριόχοιρους κι’ ἀρκούδια ἐκεῖ εἶδε πέρα.
Ἡ τυχερὴ καὶ ψυχερή, μὲ δόξας λαμπροσύνη,
ἠ ἔρμη τὸ Νάλα ψάχνοντας νὰ βρεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη,
δὲ σκιάχτηκε, ἡ Βιντάρμπχαινα, τοῦ ρήγα Μπχίμα ἡ γέννα, 25
ἐδῶθε ἐκεῖθε τρέχοντας, ἀπ’ ὅλα αὐτὰ κανένα.
Σὲ λόγγου φρίκη φτάσαντας ἡ Βινταρμπχοαυγατίστρα,
καυτὴ ἀπ’ τὰ πάθια τ’ ἄντρα της, πικρή, μοιρολογίστρα,
μὲ τὸ κορμί της, βασιληᾶ, ποῦ ἡ θλίψη τὸ φυραίνει
τ’ ἀντρὸς της, χάμου ξαπλωτὴ στὲς πέτρες, ἔτσι κρένει: 30
«Τῶ Νισχιαντχῶν, πλατύστηθε, γενάρχη, μακροχέρη,
ρήγα, ποῦ πᾶς καὶ μ’ ἄφησες σ’ ἔρμου ὀρμανιοῦ λημέρι;
Πῶς, ἥρωα, ἐσὺ ποῦ ἐπρόσφερες σφαχτῶν ἱεροπραξία
πλούσια, μὲ πρώτη, ὦ ἀντρότιγρη, τὴν ἀλογοθυσία,
μὲ μένα ψεύτης φάνηκες; Ὦ τῶν ἀνθρώπων πρῶτε, 35
τὸ λόγο ποὖπες, τρίλαμπρε, καλόηθε, ὀμπρὸς μου τότε,
δαμάλι τῶ ρηγάδωνε, γιὰ στρέξε καὶ θυμήσου!
Κι’ ὅ,τι εἶπαν οἱ χρυσόκυκνοι σιμὰ στὴν πινομή σου,
κι’ ἀκόμα ἐκεῖνα πὤκριναν οἱ ἀγεροδρόμοι ὀμπρός μου
γιὰ καταδέξου νὰ σκεφτεῖς, κύριε τοῦ γήϊνου κόσμου! 40
Στὴ μιὰ μεριὰ τῆς ζυγαριᾶς οἱ Τετραβαῖντες καὶ οἱ Ἄγκες
καὶ μ’ ὅλο, ὦ τίγρη τῶν ἀντρῶν, τὸ μάκρος τους οἱ Οὐπάγκες,
ποῦ ἐσὺ τὰ καλοδιάβασες, στὴν ἄλλη ἡ ἀλήθεια μόνη,
ἄσφαλτα μὲ τὸ βάρος της αὐτὴ τ’ ἀντισηκόνει.
Γιὰ δαῦτο κλίνε, ὀχτροφονηᾶ, νὰ κάμεις, ἀντροκύρη, 45
μπροστά μου ὅ,τι εἶπες, ἥρωα, σ’ ἀλήθεια νὰ ξεγύρει.
Ἄσφαλτα ἡ ἀγάπη σου, ἥρωα, τοῦ ἀθώου δὲν εἶμ’ ἐσένα;
τί μὲς στὸ δάσος τὸ φριχτὸ δὲν ἀπαντᾶς μου ἐμένα;
Ἐμένα διαπλατόστομος, φριχτός, μὲ σκιάχτρου μπόϊ,
ὁ λιμασμένος βασιληᾶς τῆς ἐρημιᾶς μὲ τρώει· 50
γιατὶ νὰ γλύσεις μὲ ἀψηφᾶς; δὲν εἶπες δὲν ξανᾶπες:
«Ἄλλες ἀπ’ τὴν ἀγάπη σου δὲ θὰ γνωρίσω ἀγάπες;»
Σ’ ὅ,τι εἶπες, ρήγα, ἀληθινός, καλόηθος στέρεος στέκα
στὴ δακρυοζάλιστη, ἄντραρχε, τοῦ πόθου σου γυναῖκα.
Ὁ ποθητὸς στὴν ποθητή, προστάτη, πῶς δὲν κρένεις 55
τῆς ἀχαμνῆς, βαρειόμοιρης, λερῆς, ξεθωριασμένης,
τῆς ἔρμης, ἀπροστάτευτης, τῆς μισοντυμοφόρας,
ποῦ κλαίω καὶ μύρομαι, ἄρχοντα τῆς γῆς τῆς πλουτοδώρας,
σὰν πλατυομάτα ἀπ’ τὴν κοπὴ λαφίνα ἂν ἀλαργάρει,
δὲ μοὔχεις ἔγνοια, εὐγενικέ, καμιά, ὀχτροκυνηγάρη; 60
Ἐσέ, μεγάλε βασιληᾶ, σ’ ἀγριώματα μεγάλα
ἡ Νταμαγιάντη κράζω ἐγώ, τί δὲ μοῦ κρένεις, Νάλα;
Τίμιε, ἀπὸ σόϊ, μὲ ὁλόβολη κορμοστασιὰ πανώρια,
σήμερα, ὦ κάλλιε τῶν ἀντρῶν, σὲ τοῦτα ἐδῶ τὰ ὅρια
δὲ βλέπω σε, τῶν Νισχιαντχῶν ὦ βασιληᾶ, κοντά μου 65
στεκάμενον, καθούμενον, ἢ ξαπλωμένον χάμου,
ἢ κατὰ μένα ἐρχάμενον, ἐσὲ τὸν κάλλιον ἄντρα,
μέσα στὸ σκιαχτερώτατο ρουμάνι, ὅπου ’ναι τ’ ἄντρα
τῶν τίγριδων καὶ λιονταριῶν! Καὶ ποιόνε θὰ ρωτήσω,
μεγαλωτῆ τοῦ πόνου μου, στὸν πόνο τὸν περίσσο, 70
ποῦ ἐμὲ τὴν ψυχοπάθιαση καίει γιὰ δική σου αἰτία:
«Τὸ ρήγα Νάλα ἔλαχε ἐδὼ νὰ ἰδεῖς στὴν ἐρημία;»
Σήμερα ποιὸς θὰ εἰπεῖ μου πῶς: «Ὁ ρήγας τριγυρίζει
στὸ λόγγο ὡραῖος, τρανόψυχος, ποῦ ἀσκέρια ὀχτρῶν τσακίζει,
ὁ Νάλας, ὁ ἄρχος ποῦ ζητᾶς, ὁ λωτομάτης νά τος!» 75
ποιόνε θ’ ἀκούσω αὐτὸ νὰ εἰπεῖ στὸ μίλημα μελᾶτος;
Μὲ τὸ μουσοῦδι κατὰ ἐμὲ λαμπρόπρεπος ζυγόνει
τίγρης, τοῦ λόγγου βασιληᾶς μὲ κάθε του σιαγῶνι
τρανό, μὲ δυὸ σκυλόδοντα μεγάλα ἀρματωμένο,
ἄφοβη καταπάνου του τότε κ’ ἐγὼ προβαίνω: 80
«Τῶ ζωντανῶν ὁ ἐξουσιαστὴς εἶσαι ἡ εὐγενία σου κ’ ἔχεις
γιὰ βασιλεία σου τοῦτο ἐδὼ τὸ δάσος· ἂς κατέχεις
πῶς εἶμαι ἐγὼ τοῦ βασιληᾶ τῶ Βινταρμπχῶ βλαστάρι
καὶ Νταμαγιάντη κράζομαι καὶ γι’ ἄντρα μου ἔχω πάρει
τὸ Νάλα τὸ Νισχιάντχαρχο, ποῦ κάθε ὀχτρὸ σκοτόνει· 85
τὸν ἄντρα μου ἀξιοδάκρυτη πικρὴ γυρεύω μόνη.
Τὸ Νάλα ἀνίσως, βασιληᾶ τῶ ζωντανιῶ, σὲ κάποιο
μέρος ἐσὺ εἶδες, πές μου το καὶ δόσε μου θαράπιο.
Μὰ γιὰ τὸ Νάλα ἂ δὲ μοῦ πεῖς, τὴν ἐρημιᾶς ὦ ρήγα,
φάγε με, κάλλιε ἀπὸ τὰ ζᾶ, καὶ τὸν καϋμό μου σίγα.» 90
Μὰ κι’ ὁ ἴδιος ὁ ἀγριμιόρηγας φεύγει ἀπ’ τὸν ἔρμο λόγγο,
σ’ ὡρηόνερα κατάγιαλα γρικῶντας μου τὸ βόγγο.
Τοῦτον τὸν πετροβούναρο ποῦ ξάστερος ψηλόνει
μὲ τὲς πολλὲς λαμπρὲς κορφὲς ποῦ ἡ κάθε μιά τους σώνει
τὸν οὐρανό, μὲ χρώματα κάθε λογῆς καὶ χάρη 95
γεμᾶτος, μέταλλα ἄμετρα καὶ πετραδιῶ λογάρι
φορῶντας, μυριοστόλιστος σὰ φλάμπουρο στημένος
τοῦ τριςμεγάλου ρουμανιοῦ, παντοῦ κατοικημένος
ἀπὸ λιοντάρια, τίγρηδες, ἐλέφαντες, ἀρκούδια,
ζαρκάδια κι’ ἀγριογούρουνα, κι’ ὁλοῦθε ἀπὸ τραγούδια 100
πετοὺμενων πολύχρωμων ἀρίφνητων ἀχῶντας,
καὶ δεντρικὰ πολύανθα πλουμίδια του φορῶντας:
ἀσῶκες, κομμιδόδεντρα, γκρισλέες, κασσιοκαλάμια,
πουνάγκες, βάκουλες, σουκιές, ζωσμένος μὲ ποτάμια,
ποῦ λούζουν ἄμετρα πουλιά, πολύκορφος γιὰ πρῶτον, 105
τὸ ρήγα τοῦτον τῶ βουνῶν, τὸ βασιληᾶ, ἐρωτῶ τον:
«Καλότυχε, ἀρχιασάλευτε, θιόφαντε, δοξασμένε,
ἀσυλοδότη βούναρε, μυριοχαριτωμένε,
ἂς ἔχεις δόξασμα· ἐγὼ ἐσὲ μ’ εὐλάβεια ἐνῶ ζυγόνω,
προσπέφτω σου, βασιλικὸ γνώρισε ἐμένα γόνο· 110
μάθε πῶς νύφη βασιληᾶ καὶ βασιληᾶ εἶμαι ταῖρι,
ἡ Νταμαγιάντη ἔτσι μὲ λὲν καὶ ὁ κόσμος μένα ξέρει.»