Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μύθος 8: Κόραξ και αλώπηξ

Από Βικιθήκη
Κόραξ και αλώπηξ
Συγγραφέας:
Απόδοση του αισώπειου μύθου Κόραξ και αλώπηξ.


Εἰς τὴν κορυφὴν πτελέας μαῦρος κόραξ καρφωμένος
εἰς τὸ στόμα του τυρὸν
κάτασπρον καὶ δροσερὸν
ἔφερε κλεμμένον μόλις ἀπὸ πρόγευμα ποιμένος·
'ς τὴν ὀσμήν του ἐτρελάθη
εἰς τῶν θάμνων της τὰ βάθη
πονηρὴ καὶ δολοπλόκος ἀλεποῦ κι' αὐτῆς ἡ γλῶσσα
αὐτὰ ἤρχισε νὰ κόπτῃ καὶ νὰ ῥάπτῃ, κι' ἄλλα τόσα·
«Πτηνὸ κάλλους καὶ χαρίτων!
Κόρακά μου! καλημέρα!
Ἀρχικόρακα! πῶς ἦτον
καὶ κατέβης τὸν αἰθέρα;...
Ὁ ταχύτερα πετῶν
καὶ ἀπὸ τὸν ἀετὸν
καὶ κρατῶν εἰς τὰ πλευρὰ
τοῦ ταῶνος τὰ πτερὰ
ἢν ἂν εἶχες γλυκὺ στόμα
καθὼς ἔχεις λευκὸ σῶμα!
καὶ μᾶς ἔδειχνες ἓν μέλος τῆς φωνῆς σου τῆς κρυμμένης,
ἄνακτα ἤθελαν σ' ἔχει τὰ πτηνὰ τῆς οἰκουμένης.»

Γλυκανθεὶς εἰς τοὺς ἐπαίνους καὶ ἐν πομπῇ ζητὼν καὶ δόξη,
τὴν βασιλικὴν φωνήν του νὰ ἐκχύσῃ καὶ νὰ κρώξῃ,
ἄνοιξεν ὁ κόραξ στόμα καὶ τοῦ ἔπεσε τοῦ χάχα
τὸ τυρί... ἁρπάζουσά το «αὐτὸ εἶναι ὅλο τάχα;»
ἔκραξεν ἡ ἀλεποῦ
καὶ μὴν τρίβηκε καὶ ποῦ;
τὸ κατέχαψε καὶ εἶπεν, «ἕνα ἔτι, μυελὸς
σὲ χρειάζεται καὶ τότε ἄναξ γένεσαι καλός·
τὸ τυρὶ αὐτὸ ἀξίζει
τὴν ἐξῆς μου συμβουλίτσαν, ἥτις θησαυροὺς ζυγίζει·
ποτὲ φίλε κόρακα
μὴν ἀκούσῃς κόλακα·
ἂν ὁ κόραξ ἐξορύττῃ ὀφθαλμοὺς ἀποθανόντων,
ἐξορύττει κόρακά μου μυελοὺς ὁ κόλαξ ζώντων.»