Μάγκας/Κεφάλαιο ΙΗ

Από Βικιθήκη
Μάγκας
Συγγραφέας:
ΙΗ'. Αιχμαλωσία


Περάσαμε πάνω από το λόφο, κατεβήκαμε στη θάλασσα και ακολουθήσαμε την ακρογιαλιά. Εκεί που πηγαίναμε, είδαμε έναν αράπη ψαρά, που κάθουνταν πλάγι σ' ένα ζεμπίλι ψάρια κι έτρωγε μια φτενή πίτα με ντομάτα ωμή. Καθώς πέρασα κοντά του, άπλωσε βιαστικά το χέρι να με πιάσει. Του ξέφυγα και στάθηκα μπροστά του με τ' αυτιά ορτσωμένα, έτοιμος να ορμήσω στα γυμνά πόδια του. Εκείνος έκοψε ένα κομμάτι πίτα και μου την πρόσφερε. Και τέτοια ήταν η πείνα μου, που ξέχασα την αντιπάθεια μου για τα γυμνά πόδια του και ρίχθηκα στην πίτα.

- Πρόσεχε, θα σε πιάσει! φώναξε ο φίλος μου.

Μα ήταν πια αργά. Δεν πρόφθασα να σταματήσω. Ο Αράπης με είχε γραπώσει, με έχωνε μεταξύ στα γόνατα του, και μ' έσφιγγε τόσο, που κόβουνταν η αναπνοή μου και δεν μπορούσα να κουνήσω. Έλυσε τότε το λουρί του κολάρου μου, τον έβγαλε από τον λαιμό μου, τον ζύγισε στο χέρι του, και τον έχωσε στον κόρφο του. Ύστερα έβγαλε ένα χοντρό σπάγο και μου τον έδεσε στο λαιμό.

- Και τώρα τι θα γίνω; μούγκρισα απελπισμένος.

- Πρόσεχε, μου είπε τότε ο σύντροφος μου. Θα στρέψω την προσοχή του στο ζεμπίλι και συ κοίταξε να ξεκόψεις.

Και καθώς αποτελείωνε ο Αράπης τον κόμπο, σίμωσε ο φίλος μου το ζεμπίλι, άρπαξε ένα ψάρι στα δόντια του και αναποδογύρισε το ζεμπίλι ολόκληρο. Έβγαλε ο Αράπης μια βρισιά κι έσκυψε να τον χτυπήσει. Την ίδια ώρα τινάχτηκα από τα γόνατα του ξαφνικά, έχασε αυτός την ισορροπία του κι έπεσε ανάσκελα.

- Δρόμο τώρα, δρόμο! φώναξε ο σύντροφος μου. Και όρμησε κατά τους στρατώνες.

Άρπαξα κι εγώ την πίτα που είχε κυλήσει από τα γόνατα του φελάχου, την έκανα δυο βουκιές και τον ακολούθησα πηλάλα, σέρνοντας το σπάγο πίσω μου. Γύρισα να δω τον ψαρά. Είχε σηκωθεί, και βρίζοντας μας κυνήγησε λίγο δρόμο. Μα πάλι στάθηκε, μας έριξε μερικές πέτρες και γύρισε στα σκόρπια ψάρια του. Σταματήσαμε κοντά στους στρατώνες, και ο φίλος μου ακούμπησε χάμω το ψάρι.

- Έλα, είπε. Θα το μοιραστούμε.

Πεινούσα πολύ, μα το ψάρι ήταν μικρό, και ήξερα πως μεγαλύτερο και αν ήταν, πάλι δε θ' αρκούσε να χορτάσει τον πεινασμένο σύντροφο μου. Του είπα:

- Φάγε το συ, που είσαι νηστικός. Εγώ έφαγα καλά το πρωί.

- Έλα τώρα, μη λες ανοησίες, θα το φάμε μαζί, είπε κείνος. Εσύ δε θα μου έδινες τη μισή πίτα, αν σου την είχε δώσει ο Αράπης; Λοιπόν πάρε το μισό ψάρι.

Ντράπηκα φοβερά. Την πίτα την είχα καταβροχθίσει εγώ, χωρίς να συλλογιστώ τον πεινασμένο σύντροφο μου. Με χαμηλωμένη την ουρά μου το ομολόγησα.

- Την έπιασα, του είπα, και την έχαψα. Εκείνος γέλασε.

- Ε, τώρα! είπε καλόκαρδα. Ούτε προσφάγι δεν ήταν η πίτα! Το ψάρι όμως είναι τροφή. Φάγε, φίλε.

Και μου το έβαλε κάτω από τη μύτη. Ήταν μεγάλη η πείνα μου, και πριν να καλοσκεφθώ, έδωσα μια δαγκωματιά και κατέβασα το μισό. Εκείνος ήσυχα και αργά έφαγε το υπόλοιπο. Έξαφνα θυμήθηκα τη Γιαγιά και την Άννα και τη γάτα και τον κυρ-Θανάση. Και μούδιασα.

- Μου φαίνεται πως κάναμε κάτι κακό, είπα.

- Τι κάναμε;

- Φάγαμε ξένο ψάρι. Ο άλλος γέλασε.

- Κι ύστερα; έκανε.

- Δεν έπρεπε. Ήταν κακό, είπα.

- Μπα; Γιατί;

Ένιωσα μια δυσάρεστη αίσθηση, πως κάτι μας χώριζε, πως δε συνεννοούμασταν πια, πως μιλούσαμε άλλη γλώσσα ο καθένας μας. Του είπα στενοχωρημένα:

- Εκλέψαμε το ψάρι. Δεν το νιώθεις;

- Και ύστερα; επανέλαβε κείνος αδιάφορα. Στενοχωρήθηκα ακόμα περισσότερο.

- Είναι κακό να κλέβεις, φώναξα.

Με κοίταξε κείνος με τα μελαγχολικά συλλογισμένα του μάτια.

- Μη σκοτίζεσαι γι' αυτό, μου είπε ήσυχα. Αυτός ο ίδιος ήταν κλέφτης. Πήρε τον κολάρο σου, και ακόμα λίγο σ' έπαιρνε και σένα.

Τον κοίταξα μπερδεμένος.

- Ναιαιαι; έκανα διστακτικά.

Τι θα έλεγε η Γιαγιά; Κάτι μέσα μου διαμαρτυρούνταν.

- Μα κι εμείς κάναμε σαν κι αυτόν, γινήκαμε κι εμείς κλέφτες, είπα, γυρεύοντας να εξηγήσω εκείνο που ένιωθα.

- Κλέφτες;

Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε με απορία.

- Μα δεν κλέψαμε τίποτα! Πήραμε μονάχα ένα ψαράκι.

- Αφού δεν ήταν δικό μας, το κλέψαμε. Δε φαίνουνταν να καταλαβαίνει.

Τότε του διηγήθηκα την ιστορία της γάτας που έκλεψε το ψάρι του κυρ-Θανάση, και το θυμό του μάγειρα, και την αγανάκτηση της Άννας και την αναστάτωση όλου του σπιτιού εναντίον της κλέφτρας γάτας.

- Και όμως το ίδιο κάναμε κι εμείς, του εξήγησα. Πήραμε ψάρι που δεν ήταν δικό μας, αφού δε μας το είχε χαρίσει ο ψαράς.

- Μα αν περιμέναμε να μας το χαρίσει, δε θα μας τόδινε ποτέ! μου αποκρίθηκε.

- Λοιπόν δεν έπρεπε να το φάμε!

Και πάλι δε φαίνουνταν να καταλαβαίνει. Θυμήθηκα μερικά λόγια της Γιαγιάς. Και του είπα:

- Η μαμά σου υποθέτω, δε θα σου τα είπε ποτέ αυτά, και γι' αυτό δεν τα ξέρεις.

- Μα και την πίτα δε σου την είχε χαρίσει ο ψαράς, και την έφαγες όμως ολόκληρη, είπε ο φίλος μου.

Κοντοστάθηκα μια στιγμή. Τωόντι, μου είχε προσφέρει ο ψαράς μια βούκα, όχι όμως και το μεγάλο κομμάτι. Μ' αμέσως πάλι ξαναβρήκα την ισορροπία μου. Ποτέ δεν έγινε ζήτημα για πίτα στο σπίτι.

- Δεν είναι το ίδιο, είπα. Η πίτα είναι πίτα και το ψάρι είναι ψάρι.

- Σωστά, μουρμούρισε ο σύντροφος μου. Πολλή ώρα έμεινε συλλογισμένος.

Στο τέλος μου είπε:

- Έλεγες πριν πως τα λόγια μου ξύπνησαν μέσα σου καινούριες ιδέες. Μα κι εγώ μπορώ να πω το ίδιο τώρα για σένα, αν και δεν κατάλαβα καλά τι διαφορά κάνει το ψάρι από την πίτα, μιας και τα κλέψεις και τα φας και τα δυο. Θα ξέρεις όμως εσύ καλύτερα. Μα τόσα χρόνια τώρα, που ζω τρώγοντας ό,τι αρπάξω, ποτέ δε μου πέρασε από το κεφάλι πως όταν αρπούσα ψάρι έκλεβα. Έπρεπε να σ' απαντήσω εσένα για να το μάθω. Και σ' ευχαριστώ.

Τόση υπερηφάνεια με φούσκωσε με τα λόγια αυτά, που δε στάθηκα να σκεφθώ την απορία του συντρόφου μου. Άλλη φορά θα με είχε ρίξει και μένα σε κόσμο από αντιλογίες η ίδια απορία, γιατί να επιτρέπεται για πίτα εκείνο που απαγορεύονταν για ψάρι. Μα τώρα δε στάθηκα να σκεφθώ. Του είπα, κορδωμένος:

- Βλέπεις, αυτά τα μαθαίνεις με την ανατροφή.

Ο σύντροφος μου με κοίταξε με τόση μελαγχολία στο βλέμμα, που μετάνιωσα ευθύς για τα ανόητα αυτά λόγια μου.

- Έχεις δίκιο, είπε. Εγώ δεν έχω ανατροφή. Εγώ είμαι αραπόσκυλο. Εγώ είμαι γέννημα και θρέμμα του δρόμου.

- Καθόλου, διέκοψα, φουρκισμένος με τον εαυτό μου. Είσαι ευγενέστατος! Τι φταις εσύ αν δε σου είπε η μαμά σου πως δεν πρέπει ν' αγγίζεις ψάρι ξένο; Αυτές είναι θεωρίες των ανθρώπων, κι εγώ απ' αυτούς τα έμαθα.

- Αν είναι θεωρίες των ανθρώπων, γιατί έκλεψε ο ψαράς τον κολάρο σου; ρώτησε ο φίλος μου. Ή μήπως αυτό επιτρέπεται, επειδή δεν είναι ψάρι;

Αυτή η ερώτηση μας έριξε και τους δυο σε πολύ βαθιά συλλογή.

- Ξέρεις; του είπα. Νομίζω πως αν ζήσομε μαζί πολύν καιρό, θ' ανακαλύψομε πολλά σοφά πράματα. Εσύ ξυπνάς μέσα μου ιδέες, κι εγώ σου μαθαίνω όσα άκουσα από τους ανθρώπους, με τους οποίους έζησα περισσότερο από σένα. Θέλεις να κατοικήσομε μαζί;

- Γρήγορα θα βαρεθείς τη ζωή που κάνω εγώ, αποκρίθηκε ο σύντροφος μου. Εσύ είσαι καλομαθημένος.

- Να δούμε. Ωστόσο, ας δοκιμάσομε. Πώς σε λένε;

- Δεν έχω όνομα, γιατί ποτέ δεν είχα αφέντη. Αναμεταξύ στους συντρόφους μου, είμαι γνωστός ως Αφράτος.

- Δεν μπορώ να πω πως σου ταιριάζει τ' όνομα σου, είπα αναμετρώντας τα κόκαλα του.

- Ίσα - ίσα, γι' αυτό μου το δώσανε... Μια μέρα που ετοιμαζόμουν να φάγω ένα κεφάλι ψαριού, που το είχα κερδίσει ύστερα από μάχη, δαγκάματα και σχίσιμο αυτιών, είδα μεταξύ στους πεινασμένους μου συντρόφους, που με κοίταζαν ζουλιάρικα, μια νόστιμη κοπέλα μ' ένα μαύρο λεκέ στο αριστερό μάτι της. Τη λυπήθηκα, γιατί φαίνουνταν να πεινά πολύ. Αντί λοιπόν να το φάγω, της το πρόσφερα. Ένας μεγάλος ψωριασμένος, που δεν είχε τολμήσει να τα βάλει με μένα, όρμησε να της το πάρει. Ρίχθηκα πάνω του και τον δάγκασα στο μούτσουνο. Και όσο έφευγε αυτός, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, η νόστιμη κοπέλα ξάπλωσε πίσω τ' αυτιά της για να μ' ευχαριστήσει, κι ένας άλλος σκύλος, που κι αυτός λιμπίζουνταν το ψαροκέφαλο, μα που δεν τολμούσε να το αγγίξει, μου είπε με ειρωνεία: «Εσύ με αέρα θα χορτάσεις. Γι' αυτό είσαι και τόσο αφράτος». Όλοι γέλασαν. Και το παρατσούκλι μού κόλλησε. Από τότε με λένε Αφράτο. Αμέ σένα;

- Εμένα με λένε Μάγκα.

Όλη αυτή η κουβέντα γίνουνταν απέξω από τους στρατώνες, πλάγι σ' ένα αυλάκι όπου είχαμε πιει νερό. Βήματα μας διέκοψαν. Και την ίδια ώρα, δυο στρατιώτες, με κόκκινο αμπέχονο και μαύρο σχιστό σκουφάκι, πρόβαλαν από τη γωνιά του τοίχου. Μας είδαν και σταμάτησαν. Ο ένας μας σφύριξε να σιμώσομε. Πλησιάσαμε αμέσως, μήπως μας δώσει κάτι να φάμε. Μα δε βαστούσε τίποτα. Άπλωσε το χέρι να με πιάσει, μα τον απέφυγα.

- Φέρε δόλωμα, είπε του συντρόφου του.

Κι έφυγε ο άλλος τρεχάτος, και ξαναγύρισε με μια γαβάθα κόκαλα.

- Να άνθρωπος καλός, είπα μ' ενθουσιασμό, πηδώντας να φθάσω τη γαβάθα στο χέρι του στρατιώτη.

- Μη βιάζεσαι, είπε ο σύντροφος μου. Κάποιο σκοπό θα έχουν.

Δεν πρόφθασε να το πει, και, καθώς ακούμπησε η γαβάθα χάμω και άπλωσα τη μύτη μου να πάρω ένα κόκαλο, έπιασε ο στρατιώτης το σπάγο του ψαρά, δεμένο στο λαιμό μου, και με σήκωσε στα χέρια του.

- Ολράιτ! φώναξε ο σύντροφος του. Δώσ' τα κόκαλα του κοκαλιάρη και πάμε μέσα.

- Αφράτο! Σώσε με! φώναξα απελπισμένος.

- Ξέφυγε του! μου έγνεψε ο Αφράτος. Γρήγορα.

- Δε μπορώ! Με σφίγγει!

Ο Αφράτος ήλθε τρεχάτος κοντά μου. Είδε τα χέρια του Άγγλου γύρω μου, και αντελήφθηκε ευθύς την κατάσταση.

- Μη χάσεις το θάρρος σου, μου αποκρίθηκε. Να σε σώσω εγώ δε μπορώ, ούτε όμως θα σου κάνει αυτός κακό. Κοίταξε μόνο να βρεις τρόπο να ξεκόψεις εσύ.

Ο στρατιώτης που με βαστούσε έδιωξε τον Αφράτο με το πόδι, μ' έμπασε σε μια μάντρα κι έκλεισε την πόρτα.

- Σε χτύπησε, Αφράτο; φώναξα.

- Όχι, μου αποκρίθηκε κείνος απέξω. Μ' έσπρωξε μόνο. Δε χτυπούν αυτοί τα ζώα, μη φοβάσαι. Κι εγώ, εδώ απέξω θα είμαι πάντα. Αν με χρειαστείς, φώναξε με.

Σε μια γωνιά της μάντρας ήταν σωριασμένες άδειες κάσες και βαρέλια. Ο στρατιώτης διάλεξε ένα γερό βαρέλι, έστρωσε μέσα μερικά άχυρα, κι έδεσε την άκρη του σπάγου μου σ' ένα καρφί. Ο σπάγος μου ήταν αρκετά μακρύς, ώστε να μπαινοβγαίνω ελεύθερα στο βαρέλι. Με χάιδεψε τότε, και βγήκε από την αυλή.

- Αφράτο! φώναξα.

Μα δε μ' αποκρίθηκε κανείς. Τράβηξα το σπάγο, μα ήταν γερός, δεν έσπασε. Ξαπλώθηκα στ' άχυρα μελαγχολικός και αποθαρρυμένος. Σε λίγο επέστρεψε ο στρατιώτης, με μια γαβάθα σούπα και ψωμί. Αν και τόσο λυπημένος, τα έφαγα μ' ευχαρίστηση. Γιατί πεινούσα πολύ. Το μισό ψαράκι και η πίτα του Αράπη, μόνο που μου είχαν ανοίξει την όρεξη. Ύστερα χώθηκα στο βαρέλι και κοιμήθηκα.