Μάγκας/Κεφάλαιο ΙΖ

Από Βικιθήκη
Μάγκας
Συγγραφέας:
ΙΖ'. Η φυγή


Δεν είχα καταλάβει τίποτα, ούτε τι κακό έκανα, ούτε γιατί πόνεσα τη μύτη μου, ούτε γιατί χάθηκε έξαφνα από μπροστά μου ο σκύλος που με είχε προσβάλει, ούτε πού βρέθηκαν τα γυαλιά που πλημμύρισαν τη βιβλιοθήκη κι έριξαν κάτω ένα σωρό πράματα που στέκουνταν εκεί. Και ιδίως δεν κατάλαβα τι γίνηκε το παραθυράκι στην ανεμοζάλη αυτή.

Ένα μόνο ήξερα. Πως η Γιαγιά και ο Λουκάς και οι δίδυμες ήταν θυμωμένοι μαζί μου, πως θα θύμωνε και η κυρά μου, πως έκανα ζημιά, και πως θα μ' έδερνε. Και η καρδιά μου χτυπούσε τούμπανο. Πήγα στο στάβλο να βρω τον Μπόμπη, να του πω τη λύπη μου. Μα σα μπήκα μέσα, γύρισε κείνος και με κοίταξε με ύφος τόσο ψυχρό, που πάγωσα.

- Τι έχεις, Μπόμπη; ρώτησα.

- Δε μ' αρέσουν τα πειράγματα, είπε ο φίλος μου. Και γύρισε το πρόσωπο από την άλλη μεριά. Έτρεξα κοντά του.

- Πότε σε πείραξα; ρώτησα.

- Δεν πείραξες εμένα, αλλά πείραξες τη Ντέιζη. Αν δεν της έβαζες το αγκυλάκι σου, δε θα κλωτσούσε όπως κλώτσησε, και δε θα μάτωνε το πόδι της, που θα την πονεί για μέρες, και θα την εμποδίσει να βγάλει τ' αφεντικά. Έπειτα έγινες αιτία μεγάλης ζημιάς. Με τις κλωτσιές, έσπασε η Ντέιζη το τιμόνι της βικτώριας, και την έγδαρε τόσο, που πρέπει τώρα να πάγει στο μάστορη. Είσαι πειραχτήρι και ζημιάρης. Φύγε από δω, δε σ' αγαπώ.

Έμεινα άφωνος. Τι να πω; Έχωσα την ουρά μου ανάμεσα στα σκέλια μου, και ντροπιασμένος βγήκα από το στάβλο και κρύφθηκα μέσα στα λουλούδια. Πού να ήξερε ο Μπόμπης τη δεύτερη μεγάλη ζημιά της βιβλιοθήκης...

Ήμουν και πολύ λυπημένος. Πώς να είμαι έτσι κακός χωρίς να το θέλω; Ξαπλώθηκα μέσα στα λουλούδια, και άφησα τις τύψεις μου να με τρων. Ευτυχώς με πήρε ο ύπνος σε λίγο. Δεν κοιμήθηκα όμως καλά. Όλο όνειρα έβλεπα και τρομάρες, και κυράδες θυμωμένες που με πετούσαν έξω ή μ' έδερναν με το καμτσίκι του αφέντη. Ξεπετιόμουν από τον ύπνο και άλλαζα θέση. Μα πάλι οι ίδιες τρομάρες με κυνηγούσαν.

- Πρέπει κάτι να κάνω, να ξεπλύνω τις αμαρτίες μου, συλλογίστηκα. Μα τι να κάνω, που ούτε μια γάτα δεν παρουσιάζεται πια;

Αμάξι ακούστηκε. Πλησίαζε. Σταμάτησε. Από πίσω από τα λουλούδια, είδα την κυρία Βασιωτάκη που κατέβαινε, πλήρωνε τον αμαξά, κι έμπαινε στο περιβόλι.

- Να βγω ή να μη βγω; στοχάστηκα. Έμαθε άραγε, ή δεν ξέρει ακόμη τη ζημιά της βιβλιοθήκης;... Αχ και να παρουσιάζουνταν, τώρα, ευθύς, γάτα ή ποντικός, οτιδήποτε, που να το πνίξω και να παρουσιαστώ μπροστά της με τον εχθρό στο στόμα, ασπροπρόσωπος...

Την ώρα που αμφιταλαντεύουμουν τι να κάνω, άκουσα κάτι περίεργους ήχους, άγνωστους για μένα. Έβγαλα το κεφάλι μου από μέσα από τα φύλλα και είδα στη μέση μιας πράσινης χλόης, ένα καφάσι ξύλινο, όπου ήταν κλεισμένη μια κότα. Από το καφάσι, σειάμενα, κουνάμενα, είδα να ξεπροβάλουν κάτι παράξενα κίτρινα χνουδάτα μπαλάκια, πιπίζοντας και σκοντάφτοντας το ένα πάνω στο άλλο.

Τι να ήταν πάλι τούτα, άραγε; Γατάκια με δυο πόδια και μικροκαμωμένα; Ποντίκια κακής φύσεως; Άλλο ζώο άραγε; Θυμήθηκα την ευχαρίστηση όλου του σπιτιού τη μέρα που ξεπάστρεψα τα μπουλούκια της ποντικοφωλιάς. Και τούτο μπουλούκι ήταν. Καλό πράμα δεν μπορούσε να είναι. Και το έφερνε η τύχη, κάτω από τα μάτια της κυράς μου ν' ανδραγαθήσω! Μ' έναν πήδο βγήκα από τον κρυψώνα μου, ρίχθηκα ανάμεσα στα κίτρινα μπαλάκια που με ξεκούφαιναν με τ' απελπισμένα τους πιπίσματα, κι αρπώντας το ένα, τινάζοντας το άλλο, τα έστειλα όλα στον άλλο κόσμο, ώσπου να πεις τρία. Τόσον ενθουσιασμό είχα που βρήκα περίσταση να ευχαριστήσω τ' αφεντικά μου, ώστε δεν παρατήρησα την όρνιθα, που με ορτσωμένα τα φτερά πίσω από τα κάγκελα του καφασιού, μ' έβριζε βγάζοντας και μπάζοντας το κεφάλι της, και φοβέριζε πως θα μου βγάλει τα μάτια. Ούτε άκουα τις απελπισμένες φωνές της κυρίας Βασιωτάκη από πάνω από τη βεράντα όπου είχε ανέβει.

- Βασίλη! Βασίλη! Τα παπάκια μου! Αχ, τα καημένα! Τρεχάτος κατάφθασε ο Βασίλης, μ' έσπρωξε από τη μέση και γονάτισε χάμω να εξετάσει τα κίτρινα μπαλάκια, όλα πεσμένα στην πλάτη, με τα ποδαράκια στον αέρα.

- Τα σκότωσε; ρώτησε η κυρά.

- Όλα, Κυρία! Πάνε και τα ένδεκα!

Δε στάθηκα ν' ακούσω περισσότερα. Μ' έπνιξε η απελπισία. Είχα όμως ατυχία! Θέλοντας να εξαγοράσω λάθη μου προηγούμενα, σκότωσα αθώα παπάκια, νομίζοντας πως ξολοθρεύω επικίνδυνα ζώα, δηλαδή πρόσθεσα ένδεκα φόνους στις παλιές ζημιές μου! Η πόρτα του κήπου είχε μείνει ανοιχτή. Έναν πήδο έδωσα και βρέθηκα στο δρόμο πριν με δει κανένας.

Σαν τρελός άρχισα να τρέχω, χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω. Τέτοια τρομάρα με είχε πιάσει, που δεν μπορούσα να σκεφθώ. Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα όλο και πιο γρήγορα. Κρέμασε η γλώσσα μου, μα πού να σταματήσω! Μου φαίνουνταν πως έτρεχε ο Άλης πίσω μου, πως με κυνηγούσε να με πιάσει, να με φέρει πάλι στον κήπο, όπου θα μ' έδερναν με το καμτσίκι. Το είχα αποφασίσει πως η τιμωρία θα ήταν τόσο φρικτή, που δεν μπορούσα να την υποφέρω. Και όσο έτρεχα, τόσο αύξανε μέσα μου ο φόβος, ώσπου πείστηκα πως θα με σκότωναν αν μ' έπιαναν.

Είχα αφήσει πίσω μου τα σπίτια, κι έτρεχα στο μεγάλο δρόμο που πάγει στο Ράμλε. Αράπηδες πολλοί ήταν στο δρόμο, και κάθε φορά νόμιζα πως έβλεπα τον Άλη. Και τόσο τα είχα χαμένα, που δεν αντιλαμβάνουμουν πως ο Άλης δεν μπορούσε να βρίσκεται μπροστά μου, αλλά το πολύ - πολύ θα έτρεχε πίσω μου. Τέτοιες τρομάρες έπαιρνα για κάθε φελάχο που αντάμωνα, ώστε ρίχθηκα αριστερά, σκαρφάλωσα στους χωματένιους λόφους, πλάγι στο δρόμο, και τράβηξα κατά τη θάλασσα. Πήγαινα, πήγαινα, και δεν ήθελα να σταματήσω. Στο τέλος όμως ξεράθηκε ο λαιμός μου, κόπηκε η ανάσα μου, σκόνταψα κι έπεσα σε μια χαράδρα, όπου έμεινα με τη γλώσσα κρεμασμένη και το μυαλό σε ανεμοζάλη.

Ήταν ερημιά. Άμμος παντού και ήλιος δυνατός. Μα, από φόβο μη με δει ο Άλης, δε βγήκα από τη χαράδρα, παρά αποκοιμήθηκα εκεί που είχα πέσει. Ώρα πολλή έκανα κρυμμένος. Μια κοιμόμουν και μια ξυπνούσα. Φρικτά ανήσυχος, δεν τολμούσα να βγω από το χαντάκι μου.

Έγειρε ο ήλιος, κι εγώ ήμουν ακόμα εκεί, κρυμμένος, φοβισμένος, ελεεινός. Προς το βράδυ όμως, η πείνα και προπάντων η δίψα μ' έκαναν να βγω, θέλοντας και μη. Γύριζα εδώ κι εκεί χωρίς να ξέρω πού βρίσκομαι και πού να στρέψω να βρω νερό.

Είχα αρχίσει ν' απελπίζομαι, όταν από μακριά είδα ένα κιτρινιάρικο αραπόσκυλο, που πήγαινε το δρόμο του με βήμα σαν ξεβιδωμένο, ήσυχο και αμελημένο, το κεφάλι του κρεμασμένο, και τη μακριά του ουρά καμπυλωτή σαν τρομπέτα.

Έτρεξα κοντά του, καταχαρούμενος που ξανάβλεπα κάτι ζωντανό σ' αυτή την απέραντη ερημιά. Σε κάθε άλλη περίσταση δε θα καταδέχουμουν να μιλήσω με τέτοιο πρόστυχο σκύλο. Μα εκείνη την ώρα, ύστερα από όσα είχα περάσει, λύπες, τύψεις, τρομάρες, ανησυχία, η υπερηφάνεια μου είχε ξεπέσει, η πείνα την είχε μετριάσει σημαντικά.

- Καλησπέρα, του φώναξα, καθώς έκανε να με προσπεράσει. Τι κάνεις;

Σταμάτησε και με κοίταξε με μελαγχολικά πεινασμένα μάτια. Η αδυναμία του με τρόμαξε. Τα κόκαλα του όλα φαίνουνταν κάτω από το δέρμα του. Ακόμα λίγο και θα το τρυπούσαν.

- Καλά την πέτυχα! σκέφθηκα. Ο πεινασμένος εγώ γυρεύω βοήθεια από πιο λιμασμένο ακόμα!

- Τι θέλεις; ρώτησε ο σκύλος χωρίς να ταραχθεί.

- Σου λέγω καλησπέρα.

- Ναι. Μα για να μου λες καλησπέρα εσύ, Εγγλέζος με ασήμια στον κολάρο σου, θα πει πως κάτι έχεις να μου ζητήσεις, αποκρίθηκε ήσυχα αυτός.

Με μούδιασαν τα λόγια του, και μια στιγμή δεν ήξερα τι ν' αποκριθώ.

- Γιατί τα λες αυτά; ρώτησα για να πω κάτι.

- Γιατί είναι αλήθεια. Σεις οι Εγγλέζοι δε μας καταδέχεστε μας. Αν μας σιμώσετε ποτέ, είναι μονάχα για να μας δώσετε καμιά δαγκωνιά.

- Σε δάγκασα εγώ; ρώτησα ξαφνισμένος.

Με κοίταξε από πάνω ως κάτω, σα να μετρούσε το μπόι μου, τόσο μικρότερο του.

- Λοιπόν πες. Τι θέλεις; ξαναρώτησε.

Αυτά που είχε πει ήταν αλήθεια. Και λυπήθηκα και ντράπηκα. Ωστόσο, τίποτα δεν τσούζει τόσο όσο μια δυσάρεστη αλήθεια. Θυμήθηκα την ακατάδεχτη Ντέιζη. Και θυμήθηκα τ' άγρια μου γαβγίσματα, κάθε φορά που κανένα αραπόσκυλο σίμωνε την καγκελόπορτα του κήπου μας. Και αναγκάστηκα να ομολογήσω στον εαυτό μου πως αν δε διψούσα τόσο εκείνη τη στιγμή, αν δεν αισθάνουμουν τόσο έρημος, δε θα είχα καταδεχθεί να του μιλήσω. Με στενοχώρεσαν όλες αυτές οι σκέψεις, και είπα να φύγω. Μα και λυπήθηκα το μελαγχολικό βλέμμα του άλλου, και του είπα, αρκετά ντροπιασμένος:

- Να που σου μιλώ εγώ.

Δε γελάστηκε ο ξένος. Ειρωνικά με ρώτησε:

- Και τι λοιπόν ζητάς;

Έριξα μια ματιά στα κόκαλα του και αποκρίθηκα:

- Τίποτα... Πού πηγαίνεις;

- Στο σπίτι μου.

- Πού είναι το σπίτι σου;

- Όπου σταθώ.

- Πώς αυτό; Καλόκαρδα είπε ο ξένος:

- Κολάρο, βλέπεις, εγώ δεν έχω, άρα δεν έχω και αφέντη. Γεννήθηκα στο δρόμο, και στο δρόμο μεγάλωσα. Σπίτι δε γνώρισα άλλο από τα χαντάκια ή τη σκιά κανενός τοίχου. Όπου σταματήσω, εκεί είναι και το σπίτι μου.

Κάθε λέξη που έλεγε με απέλπιζε και περισσότερο. Και, με κάθε ελπίδα που έχανα, η πείνα μου μεγάλωνε. Στο τέλος δε βάσταξα.

- Και τι τρως; ρώτησα.

- Ό,τι βρω.

- Δηλαδή;

- Κάποτε τίποτα, κάποτε κανένα κόκαλο, αν προφθάσω να το αρπάξω από το ζεμπίλι καμιάς σκουπιδούς, την ώρα που μωρολογά με τις συντρόφισσες της. Κάποτε τυχαίνει να βρω κανένα κεφάλι ψαριού ή τίποτα έντερα πουλιού. Μα αυτά είναι τα πολύ τυχερά. Τις περισσότερες φορές, τίποτα.

- Και τότε τι κάνεις;

- Τότε κάνω σα να έφαγα. Έτσι και τώρα, τριγυρίζω να βρω κανένα σαμιαμίδι ή κανένα σκάθαρο. Και αν δε βρω τίποτα, μασώ ρίζες.

Τον κοίταζα με απερίγραπτη συμπόνια. Τον κακομοίρη! Σκέφθηκα τη δική μου γαβάθα, που δυο φορές τη μέρα μου την έφερνε γεμάτη ο Άλης, χωριστά τα μπισκότα και τα κόκαλα. Και με τη θύμηση, ξύπνησε πάλι μέσα μου η πρωινή λύπη.

Και η δίψα και η πείνα μου αγρίεψαν τρις χειρότερα. Μα σαν έριξα μια ματιά στα κόκαλα του συντρόφου μου, που μαρτυρούσαν ζωή ολόκληρη από κακοπάθεια και πείνα και στέρηση, παραμέρισα τα βάσανα μου για ν' ακούσω τα δικά του.

- Δεν έχεις κανένα συγγενή; ρώτησα με συμπάθεια.

- Όχι, αποκρίθηκε. Εσύ έχεις;

- Εγώ... εγώ...

Κοντοστάθηκα μια στιγμή στενοχωρημένος. Μήπως ήξερα τη γενιά μου; Νάταν η Ντέιζη, θα θάμπωνε το σύντροφο μου με τα βραβεία και τις περγαμηνές της, και τις εκθέσεις και τις καταγωγές της.

Μα δεν ήθελα και να ομολογήσω την άγνοια μου.

- Εγώ; είπα. Δε θυμούμαι καλά τους γονείς μου. Με χάρισαν από μικρό σε ξένα χέρια.

- Μα δεν έχεις σπίτι; ρώτησε.

- Ναι, έχω. Είμαι σ' ένα καλό, πολύ καλό σπίτι, είπα με υπερηφάνεια.

Και τέτοια ήταν η επιθυμία μου να φαντάξω στο σύντροφο μου, ώστε ξέχασα μια στιγμή πως είχα φύγει από το «καλό, πολύ καλό σπίτι», με απόφαση να μην ξαναγυρίσω. - Και πώς βρέθηκες τέτοια ώρα εδώ στην ερημιά;

- Βγήκα περίπατο κι έχασα το δρόμο μου, εξήγησα χωρίς να τολμήσω να τον κοιτάξω.

Εκείνος όμως με κοίταζε με περιέργεια, σαν να μην το πολυπίστευε.

- Και μαζί με το δρόμο, έχασες και την όσφρηση σου; ρώτησε.

Στη βία μου να δώσω απάντηση, είχα ξεχάσει πως εμείς οι σκύλοι ποτέ δε χάνομε το δρόμο όπου πατήσαμε, αφού με τη μυρωδιά ξαναβρίσκομε τα ίχνη μας. Προσπάθησα να βγω από τη δυσκολία με δεύτερη αναλήθεια.

- Ναι... είπα αδέξια, έπαθα μικρός μιαν αρρώστια και την έχασα.

Έξαφνα θυμήθηκα τη Γιαγιά και όσα την είχα ακούσει να λέγει στα παιδιά για την ασχήμια της ψευτιάς, και τη μικρότητα εκείνου που καταδέχεται να πει ψέματα. Θυμήθηκα τον Λουκά και τη λύπη του, όταν πίστεψε ο πατέρας του πως είχε φάγει τις κουρμάδες κι έκρυβε την αλήθεια. Επίσης θυμήθηκα τη λύπη του Μάρκου Μπότσαρη, που αναγκάστηκε να πει ψέματα για να σώσει το Μεσολόγγι. Και πάλι το θυμό της Άννα - Λίζας, σαν τους είπε η Ματμαζέλ πως ήταν εξαδέλφια του Βρασίδα, άρα πως θάλεγαν κι εκείνες ψέματα σαν κι αυτόν...

Κι ένιωσα τότε όλη μου την κακομοιριά και την ταπεινοσύνη. Κατάλαβα πως είμαι τιποτένιος, πιο τιποτένιος, πιο φτωχός από αυτόν ακόμα τον κακομοίρη, το λιμασμένο αραπόσκυλο. Και ντράπηκα να τον κοιτάξω στα μάτια. Κι έξαφνα ξέσπασα στα ουρλιάσματα.

- Σου είπα ψέματα! φώναξα. Ήταν ψέματα πως βγήκα περίπατο. Ψέματα πως έχασα το δρόμο μου! Ξέκοψα από το σπίτι του αφέντη μου, γιατί φοβήθηκα μη φάγω ξύλο ύστερα από κάτι φοβερές ζημιές που έκανα. Και δεν τολμώ να πάγω πίσω! Και πεινώ, και είμαι φοβερά, φοβερά δυστυχισμένος.

Το αραπόσκυλο με κοίταξε με τόση συμπάθεια ενόσω ξεμολογιούμουν, που πήρα θάρρος και του διηγήθηκα όλη την ιστορία, αρχίζοντας από τη Ντέιζη και το αμάξι, και τελειώνοντας με τα ένδεκα παπάκια που έπνιξα, με σκοπό να εξαγοράσω τη ζημιά της βιβλιοθήκης. Δεν του έκρυψα τίποτα, ούτε τα πειραχτικά λόγια που είχα πει της φοράδας, ούτε την επίκριση του Μπόμπη, ούτε το χοντρό βρισίδι που είχα γαβγίσει του σκύλου μέσα στο παραθυράκι, που ίσως αυτό να ήταν η αιτία της καταστροφής, σα ρίχθηκε απάνω μου... Ας είναι, αυτό δεν το ξεκαθάρισα ποτέ.

- Και είμαι πολύ δυστυχισμένος, του είπα τελειώνοντας και ο καλός μου φίλος ο Μπόμπης είναι πολύ θυμωμένος μαζί μου. Και ο Άλης θα με γυρεύει, και θα είναι έτοιμη η σούπα μου, και δεν μπορώ να πάγω πίσω!

- Έλα, σώπα τώρα, είπε ο ξένος με καλοσύνη. Τα κλάματα είναι παιδιακίστικες αδυναμίες. Στη ζωή θα δεις και άλλες πίκρες και άλλες αναποδιές. Πρέπει να μαζέψεις θάρρος και δύναμη για να τα υποφέρεις, όσο μπορείς καλύτερα. Τώρα σκέψου τι θες να κάνεις.

Σταμάτησα τα τελευταία μου βογγητά και τον ρώτησα:

- Εσύ δεν κλαις ποτέ;

- Τώρα πια όχι. Σαν ήμουν μικρός, έκλαιγα κι εγώ όταν πεινούσα πολύ. Μα από τότε πέρασε καιρός, κι έμαθα πως είναι περιττά τα κλάματα. Βλέπεις, σα δε φορείς κολάρο, δεν έχεις αφέντη που να σου δίνει σούπα. Και μαθαίνεις νωρίς πως τα παράπονα είναι περιττολογίες. Δε σου γεμίζουν το στομάχι σαν είναι άδειο. Τι να κλαις λοιπόν; Καλύτερα να φιλοσοφείς.

- Τι θα πει αυτό;

- Να, σα δε γίνεται ένα πράμα που θες, κάνε σα να μην το θέλεις πια. Έτσι κάνω εγώ. Το παρατώ και γυρεύω άλλο.

- Και σα δε βρίσκεις και το άλλο;

- Τότε κάνω σα να το βρήκα. Το ίδιο κάνει.

- Μα σα δε βρίσκεις φαγί; Παρατάς και την ελπίδα να φας;

- Όχι. Γιατί κάτι πάντα θα βρεις. Μα παρατώ την ελπίδα να φάγω εκείνο που επιθυμώ, ας πούμε τη σούπα που περιγράφεις και που σου ετοίμασε ο Άλης στο σπίτι σου.

Και, στα πεταχτά, άρπαξε, πολύ επιδέξια, μιαν ακρίδα και την κατάπιε σα χάπι.

- Να, είπε, κάνε και συ το ίδιο.

Μα με όλη μου την πείνα, δεν απεφάσιζα να τον μιμηθώ. Ο σύντροφος μου παρατήρησε την αηδία μου και γέλασε.

- Δεν έμαθες εσύ ακόμα τι θα πει πείνα, είπε απονήρευτα. Έχεις ακόμα πρόσφατη την ενθύμηση της σούπας του Άλη, με τα κόκαλα, το ρύζι και τα ψωμιά.

Λυπήθηκα να του πω πως σιχαίνομαι το φαγί του. Μα και πεινούσα! Πεινούσα τόσο! Και δεν είχα τίποτα να φάγω. Αγανάκτησα.

- Μα επιτέλους, είπα, πώς κάνουν τόσοι σκύλοι που τους έβλεπα απέξω από τον κήπο μας, και πού ζουν στο δρόμο χωρίς αφέντη;

- Κάνουν σαν και μένα.

Τον κοίταζα με δυσπιστία. Πολλούς σκύλους είδα να πηγαινοέρχονται κάθε μέρα απέξω από τα κάγκελα. Πολλοί ήταν αδύνατοι, βρώμικοι και απεριποίητοι. Μα κανένας δεν ήταν στα χάλια τουτουνού.

- Δεν πιστεύεις; ρώτησε. Και όμως έτσι είναι. Λίγοι είναι οι ευτυχισμένοι σκύλοι, που έχουν έναν Άλη να τους φέρνει σερβιρισμένο το φαγί. Εμείς, οι πολλοί, παλεύομε για να ζήσομε, κερδίζομε με κόπο το σπάνιο κόκαλο που αρπούμε, πότε εδώ, πότε κει. Πολλές δαγκωνιές παίρνομε και δίνομε, όταν ένας από μας ανακαλύψει μια βούκα φαγί, ενώ γύρω βρίσκονται δεκάδες πεινασμένοι συνάδελφοι, που όλοι το ίδιο κομμάτι λιμπίζονται.

- Και τότε τι γίνεται; ρώτησα.

- Ε! Παλεύομε αναμεταξύ μας. Ο πιο δυνατός ή ο πιο επιτήδειος το τρώγει.

- Και οι άλλοι;

- Χορταίνουν σκέψεις.

- Μα είναι αδικία, φώναξα.

- Τι είναι αδικία;

- Ο δυνατότερος να παίρνει το κόκαλο και οι άλλοι να πεινούν.

- Δεν είναι αδικία, είπε ήσυχα το αραπόσκυλο, έτσι είναι η ζωή.

- Μα πώς; Αν ένας σκύλος βρει ένα κόκαλο, κι έρθει ένας άλλος κακός που τον δαγκάνει και του το παίρνει, έχει δίκιο;

- Δεν ξέρω τι θα πει δίκιο. Μα έτσι είναι η ζωή. Στη ζωή, ο δυνατός έχει πάντα δίκιο. Άδικο έχει πάντα ο αδύνατος. Και σα μιλώ για δύναμη, δεν εννοώ μονάχα τη σωματική, αλλά και την εξυπνάδα και κάθε άλλη ικανότητα.

- Εσύ είσαι δυνατός; ρώτησα.

- Όχι πολύ. Γι' αυτό βλέπεις πως τα κόκαλα μου κοντεύουν να τρυπήσουν το πετσί μου και να πετάξουν έξω.

Τον κοίταζα με οίκτο, και γύρευα κάτι παρηγορητικό να του πω. Το αντιλήφθηκε. Και σηκώνοντας τη σουβλερή του μύτη είπε ήσυχα:

- Δε θέλω να με λυπάσαι. Η ζωή μου μ' αρέσει. Είμαι ανεξάρτητος κι ελεύθερος. Δε φορώ εγώ κολάρο σαν που τον φορείς εσύ, ούτε μ' έδεσε ποτέ κανένας με αλυσίδα, όπως σε δένουν τ' αφεντικά σου όταν σε παν περίπατο. Έχει και τα καλά της η δική μου η ζωή.

- Μα σαν πεινάς;

- Ε, σαν πεινώ τι να γίνει; Κοιτάζω πού να βρω κάτι να φάγω. Μα και δε ζητιανεύω από άλλον τίποτα. Αν δεν έχω τη δύναμη ν' αποκτήσω κανένα κόκαλο, ή αν δω άλλον να μου το παίρνει, λέγω πως δε μ' αξίζει καλύτερα. Για να ζήσεις καλά, πρέπει νάχεις τη δύναμη να νικάς. Εγώ δεν είμαι από τους δυνατούς, λοιπόν δεν μπορώ να ζω πολύ καλά. Κάποτε πάλι καταφέρνω κι εγώ να νικήσω, είτε από περισσότερη εξυπνάδα, είτε γιατί τυχαίνει να είναι ο άλλος πιο αδύνατος από μένα. Και ζω, βλέπεις, κι εγώ, κατά την αξία μου.

Τα έλεγε όλα αυτά απλά και ήσυχα, χωρίς χαρά, αλλά και χωρίς παράπονο.

Τον κοίταζα και συλλογίζουμουν. Ήταν κοκαλιάρης, άσχημος, βρώμικος. Μα είχε μεγάλα καστανά μάτια, λυπημένα μα υπερήφανα, που σε κοίταζαν καταπρόσωπο.

- Μ' αρέσεις, του είπα. Είσαι αλλιώτικος, κι έχεις ιδέες που δε μου πέρασαν ποτέ από το κεφάλι. Έρχεσαι να γίνεις φίλος μου;

Ο ξένος γέλασε.

- Φίλος σου; Μα δεν είμαι εγώ Εγγλέζος, ούτε καλής ράτσας. Και δεν έχω κολάρο.

- Τι σημαίνει; Έχεις ευγενικές ιδέες και μ' αρέσεις.

- Εγώ; Μα σου λέγω πως δεν είμαι ευγενής. Είμαι αραπόσκυλο.

Θυμήθηκα τη Ντέιζη και τις περγαμηνές της. Τίναξα την ενθύμηση από πάνω μου.

- Το ξέρω, είπα. Και ούτε καν όμορφος δεν είσαι. Μα τι έχει να κάνει αυτό; Σκέπτεσαι πράματα που θα τα έλεγε και η Γιαγιά. Και μ' αρέσεις.

- Τι είναι η Γιαγιά;

- Είναι η μητέρα του αφέντη μου.

- Και τι λέγει η Γιαγιά;

- Πολλά πράματα που δεν τα θυμούμαι τώρα να σου τα πω, μα που ξυπνούν πάντα μέσα μου ιδέες. Και συ τώρα το ίδιο κάνεις. Μ' έκανες να σκεφθώ καινούρια πράματα.

- Μπα; Σαν τι;

- Να, μεταξύ σ' άλλα, πως μπορεί κανείς να είναι πολύ φτωχός, πολύ δυστυχισμένος κι έρημος, και να έχει όμως αξιοπρέπεια.

- Ποιος έχει αξιοπρέπεια; ρώτησε ο σύντροφος μου, που δε φαίνουνταν να παίρνει απ' αυτά που του έλεγα.

- Εσύ, που δεν καταδέχεσαι να παραπονιέσαι, ούτε να ζητάς ψυχικά από τους δυνατότερους σου.

- Μπα; είπε με απορία. Και μ' αυτό έχεις αξιοπρέπεια;

- Βλέπεις; είπα καταχαρούμενος πως του μάθαινα κι εγώ κάτι. Είσαι φυσικά ευγενής χωρίς να το ξέρεις.

- Ευγενής; έκανε ήσυχος. Πώς είμαι ευγενής, που δε φορώ κολάρο;

- Τι έχει να κάνει; αποκρίθηκα νευριασμένος.

Με νεύριαζαν τα λόγια του, όχι πως με πείραζαν αυτά, αλλά που δεν ήξερα, σαν τη Γιαγιά, να εξηγήσω αυτά που θα έλεγε κείνη.

- Μην ξεχνούμε και τα πρακτικά. Τι θα κάνεις τώρα; ρώτησε κείνος.

- Δεν ξέρω, δε συλλογίστηκα τίποτα. Μα πεινώ, και προπάντων διψώ φρικτά. Εσύ τι θα κάνεις; Ό,τι κάνεις, θα το κάνω κι εγώ.

- Είμαστε μακριά από τη χώρα, είπε. Μα πίσω από το λόφο βρίσκεται η θάλασσα. Εκεί κοντά είναι οι αγγλικοί στρατώνες. Θέλεις να πάμε να δούμε αν βρούμε τίποτα φαγί; Οι Άγγλοι αγαπούν τα ζώα. Αν έχουν κανένα κόκαλο, θα μας το ρίξουν.

- Νερό έχει εκεί;

- Έχει.

- Πάμε λοιπόν.

Και μαζί πήραμε το δρόμο κατά τους στρατώνες.