Μάγκας/Κεφάλαιο Γ
←Β'. Άσπρα κουρέλια και μαύρα ποδάρια | Μάγκας Συγγραφέας: Γ'. Ο φίλος μου ο Μπόμπης |
Δ'. Χιώτικο νοικοκυριό→ |
Περάσαμε από διάφορους δρόμους, στενούς, στραβούς, όλο αραπιά και βρώμα. Περνώντας έβλεπα κάτι παράδρομους, ακόμα πιο στενούς και στραβούς, με χαμηλόστενες, μαυρισμένες από τη λίγδα πόρτες, όπου κάθουνταν στο χώμα Αραπίνες, κι έπαιζαν Αραπάκια, και μπαινόβγαιναν κότες, και περιδιάβαζαν περιστέρια καμαρωτά πλάγι σε πεινασμένες γάτες που τα κοίταζαν με λαίμαργα μάτια. Λαχταρούσα να σπάσω το λουρί μου, να πηδήσω από το αμάξι, ν' αρπάξω καμιά γάτα από το σβέρκο και να την τινάξω ώσπου να την πνίξω.
Γιατί πρέπει να ξέρετε πως εμείς οι σκύλοι μισούμε τις γάτες, όπως ο Έλληνας μισεί το Βούλγαρο. Τουλάχιστον έτσι είπε μια μέρα ο Μήτσος και ο Μήτσος τα ξέρει αυτά τα πράματα. Αν ρωτήσεις τον Έλληνα, γιατί μισεί το Βούλγαρο, θα σου πει πως είναι «προπατορικοί εχθροί». Δεν ξέρω πολύ καλά τι θα πει αυτό, μα φαντάζομαι πως ο Βούλγαρος θάχει κάποια αποφορά που εξωφρενιάζει τον Έλληνα, όπως η γάτα εμάς. Έτσι συλλογίζουμουν σαν έβλεπα τον περιβολάρη τον Βασίλη... Μα θα σας τα πω με την αράδα.
Περνούσαμε λοιπόν από δρόμους και σοκάκια με παλιόσπιτα και μαγαζιά αράπικα, μπαράκες δηλαδή, με το πάτωμα ψηλότερο από το δρόμο,όπου σταυροπόδι κάθουνταν σαρικάδες και φεσάδες με γυαλιστές αραδωτές γκαλαμπίες, κίτρινες, σταχτιές ή μελιτζανιές, και πουλούσαν υφάσματα, παντούφλες, χαλιά ή χρυσαφικά. Στο δρόμο, πουλητάδες έσπρωχναν χεράμαξες φορτωμένες χαλβάδες και κόκκινα και άσπρα ζαχαρωτά, μαύρα από τις μύγες. Αλλος, ανακούρκουδα στο χώμα, έψηνε κάτι κίτρινους κεφτέδες σε λάδι, που σκορπούσε την τσίκνα του σε όλη τη γειτονιά. Παρακάτω, ένα κοριτσάκι με κόκκινη γκαλαμπία και το κεφάλι δεμένο σε τσεμπέρι, που μια φορά ήταν άσπρο, έβαζε κι έβγαζε από ένα καφάσι στο χώμα, και από το χώμα στο καφάσι, κάτι πήτες φτενές και κούφιες, που τις τρώνε οι Αραπάδες αντί ψωμί. Πού και πού στο πεζοδρόμιο, καμιά Αραπίνα, καθισμένη ανακούρκουδα, πουλούσε τραγουδιστά κουρμάδες ή σταφύλια αραδιασμένα στο ταψί της που βούιζε από τις μύγες. Και στη λάσπη του δρόμου, Αραπάκια έπαιζαν και φώναζαν, και όπου έβλεπαν αμάξι, πετιούνταν απάνω, έπιαναν στα δόντια την παρδαλή τους γκαλαμπία ξεσκεπάζοντας όλο το μελαχρινό κορμάκι τους, και χόρευαν και πηδούσαν εμπρός στ' άλογα, που ήταν θαύμα πώς δεν πατήσαμε κανένα. Πολύ μ' ερέθιζαν όλα αυτά, προπάντων που κανένας απ' αυτούς δε φορούσε παπούτσια ούτε κάλτσες. Αλλά με βαστούσε σφιχτά ο Μήτσος από το γιακά μου, και μόνο με γαβγίσματα μπορούσα να εκφράσω το θυμό μου.
Σε λίγο βγήκαμε από τα στενοσόκακα, και περάσαμε από δρόμους πλατύτερους και παστρικούς, με μεγάλα σπίτια και ωραία μαγαζιά, όπου μ' ευχαρίστηση είδα πάλι διαβάτες που φορούσαν καπέλα και παπούτσια. Παρακάτω, πέρα από τα μαγαζιά, σπίτια τετράγωνα, όλα με ηλιακούς πλατείς, τριγυρισμένα από περιβόλια, φαίνουνταν σα να κοιμούνταν, με τα παντζούρια τους κατεβασμένα σα μάτια κλειστά. Κανένα δεν είχε κεραμίδια.
Μπήκαμε σ' ένα απ' αυτά τα περιβόλια με πρασιές, γρασίδι και δέντρα μεγάλα και φουντωτά, που μου θύμιζαν λίγο τη δροσιά της Κηφισιάς. Μου έβγαλε τότε ο Μήτσος το λουρί, και με άφησε ελεύθερο να τρέξω όπου θέλω. Εμπρός στη μαρμαρένια σκάλα που ανέβαινε στο πλατύσκαλο του σπιτιού, στέκουνταν το αμάξι που είχε φέρει τον κύριο Βασιωτάκη Και τις κυρίες. Ήταν ζεμένα δυο ωραία καστανά άλογα, καταϊδρωμένα και ζεσταμένα από το δρόμο. Το δεξί, καθώς με είδε, μου έγνεψε με το μάτι και μου είπε:
- Γειά σου, πατριώτη! Από πότε σε ρωμέικη υπηρεσία;
- Τι είπες; ρώτησα.
Μα την ίδια στιγμή ο αμαξάς, ασπροντυμένος και ασπρογαντωμένος, μάζεψε τα γκέμια, και τ' άλογα ξεκίνησαν. Έκαναν το γύρο του κήπου και σταμάτησαν στην άλλη άκρη, εμπρός στους στάβλους. Τους κυνήγησα, κι έφθασα την ώρα που πηδούσε χάμω ο αμαξάς, και δυο αραπάδες σταβλίτες, που εκεί τους λεν σαΐσηδες, παραλάβαιναν τ' άλογα, τα σκούπιζαν, κι έλυναν τα λουριά τους. Έτρεξα στο δεξί άλογο.
- Τί είπες πριν; το ρώτησα.
- Ήθελα να ξέρω από πότε εσύ, πατριώτης μας, βρίσκεσαι σε ρωμέικη υπηρεσία.
Το αριστερό άλογο, μια όμορφη φοράδα, τίναξε το κεφάλι και είπε στο σύντροφο της με κάποια περιφρόνηση:
- Σα δε βαριέσαι, Μπόμπη, με τέτοια ζέστη! Δε βλέπεις πως είναι κουτάβι ακόμα και δε νιώθει τι του λες; Μου κακοφάνηκε ο τρόπος της.
- Κάλλιο κουτάβι παρά ξυνισμένο γεροντοκόριτσο, της αποκρίθηκα.
Πέταξε ένα ειρωνικό χλιμίντρισμα, και ακολούθησε το σαΐση που την πήγαινε στο στάβλο να τη στεγνώσει.
- Γεροντοκόριτσο δυο χρονών!... έκανε. Και ξυνισμένο κιόλα! Πφφφ.
- Μη συνερίζεσαι τη Ντέιζη, είπε με καλοσύνη ο Μπάμπης. Δεν είναι κακιά, μα η ζέστη την πειράζει. Βλέπεις, εμείς οι Άγγλοι υποφέρομε στη ζέστη.
- Μπα; έκανα. Είσαι Άγγλος;
- Βέβαια. Και συ είσαι.
- Εγώ;
- Ε, καλά, δεν το ξέρεις; Είσαι φοξ-τεριέ, και τα φοξ-τεριέ είναι πάντα Άγγλοι. ΓΥ αυτό σε ρώτησα, από πότε μπήκες σε ρωμέικη υπηρεσία.
Δε μ' άρεσε καθόλου αυτό το αστείο. Ο Μήτσος ήταν Έλληνας, ο Λουκάς και οι δίδυμες επίσης. Τους είχα ακούσει να το λεν τόσες φορές σαν έσειαν τις σημαιούλες τους με τις γαλάζιες γραμμές και τις έμπηγαν στο σπιτάκι μου, που γίνουνταν πότε το Κούγκι του Σαμουήλ και πότε το Χάνι της Γραβιάς και πότε η Πύλη του Ρωμανού. Δεν ήθελα καθόλου να είμαι αλλιώτικος απ' αυτούς, και το είπα του Μπόμπη. Εκείνος χαμογέλασε:
- Τι να κάνεις; Θες δε θες, είσαι Άγγλος, μου είπε. Άγγλος εγεννήθηκες και Άγγλος θα πεθάνεις.
Με δυσαρέστησαν πολύ αυτά τα λόγια. Κατέβασα τ' αυτιά μου και το κεφάλι, κι έκανα για το σπίτι όπου είχα δει τ' αφεντικά μου να μπαίνουν. Έξαφνα μου ήλθε μια φωτεινή ιδέα, και τρεχάτος γύρισα στο στάβλο. Οι δυο σαΐσηδες έτριβαν τον Μπόμπη με χοντρές φανέλες, για να τον στεγνώσουν.
- Μπόμπη, του φώναξα, πού γεννήθηκες εσύ;
- Δεν ξέρω, καημένε, μου αποκρίθηκε, μα πιστεύω στο στάβλο, γιατί εκεί με αγόρασε ο αφέντης.
- Α... έκανα μαγκωμένος.
Αυτή η απάντηση δε με φώτιζε καθόλου. Μα έξαφνα μου ήλθε μια ιδέα.
- Μα, φίλε μου, τότε είσαι Αράπης! του φώναξα. Γιατί ο στάβλος είναι σε αράπικον τόπο.
- Όχι, καημένε, έκανε ο Μπόμπης, πώς μπορεί να με αγοράσει στο δικό του στάβλο τούτος ο αφέντης μας; Με αγόρασε στο στάβλο του πρώτου μου αφέντη, του λόρδου, και με φέρανε δω με βαπόρι, όπου με ανέβασαν και με ξανακατέβασαν μέσα σε κασόνια, με σκοινιά, με βίντσι, με φωνές, μη ρωτάς φασαρία...
- Α... έκανα πάλι.
Ήταν όλα ακατανόητα για μένα. Κασόνια, βίντσια, σκοινιά, για να ταξιδεύει ένα άλογο; Εγώ ανέβηκα μόνος μου στο βαπόρι, χωρίς φασαρίες και φωνές. Μα δεν είπα τίποτα. Συλλογίζουμουν. Τον ρώτησα:
- Και πού κάθουνταν ο αφέντης σου ο λόρδος;
- Δεν ξέρω...
- Ήταν μήπως στην Κηφισιά; ρώτησα για να τον φέρω στο συμπέρασμα που ήθελα.
- Ξέρω γω; Κηφισιά είναι μια λέξη που την άκουσα συχνά, μα δεν ξέρω τι θα πει.
Αχ, τι κρίμα να είναι τόσο αμάθητα τ' άλογα, είπα μέσα μου. Λέγει πως είναι Άγγλος και δεν ξέρει πού γεννήθηκε. Και τον ρώτησα:
- Τι γλώσσα μιλούσαν στο στάβλο σου;
- Αγγλικά. Μ' έλεγαν «νάις μπόι» «φάιν τρότε» που θα πει, «όμορφο παιδί» και «καλός δρομέας»...
- Λοιπόν θα πει πως γεννήθηκες σε αγγλικό μέρος, διέκοψα μ' ενθουσιασμό, και λες σωστά πως είσαι Άγγλος. Εγώ γεννήθηκα στην Κηφισιά, όπου μιλούσαν ελληνικά, ώστε είμαι Ρωμιός. Βλέπεις λοιπόν πως δεν είμαστε πατριώτες.
Ήμουν καταχαρούμενος. Το συμπέρασμα μου μου φαίνουνταν φωτεινότατο, κι εξέφραζα τη χαρά μου, κουνώντας όλο και γρηγορότερα την ουρά μου. Εκείνος όμως έμενε σκεπτικός.
- Μα ο πατέρας σου και η μητέρα σου τι ήταν; ρώτησε.
- Δεν ξέρω, είπα. Δεν τους γνώρισα.
Ο Μπόμπης με κοίταζε όλο και πιο συλλογισμένος.
- Νομίζω πως οι γονείς είναι που σε κάνουν Ρωμιό ή Άγγλο, και πως η γλώσσα που μιλούν στο στάβλο σου δε σημαίνει, είπε. Ξέρω πως η Ντέιζη, όταν θέλει να καυχηθεί, λέγει πως η μητέρα της...
- Ωχ, αδελφέ, άφησε τη Ντέιζη! είπα νευριασμένος. Αυτό που σου λέω είναι το σωστό και είμαι Ρωμιός.
Σήκωσα ψηλά την ουρίτσα μου και βγήκα από το στάβλο.
- Πρέπει αλήθεια τ' άλογα να είναι κουτά, είπα μέσα μου.
Μα ήταν τόσο καλός ο Μπόμπης, και ο τρόπος του τόσο φιλικός, που λυπήθηκα για τη σκέψη μου αυτή, και πάλι γύρισα στο στάβλο με σκοπό να του πω κανένα καλό λόγο. Ο Μπόμπης συλλογίζουνταν ακόμα. Καθώς με είδε, χαμήλωσε το κεφάλι, με κοίταξε καλά και μου είπε:
- Ξέρεις;... Θαρρώ πως αυτό που σε κάνει Ρωμιό ή Άγγλο είναι τ' όνομα. Εσένα πώς σε λένε;
- Μάγκα.
- Λοιπόν είσαι Ρωμιός. Εμένα με λένε Μπόμπη, ώστε είμαι Άγγλος. Και η Ντέιζη είναι Εγγλέζα. Αυτή θα είναι η αλήθεια.
Μα βέβαια αυτή ήταν η αλήθεια. Από τη χαρά μου έδωσα μια γλειψιά του Μπόμπη και ξανάφυγα τρεχάτος.
- Είναι και μερικά άλογα που δεν είναι καθόλου κουτά, είπα μέσα μου.