Λεονώρα

Από Βικιθήκη
Λεονώρα
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922)


Μέσα’ ἀπ’ ὀνείρατα βαρυὰ ’ς τῆς χαραυγῆς τὴν ὥρα
Τινάχτηκ’ ἡ Λεονώρα·
«Μ’ ἀρνήθηκες ἢ πέθανες; Ἄχ! πόσο θὲ ν’ ἀργήσῃς,
Γουλιέλμε, νὰ γυρίσῃς»
’Σ τὴν Πράγα, ἐκεῖ ποῦ πολεμοῦν τ’ ἀσκέρια τ’ ἀντρειωμένα
Τοῦ Φρειδερίκου, αὐτὸς
Πῆγε· κι’ ἂν βγῆκε ζωντανὸς
Δὲν τό ’γραψε εἰς κανένα.
 
Ἀφίν’ ἡ αὐτοκρατόρισσα κι’ ὁ βασιληάς ἀφίνει
Τὸν πόλεμο, καὶ εἰρήνη
Συμφώνησαν κ’ ἐμάλαξαν τὴν ἄπονη ψυχή τους
Καὶ τὴν παληὰν ὀργήν τους.
Καὶ κάθε ἀσκέρι γύριζε ’ς τὸ σπίτι μὲ τραγούδια,
Μὲ τύμπανα καὶ ἀχούς,
Κ’ εἶχε στολίδια ροδαμοὺς
Πράσινους καὶ λουλούδια.

Καὶ εἰς κάθε δρόμο καὶ στρατὶ πολλοί, πολλοί, πηγαῖναν
Καὶ τοὺς συναπανταῖναν·
Κατὰ τοὺς ἤχους τὴς χαρὰς γέροντες, νειοί, σπουδάζουν,
Μάνναις, παιδιά, φωνάζουν·
«Εὐλογημένος ὁ Θεός!» «Καλῶς μὰς ἦλθες!» κρένει
Ἡ νύφη ’ς τὸ γαμπρό·
Δίχως φιλί, χαιρετισμό,
Μόν’ ἡ Λεονώρα μένει.
  
Σ τ’ ἀσκέρι ὅλο γυρεύοντας ἀπ’ ἄκρη ’ς ἄκρη πάει,
Γι’ αὐτὸν πολυερωτάει·
Ἀλλ’ εἴδησι κανένας τους νὰ δώσῃ δὲν εἰμπόρει,
Κανένας, εἰς τὴν κόρη,
Κι’ ἀφ’ οὗ τ’ ἀσκέρια πέρασαν, ἀνέσπ’ αὐτὴ τὰ μαῦρα
Μαλλιὰ καὶ κατὰ γῆς
Ῥιγμένη ἐσύρθη, ’ς τῆς ὀργῆς
Μανίζοντας τὴ λαύρα.
 
Ἡ μάννα τρέχει ἀπάνου της νὰ τὴν παρηγορήσῃ·
«Θεὸς νὰ σ’ ἐλεήσῃ!
Ἀγαπητὸ κοράσι μου, τί τόσο σὲ σπαράζει;»
Καὶ τὴ σφιχταγκαλιάζει.
«Ἄχ! μάννα, ὁ κόσμος ἂς χαθῇ, τώρα ὅ,τι ἐχάθη, ἐχάθη·
Ὅλ’ ἂς γενοῦν σωρός!
Ἀνέσπλαγχνος εἶν’ ὁ Θεός.

Ἀλλοιά μου, τί ἔχω πάθῃ!

«Βόηθα, Θεέ μου, βόηθα μας, τὰ τέκνα σου σπλαγχνίσου
Κοπέλλα μου, δεήσου!
Ὅ,τι ἔκαμ’ ὁ ἔσπλαγχνος Θεὸς καλὰ εἶναι καμωμένο,
Παιδί μου ἀγαπημένο.»
«Ἄχ! μάννα, μάταιος λογισμός! ’Σ ἐμένα σωτηρία
Δὲν ἦλθε ἀπὸ Θεοῦ,
ᾙ δέησες πῆγαν τοῦ κακοῦ!
Πλειὰ δὲν ταῖς ἔχω χρεία.»

«Ὁ παντοδύναμος Θεὸς τὰ τέκνα του βοηθάει
Καὶ δὲν τὰ παρατάει.
Τ’ ἅγια μυστήρια, τ’ ἄχραντα, ἐκεῖνα σοῦ ἡσυχάζουν
Τοὺς πόνους, ποῦ σὲ σφάζουν.»
«Τὴ φλόγα πὤχω, μάννα μου, τ’ ἄχραντα δὲν τὴ σβύνουν,
Τὴ φλόγα ποῦ ἀγροικῶ·
Τ’ ἄχραντα, ὄχι, ’ς τὸ νεκρὸ
Ζωὴ δὲν ξαναδίνουν.»

«Ἄκου! ἄν, παιδί μ’, ὁ ἄπιστος ἐκεῖ ’ς τὴν ξένη χώρα
Ἐσέν’ ἀρνήθη τώρα;
Κι’ ἂν ἄλλαξε τὴν πίστι του γιὰ νὰ εἰμπορέση πάλι
Νὰ πάρῃ ἐκεῖ μιὰν ἄλλη;
Θὰ μετανοιώσῃ, κόρη μου! Τὴ δολερὴ καρδιά του
Ἄφησ’ την νὰ χαθῇ!
Ὅταν πεθάνῃ, θὰ καῇ
Ἀπὸ τὴν ἀπιστιά του.»

«Αὐτὸ ποῦ ἐχάθη, μάννα μου, γιὰ πάντα εἶναι χαμένο!
Δὲν τὸ ξαναλαβαίνω!
Ἄχ! νὰ μὴν εἶχα γεννηθῇ! Τὸ μόνον ὄφελός μου
Θὲ νὰ ’ναι ὁ θάνατός μου!
Σβυσθῆτε, μάτια μου, ζωή, γιὰ πάντα ’ς τ’ ἄγρια βάθη
Βυθίσου τῆς νυχτός,
Ἀνέσπλαγχνος εἶν’ ὁ Θεός·
Ἀλλοιά μου, τί ἔχω πάθῃ!»

«Θεέ, μὴ συνερίζεσαι τὸ δύστυχο παιδί Σου!
Βόηθα μας! Ἐλεήσου!
Μὴ τῆς τὰ γράψῃς κρίματα! Τό χεῖλι τί προφέρει
Ἡ θλίβερη δὲν ξέρει.
Στοχάσου τὴν Παράδεισο, κόρη ἀκριβή, τὴ θλῖψι
Λησμόνησε τῆς γῆς!
Νυμφίος, ὄχι, τῆς ψυχῆς
Κεῖ ’πάνω δὲ θὰ λείψῃ.»

«Τί εἶναι ἡ μακαριότητα, μάννα, τῆς Παραδείσου,
Καὶ ᾑ φλόγες τῆς Ἀβύσσου;
Μὲ τὸ Γουλιέλμο εἶναι ἡ ζωὴ γλυκειά Παράδεισός μου,
Ἀλλοῦ εἶναι κολασμός μου!
Σβυσθῆτε, μάτια μου, καὶ σύ, σβύσου φριχτά, ζωή μου!
’Σ τὴ γῆ, ’ς τὸν οὐρανό,
Τὴ μακαριότητα ἀψηφῶ
Δίχως αὐτόν μαζῆ μου!»

Τέτοια φριχτή ’χε μέσα της ἀνάψῃ ἀπελπισία
’Σ ταῖς φρέναις, ’ς τὴν καρδία·
Νά κατακρίνῃ τοῦ Θεοῦ τὴν Πρόνοι’ ἀποκοτοῦσε
Κι’ ἄκοπα ἐρραθυμοῦσε.
Στηθοκοπιῶνταν ἄκαρδα κ’ ἐτίναζε τὰ χέρια
Μὲ μάνητα θυμοῦ·
Ὥς ποῦ ’ς τὸ θόλο τ’ οὐρανοῦ
Ἀνέβηκαν τ’ ἀστέρια.

Καὶ ἄκου, ἄκου, ἀπ’ ἔξω! τράπ, τράπ, τράπ, σὰν ἄλογο ἀντηχάει,
Ποῦ ταῖς ὀμπλαῖς χτυπάει·
Καὶ καβαλλάρης πέζευσε μὲ βρόντημ’ ἀπὸ τ’ ἄτι
Κοντὰ ’ς τὸ σκαλοπάτι.
Κι’ ἀγροίκ’, ἀγροίκα, τὸ χαλκᾶ τῆς θύρας πῶς σημαίνει·
Γκλίν, γκλίν! σιγά, σιγά·
Νά! μιὰ φωνὴ μέσα περνᾷ,
Ποῦ τέτοια λόγια κρένει·

«Εἶσ’ ἔξυπν’, ἢ κοιμήθηκες; Ἔλα ν’ ἀνοίξῃς, ἔλα!
Ἀγαπητὴ κοπέλλα!
Πές μου· γελᾷς ἢ μύρεσαι; τί λὲν οἱ στοχασμοί σου
Γιὰ μὲ τὸν ἐραστή σου;»
«Ἄχ! σύ, Γουλιέλμε;… τόσο ἀργά;… δίχως νὰ κλείσω μάτι
Ἔκλαια πικρὰ γιὰ σέ·
Ἄχ! πόσο ὐπόφερα! Καλέ,
Ποῦθ’ ἔρχεσαι μὲ τ’ ἄτι;»

«Μόνο πρὸς τὰ μεσάνυχτα ἔχουμ’ ἐμεῖς ζακόνι
Καθείς μας νὰ σελόνῃ·
Φτάνω μακρυάθε, ἀπ’ τὴ Βοημιά, καὶ βούλομαι ψυχή μου,
Νὰ πάρω ἐσὲ μαζῆ μου.»
«Γουλιέλμε, ἄκου ’ς τὸν πάλιουρα τὸ σφούριγμα τοῦ ἀνέμου·
Ἔμπα, ἔμπα, μέσα εὐθύς!
’Σ τὸν κόρφο μου νὰ ζεσταθῇς
Ἄχ! ἔλα, ποθητέ μου!»

«Ὁ ἀγέρας μὲς τὸν πάλιουρα, κόρη, ἂς φυσομανάῃ,
Ἄφησ’ τον νὰ βογγάῃ!
Νὰ μείνω ἐδῶ δὲν εἰμπορῶ· τὸ φτερνιστῆρι τρίζει,

Κι’ ὁ μαῦρος μου σκαλίζει.
Γλήγορα ντύσου, πέταξε πίσω μου ἀπάνω ’ς τ’ ἄτι,
Καί σήμερα ἑκατὸ
Μίλια σὲ πάω μακρυὰ ’πὸ δῶ
’Σ τὸ νυφικὸ κρεββάτι.»—

«Τόσο μακρυὰ θέλεις νὰ πᾷς μ’ ἐμὲ σήμερ’ ἀκόμα
’Σ τοῦ γάμου μας τὸ στρῶμα;
Καὶ δὲν ἀκοῦς τὸ σήμαντρο, ποῦ ἕνδεκα βαράει,
Ἀράδα πῶς βοάει;
«’Μεῖς καὶ οἱ νεκροὶ πᾶμε γοργά. Γιὰ ἰδὲς τί ὡραῖο φεγγάρι!
Σήμερ,’ ἀγαπητή,
Μὲ στοίχημα σὲ φέρνω ἐκεῖ
’Σ τὸ νυφικὸ κλινάρι.»

«Γιὰ πές μου, πές μου; ἀγάπη μου, ποῦ ἔχεις τὸ κονάκι;
Ποῦ, πῶς, τὸ κρεββατάκι;»
«Μακρυά!… μ’ ἕξι σανίδια μεγάλα κι’ ἄλλα δύο
Μικρά!… ἥσυχο, κρύο!…»
«Είν’ ἐκεῖ τόπος καὶ γιὰ μέ;» «Γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα.
Ντύσου καὶ ῥίξου εὐθύς!
Τοὺς καλεσμένους ’κεῖ θαὐρῇς,
Ποῦ καρτεροῦν γιὰ σένα.»

Ἡ ἀγαπημένη λυγερὴ μ’ ἀσποῦδα εὐθὺς ἐντύθη
Καὶ ’ς τὰ καπούλια ἐχύθη·
Ὡσὰν τὰ κρίνα κάτασπρα τὰ δυό της χέρι’ ἀπλόνει
Καὶ ἀγκαλιαστὰ τὸν ζώνει·
Κ’ ἐμπρός, ἐμπρός, φεύγουν, χώπ, χώπ! ὁ περασμὸς βροντάει,
Κ’, ἐκεῖ ποῦ πιλαλοῦν,
Τ’ ἄτι καὶ αὐτοὶ λεχομανοῦν,
Χῶμα, φωτιά, ξεσπάει.

Πῶς ὅλα ἐφεῦγαν γύρω τους δεξιά, ζερβιὰ μεριά τους
Ἐμπρὸς ’ς τὰ βλέμματά τους!
Πῶς ἔστριζαν ᾑ γέφυραις, πῶς φεῦγαν τὰ λιβάδια,
Οἱ κάμποι καὶ τὰ σιάδια!
«Ζήτω! Οἱ νεκροὶ τρέχουν γοργά! πῶς λάμπει τὸ φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τοὺς νεκρούς;»
«Ὄχι, ὄχι… Ἀλλ’ ἄφησ’ τοὺς νεκρούς!
Σοῦ τὸ ζητῶ γιὰ χάρι.»

Ἄκου κοράκων σάλαγος καὶ ψάλσιμο ἀντηχάει!
Κουδούνισμα βογγάει!
Λαλοῦν καμπάναις! νεκρικὰ ψάλλουν· «Βαθυὰ ’ς τὸ χῶμα
Ἂς θάψουμε τὸ σῶμα!»
Καὶ μ’ ἕνα νεκροκρέββατο λείψανο ἰδού! πλησιάζει·

Τὸ ψάλσιμο πολύ,
Μὲ τῶν καρλάκων τὴ φωνή,
Ποῦ ἠχᾷ ’ς τοὺς βάλτους, ’μοιάζει.

Ἔπειτ’ ἀπ’ τὰ μεσάνυχτα θάψετ’ ἐσεῖς τὸ σῶμα
Μὲ μυρολόϊ ’ς τὸ χῶμα!
Τώρα τὴ νύφη μου τὴ νειὰ ’ς τὰ σπίτι παίρνω· ἐλᾶτε!
’Σ τὸ γάμο μας τρεχᾶτε!
Κόπιασε, ψάλτη, μὲ πολλοὺς γιὰ νὰ καλοναρχίσῃς
Μὲ ψάλσιμο βραχνό!
Ἔλα, παπᾶ, πρὶν πᾶμε οἱ δυὸ
’Σ τὴν κλίνη, νὰ εὐλογήσῃς!»

Σιγοῦν καμπάναις… ψάλσιμο…! τὸ νεκρικὸ κρεββάτι
Ἐχάθηκε· τρεχάτοι
Τοῦ καβαλλάρη τὴ φωνὴ μόλις αὐτοὶ γροικῆσαν,
Κατόπι τους χουμῆσαν.
Καὶ πάντα ἐμπρός, ἐμπρός, χώπ, χώπ! ὁ περασμός βροντάει,
Κ’, ἐκεῖ ποῦ πιλαλοῦν,
Τ’ ἄτι καὶ αὐτοὶ λεχομανοῦν,
Χῶμα, φωτιά, ξεσπάει.

Δεξιά, ζερβιά, φράχταις, βουνὰ καὶ δάση, πῶς περνοῦσαν,
Τὶ γλήγορα ἐπετοῦσαν!
Δεξιά, ζερβιά, ζερβιά, δεξιά, χώραις, χωριά, πηγαῖναν,
Σὰν ἀστραπαῖς διαβαῖναν!
«Ζήτω! Οἱ νεκροὶ τρέχουν γοργά! πῶς λάμπει τὸ φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τούς νεκρούς;»
«Ἥσυχους ἄφησ’ τοὺς νεκρούς,
Σοῦ τὸ ζητῶ γιὰ χάρι!»

Καὶ ’ς τὸ βασανιστήριο, δές! πῶς τοῦ τροχοῦ τ’ ἀξόνι
Χορεύοντας τὸ ζώνει
Ἀέρινη στοιχειολογιά, ποῦ φεγγαροφωτίζεται
Καὶ μόλις ξεχωρίζεται.
«Αἴ! σεῖς! ἀκολουθᾶτε μας! κατόπι μας τρεχᾶτε!
Τοῦ γάμου τὸ χορό,
Ἅμα ’ς τὴν κλίνη πᾶμε οἱ δυό,
Νὰ μᾶς χορέψτ’ ἐλᾶτε!»

Κι’ ὅλο τὸ πλῆθος, χούς, χούς, χούς! κατόπι του ὅλο πάει,
Μὲ θόρυβο πηδάει,
Ὀσὰν τὰ φύλλα τὰ ξερά, σὰν ῥούφουλας περάσῃ
Ἀνάμεσα ’ς τὰ δάση.
Κ’ ἐμπρός, ἐμπρὸς φεύγουν, χώπ! χώπ! ὁ περασμὸς βροντάει,
Κ’, ἐκεῖ ποῦ πιλαλοῦν,
Τ’ ἄτι καὶ αὐτοὶ λεχομανοῦν,

Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.

Πῶς ὅλ’ ἡ φύσι γύρω τους φεγγαροφωτισμένη
Πετῶντας πῶς διαβαίνει!
Τὰ ὕψη ἐπάνω πῶς πετοῦν τῶν οὐρανῶν τὰ αἰθέρια,
Μαζῆ μ’ ὅλα τ’ ἀστέρια!
«Ζήτω Οἱ νεκροὶ τρέχουν γοργά! πῶς λάμπει τὸ φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τοὺς νεκρούς;»
«Ὠϊμέναν! ἄφησ’ τοὺς νεκρούς!
Σοῦ τὸ ζητῶ γιὰ χάρι!

«Μαῦρε! λαλεῖ, μοῦ κάζεται, ὁ πετεινός… κ’ ἡ ὥρα
Θὲ νὰ περάσῃ τώρα…
Σὰν τῆς αὐγῆς μυρίζομαι, μαῦρε, τ’ ἀέρι… χύσου,
Γοργά, γοργά! γκρεμίσου!
Ὁ δρόμος μας ἐτέλειωσε κ’ ἡ κλίν’ εἶν’ ἀνοιγμένη,
Ἡ κλίν’ ἡ νυφική!
Γλήγορα τρέχουν οἱ νεκροί!
Εἴμαστε καὶ φτασμένοι.»

Μὲ σιδερένια κάγκελα ψηλὴ θύρ’ ἀγναντεύει,
Κ’ ἐκεῖ καβαλλικεύει
Μ’ ὁρμὴν ἀκράτητη· βιτσιὰ ’ς τὰ μάνταλα χτυπάει
Κι’ ὅλα μαζῆ τὰ σπάει.
Πετιῶνται τὰ θυρόφυλλα καὶ ’ς τὰ μνημούρια ’κεῖνοι
Ἀνάμεσα περνοῦν·
’Στὸ φῶς οἱ τάφοι ἀσπρολογοῦν
Ποῦ τὸ φεγγάρι χύνει.

Καὶ τήρα ἐκεῖ! γιὰ τήρα ἐκεῖ! Τί φριχτὸ θᾶμμα ἐγίνη
Μὲ μιᾶς τὴν ὥρα ἐκείνη!
Τοῦ καβαλλάρ’ ἡ ἁρματωσιά, σὰν ἴσχνα χαλασμένη,
Πέφτει κομματιασμένη.
Γυμνό καύκαλο ἐγίνηκεν ἡ κεφαλή του ὅλη,
Σκέλεθρο τὸ κορμί·
Δρεπάνι ’ς τό να του κρατεῖ
Καὶ ’ς τ’ ἄλλο μαντζαρόλι.

Ψηλὰ τὰ πόδια σήκονε τ’ ἄλογο, ἐν ᾧ φυσοῦσε,
Καὶ σπίθαις ἐπετοῦσε·
Καὶ χούϊ! ξάφνου ἀπὸ κάτου της ’ς τῆς γῆς τὰ μαῦρα βάθη
Ἐβούλιαξε κ’ ἐχάθη.
Οὔρλιασμ’ ἀκούεται ἀπὸ ψηλά, μέσα ’ς τὸ λάκκο ἠχάει
Κλάψιμο ἀπὸ βαθυά,
Καὶ τῆς Λεονώρας ἡ καρδιὰ
’Στὰ λοίστια σπαρταράει.

Καὶ νά! ’ς τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ἐχόρευαν τριγύρω
’Σ ἕνα μεγάλο γύρο,
Οὐρλιάζοντας ἐχόρευαν ἀντάμα οἱ βρυκολάκοι
Μ’ αὐτὸ τὸ τραγουδάκι·
«Μὲ τὸ θεὸ μὴ rαθυμᾷς! κι’ ἂν τὴν καρδιὰ ῥαΐσῃ
Ἡ θλῖψι, ὑπομονή!
Τὸ σῶμα χάνεις· τὴν ψυχὴ
Θεὸς ἂς ἐλεήσῃ!»