Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Αλάστωρ

Από Βικιθήκη
Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας
Συγγραφέας:
Ἀλάστωρ


Ἀλάστωρ, 1) δαίμων κακὸς καὶ ἐπιβλαβὴς (Αἰσχ. Εὐμ. 227—Σοφ, Οἰ. 364), ἢ εἰς κακὸν ἐξεγείρων (Εὐριπ. Ἠλέκ. 978), δι' ὃ καὶ αἱ Ἐριννύες οὕτως ἐπιλέγονται, προσέτι δὲ καὶ ὁ Ζεὺς, ὃτε πρὸς ποινὴν ἐπικρεμᾷ δυστυχήματα· πρὸ πάντων δὲ δαίμων ἐκδικητὴς διαπραχθέντων ἐγκλημάτων (Εὐριπ. Ὀρέστ. 1557. Σοφ. Οἱ. Κ. 785. Τραχ. 1215), κυρίως ὅμως ὁ «δαίμων γέννας,» ὁ διὰ πραχθὲν ἔγκλημα ὅλην γενεὰν ἀπὸ πατρὸς εἰς υἱοὺς καταδιώκων, καὶ πρὸς τιμωρίαν, εἰς νέα ἐγκλήματα πάλιν ῥίπτων, ἀπαιτοῦντα νέας ποινὰς (Αἰσχ. Ἀγ. 1497—1508).— 2) Ἡγεμὼν τῶν Λυκίων ἐν Τροίᾳ (Ἰλ. Ε, 677).—3) Υἱὸς τοῦ Νηλέως (Ἀπολλόδ. Δ, 99).—4) Ὑποστράτηγος τοῦ Νέστορος ἐν Τρωάδι (Ἰλ. Δ, 295. Θ, 333).