Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κωστή Παλαμά: η φλογέρα του Βασιληά

Από Βικιθήκη
Κωστὴ Παλαμᾶ: ἡ φλογέρα τοῦ Βασιληᾶ
Συγγραφέας:
σελ. 56-60 από το τεύχος 2 (1911) του περιοδικού «Γράμματα».


ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΑ

ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ: Η ΦΛΟΓΕΡΑ TOY ΒΑΣΙΛΗΑ

Ἡ χειρότερη ἂν ὄχι ἡ μοναδικὴ περιπέτεια ποὺ φαρμάκεψε τή νεογέννητη φιλολογία μας, εἶναι ὁλοφάνερα ἡ γλωσσικὴ περιπέτεια. Ἡ ἀντίδραση στὴν ἀπονεκρωτικὴ ἐπίδραση τῆς καθαρεύουσας, κατάντησε σκοπός, καὶ ὄχι μέσο γιὰ νὰ ζητηθεῖ ἕνας ἁρμονικώτερος, ἕνας πιὸ αἰσθητικὸς τρόπος ἔκφρασης τῆς σκέψης.

Καὶ ἐνῶ γύρω μας ἡ Τέχνη ἔφτασε νὰ ἐπιδιώκει τὴν ἀνεξαρτησία της ἀπὸ κάθε βιοτικὴ ὑποχρέωση κ’ ὑπερήφανα νὰ προχειρίζει σὲ ἀξίωμα τὸ δόγμα « Τέχνη γιὰ τὴν Τέχνη», ἐμεῖς, στὸ στενό μας περιβάλλον, ὁδηγημένοι ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς στιγμῆς, ταπεινοὶ καιροσκόποι, μὲ καλογερικὸ πεῖσμα καὶ φανατισμό, χρόνια τώρα τριγυρίζουμε τὸ λάβαρο ποὺ κἄποια δασκαλικὴ ἀντίληψη ὕψωσε: «ἡ Τέχνη γιὰ τὴ Γλῶσσα.» Τὸ φαινόμενο αὐτὸ κατάληξε νὰ μᾶς κάνει, ἥσυχα καὶ ἄθελα ἴσως, νὰ μιμούμαστε χίλιες δύο τεχνοτροπίες, ξένες ἢ καὶ δικές μας ἀκόμα, καὶ νὰ θαρροῦμε πῶς, ἅμα μιὰ μίμηση τὴν στολίσουμε μὲ τὰ χαρίσματα ποὺ κλείει κάποιο φιλολογικὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα, τὴν προβιβάζουμε διὰ μιᾶς καὶ σὲ ἔργο Τέχνης.

Ἡ παθολογικὴ ἐκδήλωση τοῦ φαινόμενου βρίσκεται εὔκολα στὶς ἐπιδεικτικὲς μεταφράσεις ποὺ τελευταῖα γίνουνται ὄχι γιὰ ν’ ἀνταποκριθοῦν σὲ ἀνάγκες καλλιτεχνικῆς συνείδησης, ἀλλὰ γιὰ ν’ ἀποδείξουν πῶς «Ὁ Ἀνθρώπινος μηχανισμὸς», γιὰ παράδειγμα, γραμμένος ἀρχικὰ στὴ καθαρεύουσα, μπορεῖ νὰ μεταφραστεῖ καὶ σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ μοιάζει μὲ τὴν δημοτική.

Τὸ ἀποτέλεσμα εὔκολο. Κάθε ἔργο τὸ κρίνουμε ἀπὸ τὴ γλῶσσα του καὶ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν ποιότητα τοῦ περιεχόμενού του. Καὶ τὸ συμπέρασμα ἀμεσώτερο. Ὁ ποιητὴς κυνηγᾶ πρὸ παντὸς γλωσσικὲς δάφνες, μὲ θυσία τῶν νοημάτων.

Ἅμα χαμηλόσουμε κατὰ ἕναν τόνο τὴν εἰσαγωγὴν αὐτὴ θὰ βρεθοῦμε στὴν καρδιὰ τῆς ἐντύπωσης ποὺ ἀφίνει τὸ διάβασμα τῆς «Φλογέρας τοῦ Βασιληά.» Γλῶσσα πλούσια, μὲ πλοῦτο ἐπιδεικτικὸ καὶ λίγο φορτικό. Γλῶσσα περεχυμένη κοσμήματα σὰν κυρία ὀψίπλουτου μὲ γιορτερὴ περιβολή. Ἐπίθετα πυκνοαραδιασμένα σὰν μυρμήγκια ποὺ ἀποδημοῦν, σπρώχνωνται μπρὸς στὰ μάτια τοῦ ἀναγνώστη μὲ δυσκολοκρυμμένη ἐπιθυμία νὰ σκλαβώσουν τὴν προσοχή, νὰ θαμπώσουν. Παράκαιρη ἐπίδειξη πολυμάθειας, στὶς καλλίτερες στιγμὲς καταστρέφει τὸ αἴσθημα, πνίγει κάθε ζωή, κάθε λυρισμό, στὴ γέννα του. Μερικὲς προσπάθειες φιλοσοφικῆς σκέψης, σκορπισμένες δῶθε κεῖθε, φανερώνουν νοήματα μέτρια, κακοσκεπασμένα ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἔκφρασης καὶ τῆς εἰκόνας.

Οἱ ἀδιάκοπες ἀντιθέσεις, ἡ ἐκζήτηση τῆς εὔκολης couleur locale, οἱ δυνατοί, οἱ φωνακλάδικοι χρωματισμοί, μᾶς ξαναγυρίζουν στὴ χειρότερη ἐποχὴ τοῦ ρωμαντισμοῦ, στὰ φανταχτερά του ψευτοστολίδια, στὶς συμβατικές του μεθόδους. Καὶ ἀπάνω ἀπ’ ὅλα, δουλικὴ μίμηση τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν γεννᾶ δυσφορία, ὅσες φορὲς μάλιστα ἡ νεώτερη σκέψη ζητᾶ νὰ ἐκδηλωθεῖ μὲ τὰ μέσα τεχνοτροπίας ξένης πρὸς τὶς ἀνάγκες της. Γιατὶ εἶναι φανερὸ ὅτι τὰ δημοτικὰ τραγούδια ἔχουν καὶ τὴν τεχνοτροπία των τὴν φυσικὴ τὴν ἀβίαστη καὶ τὸ ξέχωρο ὗφος τους, ποὺ ἀνταποκρίνουνται καὶ σὲ εἰδικὲς ἀνάγκες καὶ σὲ εἰδικὲς ἀντιλήψεις καὶ σ’ ἄλλους χρόνους. Κάθε τωρινὴ μίμησή τους εἶναι ἕνα pastiche, ὅπως λένε οἱ Γάλλοι, καὶ pastiche ποὺ ἔχει τὶς ἀξιώσεις τῆς «Φλογέρας τοῦ Βασιληᾶ» εἶναι ἐπιχείρηση ἐλάχιστα βιόσιμη.

Ὁ πρόλογος τῆς «Φλογέρας τοῦ Βασιληᾶ» μᾶς δίνει τὴ ρητὴ ὑπόσχεση πως, γιὰ νὰ ξυπνήσει τὶς σύγχρονες ἀποκαρωμένες ψυχὲς, τὸ τραγούδι τὸ ἡρωϊκὸ θ’ ἀρχίσει:

Τραγούδι τῶν ἡρώων! Ἐμπρός, τραγούδι τῶν ἡρώων!
Ἀπάνου ἀπὸ τἀπόσταχτα, ἄναψε ὦ φλόγα, λάμψε

Καί ὅμως μάταια θ’ ἀναζητήσει κανεὶς τὴ φλόγα τοῦ ἡρωϊσμοῦ στὸν καταρράκτη τῶν δεκαπεντασύλλαβων ποὺ ρέει ἀκράτητος σὲ δώδεκα λόγους. Τὸ ἔργο καὶ κατὰ τὴ ρητὴ δήλωση τοῦ ποιητή:

Ἔβγα κιθάρα μου ἐπικὴ μεσ’ ἀπ’ τὸ μονοπάτι

φαίνεται νὰ εἶναι ἐπικό. Ἐντούτοις καμμιὰ πλοκή, κανένα ἐπεισόδιο δὲν δικαιολογοῦν αὐτὴ τὴν κατάταξη. Ὄχι βέβαια πῶς τὰ φιλολογικὰ εἴδη πρέπει νἄχουν ὡρισμένες τάξεις καὶ περιορισμούς. Ἀλλὰ ἐπὶ τέλους ἕνα ἔπος ποὺ βαστᾶ συγκρατητὲς 180 σελίδες, ἄν δὲν ἔχει ὁσοδήποτε ἁπλὸ ἐπεισόδιο νὰ ἱστορήσει, θὰ φανερωθεῖ ὁλότελα ἀσυνάρτητο. Καὶ ἄν ἀκόμα θεωρήσουμε τὸ ποίημα αὐτὸ ὡσὰν ὕμνο τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου, καὶ πάλι θὰ βροῦμε πῶς ἡ μεγάλη μορφὴ τοῦ Αὐτοκράτορα, ἀντὶ νὰ σκιάζει ὅλο τὸ ἔργο, μὲ πολλὴ δυσκολία καταφέρνει ν’ ἀνακύψει ἀπὸ τὸν ὄγκο τῶν λέξεων ποὺ τὴν πνίγει. Καὶ βέβαια τὸ ταξεῖδι του στὴν Ἀθήνα ποῦ, μὲ πολλὲς παρεκβάσεις, περιγράφεται ἀπὸ τὸν Γ. ΄ ἕως τὸν Ι. ΄ λόγο, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, οὔτε εἶναι, πλοκή. Εἶναι ἴσως μία ποιητικὴ γεωγραφία, μὲ λίγα διαλεχτὰ μέρη. Καὶ ἐνῶ σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ ταξεῖδι τὰ βουνὰ τὰ ποτάμια, οἱ πόλεις, σὲ ἀδιάκοπη προσωποποίηση, μιλοῦν καὶ ρητορεύουν ἐνῷ δίνουνται εὔσημα στὶς διάφορες φυλές ποὺ ἀποτελοῦν τὸν στρατὸ τῆς Αὐτοκρατορικῆς συνοδείας, ἐνῷ περιγράφουνται μὲ ἐπίμονη λεπτολογία τὰ ἅρματα καὶ οἱ φορεσιές, τὰ λάβαρα καὶ τὰ νάκαρα κλπ. ὁ κακότυχος Αὐτοκράτορας, ἄψυχο ἀνδρείκελο, ἄβουλο σκιάχτρο, σκιὰ κἄποιου ὑποθετικοῦ Ἄρη, σέρνεται χωρὶς θέληση, χωρὶς σκέψη, χωρὶς δράση πρὸς τὸ τέρμα τοῦ ταξειδίου του.

Μόλις μιὰ φορὰ, σὲ καμμιὰ δεκαριὰ στίχους, μὲ κἄποια ἀπελπισμένη προσπάθεια ξυπνᾶ στὴ δράση καὶ ὁ ᾕρωας τοῦ ποιήματος καί, σἄν ἄνθρωπος μὲ σάρκα, πολεμᾶ καὶ νικᾶ τὸν Βάρδα τὸν Φωκᾶ, «τῆς λεβεντιᾶς τ’ ἀστέρι.» Καὶ ἀμέσως ξαναπέφτει στὸν πρωτητερινό του λήθαργο.

Στὸν ΙΑ.΄ λόγο δοκιμάζει πάλι μιὰ στιγμὴ ἡ σκέψη τοῦ Αὐτοκράτορα νὰ ἐκδηλωθεῖ σέ μιὰ ὑπνοφαντασία ποὺ τοῦ ἀνοίγει τὸ μέλλον καὶ τοῦ φανερώνει τὴ θλιβερὴ τύχη τῆς Αὐτοκρατορίας του. Ἀλλὰ κι’ ἐκεῖ μόλις ἡ τραγικὴ καταστροφὴ χαράξει στὰ μάτια τοῦ ἥρωα τὶς σκηνοθεσίες της, ἡ πολυμάθεια τοῦ ποιητὴ ἀδόκητα φροντίζει νὰ συγχίσει τὸ μοναδικὸ ὅραμα μὲ ἕνα σωρὸ παρεκβάσεις. Καὶ ἔτσι καταντᾶ ξαφνισμένος ὁ πολεμόχαρος Βασιληᾶς, νὰ στοχάζεται τὶς ἀνόμοιες εἰκόνες ποὺ τὸ παράξενο ποιητικὸ καλειδοσκόπιο τοῦ κ. Κ. Παλαμᾶ τοῦ παρουσιάζει μὲ βιαστικὴ αὐταρέσκεια, δηλαδή: τὴν ἐφεύρεση τοῦ μπαρουτιοῦ. τὴν ἀνακάλυψη τῆς Ἀμερικῆς, τὸν Κίτρινο Κίνδυνο, ὅπως τὸν λένε οἱ ἐφημερίδες, τὴν Κεφαλαιοκρατία (Μαμωνᾶς, ἀντίχριστος, τέρας. σερπετὸ καὶ σταυραϊτὸς) τὴν Βασιλεία τοῦ Φτωχολέοντα ποὺ εἴτανε λέοντας καὶ εἴτανε ὁ Σοσιαλισμὸς καὶ

«σταμνὶ βαστᾶ, σπαθὶ βαστᾶ γιὰ νὰ τὰ σφάξη τὰ Ἔθνη» καί, καί, καί.

Δικαιολογημένα οἱ παρακάτω κρίσεις θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν εἰσηγημένες ἀπὸ προκατάληψη, ἂν αὐτὸ τὸ ἔργο δὲν χορηγοῦσε ἄφθονο τὸν τρύγο τῶν παραδειγμάτων, σὲ κάθε σελίδα ἴσως. Στίχοι σὰν κι αὐτούς:

Λουρίκια, χρυσοκλίβανα, βαριά. ἀλαφρά, πλεμένα,
πελεκημένα, τορνευτά, γερὰ μαστορεμένα,
χυτά. Κι’ ἀπὸ βοϊδόπετσο σκουτάρια καὶ ἀπὸ ἀτσάλι.
σπαθιά, δοξάρια, δρέπανα, σφεντόνες καὶ κοντάρια
μὲ προσωπίδες χάλκινα κασίδια καὶ σαΐττες,
κι’ ἀτελατίκια καὶ πελέκια, ἀγκίστρια καὶ καμάκια κλπ.

ἢ σὰν κι’ αὐτοὺς

Καισάροι, ἐξάρχοι, μάγιστροι. δομέστικοι, δουκάδες,
ταξάτοι, ταξιδιάρηδες, ἀκρίτες, ἀπελάτες
σπαθάρηδες, δρουγγάρηδες. καβαλλαρέοι, ἁρμάτοι,
καπετανέοι, ἀρχοντολόγια, ταπεινοβγαλμένοι,
...............
Λίμιτα, νούμερα, σκολὲς τῶν ἀσκεριῶν ξεφτέρια
θεληματάροι, ρογιαστοί, κατάφραχτοι, ἀλαφρίτες

μαζεμμένοι ἀπὸ κάποιο ἐγχειρίδιο τῆς Βυζαντινῆς ἱστορίας, ἡ στίχοι ποὺ ἀραδιάζουν τὶς ὀνομασίες τῆς Θεοτόκου μὲ φορτικὴ ἐπιμονή

Παντάνασσα, Ἐλεούσα,
Γλυκοφιλούσα. Ἀκάθιστη, Γιάτρισσα, Πονολύτρα
Παραμυθιά, Περίβλεφτη, Πανάχραντη, Ὁδηγήτρα
Ἀντιφωνήτρα, Τριχερούσα, Βαγγελίστρα, Λαύρα
Γοργοεπίκοη, Ἀθηναία, Ρωμαία, Φανερωμένη, κλπ.

δὲν ξέρουμε ἄν ὑπηρετοῦν κανένα ποιητικὸ σκοπό, ἢ τοὐλάχιστον καμμίαν ἀνάγκην ἑνότητας τοῦ ἔργου, ἀσφαλῶς ὅμως ἀποβλέπουν σὲ ἐπίδειξη πολυμάθειας. Πλεονάζουν οἱ ρωμαντικὲς εἰκόνες, σἄν κι αὐτή, ποὺ μὲ τὶς συνειθισμένες ἀντιθέσεις κυνηγᾶνε τὴν κατάπληξη τοῦ ἀναγνώστη:

Ἀθηνᾶ; ὄχι Ἀθηνᾶ Σοφία,
βιβλίο κρατᾶς καὶ σκύβοντας ἀπάνου του διαβάζεις

καὶ μὲ κοντύλι σίδερο σὲ φύλλα ἀτσάλι γράφεις
σφαῖρα τὸ πόδι σου πατᾶ καὶ σὰ νὰ τήνε σπρώχνῃ
καὶ ἡ σφαίρα ἀστέρι, καὶ τἀστέρι κόσμος, καὶ γυρίζει»

Ἡ τελευταία μάλιστα εἰκόνα ποὺ προσθέτει, στὴν ἤδη πολυάσχολη Σοφία, καὶ τὸ γύρισμα τοῦ κόσμου ποὺ εἶναι ἀστέρι ποὺ εἶναι σφαῖρα, φαίνεται κἄπως ἀφελῶς κωμικὴ. Δυσαναλογία μεταξὺ τῆς προσπάθειας νὰ παραχθῇ ἐντύπωση τρομακτική, καὶ τοῦ μέτριου ἀποτελέσματος·

Καὶ νὰ παρακάτω κακόζηλη χρήση τῆς δημοτικῆς:

Τὴν Πολιτεία τὴ σέρνει ὁ Πόλεμος κι ἡ Βία τὴ σέρνει
στἄνθισμα γιὰ τό μαρασμὸ, στὴ χάση γιὰ τὴ φέξη

Στὴ «χάση γιὰ τὴ φέξη» (;!)

Πιὸ πέρα ἔμφαση παιδικὴ ἡ ὁποία θυμίζει, στὶς κακοκαμωμένες ἐπιθεωρήσεις, τὴν ἐμφάνιση καμμιᾶς μοδιστρούλας, ποὺ ἐξηγᾶ στὸ κοινὸν τὶ παριστάνει:

Δέντρα, ἀντιρρίματα πατῶ καὶ ζερριζώνω καὶ ὅλα
μὲ τὴ φωτιὰ ξεπαστρευτὴς καὶ χτίστης μὲ τὸ αἷμα
καὶ γυμνά στρώνω καὶ κρουστὰ τἀλώνια στρογγυλεύω
γιομίζοντάς τα μὲ καρποὺς του θέρου καὶ τοῦ τρύγου
Μὰ ἐγὼ εἶμ’ ὁ Πόλεμος, μὰ ἐγὼ εἶμ’ ὁ Πόλεμος....

Ὅσο γιὰ τὴν ποιότητα τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης παραθέτουμε ἐδῶ ἕνα ὁλόκληρο ἀπόσπασμα, ποὺ στὴν ἀντίληψη τοῦ ποιητὴ βέβαια θὰ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἀψηλονόητα

— Ὅσο ἀνοιχτοὶ εἶν’ οἱ οὐρανοί, τόσο τεράστια μέσα
στῶν οὐρανῶν ἁπλώνονται τὴν ἀπεραντοσύνη
τοῦ ἡλιοῦ τὰ βασιλέματα· κι ὅσο κ’ οἱ αἰθέρες εἶναι
ξάστεροι, τόσο εἶν’ οἱ ἀχνοὶ σὰν ξαφνικὲς φοβέρες·
ἀπὸ τὰ ἔγκατα κ’ οἱ ἀχνοὶ τῆς θάλασσας τῆς μάννας
ὑψώνονται, μεστώνονται, καὶ, σύγνεφα, τοῦ κόσμου
τὸ σκότος, τὸ δριμόχολο καὶ τὴ φουρτούνα φέρνουν,
γιὰ τὸ χαμὸ ἢ γιὰ τἄνθισμα, ξολοθρεύτες ἢ πλάστες
ὅσο νὰ πέσουνε ξανὰ στῆς θάλασσας τῆς μάννας
τὰ ἔγκατα, ἀπὸ τὸ νερὸ γιὰ τὸ νερό, καθάρια,
καὶ μ’ ὅλο τους τὸ θόλωμα, τα σύγνεφα, σημάδια
στοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποῦ ἀνεβοκατεβαίνουν
τοῦ νόμου τοῦ κυβερνητῆ θνητοῦ καὶ θείου, τῶν ὅλων.

Ἂς ἀφίσουμε κατὰ μέρος τὴν παράκαιρη ἐμφάνιση τοῦ στίχου τοῦ Ἐρωτόκριτου,

στοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποῦ ἀνεβοκαταβαίνουν

ποὺ βέβαια σὲ καμιὰ ἀναγκαστικὴ συνοχὴ νοήματος δὲν βρίσκεται μὲ τοὺς ἄλλους στίχους. —Ἀπὸ τὸ κομμάτι ὁλόκληρο ἀδύνατο νὰ συναρμολογηθεῖ νόημα δεμένο. Οἱ πρῶτοι τέσσερεις στίχοι εἶναι ἁπλὲς βεβαιώσεις: Ὅσο πλατύτερος εἶναι ὁ οὐρανὸς τόσο πιὸ εὐρύχωρα ἁπλώνουνται τὰ βασιλέματα τοῦ ἥλιου, κι ὅσο καθαρώτεροι οἱ αἰθέρες τόσο οἱ ἀχνοὶ μοιάζουν ξαφνικὲς φοβέρες. Ἡ πρώτη βεβαίωση μαθηματικὰ ἀναμφισβήτητη, ἡ δεύτερη ζήτημα γούστου. —Οἱ ἐπίλοιποι ὅμως στίχοι, ὑποθέτουμε νὰ ἐξηγοῦν τὴ θεωρία τῆς βροχῆς, «ἀπὸ τὸ νερὸ γιὰ τὸ νερὸ» ἢ τὸν νόμο τῆς συντήρησης τῆς δύναμης, μὲ τὴν προσθήκη ὅτι, γιὰ νὰ γίνῃ τὸ νερὸ ἀχνός, σύννεφο κι ὕστερα πάλι νερό, χρειάζεται χρόνος: —Ὄχι;

Θᾶναι ριζικὰ ἀδικημένες οἱ γνῶμες αὐτές, ποῦ ἐπήγασαν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἐντυπώσεις τῆς «Φλογέρας τοῦ Βασιληᾶ» ἂν πάρουν γενικότερη σημασία καὶ ἄν θεωρηθοῦν ὅτι ἀγκαλιάζουν ὅλα τὰ ἔργα τοῦ κ. Κ. Παλαμᾶ. — Οὔτε ἡ δικαιολογημένη ἐπιβολὴ τοῦ ποιητὴ οὔτε ἡ ξεχωριστὴ θέση ποῦ κρατοῦν στὴ σύγχρονη ψυχὴ ἡ τεχνοτροπία του καὶ ἡ σκέψη του, μποροῦν πιὰ νὰ συζητηθοῦν·

Ἐδῶ προσπαθήσαμε μονάχα ν’ ἀντικρύσουμε, μὲ ἀπερίφραστη εἰλικρίνεια ἕνα ἔργο ποῦ βρέθηκε νὰ συγκεντρώνῃ, μεγαλοποιημένα καὶ ἀποκρυσταλλομένα τὰ ἐλαττώματα του κ, Κ. Παλαμᾶ. σὲ ὁριστικὸ ὑπόδειγμα, σὲ «ὑπόδειγμα πρὸς ἀποφυγήν».

Εἶναι γνωστὸ πῶς ὁ κ. Κ. Παλαμᾶς, κάτοχος ὅσο ἕνας ἢ δυὸ μόλις στὴ Ρωμηοσύνη, τῆς γλώσσας τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν αἰσθάνεται ἀπεριόριστη λατρεία στὴ γλῶσσα αὐτὴν καὶ συχνὰ παραβλέπει πῶς, στὴν ἄδολή της μορφὴ, εἶναι πιὰ λίγο ξένη πρὸς τὶς σημερινὲς ἀνάγκες. —Καί, ἴσως, ὁδηγημένος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νά πυργώση μνημεῖο στὴ λατρεία του αὐτὴ, σκόπιμα παραμέρισε τὸ αἴσθημα καὶ τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ τελευταῖο του ἔργο, γιὰ ν’ ἀφοσιωθεῖ ὁλόψυχα στὸ μουσικὸ θρόϊσμα τῶν λέξεων καὶ στῆς ρητορείας τοὺς μάταιους ἤχους.

Ὅσοι ὅμως τὴν Τέχνη ἀγαποῦν μόνο γιὰ τὸν ψυχικὸ πλοῦτο ποῦ ξυπνᾶ, ἐνσυνείδητα πρέπει νὰ στραφοῦν πρὸς τὰ παραδείγματα, ποῦ μὲ φιλάργυρη διστακτικότητα χαρίζει ὁ κ. I. Ν. Γρυπάρης, καὶ νὰ κρατοῦν πολύτιμο ἐγκόλπιο τοὺς ἐκλεκτικοὺς στίχους τῆς ὑπέροχης Σάτιρας:

Μὰ ἡ Τέχνη τὰ κοινὰ στοιχεῖα κορφολογᾷ
κι ἀπ’ τἄνθη τῶν πραγμάτων
Τὸ τρίδιπλο τρυγάει
τὸ ἀπόσταγμά των.

Δ. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ