Καλοφοράει τα ξόμπλια της

Από Βικιθήκη
Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Καλοφοράει τὰ ξόμπλια της


Καλοφοραει τὰ ξόμπλια της ἡ Νύχτα ἡ ξελογιάστρα,
γυρνάει τὸν Ἑφταπάρθενο χορὸ καὶ τὴν Ἑξάστρα
καὶ στὸν προσηλιακὸ οὐρανὸ τὸ Ἄστρο τῆς μέρας φέρνει.
Μὰ ἐγὼ τὸν ὕπνο μου ζητῶ κι ὁ ὕπνος δέ με παίρνει.

Ὦ ἐσύ, στερνέ μου λογισμέ, ποῦ τοὺς παλιούς μου πνίγεις
καὶ στὸ κατώφλι μου ἔρχεσαι μόλις μὲ ἰδῇς νὰ φύγῃς,
ὦ ἐσύ, σκοπὲ ἀτραγούδιστε, ποῦ πρὶν σὲ κελαϊδήσω,
ἀπὸ τὰ σπάργανα γυρνᾷς στὰ σάβανά σου πίσω,

Στοῦ νοῦ τὸ ξαλοφρόντισμα τοῦ νυχτοστρατοκόπου
σὰν πεταλοῦδες χνουδωτὲς μὲ τριγυρνᾶτε — μὰ ὅπου
λαχταριστὰ τὸ χέρι μου γιὰ νὰ σᾶς πιάσω ἁπλώθω,
νεκρὸ φοβοῦμαι μὴν τὸν βρῶ καὶ τὸ στερνό μου πόθο!