Ιστορία του Όθωνος Βασιλέως της Ελλάδος (1832-1862)/Μέρος τρίτον/Κεφάλαιον Α΄

Από Βικιθήκη
Ἱστορία του Ὄθωνος Βασιλέως της Ἑλλάδος (1832-1862)
Μέρος τρίτον – Κεφάλαιον Α′


ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΘΩΝΟΣ

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α′.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ

Ἡ Ἐθνοσυνέλευσις. — Τὸ σύνταγμα. — Αὐτόχθονες καὶ ἑτερόχθονες. — Ἔκρυθμος τῆς χώρας κατάστασις. — Στασιαστικὰ κινήματα. — Ὑπουργεῖον Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου καὶ ἡ κατ’ αὐτοῦ ἀντιπολίτευσις. — Ὑπουργεῖον Ἰωάννου Κωλέττη. — Σφοδρὸς ἀνταγωνισμὸς Ἀγγλικῆς καὶ Γαλλικῆς πρεσβείας. — Θάνατος Κωλέττη.

Τοῦ Συντάγματος δοθέντος ἔπρεπεν ἡ νέα Κυβέρνησις νὰ προβῇ εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν ἀντιπροσώπων τῆς μελλούσης νὰ συγκληθῇ ἐπὶ τῷ μεγάλῳ γεγονότι τῆς Γ′. Σεπτεμβρίου, Ἐθνοσυνελεύσεως καὶ νὰ προσκαλέσῃ εἰς Ἀθήνας τοὺς ἐν διαφόροις διπλωματικαῖς θέσεσι διωρισμένους ἑξοχωτέρους πολιτικοὺς ἄνδρας τῆς Ἑλλάδος, οἷον τὸν Ι. Κωλέττην ἐκ Παρισίων καὶ τὸν Ἀλ. Μαυροκορδάτων ἐκ Κωνσταντινουπόλεως. Τούτων ἐν τάχει σπευσάντων τὴν εἰς Ἀθήνας κάθοδον καὶ προτάσει τοῦ πρωθυπουργοῦ Α. Μεταξᾶ λαμβανόντων μέρος ἐν τοῖς ὑπουργικοῖς συμβουλίοις μεθ’ ὁριστικῆς ψήφου, τῇ 15 Ὀκτωβρίου 1843 προέβη εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν μελῶν τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως ἀναδειχθέντων πληρεξουσίων τῶν δε:

Π. Νοταρᾶς, Π. Μαυρομιχάλης, Σ. Παπαλεξόπουλος, Γ. Κουντουριώτης, Β. Χρηστακόπουλος. Ι. Κωλέττης, Α. Μοναρχίδης, Δ. Καλλέργης, Δ. Μανσόλας, Π. Γ. Ρόδιος, Α. Λοιδωρίκης, Ν. Κριεζώτης, Θ. Γρίβας, Α. Λόντος, Α. Μαυροκορδάτος, Κ. Κανάρης, Λ. Μελᾶς, Σ. Καλογερόπουλος, Ρήγας Παλαμήδης, Ἀντώνιος Γεωργαντᾶς, Ρ. Τζούρτζ, Κ. Ζωγράφος, Σ. Τρικούπης, Ι. Μακρυγιάννης, Ἀνδρέας Ἴσκος, Ν. Μαυρομμάτης, Κ. Ν. Δόσιος, Β. Θεαγένης, Ι. Φιλήμων, Α. Πάϊκος, Γαλάνης Μεγαπάνου, Ν. Πιεράκος, Γ. Γλαράκης, Ι. Φαρμάκης, Γ. Κώστας, Διομήδης Κυριακοῦ, Δ. Παπανικολῆς, Δημήτριος Πετροπουλάκης, Γεώργιος Πετρόπουλος, Α. Πετσάλης, Ν. Πρασακάκης, Ε. Σίμος, Φ. Γρίβας, Τσανετάκης, Α. Γιαννίτης, Κ. Γαλῆς, Κ. Κωστάκης, Γ. Διοβουνιώτης, Γεώργιος Βασιλόπουλος, Δ. Πουλικάκος, Ν. Τζέλιος, Α. Α. Σωτηρίου, Μ. Ι. Μιχολόπουλος. Ν. Πονηρόπουλος, Α. Μπερῖκος, Γ. Ντερνιτσιώτης, Ν. Γ. Ἱγγλέσης, Γ. Π. Ἠλιόπουλος, Σταῦρος Βλάχος, Φ. Πουλόπουλος, Δ. Τσάμης, Καρατάσος, Ματθαῖος Πρωτοπαπᾶς, Δ. Καλλιφρονᾶς, Ν. Γούναρης, Ι. Βασιλείου, Π. Ψάθης, Α. Ἀποστολίδης, Στάμος Νάκος, Βασίλειος Ν. Ὀρλώφ, Γ. Μπάστας, Α. Κοντάκης, Ἰωάννης Οἰκονόμου, Διαμαντῆς Ν. Ὀλύμπιος, Ν. Κορφιωτάκης, Κ. Βρυζάκης, Π. Σωτηρόπουλος, Κ. Ζέρβας, Κ. Στάϊκος, Α. Καρνέσης, Μ. Ἰατρός, Εμ. Μελετόπουλος, Χ. Οἰκονομίδης, Σπυρίδων Λογοθετόπουλος, Μ. Α. Γρηγοράκης, Δ. Μπιρμπίλης, Δ. Φαλκίδης, Ἀναγνώστης Παπατζώρης, Μ. Α. Τσαμαδός, Α. Ἀνδροῦτζος, Δ. Βούλης, Σπυρίδων Πάγκαλος, Β. Νικολαΐδης, Δ. Μπουδούρης, Στέφανος Χρηστέας, Κοῦστας Μάκος, Χ. Ζαχαριάδης, Γ. Α. Περωτῆς, Ἐμ. Χ. Τζοῦχλος, Θ. Μαρκεζίνης, Δ. Π. Δημητρακόπουλος, Α. Π. Ἰωάννου, Ν. Πανουριᾶς, Α. Ἐγκολφόπουλος, Κώστας Χ. Παναγιώτου, Γκίκας Γ. Γκιώνης, Ι. Σουλιναραῖος, Χρῆστος Βλάσης, Δ. Λ. Ζῶτος, Α. Καλαμογδάρτης, Χ. Σισίνης, Κωνστ. Λ. Δουζίνας, Ἰάκωβος Παξιμάδης, Ν. Α. Βιτάλης, Γ. Σ. Κριεζῆς, Νῖκος Θέου, Α. Γρηγοριάδης, Ι. Γρηγοράκης, Σ. Β. Τριχᾶς, Κ. Τσερτίδης, Χ. Δημητρίου, Ι. Τομαρᾶς, Γ. Γρυπάρης, Π. Παρπιτζιώτης, Α. Χ. Λόντος, Γ. Δοκός, Ι. Πιτάρης, Ι. Δ. Δαμιανός, Δ. Κυριακίδης, Δ. Περούκας, Ἐμ. Σπυρίδωνος, Μιχ. Σολωμός, Ἀναστάσιος Λόντος, Σ. Τριανταφύλλης, Δ. Ν. Δρόσος, Π. Ι. Χαλκιόπουλος, Κ. Μπότσαρης, Α. Μαυρομιχάλης, Α. Μεταξᾶς, Μ. Σχινᾶς, Σ. Μήλιος. Ν. Δραγούμης, Χ. Καπετανάκης, Α. Πέπας, Μ. Μπούκορας, Μελέτιος Χ. Μελέτης, Σ. Θεοχαρόπουλος, Εὐαγγέλης Μ. Κονσογιάννης, Α. Ζυγομαλᾶς, Τ. Χριστόπουλος, Ι. Κουμπαράκος, Σ. Α. Μεταξᾶς, Κανέλλος Δελιγιάννης, Γ. Αἰνιάν, Δ. Κανελλόπουλος, Δ. Πλαπούτας, Μ. Χ. Πρίμας, Π. Ἀλεξίου, Γ. Νοταρᾶς, Χρ. Πέτρου, Α. Ζωρογιαννίδης, Β. Πετμεζᾶς, Α. Κίτσου, Στρατῆς Δελιγιαννάκης, Γεώργιος Ἰωάννου, Ἀρ. Ἀναγνωσταρᾶς, Χ. Κλωνάρης, Η. Δημητρακαράκος, Α. Μαρκέλος, Ἄγγελος Γουζουάσης, Γρ. Πατριαρχέας, Α. Μόστρας, Α. Πατριαρχέας, Χ. Παπαπολίτης, Σ. Πασαπόρτης, Γ. Λογιωτατίδης, Α. Ἐλευθερίου, Γ. Δομέστιχος, Χ. Μηλιάννης, Ι. Φλέσσας, Α. Πρωτοπαππᾶς, Δ. Γουβέλης, Π. Ἀργυρόπουλος, Γ. Ἀντωνόπουλος, Χατζῆ Χρῆστος, Κίτσος Τσαβέλλας, Α. Ρόντης, Π. Δαρειώτης, Κ. Χαραμῆς, Π. Καλαμαριώτης, Ἰωάννης Κρανίδης, Ν. Πετμεζᾶς, Δ. Αὐγερινοῦ, Δ. Ταρκαζίκης, Κ. Λυμπερόπουλος, Δ, Πέτροβας, Β. Κυβέλος, Ε. Καραμπάτος, Π. Γεραλόπουλος, Ν. Γρηγοριάδης, Ν. Ρενιέρης, Ι. Ζαΐμης, Ν. Δαρειώτης, Ι. Βελέντζας, Ι. Α. Σωμάκης, Μ. Μπουρικάκος, Π. Καπετανάκης, Μ. Ἱερομνήμων, Β. Δρόσος, Ζ. Μαραγκός, Ν. Ἰουλίου, Μ. Ζανετάκης, Α. Ρενουάρδος, Α. Χαραλάμπης, Ν. Σταματελόπουλος, Ζ. Μαυρογένης, Ι. Κομπότης, Α. Βάγγαλης, Ι. Περίδης, Κ. Ἀξελός, Λ. Λυκοῦργος, Β. Δημητρακόπουλος, Στ. Γεωργιάδης, Κ. Α. Κυριακός, Κ. Θ. Κολοκοτρώνης, Β. Κ. Ζερβάκος, Κ. Ν. Λεβίδης, Λύσσανδρος Βιλαέτης, Χ. Περραιβός, Μαρ. Κ. Μακρυγιάννης, Σ. Σχινᾶς, Ν. Ι. Σισίνης, Δ. Μ. Βαλέτας, Δ. Γαβρᾶς, Μ. Γουνελῆς, Ν. Καλλέργης, Π. Ζερβουδάκης, Ἰάκωβος Κουμῆς, Γ. Πεζανός, Δ. Χρυσαφόπουλος. Α. Σταματόπουλος, Κώστας Γαλῆς, Α. Παππανικολάου, Ι. Ἀναγνωστόπουλος, Γ. Οἰκονόμου.

Ἐπίσημος ἡμέρα τῆς ἐνάρξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως ὡρίσθη ἡ 8η Νοεμβρίου· τὴν πρωΐαν ἐρρίφθησαν 29 κανονοβολισμοὶ καὶ μουσικαὶ παιανίζουσαι ἐχαιρέτων τὸ ἐπίσημον τῆς ἡμέρας. Κατὰ τὰς 10 π. μ. ἐν τῷ ναῷ τῆς ἁγίας Εἰρήνης ἐτελέσθη ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Νεοφύτου δοξολογία, μετὰ τὸ πέρας τῆς ὁποίας θαυμάσιον ἐξεφώνησε λόγον ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Νεόφυτος Βάμβας.

Μετὰ τὴν δοξολογίαν ἡ Κυβέρνησις καὶ τὰ μέλη τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως μετέβησαν ἐν σώματι εἰς τὴν αἴθουσαν τῶν παρὰ τὸ σημερινὸν Βουλευτήριον κειμένων παλαιῶν Ἀνακτόρων, ἥτις εἶχεν ὁρισθῆ ὡς αἴθουσα τῶν συνεδριῶν τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως.

Ἐνταῦθα δὲ, μετὰ τὸν συνήθη ἁγιασμόν, τὰ μέλη τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως ὡρκίσθησαν ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καὶ ὑπέδειξαν ὡς πρόεδρον τὸν πρεσβύτερον αὐτῶν, Πανοῦτσον Νοταρᾶν, καὶ γραμματέα τὸν νεώτερον Σ. Κοπανίτσαν. Μετὰ τοῦτο, ὁ Ἀλέξ. Μαυροκορδάτος παρετήρησεν, ὅτι ἡ πρώτη αὕτη συνεδρία ἀποτελεῖ τὴν τελετὴν τῆς ἐνάρξεως τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως καὶ ὅτι ἑπομένως ὁ διδόμενος ὑπὸ τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ ἔθνους ὅρκος δὲν δύναται νὰ ἐπιφέρῃ οὐδὲν κώλυμα εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως ὡς μὴ προδικάζων τὰ ζητήματα.

Τῆς προτάσεως ταύτης γενομένης δεκτῆς, ἐκληρώθη δεκαμελὴς ἐπιτροπεία συγκειμένη ὑπὸ τῶν: Σπ. Λογοθετοπούλου, Δ. Βουδούρη, Ι. Σουλιναραίου, Σ. Τριανταφύλλη, Σ. Μήλιου, Διομ. Κυριακοῦ, Μ. Μάνου, Γ. Δερνιτσιώτη, Μ. Σολωμοῦ καὶ Γ. Μεγαπάνου, πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ βασιλέως, ὅστις περιστοιχιζόμενος ὑπὸ τῶν ὑπασπιστῶν αὐτοῦ Σκαρλάτου Σούτσου, Γαρδικιώτου Γρίβα, Δημητρ. Μαυρομιχάλη καὶ Ἀθανασίου Μιαούλη προσῆλθε τῇ 2 μ. μ. ὥρᾳ, ζωηρῶς ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐπευφημούμενος, εἰς τὸ βουλευτήριον, καὶ ἀναβὰς ἐπὶ τὸν θρόνον ἐκήρυξε τὴν ἔναρξιν τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως διὰ τοῦδε τοῦ λόγου:

«Κύριοι πληρεξούσιοι τοῦ Ἔθνους.

«Ἐμφανίζομαι εἰς τὸ μέσον Ὑμῶν μὲ τὴν εὐφρόσυνον πεποίθησιν ὅτι ἡ Συνέλευσις αὕτη θέλει εἶσθαι ἀγαθοῦ πρόξενος εἰς τὴν φιλτάτην ἡμῶν Ἑλλάδα.

«Ἐξ αὐτῆς τῆς καθιδρύσεως τῆς Βασιλείας, διάφοροι ἐλεύθεροι θεσμοὶ ἐτέθησαν σκοπὸν ἔχοντες νὰ προπαρασκευάσωσι τὴν εἰσαγωγὴν τοῦ τελειωτικοῦ συντάγματος. Ἐλευθέρα δημοτικὴ θεσμοθεσία, ἐπαρχιακὰ Συμβούλια, ὁρκωτὰ Δικαστήρια, ὑπῆρξαν πρόδρομοι τοῦ ἀντιπροσωπικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἑλλάδος. Ἤδη πρόκειται νὰ ἐπιθέσωμεν εἰς τὸ οἰκοδόμημα τοῦτο τὴν κορωνίδα διὰ τῆς εἰσαγωγῆς καὶ καθιερώσεως τοῦ Συντάγματος.

«Ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Ὑψίστου ἃς ἑνώσωμεν ἤδη τὰς προσπαθείας μας διὰ τὴν σύστασιν θεμελιώδους νόμου ἁρμόζοντος εἰς τὰς ἀληθεῖς χρείας καὶ περιστάσεις τοῦ Κράτους καὶ ἐπιτηδείου νὰ προαγάγῃ καὶ ἀσφαλίζῃ τὰ δίκαια συμφέροντα ἑκάστου.

»Ναί! ἃς βασιλεύῃ ἐν ἰσχύϊ ἡ σοφία καὶ δικαιοσύνη, καὶ ἃς περιζώσῃ ὅλους ἡμᾶς ὁ κοινὸς δεσμὸς τῆς ἀγάπης. Σχεδιάζοντες τὸ σύνταγμα τῆς κοινῆς ἡμῶν πατρίδος ἂς μὴ φειδολευθῶμεν περὶ τῆς πρὸς ἀλλήλους παραχωρήσεως, ἀλλ’ ἂς ἐμψυχώσῃ καὶ ὁδηγήσῃ ἡμᾶς εἰς τὸ ἔργον τοῦτο μόνη ἡ κοινὴ ἐπιθυμία τοῦ νὰ προαγάγωμεν καὶ στερεώσωμεν τὴν εὐτυχίαν τοῦ Κράτους. Γνωρίζετε, κύριοι, τὴν πρὸς τὸ Ἔθνος ἀγάπην μου, τὴν ὁποίαν εἰς καμμίαν περίστασιν δὲν ἀπηρνήθην. Αὕτη μὲ κάμνει νὰ μὴ ἐπιθυμῶ μήτε μεγαλειτέραν μήτε μικροτέραν ἐξουσίαν παρὰ ἐκείνην, ἥτις εἶναι ἀναγκαία πρὸς τὴν ἀσφάλειαν καὶ εὐημερίαν τῆς Ἑλλάδος.

«Ἄς συνομολογήσωμεν πρὸς ἀλλήλους συνθήκην, τῆς ὁποίας ἡ σκοπιμότης νὰ φέρῃ τὸ ἐχέγγυον τῆς διαμονῆς αὐτῆς καὶ διαρκείας. Ὅλος ὁ πεπολιτισμένος κόσμος ἀτενίζει εἰς ἡμᾶς τοὺς ὀφθαλμούς του, ἡ δὲ ἱστορία θέλει κρίνει τὸ ἔργον μας ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν.

«Πεποιθὼς εἰς τὸν ἔμφρονα πατριωτισμόν σας ἀνοίγω τὴν παροῦσαν συνέλευσιν. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἴθε ν’ ἀναδείξῃ αὐτὴν σωτήριον καὶ ὠφέλιμον εἰς τὴν Ἑλλάδα. Τῆς Ἑλλάδος ἡ εὐημερία εἶναι ἡ εὐχή μου, εἶναι ἡ δόξα μου».

Τὸν λόγον τοῦ βασιλέως ἐδέξαντο οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως, ἣν ἐν τῷ ἄκρῳ φιλελληνισμῷ παράβαλλον πρὸς τὰς βουλὰς καὶ τὰς ἐκκλησίας τῆς ἀρχαιότητος,[1] διὰ ζωηρῶν ἐπευ

Θεόκλητος Φαρμακίδης.
φημιῶν ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων διελύθη ἡ πρώτη ἐπίσημος συνεδρία, τοῦ βασιλέως ἀπελθόντος εἰς τὰ ἀνάκτορα ὑπὸ τὴν βροντὴν τῶν τηλεβόλων.

Κατὰ τὰς ἑπομένας ἡμέρας ἡ Ἐθνοσυνέλευσις προέβη εἰς τὴν ἐκλογὴν τῆς συντακτικῆς τῆς πρὸς τὸν βασιλικὸν λόγον ἀπαντήσεως ἐπιτροπῆς καὶ εἰς τὸν καταρτισμὸν τοῦ προεδρείου αὐτῆς. Καὶ πρόεδρος μὲν ἐξελέγη ὁ Πανοῦτσος Νοταρᾶς διὰ ψήφων 216, ἀντιπρόεδροι δὲ ὁ Ἀλέξ. Μαυροκορδάτος διὰ ψήφων 135, ὁ Ἀνδρέας Μεταξᾶς διὰ ψήφων 149, ὁ Ι. Κωλέττης διὰ ψήφων 147 καὶ ὁ Ἀνδρέας Λόντος διὰ ψήφων 143· γραμματεῖς δὲ διὰ σχετικῆς πλειονοψηφίας, ἀνεδείχθησαν ὁ Δρόσος Δρόσου, ὁ Κωνσταντῖνος Κολοκοτρώνης, Β. Ζερβάκος, Κ. Ν. Λεβίδης, Λύσανδρος Βιλαέτης, Χ. Περαιβός, Μαρ. Μαρίνογλους, Ε. Σχινᾶς, Ν. Ι. Σισίνης. Δ. Ν. Βαλέτας, Δ. Γαβρᾶς, Γρηγοράκης καὶ Μ. Γουνελῆς.

Καταρτισθέντος οὕτω τοῦ προεδρείου καὶ ἐπικυρωθέντος τοῦ κανονισμοῦ αὐτῆς, ἡ Ἐθνοσυνέλευσις ἤρξατο μακρῶν συζητήσεων περὶ προσόντων τῶν πληρεξουσίων. Εὐθὺς ὅμως ἀπὸ τῶν πρώτων τούτων συζητήσεων κατεδείχθη, ἐν μεγάλῃ πλειονοψηφίᾳ τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως πνεῦμα ἀποκλειστικότητος. Διότι ἐν ᾧ κατὰ τὰς προηγουμένας Ἐθνοσυνελεύσεις, ἐπὶ τῆς Ἐπαναστάσεως, παρίσταντο καὶ οἱ πληρεξούσιοι τοῦ ἔξω Ἑλληνισμοῦ, κατὰ τὴν Ἐθνοσυνέλευσιν ταύτην δὲν ἐπεκράτησε τὸ γενικὸν ἐκεῖνο καὶ πανελλήνιον πνεῦμα, οὕτω δὲ ἀπεκλείσθησαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ ὑπὸ τὴν Τουρκίαν ἑλληνισμοῦ, καὶ συμπεριλήφθησαν μόνον ὡς ἀντιπρόσωποι σωματείων τῶν Κρητῶν, τῶν Θετταλῶν, τῶν Μακεδόνων καὶ Ἠπειρωτῶν.

Τὸ αὐτὸ ζήτημα ἐτέθη ὑπὸ συζήτησιν καὶ ἐν ἑτέρᾳ συνεδρίᾳ τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως· διότι οἱ πληρεξούσιοι, τῶν Κυδωνιῶν καθυπέβαλον ἀναφορὰν ἐκζητοῦντες τὴν ἐξαιρετικὴν αὐτῶν πρόσληψιν ὑπὸ τῆς Συνελεύσεως.

Ἡ πόλις αὕτη, εἶπεν εἷς τῶν πληρεξουσίων, πλουσία καὶ πολυάνθρωπος οὖσα πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως, ἀπετεφρώθη ἅμα ταύτης ἐκραγείσης, αἱ οἰκίαι παρεδόθησαν εἰς τὸ πῦρ καὶ οἱ ἄνθρωποι εἰς σφαγὴν καὶ αἰχμαλωσίαν. Μολονότι δὲ καὶ ἕτεροι τῶν πληρεξουσίων ὑπεστήριξαν τὴν πρότασιν ταύτην, ἀπερρίφθη ὅμως, τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως ἀποφανθείσης, ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ ἐπανέλθῃ ἐπὶ τῶν κατ’ ἀρχὴν ἀποφασισθέντων.

Ἀλλὰ καὶ ὀχλαγωγίας τις ἐγένετο, κατὰ τὴν ἔναρξιν τῶν συζητήσεων περὶ τοῦ Συντάγματος καὶ μικραὶ ἐγένοντο συζητήσεις περὶ τῆς ὀνομασίαις αὐτῆς ταύτης τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως. Καί τινες μὲν προέτειναν νὰ κληθῇ «ἡ τῶν Ἑλλήνων συντακτικὴ Συνέλευσις» ἄλλοι δὲ νὰ ὀνομασθῇ «ἡ ἐν Ἀθήναις τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις» καὶ ἄλλοι ἄλλως, ἐπεκράτησεν ὅμως ἡ γνώμη τῶν παρασκευασάντων τὴν Γ′ Σεπτεμβρίου καὶ οὕτως ἀπεκλήθη «ἡ τῆς Γ′ Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ Συνέλευσις». Σφοδροτέρα ὅμως συζήτησις ἐγένετο περὶ τῆς εἰς τὸν βασιλικὸν λόγον ἀπαντήσεως, ἥτις μόλις κατὰ τὴν συνεδρίαν τῆς 8ης Δεκεμβρίου ἐγένετο παραδεκτὴ ὡς ἑξῆς:

«Βασιλεῦ,

Οἱ πληρεξούσιοι τοῦ ἔθνους, ἀνταπέμψαντες εἰς τὸν Ὕψιστον τὰς ἐγκαρδίους εὐχαριστίας των διὰ τὴν ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν κατὰ 8ην Νοεμβρίου ἐμφάνισιν τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος, ἐκπληροῦσι σήμερον εὐάρεστον καθῆκον, ἐκφράζοντες πρὸς αὐτὴν τὰ ζωηρὰ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς βαθείας των εὐγνωμοσύνης αἰσθήματα. Ἀποδεχθέντες ὡς ἀρίστους οἰωνοὺς τοῦ μέλλοντος τῆς Ἑλλάδος τοὺς ἐμβριθεῖς λόγους τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος, οἱ πληρεξούσιοι ἀναγνωρίζουσι μετ’ ἀμετρήτου ἀγαλλιάσεως, ὅτι οἱ συνδέσαντες ἀπὸ τοῦ 1833 τὸν ἑλληνικὸν λαὸν μετὰ τοῦ βασιλέως του δεσμοὶ ἀπεκατέστησαν ἤδη διὰ παντὸς ἀδιάρρηκτοι, ἀπὸ τῆς εὐτυχοῦς ἐκείνης ἡμέρας, καθ’ ἣν τῆς πατρικῆς του καρδίας ἡ γενναιότης ἐπεσφράγισε τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς ὁμοφώνως ἐκφρασθείσης ἐθνικῆς ἐπιθυμίας.

«Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, Βασιλεῦ, καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ ἱεροῦ ὑπὲρ Ἀνεξαρτησίας Ἀγῶνος καθιερῶσαν ἐπανειλημμένως εἰς τὰς πράξεις τῶν συνελεύσεων του τὰς ἐθνωφελεῖς ἀρχὰς καὶ ἐγγυήσεις τοῦ συνταγματικοῦ συστήματος συναισθάνεται εἰλικρινῆ εὐγνωμοσύνην διὰ τοὺς συμφώνως μὲ τὰς ἀρχὰς ταύτας ἀπὸ τῆς καθιδρύσεως τῆς βασιλείας τεθέντες ἐλευθέρους θεσμούς· ἀλλ’ ἡ εὐγνωμοσύνη του κατέστη πολλῷ μεγαλειτέρα ἀφ’ ἧς ἡ Ὑμετέρα Μεγαλειότης ἀσπασθεῖσα τὰς ἐσχάτως ἐκφρασθείσας εὐχάς του ηὐδόκησε νὰ στεφανώσῃ τὰ ἔργα της συνομολογοῦσα τὸ ἀντιπροσωπικὸν πολίτευμα ὡς συνθήκην μεταξὺ τοῦ Ἔθνους καὶ τοῦ Βασιλέως, μέλλουσαν νὰ καθιερώσῃ ἀμετασαλεύτως τῶν Ἑλλήνων τὰ δικαιώματα καὶ τοῦ θρόνου τὰ προνόμια.

«Ναί, Βασιλεῦ, μόνη ἡ συνθήκη αὕτη μόνον τὸ συνταγματικὸν πολίτευμα θέλει δώσει ζωὴν καὶ μονιμότητα εἰς τὰς ἐλευθέρας διατάξεις τῶν ἀπὸ τῆς καθιδρύσεως τῆς βασιλείας κανονισθέντων θεσμῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἐνέργεια ἐκινδύνευσε νὰ χαλαρωθῇ ἕνεκα λυπηρῶν περιστάσεων, ὅλως ἀνεξαρτήτων τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεως τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος, καὶ τῶν εὐχῶν τοῦ Ἔθνους καὶ θέλει ἀνεγείρει ἐπὶ ἀκραδάντων θεμελίων τὸ πολιτικὸν ἡμῶν οἰκοδόμημα. Εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν σκέψιν περιλαμβάνοντες οἱ πληρεξούσιοι τὸ ἐνεστὼς καὶ τὸ μέλλον τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας· θέλουσι καταβάλλει ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Ὑψίστου πᾶσαν δυνατὴν προσπάθειαν εἰς τὴν ἀνέγερσιν τοῦ οἰκοδομήματος τούτου.

Συμμεριζόμενοι πληρέστατα τὴν ἐπιθυμίαν τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος καθὼς καὶ τὰς εὐχάς του ὑπὲρ τῆς στερεώσεως τῆς εὐτυχίας τοῦ Κράτους δὲν θέλουσι φειδωλευθῆ περὶ τὰς δικαίας πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον παραχωρήσεις, ἀλλ’ ὅλαις δυνάμεσι θέλουσι προσπαθήσει νὰ καταστήσωσι μὲν ἀφ’ ἑνὸς τον θεμελιώδη τοῦ συντάγματος νόμον, ἁρμόζοντα εἰς τὰς ἀληθεῖς ἀνάγκας τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ ἄξιον τῆς προσδοκίας τοῦ πολιτισμένου κόσμου, ν’ ἀναδείξωσι δ’ ἀφ’ ἑτέρου τὴν μοναρχίαν σεβαστὴν καὶ ἰσχυράν, καθιεροῦντες ὑπὲρ τοῦ θρόνου ὅσα δικαιώματα εἶναι ἀναγκαῖα πρὸς ἐξασφάλισιν τῶν δικαίων συμφερόντων ἑκάστου καὶ τῆς γενικῆς τοῦ Ἔθνους εὐημερίας.

«Εὐαρεστηθῆτε, Βασιλεῦ, νὰ πιστεύσητε ὅτι εἰς ὅλας τὰς περιστάσεις ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἐγνώρισε τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπην τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος καὶ ὅτι οἱ πληρεξούσιοί του γνωρίζουσι νὰ ἐκτιμήσωσιν αὐτὴν ἐπαξίως. Θέλουσι λοιπὸν ἐπιληφθῆ μὲ πληρεστάτην ἀφοσίωσιν τοῦ μεγάλου ἔργου καὶ μὲ πνεῦμα εὐθύτητος καὶ πατριωτισμοῦ προβαίνοντες συμφώνως μετὰ τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος εἰς τὴν σύνταξιν τοῦ ὁριστικοῦ τῆς Ἑλλάδος ἀντιπροσωπικοῦ πολιτεύματος θέλουσιν ἐπιμεληθῆ νὰ ἐπιθέσωσιν εἰς αὐτὸ τὴν σφραγῖδα τῆς διαρκείας καὶ μονιμότητος.

Ἐκπληροῦντες οὕτως ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Ὑψίστου τὰ ἱερὰ τῆς ἐντολῆς των καθήκοντα, οἱ πληρεξούσιοι ἐλπίζουν ὅτι θέλουσι δυνηθῆ νὰ ἐξασφαλίσωσι διὰ παντὸς τὴν εὐδαιμονίαν τῆς Ἑλλάδος, ἀχώριστον πάντοτε τῆς δόξης καὶ εὐκλείας τοῦ Θρόνου τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος.»

Τούτων γενομένων ἤρξατο ἡ κυρίως ἐπὶ τοῦ Συντάγματος ἐργασία τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως κατὰ τὴν συνεδρίασιν τῆς 3ης Ἰανουαρίου 1844.[2] Κατὰ τὴν συνεδρίασιν τῆς 26ης Νοεμβρίου 1843 ἡ Ἐθνικὴ Συνέλευσις ἐξελέξατο πρὸς σύνταξιν σχεδίου Συντάγματος εἴκοσι καὶ ἓν μέλη αὐτῆς τοὺς: Α. Μαυροκορδάτον, Σ. Τρικούπην, Δ. Κυριακοῦ, Π. Χαλκιόπουλον, Δ. Περρούκαν, Α. Μεταξᾶν, Γκίκαν Γκιώνην, Κ. Ζωγράφον, Ν. Μαυρομμάτην, Β. Θεαγένην, Γ. Γλαράκην, Ν. Κορφιωτάκην, Ι. Κωλέττην, Π. Ρόδιον, Γεραλόπουλον, Λ. Μελᾶν, Γ. Αἰνιᾶνα, Πιεράκον, Γ. Γρυπάρην, Δ. Καλλιφρονᾶν καὶ Ι. Δαμιανόν.

Ἡ ἐπιτροπὴ αὕτη περὶ τὰ τέλη Δεκεμβρίου 1843 παρουσίασε τὸ ὑπ’ αὐτῆς ἐκπονηθὲν σχέδιον Συντάγματος, οὗτινος ἐκτυπωθέντος καὶ διανεμηθέντος τοῖς πληρεξουσίοις, ἤρξαντο αἱ ἐπ’ αὐτοῦ συζητήσεις ἀπὸ τῆς συνεδρίας τῆς 3ης Ἰανουαρίου μέχρι τῆς 17ης Μαρτίου 1844.

Ὁ εἰσηγητὴς τῆς ἐπιτροπῆς Μελᾶς, παρελθὼν ἐπὶ τὸ βῆμα περιέγραψε τὸ σύνολον τῶν ἐργασιῶν τῆς ἧς ἀπετέλει μέλος ἐπιτροπῆς καὶ ἐξέθηκε τὰς ἰδέας ὑφ’ ὧν ἐνεπνεύσθη αὕτη.

Ἡ ἐπιτροπεία, εἶπεν ὁ Μελᾶς αἰσθανομένη, ὅτι ἐκ τοῦ ἔργου αὐτῆς ἐξηρτᾶτο τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ εὐδαιμονία καὶ τὸ μεγαλεῖον αὐτῆς, προσεπάθησε νὰ καταστήσῃ τὸ Σύνταγμα ὅσον τὸ δυνατὸν τέλειον καὶ ἔκρινεν, ἐν πρώτοις, καθῆκον αὐτῆς νὰ κηρύξῃ, ὡς ἔπραξαν καὶ αἱ προηγούμεναι συνελεύσεις, ὅτι ἐμμένομεν μὲν πιστοὶ ἐν τῇ πατρώᾳ θρησκείᾳ, εἰς ἣν ὀφείλομεν τὴν ἐθνικὴν ἀνεξαρτησίαν, ὅτι καὶ ἀνεχόμεθα ὅμως πᾶσαν ἄλλην θρησκείαν. Ἐν τῷ δημοσίῳ δικαίῳ ἐκήρυξεν ἴσους πρὸς ἀλλήλους τοὺς Ἕλληνας ἐξλείψασα οὕτως ὁλοσχερῶς πᾶσαν ἰδέαν διακρίσεως εὐγενείας καὶ τίτλων, καθιέρωσε τὴν ἀσφάλειαν τῆς ζωῆς, τῆς τιμῆς καὶ τῆς περιουσίας, ἀποκηρύξασα τὰς βασάνους καὶ τὴν σωματεμποριάν καθιέρωσε τὴν ἐλευθεροτυπίαν, καταργήσασα πᾶν εἶδος λογοκρισίας καὶ ὑποβαλοῦσα τὸν τύπον ὑπὸ τὴν ἁρμοδιότητα τῶν ὁρκωτῶν κριτῶν, διεχώρισε τὴν ἐκτελεστικήν, νομοθετικὴν καὶ δικαστικὴν ἐξουσίαν ἀπ’ ἀλλήλων, διέγραψε τὰ δικαιώματα καὶ τὰ προνόμια τοῦ βασιλέως κηρύξασα ἀπαραβίαστον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ὑπευθύνους τοὺς ὑπουργούς, καθιέρωσε τὴν Βουλὴν καὶ τὴν Γερουσίαν, διότι ἐθεώρησε τὴν Γερουσίαν ἀναπόσπαστον μέρος τοῦ ἀντιπροσωπευτικοῦ συστήματος «ἔχουσα ὑπ’ ὄψει τὴν εἰκόνα τῆς πατρίδος καὶ κατεχομένη ἀδιαλείπτως παρ’ αὐτῆς.»

Μετὰ τὸν εἰσηγητὴν ἀναβὰς ἐπὶ τὸ βῆμα ὁ Ὑπουργὸς τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Μ. Σχινᾶς, ὀπαδὸς τοῦ κόμματος τοῦ ζητοῦντος τὴν μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἕνωσιν, προέτεινε τροποποίησίν τινα εἰς τὸ περὶ θρησκείας σχέδιον τοῦ ὑπὸ τῆς ἄνω διαληφθείσης ἐπιτροπείας, συνταγέντος συντάγματος ὁμιλήσας διὰ μακρῶν καὶ προτείνας τάςδε τὰς τροποποιήσεις τοῦ Συντάγματος.

Καὶ ἀνέγνωσε τὸ Σύνταγμα ἔχον ὡς ἑξῆς:
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ[3]
Ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος.
Περί θρησκείας.

Ἄρθρον 1. Ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἰς τὴν Ἑλλάδα εἶνε ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πᾶσα δὲ ἄλλη γνωστὴ θρησκεία εἶνε ἀνεκτὴ καὶ τὰ τῆς λατρείας αὐτῆς τελοῦνται ἀκωλύτως ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν Νόμων, ἀπαγορευομένου τοῦ προσηλυτισμοῦ καὶ πάσης ἄλλης ἐπεμβάσεως κατὰ τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας.

Ἄρθρ. 2. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κεφαλὴν γνωρίζουσα τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ὑπάρχει ἀναποσπάστως ἡνωμένη δογματικῶς μετὰ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης καὶ πάσης ἄλλης ὁμοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τηροῦσα ἀπαραλλάκτως ὡς ἐκεῖναι τούς τε ἱερούς, ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνας καὶ τὰς ἱερὰς παραδόσεις, εἶνε δὲ αὐτοκέφαλος ἐνεργοῦσα, ἀνεξαρτήτως πάσης ἄλλης ἐκκλησίας, τὰ κυριαρχικὰ αὐτῆς δικαιώματα, καὶ διοικεῖται ὑπὸ Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιερέων.

Περὶ δημοσίου δικαίου τῶν Ἑλλήνων.

Ἄρθρ. 3. Οἱ Ἕλληνες εἶνε ἴσοι ἐνώπιον τοῦ Νόμου καὶ συνεισφέρουσιν ἀδιακρίτως εἰς τὰ δημόσια βάρη, ἀναλόγως τῆς περιουσίας των· μόνοι δὲ οἱ πολῖται Ἕλληνες εἶνε δεκτοὶ εἰς ὅλα τὰ δημόσια ἐπαγγέλματα.

Πολῖται εἶναι ὅσοι ἀπέκτησαν ἢ ἀποκτήσωσι τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πολίτου κατὰ τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους.

Ἄρθρ. 4. Ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία εἶναι ἀπαραβίαστος· οὐδεὶς καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, ἢ ἄλλως πως περιορίζεται, εἰμὴ ὁπόταν καὶ ὅπως ὁ Νόμος ὁρίζῃ.

Ἄρθρ. 5. Ἐκτὸς τῆς περιπτώσεως τοῦ αὐτοφώρου ἐγκλήματος οὐδεὶς συλλαμβάνεται, οὐδὲ φυλακίζεται, εἰμὴ δι’ αἰτιολογημένου δικαστικοῦ ἐντάλματος, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ κοινοποιηθῇ κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς συλλήψεως ἢ προφυλακίσεως.

Ἄρθρ. 6. Ποινὴ δὲν ἐπιβάλλεται ἄνευ Νόμου, ὁρίζοντος προηγουμένως αὐτήν.

Ἄρθρ. 7. Ἕκαστος, ἢ καὶ πολλοὶ ὁμοῦ ἔχουσι τὸ δικαίωμα νὰ ἀναφέρωνται ἐγγράφως εἰς τὰς Ἀρχάς, τηροῦντες τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους.

Ἄρθρ. 8. Ἡ κατοικία ἑκάστου εἶναι ἄσυλος· οὐδεμία κατ’ οἶκον ἔρευνα ἐνεργεῖται, εἰμὴ ὅταν καὶ ὅπως ὁ νόμος διατάσσῃ.

Ἄρθρ. 9. Ἐν Ἑλλάδι οὔτε πωλεῖται οὔτε ἀγοράζεται ἄνθρωπος. Ἀργυρώνητος ἢ δοῦλος παντὸς γένους καὶ πάσης θρησκείας εἶναι ἐλεύθερος, ἅμα πατήσῃ ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους.

Ἄρθρ. 10. Πᾶς τις δύναται νὰ δημοσιεύῃ προφορικῶς τε, ἐγγράφως καὶ διὰ τοῦ τύπου τοὺς στοχασμούς του, τηρῶν τοὺς νόμους τοῦ Κράτους.

Ὁ τύπος εἶναι ἐλεύθερος καὶ λογοκρισία δὲν ἐπιτρέπεται.

Οἱ ὑπεύθυνοι συντάκται, ἐκδόται καὶ τυπογράφοι ἐφημερίδων δὲν ὑποχρεοῦνται εἰς οὐδεμίαν χρηματικὴν προκαταβολὴν λόγῳ ἐγγυήσεως.

Οἱ ἐκδόται ἐφημερίδων θέλουν εἶσθαι πολῖται Ἕλληνες.

Ἄρθρ. 11. Ἡ ἀνωτέρα ἐκπαίδευσις ἐνεργεῖται δαπάνῃ τοῦ Κράτους· εἰς δὲ τὴν δημοτικὴν συντρέχει καὶ τὸ Κράτος κατὰ τὸ μέτρον τῆς ἀνάγκης τῶν δήμων.

Ἕκαστος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ συσταίνῃ ἐκπαιδευτικὰ καταστήματα, συμμορφούμενος μὲ τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους.

Ἄρθρ. 12. Οὐδεὶς στερεῖται τῆς ἰδιοκτησίας του εἰμὴ διὰ δημόσιον ἀνάγκην, προσηκόντως ἀποδεδειγμένην, ὅταν καὶ ὅπως ὁ νόμος διατάσσῃ, πάντοτε δὲ προηγουμένης ἀποζημιώσεως.

Ἄρθρ. 13. Αἰ βάσανοι καὶ ἡ γενικὴ δήμευσις ἀπαγορεύονται.

Ἄρθρ. 14. Τὸ ἀπόρρητον τῶν ἐπιστολῶν εἶνε ἀπαραβίαστον.

Περὶ συντάξεως τῆς Πολιτείας.
Ἄρθρ. 15. Ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία ἐνεργεῖται συνάμα ὑπὸ τοῦ Βασιλέως, τῆς Βουλῆς καὶ τῆς Γερουσίας.

Ἄρθρ. 16. Τὸ δικαίωμα τῆς προτάσεως τῶν Νόμων ἀνήκει εἴς τε τὸν βασιλέα, τὴν Βουλὴν καὶ τὴν Γερουσίαν. Πᾶς νόμος, ἀφορῶν τοὺς ἐτησίους προϋπολογισμούς, τὰ ἔσοδα ἢ ἔξοδα τοῦ Κράτους, διάθεσιν ἐθνικῆς περιουσίας, τὸν ἐτήσιον προσδιορισμὸν τῆς Στρατιωτικῆς καὶ Ναυτικῆς δυνάμεως καὶ τὴν στρατολογίαν καὶ τὴν Ναυτολογιάν, εἰσάγεται πρῶτον εἰς τὴν Βουλὴν καὶ ψηφίζεται παρ’ αὐτῆς.

Ἄρθρ. 17. Οὐδεμία πρότασις, ἀφορῶσα αὔξησιν τῶν ἐξόδων τοῦ προϋπολογισμοῦ διὰ μισθοδοσίαν ἢ σύνταξιν, ἢ ἐν γένει δι’ ὄφελος προσώπου, πηγάζει ἐκ τῆς Βουλῆς, ἢ τῆς Γερουσίας.

Ἄρθρ. 18. Ὅταν πρότασις Νόμου ἀπορριφθῇ ὑπὸ μιᾶς τῶν τριῶν νομοθετικῶν δυνάμεων, δὲν παρουσιάζεται ἐκ νέου εἰς τὴν αὐτὴν βουλευτικὴν σύνοδον.

Ἄρθρ. 19. Ἡ ἐπίσημος ἑρμηνεία τῶν Νόμων ἀνήκει εἰς τὴν νομοθετικὴν ἐξουσίαν.

Ἄρθρ. 20. Ἡ ἐκτελεστικὴ ἐξουσία ἀνήκει εἰς τὸν Βασιλέα, ἐνεργεῖται δὲ διὰ τῶν παρ’ αὐτοῦ διοριζομένων ὑπευθύνων Ὑπουργῶν·

Ἄρθρ. 21. Ἡ δικαστικὴ ἐξουσία ἐνεργεῖται διὰ τῶν δικαστηρίων, αἱ δὲ δικαστικαὶ ἀποφάσεις ἐκτελοῦνται ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως.

Περὶ τοῦ Βασιλέως.

Ἄρθρ. 22. Τὸ πρόσωπον τοῦ Βασιλέως εἶναι ἱερὸν καὶ ἀπαραβίαστον, οἱ δὲ Ὑπουργοὶ αὐτοῦ εἶναι ὑπεύθυνοι.

Ἄρθρ. 23. Οὐδεμία πρᾶξις τοῦ Βασιλέως ἰσχύει, οὐδ’ ἐκτελεῖται, ἂν δὲν ᾗναι προσυπογεγραμμένη παρὰ τοῦ ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ, ὅστις διὰ μόνης τῆς ὑπογραφῆς του καθίσταται ὑπεύθυνος.

Ἐν περιπτώσει δὲ ἀλλαγῆς ὁλοκλήρου τοῦ Ὑπουργείου ἂν οὐδεὶς τῶν παυσάντων Ὑπουργῶν συγκατατεθῇ εἰς τὸ νὰ προσυπογράψῃ τὸ τῆς ἀπολύσεως τοῦ παλαιοῦ καὶ τοῦ διορισμοῦ τοῦ νέου Ὑπουργείου διάταγμα, ὑπογράφονται ταῦτα παρὰ τοῦ Προέδρου τοῦ νέου Ὑπουργείου, ἀφοῦ οὗτος, διορισθεὶς ὑπὸ τοῦ Βασιλέως, δώσει τὸν ὅρκον.

Ἄρθρ. 24. Ὁ Βασιλεὺς διορίζει καὶ παύει τοὺς Ὑπουργοὺς αὐτοῦ.

Ἄρθρ. 25. Ὁ Βασιλεὺς εἶναι ὁ ἀνώτατος Ἄρχων του Κράτους· ἄρχει τῶν κατὰ ξηρὰν καὶ θάλασσαν δυνάμεων, κηρύττει πόλεμον, συνομολογεῖ συνθήκας εἰρήνης, συμμαχίας καὶ ἐμπορίας· ἀνακοινώνει δὲ αὐτὰς εἰς τὴν Βουλὴν καὶ τὴν Γερουσίαν μετὰ τῶν ἀναγκαίων διασαφήσεων, ἅμα τὸ συμφέρον καὶ ἡ ἀσφάλεια τοῦ Κράτους τὸ ἐπιτρέψωσιν.

Αἱ περὶ ἐμπορίας ὅμως συνθῆκαι καὶ ὅσαι ἄλλαι περιέχουσι παραχωρήσεις, περὶ τῶν ὁποίων κατ’ ἄλλας, διατάξεις τοῦ παρόντος Συντάγματος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ τι ἄνευ νόμον, ἢ ἐπιβαρύνουσιν ἀτομικῶς τοὺς Ἕλληνας, δὲν ἔχουσιν ἰσχὺν ἄνευ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Βουλῆς καὶ Γερουσίας.

Ἄρθρ. 26. Οὐδεμία παραχώρησις ἢ ἀπαλλαγὴ χώρας δύναται νὰ γενῇ ἄνευ Νόμου.

Οὐδέποτε τὰ μυστικὰ ἄρθρα συνθήκης τινὸς δύνανται ν’ ἀνατρέψωσι τὰ φανερά.

Ἄρθρ. 27. Ὁ Βασιλεὺς ἀπονέμει τοὺς στρατιωτικοὺς καὶ ναυτικοὺς βαθμούς, διορίζει καὶ παύει τοὺς δημοσίους ὑπαλλήλους, ἐκτὸς τῶν παρὰ τοῦ Νόμου ὡρισμένων ἐξαιρέσεων, ἀλλὰ δὲν δύναται δὲ νὰ διορίσῃ ὑπάλληλον εἰς μὴ νενομοθετημένην θέσιν.

Ἄρθρ. 28. Ὁ Βασιλεὺς ἐκδίδει τ’ ἀναγκαῖα Διατάγματα πρὸς ἐκτέλεσιν τῶν Νόμων, δὲν δύναται δὲ ν’ ἀναστείλῃ ποτὲ τὴν ἐνέργειαν αὐτῶν, μηδὲ νὰ ἐξαιρέσῃ τινὰ τῆς ἐκτελέσεώς των.

Ἄρθρ. 29. Ὁ Βασιλεὺς κυρόνει καὶ δημοσιεύει τοὺς Νόμους.

Ἄρθρ. 30. Ὁ Βασιλεὺς τακτικῶς ἅπαξ τοῦ ἔτους συγκαλῇ τὴν Βουλὴν καὶ τὴν Γερουσίαν, ἐκτάκτως δέ, ὁσάκις τὸ κρίνει εὔλογον. Κηρύττει αὐτοπροσώπως ἢ δι’ ἀντιπροσώπου τὴν ἔναρξιν καὶ λῆξιν ἑκάστης βουλευτικῆς Συνόδου, καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαλύῃ τὴν Βουλήν· ἀλλὰ τὸ περὶ διαλύσεως Διάταγμα πρέπει νὰ διαλαμβάνῃ συγχρόνως καὶ τὴν συγκάλεσιν, τῶν μὲν ἐκλογέων ἐντὸς δύο, τῆς δὲ Βουλῆς ἐντὸς τριῶν μηνῶν.

Ἄρθρ. 31. Ὁ βασιλεὺς ἔχει τὸ δικαίωμα ν’ ἀναβάλλῃ τὴν ἔναρξιν, ἢ νὰ διακόπτῃ τὴν ἐξακολούθησιν τῆς ἐτησίας Βουλευτικῆς Συνόδου. Ἡ ἀναβολὴ ἢ ἡ διακοπὴ δὲν δύνανται νὰ διαρκέσωσιν ὑπὲρ τὰς τεσσαράκοντα ἡμέρας, οὐδὲ ν’ ἀνανεωθῶσιν ἐντὸς τῆς αὐτῆς Βουλευτικῆς Συνόδου, ἄνευ τῆς συναινέσεως τῆς Βουλῆς καὶ τῆς Γερουσίας.

Ἄρθρ. 32. Ὁ Βασιλεὺς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ χαρίζῃ, μεταβάλλῃ καὶ ἐλαττώνῃ τὰς παρὰ τῶν δικαστηρίων καταγινωσκομένας ποινάς, ἐξαιρουμένων τῶν περὶ Ὑπουργῶν διατεταγμένων· πρὸς δὲ καὶ νὰ χορηγῇ ἀμνηστίαν ἐπὶ τῇ εὐθύνῃ ὁλοκλήρου τοῦ Ὑπουργείου.

Ἄρθρ 33. Ὁ Βασιλεὺς ἔχει τὸ δικαίωμα ν’ ἀπονέμῃ τὰ κανονισμένα παράσημα κατὰ τὰς διατάξεις τοῦ περὶ αὐτῶν Νόμου· δὲν δύναται ὅμως νὰ χορηγῇ τίτλους εὐγενείας καὶ διακρίσεως, οὐδὲ ν’ ἀναγνωρίζῃ τοιούτους, ἀπονεμομένους παρὰ ξένου Κράτους εἰς πολίτας Ἕλληνας.

Ἄρθρ. 34. Ὁ Βασιλεὺς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κόπτῃ νομίσματα κατὰ τὸν Νόμον.

Ἄρθρ. 35. Ἡ Βασιλικὴ χορήγησις προσδιορίζεται διὰ Νόμου, τοῦ ὁποίου ἡ διάρκεια δὲν περιορίζεται εἰς ρητὸν χρόνον, καὶ ὅστις δὲν δύναται νὰ τροποποιηθῇ, εἰμὴ μετὰ δεκαετίαν.

Ἄρθρ. 36. Ὁ Βασιλεὺς Ὄθων, μετὰ τὴν ὑπογραφὴν του παρόντος Συντάγματος, θέλει δώσει ἐνώπιον τῆς παρούσης Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τὸν ἀκόλουθον ὅρκον:

«Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ προστατεύω τὴν ἐπικρατοῦσαν θρησκείαν τῶν Ἑλλήνων, νὰ φυλάττω τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους καὶ νὰ διατηρῶ καὶ ὑπερασπίζω τὴν Ἐθνικὴν αὐτονομίαν καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους».

Περὶ διαδοχῆς καὶ Ἀντιβασιλείας.

Ἄρθρ. 37. Τὸ Ἑλληνικὸν Στέμμα καὶ τα Συνταγματικὰ αὐτοῦ δικαιώματα εἶναι διαδοχικά, καὶ περιέρχονται εἰς τοὺς κατ’ εὐθεῖαν γραμμὴν γνησίους καὶ νομίμους ἀπογόνους τοῦ βασιλέως Ὄθωνος, κατὰ τάξιν πρωτοτοκίας.

Ἄρθρ. 38. Ἐν ἐλλείψει γνησίου καὶ νομίμου ἀπογόνου του Βασιλέως Ὄθωνος, τὸ Ἑλληνικὸν Στέμμα καὶ τὰ Συνταγματικὰ αὐτοῦ δικαιώματα περιέρχονται εἰς τὸν ἑπόμενον ἀδελφόν του καὶ εἰς τοὺς κατ’ εὐθεῖαν γραμμὴν γνησίους καὶ νομίμους ἀπογόνους αὐτοῦ, κατὰ τάξιν πρωτοτοκίας.

Ἐν περιπτώσει θανάτου καὶ τούτου, ἄνευ γνησίων καὶ νομίμων ἀπογόνων κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, τὸ Ἑλληνικὸν Στέμμα καὶ τὰ Συνταγματικὰ αὐτοῦ δικαιώματα περιέρχονται εἰς τὸν ἑπόμενον ἀδελφόν του καὶ εἰς τοὺς κατ’ εὐθεῖαν γραμμὴν γνησίους καὶ νομίμους ἀπογόνους αὐτοῦ, κατὰ τάξιν πρωτοτοκίας.

Ἄρθρ. 39. Μὴ ὑπάρχοντος διαδόχου, κατὰ τὰ ἀνωτέρω ὡρισμένα, ὁ Βασιλεὺς διορίζει αὐτὸν μὲ τὴν συγκατάθεσιν τῆς Βουλῆς καὶ τῆς Γερουσίας, ἐπὶ τούτῳ συγκαλουμένων, παρόντων τοὐλάχιστον τῶν δύο τρίτων τῶν παρόντων μελῶν.

Ἄρθρ. 40. Πᾶς διάδοχος τοῦ Ἑλληνικοῦ Θρόνου ἀπαιτεῖται νὰ πρεσβεύῃ τὴν θρησκείαν τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.

Ἄρθρ. 41. Οὐδέποτε τὰ Στέμματα τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Βαυαρίας δύνανται νὰ συνενωθῶσι ἐπὶ τῆς αὐτῆς κεφαλῆς.

Ἄρθρ. 42. Ὁ Βασιλεὺς καθίσταται ἐνῆλιξ κατὰ τὸ δέκατον ὄγδοον ἔτος τῆς ἡλικίας αὐτοῦ συμπληρωμένον. Πρὶν ἢ ἀναβῇ τὸν Θρόνον, ὀμνύει ἐπὶ παρουσία τῶν Ὑπουργῶν, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τῶν ἐν τῇ πρωτευούσῃ Γερουσιαστῶν καὶ Βουλευτῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀνωτέρων ἀρχῶν, τὸν ἐν τῷ 36 ἄρθρῳ διαλαμβανόμενον ὅρκον. Ὁ Βασιλεὺς συγκαλεῖ τὸ πολὺ ἐντὸς δύο μηνῶν τὴν Βουλὴν καὶ τὴν Γερουσίαν καὶ ἐπαναλαμβάνει τὸν ὅρκον ἐνώπιον τῶν Βουλευτῶν καὶ τῶν Γερουσιαστῶν συνηγμένων ἐπὶ τούτῳ.

Ἄρθρ. 43· Ἐν περιπτώσει ἀποβιώσεως τοῦ Βασιλέως, ἐὰν ὁ διάδοχος ἦναι ἀνῆλιξ, ἢ ἀπών, καὶ δὲν ὑπάρχῃ Ἀντιβασιλεὺς ἤδη ὡρισμένος, ἡ Βουλὴ καὶ ἡ Γερουσία συνέρχονται, ἄνευ συγκαλέσεως τὴν δεκάτην τὸ βραδύτερον ἡμέραν μετὰ τὴν ἀποβίωσιν τοῦ Βασιλέως· ἡ δὲ Συνταγματικὴ Βασιλικὴ ἐξουσία ἐνεργεῖται παρὰ τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου ὑπὸ τὴν εὐθύνην αὐτοῦ, μέχρι τῆς ὀρκωμοσίας τοῦ Ἀντιβασιλέως ἢ τῆς ἀφίξεως τοῦ διαδόχου.

Ἄρθρ. 44. Ἐάν, ἀποβιώσαντος τοῦ Βασιλέως, ὁ διάδοχος αὐτοῦ ἦναι ἀνῆλιξ, ἡ Βουλὴ καὶ ἡ Γερουσία συνέρχονται ὁμοῦ διὰ νὰ ἐκλέξωσιν ἐπίτροπον· ἐπίτροπος δὲ τότε μόνον ἐκλέγεται, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ τοιοῦτος ἐκ διαθήκης τοῦ ἀποβιώσαντος Βασιλέως, ἢ ὅταν ὁ ἀνῆλιξ διάδοχος δὲν ἔχῃ μητέρα, μένουσαν εἰς τὴν χηρείαν της, ἥτις καλεῖται τότε εἰς τὴν ἐπιτροπείαν τοῦ τέκνου της αὐτοδικαίως.

Ὁ ἐπίτροπος τοῦ ἀνήλικος Βασιλέως, εἴτε διορισθῇ διὰ διαθήκης, εἴτε ἐκλεχθῇ ὑπὸ τῆς Βουλῆς καὶ τῆς Γερουσίας, ἀπαιτεῖται νὰ ἦναι πολίτης Ἕλλην τοῦ Ἀνατολικοῦ δόγματος.

Ἰδιαίτερος Νόμος θέλει κανονίσει τὰ περὶ Ἀντιβασιλείας.

Ἄρθρ. 45. Ἐν περιπτώσει χηρείας τοῦ Θρόνου, ἡ βουλὴ καὶ ἡ γερουσία, εἰς ἓν συνερχόμεναι, ἐκλέγουσι προσωρινῶς ἀντιβασιλέα πολίτην Ἕλληνα τοῦ ἀνατολικοῦ δόγματος· τὸ δὲ ὑπουργικὸν συμβούλιον ἐνεργεῖ ὑπὸ τὴν εὐθύνην του, ἐν ὀνόματι τοῦ Ἔθνους, τὴν Συνταγματικὴν Βασιλικὴν ἐξουσίαν μέχρι τῆς ὀρκωμοσίας τοῦ Ἀντιβασιλέως.

Ἐντὸς δὲ δύο μηνῶν, τὸ βραδύτερον, ἐκλέγονται ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἰσάριθμοι τῶν βουλευτῶν ἀντιπρόσωποι, οἵτινες, εἰς ἓν μετὰ τῆς Βουλῆς καὶ τῆς Γερουσίας συνερχόμενοι, ἐκλέγουσι τὸν Βασιλέα διὰ τῆς πλειονοψηφίας τῶν δύο τρίτων τοῦ ὅλου.

Περὶ τῆς Βουλῆς καὶ τῆς Γερουσίας.

Ἄρθρ. 46. Οὐδεὶς δύναται νὰ ἦναι σύγχρονος βουλευτὴς καὶ γερουσιαστής.

Ἄρθρ. 47. Ἡ Βουλὴ καὶ ἡ Γερουσία συνέρχονται αὐτοδικαίως καὶ κατ’ ἔτος τὴν 1 τοῦ Νοεμβρίου μηνός, ἐκτὸς ἂν ὁ Βασιλεὺς τὰς συγκαλέσῃ πρότερον, ἢ ἀναβάλῃ τὴν ἔναρξίν των κατὰ τὰ ἄρθρα 30 καὶ 31 τοῦ παρόντος Συντάγματος. Ἡ διάρκεια ἑκάστης Συνόδου δὲν δύνανται νὰ ἦναι βραχυτέρα τῶν δύο μηνῶν.

Ἄρθρ. 48. Ἡ Βουλὴ καὶ ἡ Γερουσία συνεδριάζουν δημοσία· δύνανται ὅμως νὰ διασκέπτωνται κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἡ μὲν Βουλή, κατ’ αἴτησιν δέκα, ἡ δὲ Γερουσία, πέντε ἐκ τῶν μελῶν αὐτῶν· μετὰ ταῦτα ἀποφασίζουσι, κατὰ πλειονοψηφίαν, ἂν ἡ περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος συζήτησις πρέπει νὰ ἐπαναληφθῇ εἰς δημοσίαν συνεδρίασιν.

Ἄρθρ. 49. Οὔτε ἡ Βουλὴ οὔτε ἡ Γερουσία δύνανται νὰ συζη- τήσωσι καὶ ἀποφασίσωσί τι ἄνευ τῆς παρουσίας τοὐλάχιστον τοῦ ἡμίσεος πλέον ἑνὸς τῶν μελῶν αὐτῶν.

Ἐν περιπτώσει διχοψηφίας ἡ πρότασις, περὶ ἧς ὁ λόγος, ἀπορρίπτεται.

Ἄρθρ. 50. Οὐδεὶς αὐτόκλητος ἐμφανίζεται ἐνώπιον τῆς Βουλῆς ἢ τῆς Γερουσίας διὰ ν’ ἀναφέρῃ τι προφορικῶς ἢ ἐγγράφως· ἀναφοραί τινες ὅμως παρουσιάζονται διά τινος Βουλευτοῦ ἢ Γερουσιαστοῦ ἢ παραδίδονται εἰς τὰ γραφεῖα.

Ἥ τε Βουλὴ καὶ ἡ Γερουσία ἔχουσι τὸ δικαίωμα ν’ ἀποστέλλωσιν εἰς τοὺς Ὑπουργοὺς τὰς διευθυνομένας πρὸς αὐτὰς ἀναφοράς, οἵτινες εἶναι ὑπόχρεοι νὰ δίδωσι διασαφήσεις ὁσάκις ζητηθῶσιν.

Ἄρθρ. 51. Ἡ Βουλὴ καὶ ἡ Γερουσία συνεδριάζουν ἰδίᾳ, ἡ μὲν ἐν τῷ Βουλευτηρίῳ, ἡ δὲ ἐν τῷ Συνεδρίῳ αὐτῆς.

Μόνον δέ, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐνάρξεως τῆς Βουλευτικῆς Συνόδου, καὶ ὁσάκις τὸ Σύνταγμα ὁρίζει, συνέρχονται ὁμοῦ ἐν τῷ Βουλευτηρίῳ.

Ἄρθρ. 52. Οὐδεὶς φόρος ἐπιβάλλεται οὐδ’ εἰσπράττεται, ἐὰν προηγουμένως δὲν ψηφισθῇ παρά τε τῆς Βουλῆς καὶ τῆς Γερουσίας, καὶ κυρωθῇ ὑπὸ τοῦ Βασιλέως.

Ἄρθρ. 53. Κατ’ ἔτος ἡ Βουλὴ καὶ ἡ Γερουσία ψηφίζουσι τὸν προϋπολογισμὸν καὶ ἀποφασίζουσιν ἐπὶ τοῦ ἀπολογισμοῦ.

Ὅλα τὰ ἔσοδα καὶ ἔξοδα τοῦ Κράτους πρέπει νὰ σημειῶνται εἰς τὸν προϋπολογισμὸν καὶ ἀπολογισμόν.

Ἄρθρ. 54. Οὐδεμία σύνταξις ἢ ἀμοιβὴ δίδεται ἐκ τοῦ Δημοσίου Ταμείου, ἄνευ Νόμου.

Ἄρθρ. 55. Βουλευτὴς ἢ Γερουσιαστὴς δὲν καταδιώκεται, οὐδ’ ὁπωσδήποτε ἐξετάζεται, ἕνεκα γνώμης ἢ ψήφου, δοθείσης παρ’ αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῶν βουλευτικῶν του καθηκόντων.

Ἄρθρ. 56. Βουλευτὴς ἢ Γερουσιαστής, διαρκούσης τῆς Βουλευτικῆς Συνόδου, δὲν καταδιώκεται, συλλαμβάνεται ἢ φυλακίζεται, ἄνευ ἀδείας τοῦ σώματος εἰς ὃ ἀνήκει· τοιαύτη ἄδεια δὲν ἀπαιτεῖται εἰς τὰ, ἐπ’ αὐτοφώρῳ κακουργήματα.

Προσωπικὴ κράτησις δὲν ἐνεργεῖται κατὰ Βουλευτοῦ ἢ Γερουσιαστοῦ, διαρκούσης τῆς Βουλευτικῆς Συνόδου, τέσσαρας ἑβδομά- δας πρὸ τῆς ἐνάρξεως καὶ τρεῖς μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν αὐτῆς.

Ἄρθρ. 57. Βουλευταὶ καὶ Γερουσιασταὶ ὀμνύουν πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῶν καθηκόντων αὐτῶν τὸν ἑξῆς ὅρκον:

«Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ φυλάξω πίστιν εἰς τὸν Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ εἰς τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους καὶ νὰ ἐκπληρώσω εὐσυνειδήτως τὰ καθήκοντα μου.»

Ὁ ὅρκος δίδεται, παρὰ μὲν τῶν Βουλευτῶν ἐν τῷ Βουλευτηρίῳ, παρὰ δὲ τῶν Γερουσιαστῶν ἐν τῷ Συνεδρίῳ τῆς Γερουσίας, εἰς δημοσίαν συνεδρίασιν.

Ἄρθρ. 58. Ἡ Βουλὴ καὶ ἡ Γερουσία προσδιορίζουν διὰ κανονισμοῦ πῶς ἑκάστη αὐτῶν θέλει ἐκπληροῖ τὰ καθήκοντά της.

Περὶ τῆς Βουλῆς.

Ἄρθρ. 59. Ἡ Βουλὴ σύγκειται ἐκ Βουλευτῶν, ἐκλεγομένων τῶν ἐχόντων δικαίωμα πρὸς τοῦτο πολιτῶν, κατὰ τὸν περὶ ἐκλογῆς Νόμον.

Ἄρθρ. 60. Οἱ Βουλευταὶ ἀντιπροσωπεύουσι τὸ Ἔθνος καὶ ὄχι μόνον τὴν ἐπαρχίαν ὑπὸ τῆς ὁποίας ἐκλέγονται.

Ἄρθρ. 61. Ὁ περὶ ἐκλογῆς Νόμος προσδιορίζει τὸν ἀριθμὸν τῶν βουλευτῶν, ἀναλόγως τοῦ πληθυσμοῦ· πώποτε ὁ ἀριθμὸς οὗτος δὲν δύναται νὰ ἦναι ἐλάσσων τῶν ὀγδοήκοντα.

Ἄρθρ. 62. Οἱ Βουλευταὶ ἐκλέγονται κατὰ τριετίαν.

Ἄρθρ. 63. Διὰ νὰ ἐκλεχθῇ τις Βουλευτὴς ἀπαιτεῖται:

Νὰ ᾖναι πολίτης Ἕλλην, ἐγκατεστημένος εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἀπολαμβάνων τὰ ἀστικὰ καὶ πολιτικὰ δικαιώματα, ἔχων συμπεπληρωμένον τὸ τριακοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας του, καὶ πρὸς τούτοις τὰ παρὰ τοῦ Νόμου τῶν ἐκλογῶν ἀπαιτούμενα προσόντα.

Ἄρθρ. 64. Βουλευταί, διοριζόμενοι παρὰ τῆς Κυβερνήσεως εἰς ἔμμισθον ὑπηρεσίαν καὶ δεχόμενοι αὐτήν, παύουν ἀμέσως τῶν Βουλευτικῶν καθηκόντων, καὶ τότε μόνον ἀναλαμβάνουσιμ αὐτά, ὅταν ἐκλεχθῶσιν ἐκ νέου.

Ἄρθρ. 65. Ἡ βουλὴ ἐκλέγει ἐκ τῶν Βουλευτῶν, κατὰ τὴν ἔναρ-

Σπ. Τρικούπης
ξιν ἑκάστης Βουλευτικῆς Συνόδου, τὸν Πρόεδρον, τοὺς Ἀντιπροέδρους καὶ τοὺς Γραμματεῖς αὐτῆς.

Ἄρθρ. 66. Ἡ Βουλὴ ἐξετάζει τὰ πληρεξούσια τῶν Βουλευτῶν καὶ ἀποφασίζει περὶ τῶν ἀναφυομένων ἀμφισβητήσεων.

Ἄρθρ. 67. Οἱ ἐκπληρώσαντες τὰ χρέη των Βουλευταὶ λαμβάνουσιν ἐκ τοῦ δημοσίου Ταμείου ἀποζημίωσιν δραχμῶν διακοσίων πεντήκοντα κατὰ μῆνα, διαρκούσης τῆς Βουλευτικῆς Συνόδου.

Ἄρθρ. 68. Οἱ Βουλευταί, οἱ λόγῳ πολιτικῆς ἢ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας ἢ ἄλλως πως μισθοδοτούμενοι, δὲν λαμβάνουσιν εἰμὴ τὸ τυχὸν ἐλεῖπον μέχρι τῆς ἀνωτέρω ὁρισθείσης μηνιαίας ἀποζημιώσεως.

Περὶ τῆς Γερουσίας.

Ἄρθρ. 69. Ἡ Γερουσία εἶναι μέρος ἀναπόσπαστον τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας.

Ἄρθ. 70. Ὁ Βασιλεὺς διορίζει τοὺς Γερουσιαστὰς ἰσοβίως.

Τὰ Διατάγματα τοῦ διορισμοῦ των προσυπογράφονται παρὰ τοῦ Προέδρου τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου.

Ἄρθρ. 71. Ὁ ἐλάχιστος ἀριθμὸς τῶν Γερουσιαστῶν ὁρίζεται εἰς εἴκοσι καὶ ἑπτά· δύναται δὲ ὁ Βασιλεὺς νὰ αὐξήσῃ αὐτόν, κατὰ τὰς ἀνάγκας, μέχρι τοῦ ἡμίσεως τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν Βουλευτῶν.

Μόνον συγκαταθέσει τῆς Βουλῆς δύνανται νὰ διορισθῶσιν ὑπὸ τοῦ Βασιλέως πλείονες Γερουσιασταὶ τοῦ εἰρημένου ἀριθμοῦ.

Ἄρθρ 72. Διὰ νὰ διορισθῇ τις Γερουσιαστὴς πρέπει·

1) Νὰ ᾖναι πολίτης Ἕλλην.

2) Νὰ ᾖναι ἐγκατεστημένος ἐν τῇ Ἑλλάδι.

3) Ν’ ἀπολαμβάνῃ τὰ ἀστικὰ καὶ πολιτικὰ δικαιώματα.

4) Νὰ συνεπλήρωσε τὸ τεσσαρακοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας του, καὶ

5) Ν’ ἀνεδείχθη ἐν τῇ Ἑλλάδι,

α′) Εἴτε μέλος ἢ Ὑπουργὸς τῶν κατὰ τὸν ὑπὲρ τῆς Ἀνεξαρτησίας Ἀγῶνα ἐθνικῶν Κυβερνήσεων τοὐλάχιστον ἅπαξ μέχρι τέλους τοῦ χιλιοστοῦ ὀκτακοσιοστοῦ εἰκοστοῦ ἑβδόμου ἔτους.

β′) Εἴτε Πληρεξούσιος, ἐκλεχθεὶς δίς, εἰς ἐθνικὰς Συνελεύσεις, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς παρούσης ἢ Βουλευτὴς εἰς δύο τοὐ- λάχιστον περιόδους, παρελθούσας καὶ μελλούσας ἢ ἅπαξ Πληρεξούσιος καὶ ἅπαξ Βουλευτής.

γ′) Εἴτε Ἀρχηγὸς Στρατοπέδου, ἢ Στόλου, ἢ Ναυτικῆς μοίρας, ὁδηγήσας τὰ Ἑλληνικὰ ὅπλα, κατὰ τὸν ὑπὲρ τῆς Ἀνεξαρτησίας Ἀγῶνα, εἰς πολιορκίας ἢ μάχας.

δ′) Εἴτε ἀνὴρ ἱστορικὸς διὰ λαμπρῶν ἀνδραγαθημάτων, ἢ ἁδροτάτων χρηματικῶν θυσιῶν.

ε′) Εἴτε Πρόεδρος τῆς Βουλῆς εἰς δύο Βουλευτικὰς Συνόδους μετὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ παρόντος Συντάγματος.

ς′) Εἴτε Ὑπουργὸς, μετὰ τριετίαν ὡς τοιοῦτος.

ζ′) Εἴτε Στρατηγός, Ἀντιστράτηγος, Ὑποστράτηγος, Ναύαρχος, Ἀντιναύαρχος, ἢ Ὑποναύαρχος, μετὰ πενταετίαν ἀπὸ τοῦ διορισμοῦ του ὡς τοιούτου.

η′) Εἴτε Πρέσβυς, μετὰ πενταετῆ ὑπηρεσίαν ὡς τοιοῦτος.

θ′) Εἴτε Πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἢ τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου, μετὰ ἑξαετῆ ὑπηρεσίαν ὡς τοιοῦτος.

ι′) Εἴτε Εἰσαγγελεὺς παρὰ τῷ Ἀρείῳ Πάγῳ ἢ Πρόεδρος Ἐφετῶν, ἢ Νομάρχης μετὰ ὀκταετῆ ὑπηρεσίαν ὡς τοιοῦτος.

ια′) Εἴτε Ἐπίτροπος παρὰ τῷ Ἐλεγκτικῷ Συνεδρίῳ, Εἰσαγγελεὺς παρ’ Ἐφέταις, ἢ Ἀρειοπαγίτης, μετὰ δεκαετῆ ὑπηρεσίαν ὡς τοιοῦτος.

ιβ′) Εἴτε Πρόεδρος Νομαρχιακοῦ Συμβουλίου, τρὶς ὡς τοιοῦτος ἐκλεχθεὶς καὶ ἓξ ἔτη ὡς νομαρχιακὸς Σύμβουλος ὑπηρετήσας.

ιγ′) Εἴτε Πρύτανις τοῦ Πανεπιστημίου, δὶς ὡς τοιοῦτος ἐκλεχθεὶς καὶ μετὰ δεκαετῆ ὑπηρεσίαν ὡς Καθηγητής.

ιδ′) Εἴτε Ἀντιπρόεδρος Ἐμπορικοῦ Ἐπιμελητηρίου, δὶς ὡς τοιοῦτος ἐκλεχθεὶς καὶ μετὰ ἑξαετῆ ὑπηρεσίαν ὡς ἐπιμελητής.

Ἡ ἔναρξις τῶν ἐν τοῖς ἐδαφίοις ς′ μέχρι ιδ′ ἀναφερομένων ὑπηρεσιῶν θέλει λογίζεσθαι ἀπὸ τῆς νομίμου δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος Συντάγματος.

Τὰ ἐν τῷ παρόντι ἄρθρῳ προσόντα τοῦ γερουσιαστοῦ θέλουν ἀναθεωρηθῇ, μετὰ δεκαπενταετίαν, ὑπὸ τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας.

Ἄρθρ. 73. Ὁ διατελέσας εἰς πλείονας τῶν ἐν τῷ προηγουμένῳ ἄρθρῳ ὑπηρεσιῶν δύναται νὰ ἑνώσῃ τὰς χρονικὰς αὐτοῦ διαρκείας πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ παρὰ τῆς διαρκεστέρας ὑπηρεσίας, κατὰ τὰ ἐν τῷ αὐτῷ ἄρθρῳ ὁριζόμενα, ἀπαιτουμένου χρόνου.

Ἄρθρ. 74. Διὰ τὸν διορισμὸν ἑκάστου γερουσιαστοῦ ἀπαιτεῖται χωριστὸν διάταγμα, διαλαμβάνον ἀκριβῶς τὰς ἐκδουλεύσεις ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζεται κατὰ τὸ 72 ἄρθρον ὁ διορισμός.

Ἄρθρ. 75. Οἱ βασιλόπαιδες καὶ ὁ ἐπίδοξος τοῦ Θρόνου διάδοχος εἶναι αὐτοδικαίως γερουσιασταί, ἅμα συμπληρώσωσι τὸ δέκατον ὄγδοον ἔτος τῆς ἡλικίας των, ἀλλὰ δὲν δύνανται νὰ ψηφοφορῶσιν, εἰμὴ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τοῦ εἰκοστοῦ πέμπτου.

Ἄρθρ 76. Ἡ βουλευτικὴ Σύνοδος τῆς γερουσίας ἄρχεται καὶ λήγει συγχρόνως μὲ τὴν τῆς βουλῆς,

Ἄρθρ. 77. Πᾶσα συνεδρίασις τῆς γερουσίας ἐκτὸς τοῦ χρόνου καθ’ ὃν συνεδριάζει ἡ βουλή, εἶναι παράνομος, καὶ πᾶσα πρᾶξις, γινομένη ἐν τοιαύτῃ συνεδριάσει, εἶναι αὐτοδικαίως ἄκυρος, ἐκτὸς ὅταν ἡ γερουσία συνέρχηται ὡς δικαστικὸν σῶμα, ὅτε μόνον τὰ παρὰ τοῦ συντάγματος ὡρισμένα δικαστικὰ αὐτῆς καθήκοντα δύναται νὰ ἐκπληρώσῃ.

Ἄρθρ. 78. Ὁ βασιλεὺς διορίζει ἐκ τῶν γερουσιαστῶν τὸν πρόεδρον τῆς γερουσίας κατὰ τριετίαν· αὕτη δὲ κατὰ πᾶσαν βουλευτικὴν Σύνοδον ἐκλέγει ἐκ τῶν ἰδίων μελῶν δύο ἀντιπροέδρους γραμματεῖς

Ἄρθρ. 79. Οἱ γερουσιασταὶ λαμβάνουσιν ἀποζημίωσιν πεντακοσίων δραχμῶν κατὰ μῆνα δι’ ὅσον ἑκάστοτε διαρκέσωσιν αἱ νομοθετικαὶ ἢ δικαστικαὶ ἐργασίαι αὐτῶν.

Οἱ λόγῳ πολιτικῆς ἢ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, ἢ ἄλλως μισθοδοτούμενοι γερουσιασταὶ δὲν λαμβάνουσιν, εἰμὴ τὸ τυχὸν ἐλλεῖπον μέχρι τῆς ἀνωτέρω ὁρισθείσης ἀποζημιώσεως.

Περὶ τῶν ὑπουργῶν.

Ἄρθρ. 80. Οὐδεὶς ἐκ τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας δύναται νὰ ὁρισθῇ ὑπουργός.

Ἄρθρ. 81. Οἱ ὑπουργοὶ ψηφοφοροῦν εἰς τὴν βουλὴν καὶ τὴν γερουσίαν τότε μόνον, ὅταν ᾖναι μέλη αὐτῶν. Ἔχουσι δὲ εἴσοδον ἐλευθέραν εἰς τὰς συνεδριάσεις των καὶ ἀκούονται, ὁσάκις ζητήσωσι τὸν λόγον. Ἡ βουλὴ καὶ ἡ γερουσία δύνανται ν’ ἀπαιτήσωσι τὴν παρουσίαν τῶν ὑπουργῶν.

Ἄρθρ. 82. Ποτὲ διαταγὴ τοῦ βασιλέως ἔγγραφος ἢ προφορικὴ δὲν ἀπαλάττει τῆς εὐθύνης τοὺς ὑπουργούς.

Ἄρθρ. 83. Ἡ βουλὴ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κατηγορῇ τοὺς ὑπουργοὺς ἐνώπιον τῆς γερουσίας, ἥτις δικάζει αὐτοὺς εἰς δημοσίαν συνεδρίασιν. Δὲν λαμβάνουσι δὲ μέρος εἰς τὴν δίκην οἱ γερουσιασταί, οἵτινες διωρίσθησαν τυχόν, ἀφοῦ ἐπροτάθη ἡ εἰς δίκην εἰσαγωγή.

Εἰδικὸς νόμος θέλει ὁρίσει τὰ περὶ εὐθύνης τῶν ὑπουργῶν τὰς ἐπιβλητέας ποινὰς καὶ τὴν διαδικασίαν.

Ἄρθρ. 84. Μέχρι τῆς ἐκδόσεως τοῦ εἰδικοῦ περὶ εὐθύνης ὑπουργῶν νόμου, ἡ βουλὴ δύναται νὰ κατηγορῇ αὐτοὺς καὶ ἡ Γερουσία νὰ τοὺς δικάζῃ ἕνεκεν ἐσχάτης προδοσίας, καταχρήσεως δημοσίας περιουσίας, παρανόμου εἰσπράξεως καὶ πάσης παραβάσεως τῶν ὅρων τοῦ Συντάγματος.

Ἄρθρ. 85. Ὁ βασιλεὺς δύναται ν’ ἀπονείμῃ χάριν εἰς τὸν ὑπουργὸν καταδικασθέντα ὑπὸ τῆς Γερουσίας, μόνον ἐπὶ τῇ αἰτήσει αὐτῆς ἢ τῆς βουλῆς.

Περὶ δικαστικῆς ἐξουσίας.

Ἄρθρ 86. Ἡ δικαιοσύνη πηγάζει ἀπὸ τοῦ βασιλέως, ἐνεργεῖται δὲ διὰ δικαστικῶν, ὑπ’ αὐτοῦ διοριζομένων.

Ἄρθρ. 87. Οἱ δικασταὶ καθὼς καὶ τὰ ψῆφον ἔχοντα μέλη τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου θέλουν εἶσθαι ἰσόβιοι. Ὁ χρόνος, καθ’ ὃν θέλουν κατασταθῆ τοιοῦτοι, θέλει ὁρισθῆ δι’ εἰδικοῦ Νόμου ἐκδοθησομένου μετὰ παρέλευσιν πέντε ἐτῶν ἀπὸ τῆς νομίμου δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος Συντάγματος.

Ἀφ’ ἧς ἐποχῆς οἱ Δικασταὶ καὶ τὰ ψῆφον ἔχοντα μέλη τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου κατασταθῶσιν ἰσόβιοι, δὲν δύνανται νὰ παύσωσιν, ἄνευ δικαστικῆς ἀποφάσεως.

Ἄρθρ. 88. Εἰσαγγελεῖς, Ἀντισαγγελεῖς καὶ Εἰρηνοδίκαι δὲν ἀπολαμβάνουσι τῶν δικαιωμάτων τῆς ἰσοβιότητος.

Ἄρθρ. 89. Οὐδεὶς ἀφαιρεῖται ἄκων τοῦ, παρὰ τοῦ νόμου ὡρισμένου εἰς αὐτὸν Δικαστοῦ· ὅθεν δικαστικαὶ ἐπιτροπαὶ καὶ ἔκτα- κτα δικαστήρια ὑφ’ ὁποιονδήποτε ὄνομα δὲν ἐπιτρέπεται νὰ συστηθῶσιν.

Ἄρθρ. 90. Αἱ συνεδριάσεις τῶν δικαστηρίων εἶναι δημόσιαι, ἐκτὸς ὅταν ἡ δημοσιότης ἤθελεν εἶσθαι ἐπιβλαβὴς εἰς τὰ χρηστὰ ἤθη καὶ τὴν κοινὴν εὐταξίαν, ἀλλά τότε τὰ δικαστήρια ὀφείλουσι νὰ ἐκδίδωσι περὶ τούτου ἀπόφασιν.

Ἄρθρ. 91. Πᾶσα ἀπόφασις πρέπει νὰ ᾖναι αἰτιολογημένη καὶ ν’ ἀπαγγέληται ἐπὶ δημοσίᾳ συνεδριάσει.

Ἄρθρ. 92. Τὸ ὁρκωτικὸν σύστημα διατηρεῖται.

Ἄρθρ. 93. Τὰ πολιτικὰ ἐγκλήματα δικάζονται ὑπὸ τῶν ἐνόρκων ὡσαύτως καὶ τὰ τοῦ τύπου, ὁσάκις ταῦτα δὲν ἀφορῶσι τὸν ἰδιωτικὸν βίον.

Ἄρθρ. 94. Δὲν ἐπιτρέπεται εἰς τὸν Δικαστὴν νὰ δεχθῇ καὶ ἄλλην ὑπηρεσίαν ἔμμισθον, ἐκτὸς τῆς τοῦ καθηγητοῦ ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ.

Ἄρθρ. 95. Εἰδικὸς νόμος θέλει κανονίσει τὰ περὶ στρατοδικείων καὶ ναυτοδικείων.

Ἄρθρ. 96. Τὰ προσόντα τῶν δικαστικῶν ὑπαλλήλων θέλουν ὁρισθῆ δι’ εἰδικοῦ νόμου.

Γενικαὶ διατάξεις.

Ἄρθρ. 97. Εἰδικὸς νόμος θέλει κανονίσει τὰ περὶ ἀποχωρήσεως τῶν γερουσιαστῶν καὶ ἰσοβίων δικαστῶν, ἕνεκα γήρατος, ἢ διαρκῶν νοσημάτων.

Ἄρθρ. 98. Ἄνευ νόμου, στρατὸς ξένος οὔτε εἶναι δεκτὸς εἰς τὴν Ἑλληνικὴν ὑπηρεσίαν οὔτε δύναται νὰ διαμείνῃ εἰς τὸ Κράτος ἢ νὰ διέλθῃ δι’ αὐτοῦ.

Ἄρθρ. 99. Μόνον ὅπως καὶ ὅταν ὁ νόμος διατάσσῃ, οἱ στρατιωτικοὶ καὶ ναυτικοὶ στεροῦνται τοῦ βαθμοῦ, τῶν τιμῶν καὶ τῶν συντάξεών των.

Ἄρθρ. 100. Οὐδεὶς ὅρκος ἐπιβάλλεται, ἄνευ Νόμου, ὁρίζοντος καὶ τὸν τύπον αὐτοῦ.

Ἄρθρ. 101. Τὰ ὑπάρχοντα διοικητικὰ δικαστήρια καταργοῦνται· αἱ δὲ ὑπαγόμεναι εἰς αὐτὰ περὶ ἀμφισβητουμένου διοικητικοῦ ὑποθέσεις ἀνατίθενται, ἀπὸ τῆς ἐκδόσεως τοῦ παρόντος Συντάγματος, εἰς τὴν τακτικὴν δικαιοδοσίαν τῶν δικαστηρίων, καὶ θέλουν δικάζεσθαι ὡς κατεπείγουσαι. Νόμοι ἰδιαίτεροι, ἐκδοθησόμενοι ἐντὸς τῆς πρώτης βουλευτικῆς περιόδου, θέλουν ὑπαγάγει ἐπίσης ὅλας τὰς λοιπὰς τοῦ ἀμφισβητουμένου διοικητικοῦ ὑποθέσεις εἰς τὰ τακτικὰ δικαστήρια καὶ κανονίσει τὴν διαδικασίαν.

Αἱ ἄρσεις συγκρούσεως θέλουν δικάζεσθαι ὑπὸ τοῦ Ἀρείου Πάγου.

Κἀνὲν δικαστήριον, κἀμμία δικαιοδοσία τοῦ ἀμφισβητουμένου διοικητικοῦ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ τοῦ λοιποῦ ἄνευ Νόμου

Ἄρθρ. 105. Τὸ Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας παύει, καὶ διαλύεται αὐτοδικαίως, ἅμα παρέλθωσι τρεῖς μῆνες, ἀφ’ ἧς ἡμέρας ὀμόσει ὁ Βασιλεὺς τὸν τοῦ Συντάγματος ὅρκον, ἢ καὶ πρὶν τῶν τριῶν μηνῶν, ἂν πρὸ τῆς λήξεως τούτων συγκροτηθῇ πρώτη Βουλευτικὴ Σύνοδος.

Ἄρθρ. 103. Ὅλοι οἱ Νόμοι καὶ τὰ Διατάγματα, καθ’ ὅσον ἀντιβαίνουσιν εἰς τὸ παρὸν Σύνταγμα καταργοῦνται.

Εἰδικαὶ διατάξεις

Ἄρθρ. 104. Ἡ πρώτη Βουλευτικὴ Σύνοδος θέλει συγκροτηθῆ ἐντὸς τριῶν μηνῶν ἀπὸ τῆς νομίμου δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος Συντάγματος.

Ἄρθρ. 105. Δι’ ἰδιαιτέρων Νόμων, καὶ ὅσον ἔνεστι ταχύτερον, πρέπει νὰ ληφθῇ πρόνοια περὶ τῶν ἑξῆς ἀντικειμένων:

α) Περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Ἐπισκοπῶν τοῦ Κράτους, τῆς ἐξασφαλίσεως τῶν πρὸς συντήρησιν τῶν κληρικῶν, ἀναλόγως μὲ τὴν ἀξιοπρέπειαν τοῦ χαρακτῆρος των, καὶ περὶ τῶν ἱερῶν καταστημάτων καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς λειτουργούντων ἢ μοναζόντων.

β) Περὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων καὶ τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως.

γ) Περὶ τῆς διαθέσεως καὶ διανομῆς τῆς ἐθνικῆς γῆς, καὶ περὶ ἐκκαθαρίσεως καὶ ἀποσβέσεως τῶν ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν χρεῶν.

δ) Περὶ τοῦ τύπου.

ε) 1) Περὶ βελτιώσεως τοῦ φορολογικοῦ συστήματος, 2) περὶ ἁπλοποιήσεως τῆς ὑπηρεσίας, τῆς δικαστικῆς νομοθεσίας καὶ πάσης ἄλλης ἐν γένει.

ς) Περὶ τῶν ἁρμοδίων δικαστηρίων πρὸς διεκδίκασιν τῶν ἐγκλημάτων τῆς πειρατείας καὶ ναυπαπάτης.

ζ) Περὶ ὀργανισμοῦ τῆς Ἐθνοφυλακῆς.

η) Περὶ στρατιωτικῆς καὶ ναυτικῆς νομοθεσίας.

θ) Περὶ ἐμψυχώσεως τῆς γεωργίας, βιομηχανίας, ἐμπορίας καὶ ναυτιλίας.

ι) Περὶ ὁριστικῶν συντάξεων τῶν πολιτικῶν, στρατιωτικῶν καὶ ναυτικῶν ὑπαλλήλων.

Ἄρθρ. 106. Τὸ παρὸν Σύνταγμα ἐμβαίνει εἰς ἐνέργειαν, ἅμα ὑπογραφῇ ὑπὸ τοῦ Βασιλέως. Τὸ δὲ ὑπουργικὸν Συμβούλιον ὀφείλει νὰ δημοσιεύσῃ αὐτὸ διὰ τῆς ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως ἐντὸς εἴκοσι τεσσάρων ὡρῶν μετὰ τὴν ὑπογραφὴν.

Ἄρθρ. 107. Ἡ τήρησις τοῦ παρόντος Συντάγματος ἀφιεροῦται εἰς τὸν πατριωτισμὸν τῶν Ἑλλήνων.

Ὁ Πρόεδρος
Π. Νοταρᾶς.

Οἱ Ἀντιπρόεδροι
Α. Μαυροκορδάτος, Α. Μεταξᾶς, Ι. Κωλέττης, Α. Λόντος.
Οἱ Γραμματεῖς
Δ. Ν. Δρόσος, Κ. Θ. Κολοκοτρώνης, Γ. Αἰνιάν, Γ. Δοκός.

(Ἕπονται αἱ ὑπογραφαὶ 220 πληρεξουσίων).

Ἀπεφασίσαμεν καὶ διατάττομεν: α′) Νὰ δημοσιευθῇ διὰ τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως τὸ πολιτικὸν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος.

β′) Παραγγέλλομεν ἁπάσας τὰς δικαστικάς, πολιτικὰς καὶ στρατιωτικὰς τοῦ Κράτους Ἀρχάς, καὶ πάντας, νὰ τηρῶσιν ἀπαρασαλεύτως τὸ παρὸν Πολιτικὸν Σύνταγμα.

γ′) Τὸ Ἡμέτερον ὑπουργικὸν Συμβούλιον θέλει προσυπογράψει καὶ δημοσιεύσει τὸ παρόν, ἐπιτιθεμένης καὶ τῆς μεγάλης τοῦ Κράτους Σφραγίδος.

Ἐγένετο ἐν Ἀθήναις τὴν 18 Μαρτίου τοῦ χιλιοστοῦ ὀκτακοσιοστοῦ τεσσαρακοστοῦ τετάρτου ἔτους μετὰ Χριστόν, καὶ δωδεκάτου τῆς Ἡμετέρας Βασιλείας

Οθων

Κ. Κανάρης, Ἀνδρ. Λόντος, Δ. Μανσόλας, Λ. Μελᾶς.

ΨῊΦΙΣΜΑΤΑ[4]
Τῆς ἐν Ἀθήναις τῆς 3 Σεπτεμβρίου Ἐθνικῆς τῶν Ἑλλήνων Συνελεύσεως.
Ψήφισμα Α′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.
Ἐκπληροῦσα καθῆκον δικαιοσύνης πρὸς ὅλους τοὺς Ἕλληνας πολιτικούς τε καὶ στρατιωτικοὺς τοὺς ἔν τε τῇ Πρωτευούσῃ καὶ κατὰ τὰς ἐπαρχίας συντελέσαντας εἰς εὐόδωσιν τῆς ἀπομνημονεύτου καὶ ἐθνοσωτηρίου μεταβολῆς τῆς 3 Σεπτεμβρίου, καὶ θέλουσα νὰ συνεχίσῃ τὴν ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος μέχρι σήμερον σειρὰν τῶν πατριωτικῶν πράξεων διὰ τῆς πρεπούσης εἰς αὐτὰς μνήμης καὶ ἀμοιβῆς, ἀφοῦ προηγουμένως, κλίνασα γόνυ, θύσῃ πρὸς τὸν Ὕψιστον θυσίαν βαθυτάτης εὐγνωμοσύνης καὶ αἰνέσεως διὰ τὰς ἀπείρους καὶ αἰωνίους πρὸς τὸν πιστὸν αὐτὸν λαὸν χάριτας.
Ψηφίζει

Α′. Περιφανὴς ἔπαινος καὶ εὐγνωμοσύνη ἀπονέμεται, καὶ ἀνεξάλειπτος μένει πρὸς ὅλους τοὺς Ἕλληνας πολιτικούς τε καὶ στρατιωτικοὺς τοὺς ἐν τῇ Πρωτευούσῃ καὶ κατὰ τὰς ἐπαρχίας συντελέσαντας εἰς προπαρασκευήν, ἐκτέλεσιν καὶ εὐόδωσιν τῆς ἐθνοσωτηρίου μεταβολῆς τῆς 3 Σεπτεμβρίου.

Β′. Ὡς ἰδιαίτερον δεῖγμα τῆς Ἐθνικῆς εὐγνωμοσύνης εἰς τὴν φρουρὰν τῆς Πρωτευούσης διὰ τὴν, ἀπὸ 3 Σεπτεμβρίου μέχρι τοῦδε, πατριωτικὴν καὶ ἀνεπίληπτον διαγωγήν της ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τῆς κοινῆς ἡσυχίας καὶ εὐταξίας, καὶ ὡς ἀπόδειξιν τῆς πληρεστάτης πεποιθήσεως, ἣν ἔχει ἡ Συνέλευσις, ὅτι καὶ ὡς φρουρὰ αὐτῆς, ἡ φρουρὰ τῆς Πρωτευούσης θέλει διατηρήσει μέχρι τέλους τῶν ἐργασιῶν της ἀπαρασαλεύτως τὴν αὐτὴν ἀξιέπαινον διαγωγήν, ἐξασφαλίζει διὰ βίου ὡς Ἐθνικὴν ἀμοιβὴν εἰς τοὺς ἀνωτέρους καὶ κατωτέρους ἀξιωματικοὺς αὐτῆς, τὸν ἐν ἐνεργείᾳ μισθὸν τοῦ βαθμοῦ των, ἐκτὸς τῶν περιπτώσεων τῆς αὐθορμήτου αὐτῶν παραιτήσεως, ἢ τῆς διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως καθαιρέσεως.

Ψήφισμα Β′.
Ἡ τῆς 5 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Ἡ Κυβέρνησις ὀφείλει ἀμέσως μετὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ Συντάγματος νὰ σχηματίσῃ τὸ προσωπικὸν τῆς δημοσίας ὑπηρεσίας διορίζουσα ἐκ τῶν ὑπαγομένων εἰς τὰς ἑξῆς κατηγορίας.

α) Τοὺς αὐτόχθονας κατοίκους τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας καὶ τοὺς μέχρι τέλους τοῦ 1827 ἀγωνισθέντας ἐν αὐτῇ, ἢ ἐλθόντας καὶ διαμείναντας μέχρι τοῦ αὐτοῦ ἔτους· πρὸς δὲ καὶ τοὺς λαβόντας στρατιωτικῶς καὶ ἀποδεδειγμένως μέρος καὶ εἰς τὰς μετὰ ταῦτα, ἤτοι μέχρι τοῦ 1829, κατὰ ξηρὰν καὶ θάλασσαν, γενομένας κατὰ τῶν ἐχθρῶν μάχας.

β) Τοὺς μεταναστεύσαντας κατοίκους καὶ τοὺς ἀγωνιστὰς τῶν μερῶν τῆς Στερεᾶς καὶ τῶν νήσων, τῶν λαβόντων τὰ ὅπλα εἰς τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας ἀγῶνα, ἐλθόντας μέχρι τοῦ 1837 καὶ ἐγκατασταθέντας οἰκογενειακῶς εἰς ἕνα τῶν δήμων τοῦ Βασιλείου· καὶ τὰ τέκνα ὅλων τῶν εἰς τὰς ἀνωτέρω κατηγορίας ὑπαγομένων.

γ) Τοὺς μὴ ἐμπεριλαμβανομένους εἰς τοὺς ἀνωτέρω δύο παραγράφους ἡ κυβέρνησις ὀφείλει νὰ μὴ διατηρήσῃ οὐδὲ νὰ διορίσῃ εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας, εἰμὴ τοὺς μὲν ἐλθόντας καὶ ἐγκατασταθέντας εἰς τὴν Ἑλλάδος μετὰ τὸ τέλος τοῦ 1827 μέχρι τέλους τοῦ 1832 μετὰ δύο ἔτη ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ Συντάγματος· τοὺς δὲ μετὰ τὸ τέλος τοῦ 1832 μέχρι τέλους τοῦ 1837 μετὰ τρία ἔτη, καὶ τοὺς μετὰ τὸ τέλος τοῦ 1837 μέχρι τέλους τοῦ 1843 μετά τέσσαρα ἔτη.

Δὲν ὑπάγονται εἰς τὰς ἀνωτέρω κατηγορίας γενικῶς ὁ στρατὸς τῆς ξηρᾶς καὶ θαλάσσης, οἱ ἐκτὸς τοῦ κράτους διοριζόμενοι εἰς διερμηνευτικὰς καὶ προξενικὰς θέσεις, τὰς ὁποίοις ὁ τοῦ ἀγῶνος Ἕλλην δὲν δύναται ν’ ἀναπληρώσῃ, καὶ οἱ καθηγηταὶ καὶ διδάσκαλοι τῶν ἐκπαιδευτικῶν καταστημάτων καὶ τῶν ὡραίων τεχνῶν ὡς πρὸς τὰς εἰδικὰς θέσεις των.

Β′. Τὸ παρὸν ψήφισμα ἰσχύει ὡς ἐὰν ἦτο καταχωρημένον αὐτολεξεὶ εἰς τὸ Σύνταγμα, καὶ ἡ παράβασις αὐτοῦ ἐκ μέρους τοῦ ὑπουργείου θεωρεῖται ὡς παράβασις τῶν ὅρων τοῦ Συντάγματος.

Ψήφισμα Γ′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν τὸ ἄρθρον 44 τοῦ Συντάγματος, ἐν ᾧ γίνεται λόγος περὶ ἀντιβασιλείας.

Ψηφίζει

Ἡ βασίλισσα Ἀμαλία, μένουσα εἰς τὴν χηρείαν της, καλεῖται αὐτοδικαίως εἰς τὴν ἀντιβασιλείαν, ἐν περιπτώσει ἀνηλικιότητος, ἢ ἀπουσίας τοῦ κατὰ τὸ 40 ἄρθρον τοῦ Συντάγματος διαδόχου τοῦ Θρόνου.

Ψήφισμα Δ′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Α′. Εἰς τὰς νήσους Ὕδρας καὶ Σπετσῶν διατηρεῖται ὁ διὰ τοῦ εἰρημένου περὶ ἐκλογῆς παραστατῶν Νόμου ὁριζόμενος ἀριθμὸς τῶν βουλευτῶν. Τὸ αὐτὸ δικαίωμα διατηρεῖται καὶ ὑπὲρ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ψαριανῶν, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ ὅρῳ νὰ συνοικισθῶσιν ἐντὸς τοῦ Κράτους πρὸ τῆς λήξεως τῆς πρώτης βουλευτικῆς περιόδου.

Νόμος ἰδιαίτερος ἐκδοθησόμενος ἐντὸς τῆς αὐτῆς περιόδου θέλει προσδιορίσει τὸν ἀπολύτως ἀναγκαῖον ἀριθμὸν τῶν συνοικισθησομένων.

Β′. Τὸ παρὸν ψήφισμα ἔχει τὴν αὐτὴν ἰσχὺν τοῦ Συντάγματος.

Ψήφισμα Ε′.
Ἡ τῆς 5 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν τοὺς παραγράφους ρζ′. καὶ ρη′, καὶ ρθ′, πς′, πθ′, καὶ ρ′, τῶν προσωρινῶν πολιτευμάτων τῶν ἐν Ἐπιδαύρῳ καὶ ἐν Ἄστρει Ἐθνικῶν Συνελεύσεων καὶ τὰ ἄρθρα 147 καὶ 148 τοῦ πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς ἐν Τροιζῆνι, καὶ θεωροῦσα, ὅτι διὰ τῶν διατάξεων τούτων ἐπεβλήθη τὸ χρέος εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Κυβέρνησιν νὰ φροντίσῃ διὰ νὰ εὑρεθῇ σταθερὸς πόρος ζωῆς εἰς τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανὰ τῶν ὑπὲρ Πατρίδος πεσόντων στρατιωτῶν, προλαμβάνουσα πᾶσαν πρὸς τοῦτο κατάχρησιν, νὰ ἀντιβραβεύσῃ μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν Ἑλληνικῶν πραγμάτων, ὅλους, ὅσοι συνεισέφεραν εἰς θεραπείαν τῶν χρηματικῶν χρειῶν τῆς Ἑλλάδος, καὶ νὰ ἀνταμείψῃ τοὺς προφανῶς δυστυχήσαντας.

Λαβοῦσα προσέτι ὑπ’ ὄψιν τὸ ὑπ’ ἀριθ. ΙΑ′ ψήφισμα τῆς ἐν Τροιζῆνι Συνελεύσεως, κατά τὸ ὁποῖον ὀφείλεται περίθαλψις καὶ ἀνταμοιβὴ εἰς τοὺς μέχρι τέλους ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν ἀθλήσαντας καὶ εἰς τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανὰ τῶν ὑπὲρ αὐτῆς ἀποθανόντων, τὸν Ε′. § τῶν πρακτικῶν τῆς ΚΔ′. συνεδριάσεως τῆς ἰδίας Συνελεύσεως, τὸ ἀπὸ 29 Ἰουλίου 1829 ὑπὸ στοιχ. ε′. τῆς ἐν Ἄργει Ἐθνικῆς Συνελεύσεως, καθ’ ὃ ἐδόθη εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Κυβέρνησιν ἡ πληρεξουσιότης νὰ ἐξακολουθήσῃ τὴν ἔρευναν τῶν κατὰ τὸν ὑπὲρ Ἀνεξαρτησίας Ἀγῶνα ἀποκτηθέντων δικαιωμάτων, τὰ ὁποῖα ἔχουσιν εἰς τὰς ἀποζημιώσεις.

1) Αἱ νῆσοι Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Ψαρῶν.

2) Τὸ στρατιωτικὸν σῶμα τοῦ Μεσολογγίου.

3) Τὰ ὑπὸ τὴν διεύθυνσιν τοῦ ἀοιδήμου Καραΐσκου στρατιωτικὰ σώματα.

Οἱ πλοίαρχοι τῶν τριῶν Ναυτικῶν Νήσων, τῶν πολιτικῶν Ὑπουργῶν, τῶν πολιτῶν καὶ τῶν κοινοτήτων τῆς Ἐπικρατείας, ὅσαι ἔχουν ἀπαιτήσεις ἀποζημιώσεων κτλ.

Αἰσθανομένη ἔργον αὐστηρᾶς δικαιοσύνης νὰ λάβῃ πρόνοιαν περὶ ὅσων αἱ εἰρημέναι διατάξεις τῶν προλαβουσῶν ἐθνικῶν συνόδων προέβλεψαν, καὶ ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐξακριβώσῃ τὰ δικαιώματα τῶν μηκέτι ἀποζημιωθέντων διὰ νὰ ἐξελεγχθῇ πᾶσα κατάχρησις, λαβοῦσα, κατὰ τὸ παρελθὸν, χώραν ὡς πρὸς τὰς βαθμολογίας, ἢ τὰς διὰ γαιῶν κτημάτων, χρημάτων ἀποζημιώσεις, ἢ ἄλλας παραχωρήσεις.

Ψηφίζει

Α′. Ἡ Κυβέρνησις ὀφείλει ὡς πρώτιστον χρέος της νὰ φροντίσῃ περὶ τῆς ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας ἐκτελέσεως τῶν εἰρημένων διατάξεων τῶν προλαβουσῶν Ἐθνοσυνελεύσεων, καθ’ ὅσον αὗται μέχρι τοῦδε δὲν ἐξετελέσθησαν, καὶ νὰ ἐκκαθαρίσῃ, κατὰ τὸ δίκαιον, τὰς μέχρι τοῦδε δοθείσας ἀποζημιώσεις.

Β′. Πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ δευτέρου ἄρθρου ἡ Κυβέρνησις θέλει διορίσει ἐπιτροπήν, συγκειμένην ὑπὸ στρατιωτικῶν, ναυτικῶν καὶ πολιτικῶν ἀνδρῶν, διαπρεψάντων, κατὰ τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας ἀγῶνα, (ἀπὸ τοῦ 1821 ἔτους μέχρι τοῦ 1827), τῆς ὁποίας καθῆκον θέλει εἶσθαι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ἐξακρίβωσις τῶν δικαιωμάτων, τῶν ἐχόντων, κατὰ τὰς εἰρημένας ἐθνικὰς διατάξεις, ἀπαιτήσεις ἀποζημιώσεων, μὴ ἐξακριβωθείσας, καὶ μὴ ληφθείσας εἰσέτι ὑπ’ ὄψιν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ ἐξέλεγξις καὶ ἐκκαθάρισις τῶν ἄχρι τοῦδε δοθεισῶν ἀποζημιώσεων.

Γ′. Τῶν ἀποθανόντων ἀγωνιστῶν, οἵτινες εἶχον δικαίωμα ἀποζημιώσεως ἀπὸ στρατιωτικὸν βαθμὸν, οἱ νόμιμοι κληρονόμοι ἀποκαθίστανται εἰς τὰ δίκαια ἐκείνων.

Δ′. Δὲν ἐπιτρέπεται τοῦ λοιποῦ ἡ ἐκ μέρους τῆς ἐξουσίας ἀπαιτησις ἀποδεικτικοῦ πενίας διὰ τὴν βαθμολογίαν ἢ ἀποζημίωσιν ὁποιουδήποτε ἀγωνιστοῦ.

Ε′. Ἡ Κυβέρνησις, μετὰ τὴν τοιαύτην ἐξακρίβωσιν καὶ ἐκκαθάρισιν, θέλει μὲν φροντίσει νὰ ὁρισθῶσι διὰ Νόμου τὰ μέσα καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐκτελέσεως τοῦ παρόντος ψηφίσματος, ὡς πρὸς τὰς ὀφειλομένας ἀποζημιώσεις, θέλει δὲ ἐνεργήσει ὅ,τι δίκαιον διὰ τὴν ἀκριβῆ ἐκτέλεσιν τῆς ἐκκαθαρίσεως τῶν ἄχρι τοῦδε ἀποζημιωθέντων.

Ψήφισμα ΣΤ′.
Ἡ Τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν τὸ ἄρθρον 101 τοῦ Συντάγματος, καὶ θεωροῦσα ἀναγκαῖον καὶ δίκαιον τοῦ νὰ μὴ ἀναβάληται ἡ ἐκδίκασις οὐδεμιᾶς τῶν διοικητικῶν διαφορῶν, ἕως οὗ διὰ Νόμου ὑπαχθῶσι καὶ αὗται εἰς τὰ τακτικὰ δικαστήρια.

Ψηφίζει

Α′. Ἄχρις οὗ ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία κανονίσῃ διὰ Νόμου τὴν διαδικασίαν τῶν λοιπῶν διοικητικῶν διαφορῶν, καὶ παραπέμψῃ αὐτὰς εἰς τὴν ἁρμοδιότητα τῶν τακτικῶν δικαστηρίων, αἱ ἁρμόδιαι διοικητικαὶ ἀρχαὶ θέλουν ἐξακολουθεῖ νὰ δικάζωσιν αὐτὰς ὡς τὰς ἐδίκαζον καὶ πρότερον.

Ὡς τοιαῦται θεωροῦνται αἰ περὶ φόρου τῶν οἰκοδομῶν καὶ ἐπιτηδευμάτων διαφοραί, αἱ περὶ στρατευσίμων, αἰ περὶ δημοτικῶν καὶ ἐπαρχιακῶν ἀρχαιρεσιῶν, καὶ περὶ χαρτοσήμου, λαθρεμπορίων, καὶ παντὸς ἐμμέσου φόρου, καὶ ὅσαι ἄλλαι τῆς αὐτῆς φύσεως θεωροῦνται ὡς διοικητικαί.

Β′. Πᾶσα δὲ ἄλλη τοῦ ἀμφισβητουμένου διοικητικοῦ διαφορὰ μεταξὺ ἰδιωτῶν καὶ τοῦ δημοσίου, ἢ τῶν δήμων, ὑπάγεται, ἀπὸ τοῦδε, εἰς τὴν ἁρμοδιότητα τῶν τακτικῶν δικαστηρίων, καὶ θέλει δικάζεσθαι ὡς κατεπείγουσα κατὰ τὴν ἐν ἰσχύϊ πολιτικὴν δικονομίαν.

Αἱ μέχρι τοῦδε ὑπαγόμεναι εἰς τὸ Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας διαφοραὶ ὑπάγονται, τοῦ λοιποῦ, ὅσοις μὲν αὐτὸ ἐδίκαζε κατ’ ἔφεσιν, εἰς τὴν ἁρμοδιότητα τῶν ἐφετείων τοῦ Κράτους, ὅσας δὲ κατ’ ἀναίρεσιν εἰς τὴν τοῦ Ἀρείου Πάγου.

Γ′. Τὸ παρὸν ψήφισμα θέλει ἐνεργηθῆ καὶ δημοσιευθῆ διὰ τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως συγχρόνως μὲ τὸ Σύνταγμα.

Ψήφισμα Ζ′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν τὸν ς′. §. τοῦ 105 ἄρθρου τοῦ Συντάγματος,

Ψηφίζει

Α′. Ἡ Κυβέρνησις ὁφείλει, τῇ εὐθύνῃ τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν ὅλα τὰ διατρέξαντα ἐπίσημα ἔγγραφα μεταξὺ τῆς Αὐλῆς τῆς Βαυαρίας καὶ τοῦ ἐν Λονδίνῳ Συμβουλίου τῶν τριῶν μεγάλων Δυνάμεων, ἀφορῶντα τὴν ἐγκατάστασιν τῆς Βασιλείας εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ νὰ καθοποβάλῃ λεπτομερῆ ἔκθεσιν ἐντὸς τῆς πρώτης βουλευτικῆς περιόδου περὶ ἐκκαθαρίσεως παντὸς λογαριασμοῦ ἐξ αὐτῶν τῶν ἐγγράφων πηγάζοντος.

Β′. Ἐπιβάλλεται τὸ χρέος εἰς τὴν Βουλὴν νὰ ἐξετάσῃ τὸν λογαριασμὸν τοῦτον καὶ νὰ ἐπιμεληθῇ διὰ τῆς διπλωματικῆς ὁδοῦ καὶ τῇ μεσολαβήσει τῶν τριῶν προστατίδων Δυνάμεων περὶ τῆς ἀπαιτήσεως τοῦ ἐξ αὐτοῦ πηγάσοντος χρέους τῆς Βαυαρίας πρὸς τὴν Ἑλλάδα.

Ψήφισμα Η′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν τὰς διαφόρους προτάσεις περὶ διανομῆς ἀριστείου καὶ τὰ πρακτικὰ τῆς κατὰ τὴν 29 Φεβρουαρίου συζητήσεως.

Ψηφίζει
Ἡ διορισθησομένη, κατὰ τὸ ψήφισμα τῆς Συνελεύσεως, πρὸς ἐξέτασιν τῶν παλαιῶν ἐκδουλεύσεων ἐπιτροπὴ, νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν της

Ἰωάννης Κωλέττης.
τὸ περὶ συστάσεως καὶ διανομῆς τοῦ ἀριστείου τοῦ ἀγῶνος ἀπὸ 20 Ἰουνίου 1834 Βασιλικὸν Διάταγμα, καὶ ἐξετάζουσα ἀκριβῶς τὰς περὶ ἀργυροῦ καὶ χαλκίνου ἀριστείου διατάξεις.

α′. Νὰ προτείνῃ εἰς τὴν Κυβέρνησιν τὴν ἐπικύρωσιν τῶν καλῶς δοθέντων.

β′. Τὴν ἀπόδοσιν αὐτοῦ εἰς τοὺς ἔχοντας δικαίωμα ἀπολαβῆς κατὰ τὸ διάταγμα.

γ′. Τὴν ἀφαίρεσιν αὐτοῦ ἀφ’ ὅσων ἐναντίον τῶν ὅρων τοῦ ρηθέντος διατάγματος τὸ ἔλαβον.

Τὸ σιδηροῦν ἀριστεῖον νὰ διανεμηθῇ εἰς ἅπαντας τοὺς ἔχοντας συμπληρωμένον τὸ 30ὸν ἔτος τῆς ἡλικίας των καὶ λαβόντας ὅπωςδήποτε μέρος εἰς τὸν Ἀγῶνα μέχρι τοῦ 1829.

Οὐδεὶς ἔχων ἡλικίαν ὀλιγώτερον τῶν 30 ἐτῶν δύναται νὰ φέρῃ ἀριστεῖον τοῦ Ἀγῶνος. Ἡ ἡλικία τῶν 30 ἐτῶν προσδιορίζεται μέχρι τοῦ τέλους τοῦ παρόντος ἔτους.

Ψήφισμα Θ′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν τὸ ἄρθρον 100 τοῦ Συντάγματος.

Ψηφίζει

Μέχρι τῆς ἐκδόσεως Νόμου, κανονίζοντος ὁριστικῶς τὸν ὅρκον τοῦ πολίτου Ἕλληνος, τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων καὶ στρατιωτικῶν τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης, οἱ πολιτογραφούμενοι ὡς πολῖται Ἕλληνες, οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι καὶ οἱ στρατιωτικοὶ τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης θέλουν ὁρκίζεσθαι ὡς ἐφεξῆς:

Ὅρκος τοῦ πολίτου Ἕλληνος.

«Ὁρκίζομαι νὰ φυλάττω πίστιν εἰς τὴν πατρίδα καὶ εἰς τὸν Βασιλέα, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς Νόμους τοῦ Βασιλείου, διάγων καθ’ ὅλα ὡς χρηστὰς καὶ πιστὸς πολίτης.»

Ὅρκος τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου.

«Ὁρκίζομαι νὰ φυλάξω πίστιν εἰς τὴν πατρίδα καὶ εἰς τὸν Βασιλέα, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα, τηρῶν ἀκριβῶς καὶ ἀπαρασαλεύτως τοὺς ὅρους αὐτοῦ καὶ τοὺς νόμους τοῦ Βασιλείου καὶ διαχειρίζων εὐσυνειδήτως τὴν ἐμπιστευθεῖσαν μοι ὑπηρεσίαν.

Ὅρκος Στρατιωτικός.

«Ὁρκίζομαι νὰ φυλάττω πίστιν εἰς τὸν Βασιλέα, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα, ὑποταγὴν εἰς τοὺς ἀνωτέρους μου, νὰ ἐκτελῶ προθύμως καὶ ἄνευ ἀντιλογίας τὰς διαταγάς των, νὰ ὑπερασπίζω μὲ πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν μέχρι τῆς τελευταίας ρανίδος τοῦ αἵματός μου τὰς σημαίας, νὰ μὴ τὰς ἐγκαταλείπω, μηδὲ ν’ ἀποχωρίζωμαι ποτὲ ἀπὸ αὐτάς, νὰ φυλάττω δὲ ἀκριβῶς τοὺς στρατιωτικοὺς νόμους καὶ νὰ διάγω ἐν γένει ὡς πιστὸς καὶ φιλότιμος στρατιώτης».

Ἡ Νομοθετικὴ ἐξουσία δύναται νὰ κανονίσῃ ὅπως ἄλλως ἐγκρίνη, τοὺς ἐν τῷ παρόντι ψηφίσματι περιεχομένους ὅρκους.

Ψήφισμα Ι′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν, ὅτι πολλοὶ τῶν κατὰ ξηρὰν καὶ θάλασσαν στρατιωτικῶς ὑπηρετησάντων, κατὰ τὸν Ἀγῶνα, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα κατετάχθησαν εἰς τὰ περὶ βαθμολογίας διάφορα μητρῷα παρὰ τῶν διαφόρων ἐπὶ τῆς ἐξετάσεως τῶν στρατιωτικῶν καὶ ναυτικῶν ἐκδουλεύσεων ἐπιτροπῶν, δὲν ἔλαβαν τὸν ἀνήκοντα εἰς ἕκαστον τούτων στρατιωτικὸν βαθμόν, καὶ ἑπομένως οὔτε τὰ γράμματα τῆς ἀντιμισθίας ἐδόθησαν εἰς αὐτούς.

Θεωροῦσα ὅτι τὸ ἐπαχθὲς τῶν ὑποχρεώσεων τοῦ κατὰ τὸ 1834 Νόμου, περὶ στρατιωτικῆς προικοδοτήσεως, δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ ὑπαγορεῦσαν τὸν νομοθέτην πνεῦμα.

Ψηφίζει

Α′. Ἡ Κυβέρνησις ὀφείλει, ἄνευ ἀναβολῆς, μετὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ Συντάγματος ν’ ἀποδώσῃ τὸν ἀνήκοντα καὶ προσδιορισθέντα βαθμὸν ἕκαστου, κατὰ τὰ διάφορα μητρῷα, καθὼς καὶ τὰ γραμμάτια τῆς ἀνηκούσης μισθοδοσίας των ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἀπὸ 20 Μαΐου (1 Ἰουνίου) 1838 Β. Διατάγματος, χωρὶς νὰ ἦναι ὑπόχρεοι νὰ παρουσιάσωσιν ἐνδεικτικὰ πενίας.

Β′. Ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἀπέθανον καὶ ἀναφέρονται τὰ ὀνόματά των εἰς ὁποιονδήποτε ἐκ τῶν εἰρημένων μητρῴων, νὰ δοθῇ εἰς τοὺς κληρονόμους αὐτῶν, ἐννοουμένους κατὰ τὴν περὶ τούτου ἀπόφασιν τῆς Συνελεύσεως κατὰ τὴν συνεδρίασιν τῆς 28 Φεβρουαρίου, τὸ γραμμάτιον τῆς ἀντιμισθίας τῶν βαθμῶν των ἀπαραλλάκτως ὡς καὶ τῶν λοιπῶν ζώντων.

Γ′. Εἰς ὅσους ἐκ τῶν βαθμολογηθέντων ἐδόθησαν μέχρι τοῦδε γραμμάτια ἀπέναντι τοῦ βαθμοῦ των, κατὰ τὸν Νόμον τοῦ 1834, νὰ ὑπαχθῶσι καὶ οὗτοι εἰς τὴν κατηγορίαν τοῦ πρώτου παραγράφου τοῦ παρόντος ψηφίσματος.

Δ′. Ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία θέλει λάβει ὑπ’ ὄψιν, κατὰ τὴν πρώτην Βουλευτικὴν Σύνοδον, τὸν κατὰ τὸ 1834 Νόμον περὶ στρατιωτικῆς προικοδοτήσεως, καὶ θέλει τὸν τροπολογήσει καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὰς ἐπαχθεῖς ἐν αὐτῷ ὑποχρεώσεις.

Ψήφισμα ΙΑ′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Θεωροῦσα, ὅτι ἡ Πατρὶς ὀφείλει νὰ δώσῃ πραγματικὰ δείγματα εὐγνωμοσύνης καὶ πρὸς τοὺς πολιτικοὺς ἀγωνισθέντας ὑπὲρ αὐτῆς ἐν καιρῷ τοῦ μακροχρονίου Ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος,

Ψηφίζει.

Α′. Ἡ ἀρχὴ τοῦ περὶ προικοδοτήσεως στρατιωτικῶν νόμου, νὰ ἐφαρμοσθῇ καὶ εἰς τοὺς πολιτικῶς ἀγωνισθέντας ὑπὲρ πατρίδος ἐπὶ τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος κατὰ τὸ μέτρον τῶν ἐκδουλεύσεων ἑκάστου.

Β′. Ἀνατίθεται εἰς τὴν νομοθετικὴν ἐξουσίαν νὰ ἐκδώσῃ νόμον ἐντὸς τῆς πρώτης περιόδου, ὁρίζοντα τὰ καθ’ ἕκαστα.

Ψήφισμα ΙΒ′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Συναισθανομένη ἐν αὐτῇ τὴν ὀφειλομένην εἰς τρεῖς συμμάχους καὶ κραταιὰς τῆς Εὐρώπης Δυνάμεις ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους εὐγνωμοσύνην, δι’ ὅσα ἐπεδαψίλευσαν εἰς αὐτὸ εὐεργετήματα ἔν τε ταῖς συνοχαῖς τοῦ πολέμου, ἐκτείνασαν αὐτῷ σωτήριον χεῖρα, καὶ ταῖς μετὰ τοῦτον περιστάσεσι, παρασχοῦσαι αὐτῷ κρατεὰν προστασίαν καὶ ἀδιαλείπτως κηδόμεναι αὐτοῦ, προσενεγκοῦσαι ἐν κατανύξει ψυχῆς θυσίαν αἰνέσεως εἰς τὸν Ὕψιστον.

Ψηφίζει.

Εὐγνωμοσύνη αἰωνία ὀφείλεται εἰς τὰς τρεῖς συμμάχους καὶ προστάτιδας τῆς Ἑλλάδος Δυνάμεις τὴν Γαλλίαν, Ἀγγλίαν καὶ Ρωσίαν διὰ τὰ μεγάλα αὐτῶν πρὸς τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος εὐεργέτημα.

Ψήφισμα ΙΓ′.
Ἡ τῆς 5 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλ. Συνέλευσις.

Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν τὸν ἀκάματον ζῆλον καὶ τὸν παντὸς ἐπαίνου ἀνώτερον πατριωτισμόν, μεθ’ ὧν ἥ τε φρουρὰ τῆς πρωτευούσης καὶ ὁ φρούραρχος αὐτῆς Καλλέργης διήγαγον καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως.

Ψηφίζει

Εὐγνωμοσύνη καὶ χάρις ὀφείλεται εἰς τὴν γενναίαν τῆς πρωτευούσης φρουρὰν καὶ τὸν φρούραρχον αὐτῆς Κ. Δ. Καλλέργην διὰ τὴν ἀκριβῆ καὶ μετὰ ἀμιμήτου πατριωτισμοῦ ἐκπλήρωσιν τῶν καθηκόντων αὐτῶν, ἀποτελούντων τὴν φρουρὰν τῆς Συνελεύσεως.

Ψήφισμα ΙΔ′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρ. ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.
Ψηφίζει.

Ἓν τῶν πρωτίστων χρεῶν τῆς Βουλῆς θέλει εἶσθαι τὸ νὰ προσκαλέσῃ ἐντὸς τῆς πρώτης Βουλευτικῆς Συνόδου τὰ μέλη τοῦ συστηθέντος κατὰ τὴν Γ′ Σεπτεμβρίου Ὑπουργείου, ἵνα δώσωσιν ἐνώπιον αὐτῆς λόγον ὅλων τῶν πράξεών των ἐν γένει καὶ ἰδίως τῆς παρ’ αὐτῶν γενομένης καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ὑπουργείας των χρηματικῆς διαχειρίσεως.

Τὸ παρὸν ψήφισμα θέλει τυπωθῆ καὶ δημοσιευθῆ διὰ τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως συγχρόνως μὲ τὸ Σύνταγμα.

Ψήφισμα ΙΕ′.
Ἡ τῆς 5 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν τὸ ὑπ’ ἀριθ. ς′. ψήφισμα τῆς ἐν Ἄργει Δ′. Ἐθνικῆς Συνελεύσεως περὶ τῶν χρεῶν τῶν κοινοτήτων τῶν διαφόρων ἐπαρχιῶν τοῦ Κράτους.

Θεωροῦσα τὴν ἀνάγκην τοῦ νὰ ληφθῇ πρόνοια περὶ τῆς ἀποτίσεως τῶν χρεῶν αὐτῶν εἰς τρόπον, συμβιβάζοντα τὸ συμφέρον τῶν δικαστῶν καὶ τῶν διαφόρων ὁφειλετίδων κοινοτήτων.

Ψηφίζει

Ἡ νομοθετική ἐξουσία τροποποιοῦσα ἐπὶ τὸ καλλίτερον τὸ μνησθὲν ψήφισμα, θέλει ἐκδώσει ἐντὸς τῆς πρώτης, εἰ δυνατὸν Βουλευτικῆς συνόδου, Νόμον, κανονίζοντα τὸν τρόπον τῆς ἐκκαθαρίσεως καὶ τὸν χρόνον τῆς πληρωμῆς τῶν χρεῶν ἀφ’ οὗ προηγουμένως ἀποδειχθῶσιν, ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν ὡς πρὸς τοὺς ὅρους τῶν πρὸς τὴν πληρωμὴν προθεσμιῶν, τὴν ποσότητα τοῦ χρέους καὶ τὴν κατάστασιν τῶν τε δανειστῶν καὶ τῶν κοινοτήτων.

Ψήφισμα ΙΣΤ′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν τὸν ἐφ’ ὅλων τῶν σοβαρῶν καὶ δυσχερῶν ἐργασιῶν της ἀκάματον ζῆλον, τὴν πολιτικὴν σύνεσιν καὶ τὴν πολλὴν ἐμπειρίαν τῆς Προεδρίας καὶ τοῦ γραφείου,

Ψηφίζει

Εἰλικρινεῖς εὐχαριστίαι καὶ πλήρης εὐγνωμοσύνη ἀπονέμονται πρὸς τὸν Πρόεδρον Ἀντιπροέδρους καὶ τοὺς Γραμματεῖς τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως, διὰ τὴν εὐτυχῆ καὶ καθ’ ὅλα εὐάρεστον πρὸς τὴν Συνέλευσιν ἐκπλήρωσιν τῶν ὑψηλῶν καὶ πολυμόχθων καθηκόντων αὐτῶν.

Ψήφισμα ΙΖ′
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Ἐκπληροῦσα χρέος ἱερὸν ὡς πρὸς τὴν διαιώνισιν τοῦ μεγάλου σεβασμοῦ καὶ τῆς ἔξαιρετου εὐγνωμοσύνης τὴν ὁποίαν οἱ λαοὶ τῆς Ἑλλάδος σώζουσιν εἰς τὴν μνήμην τοῦ ἀοιδίμου Ι. Α. Καποδίστρια, ποτὲ Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος,

Ψηφίζει

Κατὰ τὴν ἐν Ναυπλίῳ πλατείαν τῶν τριῶν Ναυάρχων νὰ ἀνεγερθῇ ἐπιμελείᾳ τῆς Κυβερνήσεως ἀνδριὰς τούτου ὡς εὐεργέτου τῆς Πατρίδος.

Ψήφισμα ΙΗ′.
Ἡ τῆς 3 Σεπτεμβρίου ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν τὴν δυσχέρειαν τῶν περιστάσεων, καθ’ ἃς τὸ Ὑπουργεῖον τῆς Γ′. Σεπτεμβρίου ἀνέλαβε τὴν διεύθυνσιν τῶν πραγμάτων καὶ ἐκτιμῶσα ἀποχρώντως τὴν ἔμφρονα καὶ πατριωτικὴν διαγωγήν, ἣν ἐπεδείξατο εἴς τε τὴν συγκάλεσιν καὶ συγκρότησιν τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως καὶ τὴν τοῦ Κράτους ἀσφάλειαν κατὰ τὰς ἀκροσφαλεῖς ἐκείνας περιστάσεις.

Ψηφίζει.
Ἀπονέμεται ἡ Ἐθνικὴ εὐγνωμοσύνη εἴς τε τὸν Πρόεδρον Κ. Ἀνδρέαν Μεταξᾶν καὶ τὰ λοιπὰ μέλη τοῦ Ὑπουργείου τούτου[5]

Τοιοῦτον ὑπῆρξε τὸ Σύνταγμα, οὗ, ὡς παράρτημα, προσέθεμεν καὶ τὰ ΙΗ′. ψηφίσματα τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως.

Ἰδοὺ δὲ καὶ αἱ τροποποιήσεις, ἃς ὁ Σχινᾶς ὑπέβαλε περὶ τοῦ Συντάγματος, θεωρῶν αὐτὰς ἀναγκαίας ἐν ταῖς μετὰ τῶν Πατριαρχείων σχέσεσι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:

«Ἄρθρ. 1. Ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει ἡ τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ ἀνατολικῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Πᾶσα δὲ ἄλλη γνωστὴ θρησκεία εἶναι ἀνεκτή, καὶ ἀπολαμβάνει τὴν παρὰ τῶν νόμων ὑπεράσπισιν, ἀπαγορευομένων τοῦ προσηλυτισμοῦ ἢ ἄλλης ἐπεμβάσεως κατὰ τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας.

«Ἄρθρ. 2. Ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, κεφαλὴν γνωρίζουσα τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχει δογματικῶς μὲν καὶ κανονικῶς ἀναποσπάστως ἡνωμένη μετὰ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει μεγάλης ἐκκλησίας καὶ μετὰ πασῶν τῶν ἄλλων ὁμοδόξων ἐκκλησιῶν, πολιτικῶς δὲ εἶναι ἀνεξάρτητος καὶ διοικεῖται, κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνας καὶ τὰς ἱερὰς παραδόσεις, ὑπὸ Συνόδου ἀρχιερέων τοῦ μὲν προέδρου αὐτῆς ἐκλεγομένου ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων τοῦ Κράτους καὶ ἐγκρινομένου ὑπὸ τοῦ Βασιλέως, τῶν δὲ συνεδρευόντων μελῶν, καλουμένων κατὰ τὰ πρεσβεῖα τῆς ἀρχιερωσύνης

«Ἄρθρ. 3. Ὁ Βασιλεὺς ὑπάρχει καὶ γνωρίζεται προστάτης καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν δικαιωμάτων αὐτῆς· ἐφορᾷ δὲ καὶ διατάσσει διὰ τῆς Συνόδου, κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν μέρος τῆς ἐκκλησίας περὶ πάντων, ὅσα δὲν ἀντιβαίνουσιν εἰς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς, καὶ λαμβάνει πᾶσαν πληροφορίαν περὶ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων παρὰ τῆς Συνόδου.

«Ἄρθρ. 4. Εἰς τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος αἱ ἐπισκοπαὶ θέλουσιν εἶσθαι τοὐλάχιστον εἴκοσι ἓξ, καὶ θέλει ὁρισθῆ ὁ πόρος τῶν τε ἐπισκόπων καὶ τῶν ἱερέων καὶ διακόνων, ἐφημερίων τῶν ἐνοριακῶν ἐκκλησιῶν.

«Ἄρθρ. 5. Θέλουσι συστηθῆ ἐκκλησιαστικὰ σχολεῖα πρὸς ἐκπαίδευσιν τοῦ κλήρου, τιθέμενα αὐτά τε καὶ τὰ ὑπάρχοντα, ὑπὸ τὴν ἐπιτήρησιν τῆς Συνόδου καὶ τῶν κατὰ τόπον ἐπισκόπων.

«Ἄρθρ. 6. Θέλει ληφθῆ πρόνοια περὶ διατηρήσεως καὶ στερεώσεως τῶν ἱερῶν μοναστηρίων, περὶ ἐξασφαλίσεως τῆς περιουσίας τῶν διαλελυμένων, ὡς καὶ τῶν ἐπισκοπῶν καὶ ἐκκλησιῶν, καὶ θέλει συστηθῆ ταμεῖον ἐκκλησιαστικὸν διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς ἐκκλησίας.

«Ἄρθρ. 7. Θέλουσιν ὁρισθῆ κανονικώτερον αἱ μεταξὺ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἐκκλησίας σχέσεις, καὶ σημειωθῆ ἀκριβῶς αἱ περιστάσεις, καθ’ ἃς οἱ κληρικοὶ θέλουσιν ἐνάγεσθαι εἰς τὰ πολιτικὰ δικαστήρια, ἢ προσάγεσθαι εἰς μαρτυρίαν.

«Ἄρθρ. 8. Ὁ κλῆρος, κατὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας, δὲν ἐμπλέκεται εἰς τὰ πολιτικά, οὐδὲ ψηφοφορεῖ εἰς ἀρχαιρεσίας, οὐδὲ ὁρκοδοτεῖ.

«Ἄρθρ. 9. Ἡ Κυβέρνησις θέλει φροντίσει, ὅσον τάχιστα, τῇ κοινῇ συσκέψει τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας, νὰ διευθετήσῃ, κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διατύπωσιν, τὰς ἐξωτερικὰς σχέσεις αὐτῆς καθ’ ὃ ἐκκλησίας αὐτοκεφάλου.

Μετὰ τὸν Σχινᾶν, ὁμιλήσαντα ὀρθότατα κατὰ τοῦ ἀνακηρυχθέντος αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπήντησε μετὰ πειστικῆς δεινότητος, ὁ Σπυρίδων Τρικούπης, πρὸς ὃν σχεδὸν ταῦτα ἀπετείνοντο· διότι αὐτὸς ἦτο πρόεδρος τοῦ ὑπουργείου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου, ἀνεκηρύχθη ἀνεξάρτητος ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Τρικούπης διὰ τῆς χαρακτηριζούσης αὐτὸν εὐγλωττίας προσεπάθησε νὰ δικαιολογήσῃ τὴν ἐπ’ αὐτοῦ γενομένην πρᾶξιν ἐκείνην, εἰπὼν ὅτι αὕτη ἀπέρρεεν ἐκ τῶν ἀποφασισθέντων ἐν ταῖς συνελεύσεσι τῆς Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος καὶ ὅτι πᾶν Κράτος ἀνεξάρτητον πολιτικῶς κηρυχθὲν κηρύσσεται σύναμα αὐτοδικαίως καὶ θρησκευτικῶς ἀνεξάρτητον, μὴ προηγηθείσης ἀναγνωρίσεως.

Ἡ ἐν τῇ Ἐθνοσυνελεύσει ἐκκλησιαστικὴ αὕτη συζήτησις παρετάθη ἐπὶ ἡμέρας, ἡ δὲ λέξις κανονικῶς ἣν προέτεινε νὰ προστεθῇ ἐν τῷ κειμένῳ τοῦ Συντάγματος ὁ Σχινᾶς[6] καὶ αἱ τροποποιήσεις αὐτοῦ περὶ τῆς ἐν γένει περὶ ἐκκλησίας τροποποιήσεως τοῦ Συντάγματος ἀπησχόλησαν σπουδαίως τοὺς πληρεξουσίους. Τὴν 11ην Ἰανουαρίου 1844 ἤρξατο ἡ συζήτησις ἐπὶ τοῦ γ′ ἄρθρου τοῦ Συντάγματος.

Μεγάλη μερὶς τῶν πληρεξουσίων, λέγει ὁ κ. Κυριακίδης, ἐπιλανθανομένη τοῦ τε παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος τοῦ Ἔθνους, τυφλώττουσα δὲ πρὸς τὰ μεγάλα συμφέροντα αὐτοῦ, καὶ ἀγομένη ἐκ μικρῶν καὶ ἐκ τοῦ παραχρῆμα σκέψεων καὶ ἰδιοτελείας ἐπιβλαβεστάτης, ἵνα ἐπιτύχῃ τὴν ἀπὸ τῶν κοινῶν ἀπομάκρυνσιν ἀνδρῶν τινων θεωρουμένων ὡς αὐλικῶν, προελθόντων δὲ ἐκ τῶν ἐν Εὐρώπῃ ἑλληνικῶν παροικιῶν ἢ καὶ ἐκ τῶν χωρῶν τοῦ ὑποδούλου Ἑλληνισμοῦ πρὸς παῦσιν αὐτῶν ἀπὸ τῶν ἀξιωμάτων καὶ πάσης δημοσίας θέσεως ἐσκέφθη νὰ περιορίσῃ τὴν πολιτογράφησιν, νὰ διαιρέσῃ τὸ Ἔθνος εἰς ἰθαγενεῖς καὶ μὴ τοιούτους, εἰς αὐτόχθονας καὶ ἑτερόχθονας, καὶ νὰ θέσῃ ἀνυπέρβλητόν τινα φραγμόν, ἀπομακρύνουσα τῶν δημοσίων θέσεων μεγάλην μερίδα καὶ ἐκ τῶν μᾶλλον ἐπιλέκτων τοῦ ὅλου Ἔθνους.

Εἰσηγηταὶ τῆς ὀλεθρίας ταύτης γνώμης ὑπῆρξαν ὁ Ρήγας Παλαμήδης, ὁ Πλαπούτας, ὁ Κανέλλος Δελιγιάννης, ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Γρίβας καὶ ὁ Κορφιωτάκης, περὶ αὐτοὺς δὲ συνεσπειρώθη ἡ πλειονοψηφία, βύουσα τὰ ὦτα πρὸς τὴν φωνὴν τῆς συνέσεως τῶν ὑπερόχων πολιτικῶν ἀνδρῶν.

Δυστυχῶς δὲν εὑρέθησαν πληρεξούσιοι οἵτινες εἰς τὸ ἀντεθνικὸν τοῦτο πραξικόπημα νὰ δώσωσι μέλαιναν τὴν ψῆφον καὶ οὕτω ἐψηφίσθη, μετὰ δεκατετραήμερον ἀνιαρὰν συζήτησιν, τῇ 21 Ἰανουαρίου 1844, κατόπιν τῶν θαυμασίων καὶ πατριωτικῶν ἀγορεύσεων τοῦ Α. Πετσάλη, τοῦ Χ. Περραιβοῦ, Ε. Σίμου, Ι. Βελέντσα, Κ. Ἀξελοῦ, Α. Μαυροκορδάτου, Ι. Κωλέττη, Α. Μεταξᾶ καὶ ἄλλων ἐθνικώτερον σκεπτομένων περὶ τύχης τῆς πατρίδος ἀνδρῶν.

Ἡ ἐπιψήφισις τῆς προτάσεως ταύτης, δι’ ἧς τὸ ἔθνος λίαν ἀντεθνικῶς διῃρεῖτο εἰς αὐτόχθονας καὶ ἑτερόχθονας, τοῦθ’ ὅπερ ἐν τῇ συγκλήσει τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τοῦ 1863 παρωράθη, προὐξένησεν ἀλγεινὴν ἐντύπωσιν τῷ δούλῳ Ἑλληνισμῷ, μετά τινας δὲ ἡμέρας ἀπὸ τῆς ἀποφάσεως ἐκείνης, κατὰ τὴν καθαρὰν λεγομένην Δευτέραν, καθ’ ἣν, κατ’ ἀρχαῖον χριστιανικὸν ἔθος, μεταβαίνουσιν, εἰς τὰ ἔξω τῶν πόλεων οἱ Ἕλληνες ἵνα ἑορτάσωσιν ἀγροτικῶς, οἱ ἐν Ἀθήναις παρεπιδημοῦντες δοῦλοι Ἕλληνες ἐξεδήλωσαν τὴν δυσαρέσκειαν καὶ τὰ παράπονα αὐτῶν διὰ τρόπου λίαν συγκινητικοῦ καὶ σεμνοῦ. Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, (7 Φεβρουαρίου 1844) ὁ Δημήτριος Καλλέργης προσήνεγκεν, ἐκ μέρους τῆς φρουρᾶς Ἀθηνῶν, γεῦμα πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τὴν βασίλισσαν ἔν τινι ἐξοχικῇ θέσει παρὰ τὸν Ἰλισσόν· κατὰ διαταγὴν τοῦ διοικητοῦ, ἐξῆλθεν ἅπασα ἡ φρουρὰ ἔνοπλος, τὸ ἱππικὸν ἄνιππον καὶ τὸ πυροβολικὸν μετὰ τῶν πυροβόλων· τὴν μεσημβρίαν προσῆλθον οἱ ὑψηλοὶ προσκεκλημένοι γενόμενοι ἐνθουσιωδῶς δεκτοί· κατὰ δὲ τὸ γεῦμα, προσηνέχθησαν αὐτοῖς ὑπὸ τοῦ στρατοῦ δύο χρυσᾶ κύπελλα. Ἐν ᾧ λοιπὸν πάντες οἱ κάτοικοι τῆς πρωτευούσης διεσκορπισμένοι ἀνὰ τὰς ἐξοχὰς διεσκέδαζον, πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος τοῦ ναοῦ τοῦ Ὀλυμπιείου ἐκυμάτιζον δύο μέλαιναι σημαῖαι περικυκλούμεναι παρ’ ἀνθρώπων σκυθρωπῶν· ἡ μία τῶν σημαιῶν ἔφερε τὴν ἐπιγραφήν, οἱ ξενηλατούμενοι Μακεδόνες, ἡ δὲ ἑτέρα οἱ ἀδικηθέντες Κρῆτες, ὡς καὶ τα ἑξῆς: ἐπὶ τὸν ποταμὸν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τὴν Σιών.... Πῶς ᾄσωμεν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;

Ἡ ἐκ τοῦ γεγονότος τούτου παραχθεῖσα ἐντύπωσις ὑπῆρξε μεγίστη, πάντες δὲ κατενόησαν τὸ γενόμενον ἄτοπον, πλὴν ὁ ἐπελθὼν χρόνος ἐπήνεγκε τελείαν τὴν λήθην. Ἐν τούτοις ἐν τῇ Ἐθνοσυνελεύσει ἐξηκολούθουν συζητήσεις καὶ ἰδίως ἐπὶ τῶν ἄρθρων τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν διαδοχὴν καὶ ἀντιβασιλείαν, εἰς τὴν Βουλὴν καὶ τὴν Γερουσίαν.

Μετά τινας δὲ συζητήσεις ἐπὶ δευτερευόντων ἄλλων ἀντικειμένων ἐπὶ τοῦ Συντάγματος συζήτησις ἐπερατώθη κατὰ τὴν συνεδρίαν τῆς 19 Φεβρουαρίου. Τούτου γνωσθέντος, μουσικαὶ ἐπαιάνιζον ἐν ταῖς ὁδοῖς καὶ ἐξήγγελλον τῷ λαῷ τὸ εὐάρεστον τῆς ἡμέρας γεγονός, ὅπερ πανταχοῦ διέχυσε τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἐλπίδα. Μετὰ πέντε δὲ ἡμέρας, ἤτοι τῇ 24 Φεβρουαρίου, ἡ Συνέλευσις ἐκλήρωσεν 24 μέλη, ὅπερ μετὰ τοῦ ἀντιπροέδρου Α. Μαυροκορδάτου μεταβάντα εἰς τὰ ἀνάκτορα ἐπέδωκαν πρὸς τὸ Βασιλέα τὸ ἐπιψηφισθὲν Σύνταγμα ὅπως μελετήσας καὶ αὐτὸς ὑποβάλῃ τὰς παρατηρήσεις αὐτοῦ.

Τὴν ἑπομένην 25ην ἡ Συνέλευσις παρεδέξατο πρότασιν δι’ ἧς καὶ τὸ Πανεπιστήμιον ἠδύνατο νὰ ἀποστέλλῃ ἀντιπρόσωπον εἰς τὴν Βουλήν, τὴν δὲ 28 Φεβρουαρίου οἱ πληρεξούσιοι συνεζήτησαν τὸν ἐπὶ τοῦ διαγγέλματος τοῦ βασιλέως, δι’ οὗ ἐπροτείνοντο μεταβολαί τινες, κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἐπουσιώδεις, ἐξ ὧν ἐλάχισται μόνον ἐγένοντο δεκταὶ ὑπὸ τῆς Συνελεύσεως. Τούτων γενομένων τὸ Σύνταγμα ἐπεδόθη καὶ αὖθις πρὸς τὸν βασιλέα, ὅστις δι’ ἐπιστολῆς αὐτοῦ ἀπήντησε τῇ 4 Μαρτίου τάδε:

Κύριε Πρόεδρε,

Λαβὼν τὸ παρὰ τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως σχέδιον τοῦ Συντάγματος διηύθυνα εἰς αὐτὴν τὰς ἐπ’ αὐτοῦ παρατηρήσεις μου. Πληροφορηθεὶς ἤδη τὰς τελευταίας εὐχὰς αὐτῆς ἐκ τῶν διαβιβασθεισῶν σημειώσεων, δὲν διστάζω νὰ παραδεχθῶ αὐτάς, ἀφοῦ ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου, παραστήσας εἰς αὐτὴν ὅ,τι εἰλικρινῶς ἔκρινα συντελεστικὸν εἰς τὴν εὐημερίαν τοῦ Ἔθνους.

Ἀποπερατῶν τὸν λόγον, εὔχομαι νὰ εὐλογῇ ὁ Θεὸς τὸ Πολιτικὸν τοῦ Κράτους Σύνταγμα.»

Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τοῦ Συντάγματος, ὁ πρόεδρος εἶπεν, ὅτι κρίνει καλὸν νὰ ἐκλεγῇ ἐπιτροπή· γενομένης δὲ δεκτῆς τῆς προτάσεως ταύτης παμψηφεὶ, ἐξελέγη ἑξηκοντατριμελῆς ἐπιτροπὴ, ἐκτὸς τοῦ προέδρου τῶν ἀντιπροέδρων καὶ τῶν γραμματέων, ἥτις παρουσιασθεῖσα πρὸς τὸν βασιλέα, διὰ τοῦ προεδρεύοντος αὐτῆς, ἔλεξε:

Βασιλεῦ,

Ἡ τετάρτη Μαρτίου εἶναι καὶ θέλει μείνει μία τῶν λαμπροτέρων ἡμερῶν εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἀναγεννηθείσης Ἑλλάδος· διότι κατ’ αὐτὴν ἀπεφασίσθη πλέον ὁριστικῶς ἡ μέλλουσα εὐδαιμονία της. Νίκαι λαμπραί, μεγάλα κατορθώματα, κατακτήσεις ἱστορικὰ ἐδόξασαν πολλάκις καὶ ἐλάμπρυναν καὶ ἀνθρώπους καὶ ἔθνη, ἀλλ’ ὅ,τι ἐπραγματοποίησεν ὅ,τι ἠσφάλισε πάντοτε τὴν ἀληθῆ εὐδαιμονίαν των, εἶναι ἡ ἐλευθέρα θεσμοθεσία των καὶ ὅσοι συνέτρεξαν εἰς αὐτήν, ἐκείνων τὰ ὀνόματα εἶναι δίκαιον νὰ ἀναφέρωνται μὲ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης ἀπὸ τὰς ἐπερχομένας γενεάς.

Τοιούτους θεσμοὺς ἐξησφαλίσας σήμερον, Βασιλεῦ, διὰ τῆς παραδοχῆς καὶ κυρώσεως τοῦ πολιτικοῦ μας συντάγματος. Ἡ συνέλευσις συνῃσθάνθη ὅσην διὰ τοῦτο ὀφείλει εὐγνωμοσύνην· καὶ ταύτης τὴν εἰλικρινῆ ἔκφρασιν μᾶς ἐπεφόρτισε νὰ φέρωμεν εὐσεβάστως ἐνώπιον τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος».

Πρὸς ταῦτα ὁ βασιλεὺς συγκεκινημένος ἀπήντησεν:

«Εὐχαρίστως συνετέλεσα, ὅσον ἀπέκειτο εἰς ἐμέ, εἰς τὴν ταχεῖαν ἀποπεράτωσιν τῆς συντάξεως τοῦ Πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος καὶ δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι ἡ ἐθνικὴ συνέλευσις θέλει ἐπιταχύνει καὶ τὰς λοιπὰς αὐτῆς ἐργασίας ὥστε τὸ Σύνταγμα νὰ ἔμβῃ ὅσον τάχος εἰς πλήρη ἐνέργειαν.

Ὁ ἐνθουσιασμὸς μὲ τὸν ὁποῖον ἡ συνέλευσις ἐδέχθη σήμερον τὴν διακοίνωσίν μου, μ’ ἔδωσε τὴν βεβαιότητα, ὅτι ἐγνώρισε τὰ εἰλικρινῆ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους αἰσθήματα μου.

Ναὶ ἡ ἀμοιβαία μεταξὺ τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ λαοῦ ἐμπιστοσύνη εὐκολύνει τὰς ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ συμφέροντος προσπαθείας τῆς Κυβερνήσεως τὴν δὲ τοῦ ἔθνους ἐμπιστοσύνην θέλω θεωρήσει πάντοτε ὡς τὴν μεγαλειτέραν ἀνταμοιβὴν τῶν κόπων μου.»

Ἐπὶ τούτῳ δ’ ἡ Ἐθνοσυνέλευσις ἐκπονήσασα καὶ ἐκλογικὸν νόμον διὰ τὰς βουλευτικὰς ἐκλογάς, ἐπεράτωσεν αἰσίως τὸ ἀνατεθὲν αὐτῇ ἔργον. Εἶχε δὲ ὡς ἑξῆς ὁ τοῦ βασιλείου α′. ἐκλογικὸς νόμος:

Ἄρθρ. 1. Εἰς ἑκάστην ἐπαρχίαν τοῦ βασιλείου τῆς Ἑλλάδος ἐννοουμένην κατὰ τὴν περιφέρειαν τῆς δικαιοδοσίας ἑκάστου ἐπαρχιακοῦ συμβουλίου ἐκλέγεται ἀνάλογος ἀριθμὸς βουλευτῶν κατὰ τοὺς ἑξῆς ὅρους:

Ἐπαρχίαι ἔχουσαι πληθυσμὸν μέχρι 10,000 ψυχῶν ἐκλέγουσιν ἕνα βουλευτήν, αἱ ἔχουσαι πλέον τῶν δέκα μέχρις εἴκοσι δύο, αἱ ἔχουσαι πλέον τῶν εἴκοσι μέχρι τριάκοντα τρεῖς, αἱ ὑπεράνω τῶν τριάκοντα, τέσσαρας.

Ἄρθρ. 2. Αἰ νῆσοι Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ οἱ ἐν τῇ Ἑλλάδι Ψαριανοὶ ἐκλέγουσι βουλευτὴν κατὰ τὸ ἀπὸ 31 Ἰανουαρίου ἐ. ἔ. ψήφισμα τῆς Συνελεύσεως, ἤτοι ἡ μὲν Ὕδρα τρεῖς, αἱ Σπέτσαι δύο καὶ οἱ Ψαριανοὶ δύο.

Οἱ δῆμοι Κρανειδίου καὶ Ἑρμιόνης ἡνωμέναι ἀποτελοῦσιν ἰδίαν ἐκλεκτικὴν περιφέρειαν πρὸς ἐκλογὴν Βουλευτοῦ, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ εἰς τὸ ἄρθρον 1 πληθυσμοῦ.

Ἄρθρ. 3. Οἱ κατὰ τὴν ἀπὸ 3 Φεβρουαρίου ἐ. ἔ. ἀπόφασιν τῆς συνελεύσεως μετανάσται ἐκλέγουσιν ἴδιον βουλευτὴν ἅμα, συνοικισθέντες πραγματικῶς, ἀποτελέσωσι δῆμον, πόλιν ἢ ἐπαρχίαν χωριστὴν καὶ παρουσιάσωσι πληθυσμὸν ἴσον μὲ τὸ ἥμισυ τοῦ ἐλαχίστου ὅρου τῆς ἐχούσης τὸν μικρότερον πληθυσμὸν περιφερείας ἐπαρχιακοῦ συμβουλίου.

Οἱ ὁρισμοὶ τοῦ 1 ἄρθρου ἰσχύουσιν ἅμα ὁ ἀριθμὸς τῶν συνοικισθησομένων ὑπερβῆ τὸ ἥμισυ τοῦ ἐλαχίστου ὅρου τοῦ πληθυσμοῦ τῆς περιφερείας ἐπαρχιακοῦ τινος Συμβουλίου.

Ἄρθρ. 4. Οἱ Βουλευταὶ ἐκλέγονται ἀμέσως ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐχόντων τὸ δικαίωμα τοῦ ψηφοφορεῖν.

Ἄρθρον 5. Τὸ δικαίωμα τοῦ ψηφοφορεῖν ἀνήκει εἰς ὅλους τοὺς ἐντὸς τοῦ Βασιλείου γεννηθέντας Ἕλληνας ἢ καὶ ἀποκτήσαντας τὸ δικαίωμα τοῦ πολίτου κατὰ τοὺς καθεστῶτας νόμους συμπληρώσαντας τὸ 25ον ἔτος τῆς ἡλικίας των, ἔχοντας προσέτι ἰδιοκτησίαν τινὰ ἐντὸς τῆς ἐπαρχίας, ὅπου ἔχουσι τὴν πολιτικὴν διαμονήν των ἢ ἐξασκοῦντας ἐν αὐτῇ ὁποιονδήποτε ἐπάγγελμα, ἢ ἀνεξάρτητον ἐπιτήδευμα· ἐξαιροῦνται:

α′) Οἱ διατελοῦντες ὑπὸ ἀνάκρισιν ἐπὶ κακουργήματι.

β′) Οἱ προσκαίρως ἢ διὰ παντὸς στερηθέντας, κατὰ συνέπειαν δικαστικῆς ἀποφάσεως τοῦ δικαιώματος τοῦ ψηφοφορεῖν.

γ′) Οἱ στερούμενοι τῆς ἐλευθέρας διαχειρίσεως τῆς περιουσίας των.

Ἄρθρον 6. Ἅμα μετὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ παρόντος νόμου, οἱ δήμαρχοι παραλαμβάνοντες τοὺς δημοτικοὺς καὶ εἰδικοὺς παρέδρους ἑκάστης κοινότητος καὶ τοὺς ἱερεῖς τῶν ἐνοριῶν ὀφείλουν νὰ συντάξωσι κατάλογον τῶν ἐχόντων δικαίωμα τοῦ ψηφοφορεῖν.

Ἄρθρον 7. Ὀ κατάλογος περιέχει:

α′.) τὸν αὔξοντα ἀριθμόν.

β′) τὸ ὄνομα καὶ ἐπώνυμον τοῦ ἐγγραφομένου.

γ′.) τὴν ἡλικίαν.

δ′.) ἂν εἶναι αὐτόχθων ἢ ἀπὸ ποίας ἐποχῆς ἔχει τὴν διαμονήν του εἰς τὸν δῆμον.

ε′.) ἐὰν ἔχῃ ἰδιοκτησίαν.

ς′.) τὸ ἐπάγγελμα ἢ ἐπιτήδευμα.

ζ′.) τὰς τυχὸν παρατηρήσεις ὡς πρὸς τὴν στέρησιν τῆς ἐλευθέρας διαχειρίσεως τῆς περιουσίας του ἢ τοῦ δικαιώματος τοῦ ψηφοφορεῖν.

Ὁ κατάλογος συντάσσεται καθαρὸς καὶ ἄνευ διαγραφῶν ἢ προσθηκῶν καὶ ὅμοιον τούτῳ ἀντίγραφον καὶ ὑπογεγραμμένον παρὰ τῶν μνησθέντων δημάρχου, παρέδρων καὶ ἱερέων πέμπεται, ἀμέσως μετὰ τὴν σύνταξιν, πρὸς τὸν διοικητήν.

Ἄρθρ. 8. Ὁ κατάλογος θέλει ἐκτεθῇ εἰς τὸ δημαρχεῖον ἑκάστου δήμου τὴν 25 τὸ βραδύτερον ἡμέραν ἀπὸ τῆς ἐπιτοπίου καὶ ἐπισήμου δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος νόμου καὶ ἀποσπάσματα εἰς

Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων
πᾶσαν παρεδρίαν, περιέχοντα τοὺς ἐν αὐτῇ ψηφοφόρους· διὰ δὲ τὰ λοιπὰ ἔτη τὴν 15 Ἀπριλίου.

Ἡ ἔκθεσις γνωστοποιεῖται διὰ δημοσίας κηρύξεως καὶ διὰ προγράμματος τοῦ δημάρχου ἐνῷ συνάμα προσδιορίζεται καὶ δεκαήμερος προθεσμία διὰ τὴν παραδοχὴν ἐνστάσεων κατὰ τοῦ καταλόγου· ἀντίγραφον δὲ τοῦ προγράμματος πέμπεται αὐθημερὸν εἰς τὸν διοικητὴν.

Ἄρθρ. 9. Πᾶς ἔχων τοῦ ψηφοφορεῖν καὶ ἐκλέγεσθαι τὸ δικαίωμα δύναται νὰ κάμῃ προφορικῶς ἢ ἐγγράφως παράπονα κατὰ τοῦ ἐκτεθέντος καταλόγου διὰ παραλείψεις ἐχόντων τὰ νόμιμα προσόντα ἢ δι’ ἐγγραφὴν μὴ ἐχόντων ταῦτα, ἀλλ’ ὀφείλει νὰ τὰ ὑποστηρίξῃ μὲ τὰς ἀνηκούσας ἀποδείξεις.

Ἄρθρ. 10. Τὰ παράπονα ταῦτα γίνονται ἐνώπιον πενταμελοῦς ἐπιτροπῆς, παρόντος καὶ τοῦ δημάρχου καὶ ἐγγράφονται εἰς ἴδιον πρωτόκολλον, ὑπογραφόμενον ἑκάστοτε ὑπὸ τῆς ἐπιτροπῆς καὶ τοῦ παραπονουμένου.

Τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς λαμβάνονται διὰ κλήρου ἐκ τῶν ὀνομάτων τῶν κατὰ τὴν ἐνεστῶσαν περίοδον δημοτικῶν συμβούλων καὶ τῶν χρηματισάντων, κατὰ τὰς προηγηθείσας δύο περιόδους ἢ καὶ μιᾶς μόνης, ἂν δὲν ὑπῆρξεν εἴς τινας δήμους δύο. Ἡ ἐπιτροπὴ ἐκλέγει τὸν πρόεδρον της.

Ἄρθρ. 11. Τὴν 11ην ἀπὸ τῆς κοινοποιήσεως τοῦ ἐν τῷ 8ῳ ἄρθρῳ ἀναφερομένου προγράμματος, τὸ πρωτόκολλον τῶν ἀναφερομένων παραπόνων ἐκτίθεται εἰς τὸ δημαρχεῖον τοῦ δήμου. Συγχρόνως δὲ, διὰ νέου προγράμματος, προσκαλοῦνται οἱ ἔχοντες συμφέρον νὰ προτείνωσι τὰς ἀντιρρήσεις των ἐντὸς πέντε ἡμερῶν.

Αἱ ἀντιρρήσεις γίνονται, καθ’ ὃν τρόπον τὸ προηγούμενον ἄρθρον ὁρίζει.

Ἄρθρ. 12. Τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν, μετὰ τὸ τέλος τῆς ἐν τῷ προηγουμένῳ ἄρθρῳ ὡρισμένης προθεσμίας, τὸ δημοτικὸν συμβούλιον εἰς δημοσίαν συνεδρίασιν, παρόντος καὶ τοῦ δημάρχου, ἐξάγει διὰ κλήρου δεκαπέντε ὀνόματα ἐκ τῶν χρηματισάντων ἀπ’ ἀρχῆς τῆς συστάσεως τῶν δήμων, μέχρι τοῦδε ἐπαρχιακῶν συμβούλων, δημάρχων, παρέδρων, δημοτικῶν συμβούλων καὶ ὁρκωτῶν, ἐκ δὲ τῶν οὕτω πληρωθέντων συσταίνεται δικαστήριον ὁρκωτικὸν πρὸς ἐκδίκασιν ἐνστάσεων καὶ ἀντιρρήσεων.

Συγχρόνως θέλουν ἐξαχθῇ ἐκ τῆς κάλπης ἕτερα δεκαπέντε ὀνόματα, τὰ ὁποῖα θέλουν χρησιμεύσει ὡς ἀναπληρωματικὰ μέλη τοῦ δικαστηρίου.

Ἄρθρ. 13. Οἱ κληρωθέντες δηλοποιούμενοι ἀμέσως παρὰ τοῦ δημάρχου ὀφείλουσι νὰ συνέλθωσιν ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ δῆμον καὶ δίδοντες ἐνώπιον τοῦ δημάρχου καὶ τοῦ ἱερέως, εἰς τὸ δημοτικὸν κατάστημα, τὸν διὰ τοὺς ἐνόρκους προσδιωρισμένον ὅρκον, δικάζουσιν ἀνεκκλήτως τὰ παράπονα λαμβάνοντες ὑπ’ ὄψιν τὰ πρωτόκολλα τῶν ἐνστάσεων καὶ ἀντιρρήσεων καὶ ὅλα τὰ παρουσιασθέντα ἔγγραφα. Ἡ διάρκεια τῆς ἐκδικάσεως ὅλων τῶν ἐνστάσεων δὲν δύναται νὰ διαρκέσῃ πλέον τῶν ὀκτὼ ἡμερῶν.

Ἄρθρ. 14 Ἐκ τῶν κληρωθέντων δεκαπέντε ὀνομάτων ἑκάτερον τῶν μερῶν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐξαιρέσῃ ἀνὰ πέντε· τὰ δὲ μένοντα πέντε ἔχοντα προϊστάμενον τὸ πρῶτον κληρωθέντα δικάζουσι συνοπτικῶς δημοσίᾳ. Αἱ ἀποφάσεις πρέπει νὰ εἶναι συντόμως αἰτιολογημέναι καὶ καταχωρίζονται εἰς ἐπὶ τούτῳ συντασσόμενον πρωτόκολλον.

Ἐὰν τὰ μέλη δὲν ζητήσωσιν ἐξαίρεσιν, τὰ πέντε μέλη ἐξάγονται διὰ κλήρου, ὁ δὲ πρῶτος ἐξαχθεὶς προεδρεύει.

Ἄρθρ. 15. Ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἀποφάσεων τούτων ὁ κατάλογος διορθοῦται ἀπὸ τὸ δικαστήριον καὶ ὁ δήμαρχος ὀφείλει ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν, ἀπὸ τῆς ἐκδόσεως τῶν ἀποφάσεων, νὰ σημειώσῃ τὴν διόρθωσιν ἐπὶ τοῦ καταλόγου τοῦ ἐκτεθειμένου εἰς τὸ δημαρχικὸν κατάστημα καὶ νὰ πέμψῃ ἀντίγραφον ὑπογεγραμμένον παρ’ αὐτοῦ εἰς τὸν διοικητήν.

Ἄρθρ. 16. Ὁ διοικητὴς ἅμα εἰδοποιηθῇ παρὰ τῶν δημάρχων τὴν ἀποπεράτωσιν τῆς ἐξελέγξεως τῶν καταλόγων καὶ τὴν δημοσίευσιν αὐτῶν, θέλει προσδιορίσῃ τὴν ἡμέραν τῆς ἐνάρξεως τὸν εὐρυχωρότερον ναὸν τῆς πρωτευούσης τοῦ δήμου ὡς τόπον τῆς ψηφοφορίας καὶ τὴν διάρκειάν τῶν περὶ ἐκλογῶν ἐργασιῶν. Ἡ διάρκεια τῶν ἐκλογῶν θέλει εἶσθαι ὀκταήμερος.

Ὁ διοικητὴς θέλει ἀποστείλῃ ὁμοῦ μὲ τὰς προκηρύξεις καὶ μίαν κάλπην εἰς ἕκαστον δῆμον ἐσφραγισμένην μὲ τὴν σφραγῖδα τῆς διοικήσεως ἐφ’ ὅλων τῶν γωνιῶν.

Ἄρθρ. 17. Οἱ δήμαρχοι ὀφείλουν τὴν δευτέραν ἡμέραν τῆς παραλαβῆς, τῆς προκηρύξεως τοῦ διοικητοῦ νὰ κοινοποιήσουν αὐτὴν ἐγγράφως καὶ διὰ κηρύξεως εἰς ὅλον τὸν δῆμον.

Ἄρθρ 18. Ἡ ψηφοφορία ἐφορεύεται ὑπὸ πενταμελοῦς ἐπιτροπῆς, τῆς ὁποίας τὰ μέλη ἐξάγονται διὰ κλήρου παρὰ τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου δημοσίως, παρόντος καὶ τοῦ δημάρχου, ἐκ τῶν χρηματισάντων ἀπ’ ἀρχῆς τῆς συστάσεως τῶν δήμων δημάρχων, παρέδρων, δημοτικῶν καὶ ἐπαρχιακῶν συμβούλων καὶ ὁρκωτῶν. Προεδρεύει δὲ ταύτην ὁ πρῶτος λαχὼν τὸν κλῆρον.

Αὕτη ἐκλέγει τὸν γραμματέα της.

Ἄρθρ 19. Ἡ ἐκλογὴ γίνεται διὰ ψηφοδελτίων.

Ἕκαστος ψηφοφόρος γράφει μόνος ἢ δι’ ἄλλου τῆς ἐμπιστοσύνης του, ἰσάριθμα ὀνόματα τῶν βουλευτῶν, τοὺς ὁποίους ὀφείλει νὰ δώσῃ ἡ ἐπαρχία καὶ ρίπτει αὐτὸς ὁ ἴδιος εἰς τὴν κάλπην τὸ ὄνομα τοῦ ψηφοφόρου σημειοῦται εἰς τὸ πρωτόκολλον.

Ἐὰν ψηφοδέλτιόν τι περιέχῃ ἀριθμὸν ὀνομάτων ἀνώτερον τοῦ ἀπαιτουμένου, παραλείπονται τὰ τελευταῖα περιττεύοντα ὀνόματα. Ἐὰν δὲ περιλαμβάνῃ ὀλιγώτερα, παραδέχονται ταῦτα μόνον.

Ἄρθρ. 20. Πᾶσα παρατήρησις ἢ ἔνστασις γενομένη ὑπὸ τῶν ψηφοφόρων σημειοῦται εἰς πρωτόκολλον, ὅπου καταχωροῦνται ὡσαύτως καὶ αἱ γνωμοδοτήσεις τῆς ἐφορευούσης ἐπιτροπῆς, συντόμως αἰτιολογημέναι· περὶ δὲ τοῦ κύρους αὐτῶν ἀποφασίζει ἡ Βουλή.

Ἄρθρ. 21. Ἕκαστος ψηφοφορεῖ εἰς τὸν δῆμον του, δύναται δὲ νὰ ἐξασκήσῃ τὰ δικαιώματα ταῦτα καὶ εἰς ἄλλον δῆμον, ἀλλ’ ἀπαιτεῖται νὰ κάμῃ τὴν ἐπὶ τούτῳ δήλωσίν του εἰς ἀμφοτέρους τοὺς δήμους πρὸ τῆς συντάξεως τῶν καταλόγων. Οὐδεὶς ὅμως δύναται νὰ ψηφοφορήσῃ εἰς δύο δήμους ἢ δι’ ἀντιπροσώπου.

Ἄρθρ. 22. Ἡ ἐνσφράγιστος παρὰ τοῦ διοικητοῦ κάλπη σφραγίζεται ἐξ ὑπαρχῆς ἐφ’ ὅλων τῶν γωνιῶν ὑπὸ τῆς ἐφορευούσης τὴν ψηφοφορίαν ἐπιτροπῆς καὶ ἐξ ὅσων ἐκ τῶν παρευρισκομένων τὸ ἀπαιτήσωσι.

Κατὰ τὴν ἐν τῷ προγράμματι τῆς ἐπιτροπῆς ὡρισμένην ὥραν τῆς παύσεως τῆς ψηφοφορίας ἑκάστης ἡμέρας, ἡ ὀπὴ τῆς κάλπης σφραγίζεται δημοσίως παρὰ τῆς ἐπιτροπῆς καὶ ἐξ ὅσων ἐκ τῶν παρευρισκομένων τὸ ἀπαιτήσωσιν.

Ἡ δὲ ἀποσφράγισις αὐτῆς ἐπαναλαμβάνεται ἑκάστην πρωΐαν δημοσίως παρὰ τῆς ἐπιτροπῆς.

Κατὰ τὴν σφράγισιν καὶ ἀποσφράγισιν συντάσσεται ἔκθεσις, παρόντος τοῦ δημάρχου, ὑπογραφομένη παρὰ τῆς ἐπιτροπῆς καὶ ἐξ ὅσων ἐκ τῶν παρόντων ψηφοφόρων τὸ ἀπαιτήσωσιν.

Ἡ κάλπη φυλάττεται ὑπὸ τῆς ἐπιτροπῆς καὶ ὑπὸ τὴν εὐθύνην αὐτῆς.

Ἄρθρ. 23. Εἰς τὴν λῆξιν τῆς πρὸς ἐκλογὴν προθεσμίας ὅλαι αἱ κάλπαι μεταφέρονται μετὰ τῶν πρακτικῶν ἀσφαλῶς ὑπὸ τῆς ἐπιτροπῆς ἑκάστου δήμου εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας καὶ κατατίθενται ἐν τῷ ἐν αὐτῇ προσδιωρισμένῳ διὰ τὰς ἐκλογὰς καταστήματι, ὅπου ἀποσφραγίζονται. Ἡ διαλογὴ τῶν ψήφων γίνεται ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποσφράγισιν τῶν καλπῶν δημοσίᾳ ὑπὸ τὴν ἐπαγρύπνησιν τοῦ διοικητοῦ ἢ τοῦ ἀντιπροσώπου αὐτοῦ καὶ ἐνώπιον τῶν κατὰ τὸ ἄρθρον 18 ἐφορευουσῶν τῆς ψηφοφορίας ἐπιτροπῶν ὅλων τῶν δήμων.

Ἄρθρ. 24. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῆς διαλογῆς τῶν ψήφων, τὰ πρακτικὰ διευθύνονται εἰς τὸν διοικητήν, ὅστις ὀφείλει νὰ τὰ ἐξαποστείλῃ εἰς τὴν ἐπὶ τῶν ἐσωτερικῶν Γραμματείαν καὶ αὕτη πάλιν εἰς τὴν Βουλήν.

Ὁ διοικητὴς δημοσιεύει διὰ προγράμματος καθ’ ὅλην τὴν ἐπαρχίαν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐκλογῆς καὶ συγχρόνως εἰδοποιεῖ καὶ τοὺς ἐκλεχθέντας.

Ἄρθρ. 25. Εἰς τοὺς δήμους Κρανειδίου καὶ Ἑρμιόνης ἡ διαλογὴ τῶν ψήφων θέλει γενῇ εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ πρώτου δήμου· οἱ δὲ Ψαριανοὶ θέλουσι συνέλθει διὰ τὴν πρώτην περίοδον εἰς τὴν Ἑρμούπολιν διὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν βουλευτῶν αὐτῶν.

Ἄρθρ. 26. Οἱ βουλευταὶ ἐκλέγονται κατ’ ἀπόλυτον πλειοψηφίαν τῶν πραγματικῶς ψηφοφορησάντων.

Ἐὰν μετὰ τὴν πρώτην ψηφοφορίαν δὲν ἀναδειχθῶσιν ὅλοι οἱ βουλευταὶ ἢ μέρος αὐτῶν ἐν ἀπολύτῳ πλειοψηφίᾳ, ἐπαναλαμβάνεται ἡ ψηφοφορία ἐπὶ διπλασίων τοῦ ζητουμένου ἀριθμοῦ τῶν βουλευτῶν ὀνομάτων, λαμβανομένων ἐκ τῶν λαθόντων, κατὰ τὴν προλαβοῦσαν ψηφοφορίαν, τὴν πλειοψηφίαν σχετικῶς, μέχρις οὗ ἀναδειχθῶσιν ὅλοι οἱ βουλευταὶ ἐν ἀπολύτῳ πλειοψηφία.

Ἰσοψηφίας οὔσης, ἀποφασίζει ὁ κλῆρος.

Εἰς τὰς ἐκλογὰς τῶν βουλευτῶν τῆς παρούσης βουλευτικῆς περιόδου ἰσχύει, μὴ ὑπαρχούσης ἀπολύτου πλειοψηφίας, ἡ σχετική.

Ἄρθρ. 27. Διὰ νὰ γίνῃ τις βουλευτὴς ἀπαιτεῖται:

α′) νὰ ἔχῃ τὰς ἐν τῷ 63 ἄρθρῳ τοῦ Συντάγματος ὁριζομένας ἰδιότητας.

β′) νὰ μὴν ὑπάγηται εἰς τὰς ἐξαιρέσεις τοῦ ἄρθρου 5 τοῦ παρόντος νόμου.

γ′) νὰ ᾖναι:

1) ἢ αὐτόχθων τῆς ἐπαρχίας ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐκλέγεται

2) ἢ ἐκ τῶν πολιτικῶς ἢ στρατιωτικῶς ἀγωνισθέντων καὶ διαμεινάντων μέχρι τοῦ τέλους τοῦ 1827 ἔτους καὶ ἐγκατεστημένων ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ, ἀφ’ ἧς ἐκλέγονται, πρὸ ἑνὸς ἔτους καὶ ἐγγεγραμμένων εἰς ἕνα τῶν δήμων αὐτῆς.

3) ἢ αὐτόχθων τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος ἐγκατεστημένας πρὸ ἑνὸς ἔτους εἰς τὴν ἐπαρχίαν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐκλέγεται.

4) ἢ:

α′) ἐκ τῶν πολιτικῶς ἢ στρατιωτικῶς ἀγωνισθέντων καὶ διαμεινάντων ἐν Ἑλλάδι μέχρι τοῦ 1827.

β′) ἐκ τῶν ἐλθόντων εἰς Ἑλλάδα καὶ διαμεινάντων μέχρι τοῦ τέλους τοῦ αὐτοῦ ἔτους.

γ′) ἐκ τῶν λαβόντων μέρος εἰς τὰς μετὰ ταῦτα μάχας μέχρι τέλους τοῦ 1829, ἀλλὰ κατοικούντων ὅλων τῶν ἐν ταῖς τρισὶ ταύταις α′, β′, γ′. κατηγορίαις τοῦ παραγράφου 4, περιλαμβανομένων πρὸ ἑνὸς ἔτους εἰς τὴν ἐπαρχίαν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐκλέγονται καὶ ἐγγεγραμμένων εἰς ἕνα τῶν δήμων τούτων.

5) ἢ νὰ ἐκατοίκησεν ἐν τῇ Ἑλλάδι ἓξ ἔτη ἐγγραφεὶς εἰς ἕνα τῶν δήμων ἐξ ὧν τὰ τρία ἐντὸς τῆς ἐπαρχίας ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐκλέγεται καὶ νὰ ἀπέκτησεν ἐν αὐτῇ πραγματικὴν ἀκίνητον περιουσίαν δέκα χιλιάδων δραχμῶν.

Ἄρθρ. 28. Διοικητικοί, οἰκονομικοί, δικαστικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ ὑπάλληλοι δὲν δύνανται νὰ ἐκλεχθῶσι βουλευταὶ ἐντὸς τῆς ἐπαρχίας εἰς ἣν ἐκτελοῦσι τὰ καθήκοντά των. Οὕτω μετὰ τὴν παραίτησιν ἢ παῦσίν των οἱ εἰρημένοι ὑπάλληλοι ἐκλέγονται ἐκ τῶν μερῶν ὅπου ἐτέλουν τὰ τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου καθήκοντα, εἰμὴ μετὰ παρέλευσιν μιᾶς ἑξαμηνίας· ἀλλ’ αὕτη ἡ περὶ τῆς παραιτήσεως καὶ παύσεως διάταξις δὲν ἰσχύει διὰ τὰς ἐκλογὰς τῆς παρούσης βουλευτικῆς περιόδου, εἰμὴ ἂν ὁ ὑπάλληλος παραιτηθῆ ἢ παύσῃ, μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος νόμου. Οἱ διὰ δημόσιον χρέος φυλακισμένοι, ἀνήκοντες εἰς τοὺς ψηφοφόρους τῆς ἐπαρχίας των, ἐξέρχονται τῶν φυλακῶν μὲ ἄδειαν, ἂν τὸ ζητήσωσι, κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ψηφοφορίας, δίδοντες ἀξιόχρεων ἐγγυητὴν διὰ τὴν εἰς τὴν φυλακὴν ἐπάνοδόν των.

Ἄρθρ. 29. Ἐν περιπτώσει ἀποβιώσεως, παραιτήσεως ἢ ἀνικανότητος βουλευτοῦ γίνεται νέα ἐκλογὴ περὶ ἀναπληρώσεως ἐντὸς δύο μηνῶν κατὰ τὰς ἐν τῷ παρόντι νόμῳ διαγραφομένας διατυπώσεις.

Ἡ βουλὴ ἔχει μόνη τὸ δικαίωμα νὰ δέχηται τὴν παραίτησιν τῶν μελῶν της.

Ἄρθρ. 30. Οἱ καθηγηταὶ τοῦ Πανεπιστημίου Ὄθωνος ἐκλέγουσιν ἴδιον Βουλευτήν, κατ’ ἀπόλυτον πλειονοψηφίαν.

Ἄρθρ. 31. Ἅπαντες οἱ ἀνωτέρω συνέρχονται, κατὰ πρόσκλησιν τοῦ διοικητοῦ τῆς καθέδρας τοῦ Βασιλείου, ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ εἰς συνέλευσιν, καθ’ ἣν ἐποχὴν ἐνεργοῦνται καὶ αἱ λοιπαὶ ἐκλογαὶ τοῦ Κράτους.

Ὁ μὲν Πρύτανις προεδρεύει τὴν συνέλευσιν, ὁ δὲ γραμματεὺς κρατεῖ τὸ πρωτόκολλον.

Ἡ ἐκλογὴ γίνεται διὰ ψηφοδελτίων.

Ὁ ὡς βουλευτὴς ἐκλεχθησόμενος ἀπαιτεῖται νὰ ἔχῃ τὰς ἐν τῷ ἄρθρῳ 63 τοῦ Συντάγματος ἰδιότητας.

Ἄρθρ. 32. Οἱ κατὰ τὰς ἀνωτέρω διατάξεις ἀπολαμβάνοντες τὰ δικαιώματα τοῦ ἐκλέγειν δὲν δύνανται νὰ ἐξασκήσωσι τὸ αὐτὸ καὶ εἰς ἄλλην ἐκλογήν.

Ἄρθρ. 33. Ὅλαι αἱ πράξεις τῶν ἐκλογῶν γράφονται εἰς ἁπλοῦν χάρτην.

Ἄρθρ. 34. Οἱ κληρικοὶ δὲν δύνανται νὰ ψηφοφορήσουν οὐδὲ νὰ ἐκλεχθῶσι.

Ἄρθρ. 35. Πᾶσα ἐκλογή, ἥτις ἤθελεν ἐνεργηθῇ ἐναντίον τῶν διατάξεων τοῦ παρόντος νόμου δὲν ἔχει κῦρος.

Ἄρθρ. 36. Ὁ παρὼν νόμος δὲν εἶναι ἀμετάβλητος.

Οὕτω λοιπὸν, κατὰ τὴν τελευταίαν συνεδρίασιν τῆς Συνελεύσεως, τῇ 18ῃ Μαρτίου, πλῆθος ἄπειρον κατέκλυζε τὴν ἀπὸ τῶν ἀνακτόρων εἰς τὸ Βουλευτήριον ἄγουσαν· εἴκοσι καὶ εἷς κανονιοβολισμοὶ ἐχαιρέτισαν τὸ ἐπίσημον τῆς ἡμέρας· ὁ στρατός, ἐν μεγάλῃ σταλῇ, παρετάχθη τῇ 2ᾳ μ. μ. καὶ ὁ Βασιλεὺς καὶ ἡ Βασίλισσα ἐνθουσιωδῶς ἐπευφημούμενοι μετέβησαν εἰς τὸ Βουλευτήριον, ὅπου ἀνέμενον οἱ πληρεξούσιοι, τὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὸ διπλωματικὸν σῶμα καὶ ἄπειρον πλῆθος.

Ὁ Βασιλεὺς Ὄθων μετὰ ζωηρᾶς συγκινήσεως καθήσας ἐπὶ θρόνου ἐν τῇ αἰθούσει τῆς Συνελεύσεως κατασκευασθέντος, εἶπε τάδε: «Χαίρων διὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τοῦ μεγάλου ἔργου τῆς συντάξεως τοῦ πολιτεύματος τῆς Ἑλλάδος, ἐμφανίζομαι ἐν τῷ μέσῳ ὑμῶν διὰ νὰ ἐπισφραγίσω αὐτὸ διὰ τοῦ ὡρισμένου ὅρκου.

Εἶτα δὲ ἀναστὰς ὤμοσεν ἀσκεπὴς τὴν δεξιὰν ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἔχων τόνδε τὸν ὅρκον: «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ προστατεύσω τὴν ἐπικρατοῦσαν θρησκείαν τῶν Ἑλλήνων, νὰ φυλάττω τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς Νόμους τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ νὰ διατηρῶ καὶ ὑπερασπίζω τὴν ἐθνικὴν αὐτονομίαν καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους.» Μετὰ τὸν ὅρκον, τῶν παρισταμένων εὐφημούντων: «Ζήτω ὁ Βασιλεύς!» καθήσας πάλιν ἐπὶ τοῦ θρόνου ἀπήγγειλεν ἐν συγκινήσει τάδε: «Εὔχομαι ὥστε τὸ Σύνταγμα, ὁ ἱερὸς οὗτος καὶ ἀδιάρρηκτος δεσμὸς μεταξὺ Βασιλέως καὶ Ἔθνους, νὰ στερεώσῃ καὶ προαγάγῃ τὴν εὐδαιμονίαν τῆς Ἑλλάδος. Περατωθέντος ἤδη τοῦ ἔργου, διὰ τὸ ὁποῖον συνεκάλεσα τὴν Ἐθνικὴν Συνέλευσιν, κηρύττω τὴν λῆξιν αὐτῆς.»

Μετὰ τοῦτο συνετάγη τὸ Πρωτόκολλον τῆς ἐπισήμου ταύτης ὀρκωμοσίας ᾧδε:

«Τῷ χιλιοστῷ ὁκτακοσιοστῷ τεσσαρακοστῷ τετάρτῳ ἔτει, τῇ δεκάτῃ ὀγδόῃ Μαρτίου, ὥρᾳ δευτέρᾳ μ. μ συνῆλθον ἐν τῷ καταστήματι τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως οἱ Κ. Κ. πληρεξούσιοι τοῦ Ἔθνους, ὅπως δεχθῶσι τὸν ἐπὶ τοῦ Συντάγματος ὅρκον τῆς Α. Μ. τοῦ Βασιλέως Ὄθωνος.

«Παρῆσαν τὸ διπλωματικὸν σῶμα, ὁ Πρόεδρος καὶ τὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὸ Ὑπουργικὸν Συμβούλιον, τὸ Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας καὶ ἅπαντες οἱ ἐν τῇ πρωτευούσῃ ἀνώτεροι πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ ὑπάλληλοι.

«Αἱ Α. Α. Μ. Μ. εἰσῆλθον, καὶ ἡ μὲν Α. Μ. ἡ Βασίλισσα μετὰ τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς ἀνέβη εἰς τὸ ἐπὶ τούτῳ προπαρασκευασμένον θεωρεῖον, ἡ δὲ Α. Μ. ὁ Βασιλεύς, προπορευομένων τοῦ Προέδρου, τῶν Ἀντιπροέδρων καὶ τῶν Γραμματέων τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως καὶ τῆς παρ’ αὐτῆς ἐπὶ τούτῳ ἐκλεχθείσης Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν Ὑπουργῶν, καὶ παρακολουθούντων τῶν Ὑπασπιστῶν καὶ Διαγγελέων Αὐτῆς, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ Θρόνου.

«Ἅπαντες ἀσκεπεῖς καὶ ὄρθιοι ἐδέχθησαν μετ’ ἀνευφημιῶν τὰς Α. Α. Μ. Μ. Ἡ Α. Μ. ὁ Βασιλεὺς καθήσας ἐπὶ τοῦ Θρόνου καὶ νεύσας πρὸς ἅπαντας νὰ καθήσωσιν εἰς τὰς ἕδρας των, ἐξεφώνησε τοὺς ἑξῆς λόγους: «Χαίρων διὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τοῦ μεγάλου ἔργου τῆς συντάξεως τοῦ πολιτεύματος τῆς Ἑλλάδος, ἐμφανίζομαι ἐν τῷ μέσῳ ὑμῶν διὰ νὰ ἐπισφραγίσω αὐτὸ διὰ τοῦ ὡρισμένου ὅρκου.»

«Ἀκολούθως δὲ ἀναστὰς ὄρθιος καὶ ἀσκεπής, θέσας τὴν δεξιὰν ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἔχων ἐνώπιον αὐτοῦ τὸ Πολιτικὸν Σύνταγμα, ὤμοσε τὸν ἐν τῷ Ἄρθρῳ 36 τοῦ Συντάγματος διαλαμβανόμενον βασιλικὸν ὅρκον, ἔχοντα οὕτως: «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ προστατεύω τὴν ἐπικρατοῦσαν θρησκείαν τῶν Ἑλλήνων, νὰ φυλάττω τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς Νόμους τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, καὶ νὰ διατηρῶ καὶ ὑπερασπίζω τὴν ἐθνικὴν αὐτονομίαν καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ζωηρόταται ἀνευφημίαι ἐπηκολούθησαν τὴν ὀρκωμοσίαν καὶ ἡ αἴθουσα ἀντήχησεν ἀπὸ τὸ «Ζήτω ὁ Βασιλεύς». Ἡ Α. Μ. ὁ Βασιλεὺς καθήσας πάλιν ἐπὶ τοῦ Θρόνου ἀπήγγειλε τὰ ἑξῆς: «Εὔχομαι ὥστε τὸ Σύνταγμα, ὁ ἱερὸς οὗτος καὶ ἀδιάρρηκτος δεσμὸς μεταξὺ Βασιλέως καὶ Ἔθνους, νὰ στερεώσῃ καὶ προαγάγῃ τὴν εὐδαιμονίαν τῆς Ἑλλάδος. Περατωθέντος ἤδη τοῦ ἔργου, διὰ τὸ ὁποῖον συνεκάλεσα τὴν Ἐθνικὴν Συνέλευσιν, κηρύττω τὴν λῆξιν αὐτῆς.»

»Τὰς τελευταίοις ταύτας λέξεις ἐπανέλαβε μεγαλοφώνως καὶ ὁ ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας εἰπών: «περατωθέντος ἤδη τοῦ ἔργου, διὰ τὸ ὁποῖον συνεκάλεσα τὴν Ἐθνικὴν Συνέλευσιν, κηρύττω τὴν λῆξιν αὐτῆς». Τότε αἱ Α. Α. Μ. Μ. ἀνεχώρησαν, ἡ δὲ συνεδρίασις διελύθη ἐν τῷ μέσῳ ζωηροτάτων καὶ ἐπανειλημμένων ζητωκραυγῶν. Πρὸς βεβαίωσιν τούτων ἁπάντων, συνετάχθησαν τρία ὅμοια τοῦ παρόντος πρωτοκόλλου τῆς ὀρκωμοσίας, ὑπογεγραμμένα παρὰ τῆς Α. Μ. τοῦ Βασιλέως τῆς Ἑλλάδος Ὄθωνος, παρὰ τοῦ Προέδρου, τῶν Ἀντιπροέδρων καὶ τῶν Γραμματέων τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως, παρὰ τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, παρὰ τοῦ Προέδρου καὶ τῶν μελῶν τοῦ ὑπουργικοῦ Συμβουλίου καὶ παρὰ τοῦ Προέδρου τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἐξ ὧν τὸ μὲν θέλει κατατεθῆ εἰς τὰ ἀρχεῖα τῆς ἐπὶ τοῦ Β. Οἴκου καὶ τῶν Ἐξωτερικῶν Γραμματείας τῆς Ἐπικρατείας, τὰ δὲ δύο ἕτερα θέλουν κατατεθῆ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰς τὰ ἀρχεῖα τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας διὰ νὰ παραδοθῶσι τὸ μὲν εἰς τὸ ἀρχεῖον τῆς Γερουσίας, τὸ δὲ εἰς τὸ τῆς Βουλῆς.

Ἐγένετο ἐν Ἀθήναις, τῇ 18 Μαρτίου 1844.

Οθων

Π. Νοταρᾶς, Πρόεδρος τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως.
Οἱ Ἀντιπρόεδροι.
Α. Μαυροκορδάτος, Α. Μεταξᾶ, Ι. Κωλέττης, Α. Λόντος.
Οἱ Γραμματεῖς
Α. Ν. Δρόσος, Κ. Θ. Κολοκοτρώνης, Γ. Αἰνιάν, Γ. Δοκός.

Ὁ Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Εὐβοίας ΝΕΟΦΥΤΟΣ

Ὁ Πρόεδρος καὶ τὰ μέλη τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου

Κ. ΚΑΝΑΡΗΣ, Πρόεδρος τοῦ Ὑπουργ. Συμβουλίου καὶ Γραμ. τῶν Ναυτικῶν.
Γ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ, Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας.
ΑΝΔΡ. ΛΟΝΤΟΣ, ἐπὶ τῶν Στρατιωτικῶν καὶ τῶν Ἐσωτερικῶν.
ΔΡ. ΜΑΝΣΟΛΑΣ, ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν καὶ τοῦ Β. Οἴκου καὶ τῶν Οἰκονομ.
ΛΕΩΝ ΜΕΛΑΣ, Γραμ. ἐπὶ τῆς Δικαιοσύνης, τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως».

Οὕτω δὲ κατόπιν πενταμήνου σχεδὸν ἐργασίας (8 9βρίου 1843 18 Μαρτίου 1844) ἀποπερατώσασα τὸ μέγα ὄντως ἔργον αὐτῆς ἡ Ἐθνοσυνέλευσις διελύθη τῇ 18 Μαρτίου 1844.

Τὴν ἑσπέραν δ’ ἅπασα ἡ πόλις ἐφωταγωγήθη· ἡ δὲ φρουρὰ τῶν Ἀθηνῶν ἐτέλεσε μεγαλοπρεπῆ λαμπαδοδρομίαν ὑπὸ τὰ ἀνάκτορα ζητωκραυγάζουσα ὑπὲρ τοῦ Συνταγματικοῦ Βασιλέως Ὄθωνος τοῦ Α′.

Οὕτω λοιπὸν ἐψηφίσθη καὶ ἐπεκυρώθη τὸ πολυπόθητον Σύνταγμα, ὅπερ ὅμως, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, κατέδειξε τοῖς Ἕλλησιν ὅτι ἦτο λίαν ἀπρόσφορον διὰ στόμαχον ἀσθενικόν, οἷος ἦτο ὁ τῶν Ἑλλήνων τότε, βρῶμα· διότι εὐθὺς ἀμέσως μετὰ τὰς ἐνθέρμους διαχύσεις καὶ τὰς λυρικὰς ἐξωτερικεύσεις τῶν ὡς ἐκ τῆς χαρᾶς, ἐπὶ τῇ παροχῇ τοῦ Συντάγματος, κατακλυζόντων τοὺς Ἕλληνας αἰσθημάτων, ἐπῆλθεν ἄμεσος ἡ ἀπογοήτευσις· διότι πάντες σχεδὸν οἱ πληρεξούσιοι καὶ οἱ ὅπως δήποτε πολιτικῶς ἰσχύοντες παρουσίασαν ὑπέρ τε ἑαυτῶν, τῶν οἰκείων καὶ τῶν φίλων μακροὺς ἀπαιτήσεων καταλόγους—Ρουσφέτια ἐν τοῖς μετέπειτα κληθέντας—πληρωτὰς ἐκ τοῦ δημοσίου κεντρικοῦ Ταμείου, αἱ ἐκλογαὶ καὶ τα γενόμενα αἴσχη, κατὰ τὰς ἐξελέγξεις αὐτῶν, ἡ εἰς Ἀθήνας συρροὴ πάντων τῶν βουλιμιώντων θεσιθηρῶν, αἱ καταστρατηγήσεις τοῦ νόμον, αἱ παρανομίαι καὶ αἱ ἄλλαι ἀδικίαι, ἐδημιούργησαν οἰκτροτάτην ἐν τῇ χώρᾳ κατάστασιν ἐν ᾗ ἐπὶ μακρὸν ἐκλυδωνίζετο.

Ὁ Ἄγγλος συνταγματικὸς συγγραφεὺς Φροὺδ ἰσχυρίζεται, ὅτι πάντες οἱ λαοὶ εἰσὶν ἐπιδεκτικοὶ συντάγματος καὶ ὅτι τὰ συντάγματα γίνονται διὰ τὰς χώρας καὶ οὐχὶ αἱ χῶραι διὰ τὰ συντάγματα, τοῦτο ὅμως δὲν ἀληθεύει· οὐχὶ διότι ὑφίστανται λαοὶ μὴ ἐπιδεκτικοὶ τούτων, ἀλλὰ διότι ὑπάρχουσιν ἔκτακτοι περιστάσεις ἐν τῷ βίῳ τῶν λαῶν καθιστῶσαι ἀνέφικτον τὴν τοῦ Συντάγματος ἐπιτυχίαν.

Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς λέγει ὁ κ. Κυριακίδης εἶχε πάντα τὰ προσόντα πρὸς αὐτοδιοίκησιν· φύσει φιλελεύθερος, εὐφυής, κεκτημένος εἰς μέγα βαθμὸν τὸ αἴσθημα τῆς ἀξιοπρεπείας καὶ διανοητικὴν ἀντίληψιν εὐρεῖαν ὑπῆρξε πάντοτε προωρισμένος διὰ φιλελεύθερον πολίτευμα.

Οἱ ὅροι ὅμως ὑφ’ οὓς διετέλει δὲν ἦσαν καὶ κατάλληλοι διὰ τὴν εἰσαγωγὴν τοῦ πολιτεύματος τούτου· διότι ἐν Ἑλλάδι ἐτελεῖτο βραδεῖα τις κοινωνικὴ ζύμωσις, ἥτις εἶχεν ἀνάγκην ἡσυχίας καὶ τάξεως ἵνα ἐπωφελῶς συμπληρωθῇ. Πρὸ τῆς τοιαύτης ζυμώσεως ἡ εἰσαγωγὴ Συντάγματος ἤθελε παράσχει ἐπιζημιωτάτην διεύθυνσιν εἰς τὴν κοινωνικὴν ἀνάπλασιν, καὶ τὰ ὀλέθρια ταῦτα ἀποτελέσματα ἐπήνεγκε τὸ Σύνταγμα, δυστυχῶς, ἐπὶ μακρὰν σειρὰν ἐτῶν, οὐδὲ ἀπηλλάγη μέχρι σήμερον, τὸ ἔθνος τῶν ἐπιζημίων ἐκείνων καὶ ὀλεθρίων ἀποτελεσμάτων.

Ὅτι δὲ τὸ Σύνταγμα ἐκεῖνο, καί περ ἐν πολλοῖς συντηρητικόν, οὐδαμῶς ἦτο ἀπαύγασμα τῆς τοῦ λαοῦ θελήσεως ἀλλὰ ξένον τῶν τε παλαιῶν καὶ τῶν νέων τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἐθίμων καὶ ἀπομίμησις τῶν Εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν καὶ ἔν τισιν ἀντιγραφὴ αὐτῶν, ἰδίως τοῦ Γαλλικοῦ, τοῦτο μετ’ ὀλίγον κατεδείχθη τρανῶς, ὁπότε, ἀρξαμένης τῆς λειτουργίας αὐτοῦ, οἱ πάντες—διότι πάντες ἠγωνίσθησαν ἐν τῷ ἱερῷ ἀγῶνι καὶ ὡς εἱκὸς οἱ πάντες εἶχον δικαίωμα ἀποζημιώσεων καὶ ἀξιωμάτων ἐν τῇ πολιτείᾳ—ἐζήτουν θέσεις καὶ χρηματικὰ ἐντάλματα καὶ περιεκύκλουν τὰ γραφεῖα καὶ τοὺς προθαλάμους τῶν ὑπουργῶν καὶ συνηλλάσσοντο ἐλευθέρως τὰς ψήφους, ὡς ἐν κοινῷ τινι χρηματιστηρίῳ.

Τὰ καταλύματα τῶν πληρεξουσίων, τὰ γραφεῖα τῶν ὑπουργῶν, τὸ κατάστημα τῆς συνελεύσεως ἐπληροῦντο ἀγωνιστῶν, ὀρφανῶν καὶ χηρῶν τοῦ ἐνδόξου ἀγῶνος. Χωλοί, ἀνάπηροι καὶ ἐν γένει, οἱ τοῦ ἀγῶνος ἐπιζῶντες τραυματίαι ἐπιδεικνυόμενοι τὰ ἑαυτῶν τραύματα, μετὰ δακρύων ἐπῄτουν, δίκην ἐπαιτῶν, ἄρτον. Συνετρίβετό τις ὅλως τὴν καρδίαν βλέπων τὸ οἰκτρὸν ἐκεῖνο θέαμα. Δυστυχῶς αἱ ἀπαιτήσεις τῶν πληρεξουσίων καὶ τῶν ὀπαδῶν αὐτῶν ἦσαν, ὡς τὸ πολὺ, ἄδικοι καὶ κακοήθεις· διότι ἀπῄτουν ἀπολύσεις καθειργμένων, κακούργων, χάριτας καὶ ἀμνηστίας ὑπὲρ ἀρχιλῃστῶν καὶ τῶν συμμοριτῶν αὐτῶν, ὡς θέλομεν ἰδῇ ἐν τοῖς μετὰ ταῦτα.

Τὸ πρὸ τοῦ Συντάγματος Ὑπουργεῖον, ὡς εἴπομεν, ἀπετελεῖτο ἐκ τῶν Κ. Κανάρη πρωθυπουργοῦ, τοῦ Δ. Μανσόλα, τοῦ Α. Λόντου καὶ τοῦ Ι. Μελᾶ. Μετὰ τὴν λῆξιν ὅμως τῆς ἐθνοσυνελεύσεως ἐπεβάλλετο, φυσικῷ τῷ λόγῳ, ὁ σχηματισμὸς νέου συνταγματικοῦ ὑπουργείου, ὅπερ νὰ ἐκτελέσῃ τὰς πρώτας βουλευτικὰς ἐκλογάς. Ἐφ’ ᾧ καὶ ὁ Ὄθων προσεκάλεσε τοὺς δύο τέως ἀντιπροέδρους τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως: τὸν Μαυροκορδάτον καὶ τὸν Κωλέττην, ἵνα ἀπὸ κοινοῦ συνεννοούμενοι σχηματίσωσι τὸ νέον ὑπουργεῖον· ἀλλ’ ὅμως παρὰ τὰς ἐπανειλημμένας αὐτῶν περὶ τούτου συνδιασκέψεις εἰς οὐδὲν κατέληξαν ἀποτέλεσμα· διότι ὁ μὲν Κωλέττης καίπερ παρέχων τῷ Μαυροκορδάτῳ τὴν πρωθυπουργίαν, ἐπεζήτει ὅμως τὴν ἐξ ἴσου διανομὴν τῶν ὑπουργικῶν χαρτοφυλακίων τοῖς ἐκ τοῦ κόμματος αὐτῶν, ὅπερ καὶ ὀρθὸν καὶ δίκαιον ἦτο· ἀλλ’ ὁ Μαυροκορδάτος, ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας, ἠρνεῖτο νὰ συνεργασθῇ μετ’ ἀνδρῶν, οὓς ἠγνόει, ἐξ οὗ, ἐπελθούσης διαφωνίας μεταξὺ αὐτῶν, ἀμφότεροι κατέθηκαν τῷ βασιλεῖ τὴν ἣν ἀνέλαβον ἐντολήν.

Τότε προσεκλήθη ὁ Λόντος, ἀλλὰ καὶ οὗτος ἠρνήθη, ὑποδείξας τὸν Μαυροκορδάτον, ὡς τὸν καταλληλότατον πάντων. Ὁ Κωλέττης συνεβούλευσε τότε τὸν Μαυροκορδάτον νὰ σχηματίσῃ μόνος μετὰ τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ ὑπουργεῖον, ὑποσχόμενος ὅτι δὲν θέλει ἀντιπράξει αὐτῷ, ἐπείσθη δ’ εἰς τοῦτο ἰδίᾳ, ἐκ τῶν προτροπῶν τοῦ πρέσβεως τῆς Γαλλίας Πισκατόρυ, ὑποδεικνύοντος, ὅτι οὐδὲν κώλυμα ἤθελε παρεμβάλει αὐτῷ ἡ Γαλλία καὶ τοῦ Κωλέττου ἀποσχόντος.

Οὕτω λοιπὸν τῇ 30 Μαρτίου ἐσχηματίσθη τὸ πρῶτον συνταγματικὸν ὑπουργεῖον συγκροτηθὲν ὑπὸ τοῦ Μαυροκορδάτου ὡς πρωθυπουργοῦ, ὑπουργοῦ τῶν Οἰκονομικῶν καὶ προσωρινῶς τῶν Ναυτικῶν, τοῦ Ἀν. Λόντου ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν, τοῦ Α. Χ. Λόντου τοῦ καὶ Λοντίδου καλουμένου, πρὸς διάκρισιν, ἐπὶ τῆς Δικαιοσύνης, τοῦ Π. Ροδίου ἐπὶ τῶν Στρατιωτικῶν καὶ τοῦ Σ. Τρικούπη ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν καὶ Ἐκκλησιαστικῶν καὶ εἶτα, παυθέντος τοῦ Λοντίδου τῇ 27 Ἰουλίου, καὶ τῆς δικαιοσύνης.

Τὸν σχηματισμὸν τοῦ Ὑπουργείου τούτου περιέμενον οἱ πάντες ἀνυπομόνως, ἵνα πληρώσωσι τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν, διοριζόμενοι ὁ μὲν ἐν ταύτῃ ὁ δὲ ἐν ἐκείνῃ τῇ θέσει, κατὰ τὰ ὑπὸ τοῦ συντάγματος διαγραφόμενα, κατὰ τὸ περὶ αὐτοχθόνων ψήφισμα· διότι διὰ τοῦ σχηματισμοῦ τούτου περιεμένοντο νὰ γίνωσιν αἱ ἐκλογαὶ τῶν βουλευτῶν, τῶν ἰσοβίων γερουσιαστῶν οἱ διορισμοὶ καὶ ἡ κλήρωσις των ἄλλων τοῦ Κράτους λειτουργιῶν.

Οἱ τοῦ ρωσικοῦ ὅμως κόμματος δυσμενῶς ἔβλεπον τὸν καταρτισμὸν τοῦ ὑπὸ τῆς Ἀγγλικῆς πολιτικῆς ὑποστηριζομένου νέου ὑπουργείου. Ἐφ’ ᾧ καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Α. Μεταξᾶ ἤρξατο ἀμέσως σφοδροτάτη ἀντιπολίτευσις, ἀφορμὴν ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος, μὴ λυθέντος κατ’ εὐχὴν ὑπὸ τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως, λαβόντος.

Τὸ ἐκκλησιαστικὸν τοῦτο ζήτημα ἐπὶ τοσοῦτον ἐφανάτισε τὰ κόμματα, ὥστε ἡ ἱστορία οὐδὲ σήμερον ἔτι δὲν δύναται νὰ εἴπῃ τὴν τελευταίαν αὐτῆς λέξιν ἐπ’ αὐτοῦ. Τίνος ἕνεκα λόγου οἱ ὑπέροχοι ἐκεῖνοι πολιτικοὶ ἄνδρες παρέσχον τοσαύτην σημασίαν εἰς μίαν αἴτησιν ἀναγνωρίσεως, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι εἰσέτι μυστήριον. Τινὲς εἶπον, ὅτι οἱ ἀντίθετοι ἐπεζήτουν τὴν ἀπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξάρτησιν καὶ ὅτι οἱ τῆς ἀγγλικῆς μερίδος ἐφοβοῦντο τὴν διὰ Τῶν ἀρχιερέων, ἐπέμβασιν τῆς Τουρκικῆς Κυβερνήσεως εἰς τὰ ἐσωτερικὰ τῆς Ἑλλάδος.

Ἀλλὰ τὸ τοιοῦτον δὲν ἔχεται οὐδαμῶς ὑποστάσεως καὶ εἶναι τρόπον τινὰ προσβλητικὸν διὰ τὸν ἑλληνικὸν κλῆρον, ὅστις καὶ συνηγωνίσθη ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ οὐδέποτε ἐπαύσατο ἀγωνιζόμενος τὸν ἐθνικὸν ἀγῶνα. Ἡμεῖς μάλιστα δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν μετὰ βεβαιότητος, ὅτι τὸ ἐναντίον ἀποτέλεσμα θὰ ἐπήρχετο· διότι οὕτως ἡ Ἑλλὰς ἤθελεν ἔχει ἀφορμὰς ἀμεσωτέρας ἀναμίξεως εἰς τὰ τῆς Τουρκίας.

Τὴν ἐξάρτησιν ὅμως ταύτην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τῶν Πατριαρχείων οὐδεὶς ἐπεζήτει καὶ πάντες ἤθελον τὴν ἀνεξαρτησίαν αὐτῆς. Ἡ δὲ αἴτησις ἀναγνωρίσεως δὲν ἀπετέλει ἐξάρτησιν· διότι ἢ οὕτως ἢ ἄλλως θὰ ἐκηρύσσετο αὐτοκέφαλος ἡ Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία καὶ θὰ ἐκυβερνᾶτο ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Συνόδου, τοῦθ’ ὅπερ καὶ ἐγένετο. Εἶναι περίεργος λοιπὸν ἡ ἐπιμονὴ τῆς μερίδος ταύτης, ἥτις ἑκουσίως παρέσχε τοῖς ἀντιπολιτευομένοις τὰ σπουδαιότερα ἐπιχειρήματα πρὸς καταπολέμησιν ἑαυτῆς.

Ἐπὶ τοσοῦτον δὲ τὰ πάθη εἶχον ἐξαφθῆ, ὥστε αἱ ἀναιδέστεραι συκοφαντίαι ἐξετοξεύοντο κατ’ ἀλλήλων καὶ τὸ δημόσιον φρόνημα ἐπεσκοτίζετο καὶ παρεπλανᾶτο ὑπὸ τῶν ἀβασιμωτέρων κατηγοριῶν, τοῦθ’ ὅπερ ἔβλαψε τὰ μέγιστα τὴν ἀγγλικὴν μερίδα· διὸ καὶ οὐδέποτε αὕτη σπουδαίως ἐπεκράτησε, στερουμένη ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πλειονοψηφίας, καίπερ ἀγομένη ὑπὸ διαπρεπῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν, τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ τοῦ Σπ. Τρικούπη, οἵτινες ἐκ καλῆς πίστεως καὶ ἁγνῆς προθέσεως, ἐπίστευσαν ταῖς ὑποσχέσεσι τῆς Ἀγγλίας καὶ μέχρι τινὸς ἐφρόνουν, ὅτι ὑπὸ ταύτης ὁ Ἑλληνισμὸς βοηθούμενος ἤθελε καταλάβει τὴν ἐμπρέπουσαν αὐτῷ θέσιν.

Ὁ Ἑλληνικὸς ὅμως λαός, ὡς ἐκ προαισθήματός τινος ἐμφύτου, ἀπεστρέφετο, κατὰ βάθος, τὴν δύναμιν ταύτην καὶ ὅτε αὕτη ἐφαίνετο εὐμενής, καὶ ὅτε ἀκολούθως, ἐξ ἀνάγκης, ἐδώρησε τῇ Ἑλλάδι τὰς Ἰονίους νήσους.

Ἡ ἀγγλικὴ ὑποκρισία, χρωμένη πάσαις ταῖς διπλωματίαις ἀσυνειδήτου καὶ ἥκιστα ἐντίμου, ἐξηπάτησε τοὺς ἑκάστοτε Ἕλληνας πολιτικοὺς ἐκ τῶν διαπρεπεστάτων, μετὰ λύπης ἀνομολογησάντων ἀκολούθως τὴν πλάνην αὐτῶν.

Τὸ ρωσικὸν δ’ ἀφ’ ἑτέρου κόμμα ἵδρυσε διὰ τοῦ Ρήγα Παλαμήδη καὶ τοῦ Κ. Ζωγράφου μυστικὴν δημοκρατικὴν ἑταιρείαν, ἧς τὸ ἔμβλημα ἦτο: «ἐθνικότης, ὀρθοδοξία, ἀνεξαρτησία, πάσης ἐξωτερικῆς ἐπηρείας», διένειμε προκηρύξεις, ἐξηρέθισε πάντας τοὺς δυσηρεστημένους καὶ, ἐν γένει, τὰ πάντα ἔπραττε πρὸς ἐκφόβισιν τοῦ βασιλέως καὶ ἀνατροπὴν τοῦ νέου ὑπουργείου.

Μόνον ὁ τῆς γαλλικῆς μερίδος Κωλέττης ἐφαίνετο ἀπρακτῶν καὶ ἀναμένων τὰ ἀποβησόμενα· διότι καὶ ὁ πρεσβευτὴς τῆς Γαλλίας

Ἀλεξ. Μαυροκορδάτος
ἐτήρει ἔτι τὴν δοθεῖσαν ὑπόσχεσιν περὶ ὑποστηρίξεως τοῦ Μαυροκορδάτου.

Πρὸς ἔνδειξιν μάλιστα τῆς ἠθικῆς ταύτης ὑποστηρίξεως, ἡ γαλλικὴ Κυβέρνησις ἀπέστειλε, κατὰ Μάϊον, τὸ παράσημον τῆς λεγεῶνος τῆς τιμῆς οὗ μόνον πρὸς τὸν Καλλέργην, ἀλλά καὶ πρὸς τὸν ὑπουργὸν Λόντον.

Ἐν τούτοις τὰ ἐκ τῶν ἐπαρχιῶν καταφθάνοντα ἀγγέλματα ἦσαν ἐκτάκτως δυσάρεστα τῷ ὑπουργείῳ· διότι ὁ μὲν Ρήγας Παλαμήδης προεκάλει πομπώδεις ὑπὲρ ἑαυτοῦ ὑποδοχὰς ἐν Τριπόλει καὶ ἀλλαχοῦ· ὁ δὲ Ζωγράφος συμμαχῶν μετὰ τῶν πατέρων τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου περιήρχετο τὴν δοτικὴν Πελοπόννησον· τὰ κόμματα ἐν Μεσσηνίᾳ ἐλάμβανον ἔνοπλον στάσιν καὶ ὁ Θεόδωρος Γρίβας ἐν τῇ Στερεᾷ περιώδευεν ἀπὸ χωρίου εἰς χωρίον μετ’ ἐνόπλων ὀπαδῶν, ἔχων ἀφορμὰς κατὰ τοῦ Ὄθωνος ὡς δῆθεν παρηγκωνισμένος.

Περὶ τὸν Μάϊον μεσοῦντα ἀνηγγέλθη πρὸς τὴν Κυβέρνησιν, ὅτι ἐν Τζίμοβᾳ εἶχον συναχθῆ δισχίλιοι ὀπαδοὶ τοῦ Μαυρομιχάλη, τοῦ Τζαννετάκη καὶ τοῦ Πιεράκου καὶ ὅτι ἐπέκειτο δεινὴ σύγκρουσις. Ἡ Κυβέρνησις θορυβηθεῖσα ἐπὶ τούτῳ, ἐν τάχει ἀπέστειλε, διὰ τοῦ βασιλικοῦ ἀτμοπλοίου «Ὄθωνος» τὸν Κίτσον Τζαβέλλαν, ἵνα εἰρηνεύσῃ αὐτούς, ἀλλ’ ὅμως εὐτυχῶς πρὶν ἢ φθάσῃ οὗτος, ἐπετεύχθη ἀναίμακτος ἡ διάλυσις τῶν ὁπλοφόρων ὑπὸ τῶν ἐπιτοπίων ἀρχῶν.

Τῆς στάσεως ταύτης σπουδαιοτέρα ἦτο ἡ τοῦ Θ. Γρίβα, οὗτος, ὡς εἴπομεν, καὶ ἐν τῇ Ἐθνοσυνελεύσει εἶχεν ἐπιδείξει ἀντιδυναστικὰ φρονήματα καὶ εἶτα ἀναχωρήσας ἐξ Ἀθηνῶν προπαρεσκεύαζε κατά τε τῆς Κυβερνήσεως καὶ τοῦ Βασιλέως στάσιν. Ἡ Κυβέρνησις μαθοῦσα, ὅτι οὗτος περιέρχεται, μετ’ ἐνόπλων ἀνδρῶν, ἐν Ἀκαρνανίᾳ, προσεκάλεσεν αὐτὸν νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Ἀθήνας, ἀλλ’ ἐκεῖνος ἀρνηθεὶς ὠχυρώθη, μετὰ 2,000 ἀνδρῶν, ἐν Ἀβαρίκῳ.

Ἡ Κυβέρνησις φοβηθεῖσα ἄτε μαθοῦσα, ὅτι οἱ περὶ τὸν Γρίβαν ἀνήρχοντο εἰς πολλὰς χιλιάδας καὶ ὅτι τάγματα Τουρκαλβανῶν ὑπὸ τὸν Ἀχμὲτ-Ντῖνον θὰ εἰσέλαυνον ἀπὸ τοῦ τουρκικοῦ ἐδάφους ἐπίκουρα τῶν στασιαστῶν, ἐξέπεμψε καὶ πάλιν τὸν Κίτσον Τζαβέλλαν, ἀλλὰ τούτου πολιορκοῦντος τὸν Γρίβαν ἐν Ἀβαρίκῳ, ἐν Ἀθήναις εἶχεν ἀποφασισθῆ ἀναίμακτος ἡ λύσις τῆς στάσεως. Ὁ πρεσβευτὴς τῆς Γαλλίας Πισκατόρυ παρέσχε τὸ ὑπὸ τὰς διαταγὰς αὐτοῦ ἀτμόπλοιον «Ὁ Παπῖνος»,[7] ἵνα μεταβὰν παραλάβῃ τὸν Γρίβαν καὶ φέρῃ εἰς Ἀθήνας, ὅπερ καὶ ἐγένετο, ἀλλ’ ὅμως προσηνέχθη δολίως· διότι παρέλαβε μὲν τὸν Γρίβαν ἀλλ’ ὑπὸ τὴν πρόφασιν, ὅτι ἐζήτησεν οὗτος τὴν γαλλικὴν προστασίαν, μετεβίβασεν ἐν Πειραιεῖ ἐπὶ ἑτέρου γαλλικοῦ ἀτμοπλοίου καὶ ἀπέστειλεν εἰς Ἀλεξάνδρειαν, ἔνθα οἱ ὁμογενεῖς ὑπεδέξαντο αὐτὸν πανηγυρικῶς.

Τούτων δὲ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γινομένων, ἡ Κυβέρνησις, τῇ 19ῃ Ἰουνίου, ἠμνήστευε τοὺς συμμετασχόντας τῶν κατὰ Μάϊον καὶ Ἰούνιον στάσεων, ἐξαιρουμένων τῶν ἀρχηγῶν τῶν στάσεων Θεοδώρου Γρίβα, Γεωργίου Πρωτοπαπᾶ, Δημητρίου Ταρκατζίκα, Νικολάου Τσέλιου, Κωστούλα Χασάπη, Κωνσταντίνου Κολοκύθα, Σπύρου Μακρυστάθη καὶ Κώστα Καραγεωργάκη, κατηγορουμένων καὶ δι’ ἄλλα κοινὰ ἐγκλήματα.

Πλὴν ἀλλ’ ὅμως καὶ ἐν Ἀθήναις δὲν ἐπεκράτει πλήρης ἡσυχία· διότι κατὰ τὰς προκηρυχθείσας βουλευτικὰς ἐκλογὰς ὑποψήφιοι ἐν τῇ πρωτευούσῃ, κατὰ τὸ περὶ ἐκλογῶν διάταγμα τῆς 15ης Ἰουνίου 1844, ἦσαν ὁ Καλλέργης, ὁ ἥρως τῆς Γ′ Σεπτεμβρίου 1843, καθ’ οὗ ἐστράφησαν οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, ὁ Ι. Κωλέττης, ὁ Ι. Μακρυγιάννης, ὁ Α. Μεταξᾶς, ὁ Δ. Καλλιφρονᾶς καί τινες ἄλλοι· ἤρξαντο λοιπὸν νὰ συναθροίζωνται ἐν τῇ πρωτευούσῃ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Κωλέττη ἀποτελούμενοι ἐκ παλληκαρίων, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, πολεμιστῶν τοῦ Ἀγῶνος, οἵτινες ἔνοπλοι περιφερόμενοι ἐν ταῖς ὁδοῖς ἀναφανδὸν κατὰ τοῦ ὑπουργείου κατεκραύγαζον.

Ἀφ’ ἑτέρου δὲ αἱ σχέσεις τῆς Κυβερνήσεως πρὸς τὴν Γαλλικὴν πρεσβείαν ἔπαυσαν νὰ ὦσι λίαν φιλικαί, ὡς ἐκ τοῦ ἐπεισοδίου τοῦ Γρίβα, διακηρυττούσης, ὅτι ἐξηπατήθη ὑπὸ τοῦ Πισκατόρυ, κατὰ τὴν ἀποστολὴν τοῦ «Παπίνου», ὁ δὲ Κωλέττης ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον προσέκλινε πρὸς τὴν ἀντιπολίτευσιν.

Ἡ ὑπὸ τὸν Μεταξᾶν ἀντιπολίτευσις τότε θεωρήσασα πρόσφορον τὴν στιγμὴν προέβη καὶ ἐν αὐτῇ τῇ πρωτευούσῃ εἰς πραξικόπημα· οὕτω δὲ τῇ 1ῃ Ἰουνίου ἔνοπλα στίφη περιερχόμενα τὰς ἀγυιὰς ἐκραύγαζον κατὰ τοῦ ὑπουργείου, ἐπιζητοῦντα τὴν πτῶσιν αὐτοῦ. Εὐτυχῶς ἡ ἀστυνομία κατώρθωσε τὴν διάλυσιν τῶν ταραξιῶν, ἀλλ’ ὅμως ἡ ἐν γένει ὄψις τῆς πόλεως ἐξηκολούθει νὰ εἶναι πολεμικὴ καὶ νὰ ἐμπνέῃ τοῖς ὁρθοφρονοῦσιν ἀνησυχίας. Τοῦτ’ αὐτὸ συνέβη καὶ μετά τινας ἡμέρας (11 Ἰουνίου) πάλιν ἐν Ἀθήναις, καθ’ ἣν παλληκάρια τῆς Ἠπείρου, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας καὶ ἄλλων μερῶν, ὀπαδοὶ ἅπαντες τοῦ Κωλέττη, διὰ διαδηλώσεων καὶ ἀπειλῶν θανάτου τῷ Μαυροκορδάτῳ καὶ τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ, ὡς δῆθεν ἐπιβουλευομένων τὸ Σύνταγμα καὶ ἐλευθεριαζόντων περὶ τὰ τῆς θρησκείας καὶ προδιδόντων ἐν γένει πατρίδα καὶ θρησκείαν τοῖς Ἄγγλοις, ἐζήτουν νὰ ἐξεγείρωσι τὸν λαὸν ἐν ταῖς ἀρξαμέναις ἐκλογαῖς, αἵτινες ἐν μὲν ταῖς ἐπαρχίαις ἐνηργοῦντο ἤδη ἐν δὲ τῇ πρωτευούσῃ εἶχον μὲν προσδιορισθῇ διὰ τὴν 27ην Ἰουλίου, ἀλλ’ ἀνεβλήθησαν, ὡς ἐκ τῶν ταραχῶν διὰ τὴν 30ὴν τοῦ αὐτοῦ καὶ μόλις ἐγένοντο τὴν 3ην Αὐγούστου.

Ἀλλ’ ὅμως δύναταί τις νὰ ἐρωτήσῃ πόθεν ἐπήγαζεν ἡ κατὰ τῆς κυβερνήσεως Μαυροκορδάτου ουστηματικὴ αὕτη καὶ σφοδρὰ ἀντιπολίτευσις τῆς κατόπιν ἐν ταῖς ἐκλογαῖς μετὰ καταπληκτικῆς πλειονοψηφίας νικησάσης ἀντιπολιτεύσεως; Μήπως τὸ ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα δὲν εἶχε ἀπὸ πολλοῦ γεννηθῆ καὶ δὲν ἀπέρρεεν ἐκ τοῦ ὑπουργείου τῆς 30ῆς Μαρτίου, καίπερ τῶν μελῶν αὐτοῦ ἐκ τῶν ὁμοφρονούντων τῷ Φαρμακίδῃ ὄντων; Τινὲς λέγουσιν, ὅτι αἴτιον τῆς σφοδρᾶς ταύτης καταφορᾶς ἦτο, ὅτι ἐν ᾧ αἱ ἀποσταλεῖσαι εἰς τὰς διοικητικὰς ἀρχὰς ὁδηγίαι περὶ τῶν ἐκλογῶν ἐπέτασσον δῆθεν ἀμεροληψίαν καὶ περιφρούρησιν τοῦ δικαιώματος τοῦ ἐκλογέως, τοὐναντίον ἡ Κυβέρνησις κατεπενέβαινε φατριαστικώτατα ἐν ταῖς ἐκλογαῖς ζητοῦσα τὴν νίκην. Καὶ ἐν τῷ διορισμῷ δὲ τῶν γερουσιαστῶν, γενομένῳ τῇ 16ῃ Ἰουνίου, καίπερ οὐδεμίαν ἔδειξεν ἀποκλειστικότητα ἐπεκρίθη σπουδαίως· διότι οἱ γερουσιασταὶ πρὸ μὲν τοῦ διορισμοῦ αὐτῶν πάντα λίθον ἐκίνουν, ὅπως διορισθῶσιν ὑποσκελίζοντες τοῦτον ἢ ἐκεῖνον, διορισθέντες δέ, ἅτε ἰσόβιοι ἐμάχοντο ἐπ’ ὠφελείᾳ ἑαυτῶν καὶ τῶν οἰκείων ρέποντες μᾶλλον πρὸς τοὺς περὶ τὸν βασιλέα, ὅστις ἐζήτει νὰ καταστρατηγῇ τὸ Σύνταγμα διὰ τοῦ Συντάγματος. Διωρίσθησαν δὲ οἱ ἑξῆς τριάκοντα καὶ ἓξ γερουσιασταί: Γεώργιος Αἰνιάν, Γεώργιος Ἀντωνόπουλος, Βασίλειος Βουδούρης, Χρῆστος Βλάσης, Παναγιώτης Γιατράκος, Ἀθανάσιος Γρηγοριάδης, Ἀναγνώστης Δηλιγιάννης, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, Λάζαρος Κουντουριώτης, Γεώργιος Κουντουριώτης, Χριστόδουλος Κλονάρης, Ἰωάννης Θ. Κολοκοτρώνης, Σπυρίδων Καλογερόπουλος, Ἀναστάσιος Λοιδωρίκης, Ἀναστάσιος Λόντος, Λυκοῦργος Λογοθέτης, Πέτρος Μαυρομιχάλης, Τάτζης Μαγκίνας, Ἰωάννης Μέξης, Κωνσταντῖνος Βότσαρης, Ἀναγνώστης Μοναρχίδης, Πανοῦτσος Νοταρᾶς, Λάμπρος Νάκος, Διαμαντῆς Ὀλύμπιος, Χαράλαμπος Παπαπολίτης, Ἰάκωβος Παξιμάδης, Νικόλαος Πονηρόπουλος, Σπυρίδων Παπαλεξόπουλος, Νικόλαος Πρασακάκης, Νικόλαος Ρενιέρης, Σπυρίδων Τρικούπης, Ριχάρδος Τζούρτς, Βασίλειος Χριστακόπουλος, Ἀνδρέας Χατζῆ-Ἀναργύρου, Νικόλαος Χρυσόγελως καὶ Γεώργιος Ψύλλας.[8]

Ἐν τούτοις αἰ κατακραυγαὶ κατὰ τοῦ Μαυροκορδάτου ἐξηκολούθουν ἕως οὗ ἐπήνεγκον τὴν πτῶσιν αὐτοῦ, τῇ 6 Αὐγούστου· κατεβόων δὲ κατ’ αὐτοῦ ὡς λίαν ἀγγλίζοντος καίπερ ὁλιγώτερον τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ, καὶ ὡς ἐλευθεριάζοντος περὶ τὴν θρησκείαν· ὡς εἶναι δὲ γνωστόν, ἡ κατὰ τὸ 1833 κηρυχθεῖσα ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν Πατριαρχείων διὰ τοῦ πρώτου βασιλικοῦ Ὑπουργείου, οὗ καὶ αὐτὸς συμμετεῖχεν, ἐγένετο παρὰ τὴν ἔγκρισιν αὐτοῦ καὶ βραδύτερον ἐν ἔτει 1848, προθυπουργοῦντος τοῦ Γ. Κουντουριώτου καὶ ζητηθείσης τῆς γνώμης αὐτοῦ περὶ κινήματος τινος κατὰ τῆς Τουρκίας, αὐτὸς δι’ ὑπομνήματος ἀπήντησεν «ἢ Ρωσικὸν πόλεμον κατὰ τῆς Τουρκίας ἢ ἐπανάστασιν τῆς Σλαυϊκῆς φυλῆς, ὑποβοηθούσης τῆς Ρωσίας» τοῦθ’ ὅπερ δείκνυσιν ὅτι δὲν ἦτο τοσοῦτον φίλαγγλος ὅσον κατηγοροῦσιν αὐτοῦ, οὐδὲ ὑπέρμαχος τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς λέγει παρακατιών: «ἠμελήσαμεν τὴν μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀδελφικὴν συνενόησιν τῆς ἀνεξαρτήτου Συνόδου τῆς Ἑλλάδος, ἥτις ἐνῷ δὲν ἤθελε φέρει καμμίαν προσβολὴν εἰς τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, δὲν ἤθελεν ἀφήσει ἀνοικτὸν τὸ στάδιον εἰς τὴν πολιτικὴν ραδιουργίαν, ἥτις ἐκ συστήματος προσπαθεῖ νὰ πείσῃ τοὺς ἁπλουστέρους τῶν ὁμοφίλων ἡμῶν ὅτι εἰσέφρησε σχίσμα θρησκευτικὸν μεταξὺ ὑμῶν καὶ αὐτῶν.»

Δυστυχῶς ὅμως τὸ κόμμα αὐτοῦ ἦτο ἀχαλινώτως φιλαγγλικὸν καὶ ἐπειδὴ αὐτοὶ ἦσαν οἱ αὐτοδικαίως τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ζητήσαντες, αὐτῷ ἀπεδόθη ἡ κατάκρισις τῶν ἀντιπολιτευομένων.

Εἶναι δὲ βέβαιον, ὅτι ἐὰν ὁ Μαυροκορδάτος ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις ζητήμασι περιέστελλε τὸ κόμμα αὐτοῦ, βεβαίως ἐπὶ πλειότερον χρόνον θὰ διετηρεῖτο ἐν τῇ ἐξουσίᾳ καὶ μείζονα δύναμιν ἤθελεν ἐξασκήσει ἐπὶ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.

Τότε δὲ καὶ θὰ ἠδύνατο νὰ ἐφαρμόσῃ ἀνέτως τὸ ἐσωτερικὸν αὐτοῦ πρόγραμμα, ὅπερ ὁμολογουμένως ἦτο τὸ ἄριστον· διότι ἦτο ὁ μόνος, ὅστις ἠδύνατο νὰ εἰσαγάγῃ τὴν πιστὴν διοίκησιν τῆς χώρας, τὴν ἀπροσωπόληπτον δικαιοσύνην, τὴν εὐνομίαν καὶ τὴν τάξιν· διότι μεθ’ ὅλα τὰ κατηγορηθέντα αὐτῷ ὡς φατριαστικῶς ἐνεργήσαντι τὰς ἐκλογάς, δύναταί τις νὰ εἴπῃ ἀσφαλῶς, ὅτι οὐδέποτε ἴσως, ἄλλοτε ἐκλογαὶ ἐνεργήθησαν μετὰ μείζονος ἐλευθερίας καὶ ἀμεροληψίας, ἄνευ συναλλαγῶν καὶ ὑποσχέσεων, ὡς ἐπ’ αὐτοῦ.

Ἀλλ’ ὡς εἴπομεν, τὴν μεγίστην ζημίαν τῷ Μαυροκορδάτῳ προὐξένησαν οἱ ὀπαδοὶ καὶ φίλοι αὐτοῦ· οὗτοι ἐνεπνέοντο ἐξ ἄκρου τινὸς φιλαγγλισμοῦ καὶ τυφλοῦ κατὰ τῆς Ρωσίας μίσους, ὅπερ ἐπὶ μᾶλλον καθίστα σφοδρότερον ὁ κομματικὸς ἀνταγωνισμὸς, πᾶσαι δ’ αὐτῶν αἱ πράξεις καὶ οἱ λόγοι ἀπεδίδοντο εἰς τὸν ἀρχηγὸν οὗ ἡ δημοτικότης ὁσημέραι θανάσιμα ὑφίστατο τραύματα.

Φαίνεται δ’ ὅτι κακός τις δαίμων διεῖπε τὰ τῆς Ἑλλάδος· διότι ὁ μοναδικὸς ἐκεῖνος ἀνὴρ ὁ κεκτημένος τὴν ἱκανότητα καὶ τὴν δύναμιν νὰ θέσῃ ἑδραῖον θεμέλιον ἐν τῇ διοικήσει τοῦ Κράτους, νὰ ἐπιβάλῃ ἀναγκαιοτάτας μεταρρυθμίσεις, νὰ ἐκτελέσῃ ἔργα εἰρήνης καὶ ἀναγεννήσεως ἀναπτύσσων τὴν συγκοινωνίαν, διὰ κατασκευῆς ὁδῶν, ἐμψυχῶν τὴν νηπιάζουσαν βιομηχανίαν, ὑποβοηθῶν τὴν γεωργίαν, τὴν ναυτιλίαν καὶ τὸ ἐμπόριον, εἰσάγων τὴν ἐνάρετον διαχείρισιν, τὴν συνετὴν καὶ ἀφατρίαστον διοίκησιν, τὴν εὔτακτον καὶ κανονικὴν λειτουργίαν συνετοῦ Συντάγματος, ἐκάμπτετο, λέγει ὁ συγγραφεὺς τῆς Ἱστορίας τοῦ συγχρόνου ἑλληνισμοῦ, ὑπὸ τὸ βάρος τῶν σφαλμάτων τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ, ἐζημιοῦτο ἐν τῇ δημοσίᾳ γνώμῃ διὰ τῶν περὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος οὐτοπιῶν αὐτῶν καὶ ἀπεμακρύνετο τῆς ἐξουσίας παρὰ Βασιλέως φιλυπόπτου, νομίζοντος αὐτὸν πειθήνιον τῶν Ἄγγλων ὄργανον καὶ ἐχθρὸν τῆς δυναστείας αὐτοῦ, παρὰ τὰ δείγματα τῆς νομιμότητος, τῆς μετριοφροσύνης καὶ τῆς συντηρητικότητος, ἅπερ παρέσχε πολλάκις τῷ θρόνῳ.

Ἡ αὐτὴ πάντοτε τύχη κατεδίωκε τὸν Μαυροκορδάτον· τὸ αὐτὸ συνέβη ὅτε, ἅμα τῇ ἐγκαταστάσει τῆς βασιλείας, ἐκλήθη εἰς τὴν πρωθυπουργίαν πρὸς διαδοχὴν τοῦ Σπυρίδωνος Τρικούπη· τὸ αὐτὸ κατὰ τὴν ἑνὸς καὶ ἡμίσεως μηνὸς πρωθυπουργίαν τοῦ 1841· τὸ αὐτὸ νῦν, τὸ αὐτὸ δὲ καὶ μετὰ ταῦτα, τῷ 1854, ὅτε διὰ τελευταίαν ἐκείνην φοράν, ἐκλήθη πρωθυπουργός, κατὰ τὰς δυσχερεῖς καὶ κρισίμους περιστάσεις τῆς πατρίδος.

Εἰς μάτην ὁ Μαυροκορδάτος εἰργάζετο ὑπὲρ τῆς ἐλευθέρας διεξαγωγῆς τῶν τὴν Ἑλλάδα ὁλόκληρον διαφλεγουσῶν βουλευτικῶν ἐκλογῶν.

Οἱ ἀντιπολιτευόμενοι μυθώδεις ἔπλαττον κυβερνητικὰς ἐπεμβάσεις, προεκάλουν ταραχὰς καὶ ὀχλαγωγίας, διέδιδον τὰς μᾶλλον ἀνησυχητικὰς καὶ ψευδεῖς φήμας, διενήργουν ἀναφορὰς ἐκ τῶν ἐπαρχιῶν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ δι’ ὅλων τῶν ἀθεμίτων μέσων παρεσκεύαζον τὴν πτῶσιν τῆς κυβερνήσεως.

Ἀλλ’ ὅμως τὸ ἐπελθὸν ἀποτέλεσμα τῶν ἐκλογῶν, ἔδειξεν ἡλίου φαεινότερον, ὅτι αἱ περὶ κυβερνητικῶν ἐν αὐταῖς ἐπεμβάσεων κατηγορίαι τῶν ἀντιπολιτευομένων ἦσαν ψευδέσταται· διότι ἡ Κυβέρνησις ἐξῆλθεν ἡττημένη ἐκ τοῦ φανατικοῦ ἐκλογικοῦ ἀγῶνος

Αὐτὸς δὲ ὁ Μαυροκορδάτος καίτοι ἐξελέγη ὑπὸ τριῶν ἐκλογικῶν περιφερειῶν καὶ τοῦ Πανεπιστημίου ἀπέτυχεν ἐν Μεσολογγίῳ, πρὸς ὃ διὰ μακρᾶς συνεδέετο ἐνδόξου, κατὰ τὸν ἱερὸν ἀγῶνα, ἱστορίας! ἔγκριτοι δὲ ὀπαδοὶ αὐτοῦ ἢ παντελῶς ἀπεκλείσθησαν ἀποτυχόντες ἢ εἰσήρχοντο εἰς τὴν Βουλὴν τετραυματισμένοι καὶ μετὰ μικρᾶς μόνον πλειονοψηφίας· πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀντιπάλλων ἀπέτυχον, ὡς ὁ Ρήγας Παλαμήδης, ὁ δὲ Κωλέττης καὶ ὁ Μεταξᾶς ἐξελέγησαν ἐν Ἀθήναις μετὰ μεγάλης πλειονοψηφίας, τοῦ πρώτου ἐκλεγέντος καὶ ἐν Ναυπλίᾳ.

Οὕτω δὲ ἡ ἀντιπολίτευσις ἔλαβε τὴν πλειονοψηφίαν, κατὰ τὴν πρώτην βουλευτικὴν ἐκλογήν. Ἔν τισιν ἐπαρχίαις ἡ διαφορὰ ἦτο καταπληκτική· ἐν Πελοποννήσῳ ἐκ τῶν 55 ἐκλεχθέντων βουλευτῶν, πλὴν 4, πάντες ἦσαν ἀντιπολιτευόμενοι.

Οἱ ἀντιπολιτευόμενοι ἀράμενοι λαμπρὰν νίκην, ἀπὸ τῆς ἐκλογῆς, ἐγένοντο θρασύτεροι κατὰ τοῦ Μαυροκορδάτου· ὁ δὲ Ὄθων ἰδὼν αὐτὸν πεπτωκότα οὐ μόνον ἐγκατέλιπεν αὐτὸν πρὶν ἢ συνέλθῃ ἡ Βουλὴ ἀλλὰ καὶ ἔρρεπε πρὸς τοὺς νικητὰς φανερῶς. Ὁ ἀτυχὴς Μαυροκορδάτος τότε πανταχόθεν βαλλόμενος προητοιμάζετο νὰ πέσῃ, ἀλλὰ νὰ πέσῃ, ὅσον ἔνεστιν, ἧττον τετρωμένος.

Ἐνταῦθα δὲ τοῦ λόγου γενόμενοι δὲν νομίζομεν ἄσκοπον νὰ προσθέσωμεν καί τινα περὶ τοῦ τρόπου τῶν πρώτων βουλευτικῶν ἐν Ἑλλάδι ἐκλογῶν, ἵνα οὕτως γνόντες τοῦτον καὶ παραβάλλοντες πρὸς τὸν νῦν ἐν χρήσει ἐν ταῖς ὁμοίας ἐκλογαῖς, ἴδωμεν ποῖα τὰ καλὰ καὶ ποῖα τὰ τρωτὰ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἑτέρου ἐκλογικοῦ τρόπου.

Κατὰ τὸν ἀπὸ τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως τῆς 18 Μαρτίου 1844 ἐκπονηθέντα νόμον περὶ ἐκλογῆς Βουλευτῶν ἀνεκηρύσσετο ἐν Ἑλλάδι ἡ καθολικὴ ψηφοφορία· διότι πᾶς συμπληρώσας τὸ 25ον ἔτος τῆς ἡλικίας αὐτοῦ ἔτος Ἕλλην πολίτης ἦτο ἐκλογεύς. Αἰ ἐκλογαὶ ὅμως δὲν ἐγίνοντο ταὐτοχρόνως καθ’ ἅπαν τὸ κράτος, ὡς τὴν σήμερον, ἀλλὰ διήρκουν ἐπὶ ὀκταήμερον (ἄρθρον 16 τοῦ ἐκλογικοῦ νόμου) ὁ δὲ ἐκλογικὸς σάλος παρετείνετο ἀπὸ ἐπαρχίας εἰς ἐπαρχίαν πολλάκις καὶ ἐπὶ διμηνίαν ὁλόκληρον! Αἱ κάλπαι δὲν ἐξηλέγχοντο ἐπὶ τόπου ἀλλὰ μετεφέροντο ἀπὸ τῶν δήμων εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας (ἄρθρον 23)· ἀλλ’ ἡ μεταφορὰ αὕτη καίτοι γινομένη παρὰ διοικητικῶν ὑπαλλήλων ἦτο τὰ μέγιστα κινδυνώδης· διότι καὶ καλπονοθεύσεις συνέβαινον καὶ κάλπαι ἡρπάζοντο καὶ ἐλῃστεύοντο, κατὰ τὴν ταραχώδη ἐκείνην καὶ ἀνώμαλον περίοδον, καθ’ ἣν ἡ δημοσία ἀσφάλεια ἐν Ἑλλάδι εὑρίσκετο ἐν σπαργάνοις. Οὕτω λοιπὸν ἀπὸ τῶν μέσων Ἰουνίου (Διάταγμα 15 Ἰουνίου) καὶ καθ’ ἅπαντα τὸν Ἰούλιον ἐσπαράσσετο ἡ Ἑλλὰς ὑπὸ τῶν ἐκλογικῶν παθῶν· στίφη ἔνοπλα εἰσήρχοντο εἰς τοὺς ναούς, φιλήσυχοι πολῖται ἐκακοποιοῦντο, κάλπαι ἐθραύοντο καί, ἐν γένει, τὰ πάντα ἐπράττοντο, ἵνα παρασημανθῇ τὸ δημόσιο φρόνημα.

Κατὰ παράδοξον ὅμως τρόπον, κατὰ τὰς πρώτας ταύτας βουλευτικὰς ἐκλογὰς ἐν ᾧ ἐν ταῖς ἐπαρχίαις ἤρξαντο, κατὰ τὸ διάταγμα τῆς 15ης Ἰουνίου καὶ βραδέως ἀνηγγέλλοντο τ’ ἀποτελέσματα τῶν ἐν ταῖς ἐπαρχίαις ἐκλογῶν, αἱ δὲ ἐφημερίδες διεξεδίκουν τὴν νίκην ὑπὲρ τῶν κομμάτων, ἅπερ ἀντεπροσώπευον, ἐν τῇ πρωτευούσῃ αἱ ἐκλογαὶ δὲν εἶχον ἔτι ἀρχίσει.

Εἰς τὸ μέτρον δὲ τοῦτο κατέφυγεν ἡ Κυβέρνησις, ἕνεκεν τῶν συσσωρευθέντων ἐν Ἀθήναις ταραχοποιῶν στοιχείων καὶ τῶν διαδομένων ὑπὸ τῶν ἀντιπολιτευομένων φημῶν περὶ ἐπαναλήψεως τῶν ὧν εἴδομεν σκηνῶν τῆς 1 καὶ 11 Ἰουνίου. Ἐπὶ τέλους ὅμως ὡρίσθησαν αἱ ἐν τῇ πρωτευούσῃ ἐκλογαὶ διὰ τὴν 27 Ἰουλίου· ἀλλὰ καὶ αὖθις ἀνεβλήθησαν διὰ τὴν 30, πλὴν πάλιν ἀναβληθεῖσαι ὡρίσθησαν ὁριστικῶς διὰ τὴν 3 Αὐγούστου. Μεταξὺ τῶν ἐν τῇ πρωτευούσῃ ὑποψηφίων ἦτο καὶ ὁ Δημήτριος Καλλέργης, καθ’ οὗ ἰδίως ἐφέρετο ἡ ἀντιπολίτευσις, συμμαχήσασα μετὰ τῆς Αὐλῆς καὶ τοῦ Βασιλέως.

Ἐφ’ ᾧ καὶ τὴν παραμονὴν τῶν ἐκλογῶν οἱ ἀντιπολιτευόμενοι ἐπιτηδείως ἐκραύγαζον, ὅτι ἡ κυβέρνησις ὑπὸ τὴν πρόφασιν διατηρήσεως τῆς τάξεως ἤθελεν ἐπεμβῆ στρατιωτικῶς ἐν ταῖς ἐκλογαῖς ὑπὲρ τοῦ Καλλέργη, ὁ δὲ βασιλεὺς μετακαλεσάμενος τοὺς ἁρμοδίους ὑπουργοὺς ἔδωκεν αὐτοῖς διαταγάς, ἵνα μηδεὶς στρατιώτης ἐξέλθῃ τοῦ στρατῶνος κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ψηφοφορίας. Καὶ τὴν μὲν πρώτην ἡμέραν ἡ ψηφοφορία διεξήχθη τακτικῶς ὁπωσδήποτε, καίτοι ὁμάδες ἐνόπλων περιεφέροντο ἔξωθεν τοῦ ναοῦ τῆς ἁγίας Εἰρήνης ἐν ᾧ ἐτελεῖτο ἡ ψηφοφορία· περὶ τὴν μεσημβρίαν ὅμως τῆς ἐπαύριον 4ης Μαΐου, ἐμφανισθέντος τοῦ ὑποψηφίου Δημητρίου Καλλέργη, οἱ μὲν φίλοι αὐτοῦ ἤρξαντο ζητωκραυγάζοντες, οἱ δὲ ἀντίπαλοι συρίττοντες καὶ ἀποδοκιμάζοντες αὐτόν· ἡ σύγκρουσις ἦτο ἄφευκτος καὶ ἡ συνάθροισις τῶν ἐξ ἑκατέρας μερίδος πολιτῶν μεγίστη. Ταῦτα μαθὼν ὁ βασιλεὺς ἐνεφανίσθη ἀκολουθούμενος ὑπὸ τοῦ ὑπασπιστοῦ αὐτοῦ Γρίβα Γαρδικιώτου, ὁ δὲ Καλλέργης ὑπεχώρησεν. Οἱ τῆς ἀντιπολιτεύσεως ὀπαδοὶ τότε ἤρξαντο διατυποῦντες διάφορα παράπονα πρὸς τὸν βασιλέα, οὗτινος ἀναχωρήσαντος, μετέβησαν ὑπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ Δ. Καλλέργη φωνασκοῦντες ἐναντίον αὐτοῦ.

Ἡ Κυβέρνησις, ἐπὶ τούτοις, συνῆλθεν εἰς ἔκτακτον συνδιάσκεψιν περὶ τὴν 2αν μ. μ., τοῦ ὄχλου διερχομένου τὰς ὁδούς, φωνασκοῦντος καὶ ἐπιζητοῦντος τὴν πτῶσιν αὐτῆς. Εἰς τοῦτο δὲ προέβη ὁ ὄχλος· διότι ἐθεώρησε τὴν ἐμφάνισιν τοῦ βασιλέως καὶ τὴν ἐν γένει αὐτοῦ διαγωγὴν ὡς ἀπευθυνομένην ἐναντίον τῆς Κυβερνήσεως, πρὸς τούτοις δὲ καὶ διότι ὁ βασιλεύς, ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ ὑπουργείου, ἀπέστειλεν ὡς ἐπιθεωρητὴν εἰς Λακωνίαν τὸν Δ. Μαυρομιχάλην καὶ πρὸ τούτου ἐξέθηκε τὸ ὑπουργεῖον εἰς τὰ ὄμματα τοῦ κόσμου ἐπιζητήσας τὴν ἄμεσον παῦσιν τοῦ ὑπουργοῦ τῆς Δικαιοσύνης Α. Χ. Λόντου, ὡς γράψαντος ἐπιστολὰς πρὸς τὸν μοίραρχον Πατρῶν Πανταζόπουλον, δι’ ὧν ἐζήτει τὴν ἐπικουρίαν αὐτοῦ ἐν ταῖς ἐκλογαῖς, ἃς ὁ Πανταζόπουλος ἀπέστειλε πρὸς τὸν βασιλέα. Καὶ εἶναι μὲν ἀληθές, ὅτι ὁ βασιλεὺς καλῶς καὶ ἐκ καθήκοντος ἔπραξε σπεύσας νὰ παύσῃ τὸν ὑπουργὸν τῆς Δικαιοσύνης Α. Χ. Λόντον, ἀνθ’ οὗ διωρίσθη ὁ Σπ. Τρικούπης, ἀλλ’ ἀφ’ ἑτέρου ὅμως τὸ γεγονὸς ἔβλαψεν ὁλόκληρον τὴν κυβέρνησιν καὶ παρεῖχε τοῖς ἀντιπολιτευομένοις σπουδαιότατον κατ’ αὐτῆς ἐπιχείρημα.

Ἐκ τούτων λοιπὸν πάντων ὁρμώμενος ὁ πρωθυπουργὸς Μαυροκορδάτος ἐπέμεινεν ἵνα τὸ ὑπουργεῖον παραιτηθῇ, ὅπερ καὶ ἐγένετο αὐθημερόν, τοῦ βασιλέως δεξαμένου ἀμέσως τὴν παραίτησιν ταύτην ἅτε φοβηθέντος στάσιν ἐν τῇ πρωτευούσῃ, ἣν αὐτοπροσώπως ἐμφανισθεὶς μεταξὺ τῶν στασιαστῶν ὁ Ὄθων κατήναυσεν. Αὐθημερὸν παρῃτήθη καὶ ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς Ἀθηνῶν Δημ. Καλλέργης καὶ οἱ στενότεροι φίλοι τοῦ Μαυροκορδάτου. Τοὐναντίον δὲ προσεκλήθη ὁ μὴ ἀμνηστευθεὶς Θ. Γρίβας, βουλευτὴς ἤδη ἐκλεγεὶς ἐν τῇ ἐπαρχία Ξηροχωρίου διὰ ψήφων 2040 καὶ διωρίσθη γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τοῦ στρατοῦ καὶ ἐν γένει ἐγένοντο διορισμοὶ ἐν ἀνωτάταις θέσεσιν ἐκείνων, οἵτινες διέπραξαν τὴν ὀχλαγωγίαν τῆς 4ης Αὐγούστου.

Οὕτω τῆς Βουλῆς εἰσέτι μὴ συγκληθείσης, ἵνα ἀντιμετρηθῶσι τὰ κόμματα, τὸ ὑπουργεῖον τῆς 30ῆς Μαρτίου, ἀξιοπρεπῶς φερόμενον, παρῃτήθη καταλιπὸν τὴν ἐξουσίαν τῇ νικητρίᾳ ἀντιπολιτεύσει.

Αὐθημερόν, πρὸς τὴν ἑσπέραν, ἐκλήθη εἰς τὰ ἀνάκτορα ὁ Ἰωάννης Κωλέττης καί, μετά τινας ἐνδοιασμούς, ἀνέλαβε νὰ σχηματίσῃ τὸ νέον ὑπουργεῖον. Συνδιασκεφθεὶς δὲ ἐπανειλημμένως μετὰ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ρωσικῆς μερίδος Μεταξᾶ ἔπεισεν αὐτὸν νὰ συμμετάσχῃ τοῦ ὑπουργείου, καὶ οὕτως ὁ ὁριστικὸς καταρτισμὸς τῆς νέας κυβερνήσεως ἐπετεύχθη τῇ 6ῃ Αὐγούστου. Καὶ πρωθυπουργὸς μὲν καὶ ὑπουργὸς ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν καὶ προσωρινῶς ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν καὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν διωρίσθη ὁ Ἰωάννης Κωλέττης, ὑπουργὸς δὲ ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν καὶ προσωρινῶς ἐπὶ τῶν Ναυτικῶν ὁ Ἀνδρέας Μεταξᾶς· ἐπὶ τῆς Δικαιοσύνης ὁ Ζ. Βάλβης καὶ ἐπὶ τῶν Στρατιωτικῶν ὁ Κῖτσος Τζαβέλλας.

Τὴν ἑπομένην (7 Αὐγούστου) τοῦ καταρτισμοῦ αὐτῆς ἡ νέα Κυβέρνησις ἐξέδωκε προκήρυξιν πρὸς τὸν λαὸν ἐν εἴδει προγράμματος:

«Αἰ περιστάσεις τοῦ τόπου εἶναι δειναί, εἶναι κρίσιμοι, ἀλλὰ θαρροῦντες εἰς τὴν Θείαν Πρόνοιαν, ἥτις ἀείποτε μᾶς ἐξέτεινε χεῖρα ἀρωγόν, θαρροῦντες εἰς τὸν πατριωτισμὸν τὸν ὁποῖον καὶ εἰς τὴν ἐποχὴν ταύτην ἐδείξατε, θαρροῦντες τέλος πάντων εἰς τὸν φιλόνομον χαρακτῆρα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἔχει τάσιν πρὸς τὴν εἰρηνικὴν ἀνάπτυξιν καὶ πρόοδον τῆς κοινωνίας, ἀπεδέχθημεν τὴν βασιλικὴν ἐντολήν.

»Σκοπὸν πλάγιον μηδένα ἔχοντες ἐξηγούμεθα θαρραλέως καὶ εἰλικρινῶς τὸν ὁποῖον μέλλομεν νὰ τρέξωμεν δρόμον. Ἀποστρεφόμεθα τὴν ἀποκλειστικότητα. Δικαιοσύνη καὶ ἀμεροληψία εἶναι τὸ σύνθημά μας. Ἀκρίβεια θρησκευτικὴ εἰς τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ πολυτίμου Συντάγματός μας καὶ τῶν ἐν ἰσχύϊ νόμων. Προτίμησις θυσιῶν, ἀγώνων, ἀμέμπτου διαγωγῆς συνάμα καὶ ἱκανότητος εἰς τὰς δημοσίας θέσεις. Βράβευσις τῆς ἀρετῆς καὶ καταδίωξις τῆς κακίας. Οἰκονομία ὅσον ἐνδέχεται αὐστηρὰ εἰς τὰ πάντα.

«Ἔχοντες εἰς τὸ φρόνημα ἡμῶν ταῦτα καὶ αἴσθημα βοηθὸν τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ βασιλέως καὶ ἐνίσχυσιν τὴν ὁμόνοιαν καὶ τὴν συνδρομήν σας, ἐστὲ βέβαιοι, συμπολῖται, ὅτι μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Ὑψίστου, θέλομεν καταβάλει πᾶσαν προσπάθειαν ὑπὲρ τῆς κοινῆς εὐημερίας σας, ἔχοντες πάντοτε ὡς προσφιλέστατον καὶ οὐσιωδέστατον ἀντικείμενον τῶν διαπράξεών μας τὴν λαμπρότητα καὶ ἐνίσχυσιν τοῦ συνταγματικοῦ θρόνου τοῦ σεβαστοῦ ἡμῶν βασιλέως Ὄθωνος. Πρώτιστον δὲ ἔργον θέλει εἶσθαι ἢ ὅσον ἔνεστι ταχυτέρα ἔναρξις τῶν Βουλῶν ἀπεχουσῶν πάσης ἐπεμβάσεως εἰς τὰς μήπω περαιωθείσας βουλευτικὰς ἐκλογάς».

Τὸ πρόγραμμα τοῦτο, καίπερ εὐχάριστον, τὸ κατ’ ἀρχὰς ἐμποιῆσαν ἐντύπωσιν, βραδύτερον ὅμως, πασῶν τῶν ἐν αὐτῷ ἐπαγγελιῶν μὴ τελεσθεισῶν, παρήγαγε μεγίστην δυσαρέσκειαν· διότι αἰ μὲν εἰσέτι μὴ διεξαχθεῖσαι ἐκλογαί, ἐξηκολούθησαν ὑπὸ τὸ αὐτὸ σύστημα τῆς κυβερνητικῆς ἀποχῆς, αἱ ἐξελέγξεις ὅμως ἐγένοντο ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἀποκλειστικότητος καὶ τῆς ἀδικίας. Καὶ τῶν μὲν παρόντων βουλευτῶν οἱ μὲν ἠξίουν νὰ γίνῃ ἡ ἐξέλεγξις διὰ τῶν τμημάτων τῆς Βουλῆς, οἱ δὲ παρ’ εἰδικῆς ἐπιτροπῆς, πρὸς τοῦτο δὲ ἀναφέροντες οἱ μὲν παραδείγματα ὁμοίας φύσεως ἐν Γαλλίᾳ γενόμενα, οἱ δὲ τὴν γνώμην αὐτῶν ἐστήριζον ἐπὶ τῆς ἰδίας τοῦ ὑπουργείου ἀντιπαθείας, ὡς λέγει ὁ Δραγούμης, καὶ ἀντιπαθείας. Ἐν τούτοις ὅμως παρανόμως ἐξελέγη εἰδικὴ ἐπιτροπὴ, διὰ ψηφοφορίας, καθ ἣν παρῆσαν 103 βουλευταί.

Τὴν προτεραίαν ὅμως εἶχον ὑποβληθῆ τέσσαρα ζητήματα εἰς τὰ τῆς ἐπιτροπῆς ἀναγόμενα καθήκοντα, ὧν τὸ ἕν: «ποίαν τάξιν μέλλει νὰ βαδίσῃ ἡ ἐπιτροπὴ ὡς πρὸς τὴν ἔναρξιν τῆς ἐξελέγξεως, δηλαδὴ ἀπὸ ποίαν ἐκλογὴν νὰ κάμῃ ἔναρξιν.» Ἐπὶ τοῖς ζητήμασιν τούτοις ἐξηνέχθησαν πολλαὶ γνῶμαι· καὶ κατά τινα μὲν: ἔπρεπεν ἡ ἐξέλεγξις νὰ ἀρχίσῃ ἀπὸ τῶν ὅλως ἀδιαφιλονεικήτων καὶ τῶν ἧττον ἀμφισβητουμένων καὶ νὰ καταλήξῃ εἰς τὰς ἀμφισβητουμένας, κατ’ ἄλλην ὅμως ἡ πρότασις ἐτέθη ἀντιστρόφως· διότι κατὰ μὲν τὴν πρώτην, ἔλεγον, θὰ ἔφθανον ταχύτερον εἰς τὸν καταρτισμὸν τῆς Βουλῆς, καὶ θὰ ὁμολόγουν σέβας εἰς τὴν καθιερωθεῖσαν τάξιν, κατὰ δὲ τὴν δευτέραν, ὅτι οὐδεμία τῶν ἐπαρχιῶν θά ἐστερεῖτο τοῦ ἀντιπροσωπικοῦ δικαιώματος· εὐκόλως ὅμως ἐννοεῖται ὅτι οἱ τὴν δευτέραν ταύτην πρότασιν προτείναντες ἐσκόπουν τήν, ὅσον τάχιον, ἔξωσιν τῶν ἑτεροφρόνων βουλευτῶν, ὡς καὶ συνέβη.

Οὕτω λοιπὸν πᾶσαι αἱ ἐκλογαὶ τῶν φίλων τοῦ ὑπουργείου ἐπεκυροῦντο μεθ’ ὅλας τὰς γενομένας βιαιοπραγίας καὶ παρανομίας, οἱ δὲ φίλοι τοῦ πεσόντος ὑπουργείου, ἐπὶ τῇ ἐλαχίστῃ ἀφορμῇ, ἀπεδιώκοντο τοῦ βουλευτικοῦ περιβόλου, κηρυσσομένης ἀκύρου τῆς ἐκλογῆς αὐτῶν. Οὕτω δὲ ἠκηρώθησαν πλεῖσται βουλευτικαὶ ἐκλογαὶ καὶ ἐξώσθησαν περὶ τοὺς 40 ἀντιπολιτευόμενοι, ἐν οἷς καὶ αὐτὸς ὁ πρώην πρωθυπουργὸς Ἀλέξ. Μαυροκορδάτος ὁ ἐκλεχθεὶς ἐν Καλαβρύτοις, Καρυστίᾳ, Τριχωνίᾳ καὶ ὑπὸ τοῦ Πανεπιστημίου, ὁ Λόντος, ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Σισίνης.

Οὕτω λοιπὸν ἀπεδείχθη διὰ χιλιοστὴν ταύτην φοράν, ὅτι ἡ ἔνστικτος πρὸς τὸ ἐλεύθερον κλίσις λαοῦ τινος δὲν συντελεῖ παντάπασι πρὸς τὴν καρποφόρον τῶν συνταγματικῶν ἐλευθεριῶν καλλιέργειαν, ἐὰν ὁ λαὸς οὗτος δὲν εἶναι κοινωνικῶς ἀνατεθραμμένος ὡς δεῖ. Τὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς τῆς πρώτης ἐκείνης περιόδου εἰσὶ μεστὰ παντοίων ἐκλογικῶν παρακρουσμάτων, ἐν οἷς τὸ θράσος ἀνθαμιλλᾶται πρὸς τὸ ψεῦδος καὶ τὸν ἐθνοκτόνον κομματισμόν.[9]

Ὁ Κωλέττης πρωθυπουργὸς γενόμενος εὐθὺς ἀμέσως ἔσπευσεν εἰς τὸ νὰ δηλώσῃ τὸ διοικητικὸν σύστημα αὐτοῦ, ὅπερ ἐφαίνετο ἀποβλέπον εἰς τὴν πραγμάτωσιν τριπλοῦ σκοποῦ: α) Τὴν ἐξύψωσιν τοῦ καταπεσόντος γοήτρου τῆς βασιλείας, β) τὴν ἐγκαθίδρυσιν κυβερνητικῆς μονιμότητος καὶ γ) τὴν ἐπέκτασιν τῶν ὁρίων τοῦ Κράτους ἐπὶ βλάβῃ τῆς Τουρκίας. Πρὸς ἐπιτυχίαν τοῦ τριπλοῦ λοιπὸν τούτου σκοποῦ ὁ Κωλέττης ἔθηκεν εἰς ἐνέργειαν πάντα τὰ μέσα θεμιτὰ καὶ ἀθέμιτα· ἦτο δὲ, κατὰ τὸ πρόγραμμά αὐτοῦ, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος τῶν ἰδεῶν τοῦ Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου κηρύξαντος, ὅτι ἡ Ἑλλὰς ὤφειλε νὰ διαδράμῃ περίοδον περισυλλογῆς πασῶν τῶν ἠθικῶν καὶ ὑλικῶν δυνάμεων ἵνα οὕτως ἀναπτυχθῇ εἰρηνικῶς καὶ ἐπιδιώξῃ εἶτα τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων, ἐφρόνει ὅτι ὁ πρῶτος καὶ κύριος σκοπὸς τῆς κυβερνήσεως ἔπρεπε νὰ ἦναι ἡ τῶν ὁρίων αὐτοῦ ἐπέκτασις διὰ τῆς προσλήψεως καὶ ἄλλων ἐκ τῶν ὑπὸ τὴν δουλείαν ἑλληνικῶν ἐπαρχιῶν καὶ ὅτι τὸ ἔργον τῆς ἐσωτερικῆς ἀναβιώσεως δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθῇ διὰ τῶν γλίσχρων μέσων τῆς ἐλευθερωθείσης μικρᾶς λωρίδος ἑλληνικῆς γῆς.

Ὁ Κωλέττης σκεπτόμενος περὶ τῆς μεγάλης ἰδέας δὲν ἀπέβλεπε μόνον εἰς δημοκοπίαν ἀλλ’ ἀληθῶς εἰργάζετο ὑπὲρ αὐτῆς καὶ ἀσφαλὲς τεκμήριον, περὶ τούτου ἔχομεν, ἐκτὸς τῶν ὑπ’ αὐτοῦ διενεργηθέντων ἐν ταῖς ὁμόροις ἐπαρχίαις καὶ τῶν διηνεκῶν συνεννοήσεων πρὸς τὸ Ἀλβανικὸν στοιχεῖον, καί τι σπουδαιότερον, τὴν διὰ τοῦ τοιούτου προγράμματος ἐπιδίωξιν τῆς γαλλικῆς φιλίας καὶ ὑποστηρίξεως. Εἶναι δὲ πασίγνωστον ὅτι ὁ Κωλέττης ἦτο ὁ περίβλεπτος τῆς γαλλικῆς μερίδος ἡγέτης· διότι διατελῶν πρεσβευτὴς τῆς Ἑλλάδος ἐν Παρισίοις συνῆψε στενοτάτας σχέσεις καὶ πρὸς τὴν γαλλικὴν δυναστείαν καὶ πρὸς τοὺς ἐξέχοντας πολιτικοὺς ἄνδρας τοῦ γενναίου γαλλικοῦ ἔθνους, πρὸς ἀπελευθέρωσιν καὶ ἄλλων τμημάτων τῆς ἀλυτρώτου Ἑλλάδος.

Καὶ ὅμως τοιοῦτον ὄντα, ἐξ οὗ καὶ οἱ Γάλλοι ὠνόμαζον αὐτὸν στρατηγὸν Κωλέττην, ἠγάπων καὶ ἐθεώρουν φίλον αὐτῶν, καίπερ εἰδότες, ὅτι θᾶττον ἢ βράδιον αὐτὸς ἔμελλε νὰ διακυβεύσῃ, διὰ τῶν ἐν Ἀνατολῇ ἐνεργειῶν αὐτοῦ, τὴν εἰρήνην τῆς Εὐρώπης, ἐὰν προώρως δὲν ἀνήρπαζεν αὐτὸν ὁ θάνατος (31 Αὐγούστου 1847.)

Αἱ ἐκλογαὶ τέλος πάντων ἀπεπερατώθησαν καὶ ἐξελέγησαν βουλευταὶ διὰ τὴν α′ σύνοδον τῆς α′ περιόδου οἱ ἐξῆς 105:

Θ. Γρίβας Δημ. Φαλκίδης
Μ. Ἰατρὸς Π. Δ. Καμπάνης
Ἀναγνώστης Παπατσώρης Α. Σ. Δανόπουλος
Κ. Κανάρης Σπυρ. Τριανταφύλλης
Νικ. Κριεζώτης Παπακώστας Τσαμέλας
Κανέλλος Δεληγιάννης Στ. Ἀντωνιάδης
Ἰω. Ζαήμης Δ. Ὀρεινὸς
Δ. Πλαπούτας Ν. Κορφιωτάκης
Δ. Τσόκρης Γ. Γουλιμῆς
Α. Καλαμογδάρτης Ἰωαν. Κρανίδης
Ἀντ. Γεωργαντᾶς Μ. Λ. Καΐρης
Ἄγγελος Γουζουάσης Ν. Καλλέργης
Ν. Μπούκουρας Στ. Δάρας
Δ. Καλλιφρονᾶς Ν. Λαχανᾶς
Β. Δημητρακόπουλος Γ. Γριζανὸς
Σταῦρος Βλάχος Σπυρ. Πάγκαλος
Α. Κονδάκης Σ. Α. Μπαρότσης
Ἰωαν. Φαρμάκης Δ. Βιρβίλης
Ἰωάν. Γιολδάσης Δ. Μαρκόπουλος
Δ. Τσάμης Καρατάσος Μ. Λεπουσιάδης
Δ. Δρόσος Γ. Κάνδιας
Ι. Βλάσης Σπυρ. Λογοθετόπουλος
Γεώρ. Κονδύλης Γεώργ. Φεγγαρᾶς
Νίκος Θέου Κ. Βέϊκος
Κ. Ζέρβας Μ. Μπαρμπιτσιώτης
Ν. Μαυρομμάτης Κ. Ζαφειρόπουλος
Μῆτρος Ἀναστασόπουλος Ἠλ. Παπαδᾶνος
Α. Νοταρᾶς Δημ. Ζῶτος
Εὐθύμιος Κανελλόπουλος Ἰω. Προβελέγγιος
Κ. Φασίτσας Ε. Οἰκονόμος
Λουκᾶς Στεφάνου Α. Τσερτίδης

Κωνσταντῖνος Ἀσώπιος
Ἰω. Γιουρδῆς Α. Ι. Κιζάνης
Ι. Οἰκονόμου Γ. Γκότσης
Σ. Παρθενόπουλος Ἀναστάσης Πούλου
Ι. Ταταράκης Μιχ. Τροχάνης
Νικολ. Δαλένδας Ι. Κλίμακας
Α. Σκαραμαγγᾶς Κ. Οἰκονομόπουλος
Κ. Χαραμῆς Νικόλ. Ἀνδρίκου
Δ. Κανελλόπουλος Κ. Πιερράκος
Θεμ. Μαρκεζίνης Σίλβεστρος Στεφανάκης
Δ. Κουμανιώτης Γ. Λογιωτατίδης
Δ. Κυριακίδης Ἰω. Τομαρᾶς
Γ. Ἀποστολίδης Α. Μαυροκορδάτος
Ἄγγελος Τζάννος Δ. Σακελαριάδης
Θ. Μ. Πετρινὸς Δ. Σ. Μπουντούρης
Ἀδριανὸς Σωτηρίου Φραγκῖσκος Κρίσπης Μαῦρος
Ι. Ζαφειρόπουλος Ἑμμ. Ἀντωνιάδης
Ἀνδ. Λόντος Ν. Α. Βιτάλης
Ν. Μαγγινόπουλος Μ. Χατζημελέτης
Δημ. Χατζίσκος Ι. Δ. Δαμιανὸς
Κ. Δείλας Κ. Μανέτας
Δ. Πολυχρονόπουλος

Περὶ τὴν 8ην ὥραν π. μ. τῆς 7 Σεπτεμβρίου τοῦ 1844 ἐγένετο ἡ πρώτη συνεδρίασις τῆς πρώτης Ἑλληνικῆς βουλευτικῆς συνόδου τῆς πρώτης περιόδου. Μετὰ τὸν συνήθη δὲ τῇ περιστάσει ἁγιασμόν, ἡ μὲν γερουσία, κατὰ τὸ ἄρθρον 51 τοῦ Συντάγματος, ὑπεχώρησεν εἰς τὸ συνέδριον αὐτῆς, οἱ δὲ βουλευταὶ μείναντες ἐν τῷ βουλευτηρίῳ προέβησαν εἰς τὴν ἐκλογὴν τοῦ προέδρου, τῶν ἀντιπροέδρων καὶ τῶν γραμματέων· καὶ πρόεδρος μὲν ἐξελέγη ὁ Νικήτας Σταματόπουλος, ἀντιπρόεδροι δὲ ὁ Δ. Καλλιφρονᾶς καὶ ὁ Κ. Κανάρης καὶ γραμματεῖς οἱ Κ. Θ. Κολοκοτρώνης καὶ Σταμάτης Ἀντωνιάδης.

Μετὰ τοῦτο, τῶν παρόντων βουλευτῶν ὁρκισθέντων τὸν ἐν τῷ ἄρθρῳ 57 τοῦ Συντάγματος κεκανονισμένον ὅρκον: «ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ φυλάξω πίστιν εἰς τὸν βασιλέα τῆς Ἑλλάδος, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ εἰς τοὺς νόμους τοῦ Κράτους καὶ νὰ ἐκπληρώσω εὐσυνειδήτως τὰ καθήκοντά μου», ἐγένετο ἡ παρατήρησις ὅτι ὁ ὅρκος δὲν προδικάζει καὶ εἶτα ποῖαι ἐκλογαὶ εἶναι νόμιμοι καὶ ποῖαι οὔ.

Κατόπιν δὲ ἐγένετο ἡ ἐκλογὴ δωδεκαμελοῦς ἐπιτροπείας συγκειμένης ἐκ τῶν βουλευτῶν: Ι. Τομαρᾶ, Νίκου Θέου, Κ. Ζέρβα, Ι. Ταταράκη, Α. Κονδύλη, Ν. Δελένδα, Γ. Γουζούαση, Ἀνδρέα Λόντου, Ι. Ζαήμη, Γ. Λογιωτατίδου, Δ. Βερβάλη καὶ Σταμάτη Δάρρα, ἥτις ἔμελλε νὰ ὑποδεχθῇ τὸν βασιλέα μέλλοντα νὰ κηρύξῃ τὴν ἔναρξιν τῆς Βουλῆς.

Κατόπιν εἰσῆλθον καὶ οἱ Γερουσιασταὶ ἔχοντες πλέον ἐλεύθερον τὸ δικαίωμα τῆς εἰσόδου εἰς τὸ βουλευτήριον.

Περὶ τὴν 2αν δὲ μ. μ. ὥραν κατέφθασαν εἰς τὸ βουλευτήριον οἱ βασιλεῖς, οὓς ὑπεδέχθησαν τὸ Προεδρεῖον τῆς βουλῆς μετὰ τῆς δωδεκαμελοῦς ἐκ βουλευτῶν καὶ ἑξαμελοῦς ἐκ γερουσιαστῶν ἐπιτροπείας, ἐν εὐφημίαις καὶ ζητωκραυγαῖς. Καὶ ἡ μὲν βασίλισσα μετέβη εἰς τὸ θεωρεῖον αὐτῆς, ὁ δὲ βασιλεὺς Ὄθων ἀναβὰς ἐπὶ τοῦ θρόνου ἀνέγνωσε καθήμενος τόν δε τὸν βασιλικὸν λόγον:

Κύριοι Βουλευταὶ καὶ κύριοι Γερουσιασταί,

Διὰ τῆς συνδρομῆς τοῦ θρόνου καὶ τοῦ ἔθνους ἐθεμελιώθη τὸ σύνταγμα. Διὰ τῆς αὐτῆς συνδρομῆς ἐπίσης εἰλικρινῶς καὶ νομίμως θέλουν ἀναπτυχθῆ προοδευτικῶς καὶ ζωογωνηθῆ ἐπὶ τὸ κρεῖττον αἱ θεσμοθεσίαι μας. Εἴθε καὶ ἡ θεία πρόνοια νὰ φανῇ ἀρωγὸς καὶ ἀντιλήπτωρ εἰς τὰς κοινὰς ταύτας προσπαθείας καὶ ἐνεργείας μας.

Αἱ μεταξὺ τῶν ξένων δυνάμεων σχέσεις μου εἶναι φιλικώταται καὶ αἰσθάνομαι ἐνδόμυχον χαρὰν τοῦ νὰ σᾶς ἀναγγείλω τοῦτο, ἀλλ’ ὀφείλομεν ἰδιαιτέραν εὐγνωμοσύνην πρὸς ἐκείνας, αἵτινες θερμότερον ἐνιχύσασαι τοὺς ἀγῶνας μας, ὑπεστήριξαν πραγματικῶς καὶ διατελοῦσιν ὑποστηρίζουσαι καὶ προστατεύουσαι τὴν ἀνεξαρτησίαν ἡμῶν.

Τὸ Ὑπουργεῖον μου θέλει σᾶς παρουσιάσει τὴν ὀργανικὴν ἐν γένει καὶ οἰκονομικὴν τοῦ κράτους κατάστασιν· καὶ ἔχον ὑπ’ ὄψει πόσον αὐστηρὰ οἰκονομία εἶναι ἀναγκαία, θέλει σᾶς ζητήσει τὰ πρὸς τὴν ἐνέργειαν τῆς δημοσίου ὑπηρεσίας καὶ τὴν δι’ ὠφελίμων ἐργασιῶν προετοιμασίαν τοῦ μέλλοντός μας, ἀνάλογα μέσα.

Τὰ δικαιώματα τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος, δὲν θέλουσι παντάπασι παραμεληθῆ. Θέλει ἐπίσης ἐπιστήσει τὴν προσοχήν μας τῆς ἱερᾶς θρησκείας ἡ λαμπρότης, ὁ διὰ τῶν καταλληλοτέρων νομοσχεδίων, ὅσον ἔνεστιν, ἀκριβὴς διοργανισμὸς καὶ ἡ κραταίωσις αὐτῆς καὶ τῆς δημοσίας ἀσφαλείας ἡ ἀνάπτυξις, προσέτι δὲ καὶ ἡ τελειοποίησις καὶ βελτίωσις τοῦ στρατοῦ τοῦ προωρισμένου διὰ τὴν ἀσφάλειαν τοῦ κράτους καὶ ἀκριβῆ τῶν νόμων ἐκτέλεσιν, ἔργον ὑμῶν εἶναι κύριοι, νὰ συνδράμητε τὴν Κυβέρνησίν μου διὰ τῆς ἐγκρίσεως τῶν τοιούτων δικαίων μέσων· νὰ μὴν ἀπαντήσῃ κατὰ τὴν διεύθυνσιν τῶν γενικῶν πραγμάτων τοῦ κράτους προσκόμματα ἐπιζήμια καὶ εἰς ἰδιωτικὰ καὶ εἰς τὰ γενικὰ συμφέροντα.

Νομοσχέδια, ὅσον ἔνεστιν, ἱκανὰ νὰ ἐγγυῶνται διὰ τῆς ἐλευθερίας ἁπάντων τὴν ἀσφάλειαν ἑνὸς ἑκάστου, νὰ προαγάγωσιν εἰς τὴν σημαίαν μας τὴν ἐμπιστοσύνην ἐκείνην, τῆς ὁποίας εἴμεθα ἄξιοι, νὰ εὐκολύνωσι τὴν γεωργίαν, τὴν βιομηχανίαν, τὸ ἐμπόριον καὶ τὴν ναυτιλίαν μας θέλουσι καθυποβληθῆ εἰς τὰς ἐμβριθεῖς σκέψεις παρὰ τοῦ ὑπουργείου μου.

Ἡ ἁπλοποίησις τῆς νομοθεσίας καὶ ἡ μὲ τὴν τοῦ ἔθνους κατάστασιν μᾶλλον συνᾴδουσα τροποποίησις αὐτῆς θέλει γίνει ἀντικείμενον τῆς πρώτης ταύτης συνόδου.

Πιστεύσατέ με, κύριοι, ὅτι αἰσθάνομαι μεγίστην πατριωτικὴν συντριβήν, κατὰ τὴν ἐπίσημον ταύτην ἡμέραν, συλλογιζόμενος πόσον σοβαρὰ εἶναι τὰ ἀντικείμενα ἐπὶ τῶν ὁποίων θέλομεν ἐνασχοληθῆ καὶ πόσην σημαντικὴν ἐπιρροὴν θέλουν ἔχει εἰς τὰ μεγάλα συμφέροντα τῆς Ἑλλάδος αἱ ἀποφάσεις τῆς πρώτης ταύτης συνόδου.

Ἂς φιλοτιμηθῶμεν λοιπὸν διὰ τῆς εἰλικρινοῦς συμπράξεως καὶ διὰ τῆς φρονήσεώς μας νὰ διατηρηθῇ καὶ νὰ βελτιωθῇ ὅ,τι ἀπεκτήθη διὰ τῶν λαμπρῶν ἀνδραγαθημάτων σας καὶ διὰ τῶν σημαντικῶν θυσιῶν σας,

Ἂς φιλοτιμηθῶμεν νὰ ἐξαλείψωμεν πάσας τὰς ἀναμνήσεις λυπηρῶν τινῶν καὶ δυσαρέστων διατρεξάντων, ἂς μὴ μείνῃ ἄλλο ἴχνος αὐτῶν παρὰ τὴν ἅμιλλαν, τὴν πατριωτικὴν καὶ ἀξιέπαινον ἅμιλλαν τοῦ νὰ πράξωμεν τὰ καλά, καὶ μὲ τὴν ἀκράδαντον θέλησιν τοῦ εἰς τοῦτο ἐμμένειν ἂς εἰσέλθωμεν εἰς τὴν εὐθεῖαν καὶ τακτικὴν ὁδόν, ἥτις μόνη θέλει φέρει τὴν φίλην ἡμῶν πατρίδα εἰς τὴν ἐπιθυμητὴν εὐδαιμονίαν καὶ δόξαν.

Αὕτη εἶναι ἡ ἐνδόμυχος καὶ διακαὴς εὐχὴ τῆς καρδίας μου καὶ ὅλη ἡ ζωή μου θέλει εἶσθαι ἀφιερωμένη εἰς τὴν ὑπεράσπισιν τῶν ἐλευθεριῶν μας καὶ εἰς τὴν προαγωγὴν καὶ εὐημερίαν τοῦ ἔθνους διὸ καὶ πρὸς τὴν ὑψηλὴν ταύτην ἐντολὴν ἀπαιτῶ τὴν συνδρομήν σας καὶ πάντες ὁμοθυμαδὸν ἂς ἐπικαλεσθῶμεν τὴν ἐξ ὕψους ἀντίληψιν.

Κηρύττω τὴν ἔναρξιν τῆς Βουλευτικῆς Συνόδου ἐνεστῶτος ἔτους».

Ταῦτα εἰπὼν ὁ βασιλεὺς καὶ ἀποχαιρετήσας τοὺς ἐν τῷ βουλευτηρίῳ βουλευτὰς καὶ γερουσιαστὰς ἀνεχώρησεν, ἐν μέσῳ τῶν ἐπευφημιῶν, προηγουμένων τῶν μελῶν τῆς ἐπιτροπείας μέχρι τῆς ἔξω θύρας τοῦ βουλευτηρίου.

Τὰ τῆς βουλῆς δὲ ἐκανονίσθησαν ὡς ἑξῆς ὑπὸ τοῦ εἰσηγητοῦ προσωρινῶς καὶ εἶτα ἐξεδόθησαν μετ’ ἐπικεφαλίδος τοῦ Συντάγματος[10].

Ἄρθρ. 1. Κατὰ τὴν ἔναρξιν τῆς Συνόδου, ὁ μὲν πρεσβύτατος τῶν βουλευτῶν προεδρεύει, γραμματεύουσι δὲ τρεῖς οἱ νεώτατοι.

Ἄρθρ. 2. Κατὰ πᾶσαν ὁλοσχερῆ τῆς βουλῆς ἀνανέωσιν, αὕτη ἐκλέγει πρὸς ἐξελέγξειν τῶν βουλευτικῶν ἐκλογῶν δύο ἐπιτροπάς, τὴν μέν, ἐννέα βουλευτῶν, ἐξ ὧν οἱ ἓξ ἐκλέγονται διὰ κλήρου καὶ καὶ οἱ τρεῖς διὰ μυστικῆς ψηφοφορίας· τὴν δέ, πέντε μελῶν, ἐξ ὧν οἱ τρεῖς ἐκλέγονται διὰ κλήρου καὶ οἱ δύο διὰ μυστικῆς ψηφοφορίας. Καὶ ἡ μὲν τῶν πέντε ἐπεξεργάζεται καὶ ἐκθέτει πρώτη εἰς τὴν ὁλομέλειαν τῆς Βουλῆς τὰ περὶ τῶν ἐκλογικῶν ἐγγράφων τῶν βουλευτῶν τῶν ἀπαρτιζόντων τὴν ἐννεαμελῆ Ἐπιτροπήν. Ἐὰν δὲ τὰ ἐκλογικά τινῶν ἐξ αὐτῶν ἀκυρωθῶσι παρὰ τῆς βουλῆς, διορίζωνται ἀντ’ αὐτῶν ἄλλοι, καθ’ ὃν τρόπον, καὶ οἱ πρῶτοι διωρίσθησαν. Ἐγκριθέντων δὲ τῶν ἐκλογικῶν ἐγγράφων τῆς ἐννεαμελοῦς ἐπιτροπῆς, αὕτη ἐπεξεργάζεται καὶ εἰσάγει εἰς τὴν βουλὴν τὰ περὶ τῆς ἐξελέγξεως τῶν ἐκλογῶν ὅλων τῶν βουλευτῶν.

Ἄρθρ. 3. Τὰ πρακτικὰ τῶν βουλευτικῶν ἐκλογῶν διαβιβάζονται μετὰ τῶν δικαιολογητικῶν ἐγγράφων παρὰ τοῦ Προέδρου τῆς βουλῆς εἰς τὴν ἁρμοδίαν ἐπιτροπήν, ἥτις διορίζει ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς εἰσηγητὴν διὰ νὰ ἐκθέσῃ εἰς τὴν βουλὴν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐπεξεργασίας τῆς ἐπιτροπῆς ἐπὶ ἑκάστης ἐκλογῆς.

Ἄρθρ. 4. Ἡ ἐξέλεγξις ἐνεργεῖται παρὰ τῆς ἐπιτροπῆς κατὰ τὴν ἀλφαβητικὴν σειρὰν τοῦ ἀρχικοῦ στοιχείου ἑκάστης ἐπαρχίας καὶ τοῦ παρακειμένου εἰς τοῦτο.

Ἄρθρ. 5. Εἰς τὴν συζήτησιν ἐπὶ τῆς ὁλοσχεροῦς ταύτης ἐξελέγξεως ὅλοι οἱ βουλευταὶ λαμβάνουσι μέρος, ἀλλὰ δὲν μετέχουσι τῆς ψηφοφορίας ἐπὶ τῆς ἰδίας αὐτῶν ἐκλογῆς. Καὶ ἐκεῖνοι δὲ τῶν ὁποίων ἀναβάλλεται ἡ ἐξέλεγξις δὲν λαμβάνουσι μέρος εἰς τὰς ἐργασίας τῆς βουλῆς μέχρις οὗ ἀναγνωρισθῶσι νόμιμοι βουλευταί.

Ἄρθρ. 6. Εἰς περίπτωσιν μὴ ὁλοσχεροῦς ἀνανεώσεως τῆς βουλῆς, τὰ ἐκλογικὰ ἔγγραφα ἐξελέγχονται παρὰ πενταμελοῦς ἐπιτροπῆς, ἐκλεγομένης ὑπὸ τῆς Βουλῆς, κατὰ τὸ ἄρθρον 2 δι’ ἑκάστην σύνοδον. Εἰς δὲ τὸν σχηματισμὸν τῆς ἐπιτροπῆς ταύτης συντρέχουσι μόνον οἱ ὁριστικῶς καθεστῶτες βουλευταί· οἱ δὲ ἐξελεγχόμενοι, καίτοι δυνάμενοι νὰ λαμβάνωσι μέρος εἰς τὴν περὶ τῆς ἐκλογῆς αὐτῶν συζήτησιν τῆς Βουλῆς, δὲν ἔχουσιν ὅμως ἐν γένει δικαίωμα ψήφου μέχρις οὗ ἀναγνωρισθῶσι παρὰ τῆς Βουλῆς νόμιμοι Βουλευταί.

Ἄρθρ. 7. Ἡ Βουλὴ ἀποφαίνεται ἑκάστοτε ὁριστικῶς περὶ τοῦ κύρους τῶν βουλευτικῶν ἐκλογῶν.

Μετὰ τὴν ψηφοφορίαν περὶ ἑκάστης ἐκλογῆς, ὁ Πρόεδρος ἀναγορεύει βουλευτὰς ἐκείνους, ὅσων αἱ ἐκλογαὶ ἐκυρώθησαν.

Ἄρθρ. 8. Μετὰ τὴν ἐξέλεγξιν τῶν ἐκλογῶν ἡ Βουλὴ ἐκλέγει διὰ ψηφοδελτίων ἐκ τῶν ἰδίων αὐτῆς μελῶν ἕνα Πρόεδρον, δύο Ἀντιπροέδρους, καὶ τρεῖς Γραμματεῖς.

Ἄρθρ. 9. Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Προέδρου καὶ τῶν Ἀντιπροέδρων γίνεται δι’ ἀπολύτου πλειονοψηφίας, τῶν δὲ Γραμματέων διὰ σχετικῆς. Ἐὰν μετὰ τὴν πρώτην ψηφοφορίαν δὲν ἀναδειχθῶσιν ἐν ἀπολύτῳ πλειονοψηφίᾳ ὁ Πρόεδρος καὶ οἱ Ἀντιπρόεδροι, γίνεται δευτέρα ψηφοφορία, καὶ ἀναγορεύονται Πρόεδρος καὶ Ἀντιπρόεδροι οἱ λαβόντες σχετικῶς τὴν πλειονοψηφίαν. Ἐν περιπτώσει ἰσοψηφίας ἀποφασίζει ὁ κλῆρος.

Ἄρθρ. 10. Ἅμα συγκροτηθείσης τῆς Βουλῆς, ὁ Πρόεδρος, οἱ Ἀντιπρόεδροι καὶ οἱ Γραμματεῖς, ἐμφανιζόμενοι πρὸς τὸν Βασιλέα ἀναφέρουσι περὶ τούτου. Συγχρόνως δὲ διαγγέλλουσι τὴν συγκρότησιν τῆς Βουλῆς καὶ πρὸς τὴν Γερουσίαν.

Ἄρθρ. 11. Ἡ Βουλὴ προβαίνει, μετὰ ταῦτα, εἰς τὴν ἐκλογὴν τῆς Ἐπιτροπῆς διὰ τὴν σύνταξιν τῆς ἀπαντήσεως αὐτῆς πρὸς τὸν λόγον τοῦ Βασιλέως.

Ἄρθρ. 12. Καθῆκον τοῦ Προέδρου εἶναι νὰ τηρῇ τὴν εὐταξίαν τῶν συνεδριάσεων τῆς Βουλῆς καὶ τὴν ἀκρίβειαν τοῦ Κανονισμοῦ, νὰ δίδη τὸν λόγον, νὰ θέτῃ τὸ ζήτημα, νὰ ἐκφωνῇ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ψηφοφορίας καὶ τὰς ἄλλας ἀποφάσεις τῆς βουλῆς, καὶ νὰ ἀγορεύῃ, ἐν ὀνόματι αὐτῆς, κατὰ τὸ φρόνημα της.

Ἄρθρ. 13. Ὁ Πρόεδρος δὲν δύναται νὰ ἀγορεύσῃ εἰς τὰς συζητήσεις, εἰ μὴ διὰ νὰ ἐξηγήσῃ εἰς ποίαν στάσιν εὑρίσκεται τὸ ζήτημα, ἢ νὰ ἐπαναγάγῃ τοὺς ἀγορεύοντας εἰς τὸ προκείμενον· ἐὰν θέλῃ νὰ μετάσχῃ τῆς συζητήσεως, παραχωρεῖ τότε τὴν ἕδραν του εἰς τὸν ἐπιλαχόντα τὰς πλειοτέρας ψήφους Ἀντιπρόεδρον, καὶ δὲν ἀναλαμβάνει αὐτὴν πρὶν τελειώσει ἐπὶ τοῦ προκειμένου θέματος συζήτησις.

Ἄρθρ. 14. Τοῦ Προέδρου κωλυομένου τοῦ κατέχειν τὴν ἕδραν, ἀναπληροῖ αὐτὸν ὁ λαβὼν τὰς περισσοτέρας ψήφους Ἀντιπρόεδρος, καὶ οὕτω καθεξῆς.

Ἄρθρ. 15. Καθῆκον τῶν Γραμματέων εἶναι νὰ ἐφορῶσι τὴν σύνταξιν τῶν πρακτικῶν, νὰ ἀναγινώσκωσιν αὐτὰ ἐπὶ συνεδριάσεως, καθὼς καὶ τὰ Νομοσχέδια καὶ ἄλλας πράξεις ἢ ἔγγραφα, ὅσα ἀπαιτεῖται ν’ ἀναγνωσθῶσι πρὸς τὴν βουλήν, νὰ καταγράφωσι τὰ ὀνόματα τῶν ζητούντων τὸν λόγον, καθ’ ἣν προσέρχονται τάξιν, νὰ ἀπαριθμῶσιν εἰς τὸ φανερὸν τὰς ψήφους, νὰ κρατῶσι σημείωσιν τῶν ἀποφάσεων τῆς βουλῆς, καὶ ἐν γένει νὰ πράττωσι πᾶν ὅ,τι ἀνάγεται εἰς τὸ προεδρεῖον τῆς βουλῆς.

Ἄρθρ. 16. Κωλυομένων τῶν Γραμματέων, ὁ Πρόεδρος προσκαλεῖ εἰς τὸ Προεδρεῖον τοὺς προσωρινῶς ἀναπληρώσαντας αὐτούς.

Ἄρθρ. 17. Ὁ Πρόεδρος ἀπαγγέλλει τὴν ἔναρξιν καὶ τὸ τέλος τῶν συνεδριάσεων· ἀπαγγέλλων δὲ τὸ τέλος, συγχρόνως προσδιορίζει συναινέσει τῆς Βουλῆς, τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ἡμερησίαν διάταξιν, ἤτοι τὰ ἀντικείμενα τῆς ἑπομένης συνεδριάσεως.

Ἡ ἡμερησία διάταξις τοιχοκολλᾶται καὶ εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ βουλευτηρίου.

Αἱ συνεδριάσεις ἄρχονται συνήθως κατὰ τὴν 11ην ὥραν π. μ.

Ἄρθρ. 18. Πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῶν συνεδριάσεων ἀναγινώσκεται μεγαλοφώνως παρ’ ἑνὸς τῶν Γραμματέων ὁ ὀνομαστικὸς τῶν βουλευτῶν κατάλογος, τῶν δὲ ἀπόντων βουλευτῶν σημειοῦνται τὰ ὀνόματα. Ὁ ἀναγνωσθεὶς κατάλογος ὑπογράφεται ἔπειτα παρὰ τοῦ Προέδρου καὶ τῶν Γραμματέων.

Ἄρθρ. 19. Ὅταν τις τῶν βουλευτῶν κωλύεται νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν συνεδρίασιν ἀκριβῶς κατὰ τὴν ὁρισθεῖσαν ὥραν, ὀφείλει πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς συνεδριάσεως νὰ γνωστοποιήσῃ καὶ ἀποδείξῃ πρὸς τὸν Πρόεδρον τὸν ἀπαραίτητον λόγον τοῦ κωλύματος· χωρὶς δὲ τούτου, ἂν δὲν ἐμφανισθῇ εἰς τρεῖς συνεδριάσεις, ὁ Πρόεδρος διατάττει τὸν Γραμματέα νὰ δηλώσῃ ἐπὶ συνεδριάσεως τὴν ἔλλειψιν ταύτην, ἥτις σημειοῦται καὶ εἰς τὰ πρακτικά, ἂν ἀποφασίσῃ ἡ βουλή· ἐὰν δὲ καὶ μετὰ ταῦτα δὲν ἐμφανίζεται τακτικῶς, τότε, ἐκτὸς ὅτι τοῦ ἀφαιρεῖται, ἐφ’ ὅσον λείψει, τὸ ἡμερήσιον μέρος τῆς βουλευτικῆς του ἀντιμισθίας, γνωστοποιεῖται ἡ ἔλλειψίς του αὕτη καὶ εἰς τὴν ἐκλέξασαν αὐτὸν ἐπαρχίαν διὰ τῆς ἁρμοδίου διοικητικῆς ἀρχῆς.

Οὐδεὶς τῶν βουλευτῶν δύναται, διαρκούσης συζητήσεως ἢ προκειμένης ψηφοφορίας, νὰ ἐξέλθῃ τοῦ βουλευτικοῦ περιβόλου καὶ ἀναχωρήσῃ ὅλως ἐκ τοῦ βουλευτηρίου, ἄνευ ἀδείας τοῦ Προέδρου ὁ τοῦτο ποιῶν σημειοῦται πρὸς νουθέτησιν.

Οἱ βουλευταὶ οἱ περιφερόμενοι ἄνευ ἀνάγκης εἰς τὰ παρακείμενα τῷ βουλευτικῷ περιβόλῳ δωμάτια, ὀφείλουσι νὰ ἐπανέρχωνται ἀμέσως εἰς τὸν περίβολον, ἅμα καλούμενοι παρὰ τοῦ Προέδρου διὰ τῶν κλητήρων.

Ἄρθρ. 20. Μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ὀνομαστικοῦ καταλόγου, ὁ Γραμματεὺς ἀναγινώσκει τὰ πρακτικὰ τῆς προλαβούσης συνεδριάσεως.

Ἐὰν γίνῃ παρά τινος ἔνστασις κατὰ τῆς συντάξεως τῶν πρακτικῶν καὶ ὑποστηριχθῇ καὶ παρ’ ἄλλων, ὁ Γραμματεὺς δίδει τὰς προσηκούσας διασαφίσεις, ἡ δὲ βουλὴ ἀποφασίζει περὶ τῆς ζητουμένης διορθώσεως, καὶ γενομένης παραδεκτῆς, διορθόνονται τὰ πρακτικὰ εἴτε ἀμέσως εἴτε κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν συνεδρίασιν τὸ βραδύτερον.

Ἄρθρ. 21. Μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν πρακτικῶν ὁ Γραμματεύς, ἀδείᾳ τοῦ Προέδρου, φέρει εἰς γνῶσιν τῆς Βουλῆς τὰ Διαγγέλματα, τὰς γραφὰς καὶ τὰς ἄλλας πρὸς τὴν Βουλὴν ἐπιστολάς.

Ἄρθρ. 22. Ὁ Πρόεδρος ἀπαγγέλλει μετὰ τοῦτο τὰ ἀντικείμενα τῆς ἡμερησίας διατάξεως, καὶ προάγει τὴν περὶ ἑνὸς ἑκάστου κατὰ τάξιν συζήτησιν.

Ἄρθρ. 23. Ὑπάρχουσιν ἐν τῷ Βουλευτηρίῳ ἕδραι προσδιωρισμέναι διὰ τοὺς Ὑπουργούς.

Ἄρθρ. 24. Οὐδεὶς τῶν βουλευτῶν δύναται νὰ ἀγορεύσῃ πρὶν ἐγγραφῇ ἢ ζητήσῃ ἐκ τῆς θέσεώς του καὶ λάβῃ τὴν εἰς τοῦτο ἄδειαν τοῦ Προέδρου· διαδέχεται δὲ πάντοτε ὁ ἀγορεύων κατὰ τοῦ προκειμένου ζητήματος τὸν ἀγορεύοντα ὑπὲρ τούτου, καὶ τὸ ἀνάπαλιν, κατὰ τὴν τάξιν τῆς ἐγγραφῆς των.

Ὁ θέλων ν’ ἀπαντήσῃ μεταξὺ τῆς συζητήσεως εἰς λόγον προσωπικόν, ζητεῖ τὴν ἄδειαν τοῦ Προέδρου· ἀλλ’ ὀφείλει νὰ περιορισθῇ εἰς τὸ ἀντικείμενον τῆς αἰτήσεώς του, ἡ δὲ σειρὰ τῆς συζητήσεως δὲν παραλλάσσει ἐκ τούτου.

Ἄρθρ. 25. Οἱ βουλευταὶ ἀγορεύουσιν ἀπὸ τοῦ βήματος· ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῆς ἕδρας των, ὅταν ὁ Πρόεδρος τοῦ τὸ ἐπιτρέψῃ.

Ἄρθρ. 26. Πᾶσα προσωπικὴ προσβολὴ καὶ πᾶν σημεῖον ἐπιδοκιμασίας ἢ ἀποδοκιμασίας ἀπαγορεύεται εἰς τοὺς βουλευτάς.

Ἄρθρ. 27. Ὁ ἀγορεύων δὲν διακόπτεται· ἂν δὲ παραβαίνῃ διάταξίν τινα τοῦ Κανονισμοῦ ἢ ἀπομακρύνεται τοῦ ζητήματος, ὁ Πρόεδρος οἴκοθεν ἢ κατ’ αἴτησιν ἑνὸς ἢ πλειόνων βουλευτῶν ἀνακαλεῖ αὐτὸν εἰς τὴν τάξιν. Ἂν δὲ ζητήσῃ νὰ δικαιολογηθῇ ἢ νὰ ἐπιφέρῃ διασαφήσεις εἰς τὸν λόγον του, δίδεται ἀκρόασις εἰς αὐτὸν ὑπακούοντα εἰς τὰς παρατηρήσεις τοῦ Προέδρου· ἂν δὲ ἀγορεύων περιπέσῃ καὶ πάλιν εἰς τὴν αὐτὴν παράβασιν, ὁ Πρόεδρος ζητεῖ τὴν γνώμην τῆς Βουλῆς ἂν πρέπῃ νὰ ἀπηγορευθῇ ὁ λόγος ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ζητήματος ἐν τῇ αὐτῇ συνεδριάσει.

Ἄρθρ. 28. Ὅταν τις διισχυρίζεται ὅτι παρεβιάσθη ἡ ἡμερησία διάταξις ἢ ὁ Κανονισμός, ἢ ὅτι ἡ συζήτησις ἄλλων ἀντικειμένων ἔπρεπε νὰ προηγηθῇ, ἢ αἰτεῖ τὴν ἀναβολὴν τοῦ προκειμένου ζητήματος εἰς ἄλλην συνεδρίασιν, καὶ αἰ παρατηρήσεις του αὗται ὑποστηρίζονται, τότε ὅλα τὰ παρεμπίπτοντα ταῦτα ἀποφασίζονται, κατὰ προτίμησιν, καὶ ἡ κυρία συζήτησις ἀναβάλλεται μέχρις οὗ ἡ Βουλὴ ἀποφασίσῃ περὶ τῶν παρεμπιπτόντων τούτων ζητημάτων.

Ἄρθρ. 29. Πᾶς Βουλευτὴς δὶς μόνον ἀγορεύει ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θέματος πλὴν ἂν ἡ Βουλὴ ἐρωτηθεῖσα παρὰ τοῦ Προέδρου ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτὸν νὰ ἀγορεύσῃ καὶ ἐκ τρίτου. Τὸ αὐτὸ θέλει διατηρεῖσθαι καὶ ὅταν ζητήσῃ ν’ ἀγορεύσῃ ἐπὶ τῆς θέσεως τοῦ ζητήματος.

Ἄρθρ. 30. Ἐπὶ τῶν συνθέτων ζητημάτων, ἡ διαίρεσις ἀπαγγέλλεται παρὰ τοῦ Προέδρου, ὅταν ζητηθῆ παρ’ ἑνὸς Βουλευτοῦ· ἀμφιβολίας δὲ οὔσης περὶ τοῦ συνθέτου αὐτῶν, ἀποφασίζει ἡ Βουλή.

Ἄρθρ. 31. Πᾶσα αἴτησις περὶ μυστικῆς συνεδριάσεως, κατὰ τὸ ἄρθρον 48 τοῦ Συντάγματος, γίνεται ἐγγράφως ἢ προφορικῶς, σημειουμένων τῶν ὀνομάτων τῶν αἰτησάντων εἰς τὰ πρακτικά. Εἰς δὲ τὰς μυστικὰς συνεδριάσεις διατηρεῖται ἡ αὐτὴ τάξις τῶν συζητήσεων ὡς καὶ εἰς τὰς δημοσίας. Ἡ δὲ Βουλὴ ἀποφασίζει ἂν τὰ πρακτικὰ τῶν μυστικῶν συνεδριάσεων πρέπει νὰ δημοσιευθῶσιν.

Ἄρθρ. 32. Πᾶς Βουλευτὴς ταράττων τὴν τάξιν, ἀνακαλεῖται εἰς αὐτὴν ἐξ ὀνόματος παρὰ τοῦ Προέδρου· ἂν δ’ ἐπιμείνῃ, ἐγγράφεται ἡ ἀνάκλησις εἰς τὰ πρακτικά. Ἀπειθοῦντος δὲ αὐτοῦ καὶ περαιτέρω ἡ Βουλὴ ἀποφασίζει ἅμα τὴν εἰς τὰ πρακτικὰ καταχώρησιν τῆς τε παρεκτροπῆς καὶ τῆς ἐπὶ ταύτης ἀποδοκιμασίας.

Ἄρθρ. 33. Ἂν ἡ Βουλὴ καταστῇ θορυβώδης, ὁ δὲ Πρόεδρος δὲν δυνηθῇ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν ἡσυχίαν, προσημαίνει διὰ τῆς κρούσεως τοῦ κώδωνος, ὅτι θέλει διαλύσει τὴν συνεδρίασιν, ἂν δὲν παύση ὁ θόρυβος. Ἂν δὲ καὶ μετὰ τὸ σημεῖον τοῦτο δὲν ἀποκατασταθῇ ἡ εὐταξία, διαλύει τὴν συνεδρίασιν ἐπὶ μίαν ὥραν, διαρκούσης τῆς ὁποίας οἱ Βουλευταὶ ἐξέρχονται τοῦ περιβόλου καὶ ἐπανέρχονται μετὰ τῆς ὥρας τὴν παρέλευσιν.

Ἄρθρ. 34. Πρὶν ὁ Πρόεδρος κηρύξῃ ἀποπερατωμένην τὴν συζήτησιν, ἐρωτᾷ τὴν βουλὴν ἂν ἐφωτίσθη ἀρκούντως· ἂν δὲ μετὰ δευτέραν περὶ τούτου δοκιμασίαν προκύψῃ δισταγμός, ἐξακολουθεῖ ἡ συζήτησις.

Ἄρθρ. 35. Πᾶν Νομοσχέδιον ὑποβαλόμενον παρὰ τῆς Κυβερνήσεως εἰς συζήτησιν τῆς Βουλῆς, καὶ πᾶν προβούλευμα διαβιβαζόμενον εἰς τὴν Βουλὴν παρὰ τῆς Γερουσίας, ἀναγινώσκεται πρὸς τὴν Βουλὴν μετὰ τῶν αἰτιολογικῶν ἐκθέσεων, τυπόνεται μετ’ αὐτῶν, καὶ διανέμεται εἰς τοὺς βουλευτάς· μίαν δὲ ἡμέραν μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν προσδιορίζεται ἡ ἡμέρα τῆς συζητήσεως.

Ἄρθρ. 36. Τὴν προσδιορισθεῖσαν ταύτην ἡμέραν ἄρχεται ἡ συζήτησις μόνον ἐπὶ τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ συνόλου τοῦ σχεδίου, εἰς τὸ τέλος τῆς ὁποίας, ἡ Βουλὴ ἀποφασίζει, διὰ μυστικῆς ψηφοφορίας, ἂν ἐγκρίνῃ νὰ προβῇ εἰς τὴν κατ’ ἄρθρον συζήτησιν τοῦ σχεδίου· καὶ ἂν μὲν δὲν παραδεχθῇ ταύτην τὸ σχέδιον, θεωρεῖται ἀπερριμμένον· ἄλλως δέ, τὸ σχέδιον στέλλεται εἰς τὴν ἁρμοδίαν ἢ εἰς ἔκτακτόν τινα ἐπιτροπήν, κατὰ τὰ περαιτέρω ρηθησόμενα, διὰ νὰ ἐπεξεργασθῇ αὕτη τὰς κατ’ ἄρθρον διατάξεις αὐτοῦ.

Ἄρθρ. 37. Μετὰ τὴν ἐπεξεργασίαν ταύτην ἡ ἐπιτροπὴ συντάττει τὴν περὶ τούτου ἔκθεσιν, ἥτις ἀναγινώσκεται, ἐπὶ δημοσίας συνεδριάσεως, καὶ τυπονομένη διανέμεται εἰς τοὺς βουλευτάς, ἡ δὲ ἡμέρα καθ’ ἣν θέλει ἀρχίσει ἡ συζήτησις τῶν ἄρθρων προσδιορίζεται ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς ἐκθέσεως.

Ἄρθρ. 38. Τὴν προσδιορισθεῖσαν ἡμέραν ἡ Βουλὴ συζητεῖ τὰς διατάξεις τοῦ νομοσχεδίου, κατὰ σειρὰν καὶ κατ’ ἄρθρον, ὁμοῦ μὲ τὰς ἀναφερομένας εἰς ἕκαστον τροπολογίας.

Ἄρθρ. 39. Αἰ παρὰ τῶν βουλευτῶν προτεινόμεναι τροπολογίαι πρέπει νὰ παραδίδονται γραπταὶ εἰς τὸν Πρόεδρον, ὅστις τὰς παραπέμπει εἰς τὴν ἐπιτροπήν.

Ἂν ὑπάρχωσι πολλαὶ περὶ τοῦ αὐτοῦ ἀντικειμένου ἐπιδεκτικαὶ συγχωνεύσεως, ἡ ἐπιτροπὴ προσκαλοῦσα ἐρωτᾷ τοὺς προτείνοντας ἂν θέλωσι νὰ τὰς συγχωνεύσωσιν εἰς ὀλιγωτέρας ἢ εἰς μίαν· γενομένης δὲ τῆς συγχωνεύσεως, ἢ μή, αἱ τροπολογίαι τυπόνονται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ προτείνοντος ἢ τῶν προτεινόντων, καὶ διανέμονται εἰς τοὺς βουλευτὰς πρὸ τῆς συζητήσεως αὐτῶν. Ἂν δὲ τροπολογία τις προταθῇ κατ’ αὐτὴν τὴν συζήτησιν, καὶ ἀναπτυχθεῖσα ὑποστηριχθῆ παρὰ πέντε μελῶν, ὁ Πρόεδρος λαμβάνει τὴν γνώμην τῆς Βουλῆς ἂν ἡ τροπολογία πρέπῃ νὰ συζητηθῇ εὐθὺς ἢ νὰ παραπεμφθῇ εἰς τὴν ἐπιτροπὴν καὶ τυπωμένη νὰ διανεμηθῇ πρὸς τῆς συζητήσεως εἰς τὰ μέλη.

Ἄρθρ. 40. Αἱ τροπολογίαι συζητοῦνται καὶ ψηφοφορῦνται πρὸ τῆς ἀρχικῆς διατάξεως εἰς ἣν ὑπάγονται.

Ἄρθρ. 41. Τὰ περὶ τροπολογιῶν ἐφαρμόζονται καὶ εἰς τὰς ὑποτροπολογίας.

Ἄρθρ. 42. Ὅταν τροπολογίαι τινὲς τῶν βουλευτῶν ἐγκριθῶσιν, ἡ Βουλὴ δύναται, μετὰ τὴν ἐπιψήφισιν τῶν ἄρθρων τοῦ σχεδίου, νὰ παραπέμψῃ αὐτὰς εἰς τὴν ἁρμοδίαν ἐπιτροπὴν διὰ νὰ συναρμόσῃ αὕτη ἐκ νέου τοὺς ὅρους αὐτοῦ πρὶν ὑποβληθῇ εἰς τὴν ὁλικὴν ἀνάγνωσιν, ἥτις πρέπει νὰ προηγηθῇ τῆς ψηφοφορήσεως ἐπὶ τοῦ ὅλου σχεδίου.

Ἄρθρ. 43. Ἂν ἡ Βουλὴ ἐγκρίνῃ, ἡ συναρμολογία αὕτη τυποῦται καὶ διανέμεται εἰς τοὺς βουλευτὰς 24 ὥρας τοὐλάχιστον πρὸ τῆς ἀναγνώσεως αὐτῆς.

Ἄρθρ. 44. Ὁ Πρόεδρος ἐρωτᾷ τὴν Βουλὴν ἂν θέλῃ νὰ γίνῃ καὶ ἄλλη συζήτησις ἐπὶ τοῦ ὅλου ἢ νὰ προβῇ ἀμέσως εἰς τὴν ψηφοφορίαν.

Ἄρθρ. 45. Ὁ προϋπολογισμὸς καὶ ὁ ἀπολογισμὸς τοῦ Κράτους, ἀφοῦ ἀναγνωσθῶσιν ἐπὶ συνεδριάσεως, τυπόνονται καὶ ἀποστέλλονται εἰς τὴν ἐπιτροπὴν διὰ τὴν κατ’ ἄρθρον αὐτῶν ἐπεξεργασίαν, χωρὶς νὰ προηγῆται συζήτησις ἐπὶ τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ συνόλου αὐτῶν.

Ἄρθρ. 46. Ὁ θέλων νὰ κάμῃ πρότασιν νόμου βουλευτής, παραδίδει αὐτὴν ἔγγραφον καὶ ἰδιοχείρως ὑπογεγραμμένην εἰς τὸν Πρόεδρον διὰ νὰ τὴν παραπέμψῃ εἰς τὴν ἐπὶ τῶν προτάσεων τῶν βουλευτῶν ἐπιτροπήν.

Ἄρθρ. 47. Ἂν αὕτη γνωμοδοτήσῃ, ὅτι ἡ πρότασις πρέπει ν’ ἀναπτυχθῇ, εἰδοποιεῖ περὶ τούτου τὸν Πρόεδρον, καὶ εἰς τὴν ἔναρξιν τῆς ἑπομένης συνεδριάσεως εἰσάγεται ἡ πρότασις.

Ἄρθρ. 48. Ἀναγνωσθείσης αὐτῆς, ὁ προτείνας προκαταγγέλλει τὴν ἡμέραν καθ’ ἣν θέλει νὰ κάμῃ τὴν ἀνάπτυξιν, ἡ δὲ Βουλὴ ἀκούσασα ὁρίζει αὐτήν.

Ἄρθρ. 49. Τὴν ὁρισθεῖσαν ἡμέραν, ἂν ἡ πρότασις ἀναπτυχθεῖσα ὑποστηριχθῇ παρὰ πέντε βουλευτῶν, συζητεῖται, ὁ δὲ Πρόεδρος ἐπερωτᾷ τὴν Βουλὴν ἂν λαμβάνῃ εἰς σκέψιν τὴν ὑποβαλλομένην πρότασιν, ἢ τὸ ἐναντίον. Καὶ ἂν ἡ Βουλὴ ἀποφασίσῃ τὸ πρῶτον, ἡ πρότασις τυπόνεται καὶ διανέμεται εἰς τὰ μέλη, ἡ δὲ Βουλὴ προχωρεῖ εἰς συζήτησιν αὐτῆς καὶ κατὰ τοὺς ἐν τῷ παρόντι κεφαλαίῳ προδιαγραφέντας τύπους.

Ἄρθρ. 50. Ὁ εἰσάγων τὴν πρότασιν βουλευτὴς δύναται πάντοτε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ, καίτοι κριθεῖσαν παρὰ τῆς Βουλῆς συζητητέαν· ἀλλ’ ἂν ἄλλος βουλευτὴς ἀναλάβῃ αὐτὴν εἰς ὄνομά του, ἡ συζήτησις ἐξακολουθεῖ.

Ἄρθρ. 51. Πρότασις νόμου εἰσαχθεῖσα παρὰ βουλευτοῦ καὶ ἐγκριθεῖσα παρὰ τῆς Βουλῆς ὀνομάζεται προβούλευμα, καὶ διαβιβάζεται πρὸς τὴν Γερουσίαν διὰ διαγγέλματος.

Ἄρθρ. 52. Τὰ νομοθετικὰ ἔργα τὰ ἀρξάμενα καὶ διακοπέντα ἐκ τῆς λήξεως τῆς συνόδου, (ἐκτὸς ἐὰν ἔληξεν ἡ σύνοδος ἐκ διαλύσεως τῆς Βουλῆς, ἢ τῆς ἐκπνεύσεως τῆς βουληφορικῆς περιόδου) δύνανται νὰ ἐπαναληφθῶσιν εἰς τὴν ἑπομένην σύνοδον καθ’ ἣν εὑρίσκονται στάσιν, ἂν ἐπ’ αὐτῶν ἤδη προεγένετο ἔκθεσις· ἀλλὰ περὶ τούτου ἀποφασίζει ἡ Βουλή, κατ’ αἴτησιν ἑνὸς τῶν μελῶν αὐτῆς.

Ἄρθρ. 53. Ἐπὶ ἀμφισβητήσεων περὶ τάξεως, προτερεύσεως, παύσεως ἢ ἀναβολῆς συζητήσεως εἰς ἄλλην συνεδρίασιν, ὁμοίως καὶ ἐπὶ προτάσεως ἂν πρέπῃ ἡ Βουλὴ νὰ ἐπιληφθῇ τινος ζητήματος, ἢ βουλευθῇ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ πάντων τῶν ἄλλων προπαρασκευαστικῶν καὶ παρεμπιπτουσῶν συζητήσεων, ἡ Βουλὴ ἀποφασίζει δι’ ἀναστάσεως· ἂν ἡ ἀνάστασις ἀφίνῃ ἀμφιβολίαν περὶ τῆς ἀποφάσεως τῆς Βουλῆς, τὸ Προεδρεῖον ἀριθμεῖ τοὺς ἀναστάντας καὶ καθημένους.

Μεταξὺ τῶν δύο τούτων δοκιμῶν οὐδεὶς δύναται νὰ λάβῃ τὸν λόγον.

Ἄρθρ. 54. Τὸ ἀποτέλεσμα δὲ τῶν δοκιμῶν τούτων, βεβαιούμενον παρὰ τῶν Γραμματέων, ἐκφωνεῖται παρὰ τοῦ Προέδρου.

Ἄρθρ. 55. Ἐὰν εἴκοσι μέλη ζητήσωσι τὴν διὰ ψήφων ἀπόφασιν, εἴτε πρὸ πάσης δοκιμῆς, εἴτε μετὰ τὴν ἀμφίβολον δοκιμὴν, ἐξ ἀνάγκης γίνεται παραδεκτὸς ὁ τρόπος οὗτος.

Ἄρθρ. 56. Τὰ μὲν ἄρθρα τῶν νομοσχεδίων καὶ τῶν προβουλευμάτων ψηφοφοροῦνται, κατὰ τὰ προηγούμενα ἄρθρα τοῦ κεφαλαίου τούτου. Τὸ δὲ σύνολον τῶν νομοσχεδίων καὶ τῶν προβουλευμάτων ὑποβάλλεται πάντοτε εἰς μυστικὴν ψηφοφορίαν.

Ἄρθρ. 57. Ἡ μυστικὴ ψηφοφορία γίνεται κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον: Εἷς τῶν Γραμματέων ἀναγινώσκων τὸν κατάλογον, καλεῖ ἐξ ὀνόματος τοὺς βουλευτάς, ὁ δὲ καλούμενος, λαμβάνων παρὰ τοῦ ἑτέρου Γραμματέως δύο ψήφους, τὴν μὲν λευκήν, τὴν δὲ μέλαιναν, ἀποθέτει τὴν μίαν εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ βήματος κειμένην ψηφοφόρον κάλπην, τὴν δὲ ἑτέραν, τῆς ὁποίας δὲν ἔκαμε ψηφιστικὴν χρῆσιν, ἀποθέτει εἰς τὴν ἐπὶ τούτῳ παρακειμένην δευτέραν κάλπην· ἐμφαίνει δὲ ἡ μὲν λευκὴ ψῆφος τὴν παραδοχὴν, ἡ δὲ μέλαινα τὴν ἀπόρριψιν. — Γίνεται δὲ καὶ νέα κλῆσις διὰ τοὺς μὴ ψηφοφορήσαντας, ἂν τυχὸν παρευρεθῶσι πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς διαλογῆς τῶν ψήφων.

Ἄρθρ. 58. Δύο Γραμματεῖς λαμβάνουσι σημείωσιν τῶν προσερχομένων εἰς ψηφοφορίαν· πρὶν δὲ τῆς διαλογῆς, ὁ Πρόεδρος ἀπαγγέλλει τὸν ἀριθμὸν τῶν πραγματικῶς ψηφοφορησάντων.

Ἄρθρ. 59. Τελειωθείσης τῆς ὀνομαστικῆς κλήσεως, οἱ Γραμματεῖς ἀπαριθμοῦσι τὰς ψήφους εἰς τὸ φανερόν, χωρίζοντες τὰς λευκὰς ἀπὸ τὰς μελαίνας, τὸ δὲ ἐξαχθὲν ἀποτέλεσμα ἐκφωνεῖται παρὰ τοῦ Προέδρου.

Ἄρθρ. 60. Ἀπαγγελλομένου τοῦ καταλόγου, οἱ βουλευταὶ δὲν ἀφίνουσι τὰς ἕδρας των πρὶν ἀκούσῃ ἕκαστος τὸ ὄνομά του καὶ πάλιν ἕκαστος ἀναλαμβάνει τὴν θέσιν του ἅμα ψηφοφορήσας.

Ἄρθρ. 61. Ἡ ἀπόφασις τῆς Βουλῆς ἐπὶ τῶν νομοσχεδίων καὶ προβουλευμάτων ἐκφωνεῖται οὕτως: «Ἡ Βουλὴ παρεδέχθη» ἢ «ἡ Βουλὴ δὲν παρεδέχθη»

Ἄρθρ. 62. Αἱ ἐνεργούμεναι παρὰ τῆς Βουλῆς ἐκλογαὶ γίνονται μυστικῶς διὰ ψηφοδελτίων.

Ἄρθρ. 63. Τὰ ψηφοδέλτια φέρουσι τόσα ὀνόματα ὅσα πρόσωπα πρόκειται νὰ ἐκλεχθῶσι, τὸ δὲ φέρον πλείονα τῶν ἀπαιτουμένων δὲν ἰσχύει εἰμὴ διὰ τὰ πρῶτα ὀνόματα μέχρι τῆς συμπληρώσεως τοῦ ἀπαιτουμένου ἀριθμοῦ τῶν ὑποψηφίων.

Ἄρθρ. 64. Δύο ψηφολέκται καλούμενοι παρὰ τοῦ Προέδρου συγκαταθέσει τῆς βουλῆς, ἐκ τῶν βουλευτῶν τῶν ἀντιθέτων μερῶν, ἀνοίγουσι τὰ ψηφοδέλτια, τὰ ὁποῖα ἀναγινώσκονται μεγαλοφώνως παρὰ τοῦ Γραμματέως, ἐπιτηρούντων καὶ αὐτῶν.

Ἰσοψηφίας οὔσης, ἀποφασίζει ὁ κλῆρος.

Ἄρθρ. 65. Ἀφ’ οὗ τὸ ἀποτέλεσμα κηρυχθῇ, ἀφανίζονται τὰ ψηφοδέλτια, τὸ δὲ ἀποτέλεσμα ὑπογράφεται παρὰ τοῦ Προέδρου, τῶν ἀντιπροέδρων, τῶν Γραμματέων, καὶ τῶν δύο ψηφολεκτῶν.

Ἄρθρ. 66. Πᾶσα διαμαρτύρησις ἐναντίον ἀποφάσεως τῆς Βουλῆς ἀπαγορεύεται.

Ἄρθρ. 67. Κατὰ τὴν ἔναρξιν ἑκάστης Συνόδου, μετὰ τὴν ἐκλογὴν τοῦ ὁριστικοῦ Προεδρείου, ἡ Βουλὴ ἐκλέγει δι’ ὅλην τὴν Σύνοδον, διὰ σχετικῆς πλειονοψηφίας, πρὸ ἐπεξεργασίαν τῶν καθυποβαλλομένων εἰς αὐτὴν ἀντικειμένων, τὰς ἀκολούθους ἐννέα ἐπιτροπάς: τὴν τοῦ Δικαίου, τὴν τῶν Οἰκονομικῶν, τὴν τῶν Ἐσωτερικῶν, τὴν τῶν Στρατιωτικῶν, τὴν τῶν Ναυτικῶν, τὴν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Ἐκπαιδεύσεως, τὴν τῶν Ἐξωτερικῶν, τὴν τῶν Ἀναφορῶν καὶ τὴν ἐπὶ τῶν Προτάσεων τῶν βουλευτῶν· εἰς ἑκάστην τῶν ὁποίων ὑπάγονται τὰ ἀνάλογα ἀντικείμενα, ὧν ἐπιλαμβάνεται ἡ Βουλή.

Τῶν μικτῶν ἀντικειμένων ἐπιλαμβάνονται συνερχόμεναι εἰς ἓν αἱ ἁρμόδιαι Ἐπιτροπαί.

Ἄρθρ. 68. Ἡ μὲν τοῦ Δικαίου Ἐπιτροπὴ σύγκειται περίπου ἐκ μελῶν ἕνδεκα, ἡ δὲ τῶν Οἰκονομικῶν ἐξ εἰκοσιπέντε, ἡ τῶν Ἐσωτερικῶν ἐκ δεκαπέντε, ἡ τῶν Στρατιωτικῶν ἐκ δεκαπέντε, τῶν Ναυτικῶν ἐξ ἐννέα, ἡ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Ἐκπαι

Κ. Λεβίδης
δεύσεως ἐξ ἕνδεκα, ἡ τῶν Ἐξωτερικῶν ἐξ ἐννέα, ἡ τῶν Ἀναφορῶν ἐκ δεκαπέντε καὶ ἡ ἐπὶ τῶν προτάσεων ἐκ δεκαπέντε.

Ἄρθρ. 69. Ἑκάστη Ἐπιτροπὴ ἐκλέγει ἐκ τῶν ἰδίων αὐτῆς μελῶν τὸν Πρόεδρον καὶ τὸν Γραμματέα της. Τοῦτον δὲ δύναται νὰ προσλάβῃ καὶ ἐκτὸς τῆς Βουλῆς, ἂν ἡ χρεία τὸ καλέσῃ.

Ἄρθρ. 70. Ἑκάστη Ἐπιτροπὴ δύναται, ὅταν λάβῃ χρείαν, νὰ καλέσῃ πρὸς φωτισμὸν αὐτῆς καὶ ἄλλους ἐκ τῶν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Βουλῆς.

Ἄρθρ. 71. Ἑκάστη τῶν Ἐπιτροπῶν συζητεῖ κατ’ ἰδίαν τὰς διαβιβασθείσας εἰς αὐτὴν ὑποθέσεις, καὶ μετὰ τὴν συζήτησιν ἐκλέγει εἰσηγητὴν ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς διὰ νὰ κάμῃ ἔκθεσιν εἰς τὴν Βουλήν.

Ἡ ἔκθεσις αὕτη διαλαμβάνει τὴν γνώμην καὶ τοὺς λόγους τῶν τε πλειόνων καὶ τῆς μειονοψηφίας, καὶ τελειόνει μὲ αἰτιολογημένην πρότασιν. Τυπωθεῖσα δὲ διανέμεται εἰς τοὺς βουλευτὰς εἰκοσιτέσσαρας, τοὐλάχιστον, ὥρας πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς δημοσίας συζητήσεως.

Ἄρθρ. 72. Οἱ Ὑπουργοὶ δύνανται νὰ παρευρίσκονται εἰς τὰς συζητήσεις τῶν ἐπιτροπῶν, ἀλλὰ δὲν ἔχουσι δικαίωμα ψήφου, εἰμὴ ὅταν ᾖναι μέλη τῆς ἐπιτροπῆς.

Καὶ βουλευτὴς εἰσαγαγὼν πρότασιν παρευρίσκεται εἰς τὰς συζητήσεις ταύτας τῶν ἐπιτροπῶν, ἀλλά δὲν ἔχει δικαίωμα ψήφου ἂν δὲν ᾖναι μέλος τῆς αὐτῆς Ἐπιτροπῆς.

Ἄρθρ. 73. Ἡ ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν ἐπιτροπὴ κάμνει ἰδιαιτέραν ἔκθεσιν περὶ τοῦ προϋπολογισμοῦ τῶν ἐσόδων, καὶ ἄλλην περὶ τοῦ προϋπολογισμοῦ τῶν ἐξόδων.

Ἄρθρ. 74. Αἴτησις ἀδείας τῆς Βουλῆς, κατὰ τὸ ἄρθρ. 56 τοῦ Συντάγματος, γνωστοποιηθεῖσα ἁπλῶς παρὰ τοῦ Προέδρου εἰς τὴν Βουλήν, παραπέμπεται ἀμέσως εἰς τὴν τοῦ Δικαίου ἐπιτροπήν, διὰ νὰ γνωμοδοτήσῃ ἂν πρέπῃ νὰ δοθῇ ἡ αἰτουμένη ἄδεια.

Ἄρθρ. 75. Ὅταν εἴκοσι μέλη ἀπαιτήσωσι σύστασιν εἰδικῆς τινος ἐπιτροπῆς, συνίσταται τοιαύτη παρὰ τῆς Βουλῆς, ἀλλ’ εἰς αὐτὴν δὲν εἰσάγονται μέλη ἀγορεύσαντα κατὰ τοῦ συζητουμένου.

Ἄρθρ. 76. Αἱ πρὸς τὴν Βουλὴν ἀναφοραὶ καταχωρίζονται εἰς ἰδιαίτερον πρωτόκολλον, καθ’ ἣν εἰσέρχονται εἰς χρονολογικὴν τάξιν. Σημειοῦται δὲ ἐν αὐτῷ ὁ αὔξων ἀριθμὸς τῆς ἀναφορᾶς, ἡ περίληψις αὐτῆς, καὶ τὸ ὄνομα καὶ ἡ κατοικία τοῦ ἀναφερομένου.

Ἀνώνυμοι καὶ λοίδοροι ἀναφοραὶ δὲν εἶναι δεκταί, οὐδὲ καταχωρίζονται εἰς τὸ πρωτόκολλον.

Ἄρθρ. 77. Τὸ πρωτόκολλον τοῦτο, τυπονόμενον, διανέμεται εἰς τοὺς βουλευτὰς ἐπιμελείᾳ τοῦ Προέδρου, ἵνα ἔχωσι γνῶσιν αὐτοῦ πρὸ τῆς ἐκθέσεως τῆς ἐπὶ τῶν ἀναφορῶν Ἐπιτροπῆς.

Ἄρθρ. 78. Αἱ εἰς τὸ ῥηθὲν πρωτόκολλον καταχωρισμέναι ἀναφοραὶ παραπέμπονται εἰς τὴν ἁρμοδίαν Ἐπιτροπήν, ὅπου πάντες οἱ βουλευταὶ δύνανται νὰ λαμβάνωσι γνῶσιν αὐτῶν.

Ὅσαι δὲ τούτων ἔχουσι σχέσιν πρὸς ἀντικείμενα ἐμφανισθέντα ἤδη εἰς τὴν βουλὴν καὶ καθυποβληθέντα εἰς ἐπεξεργασίαν Ἐπιτροπῆς τινος, διαβιβάζονται, κατ’ εὐθεῖαν, εἰς αὐτὴν παρὰ τοῦ Προέδρου τῆς βουλῆς.

Ἄρθρ. 79. Ἡ Ἐπιτροπὴ τῶν ἀναφορῶν ὑποβάλλει ἅπαξ τοὐλάχιστον τῆς ἑβδομάδος εἰς τὴν βουλήν, ἔκθεσιν τῶν εἰς αὐτὴν διαβιβασθεισῶν ἀναφορῶν, κατὰ τὴν τάξιν τῆς καταχωρίσεως αὐτῶν εἰς τὸ πρωτόκολλον.

Προτιμῶνται δὲ τῶν ἄλλων αἱ παρά τινος βουλευτοῦ ὑποστηριζόμεναι.

Ἄρθρ. 80. Τὰ σχέδια τῶν πρὸς τὸν βασιλέα ἀπαντήσεων συντάσσονται παρὰ Ἐπιτροπῆς συγκειμένης ἐξ ἕνδεκα μελῶν, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Προέδρου τῆς βουλῆς, καὶ ἐκλεγομένης διὰ σχετικῆς πλειονοψηφίας. Τὰ σχέδια ταῦτα ὑποβάλλονται ἑπομένως εἰς τὴν βουλήν, καὶ γενόμενοι παραδεκτά, διὰ μυστικῆς ψηφοφορίας, ἀντιγράφονται εἰς τὰ πρακτικά.

Αἰ πρὸς ταῦτα ἀποκρίσεις τοῦ βασιλέως ἀναγινώσκονται ἐπὶ δημοσίας συνεδριάσεως, καὶ καταχωρίζονται ἐπίσης εἰς τὰ πρακτικά.

Ἄρθρ. 81. Ὁ Πρόεδρος καὶ δέκα μέλη της βουλῆς, κατὰ κλῆρον ἐκλεγόμενοι, ὁμοῦ μὲ τοὺς Ἀντιπροέδρους καὶ τοὺς Γραμματεῖς, συνιστῶσι τὴν μεγάλην λεγομένην πρέσβευσιν, ἡ δὲ μικρὰ συνίσταται ἐκ τοῦ Προέδρου, τῶν ἀντιπροέδρων καὶ τῶν Γραμματέων.

Ἄρθρ. 82. Τὰ πρακτικὰ τῆς βουλῆς εἶναι ἡ τῶν καθ’ ἑκάστην συνεδρίασιν ἐργασιῶν αὐτῆς ἔγγραφος καὶ ἀκριβῆς ἔκθεσις· εἰς ταῦτα δὲν γίνεται μνεία τῶν λόγων τῶν ἀγορευσάντων εἰμὴ συνοπτικῶς· οἱ δὲ ἀγορεύσαντες κατονομάζονται μόνον ἂν τὸ ἀπαιτήσωσιν.

Ἄρθρ. 83. Αἱ αἰτιολογικαὶ ἐκθέσεις τῶν νομοσχεδίων, καὶ αἱ ἐκθέσεις τῶν ἐπιτροπῶν ἐπ’ αὐτῷ, καταχωρίζονται αὐτολεξεὶ εἰς τὰ πρακτικά.

Ἄρθρ 84. Τὰ ἀναγνωσθέντα εἰς τὴν συνεδρίασιν ἔγγραφα δὲν καταχωρίζονται εἰς τὰ πρακτικά, ἐκτὸς ἂν ἡ βουλὴ τὸ διατάξῃ· σημειοῦται δὲ μόνον ὁ τίτλος καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν πράξεων καὶ ἐγγράφων τῶν καταχωρισθέντων εἰς τὰ ἀρχεῖα τῆς βουλῆς.

Ἄρθρ. 85. Ὁ Πρόεδρος καὶ οἱ Γραμματεῖς ἐφορῶσι τὴν σύνταξιν τῶν πρακτικῶν, τὰ ὁποῖα ἀφ’ οὗ ἐγκριθῶσι παρ’ αὐτῶν, ἀναγινώσκονται εἰς τὴν συνεδρίασιν· ἐγκριθέντα δὲ παρὰ τῆς βουλῆς, μεταγράφονται καθαρῶς, ὑπογράφονται παρὰ τοῦ Προέδρου ἢ τοῦ διευθύνοντος τὴν συνεδρίασιν Ἀντιπροέδρου καὶ τῶν παρευρεθέντων εἰς τὴν συνεδρίασιν Γραμματέων.

Ἄρθρ. 86. Οἱ συντάκται φροντίζουσι τὴν ἀντιγραφὴν τῶν πρακτικῶν, πέμπουσιν αὐτὰ εἰς τὸν τύπον ἐντὸς 24 ὡρῶν, διορθόνουσι τὰ δοκίμια τὰ ὁποῖα, ἐκτυπωθέντα, διανέμονται εἰς τὰ μέλη τῆς βουλῆς καὶ τῆς Γερουσίας.

Ἄρθρ. 87. Οἱ βουλευταὶ ἔχουσι τὸ δικαίωμα νὰ ἀναγινώσκωσι τὰ πρωτότυπα τῶν πρακτικῶν καὶ τὰ καταχωρισθέντα εἰς τὰ ἀρχεῖα ἔγγραφα.

Ἄρθρ. 88. Οὐδὲν ἀντίγραφον πράξεων καὶ λοιπῶν ἐγγράφων τῶν ἐν τῷ ἀρχείῳ τῆς Βουλῆς, δὲν δίδεται εἰς τοὺς αἰτοῦντας, χωρὶς ἀδείας τοῦ Προέδρου, ὑπογεγραμμένης παρὰ τοῦ αὐτοῦ καὶ ἑνὸς τοὐλάχιστον τῶν Γραμματέων.

Ἄρθρ. 89. Εἰς τὸ τέλος ἑκάστης Συνόδου, τὰ πρακτικὰ αὐτῆς ὑπογράφονται παρὰ πάντων τῶν μελῶν τῆς Βουλῆς.

Ἄρθρ. 90. Ὅταν ἡ Βουλὴ παραδεχθῇ προσθήκην τινα ἢ τροπολογίαν τοῦ Κανονισμοῦ, οἱ Γραμματεῖς συναρμόζουσι τὰς μεταβολὰς ταύτας μὲ τὰ ἄρθρα αὐτοῦ, τυποῦται δὲ ἐκ νέου ὁ Κανονισμό, καὶ διανέμεται εἰς τοὺς βουλευτὰς καὶ τοὺς γερουσιαστάς.

Ἄρθρ. 91. Δύο συντάκται λαμβανόμενοι ἐκτὸς τῆς Βουλῆς συντάσσουσι τὰ Πρακτικά, ἐπιτηρούντων τῶν Γραμματέων· ἐκλέγονται δὲ παρὰ τοῦ Προεδρείου.

Ἄρθρ. 92. Τὸ Προεδρεῖον διορίζει προσέτι τοὺς ἀναγκαίους ἀντιγραφεῖς, δύο εὐταξίας καί, τὸ πολύ, δέκα κλητῆρας.

Ἄρθρ. 93. Ἡ Βουλὴ διορίζει, κατὰ πρότασιν τοῦ Προεδρείου, ἐπὶ τριπλασίου ἀριθμοῦ ὑποψηφίων, τὸν ἀρχειοφύλακα καὶ βιβλιοφύλακα αὐτῆς, ὅστις διατελεῖ μέχρι τῆς ἐνάρξεως τῆς ἑπομένης συνόδου.

Ἄρθρ. 94. Ἡ Βουλὴ λαμβάνει στρατιωτικὴν φρουρὰν, ἥτις κεῖται ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ Προέδρου.

Ἄρθρ. 95. Εἰς τὴν ἀρχὴν ἑκάστης συνόδου διορίζεται παρὰ τῆς Βουλῆς λογιστικὴ ἐπιτροπὴ ἐκ πέντε μελῶν.

Ἄρθρ. 96. Ἡ ἐπιτροπὴ αὕτη καταστρόνει τὸν ἐτήσιον προϋπολογισμὸν ὅλων ἐν γένει τῶν ἐξόδων τῆς Βουλῆς, τὸν ὁποῖον ὑποβάλλει εἰς τὴν ἐξέτασιν καὶ ἐπικύρωσιν αὐτῆς κατὰ τὴν ἀρχὴν ἑκάστης Συνόδου.

Ἄρθρ 97. Καθυποβάλλει ὁμοίως παρατηρήσεις περὶ τῆς οἰκονομικῆς βελτιώσεως διαφόρων κεφαλαίων, τῆς πιστώσεως καὶ δαπάνης.

Ἄρθρ. 98. Ἡ Βουλὴ διορίζει συγχρόνως ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς δι’ ἑκάστην σύνοδον, καὶ ἕνα ταμίαν, χρέη τοῦ ὁποίου εἶναι:

α′) Νὰ καταστρόνῃ τὴν μηνιαίαν κατάστασιν συμφώνως πρὸς τὸν ἐτήσιον προϋπολογισμόν.

β′) Νὰ καθυποβάλλῃ τὴν κατάστασιν ταύτην εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν καὶ ἔγκρισιν τῆς λογιστικῆς Ἐπιτροπῆς.

Ἄρθρ. 99. Ἡ Ἐπιτροπή, ἀφ’ οὗ εὕρῃ τὴν μηνιαίαν κατάστασιν σύμφωνον πρὸς τὸν ἐτήσιον προϋπολογισμόν, θέτει τὸ «ἐθεωρήθη καὶ ἐνεκρίθη».

Ἄρθρ. 100. Μετὰ τὴν ἔγκρισιν τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ Πρόεδρος ἐκδίδει τὸ ἔνταλμα τῆς πληρωμῆς, ὁ δὲ Ταμίας ἐνεργεῖ τὰς πληρωμάς, λαμβάνων τὰς ἀναγκαίας ἀποδείξεις.

Ἄρθρ. 101. Ἂν τυχὸν συμπέσωσιν ἔκτακτα ἔξοδα ὑπερβαίνοντα τὸν ἐτήσιον προϋπολογισμόν, ζητεῖται παρὰ τῆς Βουλῆς νέα πίστωσις ἀνάλογος.

Ἄρθρ. 102. Εἰς τὸ τέλος ἑκάστης συνόδου, ὁ ταμίας καταστρόνει τὸν ἐτήσιον ἀπολογισμὸν τῶν ἐσόδων καὶ ἐξόδων, τὸν ὁποῖον καθυποβάλλει εἰς τὴν Ἐπιτροπήν, συνωδευμένον μὲ ὅλα τὰ δικαιολογητικὰ ἔγγραφα· αὕτη δὲ ἀφ’ οὗ τὸν ἐπεξεργασθῇ, τὸν καθυποβάλλει εἰς τὴν ἔρευναν καὶ ἐπικύρωσιν τῆς Βουλῆς.

Ἄρθρ. 103. Οὐδεὶς βουλευτὴς δύναται ν’ ἀναχωρήσῃ ἐκτὸς τῆς πρωτευούσης, ἄνευ ἀδείας τῆς Βουλῆς, τὴν ὁποίαν ἐκδίδει καὶ ὑπογράφει ὃ Πρόεδρος.

Ἄρθρ. 104. Διαβατήρια δὲν δίδονται παρὰ τῶν ἀρχῶν, διαρκούσης τῆς συνόδου, εἰς βουλευτὰς μὴ ἔχοντας ἄδειαν ἀπουσίας παρὰ τῆς Βουλῆς. Ἡ ἄδεια αὕτη χορηγεῖται καὶ παρὰ μόνου τοῦ Προέδρου, ἀλλ’ ἐν περιπτώσει κατεπειγούσης ἀνάγκης, καὶ τότε ὁ Πρόεδρος δίδει λόγον εἰς τὴν Βουλήν.

Ἄρθρ. 105. Ὁ ἀπὼν, ἐν γένει, δὲν λαμβάνει ἀντιμισθίαν κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας του.

Ἄρθρ. 106. Ἡ Ἀστυνομία τῆς Βουλῆς ἀνήκει εἰς τὴν Βουλήν, καὶ ἐνεργεῖται ἐν ὀνόματι αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Προέδρου, ἔχοντος τὸ δικαίωμα νὰ δίδη εἴς τε τοὺς ὑπαλλήλους καὶ εἰς τὴν φρουρὰν τῆς Βουλῆς, διὰ τοῦ ἀρχηγοῦ αὐτῆς, τὰς ἀναγκαίας διαταγάς.

Ἄρθρ. 107. Οὐδεὶς μὴ βουλευτὴς δύναται ἐφ’ οἱᾳδήποτε προφάσει νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν περίβολον, ὅπου ἑδρεύουσιν οἱ βουλευταί, οὔτε εἰς τὰ δωμάτια τοῦ Βουλευτηρίου, ἕκτος τῶν τῆς Βουλῆς ὑπαλλήλων, ὑπηρετούντων τὰ κατ’ αὐτούς.

Ἄρθρ. 108. Εἰς τὸ ὑπερῷον τοῦ βουλευτηρίου ὑπάρχουσι τόποι προσδιωρισμένοι διὰ τὴν βασίλισσαν, διὰ τούς πρέσβεις καὶ διπλωματικοὺς Πράκτορας τῶν ξένων δυνάμεων, διὰ τὰς γυναῖκας, διὰ τοὺς ἐφημεριδογράφους, καὶ διὰ τὸ κοινὸν τῶν ἀκροατῶν.

Ἄρθρ. 109. Διαρκούσης τῆς συνεδριάσεως, οἱ ἀκροαταὶ ὀφείλουσι νὰ τηρῶσιν ἄκραν σιγήν.

Ἀκροατής, ὅστις ἤθελε δείξει σημεῖα ἐπιδοκιμασίας ἢ ἀποδοκιμασίας εἴτε δι’ ἐπευφημήσεων καὶ χειροκροτήσεων, εἴτε διὰ κατακραυγῶν, ἀγορεύοντός τινος βουλευτοῦ, ἀποβάλλεται τῆς θέσεώς του παρὰ τοῦ ἐπὶ τῆς εὐταξίας κλητῆρος. Ὁ ταράττων τὰς διασκέψεις ἀπάγεται, ἄνευ ἀναβολῆς, ἂν ἡ χρεία τὸ καλέσῃ, καὶ ἐνώπιον τῆς ἁρμοδίας Ἀρχῆς.

Ἄρθρ. 110. Εἰς οὐδένα τῶν στρατιωτικῶν βουλευτῶν ἐπιτρέπεται νὰ φορῇ τὸ ξίφος εἰσερχόμενος εἰς τὸ βουλευτήριον.

Ἄρθρ. 111. Ἀπαγορεύεται καὶ εἰς πάντα βουλευτὴν καὶ ἀκροατὴν νὰ εἰσέρχεται εἰς τὸ βουλευτήριον, καὶ ἀκροατήριον, φέρων ὅπλον ἢ ράβδον.

Ἄρθρ. 112. Θορύβου γενομένου εἰς τὸ ἀκροατήριον, ὁ Πρόεδρος ἐπαναφέρει τὴν ἡσυχίαν καὶ εὐταξίαν διὰ τῶν ἀναλόγων μέτρων, μὴ ἐξαιρουμένων καὶ τῶν κατασταλτικῶν· ὡς ἔσχατον δὲ δύναται νὰ διατάξῃ καὶ τὴν ἐκκένωσιν τοῦ ἀκροατηρίου.

Ἄρθρ. 113. Οἱ ἀκροαταὶ εἰσέρχονται εἰς τὸ ἀκροατήριον δι’ εἰσιτηρίων, λαμβάνοντος ἑκάστου τῶν βουλευτῶν ἀνὰ δύο καὶ δίδοντος αὐτὰ εἰς οὓς τινας θέλει· τὰ δὲ λοιπὰ εἰσιτήρια, μέχρι τῆς συμπληρώσεως τῶν θέσεων τοῦ ἀκροατηρίου, διανέμονται παρὰ τοῦ Προέδρου τῆς Βουλῆς.

Ἄρθρ. 114. Τὸ κεφάλαιον τοῦτο τοῦ Κανονισμοῦ τυπωθὲν τοιχοκολλᾶται εἰς πᾶσαν θύραν τοῦ βουλευτηρίου.

Ἄρθρ. 115. Ὁ παρὼν Κανονισμὸς συζητηθεὶς καὶ ἐγκριθεὶς παρὰ τῆς Βουλῆς, θέλει δημοσιευθῆ διὰ τοῦ τύπου καὶ διανεμηθῇ εἴς τε τοὺς βουλευτὰς καὶ Γερουσιαστάς, ἔχων ἐν κεφαλίδι τὸ Σύνταγμα.

Οὕτω δὲ ἤρξατο ἡ πρώτη ἐν Ἑλλάδι συνεδρίασις τῆς Βουλῆς καὶ ἡ ἐγκαθίδρυσις τοῦ Κοινοβουλευτικοῦ πολιτεύματος, ὅπερ ἐὰν ὠφέλησεν ἢ ἔβλαψε τὴν νεωτέραν Ἑλλάδα, δύναται πᾶς τις ἀσφαλῶς νὰ κρίνῃ, ἐκ τῶν ὑστέρων, ἐκ τῶν σήμερον ἐν Ἑλλάδι γινομένων. Οὐδεὶς ἀρνεῖται, ὅτι οὐχὶ οἱ νόμοι, οὐδ’ οἱ θεσμοὶ καὶ τὰ πολιτεύματα χρήζουσι μεταβολῆς καὶ ὅτι εἶναι ἀνάγκη ἀπόλυτος νὰ ἀλλάξωμεν σύστημα δράσεως ἐν τῇ πολιτείᾳ ἡμεῖς αὐτοί, οἱ μέλλοντες νὰ ἐφαρμόσωμεν αὐτά. Οὐδεὶς ἀρνεῖται ὅτι τὸ κοινοβουλευτικὸν πολίτευμα εἶναι τὸ κράτιστον καὶ προσφυέστατον μέσον ὅπως περιάγωνται εἰς διηνεκῆ κίνησιν ἅπαντα τὰ πνεύματα, ἀνατρέφονται δὲ καὶ αἱ ἧττον εὐτυχεῖς τάξεις τῆς κοινωνίας διὰ τῆς ἀδιαλείπτου τῶν ἰδεῶν προσμίξεως καὶ τῆς συνεχοῦς λογομαχίας. Ἀλλ’ ὅμως ἵνα μὴ ὁ ἀδιάλειπτος οὗτος ὀργασμός τῶν πνευμάτων ἐκτρέπηται εἰς ἀγόνους καὶ ἀνωφελεῖς ἔριδας, πρέπει ἐν τῷ κέντρῳ τῆς μηχανῆς νὰ ὑπάρχῃ ἐλατήριον ἀρκούντως ἰσχυρόν, ὥστε νὰ διευθύνῃ τὴν κίνησιν, αὐτῆς καὶ καθιστᾷ τὴν ἐργασίαν κανονικὴν καὶ εὔρυθμον, δηλαδὴ νὰ ὑπάρχῃ δυναστεία τεθειμένη ὑπεράνω τῶν κομμάτων καὶ τὰ αὐτὰ ἅπερ καὶ τὸ ἔθνος συμφέροντα ἔχουσα.

Μετὰ τὴν ἐπίσημον ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς ἡ Βουλὴ ἤρξατο τῆς ἐπιτελέσεως τῶν ὑπὸ τοῦ Ἔθνους ἀνατεθέντων αὐτῇ καθηκόντων· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον τοῦ χρόνου αὐτῆς κατησώτευε πράγματι ἐν ταῖς ἐξελέγξεσι τῶν ἐκλογῶν, καθ’ ἂς ἐγένοντο αἰσχρότατα βουλευτικὰ ὄργια ὁλόκληρον τόμον ἀποτελέσαντα, δι’ ὧν ἠκύρωσαν μὲν πολλὰς ἐκλογὰς ἀντιπολιτευομένων βουλευτῶν, ἐποιήσαντο δὲ ἐκλογὰς κατ’ ἴδιον αὐτοῖς τρόπον, καὶ μόλις κατὰ τὴν ΟΓ′ συνεδρίασιν τῆς 29ης Ἰανουαρίου 1845 ἐξελέγη δεκαμελὴς ἐπιτροπεία, συγκειμένη ἐκ τῶν Τσερτίδου, Κρανίδου, Σακελλαριάδου, Δανοπούλου, Α. Σωτηρίου, Βαρότση, Λαπουσιάδου, Μπάστα, Βαρβιτσιώτη καὶ Γριζάνη, ἥτις μεταβᾶσα εἰς τὰ ἀνάκτορα τῇ ἐπαύριον, 30 Ἰανουαρίου, ἀνέγνωσε τὴν πρὸς τὸν βασιλικὸν λόγον ἀπάντησιν, ἔχουσαν ᾧδε:

«Βασιλεῦ,

«Ἡμέρα ἀξιομνημόνευτος ἀνατέλλει σήμερον· ἡμέρα εὐφρόσυνος καὶ αἰσία. Ἡ Βουλὴ τοῦ Ἔθνους προσέρχεται πρὸς τὸν Συνταγματικὸν Βασιλέα, μαρτυροῦσα αὐτῷ τὴν τοῦ λαοῦ ἀγάπην καὶ τῶν Βουλευτῶν τὴν σπουδὴν πρὸς παγίωσιν τῆς ἐλευθερίας, τῆς τάξεως, καὶ τῆς φύλακος αὐτῶν Βασιλείας.

«Τὸ Ἔθνος ἐπευφήμησε, Βασιλεῦ, εἰς τὴν εἰλικρινῆ συνδρομὴν τῆς Υ. Μ. πρὸς θεμελίωσιν τοῦ Συντάγματος· καὶ πέποιθεν, ὅτι ἐκ τῆς τοῦ Θρόνου καὶ τοῦ Ἔθνους ἐναρμονίου συμπράξεως, θέλουσι βαθμηδὸν ἀναπτυχθῆ καὶ ὅλοι τοῦ Συντάγματος οἱ καρποί.

«Ἡ Βουλὴ χαίρει μετὰ τοῦ Βασιλέως, διὰ τὴν φιλικὴν πρὸς ἡμᾶς διάθεσιν τῶν ξένων Δυνάμεων. Εὐγνωμονεῖ δὲ ἰδίως καὶ πρὸς ἐκείνας, αἵτινες, ἐπικρατύνασαι πρότερον τοὺς ἡμετέρους ἀγῶνας, μεριμνῶσι καὶ ἤδη φιλοτίμως καὶ μεγαλοφρόνως ὑπὲρ τῆς εὐημερίας ἡμῶν.

Μετὰ μεγάλου ζήλου, Βασιλεῦ, θέλομεν μελετήσει τὰ περὶ τῆς ὀργανικῆς καὶ οἰκονομικῆς τοῦ Κράτους καταστάσεως, εἰσαχθησόμενα πρὸς ἡμᾶς παρὰ τοῦ Ὑπουργείου τῆς Υ. Μ. καὶ θέλομεν σπουδάσει νὰ συμβιβάσωμεν τὴν ἀνάγκην τῆς αὐστηρᾶς οἰκονομίας μὲ τὰς ἀκριβεῖς ἀπαιτήσεις τῆς δημοσίας ὑπηρεσίας καὶ τῶν ἐνδεχομένων εἰς τὸ μέλλον βελτιώσεων.

«Εἰς τὴν δόξαν καὶ εἰς τὰ δικαιώματα τοῦ παρελθόντος θέλομεν δώσει, Βασιλεῦ, πᾶσαν τὴν ὀφειλομένην προσοχήν· ἀλλ’ ἡ θεραπεία τοῦ αἰωνίου, ἡ κραταίωσις καὶ λαμπρότης τῆς ἱερᾶς καὶ εὐεργετικῆς ἡμῶν θρησκείας, θέλει εἶσθαι ἓν τῶν ποθεινοτάτων ἡμῶν φροντισμάτων. Ἀγαλλόμενοι διὰ τὴν ἐπὶ τούτου σύμπνοιαν τοῦ Βασιλέως, δὲν ἀμφιβάλλομεν, ὅτι τὰ περὶ διατάξεως τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομοσχέδια, ὁμόλογα πρὸς τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ Συντάγματος, θέλουσι μᾶς ἐμφανισθῆ, ἐν τοῖς πρώτοις, κατὰ τὰς ἐφέσεις τοῦ Ἔθνους, πρὸς οἰκοδόμησιν τῶν ἠθῶν.

«Δεόντως θέλομεν φροντίσει καί περὶ τῆς ἀναζωπυρήσεως τῶν φώτων εἰς τὴν ἀρχαίαν αὐτῶν ἑστίαν, καὶ περὶ τοῦ γενναίου ἡμῶν στρατοῦ, περὶ ἁπλοποιήσεως καὶ τελειοποιήσεως τῆς Νομοθεσίας, περὶ τῶν συμφερόντων τῆς Γεωργίας, Βιομηχανίας, Ἐμπορίας καὶ Ναυτιλίας, πηγῶν μὲν τοῦ ἐθνικοῦ πλούτου καὶ τῆς Ναυτικῆς ἡμῶν δυνάμεως, βάσεων δὲ τῆς μελλούσης εὐδαιμονίας τοῦ Ἔθνους. Πεῖρα καὶ γνῶσις τῆς καταστάσεως τοῦ τόπου μᾶλλον, θέλουσιν εἶσθαι τῶν ἡμετέρων συζητήσεων εὐπαρρησίαστοι ὁδηγοί.

«Ὄντως ἀξιόλογα καὶ μεγάλης ροπῆς θέλουσιν εἶσθαι, Βασιλεῦ, τὰ ἐνασχολήματα ἡμῶν, κατὰ τὴν πρώτην ταύτην σύνοδον καὶ ἡ Βουλή, γεραίρουσα καὶ συμμεριζομένη τὴν ἐπὶ τούτοις πατρικὴν συντριβὴν τῆς τοῦ Βασιλέως καρδίας, καὶ εἰς τὴν ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους εὐγενεστάτην αὐτοῦ καθομολογίαν καὶ ἀφιέρωσιν ἀνταποδίδουσα πολλαπλάσιον ἀφοσίωσιν, μετὰ πάσης προθυμίας καὶ ἐνδόσεως θέλει συνδράμει, κατὰ τὸ καθῆκον αὐτῇ, τὴν Κυβέρνησιν τῆς Υ. Μ. πραγματοποιοῦσαν καὶ τὰ παρὰ τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως τῆς Γ′. Σεπτεμβρίου ψηφισθέντα.

«Ἀλλ’ ἡ Βουλή, παραγωγὴ οὖσα τοῦ Ἔθνους, δὲν ἰσχύει νὰ ἐξαλείψῃ καὶ τὴν μνήμην τῶν ὅσα τὸ Ἔθνος ὑπέφερε παρὰ τοῦ Ὑπουργείου τῆς 29 Μαρτίου. Ἀκμαία θέλει μένει διὰ παντὸς ἡ φωνὴ τῆς ἱστορίας κατὰ τῶν δεινῶν ἐκείνων παρανομημάτων καὶ τῆς παντοίας φθορᾶς, ἣν ὑπέστη τὸ Ἔθνος, τὸν μέγαν κίνδυνον τοῦ ὁποίου προλαβοῦσα διεσκέδασεν ἡ προνοητικὴ σύνεσις τῆς Υ. Μ. Ἐκτιμῶσα δὲ ἡ Βουλὴ τὰ γενναῖα τοῦ Βασιλέως αἰσθήματα, ἀποστρέφει τὸ πρόσωπόν της ἀπὸ τῶν λυπηρῶν ἐκείνων σκηνῶν, καὶ εὐχομένη τὴν ἐξάλειψιν αὐτῶν καὶ ἀπὸ τῆς μνήμης τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, σπεύδει εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τῶν κρατίστων αὐτοῦ συμφερόντων.

«Καθισταμένης κοινῆς τῆς περὶ τὰ καλὰ ἁμίλλης, τηρουμένων τῶν Νόμων, βραβευομένης τῆς ἀρετῆς, ἐλεγχομένης τῆς κακίας, ἀνθούσης τῆς Ἱερᾶς τῶν Πατέρων ἡμῶν Πίστεως, οὕτω βεβαιότερον θέλομεν εἰσέλθει εἰς τὴν ὁδὸν τῆς εὐδαιμονίας, καὶ θαρραλαιότερον θέλομεν ἐπικαλεῖσθαι τὴν χάριν τοῦ Ὑψίστου Πρυτάνεως τῆς τύχης τῶν Βασιλέων καὶ τῶν Ἐθνῶν, πρὸς ἀπαρτισμὸν τοῦ ἔργου τῆς θείας αὐτοῦ προνοίας».

Πρὸς ταῦτα δ’ ἀπήντησεν ὁ Βασιλεὺς διὰ τῶν δε:

Κύριοι βουλευταί,

Οὐδὲν ἠδύνατο νὰ ἦναι εἰς τὴν καρδιάν μου πλέον εὐάρεστον παρὰ τὴν ἐκ μέρους τῶν Ἀντιπροσώπων τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ διαβεβαίωσιν τῆς πρὸς ἐμὲ ἀγάπης αὐτοῦ. Ὁ ζῆλος, τὸν ὁποῖον ἡ Βουλὴ ἐμφαίνει εἰς τὴν ἀπάντησίν της ὑπὲρ τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως καὶ τῶν ὑλικῶν συμφερόντων τοῦ Ἔθνους Μοὶ εἶναι τόσῳ μᾶλλον εὐχάριστος, ὅσον συντελεστικώτερος καθίσταται εἰς τὴν εὐημερίαν αὐτοῦ.

«Ἐκτιμῶ τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα, τὸ ὁποῖον στρέφει τὴν ἰδιαιτέραν προσοχὴν τῆς Βουλῆς εἰς τὰ ἐκκλησιαστικά· ἡ ἐπιμέλεια αὐτῶν θέλει βέβαια συντείνει οὐκ ὀλίγον, εἰς τὴν καλλιέργειαν τῆς ἀρετῆς, ἥτις εἶναι τὸ πολυτιμότατον ἀπόκτημα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ χωρὶς τῆς ὁποίας δὲν δύναται νὰ εὐτυχήσῃ ἡ κοινωνία.»

Ἐν τούτοις διὰ παντοίων καταστρατηγήσεων τοῦ ἐκλογικοῦ νόμου ἡ κυβέρνησις ἐπέτυχε νὰ ἴδῃ περὶ ἑαυτὴν καταπληκτικὴν πλειονοψηφίαν, περιορίσασα τοὺς φίλους τοῦ πεσόντος πρωθυπουργοῦ εἰς δώδεκα μόνον.

Πρὸς διατήρησιν ὅμως τῆς τοιαύτης πλειονοψηφίας, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ἦτο ἀνάγκη νὰ τεθῶσιν εἰς ἐνέργειαν πάντα τὰ μέσα θεμιτά τε καὶ ἀθέμιτα, καὶ εἰς τοῦτο δὲ ἥκιστα γλίσχρος ἐδείχθη ὁ Κωλέττης· διότι φίλος ὢν τῆς συγκεντρώσεως, ὡς ὁ βασιλεὺς Ὄθων, καὶ φρονῶν ὅτι ἡ μονιμότης, ἔστω καὶ κακῆς κυβερνήσεως, ἀποβήσεται ὠφελιμωτέρα τῶν συνεχῶν μεταβολῶν καὶ τῶν ἀρίστων ὑπουργείων, ἀμέριστον δ’ ἀπολαύων τὴν τοῦ βασιλέως εὔνοιαν, ἀποβλέποντος πρὸς αὐτόν, δικαίως, ὡς πρὸς τὸν εἰλικρινέστερον φίλον τοῦ θρόνου αὐτοῦ, ἐπεδίωξε τὴν διὰ τῆς πλειονοψηφίας ἐν τῇ ἐξουσίᾳ διατήρησιν αὐτοῦ[11] ἐπιψόγως καὶ συνετέλεσεν εἰς τὴν πολιτικὴν διαφθορὰν τοῦ τόπου, ὁ ἀντίκτυπος τῶν συνεπειῶν τῆς ὁποίας, μέχρι σήμερον, ἀντηχεῖ ἐν ταῖς γινομέναις ἐκλογαῖς.

Τοιοῦτος ὅμως γενόμενος ὁ Κωλέττης ἀνελθών εἰς τὴν ἐξουσίαν, παρέσχεν εὔλογον τῇ ἀντιπολιτεύσι εὐκαιρίαν πρὸς ἐπικρίσεις, ἥτις ἐπιρρωνυομένη καὶ ὑπὸ τοῦ ἐκμανέντος, ἐπὶ τῇ πτώσει τοῦ Μαυροκορδάτου, Ἄγγλου πρεσβευτοῦ, μακρὸν καὶ σφοδρότατον διεξήγαγε κατ’ αὐτοῦ ἀγῶνα.

Ὡς ἐπίμετρον δὲ ἐκορυφώθη εἰς τὸ ἔπακρον καὶ ὁ ἀνταγωνισμὸς Γαλλίας καὶ Ἀγγλίας διὰ τῶν οἰκείων ἑκάστης ἐν Ἀθήναις πρεσβευτῶν τοῦ πρώην πλοιάρχου Λάϊενς καὶ τοῦ Πισκατόρυ, ἀνδρῶν ἀμφοτέρων σφοδρῶν ἔν τε ταῖς ἐνεργείαις καὶ τοῖς λόγοις, ἐξ οὗ ἐπῆλθε τελεία μεταξὺ τῶν ἐν Ἀθήναις πρεσβειῶν τῶν δύο ξένων Κρατῶν, ὡς ἐκ τῶν Ἑλλάδι γινομένων, διακοπὴ τῶν σχέσεων, ὡς ἔκ τινος ἐγγράφου τοῦ γαλλικοῦ ὑπουργείου πρὸς τὸ ὑπουργεῖον Ἄβερδην ἐξάγεται.

Ὁ πρωθυπουργὸς τῆς 6ης Αὐγούστου, ἐπιστήθιος φίλος ὢν του Γάλλου πρωθυπουργοῦ Γκιζό, ἡγέτης δὲ τῆς γαλλικῆς μερίδος, ἥτις καὶ ἀπεκαλεῖτο ἐθνικὸν κόμμα, διετέλει ἐν στενοτάταις σχέσεσι πρὸς τὴν Γαλλίαν, ἧς ἡ κυβέρνησις διέταττε τὸν ἐν Ἀθήναις, ἀπὸ τοῦ 1843 πρεσβευτὴν αὐτῆς Πισκατόρυ, καίπερ μὴ ὄντα φίλον τοῦ πρωθυπουργοῦ προσωπικόν, οὐδὲ κατὰ βῆμα ν’ ἀπομακρύνηται τῶν ἰδεῶν τοῦ Κωλέττη.

Τοιαῦται δ’ ἦσαν αἱ σχέσεις τοῦ ὑπουργείου ἐκείνου καὶ τῆς γαλλικῆς πρεσβείας, ὥστε ὁ γραμματεὺς αὐτῆς Θουβενὲλ συνέταττε τὰ κύρια ἄρθρα τοῦ «Ἑλληνικοῦ Μηνύτορος» καὶ πολλὰς διακοινώσεις τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως[12]. Ἡ ἀγγλικὴ κυβέρνησις τοῦτο μὲν διὰ τὴν μικρὰν τοῦ φίλου αὐτῆς Μαυροκορδάτου πρωθυπουργίαν, τοῦτο δὲ διὰ τὴν ἐν τῇ ἐξουσίᾳ ἄνοδον τοῦ ὀπαδοῦ τοῦ Γαλλικοῦ κόμματος, ἐξ ἧς ἔβλεπε τὴν ἐπιρροὴν αὐτῆς μειουμένην ἤρξατο σφοδρότατα ἀντιπολιτευομένη τὴν νέαν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν διὰ τοῦ ἐν Ἀθήναις πρεσβευτοῦ αὐτῆς.

Εὐθὺς λοιπὸν ἅμα τῇ ἀνόδῳ αὐτοῦ τὸ ὑπουργεῖον τῆς 6 Αὐγούστου εὑρέθη, αἴφνης, ἐν μέσῳ ἐξωτερικῶν δυσχερειῶν. Τὴν πρώτην δ’ ἀφορμὴν πρὸς τοῦτο παρέσχεν ὑπόμνημά τι περὶ ἑλληνικῶν πραγμάτων τοῦ τῆς Αὐστρίας ἐν Ἀθήναις πρεσβευτοῦ Πρόκες-Ὄστεν, ὅστις εἰς Βιέννην μεταβὰς καθυπέβαλεν αὐτό τῇ αὐστριακῇ κυβερνήσει, ἐξ οὗ λαβοῦσα ἀφορμὴν ἡ γερμανικὴ «Ἐφημερὶς τῆς Αὐγούστης» ὑπέδειξεν, «ὅτι ἡ Αὐστρία προθύμως ἤθελεν ἀποστείλει στρατιωτικὸν ἀπόσπασμα εἰς τὰ τουρκοελληνικὰ μεθόρια, τοῦτο μὲν πρὸς διατήρησιν τῆς εἰρήνης, τοῦτο δὲ καὶ πρὸς ἐξασφάλισιν τοῦ θρόνου τοῦ Ὄθωνος».

Αἱ ἐν Ἀθήναις ἀντιπολιτευόμεναι ἐφημερίδες λαβοῦσαι ἀφορμὴν ἐκ τοῦ ἄρθρου τούτου καὶ τοῦ ὑπομνήματος, ἐπετίθεντο διηνεκῶς κατὰ τοῦ βασιλέως καὶ τῆς Βαυαρίας ὡς δῆθεν συνεννοουμένην μετὰ τῆς Αὐστρίας πρὸς ἀναίρεσιν τῆς Ἑλληνικῆς κυριαρχίας.

Ἤρξαντο λοιπὸν νὰ ἐπαναλαμβάνωσι καὶ αὖθις αἱ ἐφημερίδες τῆς ἀντιπολιτεύσεως, ὅσα ἔγραφον καὶ πρωθυπουργοῦντος τοῦ Ρούδαρτ, ἐν ἔτει 1837, καθ’ οὗ ἔγραψαν, ὅτι κατεσκεύασε τὴν ἁμαξιτὴν ὁδὸν ἀπὸ Πατρῶν εἰς Ἀθήνας οὐχὶ ὑπὲρ τῆς συγκοινωνίας φροντίζων, ἀλλὰ πρὸς διευκόλυνσιν τῆς εἰς Ἀθήνας ἐλεύσεως αὐστριακοῦ στρατοῦ, ἄν ποτε ἐκινδύνευεν ὁ θρόνος τοῦ βασιλέως Ὄθωνος. Ἀλλ’ ὡς μὴ ἤρκουν ταῦτα πάντα ἡ ἀγγλικὴ κυβέρνησις ἐζήτει τὴν τακτικὴν καταβολὴν τῶν τόκων καὶ χρεωλυσίων τοῦ δανείου τῶν 60,000,000.

Τοιαύτη ἦτο ἡ πρὸς τὴν Ἑλλάδα πολιτικὴ τῆς Ἀγγλίας, ἥτις ἅμ’ ὡς ἔβλεπεν, ὅτι ἡ ἐν τῷ τόπῳ ἐπιρροὴ αὐτῆς ἐμειοῦτο, ἐπέσειεν ὡς δαμόκλειον ξίφος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ δυστυχοῦς Ὄθωνος καὶ τῆς κυβερνήσεως αὐτοῦ τὸ δάνειον! Καὶ τοῦτο δὲν συνέβαινε μόνον ἐπὶ Ἄβερδην, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ Πάλμερστον, ἐφ’ οὗ τὸ ζήτημα τοῦ δανείου ἐξηκολούθει νὰ ᾗναι μέγα ὅπλον κατὰ τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως, ἣν ὑπεστήριζε μὲν τὸ γαλλικὸν ὑπουργεῖον, ἀλλ’ οὐχὶ ἄνευ δυσχερειῶν, ὡς ἐμφαίνεται, ἐν συγχρόνοις ἐπιστολαῖς διπλωματικῶν ἀνδρῶν.

Ἐν τῷ ἀγγλικῷ κοινοβουλίῳ ὁ Κόχραν καὶ ὁ Πάλμερστον διὰ τῶν μελανωτέρων χρωμάτων περιέγραφον τὴν ἐν Ἑλλάδι κατάστασιν, ἣν ἐπέτεινον ἔτι μᾶλλον καὶ αἱ ἀναφανεῖσαι νέαι πολυπληθεῖς λῃστοσυμμορίαι, παντοίας διαπράττουσαι βιαιοπραγίας καὶ ἄλλα κακουργήματα. Πράγματι δ’ οὐδέποτε ἄλλοτε ἐνεφανίσθησαν τόσοι λῃσταὶ ἢ ἅρπαγες, ὅσοι ἐπὶ τοῦ ὑπουργείου Κωλέττη, λέγει ὁ κ. Κρέμος, «Ἐν Ἀκαρνανία, Αἰτωλίᾳ, ἐν τοῖς περὶ τὸν Παρνασσὸν καὶ Ἑλικῶνα καὶ ἐν Πελοποννήσῳ πολυάριθμοι συμμορίαι λῃστῶν ἦγον καὶ ἔφερον τὴν χώραν. Πλεῖστοι ὅσοι οὐδὲν κακουργήσαντες ἡνοῦντο τοῖς λῃσταῖς πρὸς σύναγμα: ὁ Ἀθανάσιος Ψιᾶκος, φέρ’ εἰπεῖν, ὁ Παναγιώτης Καραβέλλας, ὁ Ἀναστάσιος Τζίνιας, οἱ ἀδελφοὶ Ν. καὶ Δ. Ἀργυρόπουλοι ἢ Λιάσκοι ἐκ τοῦ Κάτω Ταρσοῦ τοῦ δήμου Φενεοῦ καὶ ὁ Καραδήμας ἐκ Βίλλιας τοῦ Φενεοῦ, ἐργατικοὶ ἄνθρωποι ἔντιμοι ἐγκαταλιπόντες τὰς ἐργασίας ἐτράπησαν εἰς τὸ σύναγμα, συλληφθέντες δὲ καθείρχθησαν. Ὡσαύτως καὶ ὁ Κουρούσιας καὶ Ἀγριόγατος ἐκ Καρύας τοῦ δημου Τρικκάλων τραπέντες εἰς τὸ σύναγμα καὶ καταδιωχθέντες ἐτράπησαν ἐκ φόβου εἱρκτῆς εἰς τὸν λῃστρικὸν βίον καὶ ἐγένοντο ἀρχιλῃσταί· συλληφθέντες δ’ ἐκαρατομήθησαν. Τοιοῦτοι ἐκ φιλησύχων πολιτῶν ἕνεκα πενίας εἰς τὸ σύναγμα τραπέντες καὶ εἶτα καταδιωχθέντες ἦσαν οἱ πλεῖστοι τῶν λῃστρικὰς συμμορίας συστησάντων Ἑλλήνων· καὶ οἱ τοιοῦτοι εἶναι ἡ δευτέρα, οὕτως εἰπεῖν, τάξις τῶν λῃστῶν· πρώτη δὲ ἦν ἡ περὶ ἧς εἴρηται ἡ ἐκ τοῦ κακῶς ἐννοουμένου ἁρματωλικοῦ βίου καὶ δόξης ἕνεκα προελθοῦσα· τρίτη δὲ ἦν ἡ ἐκ κακουργημάτων βλαστήσασα ἡ καὶ φοβερωτάτη μάστιξ τῇ Ἑλλάδι γενομένη.

Ἐντεῦθεν τῶν τοῦ συνάγματος λῃστῶν ἐπληρώθη σύμπασα ἡ Ἑλλάς· ἐκ δὲ τούτων προῆλθον καὶ αἱ στάσεις ἀλλαχοῦ τε καὶ ἐν Ναυπλίῳ, Λακωνίᾳ καὶ Μεσσηνίᾳ. Ὅπως δὲ μὴ ἐξαγριῶσι τελέως τοὺς ἀποπεπλανημένους τούτους ἀνθρώπους καὶ ὅπως ρᾳδίαν καθιστῶσι τὴν εἰς τοὺς κόλπους τῆς κοινωνίας ἐπάνοδον αὐτῶν αἱ ἑλληνικαὶ κυβερνήσεις ἐποίουν συχνῶς χρῆσιν τῆς ἀμνηστίας. Τούτου ἕνεκα καὶ ἐπὶ Κωλέττη, πρὸς τοῖς εἰρημένοις, ἔλαβον ἀμνηστίαν (21 Νοεμβρίου 1844) καὶ οἱ ἀρχιλῃσταὶ Χρῆστος Βούλγαρης πρώην ὑπολοχαγός, Νικόλαος Κωλαηδόνης, Ἰωάννης Καραχάλιος, Ἰωάννης Τσιλμαντᾶς καὶ Ἀθανάσιος Κολοκύθας καὶ εἶτα (15 Μαΐου 1845) οἱ λῃσταὶ Κωνσταντῖνος Ραβδάκης καὶ Βασίλειος Κουλορέζας ὀπαδοὶ τοῦ ἀρχιλῃστοῦ Κιάφα ἐπὶ ἁπλῇ αὐτῶν ὑποσχέσει «εἰρηνικοῦ ἐν τῷ μέλλοντι βίου». Ἐπειδὴ δὲ, κατὰ τὰς βουλευτικὰς ἐκλογὰς, ἐγένοντο πολλαὶ ἀξιόποινοι πράξεις, τούτου δ’ ἕνεκα πολλοὶ ἐφυγοδίκουν, καταδιωκόμενοι δὲ ἠδύναντο νὰ τραπῶσιν εἰς τὸν λῃστρικὸν βίον, ὁ Κωλέττης ἀπένειμεν (9 Ἰανουαρίου 1845) ἀμνηστίαν πᾶσι πάντων τῶν μέχρι τῆς ἐκδόσεως τοῦ διατάγματος γενομένων ἐγκλημάτων. Ὅπως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν προτέρων ὑπουργείων, κατ’ ἀπαίτησιν τούτου ἢ ἐκείνου, ἐτύγχανον ἐπιεικείας οἱ μὲν λῃσταὶ λαμβάνοντες ἀμνηστίαν οἱ δὲ κατάδικοι χάριτας, οὕτω καὶ ἐπὶ Κωλέττη, ὅτε οἱ βουλευταὶ παρεδυνάστευον τοῖς ὑπουργοῖς.»

Κατὰ τὴν ἐποχὴν ταύτην οἱ πολιτευόμενοι καὶ ἰδίως οἱ ἀντιπολιτευόμενοι ἦσαν φίλοι τῶν λῃστῶν, δι’ ὧν ἐξετέλουν τοὺς ἰδίους σκοποὺς ἀντὶ ἁδρῶν ἀντιμισθιῶν. Καὶ αὕτη δὲ ἡ Τουρκικὴ Κυβέρνησις κατέστησε τὰς περὶ τὰ Ἑλληνικὰ μεθόρια ἐπαρχίας κρησφύγετα ἀσφαλῆ τῶν λῃστρικῶν συμμοριῶν· διότι οἱ ἐν Βυζαντίῳ ἐσκέπτοντο, ὅτι οὕτω πῶς ἐνεργοῦντες ἀνέκοπτον πᾶσαν πρόοδον τῆς ἐξ αὐτῆς ἐνανταποδότως ἀποσπασθείσης Ἑλλάδος καὶ ἐξέθετον αὐτὴν εἰς τὰ ὄμματα τῆς Ἑσπερίας παριστῶντες, ὡς χώραν λῃστρικὴν καὶ ἐστερημένην δημοσίας ἀσφαλείας. Καὶ ταῦτα πάντα ἔπραττε· διότι τὸ Διβάνιον μαθὸν τὴν εἰς τὴν ἐξουσίαν ἄνοδον τοῦ Κωλέττη, οὗ τὸ πρόγραμμα ἐγίνωσκε κατεταράχθη καὶ ἐζήτει διὰ τῶν τοιούτων περιθάλψεων τῶν λῃστοσυμμοριῶν νὰ ἀποσπάσῃ τὴν προσοχὴν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἐξωτερικῶν πολιτικῶν ζητημάτων. Ἀλλὰ πρὸς ἔξαψιν τῶν κατὰ τῆς Ἑλλάδος ὕβρεων καὶ ἀντιδράσεων τῶν Ἄγγλων συνετέλεσε, πρὸς τούτοις, καὶ ἡ γενομένη, εὐθὺς μετὰ τὴν ἀποχώρησιν τοῦ Μαυροκορδάτου, ἀπόλυσις τοῦ στρατηγοῦ Τζούρτς. Ὁ Κόχραν καὶ ὁ Πάλμερστον συνεβούλευον τὴν ἀγγλικὴν κυβέρνησιν νὰ λάβῃ αὐστηρὰ μέτρα πρὸς ἐξασφάλισιν τῶν συμφερόντων τῶν Ἄγγλων πιστωτῶν καὶ πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς συμβάσεως τῆς 2ας Σεπτεμβρίου 1843, καθ’ ἣν αἱ εἰσπράξεις τοῦ ποιμενικοῦ φόρου, τοῦ χαρτοσήμου καὶ ἄλλοι τινὲς φόροι ἐπρόκειτο νὰ χρησιμοποιηθῶσι διὰ τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ δανείου τῶν 60,000,000. Ὁ λόρδος Ἄβερδην βραδύτερον, διὰ διακοινώσεως αὐτοῦ ἡμερομηνίας 23 Μαρτίου 1845, ὑπεδείκνυε ρητῶς πρὸς τὸ ὑπουργεῖον Κωλέττη, ὅτι ἐὰν μὴ ἐξεπληροῦντο αἱ περὶ καταβολῆς τοῦ τόκου δοθεῖσαι, πρό τινων ἡμερῶν, πρὸς τὸν Ἄγγλον πρεσβευτήν, ὑποσχέσεις ὑπὸ τοῦ ὑπουργείου, ἤθελεν ἀναγκασθῆ ἡ ἀγγλικὴ κυβέρνησις νὰ προσφύγῃ εἰς τὰ ἀναγκαῖα ἐκεῖνα μέτρα δι’ ὧν μόνον ἠδύνατο νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ τῶν συμφερόντων αὐτῆς ἐξασφάλισις.

Ἀλλ’ ὡς μὴ ἤρκει ἡ κατὰ τῆς Κυβερνήσεως καταφορὰ τῶν ξένων λάβρως κατὰ τοῦ ὑπουργείου ἐπετέθη καὶ ἡ ἀντιπολίτευσις. Ὅ,τι ἐπανελάμβανον οἱ Ἄγγλοι βουλευταὶ ἐν τῷ ἀγγλικῷ κοινοβουλίῳ, δριμύτερον οὗτοι διετύπουν, ἀπὸ τοῦ βήματος τῆς ἑλληνικῆς Βουλῆς, καὶ ἀπὸ τῶν στηλῶν τῶν δημοσιογραφικῶν αὐτῶν ὀργάνων, καὶ ὕβριζον ἀναιδῶς καὶ προσωπικῶς τὸν ὑπουργὸν τῆς

Ἰωάννης Δαμιανός
Δικαιοσύνης Βάλβην ὡς δῆθεν ἀπὸ κληρικοῦ λαϊκὸν γενόμενον καὶ πολιτευόμενον, φέροντες, πρὸς τοῦτο, πιστοποιητικὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου· καὶ ἐν γένει ἐπελαμβάνοντο καὶ τῆς ἐλαχίστης εὐκαιρίας νὰ συκοφαντῶσι καὶ καταδικάζωσι πάντα αὐτοῦ διορισμὸν καὶ πᾶσαν ὑπουργικὴν αὐτοῦ πρᾶξιν. Ἵνα δὲ καταδειχθῇ μέχρι τίνος βαθμοῦ μικρολογημάτων κατήρχετο ἡ ἀντιπολίτευσις ὅπως εὕρῃ ἀφορμὴν ἐπικρίσεως τῆς Κυβερνήσεως, ἀναγράφομεν ἐκ τῶν ἐφημερίδων τάδε: Συνήθεια ἐπεκράτει ἵνα, κατὰ τὰς ἐπισήμους τελετὰς τῆς Αὐλῆς, προηγῶνται οἱ ξένοι ἀντιπρόσωποι τῶν ὑπουργῶν· τὴν ἄτοπον ταύτην ἐθιμοταξίαν κατήργησεν ὁ πρωθυπουργὸς Κωλέττης, θεσπίσας, μάλιστα, ἵνα ἐκ τῶν δύο προέδρων τῶν νομοθετικῶν σωμάτων προηγῆται ὁ τῆς Βουλῆς. Καὶ ὁ μὲν πρέσβυς τῆς Ἀγγλίας Λάϊενς δυσαρεστηθείς, ἐπὶ τούτοις, ὑπεχώρησεν· ὁ πρόεδρος ὅμως τῆς Γερουσίας ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ ἔστεργε νὰ ἀποδεχθῇ τὴν ἀπόφασιν ταύτην τοῦ πρωθυπουργοῦ. Ἐφ’ ᾧ καὶ, κατὰ τὸν ἐν τοῖς ἀνακτόροις τῇ 3ῃ Φεβρουαρίου 1845 δοθέντα χορὸν, ἡ βασίλισσα Ἀμαλία ἐχόρευσε πρῶτον μετὰ τοῦ προέδρου τῆς Γερουσίας, τοῦθ’ ὅπερ ἰδὼν ὁ τῆς Βουλῆς Κανέλλος Δηλιγιάννης ὀργισθεὶς ἀπεχώρησε τοῦ χοροῦ, ἡ δὲ βασίλισσα, μάτην ζητήσασα αὐτὸν ὅπως χορεύσῃ μετ’ αὐτοῦ δὲν ἠδυνήθη νὰ ἀνεύρῃ ἐξ οὗ ὠργίσθη μεγάλως. Τὸ ἐπεισόδιον τοῦτο διεγεῖραν μέγαν κρότον συνεζητήθη ἐν τῇ Βουλῇ ὑφ’ ἧς ἀπεφασίσθη ὅπως ἐπιτροπὴ ἐκ βουλευτῶν μεταβᾶσα εἰς τὰ Ἀνάκτορα ζητήσῃ συγγνώμην διὰ τὴν πρᾶξιν τοῦ προέδρου αὐτῆς καὶ δικαιολογήσῃ αὐτήν. Μετά τινας ἡμέρας καὶ ὁ πρόεδρος αὐτὸς προσωπικῶς ἐζήτησε συγγνώμην.

Ἄλλοτέ ποτε ὁ πρωθυπουργὸς Κωλέττης, τελουμένης τῆς Ἀναστάσεως, μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων στὰς πρὸ τῆς Ὡραίας Πύλης, παρισταμένων τῶν Βασιλέων καὶ πολλοῦ, ὡς ἐκ τοῦ ἐπισήμου τῆς ἡμέρας, κόσμου.

Αἱ ἀντιπολιτευόμεναι ἐφημερίδες θεωρήσασαι τοῦτο ὡς ἔγκλημα, ἠρώτων ἐὰν ὁ μεταλαβὼν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων πρωθυπουργὸς ἐξωμολογήθη πρότερον, καὶ προσήγαγον μάρτυρας εἰπόντας, ὅτι ὁ πρωθυπουργὸς μὴ κοιμηθείς, παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας, καὶ καπνίζων μέχρι τῆς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μεταβάσεως αὐτοῦ, ἐτόλμησε νὰ ἅψηται τῶν θείων μυστηρίων καὶ ποῦ; πρὸ τῆς ὡραίας Πύλης ἥτις, ὡρίζετο μόνον διὰ τοὺς Βυζαντινοὺς αὐτοκράτορας! Περὶ τοιαῦτά τινα ἐστρέφοντο, δυστυχῶς, αἱ κατὰ καιροὺς ἀντιπολιτεύσεις ἐν Ἑλλάδι ἐκτραχηλιζόμεναι πάντοτε καὶ τὰ ἐλάχιστα ἐπικρίνουσαι, τὴν συκοφαντίαν δὲ, τὴν ὕβριν καὶ τὴν διαστροφὴν τῆς ἀληθείας, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐπικούρους ἔχουσαι, συνετέλεσαν εἰς τὴν κοινωνικὴν διαφθορὰν καὶ τὴν πολιτικὴν ἐξαχρείωσιν. Ἐν συνεννοήσει δὲ μετὰ τῶν Ἄγγλων βουλευτῶν, ἐν Λονδίνῳ, ἀπέδιδον πρὸς τὸ ὑπουργεῖον σκοποὺς πραξικοπηματικούς, δι’ οὓς ἐσχεδίαζον δῆθεν τὴν κατάργησιν τοῦ Συντάγματος, τῆς ἐν τῷ ὑπουργείῳ παρουσίας τοῦ Ἀνδρέα Μεταξᾶ, ἑνὸς τῶν πρωτουργῶν τῆς γ′ Σεπτεμβρίου, οὐδαμῶς παρακωλυούσης τὴν ἀντιπολίτευσιν ἀπὸ τοῦ νὰ διαδίδῃ τὴν ἀβάσιμον ταύτην καὶ ψευδῆ ὅλως φήμην.

Ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, εἷς τῶν τῆς γ′ Σεπτεμβρίου ἡγετῶν, καὶ διὰ τοῦ τύπου ἔτι κατήγγειλεν, ὅτι τεκταίνεται συνωμοσία κατὰ τοῦ Συντάγματος καὶ βουλευταὶ τῆς ἁντιπολιτεύσεως ἐπηρώτησαν ἐν τῇ Βουλῇ τὴν κυβέρνησιν περὶ τῆς καταγγελίας ταύτης. Ὁ Κωλέττης τότε ἠναγκάσθη νὰ ἁπαντήσῃ ὅτι, ἀπὸ μηνῶν, εἶχεν ἡ κυβέρνησις περὶ τούτου πληροφορίας τινὰς καὶ ὅτι συνέλαβε, μάλιστα, διὰ τῆς ἀστυνομίας στρατιώτην, ὃν εἶχεν ὁρκίσει κατώτερός τις ἀξιωματικὸς καὶ ἐμύησεν αὐτὸν εἰς τοιοῦτό τι σχέδιον, ἀλλ’ ὅτι τὸ γεγονὸς καθ’ ἑαυτὸ οὐδεμίαν ἐνεῖχε σπουδαιότητα ὡς προελθὸν παρ’ ἀνθρώπων ὅλως ἀσήμων.

Πλὴν πρὸς ταῦτα ἡ ἀντιπολίτευσις ἀπήντησεν ἰσχυριζομένη ὅτι, ἐν ἐπιγνώσει, ἡ κυβέρνησις ἐπέτρεψε τὴν ἐξάπλωσιν τῆς συνομοσίας, πρὸς καθαίρεσιν τοῦ Συντάγματος. Πλὴν ἀλλ’ ὅμως αἱ φίλα τῇ κυβερνῆσει φρονοῦσαι ἐφημερίδες ὑπεστήριζον, ὅτι τὴν συνωμοσίαν ἐχάλκευεν ἡ ἀντιπολίτευσις, ἵνα ἐντεῦθεν εὕρῃ ἀφορμὴν ἐπιθέσεως κατὰ τῆς κυβερνήσεως.

Ὅπως ποτ’ ἂν ᾗ ἡ κυβέρνησις ἐξηναγκάσθη ἐπὶ τέλους νὰ διατάξῃ τὴν ἐκ τῆς πρωτευούσης ἀπομάκρυνσιν τοῦ Δημητρίου Καλλέργη, ὅστις καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, προσέτι δὲ καὶ ἐκινητοποίησε στρατιωτικά τινα σώματα, ἐνισχύσασα πρὸς ἀσφάλειαν τὴν τῆς πρωτευούσης φρουράν.

Ἵνα δὲ ἐπαρκέσῃ εἰς τὴν ὅσον ἔνεστιν ἀσφαλεστέραν φύλαξιν τῶν ἐπαρχιῶν ἀπὸ τῶν λῃστρικῶν συμμοριῶν προέβη εἰς νέαν διαίρεσιν τοῦ Κράτους. Οὕτω δέ, τῇ 22ᾳ Μαρτίου 1848, διὰ Νόμου κατηργήθη ὁ, ἀπὸ 20 Ἰουνίου 1836, περὶ διοικητικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ Κράτους νόμος, ὅστις καταργήσας τὸν ἐπὶ τῆς ἀντιβασιλείας (20 Μαρτίου 1833) γενόμενον νόμον, καθ’ ὃν τὸ Κράτος διῃρέθη εἰς 10 νομούς, 42 ἐπαρχίας καὶ εἰς δήμους, διῄρεσε τὸ Κράτος εἰς 30 διοικήσεις καὶ 10 ὑποδιοικήσεις καὶ βραδύτερον (1838) εἰς 24 διοικήσεις καὶ 7 ὑποδιοικήοεις καὶ ἐπανέφερε τὸν ἐπὶ τῆς ἀντιβασιλείας γενόμενον νόμον τῆς εἰς 10 μὲν Νομοὺς 49 δὲ ἐπαρχίας διαιρέσεως τοῦ Κράτους ὡς ἑξῆς:

Διαίρεσις Βασιλείου.

1. Ὁ Νομὸς τῆς Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας.
2. Ὁ Νομὸς τῆς Εὐβοίας.
3. Ὁ Νομὸς τῆς Φθιώτιδος καὶ Φωκίδος.
4. Ὁ Νομὸς τῆς Ἀκαρνανίας καὶ Αἰτωλίας.
5. Ὁ Νομὸς τῆς Ἀργολίδος καὶ Κορινθίας.
6. Ὁ Νομὸς τῆς Ἀχαΐας καὶ Ἤλιδος.
7. Ὁ Νομὸς τῆς Ἀρκαδίας.
8. Ὁ Νομὸς τῆς Μεσσηνίας.
9. Ὁ Νομὸς τῆς Λακωνίας.
10. Ὁ Νομὸς τῶν Κυκλάδων.

ά. Ὁ Νομὸς τῆς Ἀττικῆς περιλαμβάνει τὰς ἀκολούθους ἐπαρχίας:

1. τὴν ἐπαρχίαν Αἰγίνης·
2. τὴν ἐπαρχίαν Μεγαρίδος·
3. τὴν ἐπαρχίαν Ἀττικῆς·
4. τὴν ἐπαρχίαν Θηβῶν·
5. τὴν ἐπαρχίαν Λεβαδείας·

β′. Ὁ Νομὸς τῆς Εὐβοίας:

1. τὴν ἐπαρχίαν Χαλκίδος·
2. τὴν ἐπαρχίαν Ξηροχωρίου·

3. τὴν ἐπαρχίαν Καρυστίας·
4. τὴν ἐπαρχίαν Σκοπέλου·

γ′. Ὁ Νομὸς τῆς Φθιώτιδος καὶ Φωκίδος:

1. τὴν ἐπαρχίαν Παρνασίδος περιλαμβάνουσαν καὶ τὸ Γαλαξείδιον.
2. τὴν ἐπαρχίαν Δωρίδος·
3. τὴν ἐπαρχίαν Λοκρίδος·
4. τὴν ἐπαρχίαν Φθιώτιδος.

δ′. Ὁ Νομὸς τῆς Ἀκαρνανίας καὶ Αἰτωλίας:

1. τὴν ἐπαρχίαν Βάλτου·
2. τὴν ἐπαρχίαν Βονίτσης καὶ Ξηρομέρου·
3. τὴν ἐπαρχίαν Μεσολογγίου·
4. τὴν ἐπαρχίαν Ναυπακτίας·
5. τὴν ἐπαρχίαν Τριχωνίας·
6. τὴν ἐπαρχίαν Εὐρυτανίας.

έ. Ὁ Νομὸς τῆς Ἀργολίδος καὶ Κορινθίας:

1. τὴν ἐπαρχίαν Ναυπλίας·
2. τὴν ἐπαρχίαν Ἄργους·
3. τὴν ἐπαρχίαν Ὕδρας·
4. τὴν ἐπαρχίαν Τροιζηνίας·
5. τὴν ἐπαρχίαν Σπετσῶν καὶ Ἑρμιονίδος·
6. τὴν ἐπαρχίαν Κορινθίας.

ς′. Ὁ Νομὸς τῆς Ἀχαΐας καὶ Ἤλιδος:

1. τὴν ἐπαρχίαν Πατρῶν·
2. τὴν ἐπαρχίαν Αἰγιαλείας·
3. τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων·
4. τὴν ἐπαρχίαν Ἠλείας.

ζ′. Ὁ Νομὸς τῆς Ἀρκαδίας:

1. τὴν ἐπαρχίαν Μαντινείας·
2. τὴν ἐπαρχίαν Κυνουρίας·
3. τὴν ἐπαρχίαν Γόρτυνος·
4. τὴν ἐπαρχίαν Μεγαλουπόλεως.

η′. Ὁ Νομὸς τῆς Μεσσηνίας:

1. τὴν ἐπαρχίαν Τριφυλλίας·

2. τὴν ἐπαρχίαν Ὀλυμπίας·
3. τὴν ἐπαρχίαν Πυλίας·
4. τὴν ἐπαρχίαν Μεσσήνης·
5. τὴν ἐπαρχίαν Καλαμῶν·

θ′. Ὁ Νομὸς τῆς Λακωνίας·

1. τὴν ἐπαρχίαν Λακεδαίμονος·
2. τὴν ἐπαρχίαν Ἐπιδαύρου Λιμηρᾶς·
3. τὴν ἐπαρχίαν Γυθείου·
4. τὴν ἐπαρχίαν Οἰτύλου

ι′. Ὁ Νομὸς τῶν Κυκλάδων·

1. τὴν ἐπαρχίαν Σύρου·
2. τὴν ἐπαρχίαν Κέας·
3. τὴν ἐπαρχίαν Ἄνδρου·
4. τὴν ἐπαρχίαν Τήνου·
5. τὴν ἐπαρχίαν Νάξου·
6. τὴν ἐπαρχίαν Θήρας·
7. τὴν ἐπαρχίαν Μήλου·

Ἡ περιφέρεια ἑκάστης ἐπαρχίας διετηρεῖτο ὡς ὡρίσθη διὰ τοῦ ἀπὸ 3 Ἀπριλίου 1833 Διατάγματος καὶ διὰ μεταγενεστέρων ἀποφάσεων.

Ἐζήτησε νὰ δημοκοπήσῃ δι’ ὑποσχέσεων περὶ τῆς ἀναπτύξεως τῆς ἐσωτερικῆς συγκοινωνίας καὶ ὑπέβαλε τῇ βουλῇ νομοσχέδια περὶ κατασκευῆς ὁδῶν ἀπὸ Πειραιῶς μέχρις Ἀθηνῶν, ἀπὸ Τριπόλεως εἰς Ἀθήνας καὶ ἐκεῖθεν εἰς Λαμίαν καὶ περὶ ἄλλων συμπλεγμάτων ὁδῶν· ὡσαύτως καὶ περὶ ναυτιλίας, ναυταπάτης καὶ ἐμπορίου ἐν γένει· ἀλλὰ τὰ μὲν διεκηρύχθησαν ἁπλῶς καὶ ἀτελεσφορήτως, τὰ δὲ μόλις ἀρξάμενα ἔμειναν ἡμιτελῆ. Οὐδὲν δ’ ἐγένετο πρὸς ἀποξήρανσιν ἑλῶν, καλλιεργίας τῆς γῆς καὶ κτηνοτροφίας καὶ βάμβακος, καίτοι διεκωδωνίσθησαν δωδωνικῶς. Πρὸς πρόσκαιρον δὲ καταπράϋνσιν τῶν πενήτων καὶ τῶν ἐκ σεισμῶν ἐν Πελοποννήσῳ παθόντων διενεμήθησαν αὐτοῖς 80,000 κοιλὰ σίτου. Ἀλλὰ τοιουτοτρόπως οὐδεμία πληγὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἠδύνατο νὰ ἐπουλωθῇ. Ἡ πενία, ἡ λῃστεία, αἱ ἄπειροι ἀπαιτήσεις ἄλλων τε καὶ μάλιστα τῶν ἀγωνιστῶν, ἡ ἔλλειψις ἀσφαλείας, ἧς ἕνεκα δυσκόλως οἱ κάτοικοι συνεκοινώνουν πρὸς ἀλλήλους, ἡ κατάθλιψις τῶν ἀδυνάτων χωρικῶν ὑπὸ τῶν καπετανέων καὶ τῶν ὑπαλλήλων, τῶν εἰσπρακτόρων, τῶν ἐνοικιαστῶν, αἱ ἐπισταθμίαι μάλιστα ἀγρίων στρατιωτῶν ἐν καιρῷ, πρὸ πάντων λῃστείας καὶ εἰσπράξεως τῶν φόρων, ἐμάραινον τὴν χώραν καὶ ἤγειρον τὸν λαὸν κατὰ τοῦ ὑπουργείου.

Καὶ ἐπετύγχανε μὲν ὁ ἐπιτήδειος Κωλέττης, διὰ τῶν ἐπιτηδειοτάτων αὐτοῦ τρόπων καὶ λόγων, νὰ ἐμπνέῃ πάντοτε ἐλπίδας καὶ αὐτοῖς τοῖς οὐδεμίαν ἐπ’ αὐτὸν πεποίθησιν ἔχουσι περὶ τῆς ἀληθείας τῶν ὑποσχέσεων αὐτοῦ, ἀλλά, σὺν τῷ χρόνῳ, αἱ ψευδεῖς ὑποσχέσεις ἐξηλέγχοντο φροῦδαι καὶ κεναί.

Ἐφ’ ᾧ καὶ ἡ ἀντιπολίτευσις, καθ’ ἑκάστην, καθίστατο σφοδροτέρα ἐπωφεληθεῖσα πρὸς τοῦτο καὶ τῆς κατὰ τέλη τοῦ 1846 ἐπελθούσης ἀσθενείας τοῦ Πρωθυπουργοῦ. Καὶ δὲν εἶχεν ἄδικον ἡ ἀντιπολίτευσις ἐν πολλοῖς· διότι οἱ μὲν κυβερνητικοὶ ἀπέλαυον τῶν πάντων, οἱ δὲ ἀντιπολιτευόμενοι, ἔξω τῆς ἐξουσίας ὄντες, οὐδενός.

Οἱ βουλευταὶ κατέστησαν τυραννίσκοι. Ἐν ᾧ δὲ πρὸ τοῦ συντάγματος, ὁ λαὸς κατεθλίβετο ὑπὸ τῶν ὁπλιταρχῶν, ἐχόντων ἐξουσίαν στρατιωτικήν τε καὶ πολιτικὴν ἐρειδομένην ἐπὶ τῆς ἰσχύος τῶν ὅπλων, ἀπὸ τῆς χορηγήσεως τοῦ συντάγματος οἱ βουλευταὶ ἁρπάσαντες τὴν δύναμιν ταύτην τῶν ὁπλιταρχῶν, ἐγένοντο ἰσχυροὶ διὰ τῶν δωρημάτων καὶ τῆς ἀρωγῆς τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας.

Τούτου δ’ ἕνεκα ἡ διοίκησις πᾶσα περιῆλθεν εἰς τὰς χεῖρας αὐτῶν, καταπιεζόντων διὰ μὲν τῆς ἐξουσίας τὸν λαόν, διὰ δὲ τῆς ψήφου τούτου ἐκείνην. Ἐντεῦθεν ἡ παρανομία καὶ ἡ διαφθορὰ ἐγένετο γενικὴ ἀπὸ τῶν ἀνωτάτων μέχρι τοῦ ἐσχάτου Ἕλληνος πολίτου. Ἐν ᾧ δὲ πρότερον, ἐπὶ τῆς ἰσχύος τῶν ὁπλιταρχῶν, νόμος ἦτο ἡ βία· τώρα ἐπὶ τῆς ἐξουσίας τῶν βουλευτῶν, ἡ πολιτικὴ συναλλαγή, τῆς ὁποίας ἱδρυτὴς δύναται νὰ ὀνομασθῇ, ἀναντιλέκτως, ὁ Κωλέττης, ἤγειρε θρασεῖαν τὴν κεφαλήν.

Οὗτος, καταγγελλομένων αὐτῷ παρανομιῶν καὶ κλοπῶν, ἀκούων αὐτὰς ἀπαθέστατα, ἀνέκραξεν: «Αἴ! μήπως τὰ κλέπτουν ξένοι; Οἱ Ἑλληνάδες μου!» Διὰ τοῦ τρόπου τούτου τοῦ διοικεῖν ὁ Κωλἐττης συνεκράτει, τὴν ἐν τῇ βουλῇ πλειονοψηφίαν καὶ ἐν τῇ γερουσίᾳ, ᾗ, ἔχων στήριγμα τὸν νόμον, προσέθηκε καὶ ἄλλα μέλη: Τὸν Στάϊκον Ἰωάννου, τὸν Μιχαὴλ Καΐρην, τὸν Ἰωάννην Πετρόπουλον, τὸν Ἰωάννην Γιολδάσην, τὸν Νικήταν Σταματελόπουλον, τὸν Ἀντώνιον Κριεζῆν, τὸν Δημήτριον Πλαπούταν, τὸν Γρηγοράκην Τζανετάκην, τὸν Ἀντώνιον Μαυρομιχάλην, τὸν Γεώργιον Νοταρᾶν, τὸν Ἀναστάσιον Μαυρομιχάλην καὶ βραδύτερον ἄλλα τινά.

Ἔχων δὲ καὶ τὴν ἀρωγὴν τῆς Γαλλίας ἵδρυσε φατρίαν ἰσχυράν, ἧς οἱ ὀπαδοὶ ἐκαλοῦντο μοσχομάγκαι ἢ μοσχομαγκίται. Ἡ δὲ φατρία αὕτη ἐθεώρει ἑαυτὴν ὡς τὴν φιλελευθέραν μερίδα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὡς γνώμονα ἔχουσαν τῆς πολιτείας αὐτῆς τὴν «μεγάλην ἰδέαν», ἐν τῷ ὀνόματι τῆς ὁποίας ἐδημοκόπουν καὶ τῶν πάντων κατετόλμων.

Τὰ ἱερὰ ὀνόματα: Ἁγία Σοφία, Κωνσταντινούπολις, ἐλευθερία, ἑλληνισμὸς ἀπέβησαν τετριμμένα ρήματα οὐδεμίαν πλέον αἴσθησιν κινοῦντα, μᾶλλον δὲ ἀγανάκτησιν ἐφ’ ὅσον ἐχρησίμευον πρὸς ἰδίους σκοπούς· Καὶ ὁ Ὄθων δὲ αὐτὸς συνομολογῶν τῷ Πρωθυπουργῷ, ἐφαίνετο ὑπέρμαχος τῆς «μεγάλης ἰδέας». Ἀλλὰ ταῦτα φρονοῦντες ἢ τοὐλάχιστον διαπρυσίως κηρύττοντες, οὐδὲν ἐποίουν πρὸς ἐπίτευξιν αὐτῶν· διότι τό τε ναυτικὸν καὶ τὸ πεζικὸν διέκειντο οἰκτρῶς, καὶ οὐδὲ ὑπῆρχεν ἐλπίς τις βελτιώσεως, παρὰ τὰς κηρυττομένας παρασκευὰς ἐσωτερικάς τε καὶ ἐξωτερικάς.

Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἀναφέρει ὁ Θήρσιος[13] ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐρωτώμενοι ὁποία εἶναι ἡ πρωτεύουσα αὐτῶν ἀπήντων: ἡ Κωνσταντινούπολις καὶ πότε θὰ παύσωσιν οἱ ἐναντίοι τῶν Τούρκων πόλεμοι αὐτῶν ἀπήντων: ὅταν θὰ ἴδωμεν τὸν σταυρὸν ἐπὶ τοῦ ναοῦ της Ἁγίας Σοφίας ἐν Κωνσταντινουπόλει, ὑποθαλπόμενον ὑπὸ τῆς οἱονεὶ προφητείας ἐκείνης τοῦ δημώδους ᾄσματος:

Σὰν τἄκουσαν ἡ Δέσποινα δακρύζουν ᾑ εἰκόνες,
«Σώπασε, κυρὰ Δέσποινα, μὴ κλαίῃς μὴ δακρύζῃς
Πάλε μὲ χρόνους μὲ καιροὺς πάλε δικάσας εἶναι[14]

εἶχον ὡς σύμβολον, ἀλλ’ ὅμως οὐδέν, καίπερ πολλοὶ ἐλπίζοντες ἀπὸ τῆς εὐνοϊκῶς διακειμένης τῇ Κυβερνήσει Κωλέττῃ Γαλλίας, ἠδυνήθησαν νὰ κατορθώσωσι καὶ ἀφῆκαν τὸ Κράτος ἐντὸς διοικητικοῦ χάους, ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ Κωλέττη.

Ἐν τῷ μέσῳ λοιπὸν τοιαύτης καταστάσεως τῆς χώρας καὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων αὐτῆς, κατὰ τὴν μεταβατικὴν ἐκείνην περίοδον τοῦ Ἔθνους, ἡ κυβερνητικὴ μονιμότης, ἣν ὡς ἀρχὴν αὐτοῦ ἔθηκεν ὁ Κωλέττης, ἦτο δυσχερεστάτη, ἐφ’ ᾧ καὶ ταύτην ἐπιδιώκων ἠναγκάσθη νὰ καταφύγῃ εἰς μέσα πολλαχῶς καὶ πολυτρόπως κατακριθέντα. Προέβη εἰς μερικὰς τροποποιήσεις τοῦ ὑπουργείου καὶ ἀνακαινισμούς· οὕτω δέ, τῇ 14ῃ Ἰανουαρίου τοῦ 1846, ἀντὶ τοῦ τέως ὑπουργοῦ τῆς Δικαιοσύνης Ζ. Βάλβη, καθ’ οὗ, ὡς εἴπομεν, κατεξανέστη ὁ ἀντιπολιτευόμενος τύπος, προσέλαβε τὸν Λ. Κρεστενίτην, μετὰ πέντε ἡμέρας, τῇ 19ῃ τοῦ αὐτοῦ ἀποχωρήσαντα, καὶ ὑπουργὸν τῶν Οἰκονομικῶν ἀντὶ τοῦ Α. Μεταξᾶ, κρατήσαντα μόνον τὸ χαρτοφυλάκιον τῶν Ναυτικῶν, τὸν Ν. Πονηρόπουλον (14 Ἰανουαρίου) καὶ βραδύτερον ἄλλους.

Ἀφ’ ἑτέρου δ’ ἡ Ἀγγλία, καίπερ ἐν τῷ μεταξὺ ἐπῆλθεν ὑπουργικὴ ἐν Λονδίνῳ μεταβολή, ἐξηκολούθει τὸν κατὰ τοῦ Κωλέττη καὶ τῆς Γαλλικῆς ἐπιρροῆς δεινὸν ἀγῶνα ἐπὶ ποικίλαις προφάσεσιν.

Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων καὶ τῆς κυβερνήσεως μόλις ἐκ τῶν ἐν τῶν ἐν τῇ Βουλῇ γενομένων μακρῶν συζητήσεων τοῦ περὶ ἐπισκοπῶν τῆς Ἑλλάδος νομοσχεδίου, ἐν ἔτει 1847, ἀνακυψάσης, ἐπῆλθεν αἴφνης καὶ ἀπροόπτως ἐπεισόδιον διακυβεῦσαν τὴν μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ τῆς γείτονος χώρας εἰρήνην.

Ἡ Τουρκία, ἥτις, ὡς εἴδομεν, εἰσῆλθεν εἰς διπλωματικὰς σχέσεις μετὰ τῆς Ἑλλάδος, δεχθέντος, κατὰ τὴν 7 Δεκεμβρίου 1839, τοῦ Σουλτάνου τὸν Ἕλληνα ἀπεσταλμένον Κ. Ζωγράφον, ἀπέστειλεν εἰς Ἀθήνας πρεσβευτὴν τὸν ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ αὐτῆς Ἕλληνα Μουσοῦρον[15] καὶ ἐξηκολούθησε νὰ ἔχῃ ἀπέναντι τῆς Ἑλλάδος ἐχθρικὴν πάντοτε στάσιν, καίπερ τῆς Ἑλλάδος ἐν τῇ συστάσῃ μικτῇ ἐπιτροπῇ πρὸς ἐπίλυσιν τῶν κτηματικῶν διενέξεων τῶν ἐξ Ἑλλάδος μεταναστευόντων Τούρκων, μεγάλην ἑπεδειξαμένης μετριοπάθειαν ἐν ταῖς προκυψάσαις περὶ ἀποζημιώσεων διαφοραῖς.

Εἰς ἐπίμετρον δὲ ἡ Τουρκία, καίτοι διὰ τοῦ τανζιμὰτ τῆς 21ης Ὀκτωβρίου 1839 διεκήρυξε τὴν ἰσότητα μεταξὺ τῶν ὑπ’ αὐτὴν ποικίλων λαῶν, ὁ τουρκικὸς φανατισμὸς δὲν ἔπαυσε βιαιοπραγῶν κατὰ τῶν ἐν ταῖς ἐπαρχίαις χριστιανῶν· βίᾳ νέοι καὶ νεάνιδες, λέγει ὁ κ. Κυριακίδης, ἐξισλαμίζοντο, ἑλληνικαὶ οἰκίαι διηρπάζοντο καὶ παρὰ τὰς ὑποσχέσεις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει κυβερνήσεως, ἡ τιμή, ἡ ζωὴ καὶ ἡ περιουσία διετέλουν ἐν τοιούτῳ κινδύνῳ, ὥστε καὶ αὐτὴ ἡ ἀγγλικὴ κυβέρνησις συνεκινήθη ἀποστείλασα ἔντονον διακοίνωσιν, ἐξ ἀφορμῆς Ἀρμενίου τινὸς ἀδίκως εἰς θάνατον καταδικασθέντος καὶ θανατωθέντος ἀμέσως.

Τὸ προκληθὲν ἐπεισόδιον ἐκ τοῦ Σαμίου πατριώτου Ε. Σταματιάδου, τοῦ πυροβολήσαντος κατὰ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Σάμου, ἐξακολουθοῦντος τὸ αὐτὸ τῆς βίας καὶ τῆς ἀδικίας σύστημα, ἡ ἔκρυθμος κατάστασις ἐν Κρήτῃ, ἔνθα ὁ Τοῦρκος διοικητὴς διέπραττε τὰ αἴσχιστα, ἡ ὑποθαλπομένη ἑκατέρωθεν λῃστεία, πάντα ταῦτα ἀπετέλουν σύνολον ζητημάτων, ἥκιστα προσφυῶν, πρὸς ἀποκατάστασιν ἀγαθῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν δύο Κρατῶν.

Τὴν δὲ κατάστασιν ταύτην ὑπεδαύλιζε καὶ ὁ ἐν Ἀθήναις πρέσβυς τῆς Τουρκίας Μουσοῦρος, ὑποκινούμενος ὑπὸ τοῦ τῆς Ἀγγλίας Λάϊενς, ἵνα φαίνηται οὕτως ἀρεστὸς τῷ ὑψηλῷ αὐτοῦ κυριάρχῃ Σουλτὰν Μεδζίτ, ὅστις, καίπερ κατ’ ἀρχάς, ἅμα τῇ εἰς τὸν θρόνον ἀναρρήσει, ἐφάνη ἔχων ἀγαθὰς ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος διαθέσεις, ἤδη ἤρξατο, τῇ ὑποκινήσει βεβαίως ἄλλων καὶ ἰδίως τῶν Ἄγγλων, νὰ φαίνηται λίαν κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἀπαιτητικὸς καὶ δυσμενής, πᾶν τὸ ἐν τῷ Κράτει αὐτοῦ συμβαῖνον τοῖς Ἕλλησιν ἢ ταῖς ἑλληνικαῖς ὑποκινήσεσιν ἀποδίδων.

Οὕτω λοιπὸν δημιουργήθη μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας κατάστασις λίαν ἀκροσφαλὴς ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἐπὶ μᾶλλον ἐπιτεινομένη. Ἐφ’ ᾧ καὶ ἡ γείτων χώρα ἤρχισε νὰ ἐνισχύῃ τὰ ἐν τοῖς μεθορίοις στρατεύματα αὐτῆς καὶ νὰ ἐνθαρρύνῃ καὶ ὑποστηρίζῃ τὴν λῃστείαν καὶ διηνεκῶς κατήγγειλε τὸν Κωλέττην ὡς βυσσοδομοῦντα ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῆς κυριαρχίας αὐτῆς. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ὁ Κωλέττης τὰ ἴσα ἀνταποδίδων ἀπέστελλε λῃστρικὰ σώματα καὶ ἐπέτρεπε τὴν ἐλευθέραν στρατολογίαν τοιούτων ἐν Λαμίᾳ, ὡς οἱ Τοῦρκοι πασσάδες ἐπέτρεπον τοιαύτην ἐν Λαρίσσῃ κατὰ τῆς Ἑλλάδος.

Ἡ Πύλη κατήγγειλε τὸν Κωλέττην ὡς ὑποκινοῦντα τοὺς Κρῆτας, καὶ ὁ Κωλέττης κατήγγελε τὸν πρεσβευτὴν αὐτῆς Μουσοῦρον ὡς ὑποκινοῦντα τούς, ἀπὸ τῆς ἐπαναστάσεως ἐν Ἑλλάδι ἐγκατασταθέντας, Κρῆτας νὰ ἐγκαταλείψωσι τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος καὶ ἐπανακάμψωσιν εἰς Κρήτην ὑποσχόμενος αὐτοῖς παντοῖα ἀγαθά.

Οὕτω λοιπὸν αἱ δύο κυβερνήσεις, τῇ ρᾳδιουργίᾳ τῆς Ἀγγλίας, ἀλληλοκατηγγέλλοντο τρόπον τινὰ καὶ ἀλληλοπροὐκαλοῦντο εἰς τὴν μέλλουσαν μετ’ οὗ πολὺ νὰ ἐκραγῇ διπλωματικὴν κατάστασιν. Ἰδίως δὲ σφοδρότεραι ἐγένοντο αἱ προκλήσεις καὶ ἀντεγκλήσεις αὗται κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1846, ὅτε λῃστανταρτικὰ σώματα ὑπὸ τὸν Μελισόβαν καὶ Μαλατσὸν εἰσβαλόντα εἰς τὸ τουρκικὸν ἐπέπεσαν κατὰ τοῦ χωρίου Δράνιτσα καὶ ἀποκρουσθέντα ὑπὸ τῶν τουρκικῶν στρατιωτικῶν ἀποσπασμάτων ἐπανῆλθον εἰς Λαμίαν ἵνα ἐνισχυθῶσι παραλαμβάνοντα καὶ ἄλλους ὀπαδούς.

Ἡ τουρκικὴ καὶ ἡ ἀγγλικὴ κυβέρνησις τότε ἀφορμὴν ἐκ τούτου λαβοῦσαι κατηγόρουν τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως ἐπὶ συνενοχῇ ἐν τῇ ἀνωτέρῳ πράξει, αἱ δὲ ἀντιπολιτευόμεναι ἐφημερίδες ὑπὸ τῆς κομματικῆς ἐμπαθείας τυφλούμεναι, τὰ μέγιστα συνεβάλλοντο εἰς τὴν ἐνίσχυσιν τῶν κατηγοριῶν τούτων, ἀναγράφουσαι, ὅτι οἱ ἀρχιλῃσταντάρται οὗτοι ἐστρατολόγουν, τῇ ἀνοχῇ τῶν ἐν Λαμίᾳ ἀρχῶν, ἄνδρας πρὸς εἰσβολὴν εἰς τὸ τουρκικόν.

Ταῦτα πάντα ἐπερρώνυον τὰς μεταξὺ τῶν δύο ἐπικρατειῶν ὑπαρχούσας ψυχρὰς σχέσεις, ὅτε εἰς ἐπικουρίαν ἐπῆλθε καὶ ἕτερον γεγονός.

Τῇ πρωΐᾳ τῆς 11ης Ἰανουαρίου 1847 ὁ στρατηγὸς καὶ ὑπασπιστὴς τοῦ βασιλέως Τσάμης Καρατάσος, διαπρεπὴς Μακεδὼν ἀγωνιστὴς τῆς Ἐπαναστάσεως, μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ προτιθέμενος νὰ μεταβῇ εἰς Κωνσταντινούπολιν, χάριν οἰκογενειακῶν λόγων, ὡς ἔλεγεν, ἴσως δὲ καὶ ἐπὶ ἰδιαιτέρᾳ τινὶ ἀποστολῇ ὑπὸ τοῦ Κωλέττου, μετέβη εἰς τὸ μέγαρον τῆς τουρκικῆς πρεσβείας ὅπως ἐπικυρώσῃ τὸ διαβατήριον αὐτοῦ, ἀλλ’ ὁ πρεσβευτὴς ἠρνήθη νὰ πράξῃ τοῦτο προφασιζόμενος, ὅτι ὁ Καρατάσος, ἐν ἔτει 1841, προσεπάθησε νὰ ἐξεγείρῃ εἰς ἐπανάστασιν τὴν Μακεδονίαν, ποιησάμενος ἀπόβασιν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει.

Ὁ Καρατάσος μηδὲν εἰπὼν ὡμολόγησε τὴν πρᾶξιν τῷ βασιλεῖ ὅστις ὠργίσθη μεγάλως, τὴν τοιαύτην δ’ ὀργὴν δὲν ἠδύνατο νὰ δείξῃ ἀμέσως μὴ προσκαλῶν αὐτὸν εἰς τὸν μετὰ δύο ἡμέρας δοθέντα χορὸν ἐν τοῖς Ἀνακτόροις· διότι θὰ ἦτο βασιλικὴ μικροπρέπεια, προσεκάλεσε λοιπὸν αὐτὸν εἰς τὸν κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς 13ης Ἰανουαρίου διδόμενον χορόν, ὅτε πλησιάσας τὸν Μουσοῦρον εἶπεν αὐτῷ γαλλιστί: «ἐπίστευον, κύριε, ὅτι ὁ Βασιλεὺς τῆς Ἑλλάδος ἤξιζε πλειοτέρου σεβασμοῦ, οὗ ἐδείξατε» καὶ ἔστρεψεν αὐτῷ τὰ νῶτα μὴ περιμείνας ἀπάντησιν τοῦ Μουσούρου. Ὁ πρέσβυς λίαν ταραχθεὶς ἐπὶ τῷ γεγονότι σπεύσας ἀφηγήθη τὸ γεγονὸς πρὸς τὸν Λάϊενς, τῇ συμβουλῇ τοῦ ὁποίου ἀνεχώρησεν ἐκ τοῦ χοροῦ μεθ’ ὅλων τῶν ὑπαλλήλων τῆς τουρκικῆς πρεσβείας, τοῦθ’ ὅπερ ἐποίησε σπουδαίαν αἴσθησιν τοῖς ἐν τῷ χορῷ.

Τῇ ἐπαύριον τοῦ ἐπεισοδίου τούτου ὁ Μουσοῦρος ἐπέδωκε πρὸς τὴν ἑλληνικὴν Κυβέρνησιν διακοίνωσιν ἐν ᾗ ἐξέθετο τὰ ἐν τοῖς ἀνακτόροις γενόμενα καὶ τὰ κατὰ τὴν ἄρνησιν τῆς ἐπικυρώσεως τοῦ διαβατηρίου τοῦ Καρατάσου. Ἐν τῇ διακοινώσει ταύτῃ ὁ Τοῦρκος πρεσβευτής, προσεπάθει νὰ ἐπιρρίψῃ πᾶσαν τὴν εὐθύνην ἐπὶ τοῦ πρωθυπουργοῦ Κωλέττη, ἰσχυριζόμενος ὅτι αὐτὸς ἐκοιμᾶτο, καθ’ ἣν στιγμὴν ὁ ὑπασπιστὴς Καρατάσσος μετέβη εἰς τὸ γραφεῖον τῆς Πρεσβείας πρὸς ἐπικύρωσιν τοῦ διαβατηρίου αὐτοῦ καὶ ὅτι διὰ τοῦ γραμματέως Κονεμένου-βέη διεμήνυσεν αὐτῷ, ὅτι ἀδυνατεῖ μὲν νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ἐπικυρώσεως τοῦ διαβατηρίου, ἕνεκα ρητῶν διαταγῶν τῆς κυβερνήσεως αὐτοῦ, θέλει ὅμως ζητήσει νέας περὶ τούτου ὁδηγίας, ὅτι, μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Καρατάσσου, αὐτὸς μετὰ τοῦ γραμματέως μετέβησαν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πρωθυπουργοῦ, ἵνα παράσχωσι τὰς ἀναγκαίας διασαφήσεις ἀλλ’ ὅτι ὁ πρωθυπουργὸς ἀπουσίαζεν «εἰς βαπτίσια» καὶ ὅτι, τέλος, συνέτυχεν αὐτῷ τὴν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ Κονεμένος-βέης καὶ παρέσχε τὰς δεούσας ἐξηγήσεις καὶ ὅτι ἐπειδὴ οὐδεμίαν ἀνακοίνωσιν ἔλαβε, παρελθουσῶν 24 ὡρῶν, ἐνόμισεν ὅτι αἱ δοθεῖσαι ἐξηγήσεις ἐθεωρήθησαν ἐπαρκεῖς καὶ διὰ τοῦτο μετέβη καὶ εἰς τὸν χορὸν τῆς 13 Ἰανουαρίου· ἐπέρριπτε δ’ ἐμμέσως τὴν εὐθύνην τῷ πρωθυπουργῷ, ὅστις «παρημέλησε νὰ φέρῃ ἐγκαίρως εἰς γνῶσιν τῆς Α. Μ. τοῦ Βασιλέως τὰ διὰ τοῦ γραμματέως τῆς αὐτοκρατορικῆς Πρεσβείας διαμηνυθέντα τὰ ὁποῖα, ὡς φρονεῖ ὁ ὑποφαινόμενος, ἐὰν ἐγκαίρως ἐπληροφορεῖτο ἡ Α. Μ. ὁ Βασιλεύς, λαμβάνων γνῶσιν τῶν δοθεισῶν ἐξηγήσεων, οὐδέποτε ἤθελεν ἐκλέξει τὴν ἐπίσημον στιγμήν, ἵν’ ἀπευθύνῃ ἐπιπλήξεις εἰς τὸν πρεσβευτὴν τῆς Α. Αὐτοκρατορικῆς Μεγαλειότητος τοῦ Σουλτάνου»· καὶ κατέληγε λέγων ὅτι ἐθεώρησε καθῆκον αὐτοῦ νὰ ὑποβάλλῃ τὰς ἀνακοινώσεις ταύτας πρὶν ἢ ἀνακοινώσῃ τὸ λυπηρὸν γεγονὸς πρὸς τὴν κυβέρνησιν αὐτοῦ.

Αὐθημερὸν ὁ πρωθυπουργὸς, ἅτε ὢν καὶ ὑπουργὸς ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν, ἀπέστειλε πρὸς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπιτετραμμένον τῆς Ἑλλάδος Ἀργυρόπουλον διακοίνωσιν ὑπὸ ἡμερομηνίαν 14 Ἰανουαρίου, ἐκθέτουσαν ὁμοίως τὰ γεγονότα οὕτως: ὅτι ὁ πρεσβευτὴς ἠρκέσθη νὰ ἀναγγείλῃ μόνον τῷ πρωθυπουργῷ Κωλέττῃ, διὰ τοῦ γραμματέως Κονεμένου-βέη τὴν ἄρνησιν τῆς ἐπικυρώσεως τοῦ διαβατηρίου, ἄνευ προσθήκης ἐπεξηγήσεώς τινος, ὅτι ἡ τοιαύτη διαγωγὴ ἦτο προσβλητικὴ τῷ βασιλεῖ Ὄθωνι, ὅτι ὁ πρεσβευτὴς Μουσοῦρος παντοῖα παρενέβαλε προσκόμματα πρὸς πάντα Ἕλληνα προτιθέμενον νὰ μεταβῇ εἰς Τουρκίαν, ὅτι οὐδὲν ἔπραττε πρὸς ἀποκατάστασιν τῶν ἐπιθυμητῶν φιλικῶν σχέσεων τῶν δύο κρατῶν, ὅτι ὁ βασιλεὺς οὐδαμῶς ἠθέλησε νὰ προσβάλῃ τὴν αὐτοκρατορικὴν κυβέρνησιν ἀλλ’ ἁπλῶς νὰ ὑπομνήσῃ τῷ πρεσβευτῇ τὸν ὀφειλόμενον σεβασμὸν πρὸς τὸν ἄρχοντα τῆς χώρας παρ’ ᾧ ἦτο ἐμπεπιστευμένος· «ἀναδέχομαι, ἔλεγεν ὁ Κωλέττης ἐν τῇ διακοινώσει ταύτῃ ἧς ἀντίγραφον ἤθελε δώσει ὁ ἐπιτετραμμένος τῷ ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν Τούρκῳ ὑπουργῷ, ἀναδέχομαι πᾶσαν τὴν εὐθύνην τῶν βασιλικῶν τούτων λόγων καὶ τολμῶ νὰ εἴπω, κύριε, ὅτι οὗτοι ἀποτελοῦσι τὴν ἀπαθῆ καὶ ἀξιοπρεπῆ ἔκφρασιν τῶν αἰσθημάτων πάντων τῶν Ἑλλήνων».

Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Γάλλος πρεσβευτὴς σπουδαῖα ἐποιήσατο διαβήματα πρὸς ταχεῖαν καὶ ἄμεσον λύσιν τοῦ ἐπεισοδίου· ἡ τουρκικὴ ὅμως κυβέρνησις καίπερ ὑπὸ φιλογαλλικῶν αἰσθημάτων ἐμφορουμένη· διότι μέγας βεζύρης ἦτο εἰσέτι ὁ Ρεσὶδ-Πασᾶς φίλος τῆς γαλλικῆς πολιτικῆς, ἐν τούτοις ὑπὸ τῆς Ἀγγλίας διερεθιζομένη ἀπέστειλεν εἰς Πειραιᾶ αὐτοκρατορικὸν ἀτμόπλοιον ἵνα φέρῃ τῇ Ἑλληνικῇ Κυβερνήσει τελεσίγραφον καὶ παραλάβῃ τὸν Μουσοῦρον, ἐν ᾗ ἂν περιπτώσει ἤθελον ἀποκρουσθῆ αἱ προτάσεις τῆς Πύλης.

Ἐν τῷ τελεσιγράφῳ τούτῳ ὁ ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν τοῦρκος ὑπουργὸς Ἀαλῆς ἰσχυρίζετο, ὅτι «ἡ παρὰ τῇ Α. Μ. τῷ Βασιλεῖ τῆς Ἑλλάδος λειτουργία τοῦ κ. Καρατάσσου δὲν ἴσχυε νὰ προκαλέσῃ τὴν ἐκ μέρους τοῦ κ Μουσούρου παραβίασιν ρητῶν διαταγῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς κυβερνήσεως» καὶ ἐζήτει ἵνα ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν ὁ πρωθυπουργὸς Κωλέττης «ἐκφράσῃ λύπην ἐπὶ τοῖς γεγονόσι καὶ διευθυνθῇ αὐτοπροσώπως εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Σουλτάνου καὶ ἐκφράσῃ διὰ ζώσης τὴν λύπην ταύτην». Τὸ ἑλληνικὸν ὑπουργεῖον λαβὸν γνῶσιν τοῦ αὐθάδους ἐκείνου τελεσιγράφου ἀπέρριψεν αὐτὸ ἀμέσως, ἐφ’ ᾧ καὶ ὁ πρεσβευτὴς Μουσοῦρος, ἐν συνοδείᾳ στρατιωτικοῦ ἀποσπάσματος, πρὸς πρόληψιν ἀπευκταίου τινός, κατελθὼν εἰς Πειραιᾶ μεθ’ ὅλων τῶν ὑπαλλήλων τῆς πρεσβείας ἀνεχώρησε διὰ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἀτμοπλοίου, περὶ τὴν 10ην π. μ. ὥραν τῆς Δευτέρας 3 Φεβρουαρίου 1847.

Ἐντεῦθεν ἐπῆλθε διακοπὴ τῶν σχέσεων Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας, ἥτις κατετάραξεν ἅπαν τὸ ἐν Ἀθήναις διπλωματικὸν σῶμα, ἰδίως δ’ εἰς δυσχερῆ θέσιν περιήγαγε τὴν Γαλλικὴν πρεσβείαν, ἥτις οὔτε ἠδύνατο νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν Κωλέττην, ἐν τῇ κρισίμῳ ἐκείνῃ στιγμῇ ἀπροστάτευτον, ἀλλ’ οὔτε καὶ συντελεστικῶς νὰ φανῇ αὐτῷ ἐπίκουρος. Προσεπάθησε λοιπὸν παντοιοτρόπως νὰ ἐξεύρῃ ἔντιμόν τινα καὶ μὴ προσβλητικὴν διέξοδον τῇ Ἑλληνικῇ κυβερνήσει.

Οὕτως ὁ Πισκατόρυ συνεβούλευσε τῷ Βασιλεῖ Ὄθωνι νὰ γράψῃ ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Σουλτάνον, ἀλλ’ ὁ Ὄθων καὶ ὁ Κωλέττης ἐθεώρουν τὸ τοιοῦτο προσβλητικὸν καὶ μόλις καὶ μετὰ βίας ἐπείσθησαν, ἐπὶ τέλους, νὰ πραγματοποιήσωσι τὴν συμβουλὴν ταύτην τοῦ Γάλλου πρεσβευτοῦ. Συνετάχθη λοιπὸν καὶ ἀπεστάλη ὑπὸ τοῦ Βασιλέως πρὸς τὸν Σουλτάνον Μετζὶτ ἥ δε ἡ ἐπιστολή:[16]

Μεγαλειότατε

«Δυσάρεστόν τι συμβὰν ἐπαπειλεῖ τὴν διάρρηξιν φιλικῶν σχέσεων τῶν δύο ἐπικρατειῶν, ἃς ἡ Θεία Πρόνοια ἐνεπιστεύσατο ἡμῖν. Αἰ φιλικαὶ αὗται σχέσεις ὧν ἡ διατήρησις ἐστὶ πολύτιμος, δυνατὸν νὰ ἐνισχυθῶσιν ἐν τῷ παρόντι καὶ νὰ στερεωθῶσιν ἐν τῷ μέλλοντι δι’ ἐξηγήσεως ἐλευθέρας καὶ εἰλικρινοῦς· καὶ τὴν ἐξήγησιν ταύτῃ ἔρχομαι νὰ ποιήσω αὐθόρμητον· ἡ δὲ Υ. Μεγαλειότης κατανοήσει, ὡς πέποιθα, τὰ αἰσθήματα τῆς ἄκρας ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς βαθείας ὑπολήψεως ἐξ ὧν ὁδηγοῦμαι εἰς τὸ τοιοῦτο βῆμα, ὑψηλὸν προτιθέμενον σκοπὸν καὶ διὰ τοῦτο ἀνεπίδεκτον πάσης παρεξηγήσεως.

«Ἀπαιτῶν ὑπὲρ τῆς βασιλικῆς ἐγγυήσεώς μου τὸ ὀφειλόμενον αὐτῇ σέβας πέποιθα, ὅτι ἐκπληρῶ καθῆκον, ὅπερ ἐν τῷ συμφέροντι τῆς Βασιλικῆς ἀξίας θὰ ἴδω ἀσφαλῶς ἐμπεπιστευμένον εἰς τὰς χεῖ

Τὰ Ἀνάκτορα.
ρας τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος. Ἐκ τοῦ αἰσθήματος τούτου κινούμενος, ὅτε ἀπέτεινα μομφήν τινα πρὸς τὸν ἀντιπρόσωπον ἀδελφοῦ πρὸς ὃν ὁμολογῶ εἰλικρινῆ ἀγάπην δὲν ὡδηγήθην ὑπὸ μόνου τοῦ γεγονότος, ὅπερ φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε τὸ μόνον αἴτιον τῆς ἐκφράσεώς μου ἐκείνης.

«Πρὸ πολλοῦ ὁ τρόπος καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ κυρίου Μουσούρου, ὅς ἐστι τὸ ὄργανον διαφόρων παραστάσεων τῆς κυβερνήσεώς μου πρὸς τὴν τῆς Ὑμετέρας Μεγαλειότητος, πολλὰς μοὶ παρεῖχεν ἀνησυχίας ὡς πρὸς τὴν διατήρησιν τῆς φιλίας τῶν γειτονευόντων κρατῶν, ἣν ἐγὼ θεωρῶ πολύτιμον· καὶ ἀληθῶς λίαν ἐστὶ ὠφέλιμος πρὸς ἀμφότερα τὰ κράτη, ὧν τα συμφέροντα ταὐτίζονται ἐν πολλοῖς καὶ ὑπὸ παντοίας ἀφορμάς. Δηλώσας δὲ τὴν δυσαρέσκειαν, ἣν ᾐσθάνθην οὐ τοσοῦτο διὰ τὴν ἄρνησιν τῆς ἐπικυρώσεως ἑνὸς διαβατηρίου, ὅσον διὰ τὰ προηγηθέντα αὐτῆς, παρέστησα πρὸ πάντων μέριμναν, ἣν πολλάκις ἠσπάσατο, ὡς οὐδαμῶς ἀμφιβάλλω καὶ ἡ Ὑμετέρα Μεγαλειότης, μετὰ θάρρους εὐγενοῦς ἀγωνιζομένη ὑπὲρ τῆς εἰρηνικῆς προόδου τῶν εἰς τὴν κυβέρνησιν αὐτῆς ἐμπιστευμένων λαῶν.

«Ἐν τούτῳ ἔγκειται ἡ ἀληθής, ἡ πλήρης ἁρμονία τῶν λόγων μου ἀποτεινομένων ἰδίως πρὸς ἄνθρωπον ἐπιλαθόμενον τοῦ ὑψηλοῦ σκοποῦ τῆς ἑαυτοῦ ἀποστολῆς· καὶ τὴν ἑρμηνείαν ταύτην δίκαιον ἐνόμισα νὰ ποιήσω πλήρη. Ἡ Ὑμετέρα Μεγαλειότης σκεφθήσεται καὶ ἀποφανθήσεται, ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτῆς, ἐγὼ δὲ πέποιθα, ὅτι ἡ ἐξήγησις αὕτη, ἐλευθέρως δοθεῖσα, συνᾴδει πρός τε τὸ καθῆκον καὶ πρὸς τὴν καρδίαν μου. Οὐχ ἧττον δὲ ἐλπίζω, μᾶλλον δ’ εἰπεῖν πέποιθα ὅτι ἡ Ὑμετέρα Μεγαλειότης εὑρήσει ἐν αὐτῇ τὴν ἀπόδειξιν τοῦ ὅτι κἀγώ, ὡς καὶ ἡ Ὑμετέρα Μεγαλειότης, ἐναποτίθεμαι τὴν ἀληθῆ δόξαν μου ὅπου ὁ παντοδύναμος Θεὸς διαττάτει ἡμᾶς καὶ ὅτι θερμοτάτην αἰσθάνομαι τὴν ἐπιθυμίαν τῆς διατηρήσεως τῶν φιλικῶν σχέσεων τῶν δύο λαῶν, ὧν ἡ δόξα καὶ ἡ εὐημερία, ἀντὶ τοῦ νὰ ὦσιν ἀντίθετοι καὶ ἀντίζηλοι, ἐξαρτῶνται μάλιστα ἐκ τῆς ἀμοιβαίας τῶν λαῶν τούτων βοηθείας.

Ἐπὶ τούτοις, ἱκετεύω τὸν Θεόν, ὅπως διατηρῇ Σέ, ὑπέρτατε, ἐνδοξότατε καὶ κραταιότατε Αὐτοκράτορ, φίλτατε γείτων καὶ σύμμαχε ἡμῶν, ὑπὸ τὴν ἁγίαν καὶ παντοδύναμον Αὐτοῦ προστασίαν,

Ὁ εἰλικρινέστατος καὶ ἀκριβέστατος φίλος σου
Οθων

Ἡ ἐπιστολὴ αὕτη φθάσασα εἰς τὸν πρὸς ὃν ὅρον, παρὰ τὰς μεγάλας προσπαθείας τοῦ Γάλλου ἐν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτοῦ οὐδὲν ἐπήνεγκεν εὐχάριστον ἀποτέλεσμα. Ὁ δὲ Σουλτάνος ἀπήντησε μὲν ἁβρῶς τῷ βασιλεῖ Ὄθωνι, ἀλλ’ ἀπέστεργε πᾶσαν, ἀπ’ εὐθείας, μεταξὺ αὐτῶν διακανόνισιν τοῦ σκανδαλώδους ἐπεισοδίου ἀπαντήσας ὅτι: «μόναι αἱ Κυβερνήσεις κέκληνται νὰ διακανονίζωσι τὰς διεθνεῖς διαφοράς.»

Ὁ δ’ ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν ὑπουργὸς Ἀαλῆς ἐποιήσατο τῷ ἐπιτετραμμένῳ τῆς Ἑλλάδος Ἀργυροπούλῳ σοβαρὰν δήλωσιν, τῇ 28ῃ Φεβρουαρίου, δι’ ἧς ἐκοινοποιεῖτο αὐτῷ ὅτι: «κατὰ διαταγὴν τῆς Α. Αὐτοκρατορικῆς Μεγαλειότητος τοῦ Σουλτάνου ἂν ἕνα μῆνα, μετὰ τὴν ἡμερομηνίαν τῆς ἐπιστολῆς ταύτης, τὰ πράγματα μείνωσι δυστυχῶς εἰς ἣν εὑρίσκονται κατάστασιν καὶ ἂν ἐπανερχόμενον εἰς Ἀθήνας τὸν κ. Μουσοῦρον δὲν ἐπισκεφθῇ αὐτὸν ὁ κ. Κωλέττης, ἐκφράζων αὐτῷ τὴν ἐπὶ τοῖς γεγονόσι λύπην τῆς Α. Ἑλληνικῆς Μεγαλειότητος, θέλομεν εὑρεθῆ εἰς τὴν δυσάρεστον θέσιν νὰ θεωρήσωμεν διακεκομμένας ἐντελῶς τὰς μεταξὺ τῶν δύο Ἐπικρατειῶν διπλωματικὰς σχέσεις, καὶ ἑπομένως δὲν θέλομεν πλέον σᾶς ἀναγνωρίζει, μὲ μεγάλην ἡμῶν δυσαρέσκειαν, ὡς ἐπιτετραμμένον τῆς Ἑλλάδος.»

Ὁ Ἀργυρόπουλος ἔσπευσε νὰ ἀνακοινώσῃ ταῦτα πρὸς τὴν κυβέρνησιν, ἥτις διὰ διακοινώσεως αὐτῆς, τῆς 10ης Μαρτίου, ἠρνεῖτο μὲν νὰ δεχθῇ τὸν Μουσοῦρον ὡς πρεσβευτὴν τῆς Τουρκίας, συγκατετίθετο δὲ νὰ πέμψῃ εἰς Κωνσταντινούπολιν ἔκτακτον πρεσβευτήν, ἵνα ἐκφράσῃ πρὸς τὸν ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν ὑπουργὸν Ἀαλῆν τὴν θλῖψιν τοῦ βασιλέως τῆς Ἑλλάδος διὰ τὰ κατὰ τὸν χορὸν τῆς 13ης Ἰανουαρίου ἐν τοῖς ἀνακτόροις τελεσθέντα.

Ἡ Τουρκία ὅμως ἐμμένουσα ἐν τοῖς ὅροις, οὓς διεχάραξε, διέκοψε τὰς διπλωματικὰς σχέσεις καὶ περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς 31ης Μαρτίου ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπιτετραμμένος τῆς Ἑλλάδος Ἀργυρόπουλος, ἐν μέσῳ τῆς γενικῆς συγκινήσεως τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλλήνων, κατεβίβασε τὰ ἐπὶ τῆς μεγάλης εἰσόδου σύμβολα τῆς πρεσβείας.

Ἡ κατάστασις ἦτο κρίσιμος, ὁ δὲ Κωλέττης ἐπάλαιε κατ’ ἀνυπερβλήτων δυσχερειῶν. Ἡ Ἀγγλία ἀλληλοδιαδόχως ἐκοινοποίει τῇ Ἑλληνικῇ κυβερνήσει ἐντόνους διακοινώσεις· οὕτω τῇ 4ῃ Ἀπριλίου, ἐπιμόνως ἐζήτει τὴν πληρωμὴν τῶν 700,000 δραχμῶν, ἃς ἡ ἀγγλικὴ κυβέρνησις ἐπλήρωσε διὰ τὸ ὑπὸ τὴν ἐγγύησιν αὐτῆς ἀναληφθὲν μέρος τοῦ δανείου τῶν 60,000,000, τῇ 15ῃ Ἀπριλίου, ὁ τῆς Ρωσίας ἀντιπρόσωπος Περσιάνης, Ἕλλην καὶ αὐτός, ὡς ὁ Μουσοῦρος, παρασυρθεὶς ὑπὸ τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς ἐπέδιδεν ἑτέραν διακοίνωσιν, δι’ ἧς τὸ ἀνακτοβούλιον Πετρουπόλεως συνεβούλευε τὴν τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως ὑποχώρησιν ὡς πρὸς τὰς περὶ Μουσούρου ἀπαιτήσεις τῆς Τουρκίας καὶ ἀπεδοκίμαζε τὴν, ἐν γένει, πολιτικὴν αὐτῆς· τῇ 18 Ἀπριλίου παρουσιάσθη ὁ Λάϊενς πρὸς τὸν Κωλέττην ἵνα ὑποδείξῃ αὐτῷ τὰ δεινὰ ἐπακόλουθα, ἅτινα ἔμελλον νὰ ἐνσκήψωσι κατὰ τῆς χώρας ἐκ τῆς διακοπῆς τῶν σχέσεων συνεπαγομένων καὶ τὴν διακοπὴν τῶν ἐμπορικῶν σχέσεων, τὴν ἀπαγόρευσιν τῆς ἀκτοπλοΐας τοῖς ὑπὸ Ἑλληνικὴν σημαίαν πλοίοις τὴν εἰς τὸν Ἑλλήσποντον εἴσοδον καὶ τὴν πιθανὴν ἀποδίωξιν τῶν Ἑλλήνων ἐμπόρων, ἅπερ ἡ Πύλη ἠπείλει κατὰ τῆς Ἑλλάδος. Προσέθηκε δὲ ὁ Ἄγγλος πρεσβευτής: τότε τί γενήσονται οἱ ναῦται; τί οἱ τεχνῖται οἱ ἐργαζόμενοι ἐν Τουρκίᾳ; Πρὸς τὴν ἐρώτησιν ὅμως ταύτην τοῦ Λάϊενς ὁ Κωλέττης ἀπήντησεν ἀπαθῶς: ὅτι οἱ μὲν ναῦται γενήσονται πειραταὶ οἱ δὲ τεχνῖται λῃσταί!

Ἐν τούτοις ἡ ἐκ τοῦ ἐπεισοδίου τούτου δημιουργηθεῖσα κατάστασις ἐν Ἑλλάδι καὶ ἐσωτερικαὶ δυσχέρειαι ἐπεδείνωσαν τὴν ἐν τῇ ἐξουσίᾳ διαμονὴν τοῦ Κωλέττη.

Ἡ ἀντιπολίτευσις ἐμπαθέστατα ἀγομένη ἐπέκρινε διὰ τῶν ἐφημερίδων αὐτῆς αὐστηρῶς τὴν ἐξωτερικὴν πολιτικὴν τοῦ ὑπουργείου καὶ ἐπεζήτει τὴν ἄμεσον πτῶσιν τοῦ ὑπουργείου· ἐντεῦθεν δ’ οἱ φίλοι τοῦ ὑπουργείου ὁλονὲν ἠλαττοῦντο· ὁ ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν ὑπουργὸς καταγγελθεὶς ἐπὶ καταχρήσεσιν ἐσώθη τῆς κατηγορίας δι’ ὀλιγίστων ψήφων· ὁ προϋπολογισμὸς εἰσαχθεὶς ἅμα τῇ ἐνάρξει τῆς γ′. συνόδου τῆς Βουλῆς, ἐπὶ πεντάμηνον δὲν ἐπεψηφίζετο, ἕνεκα τῶν συνεχῶν προσκομμάτων, ἅπερ ἡ ἀντιπολίτευσις ἀνενδότως ἐνέβαλλε παρεισάγουσα ἑκάστοτε ἐπουσιώδη ἀντικείμενα καὶ κωλισιεργοῦσα εἰς τρόπον, ὥστε τὴν ἐν τῇ Βουλῇ θέσιν τοῦ ὑπουργείου κατέστησε κρισιμωτάτην, ἐφ’ ᾧ ὁ πρωθυπουργὸς ἠναγκάσθη νὰ τροποποιήσῃ τὸ ὑπουργεῖον αὐτοῦ, προσλαμβάνων δύο ἢ τρία μέλη ἐκ τοῦ ρωσικοῦ κόμματος. Οὕτω δὲ ὁ μὲν ὑπουργὸς τῶν Ναυτικῶν Κ. Κανάρης ἀπεχώρησε μετ’ οὗ πολὺ γενόμενος γερουσιαστής, ὁ ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν Πονηρόπουλος ἀπελύθη καὶ ὁ Κωλέττης ἐκράτησε μό[ν]ον τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐξωτερικῶν[17] καὶ ἀνεσχημάτισε τὴν κυβέρνησιν ὡς ἑξῆς: ὁ πρόεδρος τῆς Βουλῆς Ρήγας Παλαμήδης προσελήφθη ὡς ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν, ὁ Γ. Γλαράκης τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, ὁ Κ. Θ. Κολοκοτρώνης τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Ν. Κορφιωτάκης τῶν Οἰκονομικῶν καὶ ὁ Δ. Βούλγαρης τῶν Ναυτικῶν, ἐκ τῶν παλαιῶν ὑπουργῶν, μόνου τοῦ ἐπὶ τῶν Στρατιωτικῶν ὑπουργοῦ Κίτσου Τζαβέλλα διατηρήσαντος τὴν θέσιν αὐτοῦ.

Οὕτως ἀνασχηματισθὲν τὸ ὑπουργεῖον παρουσιάσθη εἰς τὴν Βουλὴν ἐν ἦ ὑφίστατο ἐκκρεμὴς ἡ συζήτησις τοῦ προϋποβληθέντος νομοσχεδίου περὶ εἰσπράξεως τῶν ἐγκτητικῶν φόρων, καὶ διεκήρυξεν, ὅτι θεωρεῖ ζήτημα ὑπουργικὸν τὴν ἐπιψήφισιν ἢ μὴ τοῦ νομοσχεδίου, ἀλλὰ γενομένης ψηφοφορίας, τὸ ὑπουργεῖον ἐνίκησε διὰ μιᾶς μόνης ψήφου τοῦθ’ ὅπερ ἐνέβαλε τῷ Κωλέττῃ τὴν ἰδέαν νὰ παραιτηθῆ, ἀλλὰ ἡ ἐν γένει θέσις τῶν πραγμάτων ἀπῄτει τὴν ἐν τῇ ἀρχῇ διατήρησιν αὐτοῦ καὶ ὁ Βασιλεὺς Ὄθων παρέσχεν αὐτῷ διάταγμα διαλύσεως τῆς Βουλῆς, ἧς τινος ἄλλως τε ἔληγεν μετ’ οὗ πολὺ καὶ ἡ, κατὰ τὸ σύνταγμα, θεσπισθεῖσα τριετὴς διάρκεια αὐτῆς.

Ὅθεν εἰς τοῦτ’ ἀπιδὼν τὴν 14 Ἀπριλίου ὁ Κωλέττη, ἀνελθὼν τὸ βῆμα ἀνέγνω τὸ διάταγμα τῆς διαλύσεως τῆς Βουλῆς, ὅπερ ὥριζε καὶ νέας ἐκλογὰς συγκαλοῦν τοὺς ἐκλεχθησομένους βουλευτὰς διὰ τὴν 10 Ἰουλίου 1847. Οὕτως ἐχόντων τῶν ἐν γένει πραγμάτων τοῦ Κράτους, ἐξηκολούθουν αἱ διακοινώσεις τῆς Ἀγγλίας πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Κυβέρνησιν περὶ τῆς πληρωμῆς τῶν τοῦ δανείου τῶν 60,000,000 τόκων· ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὁ Μέττερνιχ, ὅστις εἶχε διατάξει τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει πρέσβυν τῆς Αὐστρίας νὰ συνεργασθῇ ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ τῆς Γαλλίας πρὸς ἐπίλυσιν τῆς Ἑλληνοτουρκικῆς διαφορᾶς ἀπέτυχεν οἰκτρῶς.

Ἐφ’ ᾧ καὶ ὁ Κωλέττης βλέπων ἑαυτὸν ἐν τοιαύτῃ καταστάσει ὄντα προσεπάθει νὰ παρέχῃ πράγματα τῇ Πύλῃ συνεννοηθεὶς μετὰ τινῶν ὑπὸ τὸν Τουρκαλβανὸν Γκουλέκαν ἐπαναστατησάντων κατὰ τῆς Τουρκίας Ἀλβανῶν, μεθ’ ὧν καί τινες Ἕλληνες ὑπὸ τοῦ Κωλέττη ἐκπεμφθέντες, οἵτινες περιφερόμενοι ἀνὰ τὰς περὶ τὸ Ἀργυρόκαστρον καὶ τὰ Ἰωάννινα χώρας ἐνέβαλλον εἰς τρόμον τοὺς κατοίκους αὐτῶν.

Ἐπὶ τέλος ὅμως τὸ πραξικόπημα τοῦτο δὲν ἐπέτυχε· διότι οἱ ἐπαναστάται τοῦτο μὲν ὑπέκυψαν εἰς τὰς ἀνωτέρας δυνάμεις τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων, τοῦτο δὲ μὴ λαμβάνοντες ἐπικουρίας παρὰ τῆς ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, εἰς ἐσωτερικὰς ἀνωμαλίας ἀπησχολημένης, διελύθησαν· ἀφ’ ἑτέρου δ’ ἡ Κυβέρνησις ἤδη ὑφίστατο δοκιμασίας· διότι οἱ τέως φίλοι αὐτῆς καὶ ὀπαδοὶ Θ. Γρίβας καὶ Κριεζώτης, ἀρχομένου τοῦ 1847 παρῃτήθησαν τῶν θέσεων αὐτῶν τοῦ μὲν τῆς τοῦ ἐπιθεωρητοῦ τοῦ στρατοῦ τοῦ δὲ τῆς τοῦ νομοεπιθεωρητοῦ Εὐβοίας, ἅτε τοῦ ὑπουργείου Κωλέττη ἀρνηθέντος τὴν ἱκανοποίησιν διαφόρων αὐτῶν ἀπαιτήσεων.

Οὗτοι λοιπὸν ἀπὸ φίλων ἐχθροὶ τῆς Κυβερνήσεως γενόμενοι κατὰ τὰς ἐπικειμένας τότε ἐκλογάς, παρεῖχον πράγματα τοῖς κυβερνητικοῖς ὑποψηφίοις. Καὶ ὁ μὲν Γρίβας ἐν Ἀκαρνανίᾳ κατὰ τὸ εἰωθὸς καὶ πάλιν μεθ’ ὁπλοφόρων, περιφερόμενος, ὡς ἔπραξε καὶ κατὰ τὴν πρωθυπουργίαν τοῦ Μαυροκορδάτου, τῇ 6 Ἰουνίου 1847, τέσσαρας ἡμέρας πρὸ τῶν ἐκλογῶν ὕψωσε τὴν σημαίαν τῆς ἀνταρσίας ὀχυρωθεὶς ἐν τῷ χωρίῳ Παραταρίᾳ ἀντικρὺ τῆς Λευκάδος ἔνθα καὶ τὰ κτήματα αὐτοῦ.

Ἀποσταλέντος κατ’ αὐτοῦ τοῦ συνταγματάρχου Στράτου, ὁ ἁρμοστὴς τῶν Ἰονίων νήσων ἔλαβεν αἴτησιν τοῦ Κωλέττη ζητήσαντος νὰ ἐπιτρέψῃ καὶ τὴν ἀπὸ θαλάσσης πολιορκίαν τοῦ στασιάσαντος, ἄλλα τοῦ Ἄγγλου ἀρνηθέντος, κατώρθωσεν ὁ Γρίβας πάλιν ὥς ποτε ἐπὶ τοῦ γαλλικοῦ ἀτμοπλοίου «Παπῖνος», τῇ 13 Ἰουνίου νὰ διασωθῇ ἐπὶ ἀγγλικοῦ πλοίου καὶ περαιωθῇ ἐκ τῆς δυτικῆς παραλίας τῆς Ἀκαρνανίας εἰς τὴν διὰ τῶν ἀβαθεστάτων τεναγῶν ἀπὸ τῆς ἠπείρου χωριζομένην Λευκάδα[18]. Σπουδαιοτέρα ὅμως καὶ τοῦ Γρίβα ἦτο ἡ στάσις τοῦ Νικολάου Κριεζώτη· οὗτος ἀντιπολιτευόμενος, κατὰ τὰς ἐκλογάς, τὴν Κυβέρνησιν, προσεπάθησε νὰ διεγείρῃ στάσιν ἐν Χαλκίδι, ἡ δὲ Κυβέρνησις προλαμβάνουσα τὰ κινήματα αὐτοῦ ἐξέδωκεν ἔνταλμα συλλήψεως, ὑπὸ τὴν πρόφασιν ὅτι κατ’ Αὔγουστον τοῦ 1843 ὁ Κριεζώτης συλλαβὼν ἄνθρωπόν τινα, Πετεινάρην καλούμενον, ἀφῄρεσε παρ’ αὐτοῦ χρηματικόν τι ποσὸν καὶ ὅτι, κατὰ Σεπτέμβριον τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐφυλάκισέ τινας, ἐπὶ ἀνυπάρκτου κατηγορίᾳ, πρὸς χρηματισμόν.

Ὁ Κριεζώτης συλληφθεὶς ἐφυλακίσθη, οἱ ἐκ τῶν ὀπαδῶν ὅμως αὐτοῦ Κουρομπίτζος, Μυτάκης, Ζέρβας καί τινες ἄλλοι κατώρθωσαν, χρήμασι διαφθείραντες τοὺς φύλακας, νὰ ἐπιτύχωσι τὴν δραπέτευσιν αὐτοῦ. Τότε ὁ Κριεζώτης συναθροίσας περὶ τοὺς 600 ἄνδρας, σπεύσας ὠχυρώθη ἐν τῇ θέσει Ἐλεοῦσα, παρὰ τὴν Χαλκίδα. Ἡ κυβέρνησις ἐξέπεμψε τὸν Γαρδικιώτην Γρίβαν, ὅστις καὶ ἐγκαίρως καταφθάς, περιήγαγεν εἰς δεινὴν θέσιν αὐτούς.

Ὁ στρατὸς καὶ οἱ στασιασταὶ συνεπλάκησαν, ἐν μιᾷ δὲ τῶν συμπλοκῶν ἐπληγώθη, κατὰ τὴν χεῖρα, καὶ αὐτὸς ὁ Κριεζώτης, ὅστις καὶ ἀπελπίσας περὶ τῆς ἐπιτυχίας τῆς περαιτέρω ἀντοχῆς, κατώρθωσε, διὰ πλοίου, νὰ ἀναχωρήσῃ διὰ Χίον ἢ Σμύρνην, οὐδέποτε πλέον ἐπανελθὼν εἰς Ἑλλάδα καὶ ἀποθανὼν μακρὰν αὐτῆς, ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας, τῆς ὁποίας, γενναίως, κατὰ τὸν ἱερὸν ἀγῶνα, ἠγωνίσθη.[19] Ἀλλὰ μήπως καὶ αὐτόθι ἐφησύχασεν: Ἄπαγε! Συνενωθεὶς μετὰ τοῦ στασιαστοῦ Ζέρβα ἐτύγχανε πάσης ἐφετῆς περιποιήσεως καὶ ἐλάμβανε καὶ χρήματα· μὴ δυνάμενος ὅμως νὰ ἐφησυχάσῃ, ἐτάραττε καὶ ἐν τῷ Κράτει τοῦ Σουλτάνου τὴν φιλειρηνικήν, μετὰ τὸ μέγα τοῦ 1821 πάθημα, μάρτυρα νῆσον τοῦ Αἰγαίου.

Ἐν τούτοις μεθ’ ἁπάσας ταύτας τὰς στάσεις, αἱ ἐκλογαὶ διεξήχθησαν καλῶς, παρασχοῦσαι θρίαμβον τῇ Κυβερνήσει. Οἱ ὑποψήφιοι τῆς Κυβερνήσεως μετὰ μεγάλης πλειονοψηφίας ἐξελέγησαν ἐν ταῖς πλείσταις ἐπαρχίας, τοιαύτη δὲ ἦτο ἡ μεταξὺ τῆς πλειονοψηφίας τῶν κυβερνητικῶν καὶ τῆς μειονοψήφιας τῶν ἀντιπολιτευομένων διαφορά, ὥστε οὐδαμῶς δύναται ν’ ἀποδοθῇ εἰς ἐπεμβάσεις. Ἐν Σύρῳ π. χ. ἐξελέγησαν: ὁ Περίδης διὰ 2,289 ψήφων, ὁ Κωλέττης διὰ 2,136, ὁ Μάμουκας διὰ 2,098, ὁ δὲ τὰς περισσοτέρας λαβὼν ψήφους ἀντιπολιτευόμενος ὑποψήφιος μόλις συνεκέντρωσεν ἐν τῇ ἰδίᾳ κάλπῃ 538 ψήφους· τοιαύτη ἀριθμητικὴ ψήφων διαφορὰ οὐδέποτε βεβαίως διὰ τῶν ἐπεμβάσεων ἐπιτυγχάνεται καὶ ἀποδεικνύει τρανῶς, ὅτι, παρὰ τὰς φωνασκίας τῆς ἀντιπολιτεύσεως καὶ τὴν ἐξωτερικὴν κατάστασιν τῆς Ἑλλάδος, ὁ Κωλέττης ἐκέκτητο τὴν ἐμπιστοσύνην καὶ ἐπιτίμησιν ἁπάσης τῆς χώρας.

Ἀλλ’ ὁ ἐκλογικὸς οὗτος θρίαμβος ὑπῆρξε καὶ ἡ τελευταία ἀναλαμπὴ τοῦ βίου τοῦ Κωλέττη· διότι ἅμα τῇ ἐνάρξει τῆς Βουλῆς, ὁ ἀπὸ πολλοῦ μὲν πάσχων ἐκ νεφρίτιδος, ἐπὶ δεκατέσσαρας δ’ ἡμέρας ἡμέρας καὶ αὖθις μείνας κλινήρης, δεχόμενος καθ’ ἑκάστην ἐπισκέψεις τοῦ τε βασιλέως καὶ τῶν λογάδων τοῦ ἔθνους, πρὸς οὓς συνδιελέγετο περὶ τῆς φιλτάτης αὐτῷ Ἑλλάδος καὶ τοῦ δούλου Ἑλληνισμοῦ καὶ διὰ τοῦ Γάλλου πρεσβευτοῦ Πισκατόρυ ἐξέφραζε τὴν εὐγνωμοσύνην αὐτοῦ πρὸς τὸ γενναῖον Γαλλικὸν ἔθνος, ἐξέπνευσε καταληφθεὶς ὑπὸ πυρετοῦ τὴν νύκτα τῆς 31 Αὐγούστου—1 Σεπτεμβρίου τοῦ 1847 ᾄδων κλέφτικο τραγοῦδι τῆς ὑποδούλου Ἠπείρου!

Τὴν ἐθνικὴν ταύτην ἀπώλειαν συναισθανόμενος ὅτε βασιλεὺς καὶ ἡ κυβέρνησις τό δε ἐξέδωκεν αὐθωρεὶ βασιλικὸν διάταγμα:

Μαθόντες μὲ ἄκραν τῆς ψυχῆς ἡμῶν θλῖψιν τὸν θάνατον τοῦ ὑπὲρ πατρίδος τοσοῦτον ἐνδόξως ἀγωνισθέντος τοῦ περινουστάτου καὶ εἰς τὸν Θρόνον Ἡμῶν πιστοτάτας καὶ ἐξόχους ὑπηρεσίας προσενεγκόντος προέδρου τοῦ Ἡμετέρου ὑπουργικοῦ Συμβουλίου καὶ ὑπουργοῦ ἐπὶ τοῦ Βασιλικοῦ Οἴκου καὶ τῶν Ἐξωτερικῶν Ἰωάννου Κωλέττη, διατάττομεν νὰ πενθηφορήσωσιν ὅλοι οἱ στρατιῶται καὶ πολιτικοὶ ὑπάλληλοι ἐπὶ πέντε ἡμέρας.

Τὸ Ἡμέτερον ὑπουργικὸν Συμβούλιον θέλει διατάξει τὰ πρὸς δημοσίευσιν καὶ ἐκτέλεσιν τοῦ παρόντος Διατάγματος.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 31η Αὐγούστου 1847.

Οθων

Κ. Τσαβέλλας, Ρ. Παλαμήδης, Γ. Γλαράκης, Δ. Γ. Βούλγαρις, Κωνστ. Κολοκοτρώνης, Ν. Κορφιωτάκης.

Τὸν θάνατον τοῦ Κωλέττη ἐθρήνησαν κυρίως οἱ δοῦλοι Ἕλληνες, ὑπὲρ ὧν εἶχε στρέψει ἅπασαν αὐτοῦ τὴν κυβερνητικὴν πρόνοιαν, καὶ οἱ ἀγωνισταὶ καὶ οἱ Ἀλβανοί, οἵτινες ἠγάπων αὐτὸν μέχρι λατρείας. Ἡ κηδεία αὐτοῦ ἐγένετο μεγαλοπρεπεστάτη, ἧς αἱ Ἀθῆναι οὐδέποτε εἶδον λαμπροτέραν. Ὑπὲρ πάντας δ’ ἔκλαυσεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς Ὄθων, ὃν ἐθεώρει ὡς προστάτην τοῦ θρόνου αὐτοῦ.

Κατὰ περίεργον δὲ σύμπτωσιν, ἅμα τῷ ἐνταφιασμῷ τοῦ Κωλέττη καὶ τῷ κρότῳ τῶν τηλεβόλων, βρονταὶ καὶ ἀστραπαὶ ἐνέσκηψαν ἐξ οὐρανοῦ, ἐξ ἐκείνων, αἵτινες σπανίως ἀκούονται ἐν Ἑλλάδι, τοῦθ’ ὅπερ οἱ ἄγαν θαυμασταὶ αὐτοῦ ἐθεώρησαν ὡς κακὸν οἰωνὸν ἐπὶ βλάβῃ τῆς Ἑλλάδος. Καὶ πράγματι διὰ τοῦ θανάτου τοῦ Κωλέττη δὲν ἐξηφανίζετο ἀπὸ τῆς πολιτικῆς σκηνῆς τῆς Ἑλλάδος πολιτικός τις ἀνήρ, ἀλλ’ ὁλόκληρόν τι σύστημα: ἡ πολιτικὴ τῆς μεγάλης ἰδέας, ἥτις ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης ἄρχεται σβεννυμένη καὶ τὰ περὶ ἐλευθερίας τῶν ὑποδούλων ἀδελφῶν χρυσᾶ ὄνειρα διαλυόμενα.

Οἱ θανάσιμοι ὅμως αὐτοῦ ἐχθροί, οἱ ἐπικρίναντες καὶ κακολογήσαντες καὶ τὴν γενομένην αὐτῷ λαμπρὰν κηδείαν, καὶ τὸ διαταχθὲν πενθήμερον πένθος καὶ τοὺς ἐξυμνήσαντας αὐτὸν ρήτορας Ν. Βάμβαν, Ρ. Παλαμήδην, Παν. Σοῦτσον καὶ Γ. Τερτσέτην, οἵτινες καὶ πρὸ τοῦ χαίνοντος εἰσέτι τάφου τοῦ Κωλέττη μὴ λησμονήσαντες τὰ κομματικὰ αὐτῶν πάθη, οἵτινες καὶ μετὰ τὸν θάνατον ἔτι αὐτοῦ, καὶ ἰδίᾳ οἱ τῆς «Ἀθηνᾶς» συντάκται κατεβόων στεναγμὸν ἐξέβαλον ἀνακουφίσεως ἐπὶ τῇ ἐπελθούσῃ καταστροφῇ τοῦ ἀντιπάλου. Καὶ ὁ μὲν πολιτικὸς ἀντίπαλος αὐτοῦ Ἰάκωβος Ρίζος ὁ Νερουλὸς τό δε ἐποίησεν αὐτῷ ἐπιτάφιον:

«Τὸν δόλῳ ἡδὲ βίῃ αἰρόμενον Ἑλλάδος ἄρχειν
ἔκδικος ἐνσκήψας μάρψε μόρος Κωλέττην.
Ἡ δ’ Ἑλλὰς στονόεσσα ὑπὸ μήνιδος οὐχ ὑπὸ πένθους
«Αὐτὸν ἔδει, ἔφη, πρὸ τριῶν ἤδη θανεῖν ἐτέων».»

Ἕτερος δέ τις ἄλλος τό δε:

Ἥδε κόνις Κωλέττου, ὃς οὔποτ’ ὄετο θνήσκειν,
ζώειν δ’ Ἑλλάδι πῆμ’ ἄφθιτον ἐσσόμενος».

Οἱ φίλοι αὐτοῦ τόσον οἱ ἐν Ἑλλάδι ὅσον καὶ οἱ ἐν Γαλλίᾳ εἰλικρινῶς ἐθρήνησαν αὐτόν· καὶ ὁ μὲν Πισκατόρυ ἔκλαιε, δίκην παιδός, ὁ Γκιζὸ κατέτασσεν αὐτὸν ἐν τῇ χωρείᾳ τῶν ἐνδόξων ἀνδρῶν τοῦ Πλουτάρχου καὶ οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι ἑθρήνουν, ὅτι κατέπεσεν ὁ ἀκλόνητος στῦλος τῆς τάξεως καὶ ὁ διαπρυσιώτερος κῆρυξ τοῦ ἐθνικοῦ μεγαλείου.

Ἐν μέσῳ δὲ τῶν ἐκ διαμέτρου ἀντιθέτων τούτων καὶ ἐμπαθῶν κρίσεων ξένων τε καὶ ἡμετέρων εὑρίσκεται ἡ ἱστορία, ἥτις ὀφείλουσα ν’ ἀποδώσῃ ἑκάστῳ τὸ δίκαιον, δὲν δύναται ν’ ἀρνηθῇ τὴν μεγάλην τοῦ ἀνδρὸς φιλοπατρίαν καὶ τὸ εἰλικρινὲς τῶν περὶ τοῦ μεγαλείου τῆς Ἑλλάδος διανοημάτων αὐτοῦ, τὴν ἀγχίνοιαν καὶ τὴν ὡς Περικλέους δημαγωγικότητα.

Ἡ μεγάλη ἰδέα, ἧς τὴν σημαίαν ἀνεπέτασε, λέγει ὁ κ. Κυριακίδης, συμπαρασύρων ὄπισθεν αὐτοῦ ἐλευθέρους τε καὶ δούλους Ἕλληνας, οὐδαμῶς ἦτο, ὡς ἠθέλησαν νὰ παραστήσωσιν οἱ τούτου ἐχθροί, ἀλωπεκῆ πρὸς δημιουργίαν δημοτικότητος· ἦτο πόθος αὐτοῦ ζωηρός, διηνεκής, ἀκαταγώνιστος· ἦτο σημαία, ἣν ἐγειρόμενος τὴν πρωίαν ἠσπάζετο καὶ τὴν ὁποίαν περιτυλισσόμενος ἐκοιμᾶτο τὴν νύκτα ἵνα ριφθῇ εἰς ἡδέα ὄνειρα περὶ τοῦ μέλλοντος ἐθνικοῦ μεγαλείου.

Ἡ διάνοια αὐτοῦ ἀπερροφᾶτο ἅπασα ἐκ τῆς διηνεκοῦς ταύτης σκέψεως, εἰς ταύτην δ’ ἐθυσίαζε τὰ πάντα, καὶ πολύτιμον χρόνον καὶ φροντίδας ἐσωτερικοῦ διοργανισμοῦ καὶ κοινοβουλευτικοὺς ἀγῶνας. Ἥκιστα ἐπεζήτει ρητορικοὺς θριάμβους ἀπὸ τοῦ βήματος τῆς Βουλῆς καίτοι ὁ λόγος αὐτοῦ ἀτημέλητος, ἀλλὰ δριμὺς κατὰ τῶν ἐχθρῶν, ἐπαγωγὸς καὶ ἑλκύων ἠδύνατο πολλοὺς νὰ παράσχῃ αὐτῷ, εἰ ἐπεζήτει τοιούτους θριάμβους. Ἐμπεφορημένος πνεύματος γενικοῦ, φιλοδοξίας ἀνωτέρας ὑπουργικοῦ ἑδωλίου ἐπεδίωξε τὴν ἀρχὴν οὐχὶ πρὸς ἱκανοποίησιν ἐφημέρου ἐγωϊσμοῦ, οὐχὶ πρὸς θεραπείαν μικρᾶς καὶ χαμαιζήλου φιλαρχίας, ἀλλὰ πρὸς ἐκτέλεσιν μεγαλείου, καὶ διῆλθε τὸν βίον ἅπαντα ὁ Κωλέττης οἱονεὶ ἀπερροφημένος ὑπὸ τῆς ἰδέας ταύτης, ὀλιγώτερον μεριμνῶν περὶ τῶν ἐσωτερικῶν πραγμάτων. Θέλων νὰ ἐξυψώσῃ τῆς βασιλείας τὸ καταπεσὸν γόητρον καὶ χάριν τοῦ γενικοῦ σκοποῦ νὰ ἐπιτύχῃ ἐγκατάστασιν κυβερνήσεως μακροβίου, πολλὰς ἐποιήσατο θυσίας συγκρατῶν τοὺς βουλευτὰς εἰς τὰς τάξεις αὐτοῦ δι’ ὑποσχέσεων καὶ παροχῶν, ἃς πολλάκις καὶ δὲν ἐξετέλει ἐξ οὗ καὶ πολλαχῶς ἐφαίνετο, ψευδόμενος καὶ ἄδικος. Ἀλλὰ μήπως καὶ ὁ Ρόδιος μελοποιὸς Τιμοκλέων δὲν ἀπετέλεσε τὸν Θεμιστοκλέα καὶ ψεύστην, καὶ προδότην καὶ ἄδικον. Ἦτο ἀκαταγώνιστος ἐν τῇ τέχνῃ τοῦ συνδυάζειν τὰ συμφέροντα, τὰ μᾶλλον ἀντίθετα καὶ ἱκανοποιεῖν τὰς ἀδυναμίας τῶν ἀνθρώπων, ἐγίνωσκε, κατὰ βάθος, καὶ τὰς ἀρετὰς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ τὰ ἐλαττώματα τῶν πλείστων πολιτευομένων, ἐφέρετο δὲ πάντοτε συμφώνως πρὸς τὰς περιστάσεις, ἀπαράμιλλος ἐν τῷ ἠλεκτρίζειν καὶ παρασύρειν τὰ πλήθη καὶ κατευνάζειν τὰς ἀπαιτήσεις τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ. Ταχὺς τὴν ἀντίληψιν καὶ δραστηριώτατος, ὑπέμενε τὰς βραδύτητας τοῦ Βασιλέως Ὄθωνος καὶ ἐνέπνευσεν αὐτῷ ἀνωτέρας φιλοδοξίας, εὑρὼν ἄριστον ἐν τούτῳ συνεπίκουρον τὸ φιλόδοξον πνεῦμα τῆς βασιλίσσης Ἀμαλίας.

Ἔχων γραμματέα ἰδιαίτερον τὸν Νικόλαον Καλλισπέρην, εἰς ὃν καὶ ἰδιαιτέρας ἐπιστολὰς ἀνέθηκεν, εἶτα δὲ ἐπί τινα χρόνον τὸν Γεώργιον Παράσχον, τὸν δόκιμον ποιητήν, νεαρὸν ἔτι ὄντα, μόλις ταχὺ βλέμμα ἔρριπτεν εἰς τὰ τῆς ὑπογραφῆς αὐτοῦ χρῄζοντα ἔγγραφα, ἀδυνατῶν νὰ συγκεντρώσῃ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ εἰς τὰ μικρά, οὐδεμίαν ἀποδίδων σημασίαν εἰς τὰς λεπτομερείας τῆς τρεχούσης ὑπηρεσίας.

Ὀνειροπόλος τοῦ ἐθνικοῦ μεγαλείου, τελειότερον ἠρέσκετο νὰ συνομιλῇ μετ’ ἐκείνων, οἵτινες παρεῖχον αὐτῷ πληροφορίας περὶ τῶν μεγάλων ζητημάτων, περὶ τῶν σχεδίων τοῦ μέλλοντος, περὶ τῶν πόθων τοῦ λαοῦ. Πολλάκις δέ, καὶ ὅτε ὑπέγραψεν ἔτι τὰ πρὸ αὐτοῦ ἔγγραφα, διέκοπτε τὴν ἐργασίαν ταύτην, ἵνα συνομιλήσῃ μετὰ τοῦ γραμματέως περὶ τοῦ ποθητοῦ αὐτῷ ἀντικειμένου, ὅπερ ἐπλήρου καὶ τὴν διάνοιαν καὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ.

Λιτὸς καὶ ἀπέριττος, ἄνευ οἰκογενειακῶν περισπασμῶν, ἀφιέρωσεν ἑαυτὸν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς πατρίδος· τῇ ἐπιβολῇ τοῦ Μουχτάρ, υἱοῦ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, μνηστευθεὶς μετ’ ὡραίας καὶ ἐναρέτου κόρης, συγγενοῦς τῆς περιφήμου ἐρωμένης, τοῦ τῶν Ἰωαννίνων τυράννου Βασιλικῆς, τῆς συγγενείας ταύτης ἕνεκα διέλυσε τὴν μνηστείαν, καί, καίπερ ἰατρὸς τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Μουχτὰρ πασᾶ ὢν, ἐξ οὗ ἀπελάμβανε πολλῶν τιμῶν καὶ χρηματικῶν χορηγιῶν, ἐδραπέτευσε, κατὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος· οὐδέποτε ἐσκέψατο περὶ γάμου ἀκατασχέτως ριφθεὶς εἰς τὰς πολιτικὰς περιπετείας καὶ διῆλθε βίον ἐγκρατείας καὶ ἀποχῆς, ἐφ’ ἅπαξ μόνον ὑπὸ τοῦ αἰσθήματος πρὸς ὡραίαν μαρκησίαν παρασυρθεὶς ἐν Παρισίοις ὅτε πρεσβευτὴς ὢν τοῦ νεαροῦ Βασιλείου ἐξήσκει μέγα γόητρον ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκείνῃ τοῦ κόσμου πρωτευούσῃ.

Ἁπλοῦς δημοτικός, καὶ τὴν ἐθνικὴν περιβεβλημένος στολήν, τὴν φουστανέλλαν ἐδέχετο τοὺς πάντας ἐν τῷ ἑλληνοπρεπεῖ οἴκῳ αὐτοῦ, καθήμενος ἐπὶ σοφᾶ ὀκλὰξ καὶ ροφῶν τὸ τσιμβοῦκι αὐτοῦ νωχελῶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀρχηγὸν τοῦ ἑτέρου κόμματος τοῦ τῆς ρεδιγκότας οὗ ἡγεῖτο ὁ Μαυροκορδάτος. Ἡ κατοικία τοῦ πρώτου ἦτο σκηνὴ στρατηγοῦ μᾶλλον ἢ πολιτικοῦ ἀνδρὸς, ἐν ᾧ συνωστίζοντο, ἔν τε τοῖς προθαλάμοις καὶ τοῖς διαδρόμοις, ἀρχαῖοι ἀγωνισταί, παλληκάρια ἐξ ὅλης τῆς Ἑλλάδος, ἐν ᾧ ἡ τοῦ δευτέρου ἦτο αἴθουσα πολιτικοῦ εὐρωπαίου· πολλάκις ἐφαίνετο καθήμενος, περὶ τὴν δείλην μετὰ δύο ἢ τριῶν φίλων ἔξωθι καφείου τῆς εἰς Πατήσια ἀγούσης λεωφόρου, ἐκεῖ ὅπου ἀκριβῶς νῦν εἶναι ἓν τῶν πολυθορύβων τῶν Ἀθηνῶν κέντρον, τὸ καλούμενον Χαυτεῖα, ἤκουε δὲ καὶ τῆς γνώμης πάντων καὶ τοῦ ἐλαχίστου τῶν ἀστῶν καὶ συνεζήτει ὡς ἴσος πρὸς ἴσον καὶ περὶ αὐτῶν τῶν μεγίστων ζητημάτων. Ὁ θάνατος αὐτοῦ γενικὴν προὐξένησε θλῖψιν, παρὰ τὰ ὑπὸ τῶν ἀντιπολιτευομένων λεχθέντα· ἰδιαίτατα δ’ ἐθρηνήθη ἐν ταῖς χώραις τοῦ ὑποδούλου Ἑλληνισμοῦ, ἔνθα το ὄνομα αὐτοῦ ἀντήχει ὡς ἐγερτήριον σάλπισμα.

Ὁ πρωθυπουργὸς δὲ τῆς Γαλλίας τότε καὶ φίλος αὐτοῦ, τῶν φιλελληνικωτέρων, ἔγραψεν ἐπὶ τῷ θανάτῳ αὐτοῦ τάδε:

«Ἡ Ἑλλὰς ἀπώλεσε τὸν ἐνδοξότατον τῶν ἐπιζώντων στρατιωτικῶν, τῶν συντεινάντων εἰς τὴν ἀνεξαρτησίαν αὐτῆς, τὸν μόνον ἀναδειχθέντα ἔξοχον πολιτικόν, τὸν μοναρχικώτατον μὲν ὑπουργὸν τοῦ βασιλέως Ὄθωνος ἐνθερμότατον δὲ φίλον τῆς πατρίδος. Ἡ φιλοπατρία, ἡ ἐλευθέρωσις, ἡ ἀνεξαρτησία καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ὑπῆρξαν τὸ μόνον πάθος τοῦ Κωλέττη. Οὐδὲν συμφέρον, οὐδεμία ἐπιθυμία, οὐδεμία προσωπικὴ ἡδονὴ συνεκίρνα τὸ πάθος τοῦτο. Ἐν οὐδεμιᾷ δὲ χώρα ἐν οὐδενὶ χρόνῳ ὑπῆρξέ ποτε ἀνὴρ φιλόπολις ἀπηλλαγμένος ὅσον αὐτὸς πάσης ὑπερφιλαυτίας κενοδόξου ἢ ἡδονικῆς· πάντα ἐθεώρει δεύτερα τῆς εὐοδώσεως τῆς πατρίδος.

Ὁ βίος αὐτοῦ ἦτο ἁπλούστατος καὶ πενιχρός, ὅσον ἦτο μεγαλόφρων καὶ ἔνθερμος τὴν ψυχήν. Γενόμενος ὑπουργὸς κλονουμένου βασιλέως ᾐσθάνθη, κατὰ βάθος, τί ὠφείλετο τῇ βασιλικῇ ἀξιοπρεπείᾳ καὶ ἐξήγειρε τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ σέβας ἐν ταῖς βουλαῖς τῆς πατρίδος. Τὸ συνταγματικὸν πολίτευμα ἐχρησίμευεν αὐτῷ ὡς μέσον μάλλον ἢ ὡς τέλος· διότι πολὺ πλέον ἐμερίμνα περὶ τοῦ μεγάλου ἐθνικοῦ μέλλοντος ἢ περὶ τῆς τακτικῆς ἀναπτύξεως καὶ προσωπικῶν ἐλευθεριῶν. Ἡ προσδοκία, ἡ ἐπιθυμία, ἡ ἐλπὶς τῆς παλιγγενεσίας ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἐπεσπᾶτο πάσας τὰς σκέψεις αὐτοῦ καὶ ὅτε κατενόει τὸ ἐπὶ τοῦ παρόντος ἀδύνατον καὶ ὅτε ὁ ἀκράδαντος ὀρθὸς νοῦς κατέστελλε τὰς ὁπωσοῦν χιμαιρικὰς ὁρμὰς τῆς φαντασίας. Τί θὰ ἔπραττεν ἢ τί θὰ ἐπεχείρει ὑπὲρ τοῦ μεγάλου τούτου σκοποῦ, ἂν ἔζη ἔτι καὶ κατεῖχε τὴν ἐξουσίαν, κατὰ τὰς περιπλοκὰς καὶ τοὺς ἀγῶνας, οἵτινες ἀνεφύησαν μεταξὺ τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων, οὐδεὶς γινώσκει. Ἀπέθανε δὲ καὶ αὐτὸς καθάπερ καὶ πολλοὶ ἄλλοι μετὰ βίον μὲν ἔνδοξον καὶ μέγαν, ἀλλὰ πρὶν ἢ δείξῃ τί εἶχεν ἐν τῇ διανοίᾳ καὶ τί ἠδύνατο νὰ κατορθώσῃ».

Ἀνδρέας Μεταξᾶς

  1. Ὡς γνωστὸν οἱ φιλέλληνες εὐθὺς ἀμέσως μετὰ τὴν Ἐπανάστασιν ἐνησμενίζοντο νὰ παραβάλωσι τοὺς νέους πολεμιστὰς Ἕλληνας πρὸς ἀρχαίους, κατὰ τὸ 1835 δὲ ὁ Γέσσιος, ἐπὶ τὸ ὑπερβολικώτερον τὸν μὲν Ὑψηλάντην παρέβαλε πρὸς τὸν Θησέα, τὸν δὲ Βότσαρην πρὸς τὸν Κόδρον, τὸν Κωλέττην πρὸς τὸν Λυκοῦργον, τὸν Μαυροκορδάτον πρὸς τὸν Σόλωνα, τὸν Γ. Δικαῖον πρὸς τὸν Λεωνίδαν, τὸν Κανάρην πρὸς τὸν Θεμιστοκλέα, τὸν Μιαούλην πρὸς τὸν Περικλέα καὶ τὸν Ρήγα Φερραῖον πρὸς τὸν Ὅμηρον.
  2. Μονογραφίαν περὶ τοῦ Συντάγματος τῆς 3ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1843 καὶ περὶ τῶν συζητήσεων τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως ἔγραψεν ὁ Γερμανὸς ἱστορικὸς Alex. Clar. Hemze. Der Hellenische Nationalcongress zu Athene in den Jahren 1843 und 1844.
  3. Σχεδὸν κατὰ τὸ Γαλλικὸν Σύνταγμα.
  4. Δημοσιεύομεν ἐνταῦθα καὶ τὰ ψηφίσματα τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως, διότι νομίζομεν αὐτὰ τρόπον τινά ὡς παράρτημα τοῦ ἀνωτέρου Συντάγματος.
  5. Τὸ κρατοῦν τὴν σήμερον Σύνταγμα περιλαμβάνει 110 ἄρθρα:
    Τὸ Σύνταγμα τοῦτο εἶναι προϊὸν τῆς συντακτικῆς συνελεύσεως, τῆς ἐκλεγείσης τὴν 24ην Ὀκτωβρίου τοῦ 1862 καὶ συγκλειθείσης, κατὰ τὸν ἐκλογικὸν νόμον τῆς 18 Μαρτίου 1844, τὸν κρατήσαντα καὶ ἐπὶ τοῦ Ὀθωνείου συντάγματος, μετὰ τῆς παρατηρήσεως ὅτι τότε διετάχθη ἡ ἐκλογὴ, ἰσαρίθμου ἀριθμοῦ βουλευτῶν ἐκ τῶν ἐκλεγομένων, δυνάμει τοῦ νόμου ἐκείνου, εἰς συντακτικὴν συνελευσιν· πρὸς τούτοις, ἐγένετο καὶ παράδοξός τις νεωτερισμὸς, κρύπτων πολιτικὴν ἔννοιαν διότι ἐκλήθησαν καὶ αἱ ἐξ ἰθαγενῶν Ἑλλήνων ἀποικίαι, ἵνα ψηφίσωσιν ἀντιπροσώπους διὰ τὴν συνέλευσιν, τοῦθ’ ὅπερ ἐν τῇ ἐθνοσυνελεύσει τοῦ 1843–44 δὲν ἐγένετο καὶ ἐξελέγησαν πληρεξούσιοι τῶν Κρητῶν, Ἠπειρωτῶν, Μακεδόνων κτλ. ὡς σωματείων· ὁ παράδοξος οὗτος τρόπος καθ’ ὃν ἐκλήθησαν τὰ μέλη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, τὰ ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ ὄντα, ἵνα συμπράξωσιν εἰς σύνταξιν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτεύματος, ἐσκόπει νὰ καλύψῃ τὴν πολιτικὴν πρόθεσιν τοῦ καλέσαντος, δι’ ἧς οὐχὶ οἱ ἰθαγενεῖς Ἕλληνες οἱ ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ ἑδρεύοντες, ἀλλὰ τὸ ἔθνος τὸ Ἑλληνικὸν σύμπαν, τό τε ἐλεύθερον καὶ τὸ ἀλύτρωτον, πρὸ πάντων τὸ ἐν τῇ ὁμόρῳ Ἐπικρατείᾳ, δυνηθῆ νὰ συμμετάσχῃ τῆς καθορίσεως τοῦ πολιτεύματος τοῦθ’ ὅπερ ὅμως δὲν κατορθώθη· διότι ἡ Τουρκία ἠξίωσεν ὅτι, κατὰ τὸ διεθνὲς δίκαιον, καλοῦνται εἰς ἄσκησιν τῆς συμμετοχῆς τοῦ κυριαρχικοῦ δικαιώματος οἱ ὑπήκοοι αὐτῆς, ὅπερ δὲν ἐπιτρέπεται.
  6. Κατὰ Δεκέμβριον τοῦ 1843 ὁ ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν Ρήγας Παλαμήδης εἶχεν ἀποχωρήσει καὶ ἀντεκαταστάθη ὑπὸ τοῦ Α. Λόντου, κατὰ Φεβρουάριον δὲ τοῦ 1844 καὶ ο πρωθυπουργὸς Μεταξᾶς, ἀνθ’ οὗ προσεκλήθη ὁ Κ. Κανάρης, ὡς καὶ ὁ Μ. Σχινᾶς, ἀντικατασταθεὶς ἐν τῷ ὑπουργείῳ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὑπὸ τοῦ Λ. Μελᾶ.
  7. Ο Διονύσιος Παπῖνος (Denis Papin) ἦτο Γάλλος φυσικὸς (1647 – 1714), ὅστις πρῶτος ἐγνώρισε τὴν ἐλαστικὴν δύναμιν τοῦ ἀτμοῦ.
  8. Οὐκ οἶδ’ ὅπως μετὰ κιτρίνων σημαιῶν ὑπεδέχοντο αἱ ἐπαρχίαι τοὺς ἐξ Ἀθηνῶν ἐπιστρέφοντας πληρεξουσίους τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 τοὺς ὑπερψηφίσαντας τῆς Γερουσίας. Αἱ κίτριναι σημαῖαι εἶναι τὸ χρῶμα τῆς καθάρσεως. Μή τι ἆρά γε ἐθεώρουν αὐτοὺς μεμολυσμένους;
  9. Ἰδὲ Ν. Δραγούμη ἔνθ’ ἀλλαχοῦ τόμ. Β′ σελ. 126 – 145, ὅστις τὰ ἐκλογικὰ ὄργια ἀναγράφων διὰ μακρῶν προστίθησι: «Καὶ αὐταὶ αἱ λέξεις ἤλλαξαν σημασίαν· ἡ μὲν παραβίασις τῶν καλπῶν ὠνομάσθη συστολὴ τῶν σανίδων, αἱ δὲ σαπουνοκασέλα καὶ τὰ σακκούλια κάλπαι, ἡ λύμανσις τῶν σφραγίδων τυχαία σύντριψις,… καὶ οἱ ἀπόβλητοι τοῦ λαοῦ ἐκλεκτοὶ αὐτοῦ.» Ἐν γένει δὲ τοιαῦτα τινὰ ἐποιοῦντο οἱ τὸ σύνταγμα ζητήσαντες, ὥστε ὁ λαὸς τὸ σύνταγμα ἀπεκάλεσε, λίαν ὀρθῶς, σύναγμα ἤτοι ἁρπαγήν.
  10. Δημοσιεύομεν ἐνταῦθα, ἐν ἐκτάσει, τὰ κατὰ τὴν Βουλήν· διότι θεωροῦμεν ταῦτα ἀναγκαῖα, καθόσον ἀφορῶσι τὴν πρώτην βουλευτικὴν σύνοδον τῆς α′ περιόδου τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῖς πλείστοις τῶν ἀναγνωστῶν εἰσὶν ἄγνωστον.
  11. Κατὰ τὴν ἔκφρασιν Durer c’ est gouverner (ἰδὲ Ν. Δραγούμη ἔνθ’ ἀλλαχοῦ, Τόμ. Β′ σελ. 121 καὶ ἐπιστολὴν Γκιζὸ (Guizot) πρὸς τὸν Κωλέττην, παρὰ Ε. Κυριακίδη, Ἱστορ. Συγχρ. Ἑλλ. Τόμ. Α′ σελ. 534).
  12. Ὁ Ε. Δ. Θουβενὲλ ὑπῆρξε γραμματεὺς τῆς ἐν Ἀθήναις πρεσβείας ἀπὸ τοῦ τέλους τοῦ 1845, τῷ 1848 ἐπιτετραμμένος καὶ τῷ 1849 πρεσβευτὴς τῆς Γαλλίας παρὰ τῷ βασιλεῖ Ὄθωνι· διότι ὁ Πισκατόρυ γενόμενος τῷ 1847 (10 Δεκεμβρίου) πρεσβευτὴς παρὰ τῇ αὐλῇ τῆς Μαδρίτης, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν νέαν αὐτοῦ θέσιν. Ὁ Θουβενὲλ ὡς γραμματεύς, ὡς διευθυντὴς τῶν τῆς πρεσβείας, ὡς ἐπιτετραμμένος τῶν κατ’ αὐτὴν καὶ ὡς πρεσβευτὴς ὑπῆρξε λίαν ὠφέλιμος τῇ Ἑλλάδι· διότι ἐκμαθὼν τὴν νεοελληνικὴν καὶ καλῶς μελετήσας τὰ πράγματα παρίστα αὐτὰ ὑπὸ τήν, γαλλικῷ ὕφει ἐπανθοῦσαν, ἀληθῆ αὐτῶν μορφήν. Τὰς ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος δ’ αὐτοῦ ἐργασίας δύναταί τις νὰ ἴδῃ ἐν τῷ πρὸ τριετίας ἐκδοθέντι ἔργῳ αὐτοῦ: La Grèce du Roi Othon, Paris 1890 εἰς 8ον μέγα σελ. V–465, ὅπερ μεγάλως ὠφέλησεν ἡμᾶς.
  13. Ἰδὲ Fr. Thiersch, De ľ Etat actuel de la Grèce, Leipzig 1833. Μέρ. Β′, σελ. 198 – 199.
  14. Παρὰ Ζαμπελίῳ, Ἄσματα Δημοτικὰ τῆς Ἑλλάδος 599,600, C. Fauriel, Chants populaires de la Gréce moderne. Μέρ. Β′ 340. — A. Passow, Carmina popularia Graeciae recentoris σελ. 145 καὶ ἐφεξῆς. — A. Ellissen, Θρῆνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σελ. 363 καὶ ἐφεξῆς.
  15. Ὁ Κωνσταντῖνος Μουσοῦρος κατήγετο ἐκ τῶν Μουσουριάνων τῆς Κρήτης καὶ ἦτο καλὸς ἑλληνιστὴς καὶ διακεκριμένος γλωσσομαθής. Ὅτε, ὁ εἶτα ἐν Ἀθήναις πρεσβευτὴς τῆς Αὐστρίας, Βαρόνος Πρόκες-Ὄστεν ἐστάλη εἰς ἀποστολὴν εἰς Ἑλλάδα, προσεκολλήθη παρ’ αὐτῷ ὡς γραμματεύς. Βραδύτερον προσεκλήθη παρὰ τῷ ἡγεμόνι τῆς Σάμου Στεφανάκῃ-Βέῃ Βογορίδῃ οὗ καὶ τὴν θυγατέρα ἔλαβεν εἰς γυναῖκα. Ὁ τότε μέγας Βεζύρης Ρεσὶδ-Πασᾶς προστάτης τοῦ Βογορίδου ὤν, ἔλαβεν ὑπὸ τὴν εὔνοιαν αὐτοῦ καὶ τὸν Μουσοῦρον, ὃν καὶ διώρισε πρεσβευτὴν τῆς Τουρκίας ἐν Ἀθήναις, ἀλλ’ ὡς ἐκ τοῦ ἄγαν μισελληνισμοῦ αὐτοῦ, ἵνα οὕτω φαίνηται τῷ κυριάρχῃ αὐτοῦ ἀγαθός, ἐγένετο ἀντικείμενον δολοφονικῆς ἐπιθέσεως, ἥτις ἐστέρησεν αὐτὸν τὸν ἕτερον τῶν βραχιόνων. Μετὰ ταῦτα ἐγένετο πρεσβευτὴς ἐν Βιέννῃ, εἶτα ἐν Λονδίνῳ (1851), ἔνθα μόλις πρὸ ὀλίγου καιροῦ, νομίζω, ἀπέθανε λαβὼν τὸν τίτλον Πασᾶ.
  16. Ἰδὲ Μαρίνου Π. Βρεττοῦ, Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον ἔτους 1869 σελ. 279.
  17. Σημειούσθω ὅτι τῇ 2 Νοεμβρίου 1846 τὸ ὑπουργεῖον τῶν ἐξωτερικῶν εἶχεν ἀνατεθῇ τῷ Κίτσῳ Τσαβέλλᾳ καὶ τῇ 16 Δεκεμβρίου ἀνέλαβε πάλιν αὐτὸ ὁ πρωθυπουργὸς Ι. Κωλέττης.
  18. Ἀντικρὺ τῆς Λευκάδος σώζεται ὁ Πύργος τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ λεγόμενος καὶ τὰ κτήματα τοῦ Γρίβα μετὰ θαυμασίας ἐξοχικῆς ἐπαύλεως, ἣν ἐπισκεφθέντες, κατὰ τὸν Ἰούλιον του 1890, εὕρομεν τὴν ἅπαν μὲν τὸ ἔθνος ἰδίᾳ ὅμως τὴν γενεὰν ἐκείνων τοῦ 1821 χαρακτηρίζουσαν φιλοξενίαν. Τὰ αὐτόθι κτήματα τοῦ Γρίβα ὑπολογίζονται εἰς πολλὰς χιλιάδας στρεμμάτων καὶ πολλάκις ἐγένοντο θέατρον μαχῶν καὶ στάσεων.
  19. Ἰδοὺ τί ὁ Θ. Κολοκοτρώνης ἐν ταῖς Τελευταίαις Ἡμέραις τῆς Βασιλείας τοῦ Ὄθωνος, Ἀθῆναι 1881 σελ 5 — 6 λέγει περὶ Κριεζώτη καὶ τῆς στάσεως αὐτοῦ ἐν Χαλκίδι:
    Ὁ Νικόλαος Κριεζώτης, εἷς τῶν ἐπισημοτέρων ὁπλαρχηγῶν τοῦ 1821, ῥᾳδιουργηθεὶς καὶ πεσὼν εἰς τὴν δυσμένειαν τοῦ Ὄθωνος, ἠναγκάσθη — μὴ ἀνθέξας ἐπὶ τέλους εἰς τὴν διαρκῆ καὶ ἐγγίζουσαν τὴν φιλοτιμίαν του πίεσιν ἐκ μέρους τῶν ἀρχῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ του Χαλκίδι — νὰ ἐπαναστατήσῃ κατὰ τὰς ἐξουσίας, πρᾶγμα, εἰς ὃ τὸν ἐξώθουν διὰ τῶν ρᾳδιουργιῶν οἱ ἐν τῇ Αὐλῇ, ὅπως τὸν καταστρέψωσιν, ὅπερ κατώρθωσαν· διότι ἅμα τῇ λήξει τῆς μάχης κατὰ τῶν κατ’ αὐτοῦ σταλέντων στρατευμάτων, καθ’ ἣν κακῇ μοίρᾳ, ἀπεκόπη ὑπὸ σφαίρας κανονίου καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ, ἐγκαταληφθεὶς παρὰ τῶν συνοδῶν του καὶ μὴ δυνάμενος ἄλλως νὰ σωθῇ, ἀπεχαιρέτησεν ἀκουσίως τὸν τόπον δι’ οὗ τὴν ἐλευθερίαν ἐκοπίασε καὶ αὐτὸς καὶ ἔχυσεν αἷμα ἄφθονον, καὶ εἰσελθὼν εἰς πλοιάριον ἁλιευτικὸν κατέφυγεν εἰς Σμύρνην, ἀποθανὼν ἐκεῖ πρόσφυξ τῆς Τουρκίας.
    Ἀλλ’ ἀναφέροντες τὸ λυπηρὸν τοῦτο συμβάν, δὲν δυνάμεθα νὰ μὴ μνημονεύσωμεν καὶ τοῦ σχετικοῦ ἐπισοδείου, ὅπερ συνέβη ἐν τῇ Αὐλῇ, ἅμα τῇ ἀφίξει τῆς εἰδήσεως, ὅτι «ὁ Κριεζώτης ἀπεχώρησεν εἰς τὸ ἐξωτερικὸν ἀποκοπείσης καὶ τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ» — ἐπισοδίου λίαν χαρακτηριστικοῦ τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς συναισθήσεως τοῦ καθήκοντος τῶν ἀνδρῶν ἐν γένει τοῦ 1821.
    Οἱ βασιλεῖς ἦσαν ἐν τῇ τραπέζῃ καὶ προσεφέρετο αὐτοῖς ὁ ζωμός, ὅτε ἀνηγγέλθη τὸ συμβὰν παρ’ ἀθλίου κόλακος, δεικνύοντος ὑπερβολικὴν χαράν, ἧς συμμεθῆξαν καὶ οἱ λοιποὶ αὐλικοί, προσποιούμενοι καὶ πωλοῦντες ἀφοσιώσεις, καὶ τὸ πᾶν ἦτο τέρψις. Συνέπεσεν ὅμως νὰ ἦναι ὑπασπιστὴς τῆς ὑπηρεσίας, ὁ ὑψηλόφρων στρατηγὸς ἐπίσης τοῦ 1821 μακαρίτης Χατζῆ-Χρῆστος, ὅστις ἀκούσας τὴν εἴδησιν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι αὐλικοὶ συνεχαίροντο τὸν βασιλέα, οὗτος ἐταράχθη ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε διέφυγε τῶν χειρῶν του τὸ κοχλιάριον καὶ πεσὸν ἐπὶ τοῦ πινακίου τὸ ἔθλασε μετὰ πατάγου.
    Τοῦτο παρατηρήσασα ἡ βασίλισσα Ἀμαλία καὶ ἐννοήσασα τὴν αἰτίαν ἐκ τῆς ἐκφράσεως τοῦ προσώπου τοῦ γέροντος ὁπλαρχηγοῦ:
    — Τί τρέχει, στρατηγέ, τῷ λέγει μετὰ τόνου, πῶς; σοῦ ἑκακοφάνη ἡ εἴδησις; αὐτὸ τοῦ ἔπρεπε.
    Τότε ὁ ὑπερήφανος συμπολεμηστὴς τοῦ Κριεζώτου, ὅστις καταγόμενος ἐκ Σερβίας ὡμίλει δυσκόλως τὴν ἑλληνικήν, μὴ δυνηθεὶς νὰ κρατηθῇ.
    —Κρῖμα! κρῖμα, παιντί μου βασίλισσα, ἐκραύγασε, κεῖνο χέρι κόψει Τούρκους, δώσει ἐλευθερία νὰ τρῶμε ἐντὼ σήμερα καὶ ἁμαρτία νὰ γενάῃ γιὰ τὸ μαντάτο.
    Ὁ γέλως ἐπάγωσε εἰς ὅλων τὰ χείλη, ὁ δὲ βασιλεὺς σκυθρωπάσας ἔπαυσε τὰς ἐρωτήσεις του, ἀλλάξας καὶ ὁμιλίαν.