Η ποθοπλανταγμένη
←Ο γέρος καρβονάρος | Η ποθοπλανταγμένη Συγγραφέας: Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης |
Το γεφύρι του Μανώλη→ |
Κάτω 'ς τὸν Μαραθόκαμπο, ποῦ ὁλονυχτῆς θερίζουν,
Κἄποιος λεβέντης θεριστὴς ψηλό τραγοῦδι λέγει
Κι' ὠς τὸ ξημέρωμα ξυπνὸν βαστάει ὄλον τὸν κάμπο·
Βαστάει κ' ἐμένα ξύπνηγη τὴν ποθοπλανταγμένην
Δέκα βραδιές ὀλόβολες 'ς τὰ παραθύρια ἀπάνου,
Κι' ἀπ' τὸν ἠχὸ τοῦ τραγουδιοῦ κι' ἀπ' τὴν γλυκειὰ φωνή του
Τὰ νυσταγμένα μάτια μου τὸν ὔπνο δὲν τὸν θέλουν.
Τὸν νιὸν αὐτὸν τὸν θεριστή, ποῦ τραγουδάει τὴν νύχτα,
Νὰ κάτεχα, νὰ γνώριζα! Ἥλιε, γλυκὲ πατέρα,
Ἥλιε, ὁποῦ μοῦ χάρισες τόση ἐμμορφιὰ 'ς τὸν κόσμο,
Μὴ τα χαλᾷς τὰ νιάτα μου καὶ μή τα φαρμακώνῃς.
Μὲ τὲς χρυσές ἀχτίδες σου δεῖξε μου μιὰν ἡμέρα
Τὸν νιὸν αὐτὸν τὸν θεριστή, ποῦ τραγουδάει τὴν νύχτα,
Νὰ τον γνωρίσω, νά τον 'δῶ, διάνεμμα νὰ του κάμω
Τὴν νύχτα νὰ μὴν τραγουδάη, 'ς τὸν κάμπο νὰ μὴ βγαίνῃ,
Νἄρχεται μὲ τοῦ φεγγαριοῦ τ' ἀπόσκια 'ς τὴν αὐλή μου
Νά τον χορταίνω φίλημα, νά τον χορταίνω ἀγκάλια.