Το γεφύρι του Μανώλη

Από Βικιθήκη
Το γεφύρι του Μανώλη
Συγγραφέας:


Του Αγγελοκάστρου ο Βασιλιάς διαλάλησε μια 'μέρα:
«Ποιος ημπορεί την λίμνη μου να σπείρη πέρα ως πέρα,
Και ποιος 'ς τα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήση;
'Σ το ρέμμα του Ασπροπόταμου ποιος ημπορεί να στήση
'Σ το χρόνο απάνω πέτρινο γεφύρι; Ας έρθη ομπρός μου
Διαμάντια, ασήμι, μάλαμα, κι' όλο το βιο του κόσμου
Να του χαρίσω αμέτρητο.»

Δεν άνοιξ' ένα στόμα,
Κι' ουδ' ένας δεν ωμίλησε. Ώρες περνούν ακόμα,
Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται
Κι' έρχεται ομπρός 'ς τον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται:

«Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω,
Ούτε 'ς τα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω,
Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω
'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο
Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου
Δε σου γυρεύω χάρισμα. Γυναίκα αν θέλης δος μου
Την κόρη σου.»

Είχε ο Βασιλιάς του γάμον του βλαστάρι
Μιαν θυγατέρα μοναχή, της χώρας του καμάρι,
Κι' από καιρόν ο ωμορφονιός την κόρη του αγαπούσε,
Κρυφά τον ωνειρεύονταν κι' αυτή και τον ποθούσε.
Όμως δεν ήτον βολετό του θρόνου αυτή βλαστάρι
Άντρα τον πρωτομάστορα των γεφυριών να πάρη.

Δίνει το λόγο ο Βασιλιάς.

«Λεβέντη, τόνομά σου;»

«Με λεν Μανόλη, Βασιλιά»

«Όμως καλά στοχάσου·
Ο χρόνος αν παραδιαβή και δεν το θεμελιώσης,
Με τώμορφο κεφάλι σου το τάμμα θα πλερώσης.»

Αρχίζει σύνταχα η δουλειά. Σαν γίγαντοι πιθώνουν
Πέτρα σε πέτρα οι μάστοροι, και χτίζουν κι' ασβεστώνουν.
Όμως πάρα πολύ ψηλοί οι βράχοι εκεί υψωνόταν,
Το ρέμμα του Ασπροπόταμου ήτον πολύ βαθύ,
Κ' ούτε θεμέλιο μπόρειε εκεί ποτέ να στεριωθή,
Ό,τ' έχτιζαν ολημερής την νύχτα εκρεμνιζόταν,
Θλίβετ' ο νιος.

Η αγάπη του κρυφά τον συντυχαίνει:

«Χωρίς ελπίδα, αφώτιστοι, θολοί, σκοτεινιασμένοι
Πέρασαν χρόνοι ολόβολοι, και τώρα που σιμόνει
Να φέξη η αυγή μας η γλυκειά, κι' η πίκρες μας, οι πόνοι
Να σβύσουν σαν τη καταχνιά, βογγάς, καλέ μου, ακόμα;»

«Καϋμένη, δεν με κλαις και συ! του γάμου μας το στρώμα
Τάχα σαν πού ονειρεύεσαι;... Είν' τα βουνά ψηλά,
Το ρέμμα του Άσπρου είνε βαθύ, κι' ολόγοργο κυλά
Κι' ούτε θεμέλιο στέριωσαν ως σήμερα οι μαστόροι.
Ό,τι την μέρα χτίζεται χαλά την νύχτα, κόρη.
Κι' αν μέσ' 'ς το χρόνο δεν στηθή ακέρηο το γεφύρι,
Πάρε μου το κεφάλι εσύ, και σύρ' το εσύ του κύρη
Να πλερωθή το τάμμα του.»

Κ' έκλαιε το παλληκάρι
Έκλαιε σιμά κ' η αγάπη του.

Μιαν νύχτα με φεγγάρι,
Τ' αστέρι του μεσονυχτιού το λαμπερό όταν σκάζη,
Το πατρικό το κάστρο της η κόρη το απαριάζει
Και πάει 'ς τον Ασπροπόταμο. Κάθεται μέσ' 'ς την άκρη,
Και τ' αφρισμένα του νερά τα ραίνει με το δάκρυ.
Νεράιδες απ' τα κύματα πηδούν χεροπιασμένες
Και σταίνουν τους πλεκτούς χορούς. Η οχθιές καμαρωμένες
Εντιλαλούνε τους αχούς.

'Σ τ' Άγραφα ασπρογαλιάζει
Η χαραυγούλα. Ο Αυγερινός, λαμπρός λαμπρός, σταλάζει
'Σ το μέτωπό της τώμορφο αχτίδες διαμαντένιες.
Τ' άλλα τ' στέρια αχνίζουνε. Γελούνε σμαραγδένιες
Γύρω η κορφές. Η ξωτικές λυούν τους πλεκτούς χορούς των
Και χάνονται 'ς τα ρέμματα, κι' οπίσω τους αχούς των
Ακόμ' αντιλαλούν η οχθιές. Απ' όλες μια μονάχη
Είδε την κόρη οπώκλαιγε και την ρωτάει τι νάχη.
Τον μυστικό τον πόνο της η κόρη φανερώνει.
«Βασιλοπούλα, άδικα κλαις· γεφύρι δεν στεριώνει.
Ούτε θεμέλιο σταίνεται 'ς τον Άσπρο, μα τα μάτια μας,
Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας.»

Είπε κ' εχάθηκε κι αυτή 'ς του ποταμού το κύμα,
Το κύμα οπώγειν' ύστερα Βασιλοπούλας μνήμα.

Έδοσε ο ήλιος. Πελεκούν οι μάστοροι και χτίζουν,
Στεριώνουν τα θεμέλια τους κι' απ' τότε δε βουλίζουν
Στο ρέμμα, ουδέ ξεσέρνονται· κι' απ' τότε κάθε βράδυ,
'Σάν πέρναε το μεσάνυχτα κ' έσφιγγε το σκοτάδι,
Άκουε ο πρωτομάστορας τραγούδι γνώριμό του
Να βγαίνη απ' τα βαθιά νερά, άκουε κι' απ' τον καϋμό του
Ξυπνός στην ακροποταμιά ολονυχτής γυρνούσε.
Το μυστικό του τραγουδιού να μάθη δε μπορούσε,
Και το γεφύρι στένεται κι' αυτός το καμαρώνει

Ως π' άκουσε η Ξωθιές να λεν: «Γεφύρι δεν στεριώνει.
Ούτε θεμέλιο σταίνεται 'ς τον Άσπρο, μα τα μάτια μας.
Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας,»
Κι' ως που μαθεύτηκε ο χαμός της κόρης πέρα ως πέρα.
   
Μήνες περνούνε. Η ύστερη του χρόνου φτάνει μέρα,
Κι' όσο να πάρη ο ίσκιος της κι' ο ήλιος της να γείρη,
Θεμελιωμένο επρόβαλε κι' ακέριο το γεφύρι.

'Σ τον πικραμένον Βασιλιά, που μέρα νύχτα κλαίει
Της μοναχής του τον χαμό, έρχεται ο νιος και λέει:
«Τώστησα το γεφύρι μου, ψυλό και στοιχειωμένο,
Και τώμορφο κεφάλι μου δε θα το ιδής κομμένο.
Διαμάντια, ασήμι μάλαμα και βιο δε σου ζητούσα,
Τάμμα την κόρη σου ήθελα οπού την αγαπούσα.
Και τώρα που το στέριωσα, θα πάω να την ευρώ.»
   
Και πάει και ρίχνεται κι' αυτός μέσ' 'ς τ' Άσπρου το νερό.