Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η μεταμόρφωσις

Από Βικιθήκη
Ἡ Βάρβιτος
Συγγραφέας:
Ἡ μεταμόρφωσις
Η Βάρβιτος, Αθήνα 1860


Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ.


Τὴν νύκτ’ αὐτὴν, Γαλάτεια, καθ’ ὕπνον μου σὲ εἶδα,
Καὶ εἶχες παρ’ ἐλπίδα
Ἀντὶ τῆς κόμης σου αὐτῆς τῆς μαύρης καὶ ὡραίας,
Τρίχας λευκὰς καὶ ἀραιὰς ἑξῆντα χρόνων γραίας.

Κ’ ἐγὼ γερόντιον μικρὸν, κυρτὸν, σαθρὸν, γελοῖον,
Τὴν σιαγόνα σείων
Καὶ παραξενευόμενος εἰς τὴν κατάστασίν μας,
Ἐκύτταζα μὲ θαυμασμὸν τὴν μεταμόρφωσίν μας.


Καὶ σὺ τὸ στόμα ἄνοιξες, ἐστέναξες, καὶ εἶδα,
Καὶ εἶδα παρ’ ἐλπίδα
Ἀραιωμένους τῶν λευκῶν μαργαριτῶν τοὺς στοίχους,
Καθὼς ἐπάλξεις παλαιοῦ, ἐρημωμένου τείχους.

Καὶ τότε ἀπὸ τὸν θυμὸν, ἀπὸ τὸ γῆρας τρέμων,
Τίς, εἶπα, κακὸς δαίμων
Τοιούτους μᾶς κατέστησεν, ἀθλία ἐρωμένη;
Καὶ σὺ δακρύουσα σχεδὸν καὶ στενοχωρουμένη,

Ἐτίναξες τὸ ἐλαφρὸν στηθόπανον, καὶ εἶδα,
Καὶ εἶδα παρ’ ἐλπίδα
Ξηρὸν τὸν κῆπον τῆς τρυφῆς, τὰ μῆλα μαραμμένα,
Τὰ κάλλη σου μὲ τ’ ἄροτρον τοῦ χρόνου ὠργωμένα.

Καιρὸς λοιπὸν, ἐφώναξα, τὰ στήθη νὰ πατάξω,
Τὰς κόμας νὰ σπαράξω.
Νὰ τὰς σπαράξω ἤθελα, ἠγέρθη ὁ βραχίων,
Ἀλλὰ... γυμνὸν ἀπήντησε καὶ φαλακρὸν κρανίον!

Καὶ εἰς τὴν ταραχὴν αὐτὴν ἐξύπνησα καὶ εἶδα
Καὶ πάλιν παρ’ ἐλπίδα,
Πῶς ὅλα ἦσαν ὄνειρον, κ’ ἐφάνης πάλιν, φῶς μου,
Ἡ πλέον νέα καὶ καλὴ τῶν γυναικῶν τοῦ κόσμου.

Γαλάτεια, τὸ ὄνειρον αὐτὸ θεός τις στέλλει,
Δι’ οὗ μᾶς παραγγέλλει
Τὸν ἔρωτα εἰς τῆς ζωῆς τὸ ἔαρ νὰ χαρῶμεν,
Πρὶν ἀληθῶς γηράσωμεν καὶ μάταια θρηνῶμεν!