Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο Μ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
Μ'. Εγκαίνια


Στη Βηθανία, χωριουδάκι όμορφο και καλοχτισμένο, με τα σπιτάκια του όλα σκαρφαλωμένα στην πλαγιά του βουνού, ανάμεσα σε ολοπράσινα περιβόλια, ζούσε μια γυναίκα που την έλεγαν Μάρθα, με τον αδελφό της τον Λάζαρο και την αδελφή της τη Μαρία.

Ήταν άνθρωποι νοικοκυραίοι, γνωστοί όχι μόνο στο χωριό τους, αλλά και στην Ιερουσαλήμ, που ήταν πολύ κοντά, και ο Ιησούς τους αγαπούσε πολύ. Οπόταν πήγαινε στην Ιερουσαλήμ, κάθουνταν σπίτι τους.

Στο ταξίδι του αυτό, που βάσταξε περίπου δυο μήνες, σαν έφυγε για τελευταία φορά από τη Γαλιλαία, πριν μπει στην Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς πήγε πάλι στης Μάρθας, που τον δέχθηκε με τη συνηθισμένη ανατολίτικη φιλοξενία.

Η Μάρθα ήθελε να τιμήσει το νέο προφήτη, που όλοι εκεί μέσα τον αγαπούσαν και τον σέβουνταν, και καταγίνουνταν, με κάποια φασαρία, να ετοιμάσει δείπνο, όπως ταίριαζε σε τόσο σημαντικό επισκέπτη.

Η Μαρία όμως είχε καθίσει στα πόδια του Ιησού, και, αμέριμνη για τις σπιτικές ετοιμασίες, άκουε τα λόγια του.

Μια δυο φορές, στο πήγαινε κι έλα της, την παρατήρησε η Μάρθα, που κάθουνταν άεργη, τα μάτια σηκωμένα στον Ιησού, κρεμασμένη στα χείλη του, ενώ εκείνη ήταν πνιγμένη στη δουλειά· και στο τέλος ανυπομόνησε.

Στάθηκε κοντά του και είπε:

— Κύριε, δε σε μέλει που η αδελφή μου με αφήνει μόνη να δουλεύω; Πες της λοιπόν να με βοηθήσει!

Και της αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε:

— Μάρθα, Μάρθα, φροντίζεις και σκοτίζεσαι για πολλά, ενώ ένα μόνο χρειάζεται. Η Μαρία την καλή μερίδα διάλεξε, και αυτή δε θα της αφαιρεθεί.

Γιατί η Μαρία είχε διαλέξει το λόγο του Θεού, ενώ η Μάρθα φρόντιζε περισσότερο τις υλικές ανάγκες.

Από τη Βηθανία, ο δρόμος περνούσε πάνω από το όρος των Ελαιών, βουνό όλο ελιές, και κατέβαινε στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιησούς έμενε στο σπίτι της Μάρθας, και από κει κατέβαινε στο ναό της Ιερουσαλήμ, για τις εορτές των Εγκαινίων.

Τα Εγκαίνια, που λέγουνταν και Φώτα, έπεφταν Δεκέμβριο εκείνο το χρόνο. Ήταν και αυτή μεγάλη εορτή, εις ενθύμηση του μεγάλου καθαρισμού του ναού από τον Ιούδα τον Μακκαβαίο, στα 164 π.Χ., ύστερα από τη μεγάλη βεβήλωση του Βασιλέα της Συρίας Αντιόχου του Επιφανούς, που είχε λεηλατήσει το ναό και στήσει, απάνω στο μέγα θυσιαστήριο, βωμό με άγαλμα του Ολυμπίου Διός.

Όπως και στη Σκηνοπηγία, οι εορτές βαστούσαν οκτώ μέρες, και εορτάζουνταν με μεγάλη πομπή και χαρά. Ονομάζουνταν «Φώτα», γιατί οι Εβραίοι άναβαν λύχνους στην πόρτα όλων των σπιτιών, και η χώρα όλη έφεγγε φωτοστολισμένη.

Η παράδοση έλεγε πως όταν μπήκε ο Ιούδας ο Μακκαβαίος στο ναό για να τον εγκαινιάσει, ύστερα από τη βεβήλωση, γύρεψε να βρει, για τα ιερά λυχνοστάσια, λάδι που να μην είχε μολυνθεί, και δε βρήκε παρά ένα πιθαράκι κλεισμένο με τη βούλα του Αρχιραββίνου, την προμήθεια δηλ. μιας μέρας μόνο. Όσο όμως έκαιε το λάδι, τόσο πλήθαινε, και βάσταξε οκτώ μέρες. Γι' αυτό, και οι εορτές αυτές βαστούσαν οκτώ μέρες, σ' ενθύμηση του θαύματος.

Για να διαιωνίζεται η δόξα της μεγάλης αυτής νίκης του Μακκαβαίου, οι ιερείς κρεμνούσαν πλήθος χρυσά στέμματα και μετάλλινες ασπίδες στην εμπροστινή στοά του ναού, που λέγουνταν Στοά του Σολομώντος· με τ' αναμμένα φώτα, όλα αυτά γυάλιζαν και άστραφταν, φεγγοβολούσαν και μάγευαν, σαν παραμυθιού πλούτη.

Σ ' αυτή τη στοά, περπατούσε ήσυχα ο Ιησούς, ανάμεσα στα πολεμικά τρόπαια, όταν τον περιτριγύρισαν οι Φαρισαίοι, και, όλοι μαζί, τον ρώτησαν:

— Ως πότε την ψυχή μας θα βασανίζεις; Αν είσαι ο Χριστός, πες μας το φανερά.

Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς, θυμίζοντάς τους μιαν όμοια σκηνή, όταν στην εορτή της Σκηνοπηγίας είχε ξαναπάγει στην Ιερουσαλήμ, τρεις μήνες πρωτύτερα:

— Σας το είπα και δεν το πιστέψατε. Τα έργα που εγώ κάνω στο όνομα του Πατέρα μου, αυτά μαρτυρούν για μένα μα σεις δεν πιστεύετε, γιατί δεν είστε από τα πρόβατά μου, καθώς σας το ξαναείπα. Τα πρόβατα τα δικά μου ακούν τη φωνή μου, και εγώ τα γνωρίζω, και με ακολουθούν, και εγώ τους δίνω ζωή παντοτινή, και δε θα χαθούν ποτέ, ούτε θα τ' αρπάξει κανείς από τα χέρια μου.

Και παρατώντας τις αλληγορικές φράσεις που μεταχειρίζουνταν συνήθως όταν δίδασκε, τους είπε, ξάστερα φανερώνοντας τον εαυτό του:

— Εγώ και ο Πατέρας ένα είμαστε.

Οργή μεγάλη ξέσπασε τότε στους Φαρισαίους, και, σκύβοντας, άρπαξαν πάλι πέτρες να του τις ρίξουν.

Μα ατάραχος τους είπε ο Ιησούς:

— Πολλά καλά έργα σας έδειξα —παίρνοντας τη δύναμη των έργων— από τον Πατέρα μου για ποιο απ' αυτά με πετροβολάτε;

Του αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι και του είπαν:

— Για καλό σου έργο δε σε πετροβολούμε, αλλά για τις βλασφημίες σου, που, ενώ άνθρωπος είσαι, γυρεύεις να κάνεις τον εαυτό σου Θεό.

Και τους είπε ο Ιησούς, απαγγέλλοντας πάλι τα λόγια της Γραφής:

— Δεν είναι γραμμένο στο νόμο σας, «Εγώ είπα Θεοί είστε»; Αν λοιπόν η Γραφή είπε Θεούς εκείνους στους οποίους ειπώθηκε ο λόγος του Θεού, (και τονίζει ο Ιησούς), και δεν μπορεί να λυθεί η Γραφή, πως, για κείνον που τον άγιασε και τον έστειλε ο Πατέρας στον κόσμο, λέτε «βλασφημείς», επειδή λέγω «Υιός του Θεού είμαι»;

Πολλές φορές στις διδαχές του το είχε πει ο Ιησούς, πως ο κάθε άνθρωπος έχει το Θεό μέσα του. Δεν το λέγει πάντα με τα ίδια λόγια, μα η ιδέα είναι πάντοτε η ίδια, ότι εκείνος που αγαπά το Θεό, και ακούει το λόγο του και ακολουθεί το νόμο του και προσεύχεται με όλη του την καρδιά, είναι κοντά στο Θεό, και ο Θεός είναι μέσα του· ο Θεός είναι αναμεταξύ μας, και η Βασιλεία των Ουρανών είναι μέσα μας, είναι η ψυχή μας, το πνεύμα εκείνο που σε όλους μας το χάρισε ο Θεός, και που, καλλιεργώντας το και ανυψώνοντάς το, το πλησιάζομε προς το Θεό τόσο, που γίνεται ένα μ' Εκείνον.

Τόσο ασυζήτητα ήταν τα λόγια του Ιησού, τόσο λογικά, ακόμα και απέναντι στη στενή υλική τους αντίληψη, ώστε δεν τόλμησαν να τον χτυπήσουν, και άφησαν τις πέτρες και έπεσαν από τα χέρια τους.

Και πρόσθεσε ο Ιησούς:

— Αν δεν εκτελώ τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε· όταν όμως τα εκτελώ, ακόμα και αν δε με πιστεύετε εμένα, τουλάχιστον τα έργα μου πιστέψετε, και έτσι ν' αναγνωρίσετε και να πιστέψετε πως ένα είναι με μένα ο Πατέρας μου, και εγώ μ' Εκείνον.

Πάλι θέλησαν αυτοί να τον συλλάβουν, μα ακόμα δεν είχε έλθει η ώρα του, και πάλι πέρασε από μέσα από τα χέρια τους και βγήκε από την Ιερουσαλήμ.

Πήγε τότε ο Ιησούς στον Ιορδάνη, και πέρασε αντίπερα, στα νότια μέρη της Περαίας, εκεί που στην αρχή βάπτιζε ο Ιωάννης· και εκεί έμεινε.

Ήταν πολύ εξημμένα τα πάθη εναντίον του στην Ιουδαία, και οι ιερείς και άρχοντες γύρευαν να εμποδίσουν το λαό ν' ακούσει τη διδαχή του Ιησού.

Πέρα όμως από τον Ιορδάνη, πολλοί ήλθαν κοντά του, και άκουαν τη διδαχή του, και ζητούσαν τη βοήθειά του, και γύρευαν παρηγοριά.

— Ο Ιωάννης, έλεγαν, δεν έκανε κανένα θαύμα, αλλ' όσα είπε για τούτον βγήκαν αληθινά.

Και πολλοί πίστεψαν εκεί στον Ιησού.