Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΙΗ
←ΙΖ'. Ο Δαιμονισμένος και ο Παραλυτικός | Η ζωή του Χριστού Συγγραφέας: ΙΗ'. «Η Πίστη σου σ' Έσωσε...» |
ΙΘ'. Η Αποστολή των Δώδεκα→ |
Ο Ματθαίος, μ' ένα μόνο λόγο του Ιησού, είχε απαρνηθεί την περασμένη του ζωή και τον είχε ακολουθήσει.
Όταν γύρισε στην Καπερναούμ, θέλησε να του κάμει μεγάλο τραπέζι, όπου κάλεσε και όλους τους άλλοτε φίλους και συντρόφους του, τελώνες και αμαρτωλούς, να γευματίσουν με τον Ιησού.
Ήταν ο επίσημος αποχαιρετισμός του στην κερασμένη πλούσια και εύκολη ζωή, που την παρατούσε, για να παραδοθεί πια, ψυχή και σώμα, στον κύριό του.
Ο Ιησούς, απλός και καταδεκτικός σαν πάντα, δέχθηκε το κάλεσμα, και κάθισε μεταξύ στους περιφρονημένους αυτούς ανθρώπους, να φάγει. Έγινε κακό μεγάλο, πως να καθίσει ο Ιησούς να φάγει με αμαρτωλούς τελώνες, και πολλοί σκανδαλίσθηκαν, όχι μόνο Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι, αλλά και αυτοί οι μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή, που είχαν πληθύνει και γίνει φατρία μεγάλη και δυνατή.
Ήταν μέρα νηστείας, και οι ακόλουθοι του Βαπτιστή απορούσαν πως ο φίλος του αρχηγού των έτρωγε και έπινε, ενώ αυτοί νήστευαν. Οι Φαρισαίοι πάλι σκανδαλίζουνταν, κι έλεγαν πως και αυτός αμαρτωλός θα είναι, για να κάθεται με αμαρτωλούς και τελώνες. Μα από την άλλη μεριά, η διδαχή του, η τόσο όμορφη και μεγάλη, τους έριχνε όλους σε δισταγμούς και απορίες.
Πήγαν λοιπόν οι δάσκαλοι του νόμου και οι Φαρισαίοι, στους μαθητές του Ιησού, και τους ρώτησαν:
— Γιατί κάθεται ο δάσκαλος σας και τρώγει και πίνει με τελώνες και αμαρτωλούς;
Τ' άκουσε ο Ιησούς, και γυρνώντας τους είπε:
— Δεν έχουν ανάγκη οι γεροί από γιατρό, αλλά οι άρρωστοι.
Και τους θύμισε το ρητό, που οι ίδιοι οι Ραββίνοι παπαγάλιζαν στον αγράμματο λαό, χωρίς ποτέ να το εφαρμόζουν:
— Πηγαίνετε να μάθετε, τους είπε, τι θα πει, «Έλεος θέλω και όχι θυσία». Γιατί δεν ήλθα να καλέσω ενάρετους να μετανιώσουν, αλλ' αμαρτωλούς.
Τότε έρχονται οι μαθητές του Ιωάννη και του λέγουν:
— Γιατί εμείς και οι Φαρισαίοι νηστεύομε πολύ, και οι δικοί σου μαθητές δε νηστεύουν;
Ο Ιησούς δε θέλησε να μπει σε συζητήσεις για τη ματαιότητα μιας θρησκευτικής συνήθειας, όταν η ψυχή δεν είναι καθαρή και αγνή. Ως μόνη απάντηση, τους είπε την παροιμία που αγαπούσε να λέγει ο ίδιος ο δάσκαλος τους, ο μεγάλος Ιωάννης:
— «Μπορείτε να κάνετε τους υιούς του νυμφώνος[1] να θλιφτούν όσο είναι και ο νυμφίος αναμεταξύ τους;»
Η παρουσία του Ιησού στον κόσμο είναι χαρά για τον κόσμο, πως λοιπόν να θλίβονται και να νηστεύουν οι μαθητές του, που γνωρίζουν την ύπαρξή του και τη θεϊκή του αποστολή;
Και πρώτη φορά υπονοώντας στα λόγια του το μελλούμενο θάνατο του, έπειτα την ανάληψη που θα τον έπαιρνε από τους πιστούς, πρόσθεσε:
— Μα θα έλθουν μέρες, που θα τους πάρουν τον νυμφίο και τότε θα νηστέψουν.
Και για να τους εξηγήσει πως η δική του θρησκεία η καινούρια, με τους πλατείς νόμους της, όλο αγάπη και συγχώρεση, δε χωρούσε στους παλιωμένους στενούς και αυστηρούς κανόνες του ραββινισμού, τους είπε μια παραβολή:
— Κανείς δεν παίρνει κομμάτι καινούριο για να το βάλει μπάλωμα σε ρούχο παλιό· γιατί το σκληρό καινούριο ύφασμα, πάνω σε παλιό ρούχο, μαλακό από το πλύσιμο και την τριβή, το φθείρει ακόμα γρηγορότερα. Γιατί το μπάλωμα το καινούργιο τραβά το ρούχο, και χειρότερο σχίσιμο γίνεται. Ούτε βάζουν καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά, ειδεμή σκάζουν τα ασκιά και το κρασί χύνεται, και καταστρέφονται τ' ασκιά παρά βάζουν το καινούριο κρασί σε καινούρια ασκιά, και τα δυο διατηρούνται.
Και με επιείκεια πρόσθεσε, αναγνωρίζοντας τη δύναμη της παράδοσης και τη δυσκολία να ξεκολλήσει κανείς απ' αυτήν, και να συμμορφωθεί με τις νέες ιδέες:
— Και κανένας που ήπιε παλιό κρασί δε θέλει καινούριο, γιατί λέγει: «Το παλιό είναι καλύτερο».
Τους μιλούσε ακόμα, όταν ένας άρχοντας αρχισυνάγωγος, που τον έλεγαν Ιάειρο, μπήκε μέσα, και, βλέποντας τον Ιησού, έπεσε στα πόδια του λέγοντας:
— Κύριε, ένα κορίτσι το έχω, δώδεκα χρονών, και μου πεθαίνει. Έλα στο σπίτι μου, και βάλε τα χέρια σου απάνω της για να σωθεί και να ζήσει!
Ευθύς σηκώθηκε ο Ιησούς, και ακολούθησε τον απελπισμένο πατέρα.
Μαζί πήγαινε και κόσμος πολύς· όσοι ήταν στο γεύμα σηκώθηκαν και τον ακολούθησαν, και άλλοι στο δρόμο ενώθηκαν με το πλήθος, κι έτρεχαν και αυτοί, ποιος από περιέργεια, ποιος από πίστη, να δουν το θαύμα.
Ανάμεσα στο λαό, ήταν και μια γυναίκα, που δώδεκα χρόνια υπέφερε από αιμορραγία, και όλη της την περιουσία την είχε ξοδέψει, με την ελπίδα να γιατρευθεί, και πολλά είχε τραβήξει στα χέρια των γιατρών, και όμως καλυτέρευση καμιά δεν είχε βρει, απεναντίας όλο και χειροτέρευε.
Αυτή δεν ακολουθούσε από περιέργεια· αλλά με τα μάτια καρφωμένα στον Ιησού, που πήγαινε μπροστά της, στριμωγμένη από τον πολύ τον κόσμο έλεγε μέσα της: «Μόνο τα ρούχα του ν' αγγίξω και θα σωθώ». Και γύρευε να περάσει από μέσα από τον όχλο, να φθάσει στον Ιησού.
Σαν όλους τους Εβραίους, πάνω από τον «χιτώνα» του —ένα μακρύ μάλλινο φόρεμα σαν ποκάμισο μονοκόμματο, χωρίς ραφή, και δεμένο στη μέση με μια ζώνη— ο Ιησούς φορούσε το «ταλίθ», τετράγωνο πέπλο με κρόσια γύρω γύρω, και σε κάθε γωνία του ταλίθ ήταν από μια φούντα άσπρη, δεμένη μ' ένα κορδονάκι γαλάζιο. Τα κρόσια και οι φούντες, κατά το νόμο του Μωυσή, ήταν υποχρεωτικά στην ενδυμασία των Εβραίων, για να τους θυμίζουν πως ήταν αφιερωμένοι στο Θεό, και πως, όταν περπατούσαν, δεν έπρεπε να σκορπούν σκέψεις και βλέμματα σε διάφορα απαγορευμένα πρόσωπα και πράματα, αλλά να τα συγκεντρώνουν μόνο στο Θεό. Η μια γωνιά του πέπλου, με τη φούντα ριγμένη πάνω από τον ώμο, κρέμουνταν στη ράχη· οι άλλες φούντες έπεφταν χαμηλά κάτω, αναλόγως του μάκρους του ταλίθ, που περιτύλιγε το σώμα.
Σπρώχνοντας και σπρωγμένη, κατόρθωσε η γυναίκα να φθάσει κοντά στον Ιησού και να πιάσει μια από τις φούντες του που κρέμουνταν πίσω.
Και ευθύς γιατρεύθηκε.
Ο Ιησούς στράφηκε και ρώτησε:
— Ποιος με άγγιξε;
Η γυναίκα είχε αποτραβηχθεί, και φοβισμένη γύρευε να κρυφθεί, γιατί της ήταν απαγορευμένο, αυτή άρρωστη, ν' αγγίξει άνθρωπο γερό. Θεωρούνταν πως η αρρώστια που είχε ήταν απόδειξη αμαρτωλής ζωής, άρα πως ήταν ηθικώς μολυσμένη.
Όλοι αρνήθηκαν πως είχαν αγγίξει τον Ιησού· και είπε ο Πέτρος και οι άλλοι μαζί του:
— Δάσκαλε, το πλήθος σε στενοχωρεί και σε στριμώχνει, και συ ρωτάς ποιος σε άγγιξε;
— Κάποιος με άγγιξε· γιατί εγώ ένιωσα μια δύναμη που βγήκε από μέσα μου.
Και κοίταξε γύρω, να δει εκείνην που το είχε κάνει.
Η γυναίκα, φοβισμένη και τρέμοντας, σαν είδε πως δεν μπορούσε πια να κρυφθεί, ήλθε κι έπεσε στα πόδια του, και ομολόγησε όλη την αλήθεια και πως αμέσως γιατρεύθηκε.
Τι χαρά και τι αγάπη να πλημμύρισε άραγε την καρδιά του γλυκομίλητου Ιησού, εμπρός σε τόση πίστη;
Με τη χάρη εκείνη τη μοναδική, που όλους τους μάγευε και τους έσερνε κοπάδια φανατισμένα πίσω του, της είπε:
— Κόρη μου, η πίστη σου σ' έσωσε πήγαινε στο καλό.
Το επεισόδιο αυτό έφερε κάποια αργοπορία ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιησούς, έρχονται από το σπίτι και λέγουν του αρχισυνάγωγου:
— Η κόρη σου πέθανε... Μη σκοτίζεις πια το δάσκαλο.
Ο Ιησούς το άκουσε, και, γυρνώντας στο θλιμμένο πατέρα, του είπε:
— Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Έφθασαν στο σπίτι, κι εκεί βρήκαν ταραχή και αλαλαγμούς, κλάματα και φωνές. Ο θόρυβος ήταν μεγάλος, γιατί μόλις είχε ξεψυχήσει το κορίτσι, και το μοιρολόγι είχε αρχίσει με το θλιμμένο του τραγούδι και τα μουσικά όργανα.
Κατά το ραββινικό νόμο, έπρεπε, στο νεκρό κοντά, ας ήταν και ο φτωχότερος, να καλέσουν τουλάχιστον από μια μοιρολογίστρα και δυο μουσικούς, που έπαιζαν σε φλογέρες νεκρικούς λυπητερους σκοπούς· φυσικά, όσο πλουσιότερος ήταν ο νεκρός, τόσο μεγαλύτερη γίνουνταν η κηδεία, τόσο περισσότερους μουσικούς έφερναν, και άλλες τόσες μοιρολογίστρες.
Επειδή λοιπόν το σπίτι αυτό ήταν αρχοντικό, πολλοί ήταν οι μουσικοί, και ακόμα περισσότερες οι μοιρολογίστρες, που φώναζαν κι έκλαιγαν χτυπώντας τα στήθη τους και σχίζοντας τα ρούχα τους.
Ο Ιησούς σταμάτησε το πλήθος απέξω, και, παίρνοντας μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, μπήκε μέσα.
Είδε το κακό που γίνουνταν, τις φωνές και το θρήνο, και σ' όσους ήταν εκεί είπε:
— Τι φωνάζετε και κλαίγετε; Το παιδί δεν πέθανε, μόνο κοιμάται.
Οι γύρω του, καθώς τ' άκουσαν, άρχισαν να τον περιπαίζουν και να τον γελούν, γιατί ήξεραν πως το παιδί είχε πεθάνει.
Τότε ο Ιησούς τους έβγαλε όλους έξω, και με τους τρεις μόνο μαθητές, και τον πατέρα και τη μητέρα του παιδιού, μπήκε στη νεκροκάμαρα, και, σιμώνοντας το πεθαμένο κοριτσάκι, έπιασε το χέρι του και είπε:
— «Ταλιθά, κούμι», δηλαδή: Κόρη μου, σένα μιλώ, σήκω.
Και γύρισε η ψυχή της στο πεθαμένο σώμα, κι ευθύς σηκώθηκε η κόρη και περπάτησε.
Τρομάρα και κατάπληξη συντάραξε τους γονείς εμπρός σε τέτοιο θαύμα, και συνάμα χαρά απερίγραπτή που ξαναείδαν το παιδί τους ζωντανό και σηκωμένο πάλι στο πόδι. Ο Ιησούς τότε τους είπε να δώσουν του παιδιού να φάγει, και σταματώντας τις ταραχοποιές εκδηλώσεις χαράς κι ευγνωμοσύνης, πρόσταξε στους γονείς να μην πουν σε κανέναν τίποτα απ' όσα είδαν, όπως το είχε παραγγείλει και άλλες φορές σε άλλα του θαύματα, για να μη γίνει θόρυβος γύρω του και γύρω στ' όνομά του.
Αλλά ήταν δύσκολο να βασταχθεί μυστικό ένα τέτοιο θαύμα, γιατί η κοινωνική θέση του άρχοντα ήταν μεγάλη, και το πλήθος, συναγμένο έξω εκείνη την ώρα, ήταν πολύ, και ο λόγος βγήκε, και σ' όλο τον τόπο μαθεύτηκε πως ο Ιησούς ο Ναζωραίος ανέστησε το κοριτσάκι του αρχισυνάγωγου.
Και τωόντι, μόλις βγήκε ο Ιησούς από το σπίτι, δυο τυφλοί τον ακολούθησαν φωνάζοντας:
— Ελέησέ μας, υιέ του Δαυίδ!
Ο Ιησούς δε σταμάτησε, είτε γιατί τόσο αντιπαθούσε το ανθρωπομάζωμα και την επίδειξη, είτε γιατί δεν ήθελε να τον λέγουν «υιό του Δαυίδ», λόγος που μπορούσε να εξάψει τα ευκολοφλόγιστα πνεύματα των Εβραίων, και να προκαλέσει ταραχές και επαναστάσεις εναντίον των Ρωμαίων, αν επείθουνταν ο λαός πως αυτός ήταν ο κληρονόμος του θρόνου του Δαυίδ.
Ώστε δεν τους αποκρίθηκε, παρά τράβηξε, χωρίς να γυρίσει, ως στο σπίτι του Πέτρου· μα ως εκεί τον ακολούθησαν και οι τυφλοί, φωνάζοντάς του πάλι και πάλι:
— Ελέησέ μας, υιέ του Δαυίδ!
Και μαζί του μπήκαν στο σπίτι.
Τους ρώτησε τότε ο Ιησούς:
— Πιστεύετε πως μπορώ να το κάμω αυτό;
— Ναι, Κύριε, του αποκρίθηκαν.
Τότε άγγιξε τα μάτια τους ο Ιησούς λέγοντας:
— Κατά την πίστη σας ας σας γίνει.
Και αμέσως άνοιξαν τα μάτια τους και είδαν.
Ο Ιησούς όμως τους φοβέρισε και τους είπε:
— Κοιτάξετε, κανείς να μην το μάθει.
Αλλ' αυτοί από τη χαρά τους δε βάσταξαν, μόνο βγήκαν και το διαλάλησαν παντού, και παντού μαθεύτηκε πως ο Ιησούς ο Ναζωραίος τους ξαναχάρισε το φως.
Έτρεχε ο κόσμος να τον δει, και ολοένα μαζεύουνταν πάλι γύρω στο σπίτι. Ακόμα δεν είχαν βγει οι τυφλοί, και άλλοι έμπαιναν φέρνοντας έναν κουφάλαλο δαιμονισμένο. Με την ακούραστη σπλαχνιά του τον γιάτρεψε και αυτόν ο Ιησούς, και ευθύς μίλησε ο κουφός, και θαύμασε το πλήθος, και δόξασε το Θεό λέγοντας:
— Τέτοιο πράμα ακόμα δε φάνηκε στον Ισραήλ.
Μα σ' όλους αυτούς τους όμορφους αρμονικούς ήχους, που σαν ύμνος ευγνωμοσύνης ανέβαιναν και γέμιζαν τον αιθέρα, μια παραφωνία ακούστηκε, ένας λόγος κακός και φθονερός βγήκε, μεταλέχθηκε και απλώθηκε και φαρμάκωσε πολλές απλοϊκές καρδιές.
Οι Φαρισαίοι είχαν δει και ακούσει, μα δεν πίστεψαν κουνώντας με δυσπιστία τα σοφά κεφάλια τους, έλεγαν αναμεταξύ τους, και με φθόνο το μετάλεγαν σ' όσους τους πλησίαζαν, πως:
— Με τη βοήθεια του άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια.
Και ο κακός σπόρος έπεσε σε μερικές αδύνατες καρδιές, και σαν τ' αγκάθια ρίζωσε, δυνάμωσε κι έπνιξε τον καλό το σπόρο.
- ↑ Νυμφών, δωμάτιο όπου γίνουνταν ο γάμος υιοί του νυμφώνος ήταν οι φίλοι του νυμφίου, δηλαδή του γαμπρού, οι παράνυμφοι.