Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Τιμή και το Χρήμα/Κεφάλαιο Θ'

Από Βικιθήκη
Η τιμή και το χρήμα
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Θ'


Κ' είτανε η πικρή αλήθεια πως ο Αντρέας είχε αλλάξει. Ο αγώνας για την ύπαρξη, η προσπάθειά του για να μην ξεπέσει από την κοινωνική του τη θέση, τον είχαν καταβάλει. Είχαν νικήσει εκείνο τον καιρό την αγάπη. Και τώρα η απόκριση της κυράς Επιστήμης τον επείσμωνε.

Το ίδιο βράδι που ο μπάρμπας τού την έφερε σ' ένα μικρό καφενείο του προαστίου, επήγε στο σπίτι του με βαριά καρδιά, μουρμουρίζοντας, κι όλα τα κατάβαρα τά 'ριχνε τώρα στη γυναίκα του, στην κακή της την τύχη, στο φτωχό της το μυαλό που δεν ήξερε ν' αναγκάσει τη μάνα της να τους βοηθήσει.

«Εβαλθήκανε» έλεγε με το νου του ανεβαίνοντας τη σκάλα του, «μάνα και θυγατέρα, να με κάμουνε δούλο· όμοιονέ τους. Ίσως η κυρά Επιστήμη θα χαίρεται κιόλας το χαλασμό μου.»

Απάνου εβρήκε τη Ρήνη καθισμένην στην κρεβατοκάμαρα, μπρος σ' ένα μικρό τραπέζι, όπου έκαιε ένα λυχνάρι, με το βελόνι στα χέρια, που εδιόρθωνε του σπιτιού τ' ασπρόρουχα, και σοβαρός την εκαλησπέρισε.

Η Ρήνη τον εκατάλαβε και αναστενάζοντας τού 'πε αμέσως πικρά· «Τι τρέχει πάλε; Δεν τα δίνει, ε;» «Δεν τα δίνει» της αποκρίθηκε ξερά. Επάσκισε να χαμογελάσει και σε μία στιγμή τού 'πε: «Μη λες που δε θα στα δώσει η μάνα όσα σού 'ταξε· μα ίσως τη στιγμή που η ανάγκη θά 'ναι πλιο μεγάλη.» «Τι λες;» της αποκρίθηκε συγχυσμένος· «και πότε η ανάγκη θά 'ναι πλιο μεγάλη; Τούτη τη βδομάδα μου πουλούνε το σπίτι μου· και το ξέρεις, άλλα όβολα δεν έχουμε· αύριο πρέπει να πιάσω δουλειά.» «Τό 'χε αληθινά αποφασίσει;» εσκέφτηκε χαρούμενη· «ω αν είταν έτσι, όλη η δυστυχία της θα ετέλειωνε· θά 'ρχιζε από τα τώρα καινούρια ζωή, και κάθε βήμα που θά 'καναν θά 'ταν για κείνους κέρδος.» Επήγε σιμά του· το χείλι της εχαμογέλασε, στ' αχνό πρόσωπό της ανέβαινε μία ανάλαφρη κοκκινάδα· εκείνην τη στιγμή ήθελε να ριχτεί στην αγκαλιά του, νομίζοντας πως πάλι θα τον εκέρδιζε· «Είμαστε νέοι και οι δύο» τού 'πε τρυφερά· «κι αν πουληθεί το σπίτι θα κάμουμε ένα άλλο καλύτερο. Θα δουλεύω και γω στο πλευρό σου, ξέρω την τέχνη της μάνας μου, κ' ενωμένοι και οι δύο θα αγωνιστούμε. Μη χάνεσαι· ο θεός θα βοηθήσει· μπροστά στην ευτυχία, ανάθεμά τα τα τάλαρα.»

Δεν είταν η πρώτη φορά που του μιλούσε έτσι. Μα ο Αντρέας τέτοιαν ευτυχία δεν ήθελε να την ξέρει. Ως κι αυτός τά 'χε αναθεματίσει τα πλούτη και καθόλου δεν τά 'χε ζηλέψει, αλλιώς δε θα την έπαιρνε βέβαια, μα δεν επιθυμούσε για τούτο και τον ξεπεσμό. Αν η κυρά Επιστήμη του τά 'δινε όσα της είχε ζητήσει το καλοκαίρι, όλα τώρα θά 'ταν αλλιώτικα. Θά 'χε ελευτερώσει το σπίτι, θά 'χε το καΐκι του, καλά κακά θα δούλευε· γιατί δε θά 'ταν αναγκασμένος να κιντυνεύει όταν οι περίστασες είταν ενάντιες, δε θα τον έσφιγγαν τα χρέγια, και θα μπόρειε κ' εκείνος να προσμένει, κάνοντας μίαν άλλη δουλειά λιγότερο ωφέλιμη, μα ασφαλισμένην. Και τώρα αντίς η κακοτυχία της τά 'χε φέρει όλα ανάποδα· και τα εξακόσια θά 'ταν μία στάλα νερό μέσα σε μία θάλασσα· πού να αφροπλέξει πάλε μέσα σ' όλην αυτή την καταστροφή; Κ' έτσι τα λόγια της Ρήνης τον ερέθισαν εκείνην τη στιγμή αντίς να τον πραΰνουν.

Της είπε με βραχνή φωνή και με κατεβασμένο βλέφαρο: «Εγώ το πρωτόπα: ανάθεμά τα· μα πού να βρω να λευτερώσω το σπίτι, να κάμω καινούριο καΐκι, για νά 'μαι ό,τι είμουνα πριν έρθεις εδώ μέσα; Εσύ φταις.» «Εγώ φταίω;» τού 'πε κοιτάζοντάς τον πικρά· «τι λες; εγώ σας έστερνα στη Στεριά; εγώ σού 'λεγα λόγο; ό,τι έκαμες τό 'καμες με το κεφάλι σου, και ακόμα ούτε τώρα δεν υποτάζεσαι στην ανάγκη και δε θέλεις να δουλέψεις με πίστη και μ' ολπίδα στο Θεό, μόνε κάθεσαι για να σε καταπιεί πρώτα η συφορά. Τι μας λείπεται, καημένε, ως κ' έτσι καθώς είμαστε; δυναμη, υγεία, νιότη; Όλα δεν τά 'χουμε; Και δεν έχουμε... και την αγάπη;» «Η αγάπη δεν τρώεται» της απάντησε σκληρά. «Άφησε» τού 'πε αναστενάζοντας και κοιτάζοντάς τον δακρυσμένη, «να της μηνύσω αύριο και γω. Ω τα τρακόσια θα τα δώκει, είμαι βέβαιη. Α θέλεις πάω και η ίδια να τήνε βρω κι ας με σκοτώσει. Μπορείς έτσι ν' αρχίσεις ένα έργο.» «Τα τρακόσια!» της είπε αψυώντας περσότερο, «και τι να τα κάμω, μωρή!» Ίσως θά 'δινε και τα εξακόσια που εχάλεψα· μα θέλει πρώτα να ιδεί το στεφάνωμα. Πρόσμενε στεφάνι! Μα τούτον το σταυρό, ποτέ. Δε σε στεφανώνω, α δε δώκει τα χίλια που χρειάζονται.» Και με το δάκτυλο έκαμε απάνου στο τραπέζι το σημάδι. «Χίλια!» τού 'πε αχνίζοντας πάλι· «πού να τά 'βρει η δυστυχισμένη; Θέλεις να λιμοχτονήσουνε όλοι οι άλλοι;» «Τά 'χει· τό 'πε κι ο πατέρας σου· κι α δεν τα κομίσει, σού 'πα. Εξακόσια για το σπίτι, τετρακόσια για το καΐκι. Τότες βρίσκω δουλειά.» «Έτσι κάνουνε οι τίμιοι αθρώποι; Ω συφορά μου, πώς απατήθηκα!» «Να σου πω τι λέει ο μπάρμπας;» της αποκρίθηκε πειραγμένος σα να εχαιρότουν που την έκανε να υποφέρνει· «αφού εσύ τα φταις, να σε διώξω.» «Να με διώξεις, σου λέει» του φώναξε. Και σε μία στιγμή αγριεύοντας κ' εκείνη και βρίσκοντας ένα θάρρος που δεν επίστευε αληθινά να τό 'χει, ξακολούθησε: «Το λες γιατί ήβρηκες αδυναμία, γιατί δεν έχω αδέρφια, γιατί ο πατέρας μου είναι άρρωστος και γέρος, γιατί το σπίτι μου τό 'χει μοναχά η μάνα μου στην πλάτη της! Το λες γιατί μ' έχεις καταστημένηνε όπως μ' έχεις, και δε θα γυρίζει άθρωπος να με κοιτάξει, αφού επέρασα από τα χέρια σου. Έφταιξα εγώ που σ' εμπιστεύτηκα· σ' έλεγα τίμιον άθρωπο· κι αντίς εγελάστηκα. Ας χαθώ! Τι άλλο να σου κάμω η δύστυχη η μάνα μου; όσα εχάλεψες σου τα δίνει, ακούω. Λευτερώνεις το σπίτι σου· δούλεψε· γιατί ζητάς το περσότερο;» «Μου λέει» την αντίσκοψε μ' αδιαφορία, «να σε διώξω και να πάρω την άλληνε τση Σάββαινας, πόχει χίλια πεντακόσια. Και μου λέει καλά. Αν τον άκουα από την αρχή τά 'χα σήμερα, και θά 'χα και το καΐκι. Μα κάλλιο αργά παρά ποτέ. Α δεν το κάμω πρέπει να ξενοδουλέψω.» ««Την άλληνε θα πάρεις» τού 'πε ησυχάζοντας ξάφνου και αποφασισμένη τώρα να διαφεντέψει τη θέση της· «μα εγώ δε φεύγω από δω, ούτε α με σκοτώσεις. Μαζί θα περάσουμε και τα καλά και τα κακά.»

Κ' εκείνην τη στιγμή η ζήλεια σα φίδι φαρμακωμένο της εδάγκανε την άκρη της καρδιάς της. Τώρα ανέβαινε κι ο μπάρμπας απάνου και χωρίς να τόνε χαιρετήσει τού 'πε με σοβαρό ύφος: «Τίμιες ορμήνειες δίνεις του ανιψιού σου, σαν προεστός πού 'σαι! Σπολάητής σου που θέλεις να με χάσεις.» Και μέσα της έβραζε το αίμα, και η χολή της ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. «Τι τού 'χε κάμει η δύστυχη εκεινού του αθρώπου για να τήνε μισεί τόσο;» «Εγώ, μωρή κοπέλα» είπε ο μπάρμπας κάνοντας το σταυρό του, «εγώ, μωρέ ανιψιέ, σού 'πα ποτέ κακό λόγο; Δε σ' ορμήνεψα πάντα στο καλό; Μα πρώιμα αρχίσατε τη διχόνοια και τη γκρίνια. Δε σου τό 'λεα πάντα, μωρέ, πόχεις ανάγκες, πόχεις χρέγια; δε σού 'λεα να την αφήκεις ήσυχη την ξένη κοπέλα, κι όχι να τήνε σηκώσεις από τον κόρφο τση μάνας τση, για να μη μπορείς τώρα να τση φέρνεις μία λίτρα ψωμί και να υποχρεωθείς να τη στείλεις πάλε σπίτι τση!» «Πιλάτε!» τού 'πε αγριοκοιτάζοντάς τον η Ρήνη· «σε ξέρω πώς μιλείς, σε καταλαβαίνω· έτσι του βάνεις ιδέες. Τι μπορεί και ξεμπορεί; Α θέλει μπορεί, και μπορούνε και τα χέρια μου να με ζήσουνε· ας πιάκει δουλειά κι αυτός· τι τα θέλουμε τα χρειωμένα τα παλάτια;» «Τα χρειωμένα τα παλάτια!» εφώναξε ο Αντρέας που ο λόγος τον είχε αγγίξει κατάκαρδα, κάνοντας ένα βήμα προς απάνου της. «Ησυχάστε» είπε ο άλλος κάνοντας πως δεν είχε καταλάβει τη βρισιά και μπαίνοντας στη μέση. «Δε στό 'πα, μωρέ, να σου βρω εγώ δουλειά στα ψάρια; Δε στό 'πα που σου την έβρηκα; Είναι περιττά τα μαλώματα. Θέλεις δε θέλεις, για την ώρα ή για πάντα, θα ξενοδουλέψεις, αφού η Τρινκούλαινα δε σου δίνει τα τάλαρα που θέλεις.» «Από τ' απόψε!» εφώναξε ο Αντρέας με πείσμα· «πάμε να βρούμε τσου ψαράδες. Ας κουρεύεται εδώ μοναχή της.» «Μα πες το, μωρέ, μπρίχου φύγεις, για να μην έχει κατάβαρος σε μένανε και για να μην έχω κ' εγώ από αύριο, που δε θά 'σαι εδώ, τα βάσανα: σού 'πα ποτέ λόγο για τη θυατέρα τση Σάββαινας, απόντις επήρες αυτήν την κακομοίρα; Μού 'πες δουγειά να σου βρω· σου την έβρηκα· θα φταίω κιόλας εγώ, γιατί θά 'σαι μακριά από το σπίτι σου;» «Ξέρω πώς μιλείς» τού 'πε η Ρήνη αναστενάζοντας πικρά· «εσύ μας ξεχωρίζεις γιατί δεν έχεις τώρα να τρως από τον Αντρέα σαν πρώτα, αφού τού 'χασες το καΐκι. Ας πάει στσι βάρκες, μα εγώ από δω δε φεύγω· τη χάρη δε σου τήνε κάνω.» «Εμένανε;» είπε ζαβώνοντας περγελαστικά το χείλι του· «κοπέλα μου, δεν είσαι καλά!» Και γέρνοντας προς τον ανιψιό του: «Ας χρωστάει χάρη τση μάνας τση! Για τη γρουσουζιά τση, μωρές, αύριο, την άλληνε, πουλιέται, τσα! το σπίτι· κ' έτσι ας κάτσει μέσα, σα μπορεί. Πάμε μωρέ!» «Α τέτοιοι είσαστε!» τους είπε ξεσπώντας απελπισμένη σε δάκρυα ενώ οι δύο άντρες έφευγαν. Κι ο Αντρέας σταματαίνοντας για μία στιγμή της αποκρίθηκε: «Κάμε, α θέλεις, τη μάνα σου να τα δώκει.»