Η Μάγισσα (Πολιτάκης)

Από Βικιθήκη
Ἡ Μάγισσα
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1887 του Κωνσταντίνου Σκόκου


Η ΜΑΓΙΣΣΑ

Τῆς ξενητειᾶς σὰν πάτησα πρώτη φορὰ τὸ χῶμα
Κ’ ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἐγύριζα μ’ ἀπόχτυπο καὶ τρόμο,
Ἐξαπλωμένη ’ς ἄθλιο καὶ ξεσχισμένο στρῶμα
Μιὰ μάγισσα ἀπάντησα στ’ ἀκρογιαλιοῦ τὸ δρόμο.



Δὲν ξέρω πῶς, ἐζύγωσα τὸ βῆμά μου κοντά της
Γιὰ νὰ μοῦ πῇ τὴ μοῖρά μου, τὸ δόλιο ῥιζικό μου,
Καὶ τὴν ἐξώρκισα πιστὰ στὰ βρωμερὰ παιδιά της
Μὲς ’ςτοῦ χεριοῦ τὴς χαρακιαὶς νὰ βρῇ τὸ μυστικό μου.



Δὲν ἄργησε· μοῦ ἅρπαξε τ’ ἀριστερό μου χέρι,
Ἐδιάβασε τὴς χαρακιαὶς μὲ προσοχὴ μεγάλη
Καὶ μοὖπε: ὅπως τὸ πουλὶ, ’ς τῆς ξενητειᾶς τὰ μέρη
Θὰ σὲ πλανᾷ ὁ σίφουνας καὶ ἡ ἀνεμοζάλη.



Καὶ πάλι ξανακύτταξε καὶ μοὖπε κι’ ἄλλη ἀλήθεια
Σὰν νὰ μοῦ ἄνοιξε βαθειὰ τὰ πονεμένα στήθια.
Πῶς ἡ χαρὰ θὲ νὰ σβυστῇ γιὰ πάντα ἀπὸ ’μένα
Καὶ θἆνε τὰ τραγούδια μου, τραγούδια πικραμένα.



Ὅλ’ οἱ χρησμοὶ τῆς μάγισσας εὐγήκανε ’στ’ ἀλήθεια,
Ἀκόμα δὲν ἐγέλασε τ’ ἀχεῖλι μου ὡς τώρα,
Οὔτε ποτέ της ἡ χαρὰ μοῦ κέντησε τὰ στήθια,
Γιατ’ ὅλα μοῦ τὰ μάρανε τῆς ξενητειᾶς ἡ χώρα.

Ἑρμούπολις. Ἰούλιος 1886.

Επαμ. Π. Πολιτακησ