Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890/Μία επιστολή τρισυπόστατος

Από Βικιθήκη
Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1890
Συγγραφέας: Θ
Μία ἐπιστολὴ τρισυπόστατος


ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟΣ
[Ψυχολογικὴ μελέτη]

ΕΙΝΕ στενοχωρημένος ὁ κύριος Ῥακῆς καὶ ἡ στενοχωρία του χρονολογεῖται ἀπὸ τῆς χθές, προκαλέσασα κυριολεκτικῶς καὶ ἀϋπνίαν, ἥτις ἂν δι’ ὅλον τὸν κόσμον εἶνε δεινόν, διὰ τὸν κύριον Ῥακῆν εἶνέ τι ἀποτρόπαιον, ἀφοῦ ὁ ὕπνος ἀποτελεῖ μίαν ἀπὸ τὰς ὀλίγας ἀσχολίας τοῦ εὐδαίμονος βίου του.

Ὀλίγαι γραμμαὶ χαραχθεῖσαι ἐν σπουδῇ ὑπὸ τῆς ἐν Πάτραις πρὸ ἑβδομάδος διατριβούσης Ἀθηναίας χήρας κυρίας Ἀθηνᾶς Ἁρπάγου καὶ ποικιλοτρόπως συμπληρωθεῖσαι ὑπὸ τοῦ εὐφαντάστου κ. Ῥακῆ, πρὸς ὃν ἀπηυθύνοντο, ἐπέφερον σύγχυσιν εἰς τὰς εὐαρίθμους ἰδέας του καὶ ἐπιμελῆ καταμέτρησιν τοῦ δωματίου του καθ’ ὅλην τὴν νύκτα ὑπὸ ὅλας τὰς δυνατὰς μὴ ἐνδυμασίας, μέχρις οὗ φωνή ἀκουσθεῖσα περὶ τὴν πρωΐαν ἀπὸ τοῦ γειτονικοῦ οἰνοπωλείου ἐν μέσῳ τῆς γλύκας ἀνατολικοῦ ᾄσματος.

— Ἃς φέξῃ λοιπόν…»

ἐφαίδρυνε μοιραίως τὸν ἀϋπνοῦντα ἀτυχῆ καὶ ὤθησεν αὐτὸν μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἀνοίξῃ τὸ παράθυρόν του καὶ ἐν φράσει κοινοβουλευτικῇ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸ κοιμώμενον σύμπαν ν’ ἀνακράξῃ ἐν νευρικῇ ἀπογνώσει:

— Συμφωνῶ πληρέστατα μὲ τὸν ἀξιότιμον προλαλήσαντα καὶ νομίζω ὅτι πρέπει νὰ φέξῃ!

Ἡ Βουλή δι’ ἀναστάσεως παρεδέχθη καὶ μετ’ ὀλίγον πράγματι τὰ ἀπομένοντα ἄστρα ὑπεχώρουν εἰς τὸ ἐρχόμενον φῶς τῆς ἡμέρας.

II

Δὲν πρόκειται περὶ ἐφευρέσεως νέας τινὸς ἱστορίας ἢ περὶ λύσεως προβλήματος ὅπως ἐκ τῶν δεδομένων εὕρωμεν τὸ ζητούμενον. Τουναντίον ἐκ τῶν ἤδη γνωστῶν, γνωστὰ σχεδὸν ἀναμένομεν, λαμβανομένου ὑπ’ ὄψει ὅτι μᾶς ἐδόθη μία χήρα — ὁμιλοῦμεν μαθηματικῶς — καὶ εἷς κύριος Ῥακῆς, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν ἢ μᾶλλον τὴν ἀδυναμίαν νὰ μένῃ ἄϋπνος, ὁσάκις ἡ κυρία Ἀθηνᾶ ἐνθυμουμένη τὸν μακαρίτην ἢ δι’ ἄλλους λόγους τῷ γράφει, παρὰ τὸ σύνηθες, πράγματα, ἐπιφέροντα τὸ ἐναντίον ἀποτέλεσμα τῆς μορφίνης ἢ τῆς ἀναγνώσεως συγχρόνων δραματικῶν ἔργων.

Ὁ κ. Ῥακῆς ἔχει τὸν ἀδελφὸν τοῦ πατρός του ἐν Ῥωσίᾳ, ἀλλὰ τὸ θεῖον αὐτὸ δῶρον ἀντὶ νὰ τὸν προφυλάσσῃ ἀπὸ τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, τῷ ἐνισχύει αὐτὰς διὰ χιλιοφράγκου μηνιαίας ἐπιχορηγήσεως, ἣν ἀπὸ δεκαετίας λαμβάνει ὅπως σπουδάζῃ ἐν Ἀθήναις! Τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι ἡ διαμονὴ τοῦ νέου κ. Ῥακῆ εἰς τὴν ἡμετέραν πρωτεύουσαν ἀπέδωκε τὴν ἡσυχίαν τῷ χορηγῷ θείῳ, ὅστις ἔγνω ἐγκαίρως νὰ ἐξορίσῃ τὸν πολυδάπανον ἀνεψιὸν ἀπὸ τοῦ κέντρου τῆς παραγωγικωτάτης ἐργασίας του διὰ λόγους, τοὺς ὁποίους ὡς χαρακτῆρος καθαρῶς οἰκογενειακοῦ κωλυόμεθα νὰ ἐκθέσωμεν δημοσίᾳ.

Ἐν Ἀθήναις ὁ ἀνεψιὸς τοῦ θείου του φέρει διαρκῶς τὸν ἀσφαλῆ τίτλον τοῦ τελειοφοίτου τῆς Νομικῆς καὶ ἄνευ ἄλλου ἐπαγγέλματος καλλιεργεῖ σχέσεις εἰς ὅλα τὰ στρώματα καὶ τὰ παπλώματα τῆς κοινωνίας, τῇ δὲ συμπράξει ἀγαστῶν τοῦ χρηματιστηρίου ἀνδρῶν, διευκολυνόντων αὐτόν, παίζει ἐνίοτε χάριν διασκεδάσεως καὶ εἰς μερικὰ Λαύρια. Καὶ εἶνε μὲν βέβαιον ὅτι κατὰ τὰς ἀνανεώσεις τῶν συμβολαίων ἐνοικιάσεως τῆς ἐν Ἀθήναις κατοικίας του ἐδυσκολεύθη ἑκάστοτε νὰ δηλώσῃ, ὡς εἴθισται, ἐπάγγελμα καὶ ὁ συμβολαιογράφος ὑπεχρεώθη νὰ μνημονεύσῃ ὅτι ὁ κ. Ῥακῆς ἀσχολεῖται εἰς ἔργα οἰκιακά, τοῦτο ὅμως δὲν ἐμποδίζει νὰ βεβαιώσωμεν ὅτι ὁ νέος εἶνε ἀγαπητὸς παρ’ ἅπασι τοῖς κύκλοις, ὧν ἀνέλαβε τὸν τετραγωνισμόν, καὶ ὅτι ὁ τὰ μάλιστα ἐφελκύσας αὐτὸν κλάδος τῆς Νομικῆς ἐπιστήμης εἶνε τὸ Κληρονομικὸν δίκαιον.

Αἱ πρὸς τὸν θεῖον του σχέσεις εἶνε καὶ ἔσονται ἄρισται· διότι ὁ ἀνεψιὸς ἔσχε τὴν φρόνησιν νὰ κολακεύσῃ ὅλας τὰς ἀδυναμίας τοῦ γηράσκοντος ἑκατομμυριούχου, ἀφοῦ καὶ ἱππότην τοῦ Σωτῆρος διὰ τῶν μικρῶν του ἐνταῦθα οἰκονομιῶν τὸν ἀνέδειξε καὶ ἐρίτιμον κατώρθωσε νὰ ἀποκαλέσωσιν αὐτὸν ἐπὶ τῇ εὐκαιρία οἱ δύσκολοι εἰς τὰ τοιαῦτα Ἀθηναῖοι δημοσιογράφοι!

III

Ἂν ὁ ἐργατικώτατος ἐν Ῥωσίᾳ ὁμογενὴς κ. Εὐάγγελος Ῥακῆς ἔχῃ ὡς σύμβολον τοῦ πρακτικοῦ του βίου τὸ ἀρχαῖον λόγιον «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει», τὸ αὐτὸ λόγιον ἔχει καὶ ὁ ἀνεψιὸς διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι ἐκείνη δὲν εἶνε μόνον χήρα ἀλλὰ καὶ Ἀθηνᾶ. Καὶ ἰδοὺ ὅτι ἐπανερχόμεθα εἰς τὸ ἀπασχολοῦν ἡμᾶς θέμα, δηλαδὴ τὴν στενοχωρίαν τοῦ θετοῦ ἡμῶν συμπολίτου ἐπὶ τῇ χθεσινῇ ἐκ Πατρῶν ἐπιστολῇ τῆς ὡραίας Ἀθηνᾶς.

Διατὶ ὁ ἁπλοῦς καὶ ἄκακος ὑπαινιγμὸς ὁ ἐν τῇ ἐπιστολῇ τῆς χήρας περὶ εὐγενοῦς τινος λοχαγοῦ τοῦ πυροβολικοῦ διαμένοντος ἐν Πάτραις ἐπυρπόλησε τὴν καρδίαν τοῦ τέως παρηγόρου ἀγγέλου τῆς πενθούσης, ὅστις πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἔτι ὡς Ἀθηναῖος πλέον κτηματίας ἠρίθμει μετὰ ζήλου τὰς ἐλαίας ἐν τῷ ἐλαιῶνι τῆς Πολιούχου; Ὑπώπτευσεν ἴσως καταπάτησιν;

Περὶ τοῦ ζητήματος τούτου θὰ ἀποφανθῇ ὁ χρόνος.

Ἐν τούτοις ὁ κ. Ῥακῆς ἔγνω νὰ δειχθῇ ἀνὴρ καὶ λαβὼν τὸν κάλαμον ἐσκέφθη ὅτι εἶνε ἐπὶ τέλους ἐξευτελιστικὸν νὰ καταντᾷ μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου ὑποχείριος μιᾶς χήρας, ὅτι δὲ ἔδει νὰ φανῇ κύριος ἑαυτοῦ καὶ ἔγραψε μὲ στερρὰν ἀπόφασιν σιωπώσης τῆς καρδίας τὴν ἀκόλουθον νόταν εἰς ἀπάντησιν:

Ἀγαπητή μου φίλη,

«Δὲν θὰ σᾶς γράψω περὶ τῆς λυπηρᾶς ἐντυπώσεως τὴν ὁποίαν ἔσχον ἐκ τοῦ γράμματος σας, ἀφοῦ βεβαίως ὀλίγον περὶ ταύτης φροντίζετε. Μοὶ ἀρέσκουν ὅμως αἱ ἐξηγήσεις καὶ ἐπιθυμῶ νὰ γνωρίζω ἂν ἐξακολουθῆτε νὰ αἰσθάνεσθέ τι δι’ ἐμέ. Ἐν περιπτώσει ἐν τούτοις, καθ’ ἣν ἡ πρός με τρυφερότης σας εἶνε ἐπιθάνατος, ποιοῦμαι ἔκκλησιν εἰς τὴν εἰλικρίνειάν σας καὶ σᾶς ζητῶ μίαν λέξιν ὡρισμένην ὅπως κανονίσω τὴν μέλλουσαν πορείαν μου.»

Ὁ κ. Ῥακῆς ἐσφράγισε τὴν ἐπιστολὴν καὶ παρεδόθη εἰς σκέψεις, ἃς μηχανικῶς ἐζήτησε μετ’ ὀλίγον νὰ ποικίλῃ δι’ ἀναγνώσεως ποιηματίων τοῦ Gautier καὶ κατὰ σύμπτωσιν ἤνοιξε τὸ τομίδιον εἰς τὸ τρυφερώτατον διαλογικὸν ἀριστούργημα la fuite το ὁποῖον ἄλλοτε ἀνεγίγνωσκε μετὰ τῆς Ἀθηνᾶς ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ μὲ τὰ σχετικὰ σχήματα καὶ ἰδιώματα. Ἀλλ’ ὡς ἦτο ἑπόμενον ὁ Gautier δὲν τὸν ἐνεθουσίασε τὴν φορὰν ταύτην διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον, ὅτι ὁ κ. Ῥακῆς εἶχεν ἀλλοῦ τὸν νοῦν του. Ἔκλεισε λοιπὸν τὸ βιβλίον καὶ μετὰ τοῦ βιβλίου τοὺς ὀφθαλμοὺς κατάκοπος καὶ ἀγανακτῶν διὰ τὴν ἀνοησίαν, ἣν εἶχε νὰ μὴ κοιμηθῇ τὴν νύκτα. Πλὴν μάτην· ὅ,τι δὲν ἔβλεπε πρὸ μικροῦ μὲ ἀνοικτοὺς ὀφθαλμούς, παρίστατο ἤδη ἐνώπιόν του, δηλ. ἡ Ἀθηνᾶ πάνοπλος μὲ τὸ εἰρωνικόν της μειδίαμα καὶ ἕτοιμος νὰ τὸν κυριεύσῃ κατὰ κράτος!

Ἡ ψυχολογική του κατάστασις δὲν ἐπιτρέπει τοιαῦτα ἀστεῖα καὶ ὁ κ. Ῥακῆς εἰς βρασμὸν ψυχικῆς ὁρμῆς ἀποφασίζει νὰ περιφρονήσῃ τὴν ἅρπαγα τῆς καρδίας του κυρίαν Ἁρπάγου, ἣν οὕτως ἐννοεῖ ἐφεξῆς νὰ ἀποκαλῇ καὶ θεὶς τὴν χεῖρα ἐπὶ τῆς καρδίας ἀνεφώνησε σαρκαστικῶς:

— Περάστε ἔξω κυρία Ἀθηνᾶ.

Τετέλεσται! Ὁ κ. Ῥακῆς πείθει ἑαυτὸν ὅτι ἐθεραπεύθη ἐντελῶς ἀπὸ τοῦ ἐρωτικοῦ του πάθους καὶ εἶνε ἕτοιμος νὰ μεταβῇ εἰς τὴν ἡμερησίαν διάταξιν, ὅτε διακρίνει ἐπὶ τοῦ γραφείου του τὸ χθεσινὸν αὐτόγραφον τῆς Ἀθηνᾶς ἀποπειρώμενον νὰ τὸν διαψεύσῃ. Ὁρμᾷ ὡς λέων καὶ τὸ καταξεσχίζει καὶ ἐν τῇ λύσσῃ του δὲν φείδεται οὐδὲ τῆς γενομένης ἤδη ἀπαντήσεως, εἰς ἣν ἐννοεῖ νὰ δώση τύπον ultimatum καὶ γράφει ὡς ἑξῆς:

Κυρία,

«Φαίνεται ὅτι ἐπιθυμεῖτε διακοπὴ σχέσεων. Ἔστω. Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι δὲν ἔβλεπον τὴν ὥραν ὅπως δώσω πέρας εἰς τὴν κωμῳδίαν αὐτήν. — Συγχωρέσατε τὴν μωρίαν, ἣν ἔδειξα νομίζων ὅτι ἔχετε καρδίαν. Χαίρετε.»

Ἤδη ἡ κ. Ἁρπάγου παρίστατο ἐνώπιον τοῦ ἐπιστολογράφου, ὅλως ἀπὸ τὴν ἀνάποδη ἡ δὲ μνήμη του ἐσημείου μόνον τὰ μέλανα μέρη τοῦ παρελθόντος καὶ μὲ πόνον ἀνελογίζετο τὰς ὑλικὰς καὶ ἠθικὰς θυσίας, εἰς ἃς εἶχεν ὑποβληθῆ χάριν τοιούτου τέρατος. — Πρὸς στιγμὴν ἐμελέτησεν ἐκδίκησιν, ἀλλ’ ἡ γενναιότης του ἠρκέσθη εἰς τὸ σύντομον γράμμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἐλάμβανεν ἡ χήρα τὴν αὐτὴν ἑσπέραν ὡς κεραυνόν.

Καὶ ἔστη πρὸς στιγμὴν ὅπως ἀναμετρήσῃ τὴν ἐντύπωσιν, ἣν θὰ προξενήσῃ ἡ ἐπιστολή του εἰς τὴν κ. Ἁρπάγου. Τὴν ἐφαντάσθη εἰρωνικῶς προσβλέπουσαν εἰς τὸν χαρακτῆρα τῆς ὑπογραφῆς καὶ ζητοῦσαν τὸ κομψὸν χαρτομάχαιρόν της ὅπως τὴν ἀνοίξῃ!… τὸ χαρτομάχαιρον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον τῇ προσέφερεν αὐτὸς καὶ τὸ ὁποῖον δίκοπον ἐνεφανίζετο ὅπως πλήξῃ τὴν καρδίαν του, ἵνα εὑρεθῇ πάλιν φεῦ! ἐντὸς αὐτῆς ἡ Ἀθηνᾶ! ἡ ἀχάριστος! Πόσα ἄλλα προσέτι ἐνθυμήματα τῇ εἶχε προσφέρει!

Καὶ ἀπὸ τῶν ἐνθυμημάτων μηχανικῶς ὁ νοῦς του μεταβαίνει εἰς ἀναμνήσεις σχετικὰς καὶ γίνεται παράταξις τῶν στιγμῶν, καθ’ ἃς ἕκαστον τῇ ἐδόθη καὶ τῶν συγκινήσεων, ἃς προεκάλεσεν, ἡ δὲ καρδία του βαθμηδὸν μαλάσσεται ὡς πρόστυχον κηρίον καὶ ὡς ἄνθρωπος δίκαιος ἀνομολογεῖ ὅτι ἡ καϋμένη ἡ Ἀθηνᾶ ἔχει καὶ τὰ καλά της καὶ καταντᾷ εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ῥῆξις τῶν σχέσεων πρέπει μὲν ἀφεύκτως νὰ γίνῃ, ἄλλα μὲ τρόπον ἤπιον, δηλ. ὅτι πρέπει νὰ χωρισθῶσιν ὡς καλοὶ φίλοι.

— Εὐτυχῶς, εἶπε καθ’ ἑαυτόν, δὲν ἐστάλη καὶ ἡ ἐπιστολὴ αὕτη ἡ βάναυσος! θὰ γράψω ἄλλην. Καὶ ἀρχίζει τὴν τρίτην ἐπιστολήν, ὡς ὲξῆς:

Ἀγαπητή μου Αθηνᾶ,

«Μετὰ βαθείας λύπης ἀνέγνων τὸ τελευταῖόν σου γράμμα. Φαίνεται ὅτι ἡ εὐτυχία, εἶνε βαρὺ φορτίον! Εἶσαι τῳόντι σκληρά, ἀλλὰ τοὐλάχιστον ὁμολόγησον ὅτι οὐδὲ στιγμὴν μίαν σὲ ἐλύπησα κατὰ τὸ διάστημα....»

Αἴφνης ὁ γράφων διέκοψε τὴν ἐξακολούθησιν τῆς ἐπιστολῆς, ἀφοῦ ᾐσθάνθη μέγα δάκρυ κυλιόμενον ἐπὶ τῆς παρειᾶς του ὅπως βρέξῃ τὴν τελευταίαν γραφεῖσαν λέξιν, ἐνῷ οὐλαμὸς ἀναστεναγμῶν παρετάσσετο πρὸς συμπλήρωσιν τῆς συντελεσθείσης ἑπαναστάσεως ἐντὸς τοῦ κ. Ῥακῆ καὶ ἀνακήρυξιν τῶν νέων ἀρχῶν.
IV

Πρώτην φορὰν ἡττημένος παρίστατο μετὰ τόσης εὐχαριστήσεως πρὸ τοῦ καθρέπτου του ὅπως θαυμάσῃ τὴν τέχνην, μεθ’ ἧς διεξήγαγε τόσον ἀκανθῶδες ζήτημα καὶ συγχαρῇ ἑαυτὸν διὰ τὴν ἐπάνοδον εἰς τὸ πρῴην καθεστός.

Ἐννοεῖται ὅτι τὸ τρίτον γράμμα, ὅπερ φυσικῶς ἀνεμένετο μᾶλλον ἐκτεταμένον δὲν ἐγράφη, ἀφοῦ ὁ κ. Ῥακῆς ἐν τῇ πρὸς τὸν ἔρωτα μονομαχίᾳ ἐπλήγη μὲν καιρίως, ἀλλ’ ἀναιμάκτως.

Καὶ ἀπωλέσθη μὲν αὔτανδρος, ἐσώθη ὅμως ἀπὸ χωρισμοῦ, ὅστις θὰ διέκοπτε τὸν ἐξωραϊσμὸν τῆς ζωῆς του καὶ ἐν ἐνθουσιασμῷ παρεσύρθη εἰς συγγραφὴν τηλεγραφήματος πλέον πρὸς τὴν κ. Ἀθηνᾶν Ἁρπάγου εἰς Πάτρας συμβολικῶς κατὰ τὸν μεταξύ των κώδικα μὲ τὴν ἀκόλουθον ἔννοιαν:

«Μή ἀντέχων πλέον ἀφοῦ αἰσθάνομαι ὅτι μὲ καλεῖς πλησίον σου, πετῶ διὰ τοῦ πρώτου συρμοῦ εἰς τὰς ἀγκάλας σου. Αἱ Ἀθῆναι ἄνευ Ἀθηνᾶς εἶνε ᾍδης εἰς τὸν ἀνυπομονοῦντα νὰ σὲ περιπτυχθῇ.»

Ῥακῆς

Τὴν φορὰν ταύτην ἔλαβε τὸν πῖλόν του καὶ ἐφ’ ἁμάξης διηυθύνθη εἰς τὸ τηλεγραφεῖον ἵνα ἐπιδώσῃ τὴν τελευταίαν του θέλησιν. Καὶ τὸ ἔπραξεν.

Ἀλλ’ ὅτε ἐξήρχετο τῆς αἰθούσης τοῦ τηλεγραφείου παραδόξως ἐνόμισεν ὅτι ἤκουσε βομβοῦσαν εὐκρινῶς εἰς τὰ ὦτά του τὴν λέξιν:

— Βλάκα!..

Ἑστράφη· ἀλλ’ ὁ ὑπάλληλος κατεγίνετο ἀπαθῶς εἰς τὴν ἐργασίαν του....

Δικαίως λοιπὸν ὁ κ. Ῥακῆς ἐσχημάτισε τὴν ἰδέαν ὅτι ἦτο ἐγγαστρίμυθος καὶ διηυθύνθη εἰς τὸν σταθμόν ΣΠΑΠ ὅπως μάθῃ τὴν ἀκριβῆ ὥραν τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ συρμοῦ…

Θ***