Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888/Το σχέδιον της κυρίας Ξυλαράκη
←Ἡ ΚΕ′ Μαρτίου ἐν Τήνῳ | Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1888 Συγγραφέας: Τὸ σχέδιον τῆς κυρίας Ξυλαράκη |
Μιλτιάδης Βενιζέλος→ |
Ἐν τῷ μεγάλῳ ξενοδοχείῳ τῆς Κηφισσιᾶς τὴν δευτέραν Κυριακὴν τοῦ Μαΐου. Ἡ ἡμέρα εἷνε λαμπρὰ καὶ ἄπειρος κόσμος ἀνῆλθεν ἐξ Ἀθηνῶν. Φαιδροὶ ὅμιλοι διατρέχουσι τὸν κῆπον περὶ τὴν δείλην καὶ ἐν μέσῳ τοῦ θορύβου δύο νεάνιδες παίζουσι παρὰ τὸν πίδακα τὸν κυνηγητὸν ὡς ἂν ἦσαν ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ σχολείου. Καθ’ ἣν στιγμὴν ἡ μία ἐξ αὐτῶν ἐκτείνει τὴν χεῖρα ὅπως συλλάβῃ τὴν ἑτέραν, ὀλισθαίνει ἐπὶ φλοιοῦ ὀπώρας καὶ παρ’ ὀλίγον νὰ πέσῃ εἰς τὸ μικρὸν ῥυάκιον ὅπερ διατέμνει τὸν κῆπον ἂν μὴ διήρχετο ἐκεῖθεν ὁ κύριος μαλσταμιδησ, ὅστις καὶ σώζει αὐτὴν ἀπὸ τῆς πτώσεως.
Ἡ νεᾶνις ἐν τῇ ἀγκάλῃ τοῦ κ. Μαλσταμίδου εὑρισκομένη. — Ἆ…
Μαλσταμίδης μειδιῶν. — Εὐτυχῶς σᾶς προέλαβον ἄλλως θὰ ἐκάμνατε κακὸν λουτρόν.....Ἡ νεᾶνις διαφεύγουσα τὸν ἐναγκαλισμὸν τοῦ κ. Μαλσταμίδου. — Κύριε……
Μαλσταμίδης ὑποκλίνων. — Θεωρῶ ἐμαυτὸν εὐτυχῆ ὅτι σᾶς ἔσωσα.
Ἡ νεᾶνις ἐρυθριῶσα. — Σᾶς εὐχαριστῶ, κ. Μαλσταμίδη.
Μαλσταμίδης ἔκπληκτος. — Πῶς; μὲ γνωρίζετε; ἀλλὰ ποίαν εἶχα τὴν τιμὴν νὰ σώσω;…
Ἡ νεᾶνις ἀποσπῶσα ῥόδον ἐκ τῆς ἀνθοδέσμης ἣν φέρει ἐπὶ τοῦ στήθους. — Νὰ σᾶς δώσω αὐτὸ τὸ τριαντάφυλλον διὰ τὴν καλωσύνην σας;
Μαλσταμίδης ὑπομειδιῶν μετὰ φιλαρεσκείας. — Εὐχαρίστως, κυρία μου … καὶ θὰ τὸ φυλάξω διὰ νὰ σᾶς ἐνθυμοῦμαι.
Ἡ νεᾶνις γελῶσα. — Ὄχι δά!… τὸ λέγετε μὲ τὰ σωστά σας; … [Ἀπομακρυνομένη αὐτοῦ δρομαίως καὶ γελῶσα πάντοτε]. — Χάχ, ἄχ, ἄχ, ἆ!
Μαλσταμίδης ὅστις προσεπάθει νὰ θέσῃ τὸ ῥόδον ἐν τῇ κομβιοδόχῃ αὐτοῦ, αἴρει τὴν κεφαλήν. — Κυρία μου… Μπᾶ! ποῦ ἐπῆγε; [Φέρει κύκλῳ τὰ βλέμματα, οὐδαμοῦ ὅμως βλέπει τὴν νεάνιδα.] Τί ὡραῖα κόρη!… ποία νὰ ἦνε ἆρά γε;… Μοῦ εἶπε τὸ ὄνομα μου, κ’ ἐγὼ δὲν τὴν γνωρίζω καθόλου… δὲν ἐνθυμοῦμαι νὰ τὴν εἶδα πουθενά … Περίεργον!…
Ὁ κ. Ἀλέξανδρος Μαλσταμίδης, εἶχεν ἀνέλθει διὰ τῆς ἁμαξοστοιχίας τῶν ἓξ καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν εἰσήρχετο εἰς τὸν κῆπον τοῦ ξενοδοχείου εὔθυμος ὅπως ἦτο πάντοτε. Τὸ περιστατικὸν ὅμως τοῦ αὔλακος μετέβαλεν οὐσιωδῶς τὰς σκέψεις αὐτοῦ καὶ ἀντὶ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν αἴθουσαν ὡς ἐσκόπει κατ’ ἀρχὰς ἐπλανᾶτο ἐν τῷ κήπῳ ἀναζητῶν τὴν ἄγνωστον ἀνθοδότειραν ὀσφραινόμενος μετ’ ἀνεκφράστου ἡδονῆς τὸ ῥόδον, ὅπερ ἐστόλιζε τὴν κομβιοδόχην αὐτοῦ. Καὶ ἐπλανᾶτο, καὶ εἰς μυρίας παρεδίδετο σκέψεις ῥεμβάζων καὶ δεκάκις διῆλθε πρὸ τῆς σκιάδος παρ’ ἣν τὸ ῥυάκιον ῥέει ἑλικοειδῶς ἐλπίζων νὰ ἴδῃ τὴν ἄγνωστον αὐτοῦ ὀλισθαίνουσαν καὶ πάλιν, ὅπως καὶ πάλιν τὴν σώσῃ. Αἴφνης ἐνῷ ἵστατο ἐκεῖ σύννους καὶ ῥεμβὸς τὸ ἤρεμον τοῦ ὕδατος νάμα παρατηρῶν, αἰσθάνεται χεῖρα διείρουσαν διὰ τοῦ βραχίονος αὐτοῦ. Στρέφει πλήρης ἐλπίδων ἐνῷ ἡ καρδία του ἤρχιζε νὰ πάλλῃ σφοδρῶς καὶ βλέπει παρ’ αὐτῷ τὴν κυρίαν χαρικλειαν ξυλαρακη.
Μαλσταμίδης οὗτινος ἀπέπτησαν αἱ ἐλπίδες καὶ κατεσίγησαν οἱ παλμοί. — Ἆ, ἐσὺ εἶσαι;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη λίαν φιλαρέσκως. — Τί ἔχεις;
Μαλσταμίδης προσπαθῶν νὰ μειδιάσῃ. — Ἐγώ;Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Διατί δὲν ἦλθες μὲ τῶν πέντε ὅπως ἐμείναμεν σύμφωνοι;
Μαλσταμίδης ἐν στενοχωρίᾳ — Μά....
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὰς τέσσαρας ἐδῶ.
Μαλσταμίδης μειδιῶν. — Ἇ, εἶπες ἀπὸ τὰς τέσσαρας;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Πᾶμε νὰ καθήσωμεν εἰς ἐκεῖνο τὸ θρανίον ἐκεῖ.
Μαλσταμίδης προχωρῶν εἰς τὸ θρανίον. — Πᾶμε.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Τί σοῦ συμβαίνει καὶ εἶσαι σκεπτικός;
Μαλσταμίδης. — Φοβοῦμαι, Χαρίκλειά μου, ὅτι μᾶς ἐνόησαν καὶ πρέπει νὰ λάβωμεν τὰ μέτρα μας.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Καλὲ δὲν βαρύνεσαι.
Μαλσταμίδης. — Ἄκουσέ με ποῦ σοῦ λέγω.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Μὴ σὲ μέλῃ καὶ ἔχω ἐγὼ ἕνα σχέδιον…
Μαλσταμίδης. — Προχθὲς εἶδα τὸν ἄνδρα σου, ὅστις μ’ ἐκύταζε μὲ πολὺ περίεργον τρόπον.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Δὲν τοῦ περνᾷ καμμία ἰδέα.
Μαλσταμίδης. — Ἂν τὸν περάσῃ ὅμως;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Τὶ δειλὸς ποῦ εἶσαι, καϋμένε.
Μαλσταμίδης. — Δὲν εἶμαι δειλὸς, συλλογίζομαι ἐσένα.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη, καθημένη ἐπὶ τοῦ θρανίου. — Δι’ ἐμὲ μὴ φοβῆσαι. Ἰδοὺ τί ἐσκέφθην.
Μαλσταμίδης ὄρθιος πρὸ αὐτῆς. — Δὲν εἴμεθα καλὰ ἐδῶ.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Διατί;
Μαλσταμίδης βλέπει κύκλῳ αὐτοῦ. — Ὁ ἥλιος δὲν ἔδυσεν ἀκόμη καὶ ἠμποροῦν νὰ μᾶς ἰδοῦν. Δὲν βλέπεις τί κόσμος εἶνε;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Αἴ, καὶ σὰν μᾶς ἰδοῦν, τί πειράζει; νὰ ἡ ὥρα νὰ μὴν εἰμποροῦμεν νὰ καθήσωμεν πλέον μαζῆ.
Μαλσταμίδης καθήμενος παρ’ αὐτῇ. — Ξεύρω κ’ ἐγώ.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Ἐσὺ φοβεῖσαι ἐπειδὴ ἔχεις τὴν ἰδέαν .... νομίζεις ὅτι ὁ κόσμος δίδει καμμίαν προσοχήν;
Μαλσταμίδης ἀσπαζόμενος τὴν χεῖρά της. — Εἶσαι ἄγγελος!
Ἡ Κ. Ξυλαράκη ἀποσύρουσα τὴν χεῖρα καὶ μετὰ δέους βλέπουσα πρὸς τὸ μέρος ὅπου διέρχεται ὁ κόσμος. — Μὴν εἶσαι ἀνόητος .... Ἂν σὲ ἰδοῦν ὅτι μοῦ φιλεῖς τὸ χέρι, βέβαια θὰ ὑποθέσουν ὅτι....
Μαλσταμίδης σφίγγει αὐτῇ τὴν χεῖρα. — Τί νὰ κάμω, ποῦ σὲ τρελλαίνομαι;Ἡ Κ. Ξυλαράκη βλέπουσα τὸ ῥόδον ἐν τῇ κομβιοδόχῃ τοῦ Μαλσταμίδου. — Ἇ, τί ὡραῖον τριαντάφυλλον.
Μαλσταμίδης.—Σ’ ἀρέσει;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Ποῦ τὸ ηὗρες;
Μαλστ. — Μὰ… ἐδῶ τὸ ἔκοψα προτήτερα… ὅταν ἠρχόμην.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Ἐδῶ, εἰς τὸν κῆπον; δὲν ἔχει τέτοια τριαντάφυλλα.
Μαλσταμίδης. — Ἐδῶ… εἰς τὴν Κηφισσιὰν… εἰς ἕνα κῆπον… ὅταν ἀνέβαινα…
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Ὸμοιάζει μ’ ἐκεῖνα ποῦ ἐκόψαμεν πρὸ ὀλίγου ἀπὸ τὸν κῆπον τοῦ κυρίου Σημαντάνη.
Μαλσταμίδης. — Ναί;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Καὶ δὲν μοὶ τὸ προσφέρεις;
Μαλστ. ταρασσόμενος. — Νὰ σοῦ τὸ…Πῶς; δὲν σοὶ προσέφερα;
Ἡ κυρία Ξυλαράκη. — Δὲν πιστεύω.
Μαλσταμίδης ἐκβάλλει τὸ ῥόδον ἐκ τῆς κομβιοδόχης καὶ δίδει τοῦτο τῇ Χαρικλείᾳ. — Ἔχεις δίκαιον, αὐτὴ ἡ ἀνησυχία μου ὅτι ὁ ἄνδρας σου.... ἴσως.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη τοποθετοῦσα τὸ ῥόδον ἐπὶ τοῦ στήθους αὐτῆς. — Λοιπὸν ἰδοὺ τί ἐσκέφθην. Σήμερον ἐπήραμεν ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὴν ἀνεψιάν του καὶ θὰ μείνῃ πλέον μαζῆ μας.
Μαλσταμίδης. — Τὴν ἀνεψιάν του;
Ἡ Κ. Ξυλαρ. — Σὺ λοιπὸν ν’ ἀρχίσῃς νὰ τὴν περιποιῆσαι, κ’ ἐγὼ μὲ τρόπον θὰ τοῦ δώσω νὰ ἐννοήσῃ ὅτι τὴν ἀγαπᾶς....
Μαλσταμίδης. — Ἐγώ;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Καὶ τοιουτοτρόπως δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ ὑποπτευθῇ ποτὲ τίποτε.
Μαλσταμίδης — Τί ἀνεψιὰ εἶνε αὐτή;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μία κόρη τῆς ἀδελφῆς του, ποῦ ἀπέθανε. Δὲν τὴν ἐνθυμεῖσαι πρὸ τεσσάρων ἐτῶν ὅταν…
Μαλσταμίδης. — Ὅταν δὲν μὲ ἠγάπας ἀκόμη.
Ἡ κ. Ξυλαράκη, — Ἐγώ; εἶσαι πολὺ ἀπατημένος… σὺ δὲν μὲ ἠγάπας, ἐγὼ σὲ ἠγάπων πάντοτε.
Μαλσταμίδης. — Καλά, καλά· αὐτοὶ εἶνε παλαιοὶ λογαριασμοί.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ἂν θέλῃς τοὺς ξεκαθαρίζομεν καὶ βλέπομεν ποῖος ἔχει ἄδικον.Μαλσταμίδης. — Μαζῆ σου ἐγὼ θὰ ἔχω ἄδικον βεβαίως.
Ἡ κ. Ξυλ. — Ἄφησε τὰς γενναιοδωρίας σου κατὰ μέρος…
Μαλσταμίδης (ἐρευνῶν ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ.) — Ποία ἦτο αὐτή; [Αἴφνης ὡσεὶ ἐνθυμούμενος]. Ἆ, ἆ… ἕνα ἀσχημοκόριτσο… μαῦρο, μαῦρο…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ναί, ναί· ἡ Καλλιόπη.
Μαλσταμίδης. — Καλλιόπη· ἔχεις δίκαιον, τὴν ἐνθυμοῦμαι. Εἶνε πάντοτε ἔτσι ἄσχημη;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Δὲν ἤλλαξε καθόλου.
Μαλσταμίδης σταυρῶν τοὺς βραχίονας. — Καὶ μοῦ προτείνεις νὰ τῆς κάμνω κόρτε;.. ἐγώ;..
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μὰ ἀφοῦ εἶνε ἄσχημη.
Μαλσταμίδης. Ἕνας λόγος διὰ νὰ ἀρνηθῶ.
Ἡ κ. Ξυλαράκη μειδιῶσα. — Γιὰ κύτταξέ με καλά· οὔτε χωρατὰ σὲ παρακαλῶ νὰ μὴ τὰ λέγῃς αὐτά.
Μαλσταμίδης. — Μὰ εἶνε δυνατὸν ν’ ἀπαιτῇς…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Θὰ τὴν ἰδῇς, εἶνε ἐδῶ…
Μαλσταμίδης. — Ἐδῶ; [Ζητῶν νὰ ἐγερθῇ]. Φεύγω…
Ἡ κ. Ξυλαράκη κρατοῦσα αὐτόν. — Καὶ νὰ ἀρχίσῃς μάλιστα ἀπὸ ἀπόψε.
Μαλσταμίδης μειδιῶν. — Ἀλλὰ, Χαρίκλειά μου…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Νὰ τῆς δώσῃς γνωριμίαν κ’ ἐγὼ θὰ εἰπῶ τοῦ Ἰσιδώρου ὅτι σοῦ ἀρέσει πρὸ πολλοῦ.
Μαλσταμίδης. — Καὶ λέγεις νὰ τὸ πιστεύσῃ αὐτός;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ποιὸς, ὁ Ἰσίδωρος; Ὅλα τὰ πιστεύει… τὸν ἔχω συνειθίσει ἐγὼ περίφημα.
Μαλσταμίδης. — Καὶ αὐτή;… ἂν καταλάβῃ τίποτε;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ποιά; ἡ Καλλιόπη;… εἶνε ἕνα κουτὸ πλάσμα!… δὲν φαντάζεσαι τὶ κουτὴ ποῦ εἶνε.
Μαλσταμίδης. — Ἄσχημη καὶ κουτή!… ὡραία μὲ διώρθωσες…
Ἡ κ. Ξυλαράκη ὑπερηφάνως. — Βλέπεις σχέδιον....
Μαλσταμίδης σκοπίμως. — Καὶ δὲν φοβεῖσαι μήπως, μὲ ὅλην της τὴν κουταμάραν, πιστεύουσα εἰς τὰς περιποιήσεις μου, μὲ ἀγαπήσῃ ἐπὶ τέλους;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Τί ἰδέαν πρέπει νὰ ἔχῃς περὶ τοῦ ἑαυτοῦ σου!Μαλσταμίδης μειδιῶν. — Πῶς μὲ ἠγάπησες ἐσύ;
Ἡ κ. Ξυλαράκη μειδιῶσα. — Ἐγὼ τὸ ὁμολογῶ, ἔκαμα μίαν ἀνοησίαν…
Μαλσταμίδης δυσαρέστως. — Ἆ!
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Αὐτὴ ἡ ἀπάντησις σοῦ ἐχρειάζετο.
Μαλσταμίδης. — Καὶ ἂν τὴν ἀγαπήσω ἐγώ;
Ἡ κ. Ξυλ. — Τὴν Καλλιόπην; [Γελῶσα]. Ἆ, ἂς γελάσω!..
Μαλσταμίδης. — Δὲν τὸ φοβεῖσαι αὐτό;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Σὺ νἀγαπήσῃς αὐτὸ τὸ ἔκτρωμα;.. μὴ χειρότερα!
Μαλσταμίδης. — Δὲν ἔχει καμμίαν ἀνεψιὰν ὡραιοτέραν ὁ κ. Ἰσίδωρος;
Ἡ κ. Ξυλαράκη ὑψοῦσα τὴν χεῖρα. — Κύτταξε ἐδῶ· τώρα θὰ σοῦ δώσω μίαν μπάτσα…
Μαλσταμίδης περιβάλλων καὶ ἀσπαζόμενος αὐτήν. — Κ’ ἐγὼ ἕνα φιλάκι…
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἔντρομος καὶ ἀπομακρυνομένη αὐτοῦ βιαίως. — Ὁ Ἰσίδωρος!
Μαλσταμίδης μένων ἀκίνητος. — Αἴ!
Ὁ κυριος Ισιδωρος προκύπτων ἐξ ἀτραποῦ διὰ μέσου πυκνῶν δένδρων, ἰδίᾳ. — Πάλιν μὲ αὐτὸν τὸν γάϊδαρον εἶνε…
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Πῶς ἐπρόφθασα!…
Μαλσταμίδης ἰδίᾳ. — Εἶδε;. δὲν εἶδε;…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος πλησιάζων. Ἐδῷ εἶσθε;… τί κάμνεις, Ἀλέξανδρε;
Μαλσταμίδης ἐγειρόμενος. Καλά· καὶ σὺ πῶς εἶσαι;
Ὁ κ. Ἰσίδ. — Ἔτσι κ’ ἔτσι.... Κάθησε, διατί ἐσηκώθης;
Μαλσταμίδης. — Δὲν εἶπον τίποτε διὰ νὰ μοῦ κρατήσουν φαγὶ καὶ φοβοῦμαι μήπως μείνω νηστικός.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Θὰ φᾶμε μαζῆ, κύριε Μαλσταμίδη. Ἴσα ἴσα παρήγγειλα διὰ τέσσαρας καὶ πρὸ ὀλίγου ἔμαθον ὅτι ὁ ἀδελφός μου δὲν θὰ ἔλθῃ.
Μαλσταμίδης. — Σᾶς εὐχαριστῶ, κυρία μου· ἀλλὰ φοβοῦμαι μήπως σᾶς δώσω βάρος.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μπᾶ, καθόλου μάλιστα. Καθήσατε.
Μαλστ. — Θὰ σᾶς ζητήσω τὴν ἄδειαν νὰ πάγω μίαν στιγμὴν ἐπάνω, διότι πρέπει νὰ διορθώσω ὀλίγον τὴν τουαλέτταν μου.Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ὅπως ἀγαπᾶτε.
Μαλσταμίδης χαιρετίζων καὶ ἀπερχόμενος· ἰδίᾳ. — Αἴ φ!… παρ’ ὀλίγον νὰ μᾶς πιάσῃ.
Ἡ κ. Ξυλαράκη μετὰ μικρὰν σιγὴν βλέπουσα τὸν Ξυλαράκην, ὅστις εἶνε βεβιθυσμένος εἰς σκέψεις. — Τί σκέπτεσαι;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἐξερχόμενος τῆς ῥέμβης αὐτοῦ. — Τίποτε.
Ἡ κ. Ξυλαράκη μετὰ μικρὰν σιγήν. — Ὡραῖα δὲν εἶνε ἐδῶ;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος πνίγων στεναγμόν. — Ναί, πολὺ ὡραῖα.
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Εἶδεν ἆρά γε τίποτε;… δὲν πιστεύω, διότι μόλις ἤκουσα τὸ βῆμά του ἀμέσως ἐτραβήχθην… Δὲν εἶχε καιρὸν νὰ παρατηρήσῃ… Ἔπειτα πῶς νὰ ἰδῇ… ὁ ἥλιος ἔδυσε καὶ εἶνε τόσον σκοτεινὰ ἐδῷ… Ἀλλ’ ἅμα μὲ ἰδῇ μὲ τὸν Ἀλέξανδρον, ἔτσι γίνεται… ἐπῆρε αὐτὴν τὴν κακὴν συνήθειαν… Ἆ, τὸ σχέδιόν μου θὰ τὰ διορθώσῃ ὅλα!
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἰδίᾳ. — Πρέπει νὰ ἐξακριβώσω τί συμβαίνει ἐπὶ τέλους, διότι αὐτὰ δὲν μ’ ἀρέσουν ἐμένα. Εἶνε τώρα ὀλίγος καιρὸς ποῦ δὲν θέλει νὰ ξεκολλήσῃ ἀπὸ κοντά της… Αὐτὸς βεβαίως τὴν ἀγαπᾷ… τὸν ἀγαπᾷ ὅμως καὶ ἡ Χαρίκλεια; Ἐδῶ εἶνε τὸ ζήτημα!… καὶ ἂν τὸν ἀγαπᾷ;… Ἂν τὸν ἀγαπᾷ!… ἂ, θὰ τὴν πάρῃ καὶ θὰ τὴν σηκώσῃ!…
Ἡ κ. Ξυλαράκη μειδιῶσα. — Αἴ, ἀκόμη σκέπτεσαι; Τὰ μισὰ τῆς χιλιάδας πεντακόσια εἶνε… δὲν εἶνε παραπάνω.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ἔχω ἕνα κεφαλόπονον…
Ἡ κ. Ξυλαράκη — Θὰ ἐκάθησες σὲ κανένα ῥεῦμα πάλιν.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος — Δὲν ἠξεύρω ἀλλὰ πάγει νὰ σπάσῃ τὸ κεφάλι μου…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Δυσάρεστον αὐτό.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος μετά τινα σιγήν. — Τί ἰδέα σοῦ ἦλθε νὰ προσκαλέσῃς τὸν Μαλσταμίδη νὰ φάγῃ;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Νὰ δὰ ἡ ὥρα!… Ὁ ἄνθρωπος εἶνε πάντοτε μαζῆ μας τόσον εὐγενής… καὶ ἡμεῖς δὲν τοῦ εἴπαμε ποτὲ νά ἔλθῃ νὰ φάγῃ μία σοῦπα ’ς τὸ σπῆτι…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ἕνας λόγος περισσότερον…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Τὸν εὑρίσκομεν ἐδῶ εἰς τὴν ἐξοχήν, τί ἁπλούστερον παρὰ νὰ τὸν κρατήσωμεν;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος — Ἂν δὲν τοῦ ἔλεγες τίποτε θὰ ἠμπορούσαμεν νὰ φύγωμεν τώρα.Ἡ κ. Ξυλαράκη ἔκπληκτος. — Νὰ φύγωμεν;
Ὁ κ. Ἰσίδωρoς μετὰ μικρὰν σιγήν. — Μὲ πονεῖ πολὺ τὸ κεφάλι μου καὶ νὰ εὕρωμεν τρόπον νὰ μὴ μείνωμεν.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ὦ, καϋμένε καὶ σύ… κάμε ὀλίγην ὑπομονήν… θὰ σοῦ περάσῃ.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ἀδύνατον· αἰσθάνομαι τὸν ἑαυτόν μου εἰς κακὴν κατάστασιν.
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Οὔτε τὸ κεφάλι του τὸν πονεῖ, οὔτε τίποτε… Ἔτσι μοῦ τὰ λέγει διὰ νὰ μὴ φάγῃ μαζῆ μας ὁ Ἀλέξανδρος… Τί ἤθελα νὰ τὸν προσκαλέσω… αὐτὸ τὸν ἐπείραξε περισσότερον, διότι ἕως πρὸ ὀλίγου ποῦ δὲν τὸν εἶχεν ἰδεῖ ἐπετοῦσεν ἀπὸ τὴν χαράν του, καὶ ἔλεγεν ὅτι σπανίως διεσκέδασεν ὅπως σήμερον. Κἄτι πρέπει νὰ ἔχῃ ἐννοήσῃ, ἀλλὰ κρύπτεται… δὲν θέλει νὰ μοῦ δείξῃ τίποτε. Ἐμένα δὲν μὲ ὑποπτεύεται βέβαια, αὐτὸν ὅμως… ἀλλέως δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐξηγήσω αὐτὴν τὴν μεταβολήν. Τὸ σχέδιόν μου θὰ καταστρέψῃ πᾶσαν ὑποψίαν του… εἶναι τόσον μωρόπιστος, ὥστε θὰ πιστεύσῃ ἀμέσως. Τί καλὰ ποῦ τὸ ἐσκέφθην, καὶ μὲ τὴν ὥραν του, διότι αὔριον ἴσως θὰ ἦτο πολὺ ἀργά. Πολὺ σκεπτικὸς εἶναι… κἄτι πρέπει νὰ ἐνόησεν!..
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἰδίᾳ. — Διατί ἐπιμένει νὰ μείνωμεν; Ἀφοῦ τῆς λέγω ὅτι ἔχω κεφαλόπονον, ἔπρεπεν αὐτὴ νὰ μοῦ εἰπῇ νὰ φύγωμεν, ὅπως κάμνω ἐγώ, ὅταν μοῦ τὸ λέγῃ αὐτή… καὶ μοῦ τὸ λέγει τόσον συχνά. Νὰ ὑπάρχῃ καμμία συνεννόησις μεταξύ των;.. ἀδύνατον!.. Ἁπλῆν φιλαρέσκειαν μόνον δεικνύει… καὶ αὐτὸ κακόν, ἀλλὰ τέλος πάντων τί νὰ γείνῃ; μήπως δὲν εἶναι γυναῖκα καὶ αὐτή;.. Ἀλλ’ αὐτός… αὐτὸς εἶναι κακοήθης καὶ ἂν ἠμποροῦσα νὰ τοῦ στρίψω τὸ λαρύγγι θὰ τοῦ τὸ ἔστριβα… Τί νὰ ἔλεγαν ἐδῶ ποῦ ἐκάθηντο;.. Δὲν πρέπει νὰ τοῦ τὸ εἶχεν εἰπῇ ἀπὸ πρωτήτερα, διότι ἐγὼ τὸν παρετήρησα… ἐφάνη πολὺ εὐχαριστημένος ὅτι θὰ φάγῃ μαζῆ μας. Ὄχι, ὄχι· δὲν ὑπάρχει καμμία συνεννόησις, ὅλα αὐτὰ τὰ πλάττω μὲ τὸν νοῦν μου… ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ φάγωμεν ἐδῶ ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ… καὶ ἂν ἐξακολουθῇ νὰ ἐπιμένῃ θὰ εἰπῇ ὅτι ὑπάρχει συνεννόησις.
Ἡ κ. Ξυλαράκη μετὰ διαφέροντος. — Πῶς εἶσαι;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος στένων. — Χειρότερα.Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Νὰ φύγωμεν τότε.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἰδίᾳ μετ’ εὐχαριστήσεως. — Ὅταν λέγω ἐγὼ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ συνεννόησις!
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Λέγομεν καὶ τοῦ Μαλσταμίδου νὰ ἔλθῃ νὰ φάγῃ μαζῆ μας.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἔκπληκτος. — Αἴ;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Εἰς τὸ σπίτι· κάτω.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἰδίᾳ, μετὰ δυσαρεσκείας. — Ἡ συνεννόησις ὑπάρχει!
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἀφελῶς. — Καὶ ἔτσι χωρὶς νὰ δείξωμεν τίποτε, βλέπονται καὶ ποιὸς ἠξεύρει…
Ὁ κ. Ἰσίδωρ. διαπορῶν. — Βλέπονται;.. Βλέπονται;.. ποῖοι;..
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἡ Καλλιόπη.
Ὁ κ. Ἰσίδωρ. — Ἡ Καλλιόπη;.. τί σχέσιν ἔχει ἡ Καλλιόπη…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μά… καθὼς ἐνόησα πρέπει νὰ τοῦ πονῇ τὸ δοντάκι τοῦ Μαλσταμίδου.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Διὰ τὴν Καλλιόπην;
Ἡ κ. Ξυλαρ. — Ἀπὸ κἄτι ἄκραις μέσαις ποῦ μοῦ ἔλεγεν…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος φαιδρυνόμενος. — Ὄχι δά!
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Τὸ ἔχαψε!
Ὁ κ. Ἰσίδ. καθήμενος παρ’ αὐτῇ. — Γιὰ πές μου τί σοῦ ἔλεγεν;
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἀναζητοῦσα τὰς λέξεις αὐτῆς. — Μά… ὅτι εἶνε πολὺ νόστιμη… ὅτι εἶνε ἡ μόνη νέα τῶν Ἀθηνῶν ποῦ τοῦ ἀρέσει… ὅτι τὴν εὑρίσκει εὐφυεστάτην…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος περιχαρής. — Ἔτσι αἴ;.. Καὶ ποῦ τὴν εἶδεν;.. αὐτὴ σήμερον ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σχολεῖον…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Αἴ, καλὰ εἶσαι!.. Καὶ δὲν τὴν ἐνθυμεῖται πρὸ τεσσάρων ἐτῶν, ὅταν ἤρχετο εἰς τὸ σπίτι;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Τὴν ἐνθυμεῖται ἀπὸ τότε;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Βέβαια… ἔπειτα κἄπου μοῦ ἔλεγεν ὅτι τὴν εἶδεν… εἰς τὰς ἐξετάσεις της νομίζω… καὶ εἰς ἐκείνην τὴν ἐκδρομὴν ποῦ ἐπῆγεν ὅλο τὸ σχολεῖον πέρυσιν…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Εἰς τὴν Καισαριανήν;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ναί, ναί, ἔτσι μοῦ φαίνεται… καὶ τὴν ἐθαύμασε μάλιστα διὰ τὸν χορόν της.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἔνδακρυς σχεδόν. — Τὴν καϋμένην τὴν Καλλιόπην…Ἡ κ. Ξυλαρ. — Δὲν ἠξεύρεις τί μοῦ ἔλεγε τόσην ὥραν...
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Νὰ εἶχε τύχην νὰ τὴν ἔπαιρνε, διότι εἶναι πολὺ καλὸς νέος ὁ Μαλσταμίδης.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Αὐτὸ εἶνε τὸ σχέδιόν μου.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Νὰ τὴν πάρῃ;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Βεβαίως.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἀναπηδῶν ἐκ χαρᾶς. — Μὰ αὐτὸ εἶνε λαμπρὸν σχέδιον.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ἀκοῦς ἐκεῖ!
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Πῶς θὰ τὸ κατορθώσῃς ὅμως;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. Μὴ σὲ μέλῃ.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος εἰς ἄκρον περιχαρής. — Ἄχ, δὲν ἠξεύρεις τί χαρὰν μοῦ δίδεις, Χαρίκλειά μου… Ὀρφανὸν τὸ καϋμένον, χωρὶς προῖκα, καθὼς εἶνε… ἂν καὶ θὰ τῆς δώσω ἐγὼ κἄτι τί… ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάμῃ καὶ αὐτό;.. Ὁ Μαλσταμίδης εἶνε τόσον πλούσιος!..
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Νὰ μὲ ἀφήσῃς ὅμως νὰ διευθύνω ἐγὼ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ἐννοεῖται… κάμε ὅ,τι θέλεις.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ὥστε νὰ τοῦ εἰπῶ νὰ ἔλθῃ μαζῆ μας τώρα ποῦ θὰ κατέβωμεν;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Διατί νὰ κατέβωμεν;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μά… διὰ τὸ κεφάλι σου…
Ὁ κ. Ἰσίδωρ. — Ἆ, μοῦ ἐπέρασε… δὲν ἔχω πλέον τίποτε.
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Δηλαδὴ δὲν εἶχε ποτὲ τίποτε.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Νὰ φάγωμεν ἐδῶ… καὶ αὔριον τοῦ λέγομεν κ’ ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι… τοῦ λέγεις μάλιστα νὰ ἔρχεται δύο τρεῖς φοραῖς τὴν ἑβδομάδα… καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν καὶ καθημέραν.
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἀνήσυχος. — Νὰ σοῦ εἰπῶ ὅμως ἕνα πρᾶγμα… δὲν πρέπει νὰ δείξωμεν πολλὴν βίαν… δὲν πρέπει νὰ ἐννοήσῃ ὅτι τὸν ἐξαναγκάζομεν εἰς αὐτό.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ὄχι βέβαια.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Διότι εἶνε ἀλήθεια, ὅτι κἄπως τοῦ ἀρέσει τώρα… ξεύρω ὅμως ἐγὼ ἂν θὰ τοῦ ἀρέσῃ πάντοτε;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος περιαλγής. — Ἆ!..
Ἡ κ. Ξυλαρ. — Ἐνδεχόμενον καὶ νὰ μὴ θελήσῃ νὰ τὴν πάρῃ.Ὁ κ. Ἰσιδωρος ἐν ἀπορίᾳ μεγίστῃ. — Ἂν τὴν ἀγαπᾷ!
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ἐνδεχόμενον λέγω…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος σκεπτικός. — Ἐννοῶ…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Καὶ ἂν δὲν τὴν πάρῃ ἔξαφνα μετὰ ἓν ἔτος, δὲν πρέπει νὰ δείξωμεν ἡμεῖς ὅτι ἐθυμώσαμεν μαζῆ του, διότι τότε ὁ κόσμος θὰ εἰπῇ, ὅτι αἱ περιποιήσεις μας ὅλαι εἶχον ἕνα συμφέρον…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος συναινεῖ καὶ διὰ νεύματος τῆς κεφαλῆς. — Ἔχεις δίκαιον.
Ἡ κ. Ξυλ. Καὶ δὲν συμφέρει νὰ τὸ εἰπῇ ὁ κόσμος αὐτό.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ὁ σκοπὸς ὅμως εἶνε νὰ κατορθώσῃς νὰ τὴν πάρῃ.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Αὐτὸ εἶνε δική μου δουλειά… ἐγὼ ἔχω τὸ σχέδιόν μου.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἐγειρόμενος. — Καὶ εἶνε λαμπρόν. Πᾶμε τώρα, διότι πλησιάζει καὶ ἡ ὥρα τοῦ γεύματος.
Ἡ κ. Ξυλαράκη λαμβάνουσα τὸν βραχίονά του. — Πᾶμε.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἰδίᾳ. — Τὴν καϋμένην τὴν Χαρίκλειάν μου!… καὶ μοῦ ἐπερνοῦσαν τέτοιαις ἰδέαις!… Αὐτὴ νὰ σκέπτεται διὰ τὴν Καλλιόπην κ’ ἐγὼ ὁ ἀνόητος νὰ ὑποθέτω… Τί ἀνόητος ποῦ εἶμαι καμμιὰ φορά!… Καὶ αὐτὸν τὸν καϋμένον τὸν Ἀλέξανδρον πῶς τὸν ἠδίκησα!…
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Εἶν’ ἡ ἀλήθεια ὅτι δὲν ἐφοβούμην νὰ εὕρω πολλὰς δυσκολίας, δὲν ἐπίστευα ὅτι θὰ τὸ χάψῃ καὶ μὲ τόσην εὐκολίαν! Δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ ἐννοήσῃ τίποτε… ἢ καὶ ἂν ἐνόησε τώρα δὲν φοβοῦμαι πλέον. Θὰ μείνῃ ἥσυχος δι’ ἓν ἔτος τοὐλάχιστον.
Ὁ κ. Ἀλέξανδρος Μαλσταμίδης ἀπομακρυνθεὶς τοῦ ζεύγους Ξυλαράκη ἀνῆλθεν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον, ἐζήτησε δωμάτιον, ηὐτρεπίσθη ἐν τάχει καὶ κατῆλθεν εἰς τὴν αἴθουσαν πρὸς ἀναζήτησιν τῆς ἀγνώστου ἀνθοδοτείρας· διότι ἂν καὶ ἦτο σφόδρα ἐρωτευμένος μετὰ τῆς κυρίας Χαρικλείας Ξυλαράκη δὲν ἠδύνατο ν’ ἀποσβέσῃ ἐκ τῆς μνήμης αὐτοῦ τὴν ὡραίαν ἐκείνην νέαν, ἣν ἐκ τυχαίας ὅλως συμπτώσεως ἔσωσεν ἐξ ἀναποδράστου λουτροῦ.
Μαλσταμίδης μετὰ τὴν ἐν τοῖς δωματίοις ἔρευναν. — Πρέπει νὰ ἔφυγεν!… ἀλλὰ ποία νὰ ἦτο;… Καὶ μὲ πόσην χάριν ἐμειδία!.... Μίαν στιγμὴν τὴν ἐκράτησα εἰς τὴν ἀγκάλην μου κ’ ἐνόμισα ὅτι ἤμην εἰς τὸν παράδεισον!… Τί μέση!… δακτυλιδένια… [Στένων]. Δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν ἀφήσω τόσον γρήγορα… ἀλλὰ ἐκοκκίνισε καὶ ἐτραβήχθη μόνη της… μοῦ ἐφάνη κ’ ἐμὲ ὅτι θὰ ἦτο ἄτοπον νὰ τὴν κρατήσω περισσότερον… ἐν τούτοις χωρὶς νὰ θέλω τὴν ἐκράτησα ὀλίγον… Εἷνε τόσον φυσικὸν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα… καὶ τόσον εὐχάριστον!… Δυστυχία μου, ἂν μ’ ἔβλεπεν ἡ Χαρίκλεια ἐκείνην τὴν στιγμήν… δὲν θὰ εἶχα ἡσυχίαν δι’ ἕνα μῆνα τοὐλάχιστον… Καὶ καλὰ ποῦ δὲν μὲ εἶδε, διότι θὰ ἐλυπεῖτο… καὶ δὲν θέλω νὰ τὴν λυπῶ τὴν καϋμένην!… Εἶναι τόσον καλὴ… καὶ μὲ ἀγαπᾷ!… ἐνῷ ἐγὼ κάθημαι καὶ σκέπτομαι αὐτὴν τὴν νέαν… Εἶμαι καὶ ἄδικος καὶ ἀνόητος.., ἀφοῦ τὴν ἀγαπῶ κ’ ἐγὼ τί βασανίζω τὸν νοῦν μου μὲ αὐτὴν τὴν ἄλλην… Ἂς πάγω νὰ εὕρω τὴν Χαρίκλειάν μου… [Βλέπων αἴφνης τὴν νεάνιδα] Μπᾶ! νά την…
Ἡ Νεᾶνις ὑπομειδιῶσα. — Πῶς δὲν εἶσθε εἰς τὸν κῆπον, κύριε Μαλσταμίδη;
Μαλσταμίδης μειδιῶν μετὰ πολλῆς εὐχαριστήσεως. — Κ’ ἐγὼ σᾶς ἐζήτουν τόσην ὥραν.
Ἡ Νεᾶνις ἔκπληκτος. — Ἐμέ;
Μαλσταμίδης. — Μάλιστα, κυρία μου…
Ἡ Νεᾶνις εἴρων. — Διὰ νὰ σᾶς εὐχαριστήσω καὶ πάλιν ὅτι μ’ ἐσώσατε ἀπὸ τὸ λουτρόν;
Μαλσταμίδης αἰσχυντηλῶς. — Ἄ, σᾶς παρακαλῶ....
Ἡ Νεᾶνις. — Διὰ τί ἄλλο νὰ μὲ ζητήσετε;
Μαλσταμίδης συγκεχυμένος. — Μά…
Ἡ Νεᾶνις μειδιῶσα. — Ἐὰν δὲν σᾶς ἤρκεσεν ἕνα εὐχαριστῶ νὰ σᾶς εἰπῶ καὶ ἄλλα…
Μαλσταμίδης. — Ὄχι δά…
Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ ἂν ἐπετάξατε τὸ τριαντάφυλλόν μου νὰ σᾶς δώσω ἄλλο.
Μαλσταμίδης φέρων τὸ βλέμμα εἰς τὴν κομβιοθήκην αὐτοῦ. — Νὰ τὸ πετάξω;… Μπᾶ, θὰ μοῦ ἔπεσε… [Προσποιούμενος ὅτι ἐρευνᾷ κύκλῳ αὐτοῦ]. Ποῦ μοῦ ἔπεσε;
Ἡ Νεᾶνις. — Μὴ τὸ ζητῆτε… δὲν ἀξίζει τὸν κόπον… ἀρκεῖ ὅτι δὲν τὸ ἐπετάξατε…
Μαλσταμίδης. — Σᾶς βεβαιῶ…
Ἡ Νεᾶνις δίδουσα αὐτῷ τὴν ἀνθοδέσμην αὐτῆς. — Τότε νὰ σὰς τὰ δώσω ὅλα… τοιουτοτρόπως ὅσα καὶ ἂν χάσετε πάντοτε θὰ σᾶς μείνῃ ἕνα.
Μαλσταμίδης ἐνθουσιωδῶς. — Ὅλα, ὅλα, κυρία μου, ἀλλὰ πῶς νὰ σᾶς εὐχαριστήσω…
Ἡ Νεᾶνις. — Εὐκολώτατα.
Μαλσταμίδης ὑποκλίνων. — Λέγετε, κυρία μου.
Ἡ Νεᾶνις. — Βοηθήσατέ με νὰ εὕρω τὸν θεῖόν μου τὸν ὁποῖον ζητῶ πρὸ τόσης ὥρας…
Μαλσταμίδης προσφέρων αὐτῇ τὸν βραχίονά του. — Εὐχαρίστως… Ποῖος εἶνε ὁ θεῖός σας;
Ἡ Νεᾶνις προχωροῦσα μετὰ τοῦ Μαλσταμίδου. — Ποῖος εἶνε ὁ θεῖός μου; [Γελῶσα] Χάχ, ἄχ, ἄχ ἄ! τί ἐρώτησις!
Μαλσταμίδης ἰδίᾳ. — Δοντάκια μιὰ φορά!
Ἡ Νεᾶνις. — Πῶς δὲν γνωρίζετε τὸν θεῖόν μου;
Μαλσταμίδης. — Ὄχι, σᾶς βεβαιῶ.
Ἡ Νεᾶνις ἰδίᾳ. — Δηλαδὴ δὲν ἀναγνωρίζεις ἐμέ.
Μαλσταμίδης ἰδία. — Καὶ τί χειλάκια!… κοραλλένια!…
Ἡ Νεᾶνις ἰδίᾳ. — Δὲν θὰ ἦτο κακὴ ἰδέα νὰ τὸν ἀφήσω δι’ ὀλίγην ὥραν εἰς αὐτὴν τὴν ἄγνοιαν…
Μαλσταμίδης ἰδίᾳ. — Τί μάτια!… φωτιαῖς βγάζουν;…
Ἡ Νεᾶνις. — Ὥστε δὲν τὸν γνωρίζετε;…
Μαλσταμίδης. — Ὄχι… καὶ περιμένω νὰ μοὶ εἰπῆτε ποία εἶσθε σεῖς, ἥτις μὲ γνωρίζετε τόσον καλὰ… διότι δὲν σᾶς εἶμαι ἄγνωστος.
Ἡ Νεᾶνις μειδιῶσα ἐπιχαρίτως. — Καθόλου μάλιστα.
Μαλσταμίδης ἰδίᾳ. — Πῶς τὸ εἶπεν αὐτό… Πρέπει νὰ τῆς ἔκαμα ἐντύπωσιν…
Ἡ Νεᾶνις ἰδίᾳ. — Περίεργον… νὰ μὴ μὲ ἀναγνωρίσῃ ἀκόμη…
Μαλσταμίδης. — Λοιπὸν ποία εἷσθε σεῖς καὶ ποῖος εἷνε ὁ θεῖός σας;
Ἡ Νεᾶνις. — Παρατηρῶ ὅτι εἰσήλθαμεν εἰς ὅλα σχεδὸν τὰ δωμάτια χωρὶς νὰ κυττάξωμεν ἂν εἶνε πουθενά. Τὸν εἴδατε καθόλου;
Μαλσταμ. — Τὶ ὠφελεῖ νὰ τὸν ἰδῶ, ἀφοῦ δὲν τὸν γνωρίζω.
Ἡ Νεᾶνις. — Δὲν εἷνε οὔτ’ ἐδῶ.
Μαλσταμίδης. — Διατί μοῦ τὸ εἶπεν αὐτό; Μήπως ἤθελε νὰ μοῦ δώσῃ νὰ ἐννοήσω ὅτι ἐπρόσεχεν εἰς ἐμέ;
Ἡ Νεᾶνις. — Ἴσως νὰ εἶνε εἰς τὸν κῆπον. Πηγαίνομεν ἐκεῖ;Μαλσταμίδης. — Πηγαίνομεν ὅπου θέλετε, κυρία μου… καὶ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἂν τὸ ἐπιθυμῆτε.
Ἡ Νεᾶνις γελῶσα. — Ὄχι δὰ τόσον μακρυά…
Μαλσταμίδης. — Ὁ δρόμος θὰ μοῦ φανῇ τόσον σύντομος μαζῆ σας…
Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ τί θὰ εἰπῇ μία κυρία τὴν ὁποίαν θαυμάζετε;
Μαλσταμίδης. — Ποία κυρία;
Ἡ Νεᾶνις. — Ἐλᾶτε τώρα, κάμνετε ὅτι δὲν ἐννοεῖτε…
Μαλσταμίδης θορυβούμενος. — Σᾶς βεβαιῶ.
Ἡ Νεᾶνις. — Προσέξατε τῇς σκάλαις νὰ μὴ μὲ ῥίξετε… καὶ τότε ὅλη σας ἡ δόξα ὅτι μ’ ἐσώσατε θὰ πάγῃ χαμένη.
Μαλσταμίδης κατερχόμενος τὴν κλίμακα μετὰ τῆς νεάνιδος. — Προσέχω, προσέχω… ἀλλὰ μὲ τί κακίαν μοῦ τὰ λέγετε ὅλα…
Ἡ Νεᾶνις γελῶσα. — Ποῦ εὑρίσκετε τὴν κακίαν ὅταν σᾶς λέγω ὅτι θαυμάζετε μίαν κυρίαν;… καὶ ἔχετε δίκαιον· εἷνε τόσον ὡραία…
Μαλσταμίδης. — Μοῦ φαίνεται ὅτι ἀπατᾶσθε.
Ἡ Νεᾶνις. — Ὅτι εἷνε ὡραία;
Μαλσταμίδης. — Ὄχι, ὅτι τὴν θαυμάζω.
Ἡ Νεᾶνις γελῶσα. — Ἄ, ἄ! θέλετε νὰ μᾶς τὸ κρατήσετε καὶ μυστικόν;
Μαλσταμίδης. — Ποιὸς σᾶς τὸ εἶπεν;
Ἡ Νεᾶνις. — Ἡ ἀνεψιά της, εἴμεθα μαζῆ εἰς τὸ σχολεῖον, καὶ πολὺ φίλαι.
Μαλσταμίδης — Ἡ Καλλιόπη;
Ἡ Νεᾶνις μειδιῶσα. — Βλέπετε πῶς συνεννοούμεθα;
Μαλσταμίδης ὀργίλως. — Ἆ, αὐτὴ ἡ ἀνόητη σᾶς τὰ εἶπε;.. καὶ τὰ ἐπιστεύσατε σεῖς;
Ἡ Νεᾶνις. — Ἀνόητη;
Μαλσταμίδης μειλιχίως. — Ἄ, κυρία μου, σᾶς βεβαιῶ ὅτι εἶνε συκοφαντίαι…
Ἡ Νεᾶνις. — Αὐτὸ σᾶς συμφέρει νὰ λέγετε σεῖς.
Μαλσταμίδης ὀργίλως. — Ἔπειτα πῶς δὲν ἐντράπη νὰ σᾶς εἰπῇ τέτοια πράγματα, καὶ νὰ κατηγορῇ τὴν θείαν της…
Ἡ Νεᾶνις ἐκθύμως. — Δὲν τὴν κατηγόρησεν… ἐκ τοὐναντίον μάλιστα· μοῦ ἔλεγε τόσους ἐπαίνους δι’ ἐσᾶς, ὅστις θυσιάζεσθε ὑπὲρ αὐτῆς.Μαλσταμίδης ὀργίλως. — Μὲ συγχωρεῖτε διὰ τὴν φίλην σας, ἀλλὰ θὰ μοὶ ἐπιτρέψητε νὰ τὴν ἀποκαλέσω παλῃοκόριτσον…
Ἡ Νεᾶνις ἔκπληκτος. — Παλῃοκόριτσον;
Μαλσταμίδης. — Μάλιστα, διότι αὐτὸ μόνον τὸ ὄνομα τῆς ἁρμόζει.
Ἡ Νεᾶνις. — Τὴν γνωρίζετε;
Μαλσταμίδης. — Ὄχι εὐτυχῶς.
Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ τότε πῶς ὁμιλεῖτε τοιουτοτρόπως περὶ αὐτῆς;
Μαλσταμίδης. — Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ὅπου μοῦ εἴπατε ἠμπορῶ νὰ ἔχω ἄλλην ἰδέαν περὶ αὐτῆς;
Ἡ Νεᾶνις. — Κυττάξετε πῶς εἷνε καμμιὰ φορὰ τὰ πράγματα. Αὐτὴ ἔχει τὴν καλλιτέραν ἰδέαν περὶ ὑμῶν.
Μαλσταμίδης. — Ποῦ με εἶδε, ποῦ μὲ ξεύρει;
Ἡ Νεᾶνις. — Πῶς; δὲν τὴν ἐβλέπατε εἰς τὸ σπίτι τοῦ κ. Ξυλαράκη;
Μαλσταμίδης. — Ἄλλοτε, τότε ἦτο μικρά· πρὸ τεσσάρων ὅμως ἐτῶν δὲν τὴν ἐπανεῖδον πλέον καὶ νὰ σᾶς εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν δὲν λυποῦμαι καθόλου.
Ἡ Νεᾶνις. — Ἐκείνη ὅμως σᾶς ἐνθυμεῖται.
Μαλσταμίδης. — Μοῦ εἷνε πολὺ ἀδιάφορον.
Ἡ Νεᾶνις. — Πόσαις φοραῖς ὅταν ἐβγαίναμεν περίπατον μὲ ὅλον τὸ σχολεῖον, σᾶς ἀπαντούσαμεν ἔφιππον… καὶ μοῦ ἔλεγε…
Μαλσταμίδης. — Κυρία μου, σᾶς ὁρκίζομαι ὅτι δὲν ἔχω καμμίαν περιέργειαν νὰ μάθω τί σᾶς ἔλεγεν αὐτή. Ἐὰν θέλετε νὰ μ’ εὐχαριστήσετε θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μοῦ εἰπῆτε ποία εἷσθε σεῖς…
Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ κατὰ τί θὰ σᾶς ὠφελήσῃ;… μήπως φροντίζετε νὰ εὕρετε τὸν θεῖόν μου;
Μαλσταμίδης δυσανασχετῶν. — Μὰ ἀφοῦ δὲν μοῦ λέγετε ποῖος εἶνε…
Ἡ Νεᾶνις θρυπτομένη φιλαρέσκως. — Μ’ ἔχετε τόσην ὥραν εἰς τὸν κῆπον καὶ μὲ κουράζετε μὲ τὴν ὁμιλίαν σας…
Μαλσταμίδης ἔκπληκτος. — Κυρία μου…
Ἡ Νεᾶνις μειδιῶσα. — Μὲ τοὺς περιπάτους σας θέλω νὰ εἰπῶ…
Μαλσταμ. — Ἐλᾶτε νὰ καθήσωμεν ἂν εἷσθε κουρασμένη.
Ἡ Νεᾶνις. — Νὰ καθήσωμεν;
Μαλσταμίδης. — Μίαν στιγμήν… ἰδού, αὐτὸ τὸ θρανίον…Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ πότε θὰ εὕρωμεν τὸν θεῖόν μου;
Μαλσταμίδης. — Θὰ τὸν εὕρωμεν, μὴ σᾶς μέλῃ.
Ἡ Νεᾶνις καθημένη. — Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς ἀρνηθῶ τίποτε, ἀφοῦ… μ’ ἐσώσατε…
Μαλσταμίδης. — Θὰ μοῦ τὸ λέγετε κάθε στιγμὴν αὐτό;
Ἡ Νεᾶνις. — Διὰ νὰ μὴ τὸ λησμονήσετε… τὸ μνημονικόν σας εἶνε τόσον ἀσθενές…
Μαλσταμίδης. — Εἰπέτε μου καλλίτερα ποία εἷσθε;
Ἡ Νεᾶνις. — Εἶμαι ἡ φίλη τῆς Καλλιόπης, τοῦτο σᾶς ἀρκεῖ πρὸς τὸ παρόν.
Μαλσταμίδης δυσφόρως. — Πάλιν μὲ τὴν Καλλιόπην;
Ἡ Νεᾶνις μειδιῶσα. — Καὶ πάντοτε μ’ αὐτήν.
Μαλσταμίδης. — Ἐπιμένετε λοιπὸν νὰ μὲ πειράζετε;
Ἡ Νεᾶνις. — Ὄχι, ἐπιθυμῶ νὰ ζωογονήσω ὀλίγον τὴν μνήμην σας.
Μαλσταμίδης. — Δὲν ἠμποροῦσα ποτὲ νὰ τὴν ὑποφέρω, θὰ μὲ κάμετε νὰ τὴν μισήσω.
Ἡ Νεᾶνις. — Τὴν καϋμένην!… Τί σᾶς ἔκαμε;
Μαλσταμίδης ὀργίλως. — Εἶνε ἀνόητος… ἐκάθησε καὶ σᾶς εἶπεν ἕνα σωρὸν ἀνοησίας.
Ἡ Νεᾶνις. — Μὰ σταθῆτε μίαν στιγμήν… διατί τὴν κατηγορεῖτε ἀδίκως; Μήπως εἶνε ψεῦμα ὅτι θαυμάζετε τὴν κυρίαν Ξυλαράκη;
Μαλσταμίδης συγκεχυμένος. — Μά…
Ἡ Νεᾶνις. — Μήπως αὐτὴ δὲν εἷνε ἀλήθεια ὅτι σᾶς ἀγαπᾷ;
Μαλσταμίδης ἐμβρόντητος. — Ἄ!
Ἡ Νεᾶνις. — Αὐτὰ τὰ πράγματα μέσα εἰς τὸ σχολεῖον ἦσαν γνωστὰ εἰς ὅλας.
Μαλσταμίδης. — Γνωστά!…
Ἡ Νεᾶνις. — Βεβαίως.
Μαλσταμίδης ἐν ὀργῇ ἀκατασχέτῳ. — Καὶ σᾶς τὰ διηγήθη αὐτὸ τὸ παλῃοκόριτσον;
Ἡ Νεᾶνις συνοφρυουμένη. — Ἆ, νὰ σᾶς εἰπῶ… μὴ μοῦ λέγετε τὴν φίλην μου παλῃοκόριτσον, διότι δὲν θὰ σᾶς ξαναμιλήσω πλέον.
Μαλσταμίδης ἀνυπομόνως. — Μὰ εἷνε δυνατὸν νὰ κάθεται νὰ σᾶς διηγῆται παραμύθια;Ἡ Νεᾶνις ἀπαθῶς. — Εἷνε δυστυχῶς σκοτεινὰ καὶ δὲν βλέπω· εἶμαι ὅμως βεβαία ὅτι εἷσθε κατακόκκινος.
Μαλσταμίδης. — Ἀπὸ θυμόν…
Ἡ Νεᾶνις. — Ὄχι… ἴσως ἀπὸ ἐντροπήν.
Μαλσταμίδης κατάπληκτος. — Ἄ!…
Ἡ Νεᾶνις. — Ἀφοῦ μοῦ ὁμιλεῖτε τόσον εἰλικρινῶς περὶ τῆς φίλης μου θὰ σᾶς ὁμιλήσω κ’ ἐγὼ μὲ τὴν αὐτὴν εἰλικρίνειαν.
Μαλσταμίδης. — Κυρία μου…
Ἡ Νεᾶνις. — Διατί δὲν ἔχετε τὸ θάρρος νὰ ὁμολογήσητε τὴν ἀλήθειαν;
Μαλστ. μετά τινα δισταγμόν. — Αἴ μάλιστα… ἔχετε δίκαιον καὶ σεῖς, κ’ ἐκείνη… ἀλλ’ ἀπὸ σήμερον εἶμαι ἄλλος ἄνθρωπος.
Ἡ Νεᾶνις. — Διατὶ ἀπὸ σήμερον;
Μαλσταμ. ἑτοίμως. — Διότι σᾶς εἶδα καὶ σᾶς ἠγάπησα!…
Ἡ Νεᾶνις γελῶσα. — Ἔ, Θεέ μου!… πῶς πέρνετε φωτιά! [Ἀπομακρυνομένη αὐτοῦ]. Προσέξατε μὴ μὲ κάψετε.
Μαλσταμίδης πλησιάζων αὐτήν. — Δὲν μὲ πιστεύετε;
Ἡ Νεᾶνις. — Καλά… σεῖς δὲν μὲ γνωρίζετε… δὲν ἠξεύρετε ποία εἶμαι…
Μαλσταμίδης. — Τί σημαίνει αὐτό…
Ἡ Ν. σκοπίμως. — Μήπως νομίζετε ὅτι εἶμαι ὑπανδρευμένη;
Μαλσταμίδης. — Ποῦ μένετε, κυρία μου, διὰ νὰ πάγω νὰ ὁμιλήσω μὲ τοὺς γονεῖς σας;
Ἡ Νεᾶνις. — Ἄ, βλέπω ὅτι τὰ πράγματα εἶνε σοβαρά.
Μαλσταμίδης. — Λέγετε, κυρία μου…
Ἡ Νεᾶνις. — Τί νὰ τοὺς κάμετε τοὺς γονεῖς μου;
Μαλσταμίδης. — Νὰ σᾶς ζητήσω ἀπὸ αὐτούς.
Ἡ Νεᾶνις. — Οἱ γονεῖς μου ὅμως πρὶν ἀποφασίσουν τίποτε, θὰ μ’ ἐρωτήσουν πρῶτα.
Μαλσταμίδης ἀδημονῶν. — Καὶ σεῖς;
Ἡ Νεᾶνις. — Ἐγὼ θὰ ἀρνηθῶ.
Μαλσταμίδης ἐμβρόντητος. — Ἆ!
Ἡ Νεᾶνις μειδιῶσα. — Ἴσως δὲν θὰ κάμω καλά, διότι… μ’ ἐσώσατε.
Μαλσταμίδης ἑνῶν τὰς χεῖρας παρακλητικῶς. — Ἄ, κυρία μου, ἀφήσατε αὐτὴν τὴν εἰρωνείαν.... Σᾶς βεβαιῶ ὅτι εἶσθε τόσον ὡραία καὶ χωρὶς αὐτήν.Ἡ Νεᾶνις. — Ἀλλ’ ἡ κυρία Ξυλαράκη τί θά γείνῃ;
Μαλσταμίδης ἐκθύμως. — ’Σ τὸν διάβολον καὶ ἡ κυρία Ξυλαράκη καὶ ὁ κύριος Ξυλαράκης μαζῆ.
Ἡ Νεᾶνις. — Ἄ, ὄχι αὐτός.... εἶνε θεῖος τῆς Καλλιόπης.
Μαλσταμίδης γελῶν. — Αἴ, πρὸς χάριν τῆς Καλλιόπης ἂς μείνῃ αὐτός.
Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ νὰ πάγῃ μόνον ἡ κυρία;
Μαλσταμίδης. — Ναί.
Ἡ Νεᾶνις. — Πολὺ καλά· θὰ ἐρωτήσω τὴν γνώμην τῆς Καλλιόπης.
Μαλσταμίδης ἔντρομος. — Διατί;
Ἡ Νεᾶνις. — Διὰ νὰ μοῦ εἰπῇ ἂν πρέπῃ νὰ δεχθῇ τὰς προτάσεις σας.
Μαλσταμίδης. — Ἀλλ’ αὐτὴ θὰ σᾶς ἀποστρέψῃ.
Ἡ Νεᾶνις. — Ποῦ τὸ ἠξεύρετε;
Μαλσταμίδης. — Ἔπειτα ἀπὸ ὅσα σᾶς εἶπεν…
Ἡ Νεᾶνις. — Μπᾶ, δὲν πιστεύω, διότι σᾶς συμπαθεῖ μάλιστα πολύ.
Μαλσταμίδης. — Τὴν εὐχαριστῶ, ἀλλ’ ἠμπορῶ νὰ περάσω καὶ χωρὶς τὴν συμπάθειάν της.
Ἡ Νεᾶνις. — Μὰ τί ἔχετε ἐναντίον της;
Μαλσταμ. — Πρῶτον εἶνε ἄσχημος… ἔπειτα εἶνε κουτή.
Ἡ Νεᾶνις. Ἀλλ’ ἀφοῦ δὲν τὴν εἴδατε πρὸ τεσσάρων ἐτῶν.
Μαλσταμίδης. — Μοῦ τὸ εἶπεν ἡ θεία της.
Ἡ Νεᾶνις. — Ἡ κυρία Ξυλαράκη;
Μαλσταμίδης — Ναί.
Ἡ Νεᾶνις. — Ἆ. σᾶς τὸ εἶπεν ἡ θεία της!… [Ἐγειρομένη ἐν ταραχῇ]. Ἔχει πολὺ ἄδικον ἡ θεία της… [τρεπομένη εἰς φυγὴν ταχέως καὶ γελῶσα νευρικῶς]. Πολὺ ἄδικον!
Μαλσταμίδης ἐγειρόμενος. — Σταθῆτε, ποῦ πάτε;… [προσπαθῶν νὰ διακρίνῃ ἐν τῷ σκότει]. Κυρία μου… [Ἱστάμενος ἐνεός]. Τίποτε… ἐχάθη!… Καὶ νὰ μὴ μάθω ποία εἶνε!… [Βαίνων πρὸς τὸ ξενοδοχεῖον]. Δὲν εἷνε ζήτημα· μ’ ἐξετρέλλανε… καὶ αὔριον θὰ πάγω νὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ τοὺς γονεῖς της… Ναί, μὰ ποῖοι εἶνε οἱ γονεῖς της;… Ἆ, θὰ τοὺς μάθω ἀπὸ τὴν Καλλιόπην… Καὶ ἰδοὺ ὅτι πρέπει νὰ περιποιηθῶ τὴν κυρίαν Καλλιόπην, ὄχι διὰ νὰ ἐκτελέσῃ τὸ σχέδιον τῆς Χαρικλείας, ἀλλὰ διὰ νὰ συντελέσῃ εἰς τὸ ναυάγιον αὐτοῦ. [Γελῶν]. Χάχ, ἄχ, ἄχ, ἆ! Τί ἔχει νὰ μοῦ σύρῃ ἡ Χαρίκλεια! θὰ γείνῃ μανιακὴ ὅταν μάθῃ ὅτι θὰ ὑπανδρευθῶ… Ἀδιάφορον, δὲν ἔχω καμμίαν ὑποχρέωσιν. Τῆς φθάνει τόση ἀγάπη, καὶ πολὺ μάλιστα διήρκεσεν… Δύο μῆνας πρὸ τεσσάρων ἐτῶν καὶ ὀκτὼ ἐφέτος… τί παραπάνω θέλει ἀπ’ ἐμέ; Ἐπὶ τέλους δὲν εἶμαι ἄνδρας της ἐγώ…
Ἡ κ. Ξυλαράκη πρὸ τῆς θύρας τῆς αἰθούσης ἱσταμένη. — Ποῦ ἦσο τόσην ὥραν;
Μαλσταμίδης θορυβούμενος — Μά....
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Καὶ σὲ περιμένομεν διὰ νὰ καθήσωμεν ’ς τὸ τραπέζι....
Μαλσταμίδης συνερχόμενος — Ἆ ἐμένα περιμένετε;
Ἡ κ. Ξυλαρ. λαμβάνουσα τὸν βραχίονά του. — Πάμε μέσα.
Μαλσταμίδης ἰδίᾳ. — Οὔφ!…
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἐν ἀγαλλιάσει. — Τὸ σχέδιόν μου ἐπιτυγχάνει περίφημα.
Μαλσταμίδης. — Ἔχω μίαν ἰδέαν....
Ἡ κ. Ξυλ. — Φαντάσου ὅτι ὅσα τοῦ εἶπα τὰ ἐπίστευσεν ὅλα.
Μαλσταμίδης. — Στάσου νὰ ἰδῇς.
Ἡ κ. Ξυλ. — Τώρα κύτταξε ἐσὺ νὰ κάμῃς καλὰ τὸ μέρος σου.
Μαλσταμίδης. — Μίαν στιγμὴν....
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μὰ νὰ σὲ ἰδῶ, νὰ τὴν περιποιηθῇς ὅσον ἠμπορεῖς περισσότερον.
Μαλσταμ. — Τὸ σχέδιόν σου δὲν εἷνε καλόν, Χαρίκλεια.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Εἶνε λαμπρόν.
Μαλσταμίδης. — Ἄκουσέ με....
Ἡ κ. Ξυλαράκη πρὸ τῆς τραπέζης ἐν τῷ ἑστιατορίῳ. — Κάθησ’ ἐδῷ, κοντά μου. [καθημένη]. Ἐκεῖ ἀντικρύ μου θὰ καθήσῃ ὁ Ἰσίδωρος, κ’ ἐδῷ ἡ Καλλιόπη.
Μαλσταμίδης καθήμενος. — Πρέπει ν’ ἀλλάξωμεν σχέδιον, κ’ ἐγὼ λέγω μάλιστα νὰ φύγω ἀπὸ τὰς Ἀθήνας διὰ τρεῖς τέσσαρας ἑβδομάδας....
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἀνήσυχος. — Νὰ φύγῃς;
Μαλσταμίδης. — Μὰ ὑπόθεσε ὅτι ἀποτυγχάνει.... ὑπόθεσε ὅτι ὁ ἄνδρας σου μανθάνει ἐπὶ τέλους τίποτε....
Ἡ κ. Ξυλαράκη ὀργιζομένη ἐλαφρῶς. — Νὰ κάμῃς ἐκεῖνο ποῦ σοῦ λέγω ἐγώ· ἐνόησες;Μαλσταμίδης δυσανασχετῶν. — Στάσου νὰ σοῦ εἰπῶ....
Ἡ κ. Ξυλαράκη βλέπουσα τὸν κ. Ξυλαράκην. — Σιωπὴ.... ὁ Ἰσίδωρος....
Μαλσταμίδης ἰδίᾳ πνίγων στεναγμόν. — Κακὰ ἔμπλεξα… καὶ νὰ ἰδοῦμεν πῶς θὰ ξεμπλέξω.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ἆ, ἐκαθήσατε;
Ἡ κ. Ξυλαράκη — Ποῦ εἷνε ἡ Καλλιόπη;
Ὁ κ. Ἰσ. — Τώρα ἔρχεται. [Καθήμενος] τῆς εἶπες τίποτε;
Ἡ κ. Ξυλαράκη — Τί νὰ τῆς εἰπῶ;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Διότι τὴν ηὗρα κλαμμένην. [Τῷ ὑπηρέτῃ] Φέρε μας λοιπὸν νὰ φᾶμε.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Διατί ἔκλαιεν;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ξεύρω κ’ ἐγώ;
Μαλσταμίδης ἰδίᾳ. — Τώρα πρέπει ν’ ἀρχίσω νὰ περιποιοῦμαι καὶ τὴν κυρίαν Καλλιόπην.... Ἂμ δὲν θὰ τὴν περιποιηθῶ; τύχην νἄχῃ!.... Διατὶ νὰ τὴν περιποιηθῶ; διὰ νὰ ρίξωμεν στάκτη ’ς τὰ μάτια τοῦ κυρίου ἀπ’ ἐδῶ; Μοὶ εἶνε ἀδιάφορον!.... [Βλέπων κύκλῳ τοὺς καθημένους εἰς τὰς ἄλλας τραπέζας] Πουθενὰ δὲν εἶναι.... θὰ ἔφυγε.... Τί ὡραία ποῦ ἦτο....
Ὁ κ. Ἰσίδωρος — Ἡ σοῦπά σου θὰ κρυώσῃ, Ἀλέξανδρε.
Μαλσταμίδης συνερχόμενος ἐκ τῆς ρέμβης αὐτοῦ. — Ἆ, μοῦ τὴν ἔφεραν; [Τρώγων] Καὶ ἔχει μία γλύκα....
Ὁ κ. Ἰσίδ. — Ναὶ, δὲν σοὶ φαίνεται; πολὺ γλυκειὰ εἶνε…
Μαλσταμίδης παρακολουθῶν ἐν ἀφαιρέσει τὴν ἰδέαν αὐτοῦ. — Καὶ τὰ μάτια της ἐκεῖνα....
Ὁ κ. Ἰσίδ. ἔκπληκτος. — Ποιὰ μάτια;… δὲν λὲς γιὰ τὴ σοῦπα;
Μαλσταμίδης συνερχόμενος. — Ναὶ, ναὶ, γιὰ τὴ σοῦπα, γιὰ τὰ μάτια ποῦ σχηματίζονται.... ἀπὸ τὸ πάχος....
Ἡ κ. Ξυλαράκη — Ἐγὼ τὴν ηὗρα πάλιν πολὺ ξυνὴν....
Ὁ κ. Ἰσίδωρος μειδιῶν. — Διαφορὰ γεύσεως, Χαρίκλειά μου· διαφορὰ γεύσεως. Ὀλίγον κρασί, Ἀλέξανδρε;
Μαλ. τείνων τὸ κύπελλον ὅπερ ὁ Ξυλαράκης πληροῖ. — Εὐχαρίστως.
Ὁ κ. Ἰσίδωρ. — Ἀπόψε θὰ τὸ ῥίξωμεν ἔξω· σὲ προειδοποιῶ.
Μαλ. αἴρων τὸ κύπελλον. — Κύριε Ξυλαράκη, εἰς τὴν ὑγείαν σας.
Ὁ κ. Ἰσ. βλέπων τὴν Καλλιόπην. — Ἔλα λοιπόν, Καλλιόπη..
Καλλιόπη καθημένη. — Μὲ συγχωρεῖτε, θεῖέ μου....Μαλστ. ἀναπηδῶν καταπόρφυρος ἐνῷ τὸ κύπελλον πίπτει τῶν χειρῶν αὐτοῦ καὶ θραύεται χυνομένου καὶ τοῦ ὑπολοίπου οἴνου. — Αἴ!…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἔντρομος. — Τί ἔχεις;
Ἡ κ. Ξυλαράκη προσπαθοῦσα νὰ κρύψῃ τὴν ἀνησυχίαν αὐτῆς. — Τί ἐπάθατε;
Μαλσταμίδ. μόλις δυνάμενος νὰ συνέλθῃ ἐκ τῆς ταραχῆς αὐτοῦ. — Δὲν ἠξεύρω.... κἄτι εἶχε μέσα τὸ κρασὶ.... πρέπει νὰ κατάπια τὸν φελλὸν....
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἐν μεγίστῃ ταραχῇ. — Τί λές, ἀδελφέ…
Ἡ κ. Ξυλαράκη ὀργίλη. — Δὲν προσέχεις καὶ σύ, καϋμένε, ἐπῆγες νὰ πνίξῃς τὸν ἄνθρωπον.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος εὑρίσκει τὸν φελλὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης. — Δὲν εἶνε δυνατὸν.... νάτος ὁ φελλὸς....
Μαλσταμίδης προσπαθῶν νὰ μειδιάσῃ. — Κἄτι ἄλλο θὰ ἦτο.... Τί κάμνετε κυρία Καλλιόπη;
Καλλιόπη ἥτις ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἐκάθησε καὶ ἤρχισε νὰ τρώγῃ παρατηρεῖ τὸν Μαλσταμίδην ἀτενῶς. — Πολὺ καλὰ, σᾶς εὐχαριστῶ.
Ἡ κ. Ξυλ. βλέπουσα ὅτι ὁ Μαλσταμίδης φέρει συνεχῶς τὴν χεῖρα εἰς τὸν λαιμὸν αὐτοῦ. — Πῶς εἶσθε;
Μαλσταμίδης μειδιῶν. — Ἄ, δὲν εἶνε τίποτε… ἐπέρασε…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Πῶς ἐτρόμαξα.
Καλλιόπη μειδιῶσα μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας. — Δὲν πίνετε ὀλίγον νερόν, κύριε Μαλσταμίδη; [Πληροῦσα τὸ ποτήριον αὐτοῦ]. Νὰ σᾶς βάλω;
Μαλσταμίδης ἐρυθριῶν καὶ δεχόμενος τὴν φιλοφρόνησιν χωρὶς νὰ ὑψώσῃ τοὺς ὀφθαλμούς. — Σᾶς εὐχαριστῶ, κυρία μου.
Καλλιόπη μειδιῶσα. — Ἐγὼ πταίω ἴσως.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Διατί ἐσύ;
Καλλιόπη. — Εἰς τὸ σχολεῖον ἔλεγαν πάντοτε ὅτι ἔχω κακὸ μάτι.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος γελῶν. — Χάχ, ἄχ, ἄχ ἆ! Κακὸ μάτι σὺ ποῦ ἔχεις τὰ ὡραιότερα μάτια τοῦ κόσμου.
Καλλιόπη σκοπίμως παρατηροῦσα τὸν Μαλσταμίδην. — Καὶ εἶμαι βεβαία ὅτι ἂν δὲν ἠρχόμην αὐτὴν τὴν στιγμὴν ὁ κ. Μαλσταμίδης θὰ ἔπινε μὲ ὅλην τὴν ἡσυχίαν του εἰς ὑγείαν τῆς θείας.
Μαλσταμίδης ἐν στενοχωρίᾳ. — Κυρία μου… δὲν ἠξεύρω ἀληθῶς… [ἰδίᾳ] Κρῦος ἱδρὼς μὲ περιβρέχει… ἄ, τί ἔπαθα!…Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Τὴν ἐνθυμεῖσαι μικράν, Ἀλέξανδρε; Ἐνθυμεῖσαι τί ἄσχημη ποῦ ἦτο; διότι νὰ εἰποῦμε τὴν ἀλήθειαν, Καλλιόπη μου, ἦσο πολὺ ἅσχημη!… καὶ μαύρη… σωστὸ ἀραπάκι… Καὶ βλέπεις τί ἔγεινε τώρα; αἴ Ἀλέξανδρε;
Καλλιόπη μετὰ συστολῆς. — Θεῖέ μου…
Μαλσταμίδης συγκεχυμένος. — Βεβαίως… εἷνε… πραγματικῶς… ἔχει…
Καλλιόπη εἰρωνικῶς. — Μὴ στενοχωρῆσθε, κύριε Μαλσταμίδη… ἠμπορεῖτε νὰ εἰπῆτε τὴν ἰδέαν σας… δὲν θὰ μὲ πειράξῃ καθόλου… γνωρίζω καλὰ ὅτι ὅπως ἤμην μικρὰ εἶμαι καὶ μεγάλη…
Μαλσταμίδης ἐν μεγίστῃ στενοχωρίᾳ. — Κυρία μου…
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Τί ἔπαθεν; ἐπιάσθη ἡ γλῶσσά του καὶ δὲν ἠμπορεῖ ν’ ἀρθρώσῃ δύο λέξεις!… Θὰ μοῦ καταστρέψῃ τὸ σχέδιόν μου ὁ ἀνόητος!
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἰδίᾳ. — Δὲν ἐννοῶ τίποτε… ἡ Χαρίκλεια πρέπει νὰ ἔχει λάθος… Εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν ἀγαπᾷ καὶ νὰ μὴ τῆς λέγει τίποτε; νὰ μὴ τὴν κυττάζῃ!…
Μαλσταμίδης ἐνθουσιωδῶς. — Ὁ θεῖός σας, κυρία μου, δὲν λέγει ὅλην τὴν ἀλήθειαν.
Καλλιόπη μειδιῶσα. — Πρέπει νὰ εἰπῇ ὅτι τώρα εἶμαι ἀσχημοτέρα;
Μαλσταμίδης. — Ὄχι, ἀλλ’ ὅτι δὲν ὑπάρχει ὡραιοτέρα κόρη ἐν Ἀθήναις ἀπὸ σᾶς.
Καλλιόπη γελῶσα. — Ἄ, ἄ!
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Δόξα σοι ὁ Θεός!
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἰδίᾳ. — Τὴν ἀγαπᾷ! δὲν εἷνε ζήτημα. —
Μαλσταμ. — Ἐγὼ τοὐλάχιστον δὲν ἠξεύρω καμμίαν ἄλλην.
Καλλιόπη. — Προσέξατε, κύριε Μαλσταμίδη… μὴν ἐκτίθεσθε εἰς τοιοῦτον βαθμόν… δὲν φοβεῖσθε;…
Μαλσταμίδης. — Δὲν φοβοῦμαι τίποτε… [Παρατηρῶν αὐτὴν ἀτενῶς.] Τίποτε, μ’ ἐννοεῖτε;
Καλλιόπη γελῶσα. — Καλά· αὐτὸς εἶνε ἰδικός σας λογαριασμός.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἰδίᾳ νεύων κρυφίως τῇ Χαρικλείᾳ. — Εἶχες δίκαιον, μάτια μου… Αὐτὸς δὰ εἷνε κι’ ἂν εἶνε ἐρωτευμένος!…
Ἡ κ. Ξυλαράκη διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἀπαντῶσα εἰς τὰ νεύματα τοῦ Ξυλαράκη. — Ναί, βλᾶκα, κύτταξέ τους… καὶ πίνε καὶ νερὸ ἂν θέλῃς… τώρα θὰ ἡσυχάσῃ πλέον ἀπὸ σένα.
Καλλιόπη ἥτις παρετήρησεν ὅτι ὁ Μαλσταμίδης ἀπό τινος ἔβλεπεν αὐτὴν ἀσκαρδαμικτεί. — Ἆ, θεία μου, τί ὡραῖον τριαντάφυλλον; ποῦ τὸ ηὕρατε;
Ἡ κ. Ξυλαράκη ταρασσομένη. — Καλά· δὲν τὰ ἐκόψαμε μαζῆ εἰς τὸν κῆπον τοῦ Σημαντάνη;
Καλλιόπη παρατηροῦσα τὸν Μαλσταμίδην. — Περίεργον! αὐτὸ μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ ἔκοψα ἐγώ…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ἄ μπᾶ … λάθος ἔχεις…
Καλλιόπη γελῶσα. — Ἴσως.
Μαλσταμίδης ἐξάγων ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ τὴν ἀνθοδέσμην ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ἡ νεᾶνις. — Κυττάξετε, κυρία Καλλιόπη, τί ὡραῖα ποῦ εἶνε καὶ αὐτὰ τὰ τριαντάφυλλα…
Καλλιόπη. — Πῶς ἔχετε καὶ σεῖς; ἀπὸ τὸν κῆπον τοῦ Σημαντάνη;
Μαλσταμίδης. — Ὄχι, ἀπὸ ἄλλον κῆπον, πολὺ ὡραιότερον. Μὴ κυττάζετε τὸ τριαντάφυλλον τῆς θείας σας… κυττάξετε αὐτά… κυττάξετέ τα μίαν στιγμὴν ἀκόμη, διότι θὰ τὰ κρύψω πάλιν πλησίον τῆς καρδίας μου ὅπου θὰ μείνουν διὰ πάντοτε.
Καλλιόπη μειδιῶσα εἰρωνικῶς. — Δὲν τὰ δίδετε σὲ κανένα νὰ σᾶς τὰ φυλάξῃ μὴ τυχὸν καὶ σᾶς πέσουν;
Μαλσταμίδης κρύπτων τὴν ἀνθοδέσμην ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ. — Ὅτι εἶχα νὰ δώσω τὸ ἔδωσα, τώρα ἐξώφλησα τοὺς παλαιοὺς λογαριασμοὺς καὶ ἀνοίγω νέους. Μ’ ἐνοεῖτε;
Καλ. — Προσπαθῶ νὰ ἐννοήσω, ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθόνω.
Μαλσταμίδης αἴρων τὸ κύπελλον αὐτοῦ. — Μοὶ ἐπιτρέπετε νὰ πίω εἰς ὑγείαν σας;
Καλλιόπη αἴρουσα τὸ κύπελλον. — Εὐχαρίστως.
Μαλσταμίδης. — Καὶ νὰ σᾶς εὐχηθῶ ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε;
Καλλιόπη μειδιῶσα. — Ὅ,τι ἐπιθυμῶ;
Μαλσταμίδης. — Μάλιστα.
Καλλιόπη. — Σᾶς τὸ ἐπιτρέπω· ἀλλ’ ὅ,τι ἐπιθυμῶ δὲν εἷνε καὶ εὔκολον νὰ γείνῃ.
Μαλσταμίδης συγκρούει τὸ κύπελλον αὐτοῦ πρὸς τὸ κύπελλον τῆς Καλλιόπης. — Ὅταν τὸ θελήσετε σεῖς γίνεται.Καλλιόπη φέρουσα τὸ κύπελλον εἰς τὸ στόμα. — Ὥστε ἀπ’ ἐμὲ ἐξαρτᾶται.
Μαλσταμίδης πίνων. — Ἀπὸ σᾶς καὶ μόνον ἀπὸ σᾶς.
Καλλιόπη ἀφοῦ ἔπιεν ἀποθέτουσα τὸ κύπελλον ἐπὶ τῆς τραπέζης. — Τότε εἴμεθα σύμφωνοι.
Μαλσταμίδης περιχαρής. — Κύριε Ξυλαράκη, λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ σᾶς ζητήσω τὴν χεῖρα τῆς ἀνεψιᾶς σας.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Αἴ;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος περιχαρής. — Τὴν χεῖρά της;… Ἀκοῦς ἐκεῖ… καὶ τὰς δύο μάλιστα!
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Αὐτὸς εἶνε τρελλός!
Μαλσταμίδης. — Κυρία Καλλιόπη, δύναμαι νὰ ἐλπίσω ὅτι ἡ αἴτησίς μου…
Καλλιόπη. — Ἐγώ, μὲ μεγάλην μου εὐχαρίστησιν τὴν δέχομαι· τί λέγει ὅμως καὶ ἡ θεία…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ἀλλά, Καλλιόπη μου… αὐτὸ ἦτο τὸ σχέδιον τῆς θείας σου καὶ αὐτὴν ἐρωτᾷς; Εἰς αὐτὴν ὀφείλεις τὸ πᾶν…
Ἡ κ. Ξυλαρ. ἰδίᾳ μόλις συνέχουσα τὴν ὀργὴν αὐτῆς. — Ἄ!…
Καλλιόπη. — Ἂν εἶνε ἔτσι.... τότε, κύριε Μαλσταμίδη, δὲν ἔχω παρὰ νὰ ἐκπληρώσω τὴν ἐπιθυμίαν τῆς θείας μου.
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἐγειρομένη ἰδίᾳ. — Θὰ σκάσω!…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἐγειρόμενος μετὰ τῶν ἄλλων. — Φέρε μας ἔξω τὸν καφέ μας, παιδί.
Ἡ κ. Ξυλαράκη πλησιάζουσα κρυφίως τὸν Μαλσταμίδην καὶ κατακνίζουσα μανιωδῶς τὸν βραχίονά του. — Προδότα!
Μαλσταμίδης τρίβων τὸ πληγωθὲν μέρος. — Ἄ!…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος προσφέρων τὸν βραχίονά του τῇ κυρίᾳ Ξυλαράκῃ καὶ ἐξερχόμενος εἰς τὸ ἀνάβαθρον. — Τὸ σχέδιόν σου ἦτο περίφημον!… Ἆ, τί χαρὰν μοῦ ἔδωσες!…
Καλλιόπη λαμβάνουσα τὸν βραχίονα τοῦ Μαλσταμίδου καὶ ἀκολουθοῦσα τὸν θεῖον αὐτῆς. — Τώρα εἴμεθα ἴσα κ’ ἴσια… Μ’ ἐσώσατε ἀπὸ τὸ λουτρόν, σᾶς σώζω… ἀπὸ τὴν θείαν μου!…
Μαλσταμίδης περιχαρής. — Ἆ, Καλλιόπη μου… μὴ λέγῃς τίποτε ἐναντίον της… τὸ σχέδιόν της ἦτο λαμπρόν… θὰ σοῦ τὰ εἰπῇ κατόπιν ὅλα… καὶ εὐχάριστον εἶνε ὅτι ἐπέτυχεν… ἀνάποδα!
Δημητριοσ Α. Κορομηλασ.