Η ΚΕ΄ Μαρτίου εν Τήνω

Από Βικιθήκη
Ἡ ΚΕ′ Μαρτίου ἐν Τήνῳ
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888 του Κωνσταντίνου Σκόκου


Η ΚΕ′ ΜΑΡΤΙΟΥ
ΕΝ ΤΗΝῼ[1]

Παρθέναις δυὸ ’σὰν σήμερα ’ς τὴ Λαύρα ῥοβολοῦνε
’Σὰν νἄχουνε κρυφὸ καϋμὸ νὰ ’ξομολογηθοῦνε·
Γι’ αὐτὸ στολίσθ’ ἡ ἐκκλησιά, ὁλόχαρες νὰ πᾶνε,
Γι’ αὐτὸ δάφνη μαρτιάτικη καὶ κρῖν’ ἀνθοβολᾶνε·
Τὴν ἀνθισμένη ἄνοιξι ἡ πλασ’ εἷνε ’ντυμένη
Καὶ ἡ σημαία στὸ σταυρὸ ἐπάν’ ἀκουμπισμένη.
Κ’ ἐν ᾧ ἀνάβουν δυὸ φωτιαῖς, τουφέκι καὶ λαμπάδα,
Κι’ ἀγγέλοι ἐπάνω ψέλνουνε κι’ ὁ Ῥήγας κάτω ψάλλει,
Σκύβει καὶ διν’ ἡ Παναγιὰ τὸ χέρι ’ς τὴν Ἑλλάδα
— Ἡ μιὰ παρθένα τ’ οὐρανοῦ, τῆς γῆς παρθέν’ ἡ ἄλλη —
Τὴν ἀγκαλιάζει, τὴν φιλεῖ σὰν νἆταν ἀδελφή της,
Κ’ ἐκείνη ἀνασταίνεται ’ς τ’ ἀθάνατο φιλί της!

Β′

Ἄχ νὰ γυρίσω ἀφῆστέ με σὲ χρόνια περασμένα,
Δόξαις παλῃαὶς νὰ θυμηθῶ καὶ νηάτα πεθαμμένα,
Νὰ πάω νὰ λειτουργηθῶ ’ς τῆς Λαύρας μας τὴ Σχόλη
Ὅπου μοιράζ’ ὁ Γερμανὸς ἀντίδωρο καὶ βόλι…
Ἄχ νὰ γυρίσω ἀφῆστέ με σὲ ξεχασμένα πίσω,
Τοῦ Πατριάρχου τὸ σχοινὶ νὰ πά’ νὰ προσκυνήσω,

Νὰ πάρω δίπλα τὰ βουνὰ τῆς Ῥούμελης καὶ πάλι,
Νὰ σμίξω ἀθάνατη γενειά, λεβέντισσα, μεγάλη,
Τοῦ Πίνδου τοὺς σταυραετοὺς ’ς ἀπάτητα λημέρια
Ποὖταν ξεφτέρια ’ς τὸ χορό, ’ς τὸν πόλεμο ξεφτέρια·
Νὰ ἰδῶ χιλιάδες λεβεντιά, χιλιάδες παληκάρια,
Θαλασσοπούλια τῶν Ψαρῶν καὶ τῆς Γραβιᾶς λεοντάρια,
Ποῦ λὲς καὶ ἄνοιγε ἡ γῆ εἰς τὸ περπάτημά τους!
Ποῦ λὲς κι’ ὁ Χάρος ’σκιάζονταν καὶ τρόμαζε ’μπροστά τους.
Ἄχ! πλάνησέ με μιὰ στιγμὴ καὶ πάλι, φαντασία,
Εἰς τοῦ εἰκοσιένα μας τὴν ἅγια φωταψία.
Νὰ θυμηθῶ τὴ δόξα μας τὴ κοσμογυρισμένη
Ποὖχε τὴ νίκη συντροφιὰ ’ς τὸ αἷμα βαφτισμένη,
Ποῦ τὴν ἀντιλαλούσανε κ’ ᾑ θάλασσες κ’ οἱ λόγγοι
Κ’ ἔχυσε λάμψι ἀθάνατη ἐκεῖ ’ς τὸ Μεσολόγγι,
Λάμψι π’ ἀκόμα ὁ οὐρανὸς δὲν εἶχεν ἀντικρύσει,
Λάμψι ὅπου ἐθάμβωσε Ἀνατολὴ καὶ Δύσι!


....................................................................................................................................................................................................................................................



Γ′

Ποῦ εἶναι ἡ ’περήφανη ἡ Πόλι ἡ ζηλεμμένη,
Ποῦ δὲν ὑπάρχει δεύτερη ’ς τὴ γῇ, ’ς τὴν οἰκουμένη,
Γιατὶ δυὸ σμίγουν θάλασσες καὶ τὴν κρυφοφιλοῦνε
Καὶ ’ς τὴ ’μορφιά της δυὸ στεριὲς μὲ ζήλι’ ἀντιμιλοῦνε;
Ποῦ εἶναι τῆς Πεντάμορφης ἡ νειότη καὶ ἡ χάρι,
Τοῦ κόσμου τὸ προσκύνημα, τοῦ κόσμου τὸ καμάρι,
Ποῦ χαμηλόνει ὁ οὐρανὸς νὰ κλέψῃ τὴ ’θωριά της
Καὶ ἀκουμβάει γελαστὸς εἰς τὴν Ἅγιὰ Σοφιά της;
Τὴν εἶδε ἡ ἄπιστη Φραγκιὰ καὶ τὴν κρυφοζηλεύει,
Τὴν εἶδε καὶ τὰ σπλάχνα της ὁ φθόνος φαρμακεύει,
Γιὰ δὲν τὴν θέλει χριστιανὴ παρθένα Ἑλληνοποῦλα
Μόνο τὴ θέλει βάρβαρη, χανούμισσα καὶ δοῦλα…
Χιλιάδες ἐπλακώσανε κοπάδια ἀπ’ τὴν Ἀσία
Δίχως τιμὴ καὶ ὄνομα καὶ δίχως ἱστορία,
Σὰν ν’ ἄνοιξε ἡ Κόλασι ἀπὸ τὸ μαῦρο ᾍδη
Καὶ ’βγῆκαν, ’βγῆκαν τέρατα ἀπ’ τὸ βαθὺ σκοτάδι....
Μαζί τους ’σέρναν γογγυτά, αἵματα, φλόγες, πίσσα
Σφαγή, κατάραις καὶ βρισιές, ἀλαλαγμὸ καὶ λύσσα.

Μὰ ὁ Κωνσταντῖνος δὲν δειλιᾶ, ἀτρόμητο λειοντάρι
Κρατεῖ ’ς τὸ χέρι τὸ σταυρό, ’ς τὸ ἄλλο τὸ κοντάρι,
Στὴ πόλι, ’σὰν Ἀρχάγγελος, ὡραῖος παραστέκει…
Χύνεται ’σὰν τὴν ἀστραπὴ καὶ ’σὰν ἀστροπελέκι
— Λὲς καὶ παλεύ’ ὁ Θάνατος μὲ τὴν Ἀθανασία —
Δὲν παραδίνει τὰ κλειδιὰ καὶ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά της.
Μαζῆ μ’ αὐτὴν πέφτει κι’ αὐτὸς μαρτυρικὴ θυσία
Καὶ παραδίνει τὴν ψυχὴ ’ς τὸ ψυχομάχημά της.
Καὶ μπαίνει μέσα τ’ ἄγριο ἀμέτρητο ἀσκέρι
Κι’ ἀπ’ ἄκρη ὡς ἄκρη χαλασμὸ ἀρχίζει καὶ μαχαῖρι,
Γκρεμίζουν τὰ εἰκονίσματα καὶ τ’ ἅγια κανδήλια,
Κυλοῦν τὰ δισκοπότηρα, πατοῦν τὰ πετραχήλια,
Ξεσχίζουν τὴ σημαία μας καὶ σπᾶνε τὸ σταυρό της
Καὶ δὲν χορταίν’ ἡ λύσσα τους εἰς τὸ μαρτύριό της.
Καὶ πνίγουνε ’ς τὰ αἵματα γέρους, παιδιά, παρθέναις,
Καὶ πλημμυροῦν ᾑ θάλασσες καὶ διώχνουν πικραμμέναις,
Τὰ φουσκωμένα κύματα νὰ φύγουν ἕνα ἕνα
Νὰ πᾶνε μαρτυριάτικα ’ς τὸν κόσμο ’ματωμένα,
Νὰ ’διαλαλήσουν θλιβερὰ ’ς τὴν οἰκουμένη ὅλη
«Μᾶς πῆραν τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, μᾶς ’πρόδωκαν τὴν Πόλι!»

Δ′

Τώρα τὸ μισοφέγγαρο χλωμὸ σὰν νεκροκέρι,
Φωτίζει χάρο καὶ σκλαβιά, ζευγαρωμένο ταῖρι.
Διάβαιναν χρόνια διάβαιναν βουβά, φαρμακεμμένα
Σὰν νύχτα ἀξημέρωτη δίχως ἀστέρι ἕνα,
Μὰ κάθε χρόνος ποὔσβυνε ’ς τὴ σκοτεινιὰ ἐκείνη,
Ἕνας ’ς τὸν ἄλλονε κρυφὸ παράπονο ἀφίνει…
Μιὰ μιὰ περνοῦν ᾑ γενεές, κ’ ἡ μιὰ ’ς τὴν ἄλλη γέρνει
Καὶ μιὰ εὐχή, κληρονομιὰ τοῦ Κωνσταντίνου, φέρνει.
Χίλιες καρδιαῖς κρυφὰ κρυφὰ τὸ ’μάθαιναν καὶ χίλια
Τοῦ Κωνσταντίνου τὴν εὐχὴ ἐψιθυρίζαν χείλια,
Ὡς ὅτου μιὰν αὐγὴ γλυκειὰ ὁ Ῥήγας ξημερόνει
Καὶ χύνει λάλημα γλυκὸ τῆς λευτεριᾶς τ’ ἀηδόνι.
Κ’ ἐν ᾧ ἀπ’ τὰ βάθη τῆς σκλαβιᾶς, τὰ σκότη τοῦ θανάτου
Μύριες ἀναγαλλιάζουνε ψυχαῖς ’ς τὸ λάλημά του,
Μιὰ ὄχεντρα τὸ αἷμά του φαρμακερὴ τοῦ πίνει…
Αὐστρία, σκύλα ἄπιστη, φαρμάκι νὰ σοῦ γίνῃ!

Μαύρη τοῦ Ἰούδα ἀδελφή, μαύρη τοῦ ᾍδου γέννα
Χριστιανὴ ἑβραίϊσσα, ἀνάθεμα σὲ σένα!
Ἐμπρὸς, φυλὴ ἀχάριστη, γενιὰ κατηραμένη,
Πολιτισμένοι ἄγριοι στὰ αἵματα θρεμμένοι,
Φονιάδες, ποῦ στὸν Ἅγιο Σταυρό μας προσκυνᾶτε
Τὴν μάννα ποῦ’ σᾶς ’φώτισε, σᾶς ἔσωσε, χτυπᾶτε!
Χτυπᾶτε τὴν Ἑλλάδα μας, αὐτὴ ποῦ πρῶτα-πρῶτα
Σᾶς ’χάρισε ζωή, τιμὴ κ’ ἐλευθεριὰ καὶ φῶτα!
Χτυπᾶτέ την! τὸ χέρι της δεμένο δὲν σᾶς φθάνει.
Γιατ’ ἔχει ἁλυσσόδεμα κι’ ἀκάνθινο στεφάνι.
Σταυρῶστέ την! θ’ ἀναστηθῇ κι’ αὐτὴ σὰν τὸν Μεσσία,
Ἡ δόξα, ναί! τὴν καρτερεῖ καὶ ἡ ἀθανασία!

Ε′

Παρθέναις δυὸ σὰν σήμερα ’ς τὴ Λαύρα ῥοβολοῦνε
Λὲς κ’ ἔχουνε κἄτι κρυφὸ παράπονο νὰ ποῦνε.
Ἡ μιὰ ’ντυμένη τ’ ἅγιο φῶς ’ψηλὰ ἀπ’ τὰ οὐράνια
Κ’ ἡ ἄλλη σίδερα σκλαβιᾶς, σκοτάδι καὶ ὀρφάνια,
Κ’ ἐκεῖ ποῦ καῖνε δυὸ φωτιαῖς, τουφέκι καὶ λαμπάδα,
Χαμογελᾷ ἡ Παναγιά, ’ς τὴν ἄμοιρη Ἑλλάδα
Τὴν ἀγκαλιάζει, τὴν φιλεῖ, τὰ σίδερά της λύνει
Καὶ ’ς τὰ οὐράνια πετοῦν ἡ Παναγιὰ κ’ ἐκείνη…
Τί ὄνειρο εἶδ’ ὁ οὐρανὸς ἐπάνω κ’ ἐξαφνίσθη;
Κάτω ὁ ᾍδης τί ἔπαθε καὶ τρομασμένος ’σείσθη;
Ὁ Ὄλυμπος κλονίσθηκε, ἐβρόντησεν ἡ Μάνη,
Τὸ Σοῦλι ξετινάχτηκε καὶ τ’ ἅρματά του πιάνει.
Γέρνει καὶ δίν’ ἡ Ῥούμελη εἰς τὸ Μωριᾶ τὸ χέρι
Καὶ ἀγκαλιάζεται σφιχτὰ τ’ ἀνδρειωμένο ταῖρι.
Ὕδρα καὶ Σπέτσαις, ἀδελφαῖς ἀχώρισταις, φιλιοῦνται,
Καὶ τὰ Ψαρὰ ἀπ’ τὰ κύματα σὰν φλόγαις ξεπετιοῦνται.
Γιὰ δέτε τὴν ’περήφανη τοῦ Μάρτη ἀμαζόνα
Τῆς Παναγιᾶς τὴν ἀδελφή, τῆς ’λευτεριᾶς κορώνα!
Ἀστροπελέκια καὶ βρονταῖς ’ς τὰ δυό της χέρια φέρνει
Ψηλὰ τὸ πρῶτο βάφτισμα στὸ Δραγατσάνι πέρνει,
Καὶ χύνεται σὰν ἀστραπὴ καὶ σὰν ἀνεμοζάλη
Μὲ μιὰ Ἀσία ὁλάκερη νὰ μετρηθῇ καὶ πάλι!
Καὶ χαμηλόνουν τὰ βουνὰ εἰς τὸ περπάτημά της,
Λὲς καὶ σκορπίζει θάνατο καὶ φλόγες ἡ ματιά της,

Φουσκόνουνε τὰ πέλαγα μὲ τὸν ἀνασασμό της
Καὶ τρικυμίαις χύνονται ἀπὸ τὸ βογγητό της.
Τόσο ποῦ κ’ ἡ Φραγκιὰ αὐτὴ μένει στὸ θαῦμα ’κεῖνο
Καὶ τρέχει νὰ τὴν ἀσπασθῇ γλυκὰ ’ς τὸ Ναυαρῖνο,
Νὰ κλέψῃ ἀπ’ τὴ δόξα της ὀλίγο φῶς καὶ χάρι
Νὰ πάρῃ ἀπ’ τὴ δάφνη της κι’ αὐτὴ ἕνα κλωνάρι,
Γιατὶ ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα μας καὶ πάλι τὸ μαθαίνει,
Πῶς ὅποιος πέφτει μὲ τιμὴ ποτέ του δὲν πεθαίνει!…

ΣΤ′

Ἄχ ποῦ ποῦ μὲ παράφερες πλανέτρα φαντασία;
Σὲ ποιὰ ὡραία μ’ ἔρριψες σβυσμένη ὀπτασία;
Ποῦ εἶσθε χρόνια ζηλευτὰ καὶ τιμημένα χρόνια
Νὰ ἰδῆτε τὴν σημερινὴ τοῦ Γένους καταφρόνια;
Αὐτὴ ’νε ἡ Ἑλλάδα σας ποῦ μπαρουτοκαμμένη
Ἀνέβαινε στὰ σύννεφα τὴ δόξ’ ἀγκαλιασμένη
Σὰν νἆταν φῶς οὐράνιο, ποῦ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι
Μία φορὰ ’γονάτισε γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσῃ;
Ποῦ εἶσθ’ Ἀνδροῦτσε, Βότσαρη, Νικηταρᾶ, Τσαβέλλα
Καὶ σὺ ἀεροκύματη τοῦ Πίνδου φουστανέλλα;
Ποὖν’ τοῦ Κανάρη τὰ Ψαρά, ἡ Ὕδρα τοῦ Μιαούλη
Ποῦ εἶσαι Μάνη ἀθάνατη καὶ ξακουσμένο Σοῦλι,
Νὰ ’δῆτε τὴν Ἑλλάδα σας, δειλὴ καὶ ντροπιασμένη
Στὴ λευτεριά της πιὸ πολὺ ἀκόμα σκλαβωμένη;
Αὐτή ’νε ἡ Ἑλλάδα σας; εἴμαστ’ ἐμεῖς παιδιά σας;
Ἔχομ’ ἐμεῖς φλόγα-ματιά, καρδιὰ σὰν τὴν καρδιὰ σας;
Τ’ ἀνάστημά μας χαμηλὸ μὲ τὸ δικό σας φθάνει;
Μ’ ἐσᾶς τοὺς γίγαντας ἐμεῖς θὰ μετρηθοῦμε οἱ νάννοι,
Τῆς Λαύρας οἱ στραυραετοὶ μ’ ἐγγόνια φραγκεμένα,
Ἡ ντροπιαμένη Κοῦτρά μας μὲ τὸ εἰκοσιένα;
Τοῦ Καραΐσκου ἐμεῖς παιδιὰ καὶ τοῦ Κολοκοτρώνη;
Κ’ ἔχομ’ ἐμεῖς τὴ λεβεντιά, ἐμεῖς τοῦ Κατσαντώνη,
Τοῦ Γκούρα, τοῦ Πετρόμπεη καὶ ’ς τὴ καρδιά μας μέσα
Βράζει τὸ αἷμα φλογερὸ τοῦ Διάκου καὶ τοῦ Φλέσσα;

Ζ′

Κοιμήσου, Γέρο τοῦ Μωριᾶ, ἀκόμα μὴ ξυπνήσῃς,
Γιατὶ μικροὺς θενὰ μᾶς ’βρῇς καὶ θενὰ βλασφημήσῃς!

Τῆς Ῥούμελης ἀθάνατοι λεβέντες κοιμηθῆτε,
Βαθειὰ πολύ, ἀξύπνητα στοὺς τάφους σᾶς χωθῆτε,
Γιατὶ θ’ ἀνατριχιάσουνε τὰ σκόρπια κόκκαλά σας,
Θὰ στάξῃ αἷμα καὶ νεκρὴ ἀκόμα ἡ καρδιά σας,
Σὰν ’δῆτε τὴ σημαία σας ’ς τὸ χῶμα κυλισμένη
Νὰ τὴν πατοῦν μαζώματα καὶ Σλάβοι πουλημένοι,
Σὰν μάθετε πῶς περγελοῦν ἀκόμα κ’ οἱ Βουλγάροι
Τὴ μάννα τοῦ Νικηταρᾶ, τὴ μάννα τοῦ Κανάρη!
Κι’ ἀνίσως ὄνειρο γλυκὸ καμμιὰ φορὰ ἰδῆτε
Καὶ τὸ τραγοῦδι τ’ ὄμμορφο τοῦ Ῥηγ’ ἀφιγκρασθῆτε
Καὶ νειώσετε βαθὺ σεισμὸ καὶ πυρκαϊὰ μεγάλη
Καὶ μάθετε πῶς ἡ Ἑλλὰς ’ζωντάνεψε καὶ πάλι.
Αἴ! τότε πλειὰ χαρούμενοι ξυπνῆστε, σηκωθῆτε
Γιὰ νὰ μᾶς συγχωρέσετε, γιὰ νὰ μᾶς εὐχηθῆτε!

Κωνστ. Φ. Σκοκοσ


  1. Σημ. Ἀπηγγέλθη ἐντολῇ τοῦ αὐτόθι Συλλόγου τῶν Φιλοπροόδων Τηνίων πανηγυρίζοντας τὴν ἐθνικὴν ἑορτὴν μετὰ τῶν ἐκ τῆς δούλης Ἑλλάδος συρρευσάντων ἀδελφῶν εἰς εὐσεβὲς προσκύνημα τῆς Εὐαγγελιστρίας.