Εστία/Τόμος 20/Τεύχος 520/Το κιβώτιον του Σιδ

Από Βικιθήκη
Εστία, Τέυχος 520
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Τὸ κιβώτιον τοῦ Σίδ


ΤΟ ΚΙΒΩΤΙΟΝ ΤΟΥ ΣΙΔ

Οἱ Ἱσπανοὶ διηγοῦνται περὶ τοῦ ἐθνικοῦ ἥρωός των Σὶδ τὴν ἑπομένην παράδοσιν.

Ὁ εὐγενὴς Σὶδ εἶχε ἄφθονον δόξαν, ἀλλ’ ὀλίγα χρήματα. Καλέσας δέ ποτε τὸν Ἑβραῖον τοκογλύφον Βὲν Ἰωνάθαν τῷ εἶπε·

—Ἠμπορεῖς νὰ μὲ δανείσῃς ἑκατὸν χιλιάδας τάληρα;

—Αὐθέντα, ἀπεκρίθη ὁ Ἑβραῖος, τὸ, ποσόν, ὁποῦ μὲ ζητεῖτε εἶναι πολύ, τὰ χρήματα εἶναι σπάνια, καὶ πρέπει νὰ μὲ βοηθήσουν ὅλοι οἱ ὁμόθρησκοί μου διὰ νὰ μαζεύσωμεν αὐτὸ τὸ ποσόν. Ἀλλὰ ποία θὰ ἦνε ἡ ἐγγύησις τῆς πληρωμῆς;

—Ἔχω νὰ σοῦ · δώσω ἐνέχυρον ἓν πολύτιμον κιβώτιον, γεμᾶτο ἀπὸ κοσμήματα καὶ ἀδάμαντας. Θὰ τὸ παραδώσω εἰς τὰς χεῖράς σου, ὅπως εἶναι κλειδωμένον.

—Ὅμως, ὑπολαβὼν εἶπεν ὁ τοκογλύφος διὰ νὰ ἔχωμεν ἀσφάλειαν ἔπρεπε νὰ ἴδωμεν, ἄν αὐτὰ ὅπου ἔχει μέσα, ἔχουν ἀξίαν ἀρκετήν. Ἀφ’ οὗ τὸ δίδετε ὡς ἐνέχυρον, ἡ τάξις ἀπαιτεῖ νὰ εἰξεύρωμεν πόσον χρυσὸν ἔχει καὶ πόσους πολυτίμους λίθους.

—Πρέπει νὰ ἀρκεσθῇς εἰς τὸν λόγον μου· πάρε τὸ κιβώτιον ἀπὸ τὰ χέρια μου. Ἀλλὰ σοῦ ἀπαγορεύω νὰ τὸ ἀνοίξῃς μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς ἐξοφλήσεως. Σκέψου καὶ ἀποφάσισε ἄν θέλῃς νὰ γείνῃς δανειστὴς τοῦ Σίδ.

Ὁ Ἑβραῖος ἐδέχθη τὴν συμφωνίαν. Μετὰ τρία ἔτη ἀπὸ τῆς. ἡμέρας ἐκείνης ὁ Σὶδ νικήσας ἐπανειλημμένως εἰς πολλὰς μάχας τοὺς Ἄραβες, ἐπανῆλθεν εἰς Βοῦργος, κομίζων πλούσια λαφυρα. Ἐνθυμηθεὶς τὸν Ἑβραῖον καὶ τὸ πρὸς αὐτὸν χρέος του, διέταξε καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸ μέγαρόν του.

—Πάρε ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες τάληρα τῷ εἶπε· πάρε καὶ περισσότερα, ἄν δὲν σὲ ἀρκοῦν αὐτά. Ἔφερες τὸ κιβώτιον;

—Ναί, αὐθέντα!... Πολὺ βαρὺ εἶναι, καὶ νὰ σᾶς εἰπῶ, λυποῦμαι, ὅτι ἐξοφλεῖτε καὶ πρέπει νὰ σᾶς τὸ ἀποδώσω. Θὰ ἔχῃ βέβαια μέσα μεγάλης ἀξίας πράγματα.

—Ἄνοιξε καλλίτερα μόνος σου, καὶ εἰπέ μοι πόσον τὰ ἐκτιμᾳς.

Καὶ ταῦτα εἰπών, ὁ Σὶδ ἔδωκεν εἰς τὸν Ἑβραῖον ἐσκωριασμένην χαλυβδίνην κλεῖδα.

Ὁ Βὲν Ἰωνάθαν ἤνοιξε τὸ κιβώτιον καὶ εἶδε τί περιεῖχε. Δὲν περιεῖχεν οὔτε χρυσόν, οὔτε ἀδάμαντα, οὔτε παλαιὰ νομίσματα· ἀλλὰ μόνον ἄμμον καὶ οὐδὲν πλέον.

Ὁ Σὶδ ἐκύτταξε νὰ ἰδῇ ὁποίαν ἐντύπωσιν ἤθελε προξενήσῃ τοῦτο εἰς τὸν τοκογλύφον. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀπαθὴς καὶ γαλήνιος ὕψωσε τὸ μέτωπον καὶ ἀτενίσας αὐτὸν τῷ εἶπε·

—Καὶ τι φόβον εἶχον; Διατί νὰ ἀμφιβάλλω; Ἤμην βέβαιος, ὅτι τὸ κιβώτιον εἶχε μεγάλην ἀξίαν καὶ ἐκοιμώμην ἥσυχος. Διότι ἐκράτουν κλειδωμένον μέσα εἰς αὐτὸ καὶ ἐπιμελῶς τὸν ἐφύλαττον, τὸν λόγον τῆς τιμῆς τοῦ Σίδ. Δὲν ἤξιζεν αὐτὸς ἑκατὸν καὶ διακοσίας χιλιάδας τάληρα;