Εστία/Τόμος 20/Τεύχος 520/Συνέντευξις του Στάνλεϋ και Βράτσα εν Αφρική

Από Βικιθήκη
Εστία, Τέυχος 520
Συγγραφέας:Α*
Συνέντευξις τοὺ Στάνλεϋ καὶ Βράτσα ἐν Αφρικῇ


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ ΤΟΥ ΣΤΑΝΑΕΫ ΚΑΙ ΒΡΑΤΣΑ
ΕΝ ΑΦΡΙΚῌ

Ἐκ τοῦ ἄρτι ἐκδοθέντος συγγράμματος τοῦ Στάνλεϋ Πέντε ἔτη ἐν Κόγκῳ, ἐρανιζόμεθα τὸ ἑπόμενον ἐπεισόδιον, ἐν ᾧ ὁ Στάνλεϋ διηγεῖται τὴν μετὰ τοῦ Βράτσα συνάντησίν του. Τότε τὸ πρῶτον εὑρέθησαν ἀπέναντι ἀλλήλων οἱ δύο ἀτρόμητοι ἐξερευνηταὶ τῆς Ἀφρικῆς. Τὸ σύγγραμμα τοῦ Στάνλεϋ εἶνε ἐν εἴδει ἡμερολογίου, καὶ ἡ ἀφήγησις πάντων τῶν γεγονότων γίνεται κατὰ πρῶτον πρόσωπον.

«Ἐπανελθὼν εἰς τὰς σκηνὰς περὶ τὴν δεκάτην ὥραν, βλέπω αἴφνης τὸν νέον Λουτετὲ-Κούναν, ἐκ Νσάνδας, δρομαίως τρέχοντα ὡσεὶ λίαν ἐνδιαφέρουσάν τινα πληροφορίαν εἶχε νὰ μοὶ ανακοινώσῃ. Ὁ νεαρὸς οὗτος μαῦρος πλησιάζει ἐν ὁρμῇ καὶ τείνει πρὸς ἐμὲ χαρτίον ἐφ’ οὗ εἶνε διὰ μολυβδίδος κεχαραγμένον τὸ ὄνομα τοῦτο: Ὁ κόμης Σαβορνιὰν δὲ Βράτσα.

Εἶμαι συγγνωστὸς ὅτι δὲν ἡδυνήθην κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην νὰ κατανοήσω τὴν ἀξίαν του περιηγητοῦ τούτου. Ὅτε ἀπῆλθον ἐξ Ἀφρικῆς τῷ 1874 οὐδόλως εἶχον ἀκούσει τι περὶ αὐτοῦ, τῷ δὲ 1878 κατὰ τὴν ἐν Εὐρώπῃ διαμονήν μου, παρεμπιπτόντως πως ἔμαθον τὰς ἐξερευνήσεις τὰς ὁποίας εἶχεν ἐκτελέσει μετὰ τῶν Κομπιέν, Μάρς καὶ Βαλλαί, ἐν Ὀγγουέ.

Ἐστράφην πρὸς τὸν Λουτετὲ-Κούναν καὶ τὸν ἠρώτησα περὶ τῆς συναντήσεώς του μετὰ τοῦ Κ. Βράτσα. Ὁ Λουτετὲ ἀρχίζει τότε νὰ μοὶ διηγῆται ἐν σπουδῇ τὴν ἔκπληξιν ἣν ᾐσθάνθη ἐπὶ τῇ θέα ἑνὸς ὑψηλοῦ λευκοῦ ἀνθρώπου, ὅτε εἰσῆλθεν εἰς τὸ χωρίον Νδάμβι-Μβόγκο.

—Εἶνε Φραντσέζε, ὅπως λέγει, προσεῖπεν ὁ Λουτετέ. Ἐπυροβόλει εἰς τὰ δένδρα μὲ ἓν τουφεκιον τὸ ὁποῖον ἔρριπτε γρήγορα πολλὰς βολάς. Εἰπέ μου, αὐθέντα, διατί οἱ λευκοὶ πυροβολοῦν κατὰ τῶν δένδρων; διὰ νὰ σκοτώσουν τὰ κακὰ πνεύματα ὅπου εἶνε μέσα;

—Ἴσως παιδί μου. Ἀλλὰ δὲν ἔχεις τίποτε ἄλλο νὰ μοῦ εἰπῇς;

—Ναί Ὅταν ὁ λευκὸς ἔμαθε ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος τῆς συνοδείας σου, μοῦ ἔδωκε αὐτὸ τὸ χαρτὶ καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ σοῦ τὸ φέρω. Μετὰ μίαν ὥραν ἐφάνη ὁ γάλλος ἐξερευνητής· Φορεῖ εἶδος περικεφαλαίας, κυανῆν στολὴν αξιωματικοῦ τοῦ ναυτικοῦ, καὶ μελανὰ περισφύρια, συνοδεύεται δὲ ὑπὸ δεκαπέντε ἀνδρῶν των πλείστων ναυτῶν ἐκ Γαβῶνος, καὶ ὡπλισμένων διὰ καραβινῶν Ουΐντσεστερ.

Ὁ Κ. Βράτσα εἶνε ὑψηλὸς ἀνήρ, ἔχει ἡλιοκαῆ τὴν μορφὴν καὶ φαίνεται ἀπηυδηκὼς ἐκ τῆς κοπώσεως. Τὸν προσκαλῶ νὰ εἰσέλθῃ ὑπὸ τὴν σκηνὴν καὶ συγγευματίσῃ μαζί μου.

Γαλλιστὶ ἐκφρράζομαι μετὰ μεγάλης δυσκολίας, τὰ δέ ἀγγλικὰ τοῦ Κ. Βράτσα δὲν εἶνε ἐκ τῶν ἀρίστων. Ἐντούτοις κατορθόνομεν νὰ συνεννοηθῶμεν ἀμοιβαίως· ὁ ξένος μου ὁμιλεῖ ἀφειδῶς περὶ τῶν περιηγήσεών του, τῆς ἐν Βρυξέλλαις διαμονῆς του, τῶν συνεντεύξεών του μετὰ τοῦ προέδρον τοῦ συμβουλίου τῆς Διεθνοῦς Ἀφρικανικῆς Ἑταιρίας περὶ τοῦ Κόγκου, καὶ τῆς ὠφελείας ἣν ἠδύνατο νὰ καρπωθῇ ἡ Γαλλία καὶ ὁ πολιτισμός.

Μανθάνω ἀπὸ στόματος αὐτοῦ ὅτι ἡ πρώτη ἀποστολὴ εἰς Ὀγγουὲ διήρκεσε τρία καὶ ἥμισυ ἔτη, Ὅτι δὲν ἠδυνήθη νὰ εἰσχωρήσῃ ἐνδότερον τῶν 500 χιλιομέτρων· καὶ ὅτι τέλος τὰ ἐν τῇ περιστάσει ταῦτα συμβάντα ἔπεισαν αὐτὸν ἀμετακλήτως ὅπως περιηγῆται ἄνευ ἑταίρου, ὅπως μὴ παρακωλύωνται τὰ σχέδια αὐτοῦ διὰ τῆς ἀτολμίας καὶ τῆς ἐλλείψεως ἀποφάσεως συνοδῶν, εἰς οὕς, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ἦτο ἠναγκασμένος να ὑποκύψῃ.

Ἐν τῇ πρώτῃ ἐκείνῃ περιηγήσει ὁ Κ. Βράτσα ἐδαπάνησε πολλὰ χρήματα καὶ ἀπώλεσέ τι πολλῷ πολυτιμότερον: καιρόν. Ἡ χώρα, ἣν εἶχε διαδράμει ἦτο νέα, τουτέστι ἄγνωστος. Οἱ κατοικοῦντες αὐτήν ἰθαγενεῖς ἦσαν ἄγριοι, καὶ φιλύποπτοι πρὸς τοὺς λευκούς, σφόδρα ἰδιότροποι, ἥκιστα πιστοὶ εἰς τὰς ὑποσχέσεις αὐτῶν καὶ τὰς συμφωνίας, κυμαινόμενοι μεταξύ τῆς ἐπιθυμίας τοῦ νὰ προμηθευθῶσι τὰ ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων κομισθέντα ἐμπορεύματα καὶ τοῦ δεισιδαίμονος, τοῦ ἀλογίστου φόβου ὅν ἐνέπνεεν αὐτοῖς πᾶν τὸ καινφανές.

Ὁ Κ. Βράτσα ὀδυνηρὰν ὑπέστη τῶν ἐλπίδων του διάψευσιν τὴν ἡμέραν καθ' ἣν προὐχώρησε μέχρι τοῦ ποταμοῦ Ἀλίμα καὶ ἐκωλύθη νὰ ἐξερευνήσῃ τὸν ῥοῦν αὐτοῦ ὑπὸ τῆς παλιμβουλίας τινῶν τῶν συνοδοιπόρων του καὶ τῶν ἐχθρικῶν διαθέσεων τῶν ἰθαγενῶν. Τότε ἀπεφάσισε καθ’ ἑαυτὸν νὰ ἐπανακάμψῃ ἡμέραν τινὰ ὅπως συμπληρώσῃ τὴν ἀνακάλυψιν αὐτοῦ. Ἐντούτοις, κατὰ τὴν εἰς Εὐρώπην ἐπάνοδόν του, τῷ 1878 ἔμαθεν ὅτι εἶχον ἐξερευνήσει τὴν Δοκαλάβαν καὶ τὸν Κόγκον καὶ ἐνόησε τότε ὅτι ὁ Ἀλίμας εἶνε παραποτάμιον τοῦ Κόγκου. Εἶχεν ἐπιστρέψει εἰς Εὐρώπην νοσῶν καὶ σφόδρα ἐξηντλημένος. Ἀλλ' ἀναρρώσας μετὰ μακρὸν ἐτράπη αὖθις τὴν πρὸς τὴν Ἀφρικήν, κάλλιστα κατὰ πάντα ἐφωδιασμένος καὶ τὸν Φεβρουάριον τοῦ 1880 ἀνῆλθε πάλιν τὸ Ὀγγουέ. Οἱ ἀγῶνες οὕς εἶχε καταβάλει κατὰ τὴν πρώτην αὐτοῦ περιήγησιν ὅπως ἐξημερώσῃ τοὺς ἰθαγενεῖς ἀπέφερον ἤδη τοὺς καρπούς των* πᾶσαι αἱ φυλαὶ ἔπεμπον αὐτῷ βοηθούς, οἱ ἀρχηγοὶ προσήρχοντο αὐτῷ ἐπίκουροι, ἐν τέλει δὲ ἠδυνήθη ν’ ἀνέλθῃ μέχρι τῆς Στάνλεϋπόλεως. Ἱδρύσας σταθμὸν ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ προὐχώρησε μέχρι πεντήκοντα χιλιομέτρων πρὸς τὴν μεσημβρινὴν ὄχθην τοῦ Κόγκου, μετὰ δεκατριήμερον δὲ πορείαν Παραλλήλως πρὸς τὴν διεύθυνσιν τοῦ ποταμοῦ εἰσέδυ εἰς τὸ χωρίον Νδάμβι-Μβόνγκο, ὅπου ἐπληροφορήθη περὶ τῆς ἐγγὺς ἐκεῖ παρουσίας μου.

Ὁ Κ. Βράτσα ἀναπαυθεὶς ἐπὶ δύο ὥρας ἐν τῇ σκηνῇ μου διηυθύνθη πρὸς τὸ Βιβῆ, μετά τινων τῶν ἰθαγενῶν ἀχθοφόρων μου ἐπιφορτισθέντων νὰ μετακομίσουν τὴν ἐλαφρὰν αὐτοῦ σκευήν. Ἐσταμάτησεν ἐπὶ μικρὸν ἐν Βιβῆ, εἶτα ἐπεβιβάσθη ἑνὸς τῶν ἀτμοπλοίων μας καὶ μετέβη εἰς Βανάνα, ὅθεν δι' ἄλλου ἀτμοπλοίου διηυθύνθη εἰς Γκαβῶνα.

Κατὰ τὴν ἐν τῇ σκηνῇ μου διατριβὴν αὐτοῦ ὁ Βράτσα, παρατηρήσας τὸ πελώριον καὶ ὀγκῶδες ὄρος Μγόμα μοὶ εἶπε:

—Θὰ σᾶς χρειασθοῦν ἓξ μῆνες διὰ νὰ διέλθετε μὲ τὰς ἁμάξας σας αὐτὸ τὸ βουνόν. Οἱ ἄνθρωποί σας εἶνε ὀλίγιστοι διὰ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα. Ἔπρεπε νὰ ἦσαν τοὐλάχιστον πεντακόσιοι ἄνδρες.

Ἡ σκέψις ἐκείνη ἦτο ὀρθοτάτη, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦτο ὅλως ἀδύνατον νὰ λάβωμεν ἐπικουρίας, οἱ δὲ ἄνθρωποι δὲν κατασκευάζονται κατὰ παραγγελίαν, εἰς οὐδὲν θὰ ὠφέλει τὸ νὰ τίλλωμεν τὴν κόμην ἡμῶν διεκτραγῳδοῦντες τὴν ἀδυναμίαν μας. Τὸ σύνθημα ἦτο νὰ βαδίσωμεν πρόσω, νὰ εἰσδύσωμεν εἰς τὸ ἐσωτερικὸν μετὰ τοῦ πολυτίμου ἡμῶν ὑλικοῦ καὶ νὰ ἱδρύσωμεν πανταχοῦ σταθμούς. Ἔπρεπε νὰ ὑπακούσωμεν, νὰ προχωρήσωμεν.

A*