Ελεγείο για την ευγενικιά γυναίκα του Ασάναγα
←Ἀπελπισία | Σκαραβαίοι και Τερρακότες Συγγραφέας: Μεταφραστής: Ιωάννης Γρυπάρης Ἐλεγεῖο γιὰ τὴν εὐγενικιὰ γυναῖκα τοῦ Ἀσάναγα |
(Ἀπὸ τὸ Μορλακικό)
Τ’ ειν’ ποῦ ἀσπρίζει κάτω ἐκεῖ στὰ χλωρά δάση;
Νἆναι τάχα χιόνι αὐτό; ἢ νἆναι κύκνοι;
Χιόνια νἄτανε, θὲ νά εἰχαν πάλι λυώσῃ,
κύκνοι νἄτανε, θὲ νά ἠθελαν πετάξη.
Χιόνι δέν εἰναι, δὲν εἶναι κι οὔτε κύκνοι,
εἶναι τοῦ Ἀσάναγα οἱ ἄσπρες οἱ τέντες
κι αὐτὸς κοίτεται στὰ ροῦχα λαβωμένος.
Ἦρθαν νὰ τὸν δοῦν ἡ μάννα κ' ἡ ἀδερφή του
ντροπαλὴ ἡ γυναίκα του ντηριέται νἄρθῃ.
Κι ὅταν ἔδωσε κ’ ἔγιαναν οἱ πληγές του,
στὴν πιστὴ γυναῖκα του μηνάει νὰ ποῦνε:
«Μή με καρτερᾷς πιὰ μήτε στὸ Παλάτι,
στὸ Παλάτι μου καὶ μήτε στοὺς δικούς μου.»
Τἄκουσε ἡ πιστὴ τὰ σκληρὰ τοῦτα λόγια,
ἀποσβολώθηκε καὶ σπάραξε ἡ καρδιά της
ἀκούει πατήματα στὴν πόρτα ἐμπρὸς ἀλόγου
καὶ λογιάζει ὁ Ἀσὰν ὁ ἄντρας της πῶς ἦρθε·
στὸ πυργὶ πετᾷ γιὰ νὰ ριχτῇ μπροστά του,
τρέχουν πίσω της οἱ δυὸ καλές της κόρες
τῆς φωνάζουνε καὶ δάκρια πικρά χύνουν:
«Δὲν εἶναι τοῦ Ἀσὰν τοῦ ἀφέντη μας ὁ μαῦρος,
ὁ Πιντόροβιτς εἶν’ ὁ ἀδερφός σου ποῦ ήρθε.»
Πίσω τοῦ Ἀσὰν γυρίζει ἡ γυναικούλα,
πέφτει στὸ λαιμὸ ἡ δόλια τοῦ ἀδερφοῦ της:
«Δὲ ντροπή, ἀδερφέ, ντροπὴ τῆς ἀδερφῆς σου
ποῦ μ’ ἀπόδιωξε πέντε παιδιῶνε μάννα!»
Λόγο ὁ ἀδερφός· καὶ σέρνει ἀπὸ τὸν κόλφο
μὲς σὲ κραμουζὶ μετάξι τυλιγμένο
συνθεμένο τὸ χαρτί του χωρισμού των,
ὅτι: νὰ γυρνᾷ στῆς μάννας της τὸ σπίτι
νἆν’ ἐλεύτερη νὰ πάρῃ ἄλλον ἄντρα.
Βλέπει τὸ πικρὸ χωρισοχάρτι ἐκείνη
καὶ φιλάει τὰ δυὸ τἀγόρια της στὰ μάτια,
τὶς δυὸ κόρες της στὰ μάγουλα φιλάει·
μ’ ἀπ’ τὸ βυζανιάρικο μέσα στὴν κούνια
ἄχ, δὲν μπόραγε ἡ πικρὴ νὰ ξεκολλήσῃ.
Μὰ τὴν ξεκολλάει ὁ ἁψὺς ὁ ἀδερφός της
καὶ σπουδαστικὰ τὴν παίρνει ἐπάνω στὸ ἄτι
κ’ ἔτσι βιάζεται μὲ τὴ φτωχιὰ γυναῖκα
ἴσα στὸ ψηλὸ τὸ πατρικό του σπίτι.
Λίγος πέρασε καιρός, κἄν ἑφτὰ μέρες,
λίγος, μὰ ἔσωνε· πολλοὶ τρανοὶ ἀρχόντοι
τὴν κερὰ ζητοῦν, στὴ λύπη τῆς χηρειᾶς της,
τὴν κερὰ ζητοῦν, γυναῖκα νὰ τὴν κάμουν
κι ὁ τρανύτερος εἶναι ὁ κατῆς τοῦ Ἰμόσκη.
Κλαίγεται ἡ κερὰ καὶ λέει τοῦ ἀδερφοῦ της:
«Ἔτσι νὰ χαρῇς τὴ ζωή σου σ’ ἐξορκίζω
μὴ μὲ δίνῃς πιὰ γυναῖκα σ’ ἄλλον ἄντρα,
μὴ ξανανταμώσουμε μὲ τὰ γλυκά μου
τὰ φτωχὰ παιδιὰ καὶ ραγιστῇ ἡ καρδιά μου.»
Μὰ τὰ λόγια της δε γράφει ὁ ἀδερφός της,
θέλει στὸν κατῆ τοῦ Ἰμόσκη νὰ τὴ δώσῃ
καὶ ξανὰ ἡ καλὴ παρακαλεῖ καὶ λέει:
«Στεῖλε, ἀδερφέ, ἕνα κἂν στείλε φύλλο
μὲ τὰ λόγια αὐτὰ γιὰ τὸν κατῆ τοῦ Ἰμόσκη:
Φιλικὰ σὲ χαιρετᾷ ἡ νέα ἡ χήρα
καὶ μιὰ χάρη ταπεινὰ θὰ σοῦ ζητήσῃ·
σὰ σὲ προβοδήσουνε σὲ μᾶς οἱ σκλάβοι,
ἕνα βέλο νὰ μοῦ φέρῃς ὡς τὰ πόδια
γιὰ νὰ σκεπαστῶ μπρὸς ἀπ’ τοῦ Ἄσὰν τὸ σπίτι
καὶ νὰ μὴν τὰ δῶ τὰ μαῦρα τὰ ὀρφανά μου.»
Πήρεν ὁ κατῆς δὲν πῆρε αὐτὸ τὸ γράμμα
καὶ τοὺς σκλάβους του ὅλους εὐθὺς μαζεύει
καὶ ξεκίνησε τὸ δρόμο γιὰ τῆς νύφης,
φέρνοντας μαζὶ τὸ βέλο ποῦ ζητοῦσε.
Φτάνει μὲ χαρὲς στὸ σπίτι τῆς ἀρχόντως,
μὲ χαρές μαζί της ξεκινάει ἀπ’ τὸ σπίτι.
Μὰ ὅταν σίμωσαν στοῦ Ἀσάνη τὸ παλάτι,
εἶδαν τὰ παιδιὰ τὴ μάννα τους ’πὸ πάνω
καὶ τῆς κράζουνε· «Ἔλα στὸ σπίτι πίσω,
ἔλα τὸ βραδὺ νὰ φᾶς ψωμὶ μαζί μας!»
Θλιβερὰ γρικᾷ τὰ λόγια τους ἡ μάννα
κ’ ἔτσι γύρισε καὶ λέει τοῦ ἄρχοντά της:
«Ἄφις νὰ σταθοῦν ἡ συνοδειὰ καὶ τἄτια
λίγο νὰ σταθοῦν στὴν πόρτα τῶν παιδιῶ μου
καὶ χαρίσματα νὰ κάμω στὰ μικρά μου.»
Κ’ ἔτσι σταματοῦν στὴν πόρτα τῶν παιδιῶ της
καὶ χαρίσματα χαρίζει στὰ φτωχά της·
χρυσοκέντητα στἀγόρια της στιβάλια
καὶ φορέματα μακριὰ χρυσὰ στὶς κόρες
καὶ στὸ βρέφος της, τἀβόηθο μὲς στὴν κούνια,
ἄλλο φόρεμα γιὰ ὅταν θὰ μεγαλώσῃ.
Τἄβλεπε ὁ Ἀσὰν παράμερα ὁ πατέρας,
πολὺ βούρκωσε καὶ κράζει τῶν παιδιῶ του:
«Πίσω ἐλᾶτ’ ἐδῶ, γλυκὰ φτωχὰ παιδιά μου,
κ’ ἔγινε ἡ καρδιὰ τῆς μάννας σας ἀτσάλι,
κλείδωσε σφιχτὰ καὶ πιὰ δὲ νοιώθει σπλάχνος.»
Τἄκουσεν αὐτὰ τοῦ Ασὰν ἀγᾶ ἡ γυναῖκα,
πέφτει κατὰ γῆς χλωμή, βροντᾷ στὸ χῶμα
κ’ ἡ ψυχὴ πετᾷ μὲς ἀπ’ τὰ μαῦρα στήθια
ὅταν τὰ παιδιά της εἶδε νὰ τὴ φεύγουν.