Εκ των επιταφίων ανθέων
Ἐκ τῶν ἐπιταφίων ἀνθέων Συγγραφέας: |
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1887 του Κωνσαντίνου Σκόκου |
–Πές μου, πουλάκι εὐσπλαχνικὸ, ἐκεῖ ποὖνε θαμμένο;
Τὸ μέρος εἶνε ἡλιακὸ κ’ ἡ γῆ χορταριασμένη;
–Ὁ τάφος εἶνε πράσινος κι’ ὁ ἥλιος ὁ καϋμένος
Στὸ χῶμά του ἁπλόνεται γλυκὰ καὶ τὸν ζεσταίνει.
–Γιὰ πές, πές μου, πουλάκι μου· ςτή γῆ ποῦ τόνε κρύβει
Ῥοδίζει δάφνη εὐγενική, κυπαρισσάκι σκύβει;
–Δάφνη καὶ κυπαρίσσι ἡ γῆ ποῦ κείτετ’ ἔχει βγάλει,
Καὶ κυπαρίσσι ἐστήθηκε ςτὸ κυπαρίσσι πάλι....;
–Γιὰ πές, πουλί μου· τραγουδεῖς ’ςτὸν ἔρημο σταυρό του;
Τοῦ συντροφεύεις τὤνειρο ποῦ βλέπει ’ς τὤνειρό του;
–Ἐκεῖ πηγαίνω κάθε αὐγή, μεσάνυχτα καὶ βράδυ,
Τοῦ τραγουδῶ ’ςτὴ χαραυγή, ’ς τὸ φῶς καὶ ’ς τὸ σκοτάδι.
Γιὰ τὴν ἀγαπημένη του τοῦ κηλαϊδῶ τριάδα,
Γιὰ σένα, τὰ καϋμένα σας παιδιὰ [2] καὶ τήν Ἑλλάδα.
Ὅλα τοῦ τἂ ’πα, ἔννοια σου.... πλὴν τἄξερε, τὰ ξέρει,
Γιατὶ δὲν τὸν τελείωσε τοῦ χάρου τὸ μαχαῖρι.
Δὲν ’μπόρεσε· θανάτωσε μονάχα τὸ κορμί του,
Μὰ ’ς τήν καρδιὰ ποῦ κτύπησε σταμάτησε ἡ ψυχή του…
’Κεῖνοι ποῦ κράζουνε βωβοὺς τοὺς τάφους βλασφημοῦνε!
–Πουλὶ, αὐτὰ μου φαίνονται ὅλα τὰ εἶπες· ὅμως
Δὲν μοὔπες κάτω πῶς περνᾶ ’ς τὸ ἔρημο τὸ χῶμα·
Δὲν σὲ ἀφίνει νὰ τὰ πῇς ἡ φρίκη καὶ ὁ τρόμος....
Καθὼς τὸν ’βάλαμε ’ςτή γῆ ὁ ἴδιος εἶν ἀκόμη;
Ὁ ἴδιος, ἀπαράλλακτος; ἢ μὴ ὁ μαῦρος τάφος
Ἔβαλε χέρι ’σὲ Θεοῦ χαρτὶ ὁ πλαστογράφος;
Εἰς τὸ πλατὺ του μέτωπο ἠ ’ξαστεριὰ ἀπομένει,
Κ’ ἡ ἄσπρη φουστανέλλα του, τὸ χῶμά του λευκαίνει;
Τ’ ἀνάβλεμμά του ἀπέμεινε, ἡ λεβεντιὰ, τ’ ἀγέρι;
Καὶ σείν’ ἀκόμη καὶ ’ς τὴ γῆ τὸ φτερωτό του χέρι;
’Σ τὸν τάφο ἀηδόνι ἐβάλαμε· τὴν ἔχει τή λαλιά του;
Ἀητὸ τοῦ παραδώσαμε· τὰ ἔχει τὰ φτερά του;
–Ὁ τάφος εἶνε ἄπιστος, δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνη
Καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κληρονομεῖ καὶ σβύνει,
Τὸν κάνει χῶμα τὸ Θεό… βουβαίνει κάθ’ ἀηδόνι,
Πέρνει τ’ ἀητοῦ τή λεβεντιὰ, τὸν νοῦ τὸν κάνει σκόνη,
Ἀστέρια ’ς τὸ σκοτάδι του τὰ δυό μας μάτια δίνει
Καὶ μὲ τὰ κάλλη τοῦ κορμιοῦ τὴν ἀσχημιά του ντύνει.
Γιὰ τοῦτο γίνετ’ ἐκκλησιά γι’ οὐτὸ ’ς τὰ χώματά του
Ῥιζόνει ἅγιος σταυρὸς κι’ ἁπλόνει τὴ σκιὰ του.
Καὶ τὸ πουλὶ ἑσώπασε· – Πὲς μου, πουλί μου, ἀκόμα,
Μέσα ’ς τὸν τάφο κ’ ἡ καρδιὰ πεθαίνει μὲ τὸ σῶμα;
Τίποτ’ ἀπ’ τὴν ἀγάπη της καὶ μνήμη δὲν τῆς μένει;
Ἄχ! ὅταν χάνεται ἡ καρδιὰ καὶ ὁ Θεὸς πεθαίνει!..
–Αὐτὸ εἷνε τὸ τρομερὰ ποῦ ζῇ, καὶ μέσ’ ’ς τὸ χῶμα·
Μακάρι νὰ νεκρόνουνταν ἀντάμα μὲ τὸ σῶμα!..
Μονάχη ζῇ, ’ς τὰ σκοτεινὰ, ’ς τὸ κρύο καὶ ’ς τὸ κρῖμα,
Ἔχει τὰ φείδια συντροφιὰ, τὸν τρόμο προσκεφάλι,
Μ’ ἀλήθεια ἔχει τὸ Θεὸ ἀγκαλιστὰ ’ς τὸ μνῆμα
Καὶ τοῦ Σωτῆρα τὸ σταυρὸ ἐπάνω ’ς τὸ κεφάλι,
Ὅταν ἠχήσ’ ἡ σάλπιγγα ποῦ τοὺς νεκροὺς ’ξυπνάει!
–Πουλί μου· μήπως πίκρανα τ’ ἀδέλφι μου τὴν ὥρα
ὅπου τὸν ἄφησα κ’ ἐγὼ ’ς τὴν ἔρημη τὴ χώρα;…
Εἶδες τὴ φοβερὴ στιγμὴ, ποῦ ἄλλη ’σὰν κ’ ἐκείνη
Κανεὶς δὲν ’γέννησε καιρὸς κ’ ἡ φρίκη δὲν τὴν δίνει;
Εἰς τήν στιγμὴ π’ ἀκούμβησε τὸ φέρετρο ’ς τὸ μνῆμα
Πῶς μὲ ξεφώνημα βουβὸ ἐμάκρυνα τὸ βῆμα
Κ’ ἔφυγα, ἔφυγα μακρυὰ κ’ ἤμουν κοντά του πάλι;
Εἶχα ’ς τὰ στήθια σπαραγμὸ, φωτιὰ μέσ’ ’ς τὸ κεφάλι.
Σκότος ’ς τὰ μάτια κι’ ἀστραπαῖς… νὰ μείνω δὲν ’μποροῦσα,
Κ’ ἥλιος ἂν ἤμουν θἄσβυνα, καὶ σίδερο θὰ ’σποῦσα.
Ἄχ! τί δὲν ἔδινα μακρυὰ νὰ βρίσκουμουν, καὶ πάλι
Νὰ εἶμ’ ἐκεῖ· τὰ στήθια μου νὰ ἔχῃ προσκεφάλι…
Ἡ τρέλλα μοὔδινε ζωή γι’ αὐτὸ ἀκόμη ἐζοῦσα·
Τ ἀδέλφι μου ’ς τὰ χώματα νὰ ’δῶ δὲν ἠμποροῦσα·
Τ’ ἀγαπημένο πρόσωπο ποῦ μοῦ ἐχαμογέλα
Καὶ μέσ’ ἀπὸ τὸ φέρετρο γιὰ χάρι μου ἀκόμα,
Τὸ κυπαρίσσι μὲ λευκὴ ντυμένο φουστανέλλα
Νὰ βλέπω νὰ τὸ θάβουνε, νὰ τὸ σκεπάζῃ χῶμα!
Χῶμα ’ς τ’ ἀδέλφι μου, ’ς ἐμὲ τὸν ἴδιο, ’ς τὴν καρδιά μου,
’Στ’ ἄχραντα τῆς ἀγάπης μου, ’ς τὴν ἅγια τράπεζά μου!
Καὶ νεκροθάφτη ἄπονο καὶ πληρωμένο χέρι
Νὰ ρίχνῃ ἄστρα μέσ’ σ’ τὴ γῆ κι’ ἀθάνατο ἀγέρι,
Κι’ ἐγὼ νὰ βλέπω ἀκίνητος μὲ χέρια σταυρωμένα
Χωρὶς ἀπὸ τὸ μνῆμά του ἐπάνω νὰ τὸν βγάλω·
Ἄχ! ὅταν τὸν ἐθάψανε, ἐθάψανε κ’ ἐμένα·
Ἐπῆρα προκαταβολὴ τοῦ τάφου, πρὶν πεθάνω,
Ἀποθαμμένος τὸ ’στερνὸ τοῦ ἔδωσα φιλί μου,
Νεκρὸς ἐφίλαε νεκρὸ ’ς τὰ ’μάτια καὶ ’ς τὸ στόμα
Κ’ ἔπασχα μέσ’ ’ς τὰ χείλη του νὰ βάλω τὴν ψυχή μου,
Θαρροῦσα πῶς σιγά, σιγά μοῦ ἔλεγε «ἀκόμα!»
Καὶ τὸν φιλοῦσα, κ’ ἔβλεπα ’σὰν κάτω ἀπὸ τὸ κῦμα,
Κι’ ὁ νοῦς μου ἐφτερούγιαζε μακριὰ ἀπ’ τὴ κεφαλή μου.
Ἄχ! τί φιλὶ ποῦ ἤτανε τὸ ὑστερνὸ φιλί μου!
Τί φαρμακάδα γλυκερή· ’ς τὰ χείλη τὢχω ἀκόμα·
Φωτιὰ ποῦ δρόσιζε, δροσιὰ ποῦ μοὔκαιγε τὸ στόμα,
Ἀθανασία καὶ στιγμή· τὰ χείλη του ἐφιλοῦσα,
Κ’ ἔπιν’ ἀθάνατο νερὸ, κι’ ἀπέθαινα, κ’ ἐζοῦσα!
Σύρε, πουλί μου, πήγαινε, μονάχος θἆνε τώρα…
–Ἆ! ὄχι· ἔχει συντροφιὰ μεγάλη τέτοια ὥρα
Ἐκείνους ποῦ τραγούδησε ἡ ἀνδρικὴ φωνή του,
Τὸ Γρίβα του, τήν λεβεντιὰ τοῦ Διάκου, τὸν Τσαβέλλα·
Μονάχο δὲν τὸ παρατᾶ ὁ Μάρτης τὸ παιδί του·
Θὰ σμίγ’ ἡ φουστανέλλα του μὲ Μάρτη φουστανέλλα…
Τώρα ποῦ τὰ μεσάνυχτα ’ς ὀλίγο θὰ κτυπήσουν
Οἱ πεθαμμένοι ἀδειανοὺς τοὺς τάφους τους θ’ ἀφήσουν·
Θὲ νὰ γεμίσῃ σάβανα τὸ κοιμητῆρι κρύα,
Κι’ ἀγαπημέναις συντροφαῖς, φίλοι νεκροὶ, θὰ πᾶνε,
Εἰς τὴ μικρὰ πλατεία τους, ’μπροστὰ ’ς τὴν ἐκκλησία,
Ἀγέρι ν’ ἀνασάνουνε καὶ κόλυβα νὰ φᾶνε ....
Ἐκεῖ τώρα τ’ ἀδέρφι σου τὸ νειόταφο θὰ πάῃ,
Θἄχῃ τὸ Ζαλακώστα του, τοὺς Σούτσους του ’ς τὸ πλάϊ,
Καὶ μέσ ’ς τῆς Λαύρας τὰ σπαθιὰ - σπαθὶ ἤτανε κ’ ἐκείνη—
Ἡ λύρα του ’ς τὰ σκοτεινὰ τὴ λάμψι της θὰ χύνῃ.
Ἐκεῖνα ἐμπρὸς καὶ ’πίσω αὐτή· ’ςτὰ γονικά της πάλι....
Πάντα μαζῆ, κι’ ἀπάνω ’δῶ, καὶ ’ςτὴ ζωὴ τὴν ἄλλη.
Ἄχ! νὰ ’μποροῦσες νἄβλεπες τὴ πρώτη νύχτα ἐκείνη
Ὁποῦ ἐξανασμίξανε, τὶ κλάψιμο ποῦ ἐγίνη,
Τὶ φίλημα ἀντήχησε γλυκὺ καὶ πικραμένο,
Ὅταν τὸν εἶδαν νἄρχεται μὲ βῆμα δειλιασμένο....
Ὁ Γρίβας τὸν ἀγκάλιαζε, ὁ Σοῦτσος τὸν φιλοῦσε,
Καὶ ὁ Κανάρης ’δάκρυζε ἐκεῖ ποῦ τὸν κρατοῦσε.[3]
Πῶς ἡ γλυκειά σας ἀδελφὴ, ἡ Αἰμυλία, πάλι
Μέσ’ ’ς τήν ἀγαπημένη του εὑρέθη ἀγκαλιά του!
Μονάχα σεῖς τοῦ λείπατε εἰς τὴ ζωὴ τήν ἄλλη....
Μοὔρριψε ὕστερη ’ματιὰ κ’ ἐπῆγε ’ς τὸ Σταυρό του…
[Κατὰ τὰς ἀρχὰς Φεβρουαρίου 1886]
Αχ. Παρασχοσ
- ↑ Ὑπὸ τὴν ἐπιγραφὴν Ἐπιτάφια Ἄνθη ὁ ἡμέτερος φίλος καὶ ἐθνικὸς ποιητὴς κ. Ἀχιλλεὺς Παράσχος συνέθετο σειρὰν ἐπιταφίων ᾀσμάτων καὶ ἐλεγείων ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ πολυκλαύστου ἀδελφοῦ αὐτοῦ Γεωργίου Παράσχoυ. Ἐκ τῆς πολυτίμου ταύτης συλλογῆς προσεχῶς ἐν ἰδίῳ τεύχει δημοσιευθησομένης, καταχωρίζομεν ᾧδε τὸ ἀνωτέρω εὐμενῶς ἀποσπασθὲν καὶ παραχωρηθὲν ἡμῖν. Ἐν τοῖς μεστοῖς πάθους καὶ δυνάμεως στίχοις αὐτοῦ ἐξεικονίζεται ζωηρότατα ἡ συμπαθὴς ποιητικὴ ἐκείνη φύσις τοῦ Γεωργίου Παράσχου, ὃν εἵμαρτο οὑτωςεὶ προώρως ν’ ἀπολέσῃ ἡ Ἑλλάς.
- ↑ Τὰ τέκνα τοῦ Ἀχιλλέως πρὸς τὰ ὁποῖα ἔτρεφε τρυφερωτάτην στοργὴν ὁ ἀτυχὴς Γεώργιος
- ↑ Ἦσαν οἱ στενώτεροι ἐκ τῶν φίλων τοῦ ἀειμνήστου Γεωργίου.