Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εις την Νίκην

Από Βικιθήκη
Εις την Nίκην
Συγγραφέας:
Από τα «Λυρικά»




α´.
Ὄν, σὺ ποὺ ἡ φαντασία
φλογώδης τῶν θνητῶν
῾σὰν πτερωμένην βλέπει
παρθένον ῾ς τὸν ἀέρα,
οὐράνιον ἔργον    5


β´.
῾Σ τὸ μέτωπόν σου πάντοτε
ἄσβεστος λάμπει ἀστέρας,
ὦ Νίκη, συσσωρεύονται
τριγύρω σου ματαίως
νύκτες αἰώνων.    10


γ´.
Τὸ χέρι ὁποὺ τὰ πέπλα
τῶν οὐρανῶν κατέστρωσεν,
ἀπὸ σύγνεφα ὁλόχρυσα
ἐκβαίνει, καὶ σοῦ δείχνει
ἀνδρείους ἀνθρώπους.    15


δ´.
Πετάεις ἐσὺ κ᾿ ἐπάνω τους
σκορπίζεις φύλλα ἁμάραντα·
τέρπουν αὐτὰ τοὺς ζῶντας,
καὶ τοὺς γενναίως θανόντας
τέρπουν ἀκόμα.    20


ε´.
Αἴ, πῶς ὑπὸ τὴν πτέρυγα
ταχεῖαν του Νότου ἢ τ᾿ Εὕρου,
πολλὰ βλέπεις ῾νὰ σκήπτωσι
τ᾿ ἀνήσυχα τῆς λίμνης
῾ψηλὰ καλάμια!    25


ς´.
Ἀπὸ τριγμοὺς γεμίζουν
ἀπαύστως ὁλοτρίγυρα
μεγίστην πεδιάδα,
κανεὶς δὲ δὲν ἐμέτρησεν
αὐτῶν τὸ πλῆθος.    30


ζ´.
Ὅμως οἱ κυνηγοὶ
βάνουν φωτιὰν ῾κεῖ μέσα,
κ᾿ εὐθὺς ἀπὸ μίαν ἄκραν
῾πέρασ᾿ ἡ φλόγα εἰς ἄλλην
καίουσα τὰ πάντα.    35


η´.
Πανέρημος, ξεσκέπαστη
ἀστράπτει τώρα ἡ πλάτη
τῶν ὑδάτων, ἐσκόρπισεν
ὁ ἄνεμος τὰ λείψανα
καπνοῦ καὶ στάκτης.    40


θ´.
Πυκνά, πυκνὰ ὡς καλάμια
ἀνεμισμένα ἐβλέπαμεν
῾νὰ κινῶνται εἰς τοὺς κάμπους μας
τῶν πολεμίων μας τ᾿ ἅρματα,
κ᾿ ἔπεσαν ὅλα.    45


ι´.
Ποῦ εἶναι ἡ τόσσαι γλώσσαι
τῶν ἀκτινοβολούντων
σπαθιῶν; ποῦ εἶναι ἡ χεῖρες
τῶν ἐχθρῶν μας ἀμέτρητοι;
ποῦ τὰ καυχήματα;    50


ια´.
Πλατὺς καὶ σκοτεινός,
βαθὺς ἔχασκεν κ᾿ ἄφευκτος
ὁ ᾅδης ὑποκάτω τους·
ἐβουλίασαν, ἐχάθησαν,
ἐκλείσθη ὁ τάφος.    55

ιβ´.
Οὕτως ἀπὸ τὸν ἥλιον,
ὡσὰν πυρὸς σταλάγματα,
πέφτουσιν εἰς τὴν θάλασσαν
τῶν αἰώνων, καὶ χάνονται
διὰ πάντα ἡ ὥραι.    60

ιγ´.
Ὦ Νίκη, διὰ τοὺς Ἕλληνας
στεφάνους πλέξε· ἀλλ᾿ ὄχι
῾σὰν κείνους ποὺ χαρίζεις
εἰς βασιλέα κενόδοξον
αἱματοπότην·    65


ιδ´.
῾Σὰν κείνους ὄχι. Ἐπάνω τους
τὰ δάκρυα τῶν λαῶν
στάζουσι, καὶ μαραίνονται
ὀγλήγορα ὡς ἀπ᾿ ὄφιν
χόρτα καϊμένα.    70


ιε´.
Πήγαινε εἰς τὸν παράδεισον·
μία δάφνη ἐκεῖ βλαστάνει·
ἄγγελος τὴν φυλάττει
λαμπρός, καὶ τὴν ποτίζει
ψάλλων τοιαῦτα.    75


ις´.
«Αὔξανε διὰ τὸν θρίαμβον,
»διὰ τὴν ἀγάπην αὔξανε
»ἐλευθερίας, πατρίδος·
»διὰ πάντοτε ἀκεραύνωτος
»βλάστανε ὦ δάφνη.    80


ιζ´.
Ζήτει τὰ θαλερώτερα
πλέον ἄφθαρτα κλονάρια·
μ᾿ αὐτὰ πλέξε τὰ στέμματα,
καὶ πρόσθεσεν ἀκόμα
δυὸ εἰδῶν ρόδα.    85


ιη´.
Λευκὰ καὶ δροσερώτατα,
῾σὰν ἄστρα αὐγερινά,
ὑπὸ τὰ θεῖα φυτρόνουσι
πατήματα, καὶ πέφτουσι
συχνὰ εἰς τὸν κόσμον.    90


ιθ´.
Τἄχεις γνωστὰ· κ᾿ ἐστόλισες
πολλαὶς φοραὶς μ᾿ ἐκεῖνα,
τοὺς μὴ σκληρῶς πατήσαντας
τὸν ἐχθρὸν ὅταν ἔβαλεν
τ᾿ ἅρματα κάτω.    95


κ´.
Τἄχεις γνωστὰ· τὰ ἐχάρισες
εἰς ὅσους δὲν ἐξάπλωσαν
βαρεῖαν χεῖρα ἐπὶ γέροντας
ἢ παρθένους ὁπ᾿ ἔγιναν
λάφυρα μάχης.    100


κα´.
Ἐὰν τιμήσῃς ἥρωα
μ᾿ αὐτά, προσμένει ὁ τάφος
τὸ σῶμα του, προσμένουσιν
οἱ οὐρανοὶ τὸ στέφος του
καὶ τ᾿ ὄνομά του.    105