Η φλογέρα του Βασιλιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
→ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: διορθώσεις
(→ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: συνέχεια διορθώσεων) |
(→ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: διορθώσεις) |
||
—Θέλω τον άχαρο ήρωα, που έφτασε η ζωή του 270
καταμεσής του δρόμου της κ' είναι
βαρύς, μαυριδερός, κοντός, αδούλευτος, και πάντα
στου γερασμού την εμπατή και δε γερνά ποτέ του.
Τον ήρωα θέλω, που έφερε
σάμπως παιγνίδια σε παιδί, τις θεόρατες πόρτες,
τσελικωμένες,<ref>''τσελικώνω'': ατσαλώνω, (μεταφορικά) ενισχύω.</ref> θάματα του φιλτισιού, του σμάλτου,
τον ήρωα τον ασκητευτή, που ξέρει από μετάνοιες
κι από κορμί της γυναικός δεν ξέρει, κι αγνός είναι,
κάπου στην ακροθαλασσιά, που χέρι ενός τεχνίτη
δεν πέρασε από πάνω του, μα που αγαπά το κύμα
με τους αφρούς τον όγκο το σκληρό να συχνοδέρνη,
και που αγαπά να δένεται μαζί του το καράβι,
περνώντας του από το λαιμό τη γούμενα,<ref>''γούμενα'': χοντρό ναυτικό σκοινί.</ref> Καημό 'χω
κ'
τον ήρωα το μισόκοπο, τον άσκημο του κόσμου·
μα μου τον πλάθει η φαντασιά σαν
τους πάγκαλους κι αρίφνητους<ref>''αρίφνητος'': αμέτρητος.</ref> κεδρώνες, που είν' απάνου 290
κι από τα έλατα, κι απάνω από τους πεύκους. Ω ! έλα !—
—Ήρθα. Ο Φωκάς. Έξω από σε, στα πάντα Νικηφόρος !
Κυρά μου ερωτοδέσποινα
κρατάς εσύ τους έρωτες και δώσε εμέ τον πόθο.
Από την πόρτα του Αύγουστου, μια σκήτη
κάλλιο μου πρέπει· και στη δόξα αγνάντια που φυτρώνει
στης
του θρόνου και του θρίαμβου καταφρονώ τη δόξα.
Μα σε είδα, και αυτοκράτορας για να σ' αξίσω, να με !
Στα γόνατά σου η τιάρα μου, στη δούλεψή σου ο νους μου. 300
Και γέρος και ζηλόφτονος. Της λεβεντιάς τα βρόχια,
του κόσμου τα πλανέματα, κι όσο άφοβος, τα τρέμω.
Και πήρα κ' έκλεισα κ' εσέ και τη ζηλοφτονιά μου
και τους καημούς του
το μέγα καστροπάλατο, κατάνακρα στο κύμα,
με τα τριπλά, τετράψηλα, και
Και προς τη μυστική φωνή μεσ'
την ωργισμένη,
που ρέκαξε και μούκραξε: «Του κάκου υψώνεις, ρήγα,
του καστροπάλατου τριπλά τετράψηλα μουράγια. 310
Ανέβασ'
πάντα θα σ' εύρη η
Προς την προφήτισσα φωνή μεσ' στ
μούγγριξα κι αποκρίθηκα : Δαίμονα, δεν τρομάζω.
Κ' έπεσα και κοιμήθηκα στου λιονταριού το δέρμα·
κι ο λιόντας πιο πονετικός
Και μ' έσφαξες με το σπαθί του Τσιμισκή. Τι θέλεις ;
Όλοι εσείς, σας ωρέχτηκα·
Θέλω το μικροκάμωτα με τα μεγάλα μάτια, 320
τα γαλανά και τα γλαρά, που σέρνουν και που πνίγουν.
Το θώρι το ερωτόπουλο ξανθό και στην καρδιά του
μανιάζουν οι Αιγιώργηδες χτυπάνε οι Διγενήδες.
|