Αισώπου Μύθοι/Ιατρός άτεχνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
===Στα νέα Ελληνικά=== |
===Στα νέα Ελληνικά=== |
||
Ένας γιατρός ήταν ατζαμής, δεν ήξερε την τέχνη του όπως πρέπει να την ξέρει ένας γιατρός. Αυτός φρόντιζε έναν άρρωστο και |
Ένας γιατρός ήταν ατζαμής, δεν ήξερε την τέχνη του όπως πρέπει να την ξέρει ένας γιατρός. Αυτός φρόντιζε έναν άρρωστο και ενώ όλοι οι άλλοι γιατροί έλεγαν πως δεν κινδυνεύει, απλώς θ’ αργήσει να γίνει καλά, αυτός μόνος είπε στον άρρωστο να τακτοποιήσει τις δουλειές του γιατί την αυριανή μέρα δεν τη βγάζει. Και αφού είπε στους συγγενείς να ετοιμάσουν τα της κηδείας έφυγε. Μετά από κάμποσο καιρό ό άρρωστος έγινε καλά, βγήκε και περπατούσε στο δρόμο κίτρινος βέβαια και βαδίζοντας με δυσκολία. Έτυχε δε να συναντήσει το γιατρό ο οποίος τον χαιρέτησε και τον ρώτησε: «Τί κάνουν εκεί στον κάτω κόσμο;» Και ο άρρωστος του είπε: «Καλά είναι, ησυχάζουν οι νεκροί. Ξέχασαν τα βάσανα του κόσμου αφού ήπιανε το νερό της λησμονιάς.» Και συνέχισε: «Προ ολίγου όμως ο Θάνατος και ο Άδης θύμωσαν πολύ με τους γιατρούς γιατί δεν αφήνουν τους αρρώστους να πεθάνουν. Και μάλιστα γράφανε τα ονόματα των γιατρών αυτών για να τους τιμωρήσουν. Επρόκειτο δε να γράψουν και ’σένα, αλλά εγώ έπεσα στα πόδια τους και τους παρακάλεσα και ορκιζόμουν πως εσύ δεν είσαι γιατρός κι άδικα σε συκοφαντούν.» |
Αναθεώρηση της 15:41, 13 Μαρτίου 2020
Αἰσώπου Μῦθοι Ἰατρὸς ἄτεχνος |
Ἰατρὸς ἦν ἄτεχνος. Οὗτος ἀρρώστῳ παρακολουθῶν, πάντων ἰατρῶν λεγόντων αὐτὸν μὴ κινδυνεύειν, ἀλλὰ χρονίσειν ἐν τῇ νόσῳ, οὗτος μόνος ἔφη αὐτῷ πάντα τὰ αὐτοῦ ἑτοιμάσαι· «τὴν αὔριον γὰρ οὐκ ὑπερβήσῃ.» Ταῦτα εἰπὼν ὑπεχώρησε. Μετὰ χρόνον δέ τινα ἀναστὰς ὁ νοσῶν προῆλθεν, ὠχρὸς καὶ μόλις βαίνων. Ὁ δὲ ἰατρὸς συναντήσας αὐτῷ· «Χαῖρε, ἔφη· πῶς ἔχουσιν οἱ κάτω;» Κἀκεῖνος εἶπεν· «Ἠρεμοῦσι πιόντες τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ. Πρὸ ὀλίγου δὲ ὁ Θάνατος καὶ ὁ Ἅιδης δεινῶς ἠπείλουν τοὺς ἰατροὺς πάντας, ὅτι τοὺς νοσοῦντας οὐκ ἐῶσιν ἀποθνῄσκειν, καὶ κατεγράφοντο πάντας. Ἔμελλον δὲ καὶ σὲ γράψαι, ἀλλ’ ἐγὼ προσπεσὼν αὐτοῖς καὶ δυσωπήσας, ἐξωμοσάμην αὐτοῖς μὴ ἀληθῆ ἰατρὸν εἶναί σε, ἀλλὰ μάτην διεβλήθης.»
[Ὅτι] τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀμαθεῖς καὶ κομψολόγους ἰατροὺς ὁ παρὼν μῦθος στηλιτεύει.
Στα νέα Ελληνικά
Ένας γιατρός ήταν ατζαμής, δεν ήξερε την τέχνη του όπως πρέπει να την ξέρει ένας γιατρός. Αυτός φρόντιζε έναν άρρωστο και ενώ όλοι οι άλλοι γιατροί έλεγαν πως δεν κινδυνεύει, απλώς θ’ αργήσει να γίνει καλά, αυτός μόνος είπε στον άρρωστο να τακτοποιήσει τις δουλειές του γιατί την αυριανή μέρα δεν τη βγάζει. Και αφού είπε στους συγγενείς να ετοιμάσουν τα της κηδείας έφυγε. Μετά από κάμποσο καιρό ό άρρωστος έγινε καλά, βγήκε και περπατούσε στο δρόμο κίτρινος βέβαια και βαδίζοντας με δυσκολία. Έτυχε δε να συναντήσει το γιατρό ο οποίος τον χαιρέτησε και τον ρώτησε: «Τί κάνουν εκεί στον κάτω κόσμο;» Και ο άρρωστος του είπε: «Καλά είναι, ησυχάζουν οι νεκροί. Ξέχασαν τα βάσανα του κόσμου αφού ήπιανε το νερό της λησμονιάς.» Και συνέχισε: «Προ ολίγου όμως ο Θάνατος και ο Άδης θύμωσαν πολύ με τους γιατρούς γιατί δεν αφήνουν τους αρρώστους να πεθάνουν. Και μάλιστα γράφανε τα ονόματα των γιατρών αυτών για να τους τιμωρήσουν. Επρόκειτο δε να γράψουν και ’σένα, αλλά εγώ έπεσα στα πόδια τους και τους παρακάλεσα και ορκιζόμουν πως εσύ δεν είσαι γιατρός κι άδικα σε συκοφαντούν.»