Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό χειρόγραφο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Ntetos (συζήτηση | Συνεισφορά) Αντικατάσταση σελίδας με '{{Κεφαλίδα | τίτλος = Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό χειρόγραφο | συγγραφέας = |...' Ετικέτα: Αντικατάσταση |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
| σημειώσεις = Δείτε και [[w:Ευαγγελικά|Ευαγγελικά]] |
| σημειώσεις = Δείτε και [[w:Ευαγγελικά|Ευαγγελικά]] |
||
}} |
}} |
||
{{κέντρο| |
{{κέντρο| |
||
Γραμμή 45: | Γραμμή 43: | ||
}} |
}} |
||
*[[Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό χειρόγραφο/Κατά το Μαθθαίο|Κατά το Μαθθαίο]] |
|||
== ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΑΘΘΑΙΟ == |
|||
*[[Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό χειρόγραφο/Κατά το Μάρκο|Κατά το Μάρκο]] |
|||
*[[Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό χειρόγραφο/Κατά το Λουκά|Κατά το Λουκά]] |
|||
<poem> |
|||
*[[Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό χειρόγραφο/Κατά τον Ιωάνη|Κατά τον Ιωάνη]] |
|||
Κατάλογος του γένους του Ιησού Χριστού, γιου |
|||
του Δαυείδ, γιου του Αβραάμ. |
|||
Ο Αβραάμ έκανε τον Ισαάκ |
|||
κι’ ο Ισαάκ έκανε τον Ιακώβ |
|||
κι’ ο Ιακώβ έκανε τον Ιούδα και τους αδερφούς του |
|||
κι’ ο Ιούδας έκανε το Φαρές και το Ζαρέ από τη Θά- |
|||
[μαρ |
|||
κι’ ο Φαρές έκανε τον Εσρώμ |
|||
κι’ ο Εσρώμ έκανε τον Αράμ |
|||
κι’ ο Αράμ έκανε τον Αμειναδάβ |
|||
κι’ ο Αμειναδάβ έκανε το Ναασσών |
|||
κι’ ο Ναασσών έκανε το Σαλμών |
|||
κι’ ο Σαλμών έκανε το Βοές από τη Ραχάβ |
|||
κι’ ο Βοές έκανε τον Ιωβήδ από τη Ρουθ |
|||
κι’ ο Ιωβήδ έκανε τον Ιεσσαί |
|||
2. κι’ ο Ιεσσαί έκανε το Δαυείδ το βασιλέα |
|||
κι’ ο Δαυείδ έκανε το Σολομώνα από τη γυναίκα του |
|||
Ουρεία |
|||
κι’ ο Σολομώνας έκανε το Ροβοάμ |
|||
κι’ ο Ροβοάμ έκανε τον Αβιά |
|||
κι’ ο Αβιά έκανε τον Ασάφ |
|||
κι’ ο Ασάφ έκανε τον Ιωσαφάτ |
|||
κι’ ο Ιωσαφάτ έκανε τον Ιωράμ |
|||
κι’ ο Ιωράμ έκανε τον Οζεία |
|||
κι’ ο Οζείας έκανε τον Ιωάθαμ |
|||
κι’ ο Ιωάθαμ έκανε τον Άχαζ |
|||
κι’ ο Άχαζ έκανε τον Εζεκία |
|||
κι’ ο Εζεκίας έκανε το Μανασσή |
|||
κι’ ο Μανασσή έκανε τον Αμώς |
|||
κι’ ο Αμώς έκανε τον Ιωσεία |
|||
κι’ ο Ιωσείας έκανε τον Ιεχονία και τους αδερφούς |
|||
του στον καιρό της τοπαλλαξιάς της Βαβυλώ- |
|||
νας. 3. Κι' ύστερα από την τοπαλλαξιά της |
|||
Βαβυλώνας |
|||
ο Ιεχονίας κάνει το Σελαθιήλ |
|||
κι’ ο Σελαθιήλ κάνει το Ζοροβάβελ |
|||
κι’ ο Ζοροβάβελ κάνει τον Αβιούδ |
|||
κι’ ο Αβιούδ έκανε τον Ελιακείμ |
|||
κι’ ο Ελιακείμ έκανε τον Αζώρ |
|||
κι’ ο Αζώρ έκανε το Σαδώκ |
|||
κι’ ο Σαδώκ έκανε τον Αχείμ |
|||
κι’ ο Αχείμ έκανε τον Ελιούδ |
|||
κι’ ο Ελιούδ έκανε τον Ελεάζαρ |
|||
κι’ ο Ελεάζαρ έκανε το Μαθθάν |
|||
κι’ ο Μαθθάν έκανε τον Ιακώβ |
|||
κι’ ο Ιακώβ έκανε τον Ιωσήφ τον άντρα της Μαρίας, |
|||
που γέννησε τον Ιησού, αυτόν που λέγεται |
|||
Χριστός. |
|||
4. Όλες λοιπόν οι γενεές από Αβραάμ ως Δαυείδ |
|||
γενεές δεκατέσσερεις, κι’ από Δαυείδ ως στην τοπαλ- |
|||
λαξιά της Βαβυλώνας γενεές δεκατέσσερεις, κι’ από |
|||
την τοπαλλαξιά της Βαβυλώνας ως στο Χριστό γενεές |
|||
δεκατέσσερεις. |
|||
5. Και του Χριστού Ιησού η γέννηση έγινε έτσι. |
|||
Όταν αρρεβωνιάστηκε η μητέρα του η Μαρία τον |
|||
Ιωσήφ, πριν πάνε μαζί, βρέθηκε έγκυα από πνέμα |
|||
άγιο. Κι' ο Ιωσήφ ο άντρας της, όντας ενάρετος και |
|||
μη θέλοντας ναν την πομπέψει, βουλήθηκε ναν τη |
|||
χωρίσει κρυφά. Κι' αυτό αφού το συλλογίστηκε, να |
|||
άγγελος Κυρίου του παρουσιάστη στ' όνειρό του, κι’ |
|||
είπε «Ιωσήφ, γιε του Δαυείδ, μη φοβηθείς να πά- |
|||
» ρεις τη Μαρία τη γυναίκα σου• γιατί το γεννημένο |
|||
» μέσα της είναι από πνέμα άγιο. Και θα γεννήσει |
|||
» γιο, και τ' όνομά του ναν το πεις Ιησού• γιατί |
|||
» αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες |
|||
» τους.» Κι' όλα αυτά έγιναν για ν' αληθέψει ό,τι |
|||
είπε ο Κύριος μέσο του Προφήτη, που λέει '' Νά η |
|||
παρθένα θα συλλάβει και γεννήσει γιο, και θα πουν |
|||
τ' όνομά του Εμμανουήλ '' , που ξηγημένο σημαίνει |
|||
« Μαζί μας ο Θεός». 6. Και σα σηκώθηκε ο Ιω- |
|||
σήφ από τον ύπνο, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγε- |
|||
λος Κυρίου και πήρε τη γυναίκα του, και δεν τη |
|||
γνώριζε ως που γέννησε γιο. Κι' έβγαλε τ' όνομά του |
|||
Ιησού. |
|||
7. Και σα γεννήθηκε ο Ιησούς στη Βηθλεέμ της |
|||
Ιουδαίας στον καιρό του Ηρώδη του βασιλέα, νά |
|||
μάγοι από την ανατολή φτάσανε στην Ιερουσαλήμ |
|||
και λέγανε «Πού 'ναι ο γεννημένος βασιλέας των Ιου- |
|||
» δαίων; Γιατί είδαμε τ' άστρο του στην ανατολή |
|||
» κι’ ήρθαμε ναν τον προσκυνήσουμε». Και σαν τ' |
|||
άκουσε ο βασιλέας Ηρώδης, ταράχτη. [καθώς] κι’ |
|||
όλη η Ιερουσαλήμ μαζί του, και συνάζοντας όλους |
|||
τους πρωτοπαπάδες και τους διαβασμένους του λα- |
|||
ού, τους ρώταε πού γεννιέται ο Χριστός. Κι' εκείνοι |
|||
τούπανε «Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας• γιατί έτσι |
|||
» είναι γραμένο μέσο του Προφήτη '' '' Κι εσύ Βη- |
|||
» θλέεμ γη του Ιούδα, δεν είσαι όχι η πιο ασή- |
|||
» μαντη από τις πρωτεύουσες του Ιούδα• γιατί από |
|||
» σένανε θα βγει αρχηγός που θα βοσκήσει το λαό |
|||
» μου τον Ισραήλ». '' |
|||
8. Τότες ο Ηρώδης έκραξε κρυφά τους μάγους |
|||
και ξακρίβωσε τον καιρό τ' άστρου που φαίνουνταν, |
|||
και στέλνοντάς τους στη Βηθλεέμ είπε «Πηγαίνετε |
|||
» και ξετάστε σωστά για το παιδί, και σαν το βρεί- |
|||
» τε, μηνύστε μου, για να πάω κι’ εγώ και ναν το |
|||
» προσκυνήσω». Κι' αυτοί σαν άκουσαν το βασιλέα, |
|||
μίσεψαν. Και να τ' άστρο πούδανε στην ανατολή |
|||
προχωρούσε ομπρός τους ως που πήγε και στάθηκε |
|||
απάνου εκεί πούταν το παιδί. Και σαν είδαν τ' άσ- |
|||
τρο, χάρηκαν χαρά μεγάλη υπερβολικά, και πήγανε |
|||
στο σπίτι κι’ είδαν το παιδί με τη Μαρία τη μητέρα |
|||
του, κι’ έπεσαν και το προσκύνησαν. Κι' ανοίγοντας |
|||
τους θησαυρούς τους του προσφέρανε χαρίσματα, |
|||
χρυσάφι και λιβάνι και μύρρα. Κι' αφού φωτίστη- |
|||
καν σ' όνειρό τους να μην ξαναγυρίσουνε στον Ηρώ- |
|||
δη, απ' άλλο δρόμο μίσεψαν πίσω στον τόπο τους. |
|||
9. Κι' αυτοί σα μίσεψαν πίσω στον τόπο τους, να |
|||
άγγελος Κυρίου φάνηκε στ' όνειρό του του Ιωσήφ |
|||
και λέει «Σήκω πάρε το παιδί και τη μητέρα του |
|||
» και φεύγα στην Αίγυπτο, και μένε εκεί ως που |
|||
» να σου πω• γιατί 'ναι ο Ηρώδης να ζητήσει το |
|||
» παιδί με σκοπό ναν το σκοτώσει». Κι' εκείνος |
|||
σηκώθηκε και πήρε νύχτα το παιδί και τη μητέρα |
|||
του κι’ έφυγε στην Αίγυφτο, κι’ έμενε εκεί ως στο |
|||
θάνατο του Ηρώδη, για ν' αληθέψει ό,τι είπε ο Κύ- |
|||
ριος μέσο του Προφήτη, που λέει '' Από την Αίγυ- |
|||
φτο έκραξα το γιο μου '' . |
|||
10. Τότες ο Ηρώδης όταν είδε πως γελάστη από |
|||
τους μάγους, θύμωσε υπερβολικά, κι’ έστειλε και |
|||
θανάτωσε τ' αγόρια όλα μέσα στη Βηθλεέμ και σ' |
|||
όλα της τα σύνορα από διο χρονών και κάτου σύφω- |
|||
να με τον καιρό που ξακρίβωσε από τους μάγους. |
|||
Τότες αλήθεψε το ειπωμένο μέσο του Ιερεμία του |
|||
προφήτη, που λέει '' Φωνή ακούστηκε στη Ραμά, |
|||
κλάμα και ξεφωνητό πολύ• η Ραχήλ πούκλαιγε τα |
|||
τέκνα της, και παρηγοριά δεν είχε τι δε ζουν. '' |
|||
11. Και σαν πέθανε ο Ηρώδης, να άγγελος Κυ- |
|||
ρίου τού φαίνεται στ' όνειρό του του Ιωσήφ στην |
|||
Αίγυφτο και λέει «Σήκω πάρε το παιδί με τη μη- |
|||
» τέρα του και πήγαινε στον τόπο του Ισραήλ• γιατί |
|||
» πέθαναν όσοι ζητούσαν τη ζωή του παιδιού». Κι' |
|||
εκείνος σηκώθηκε και πήρε το παιδί και τη μητέρα |
|||
του και πήγε στον τόπο του Ισραήλ. Κι' όταν άκου- |
|||
σε πως ο Αρχέλαος βασιλεύει την Ιουδαία αντίς |
|||
τον πατέρα του τον Ηρώδη, φοβήθη εκεί να πάει, |
|||
μόνε, καθώς φωτίστηκε σ' όνειρό του, έφυγε στα |
|||
μέρη της Γαλιλαίας και πήγε και κατοίκησε χώρα |
|||
που λέγεται Ναζαρέτ, για ν' αληθέψει το ειπωμένο |
|||
μέσο των Προφητών, πως '' '' Ναζωραίο θαν τον κρά- |
|||
ξουν. '' |
|||
12. Κι' εκείνες τις ημέρες βγαίνει ο Ιωάνης ο |
|||
βαφτιστής, που κήρυχνε στην έρημο της Ιουδαίας |
|||
λέγοντας «Μετανιώστε, γιατί σίμωσε η βασιλεία των |
|||
» ουρανών». Γιατί αυτός είναι ο ειπωμένος μέσο |
|||
του Ησαΐα του προφήτη, που λέει '' Φωνή που |
|||
κάπιος κράζει στην έρημο Ετοιμάστε το δρόμο |
|||
του Κυρίου, ίσια κάντε τα μονοπάτια του. '' Κι' |
|||
ο ίδιος ο Ιωάνης είχε το φόρεμά του από γκαμή- |
|||
λας τρίχα και ζουνάρι δερμάτινο γύρω στη μέση |
|||
του, κι’ είταν η θροφή του ακρίδες και μέλι άγριο. |
|||
13. Τότες πηγαίνανε όξω στον Ιωάνη τα Ιερο- |
|||
σόλυμα κι’ η Ιουδαία όλη κι’ όλα τα περίχωρα του |
|||
Ιορδάνη, και τους βάφτιζε μέσα στον Ιορδάνη τον |
|||
ποταμό αφού ξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Και |
|||
σαν είδε και πήγαιναν πολλοί από τους Φαρισαίους |
|||
και Σαδδουκαίους στο βάφτισμα, τους είπε «Γεννή- |
|||
» ματα οχιών, πιος σας οδήγησε να γλυτώστε από |
|||
» την οργή που φτάνει; Κάντε λοιπόν καρπό άξιο του |
|||
» μετανιωμού, και μη λέτε τάχα μέσα σας Πατέρα |
|||
» έχουμε τον Αβραάμ γιατί σας λέω πως απ' αυ- |
|||
» τές τις πέτρες ο Θεός μπορεί να βγάλει του παιδιά |
|||
» του Αβραάμ. Και πια το ξινάρι τώρα στέκει κον- |
|||
» τά στη ρίζα των δέντρων• κάθε λοιπόν δέντρο που |
|||
» δεν κάνει καρπό καλό κόβεται και ρήχνεται στη |
|||
» φωτιά. Εγώ σας βαφτίζω με νερό για μετανιωμό, |
|||
» μα αυτός που φτάνει πίσω μου είναι δυνατώτερός |
|||
» μου, που δεν είμαι άξιος να σηκώσω τα σαντάλια |
|||
» του• αυτός θα σας βαφτίσει με πνέμα άγιο και φω- |
|||
» τιά. Που το φτιάρι 'ναι στο χέρι του και θα πασ- |
|||
» τρέψει πέρα ως πέρα τ' αλώνι του, και θα μαζέψει |
|||
» το στάρι του στην αποθήκη του, και τ' άχερο θα |
|||
» κάψει μ' άσβυστη φωτιά». |
|||
14. Τότες φτάνει ο Ιησούς από τη Γαλιλαία στον |
|||
Ιορδάνη να βρει τον Ιωάνη για να βαφτιστεί. Κι' |
|||
εκείνος τον αμπόδιζε κι’ έλεγε «Εγώ 'χω ανάγκη |
|||
» από σένα να βαφτιστώ, κι’ εσύ έρχεσαι σ' εμένα;» |
|||
Κι' ο Ιησούς αποκρίθηκε και τούπε «Άφισε τώ- |
|||
» ρα• γιατί έτσι πρέπει να κάνουμε κάθε μας χρέος». |
|||
Τότες τον αφίνει. 15. Κι' άμα βαφτίστηκε ο Ιησούς, |
|||
ευτύς ανέβηκε από τα νερά, και να άνοιξαν τα ου- |
|||
ράνια κι’ είδε πνέμα του Θεού που κατεβαίνοντας |
|||
σαν περιστέρι έρχουνταν απάνω του, και να φωνή |
|||
από τα ουράνια κι’ έλεγε «Αυτός είναι ο γιος μου |
|||
» ο αγαπητός πούχει την καλή μου γνώμη». |
|||
16. Τότες το πνέμα πήγε τον Ιησού απάνου |
|||
στην έρημο για ναν τον πειράξει ο Διάβολος. Κι' |
|||
αφού νήστεψε μέρες σαράντα και νύχτες σαράντα, |
|||
ύστερα πείνασε. Και πήγε ο Πειρασμός και τούπε |
|||
« Αν είσαι γιος του Θεού, πες οι πέτρες αυτές να γί- |
|||
» νουν ψωμιά». Κι' εκείνος αποκρίθη κι’ είπε «Είναι |
|||
» γραμένο '' '' Με ψωμί μονάχα δε θα ζήσει ο άνθρωπος, |
|||
» μόνε μ' όπιο λόγο βγαίνει από το στόμα τον Θεού». '' |
|||
17. Τότες τον πηγαίνει ο Διάβολος στην άγια χώρα |
|||
και τον έστησε στην άκρη απάνου του ναού, και του |
|||
λέει «Αν είσαι γιος του Θεού, ρήξου κάτου• γιατί |
|||
'ναι γραμένο πως '' '' Τους αγγέλους του για σένα θα |
|||
προστάζει, και θα σε σηκώσουνε στα χέρια μήπως |
|||
χτυπήσεις σε πέτρα το πόδι σου» '' . Του είπε ο Ιη- |
|||
σούς «Πάλι 'ναι γραμένο '' '' Να μη δοκιμάζεις τον |
|||
» Κύριο το Θεό σου '' ». 18. Πάλι τον πηγαίνει ο Διά- |
|||
βολος σε βουνό αψηλό υπερβολικά και του δείχνει |
|||
όλα τα βασίλεια του κόσμου και τη δόξα τους, και |
|||
τούπε «Αυτά όλα θα σ' τα δώσω αν πέσεις και με |
|||
» προσκυνήσεις». Τότες του λέει ο Ιησούς «Πήγαι- |
|||
» νε, Σατανά• γιατί 'ναι γραμένο '' Τον Κύριο το |
|||
» Θεό σον να προσκυνάς κι’ εκείνονε μονάχα να λα- |
|||
» τρεύεις '' ». Τότες τον παραιτάει ο Διάβολος, και να |
|||
άγγελοι ήρθαν και τον υπερετούσαν. |
|||
19. Και σαν άκουσε πως παράδωσαν τον Ιωάνη, |
|||
έφυγε στη Γαλιλαία, κι’ αφίνοντας τη Ναζαρά πήγε |
|||
και κατοίκησε την Καφαρναούμ την παράλιμνη στα |
|||
σύνορα, του Ζαβουλών και του Νεφταλείμ για ν' |
|||
αληθέψει το ειπωμένο μέσο του Ησαΐα του προ- |
|||
φήτη, που λέει '' Εσύ γη του Ζαβουλών και γη του |
|||
Νεφταλείμ στο δρόμο της λίμνης αντίπερα από τον |
|||
Ιορδάνη, εσύ Γαλιλαία των εθνών, ο λαός ο καθι- |
|||
σμένος σε σκοτάδι φως είδε μεγάλο, και στους καθι- |
|||
σμένους σε τόπο κι’ ήσκιο θανάτου φως τους ανά- |
|||
τειλε. '' |
|||
Από τότες άρχισε ο Ιησούς να κηρύχνει και λέει |
|||
« Μετανιώστε, γιατί σίμωσε η βασιλεία των ουρα- |
|||
» νών». |
|||
20. Και περπατώντας κοντά στη λίμνη της Γαλι- |
|||
λαίας είδε διο αδερφούς, το Σίμωνα που τον έλεγαν |
|||
Πέτρο και τον Αντρέα τον αδερφό του, ενώ έρρη- |
|||
χναν πλεμμάτι στη λίμνη — γιατί 'ταν ψαράδες — και |
|||
τους λέει «Ελάτε πίσω μου και θα σας κάνω ψα- |
|||
» ράδες ανθρώπων». Κι' εκείνοι αμέσως άφισαν τα |
|||
δίχτια και τον κολούθησαν. Και προχωρώντας από |
|||
κει, είδε άλλους διο αδελφούς, τον Ιάκωβο το γιο |
|||
του Ζεβεδαίου και τον Ιωάνη τον αδερφό του, μέσα |
|||
στο καράβι με το Ζεβεδαίο τον πατέρα τους ενώ |
|||
διόρθωναν τα δίχτια τους, και τους έκραξε. Κι' εκεί- |
|||
νοι αμέσως άφισαν το καράβι και τον πατέρα τους |
|||
και τον ακολούθησαν. |
|||
21. Και γύριζε όλη τη Γαλιλαία διδάσκοντας |
|||
μέσα στα συναγώγια τους και κηρύχνοντας το καλό |
|||
το μήνυμα της βασιλείας και γιατρεύοντας κάθε αρ- |
|||
ρώστια και κάθε πάθος του λαού. 22. Και πήγε η |
|||
φήμη του σ' όλη τη Συρία, και του φέρανε όλους |
|||
τους παθιασμένους, πιασμένους από κάθε λογής αρ- |
|||
ρώστια και βάσανο, δαιμονισμένους και σεληνιασμέ- |
|||
νους και παραλυτικούς• και τους γιάτρεψε. Και τον |
|||
ακολούθησαν πλήθη πολλά από τη Γαλιλαία και Δε- |
|||
κάπολη κι’ Ιεροσόλυμα κι’ Ιουδαία κι’ αντίπερα από |
|||
τον Ιορδάνη. |
|||
23. Κι' όταν είδε τα πλήθη, ανέβηκε το βουνό. |
|||
Κι' αφού κάθησε, ήρθαν κοντά του οι μαθητάδες του, |
|||
κι’ άνοιξε το στόμα και τους δίδασκε λέγοντας |
|||
« Καλότυχοι οι φτωχοί από νου, γιατί δική τους |
|||
» είναι η βασιλεία των ουρανών. Καλότυχοι οι λυ- |
|||
» πημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν. Καλότυχοι |
|||
» οι ήμεροι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη. |
|||
» Καλότυχοι οι πεινασμένοι και διψασμένοι την αρε- |
|||
» τή, γιατί αυτοί θα χορταστούν. Καλότυχοι οι |
|||
» σπλαχνικοί, γιατί αυτοί θα δούνε σπλαχνιά. 24. |
|||
» Καλότυχοι οι με καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα |
|||
» δούνε το Θεό. Καλότυχοι όσοι φέρνουν ειρήνη, |
|||
» γιατί αυτούς θα πούνε γιους του Θεού. Καλότυχοι |
|||
» οι κατατρεμένοι για αρετή, γιατί δική τους είναι |
|||
» η βασιλεία των ουρανών. Καλότυχοι 'στε ότα |
|||
» σας βρίσουν και σας κατατρέξουν, και σας καταλα- |
|||
» λήσουνε για μένα κάθε κακό ψευτολογώντας. Χαί- |
|||
» ρεστε κι’ αναγαλλιάζετε, γιατί η αξία σας μεγάλη |
|||
» στα ουράνια• γιατί έτσι κατάτρεξαν τους προ- |
|||
» φήτες τους προτύτερά σας. |
|||
» Εσείς είστε τ' αλάτι της γης• κι’ αν τ' αλάτι |
|||
» μωραθεί, με τι θ' αλατιστεί; Τίποτα πια δεν αξί- |
|||
» ζει παρά ναν το ρήξεις όξω κι’ οι ανθρώποι ναν το |
|||
» καταπατούν. 25. Εσείς είστε το φως του κόσμου. |
|||
» Δε μπορεί χώρα να κρυφτεί απάνου σε βουνό χτισ- |
|||
» μένη. Μήτ' ανάβουνε λύχνο και τόνε βάζουν κάτου |
|||
» από το κοιλό, μόνε στο λυχνοστάτη απάνου, και |
|||
» φέγγει σ' όλους μέσα στο σπίτι. Έτσι ας λάμψει |
|||
» το φως σας μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν |
|||
» τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον πατέρα σας |
|||
» στα ουράνια. |
|||
26.» Μη νομίστε πως ήρθα να χαλάσω το Νόμο |
|||
» ή τους Προφήτες• δεν ήρθα να χαλάσω, μόνε ν' |
|||
» αληθέψω. Γιατί αληθινά σας λέω, πριν περάσει ο |
|||
» ουρανός κι’ η γη, ένα γιώτα ή μια γραμμίτσα δε |
|||
» θα περάσει από το Νόμο, πρι να γίνουν όλα. Όπιος |
|||
» λοιπόν χαλάσει μια από κείνες τις εντολές — τις μι- |
|||
» κρότατες — κι’ έτσι διδάξει τους ανθρώπους, μικρό- |
|||
» τατο θαν τον πούνε στη βασιλεία των ουρανών ό- |
|||
» πιος όμως κάνει και διδάξει, αυτόνε μεγάλο θαν |
|||
» τον πούνε στη βασιλεία των ουρανών. Γιατί σας |
|||
» λέω, πως α δεν πληθήνει η αρετή σας πιότερο από |
|||
» των διαβασμένων και Φαρισαίων, αδύνατο να μπεί- |
|||
» τε στη βασιλεία των ουρανών. |
|||
27.» Ακούσατε πως ειπώθηκε στους παλιούς |
|||
» Να μη σκοτώνεις• κι’ όπιος σκοτώσει, του πρέ- |
|||
» πει το κριτήρι. Εγώ όμως σας λέω, πως όπιος |
|||
» θυμώνει τ' αδερφού του, του πρέπει το κριτήρι• |
|||
» κι’ όπιος πει τ' αδερφού του Ρακά, του πρέπει |
|||
» η σύνοδο• κι’ όπιος πει Βλάκα, του πρέπει η |
|||
» γέεννα της φωτιάς. Α λοιπόν προσφέρνεις το |
|||
» χάρισμά σου στο θυσιαστήρι απάνου κι’ εκεί θυ- |
|||
» μηθείς πως έχει τίποτα μαζί σου ο αδερφός σου, |
|||
» άφισέ το εκεί το χάρισμά σου στο θυσιαστήρι |
|||
» ομπρός, και σήρε πρώτα και φιλιώσου με τον |
|||
» αδερφό σου, και τότες έλα πρόσφερε το χάρισμά |
|||
» σου. Κέρδισε την καλογνωμιά τ' αντιδίκου σου |
|||
» γλήγορα όσο βρίσκεσαι στο δρόμο μαζί του, μή- |
|||
» πως σε παραδώσει ο αντίδικος στον κριτή κι’ ο |
|||
» κριτής στον κλητήρα και φυλακιστείς• αληθινά |
|||
» σου λέω, δε θα βγεις από κει ως να γυρίσεις το |
|||
» στερνό κοδράντη. |
|||
28.» Ακούσατε πως ειπώθηκε '' Να μη μοιχεύ- |
|||
» εις. '' Εγώ όμως σας λέω, πως όπιος βλέπει γυ- |
|||
» ναίκα με σκοπούς αποθυμιάς, τήνε μοίχεψε κι’ |
|||
» όλας μέσα στην καρδιά του. Κι' αν το μάτι σου |
|||
» το δεξύ σε σκανταλίζει, βγάλ' το και ρήξε το |
|||
» μακριά σου• γιατί σε συφέρνει ένα σου μέλος να |
|||
» χαθεί, κι’ όχι όλο σου το κορμί να ρηχτεί σε γέ- |
|||
» εννα. Κι' αν το δεξύ σου χέρι σε σκανταλίζει, κόψ' |
|||
» το και ρήξε το μακριά σου• γιατί σε συφέρνει ένα |
|||
» σου μέλος να χαθεί, κι’ όχι όλο σου το κορμί να |
|||
» πάει σε γέενα. |
|||
29. » Κι' ειπώθηκε '' '' Όπιος χωρίσει τη γυναίκα |
|||
» του, ας της δώσει χωρισοχάρτι '' . Εγώ όμως σας |
|||
» λέω, πως όπιος χωρίσει τη γυναίκα του εξόν από |
|||
» λόγο ατιμίας, την κάνει και μοιχεύεται• κι’ όπιος |
|||
» χωρισμένη παντρευτεί, μοιχεύει. |
|||
30. » Πάλι ακούσατε πως ειπώθηκε στους παλιούς |
|||
» '' Να μην ψευτορκείς, μόνε να πλερώνεις στον Κύ- |
|||
» ριο τους όρκους σου '' . Εγώ όμως σας λέω, να |
|||
» μην ορκίζεσαι ολότελα, μήτε στον ουρανό γιατί |
|||
» 'ναι θρόνος του Θεού, μήτε στη γη γιατί 'ναι των |
|||
» ποδιών του σκαμνί, μήτε στα Ιεροσόλυμα γιατί |
|||
» 'ναι πολιτεία του μεγάλου βασιλέα, μήτε στην |
|||
» κεφαλή σου να μην ορκίζεσαι γιατί δε μπορείς μια |
|||
» τρίχα να κάνεις άσπρη ή μαύρη. Μόνε ας είναι |
|||
» ο λόγος σας ναι ναι, όχι όχι• το παραπάνου |
|||
» έρχεται από τον Κακό. |
|||
31. Ακούσατε πως ειπώθη '' Μάτι για μάτι και |
|||
» δόντι για δόντι. '' Εγώ όμως σας λέω, μην αν- |
|||
» τιστέκεις στον κακό, μόνε όπιος σε χτυπά στο |
|||
» δεξύ σου μάγουλο, γύρισ' του και τ' άλλο• κι’ |
|||
» όπιος σου θέλει δίκες και να πάρει σου το ρούχο, |
|||
» άφισέ του και το πανωφόρι• κι’ όπιος σ' αγγα- |
|||
» ρέψει ένα μίλι, πήγαινε μαζί του διο. Σ' όπιονε |
|||
» σου γυρεύει δώσε, κι’ όπιος θέλει να σου δανειστεί |
|||
» μην του γυρίσεις ράχη. |
|||
32. » Ακούσατε πως ειπώθη '' Ν' αγαπάς το γεί- |
|||
» τονά σου και να μισείς τον εχτρό σου '' . Εγώ |
|||
» όμως σας λέω, αγαπάτε τους εχτρούς σας και προ- |
|||
» σεύκεστε για το καλό όσωνε σας κατατρέχουν, |
|||
» έτσι να γίνετε γιοι του πατέρα σας στα ουράνια, |
|||
» γιατί τον ήλιο του τον ανατέλλει σε κακούς και |
|||
» σε καλούς και βρέχει σε δίκιους κι’ άδικους. |
|||
» Τι ανίσως αγαπήστε όσους σας αγαπούν, τι αξία |
|||
» έχετε; Το ίδιο δεν κάνουν κι’ οι τελώνες; Κι' |
|||
» α χαιρετήστε τους αδερφούς σας μοναχά, τι πα- |
|||
» ραπάνου κάνετε; Το ίδιο δεν κάνουνε κι’ οι εθνι- |
|||
» κοί; Γίνετε λοιπόν εσείς τέλειοι, όπως τέλειος |
|||
» είναι ο πατέρας σας ο ουράνιος. |
|||
33.» Προσέχετε τα χρέη σας να μην τα κάνετε |
|||
» μπροστά στους ανθρώπους, έτσι για να σας καμα- |
|||
» ρώσουν• ειδεμή, αξία δεν έχετε με τον πατέρα μου |
|||
» στα ουράνια. Ότα λοιπόν ελεείς, μη σαλπίζεις |
|||
» μπροστά σου, όπως κάνουν οι υποκριτάδες μέσα |
|||
» στα συναγώγια και στενά για να παινεθούν από |
|||
» τους ανθρώπους. Αληθινά σας λέω, έλαβαν την |
|||
» πλερωμή τους. Μονάχα εσύ σαν ελεείς, ας μη μάθει |
|||
» το ζερβύ σου το τι κάνει το δεξύ σου, για να μείνει |
|||
» η ελεημοσύνη σου κρυφή• κι’ ο πατέρας σου που |
|||
» βλέπει στο κρυφό θα σε πλερώσει. |
|||
34. »Κι' όταν κάντε προσευχή, μη γίνεστε σαν |
|||
» τους υποκριτάδες• γιατί αγαπούνε μέσα στα συνα- |
|||
» γώγια και στων μεγάλων δρόμων τις γωνιές να |
|||
» στέκουν και προσεύκουνται, για να φανούνε στους |
|||
» ανθρώπους. Αληθινά σας λέω, έλαβαν την πλε- |
|||
» ρωμή τους. Μονάχα εσύ σαν κάνεις προσευκή, έμπα |
|||
» μέσα στα κελλί σου, και κλείνοντας την πόρτα σου |
|||
» προσευκήσου στον πατέρα σου πούναι στο κρυφό• |
|||
» κι’ ο πατέρας σου που βλέπει στο κρυφό θα σε πλε- |
|||
» ρώσει. Και στην προσευκή σας μη μωρολογάτε σαν |
|||
» τους υποκριτάδες, γιατί νομίζουν πως με την πο- |
|||
» λυλογιά τους θα συνακουστούν. Μην τους μιάστε |
|||
» λοιπόν• γιατί ξέρει ο Θεός ο πατέρας σας το τι |
|||
» σας χρειάζεται πριν του ζητήστε. Λοιπόν έτσι εσείς |
|||
» να προσεύχεστε '' Πατέρα μας εσύ μέσ' στα ουράνια, |
|||
» άγιο ας είναι τ' όνομά σου, ας έρθει η βασιλεία |
|||
» σου, ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό |
|||
» [έτσι] και στη γη• το ψωμί μας όσο μας πέφτει |
|||
» δώσε μας σήμερα, και χάρισέ μας τα χρέη μας όπως |
|||
» κι’ εμείς χαρίσαμε σ' όσους μας χρωστούν και μη |
|||
» μας βάλεις σε πειρασμό, μόνε γλύτωσέ μας από |
|||
» τον Κακό. '' Γιατί α συχωρέστε των ανθρώπων τα |
|||
» φταιξίματά τους, θα συχωρέσει και σ' εσάς ο πα- |
|||
» τέρας σας ο ουράνιος• μα α δε συχωρέστε των ανθρώ- |
|||
» πων τα φταιξίματά τους, δε θα συχωρέσει μήτ' |
|||
» ο πατέρας σας τα δικά σας φταιξίματα. |
|||
35. » Και σα νηστεύετε, μη γίνεστε σαν τους υπο- |
|||
» κριτάδες σκυθρωποί• γιατί αφανίζουνε τα πρόσωπά |
|||
» τους για να φανούνε στους ανθρώπους πως νηστεύ- |
|||
» ουν. Αληθινά σας λέω, έλαβαν την πλερωμή τους. |
|||
» Μόνε εσύ σα νηστεύεις, λάδωσε το κεφάλι σου και νίψε |
|||
» το πρόσωπό σου για να μη φανείς στους ανθρώπους |
|||
» πως νηστεύεις, μόνε στον πάτερα σου στο κρυφό• κι’ |
|||
» ο πατέρας σου που βλέπει στο κρυφό θα σε πλερώσει. |
|||
36. » Μη θησαυρίζετε θησαυρούς στη γη, όπου |
|||
» σκουλήκι και φάγωμα αφανίζει κι’ όπου κλέφτες |
|||
» τρυπούν και κλέβουνε• μόνε θησαυρίζετε θησαυρούς |
|||
» στον ουρανό, όπου μήτε σκουλήκι μήτε φάγωμα |
|||
» αφανίζει κι’ όπου κλέφτες δεν τρυπούν μήτε κλέ- |
|||
» βουνε. Γιατί όπου 'ναι ο θησαυρός σου, εκεί θάναι |
|||
» κι’ η καρδιά σου. |
|||
37. » Ο λύχνος του κορμιού 'ναι το μάτι σου. Α |
|||
» λοιπόν το μάτι σού 'ναι αθώο, όλο το κορμί σου θά- |
|||
» ναι φωτεινό• μα αν είναι αχαμνό το μάτι σου, όλο |
|||
» τα κορμί σου θάναι σκοτεινό. Α λοιπόν σκοτάδι |
|||
» 'ναι το φως το μέσα σου, το σκοτάδι πόσο; |
|||
38. » Διο αφεντάδες να δουλεύει δε μπορεί κανείς• |
|||
» γιατί ή τον ένα θα μισήσει και τον άλλο θ' αγαπή- |
|||
» σει, ή στον ένα θα προσκολληθεί και τον άλλο θ' |
|||
» αψηφίσει. Δε μπορείτε Θεό να δουλεύετε και Μα- |
|||
» μωνά. Γι' αυτό σας λέω, μη φροντίζετε για τη ζωή |
|||
» σας τι θα φάτε ή τι θα πιείτε, μήτε για το σώμα |
|||
» σας τι θα φορέστε. Δεν είναι η ζωή πια πολύ από |
|||
» τη θροφή και το σώμα από το φόρεμα; Κοιτάξτε |
|||
» τα πουλιά τ' ουρανού, τι δε σπαίρνουν ούτε θερί- |
|||
» ζουν ούτε συνάζουνε σ' αποθήκες, κι’ ο πατέρας σας |
|||
» ο ουράνιος τα θρέφει• εσείς δεν αξίζετε πιο πολύ |
|||
» τους; Και πιος φροντίζοντας μπορεί στα χρόνια του |
|||
» μια πήχη να βάλει παραπάνου; Και για φόρεμα τι |
|||
» φροντίζετε; Παρατηρήστε τους κρίνους του κάμπου |
|||
» πώς γίνουνται• δε δουλεύουνε μήτε γνέθουν• όμως |
|||
» σας λέω πως κι’ ο Σολομώνας μέσα σ' όλη του |
|||
» τη δόξα σαν κανένα τους δε φόρεσε στολή. Α λοι- |
|||
» πόν του κάμπου τα χορτάρι πούναι σήμερα και τα- |
|||
» χιά το ρήχνουνε σε φούρνο, έτσι ο Θεός το στολίζει, |
|||
» όχι πολύ περισσότερο εσάς, λιγόπιστοι; Μη λοιπόν |
|||
» φροντίζετε λέγοντας τι θα φάμε ή τι θα πιούμε ή τι |
|||
» θα βάλουμε (επειδή όλα αυτά τα ζητούν οι εθνικοί), |
|||
» γιατί ξέρει ο πατέρας σας πως όλα αυτά σας χρειά- |
|||
» ζουνται• μόνε ζητάτε πρώτα την αγιοσύνη και τη |
|||
» βασιλεία του, κι’ όλα αυτά θα σας δοθούνε μαζί. |
|||
» Μη λοιπόν φροντίζετε για την αυρινή, γιατί η αυρι- |
|||
» νή θα φροντιστεί μονάχη της• της σώνει της ημέρας |
|||
» το δικό της βάσανο. |
|||
39.» Μη δικάζετε για να μη δικαστήτε• γιατί μ' |
|||
» ό,τι δίκη δικάζετε θα δικαστήτε και μ' ό,τι μέτρο |
|||
» μετράτε θα σας μετρηθεί. Και τι βλέπεις το ξυ- |
|||
» λάκι μέσα στο μάτι τ' αδερφού σου, και το πα- |
|||
» τερό μέσα στο δικό σου μάτι δεν το νιώθεις; Ή πώς |
|||
» θα πεις τ' αδερφού σου. Άφισε να βγάλω το ξυλάκι |
|||
» από το μάτι σου, και νά το πατερό μέσα στο δικό σου |
|||
» μάτι; Υποκριτή, βγάλε πρώτα το πατερό μέσ' από |
|||
» το μάτι σου, και τότες κοίταξε να βγάλεις το ξυ- |
|||
» λάκι από το μάτι τ' αδερφού σου. 40. Μη δώστε |
|||
» τίποτ' αγιασμένο στα σκυλιά, μήτε να ρήξτε τα |
|||
» μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους, μήπως |
|||
» τα καταπατήσουνε με τα πόδια τους και γυρνώντας |
|||
» σας ξεσκίσουν. |
|||
41.» Ζητάτε και θα σας δοθεί• γυρεύετε και θα |
|||
» βρείτε• χτυπάτε και θα σας ανοιχτεί. Γιατί όπιος |
|||
» ζητά λαβαίνει, κι’ όπιος γυρεύει βρίσκει, και σ' |
|||
» όπιονε χτυπάει ανοίγουν. Ή πιος σας άνθρωπος |
|||
» που θα ζητήσει ο γιος του ψωμί, μήπως πέτρα θαν |
|||
» του δώκει; ή και ψάρι θα ζητήσει, μήπως θαν του |
|||
» δώκει φείδι; Α λοιπόν εσείς όντας κακοί ξέρετε των |
|||
» παιδιώνε σας να δίνετε καλά δοσίματα, πόσο πιο |
|||
» πολύ ο πατέρας σας ο ουράνιος θα δώκει καλά σ’ |
|||
» όσους του ζητούν! Όλα λοιπόν όσα θέλετε να σας |
|||
» κάνουν οι ανθρώποι, έτσι κι’ εσείς ναν τους κάνετε• |
|||
» γιατί αυτός είναι ο Νόμος κι’ οι Προφήτες. |
|||
42. » Μπαίνετε από τη στενή την πύλη, γιατί |
|||
» πλατιά 'ναι η πύλη κι’ απλόχωρος ο δρόμος που |
|||
» φέρνει στο χαμό, και πολλοί 'ναι όσοι μπαίνουν από |
|||
» κει• όμως γιατί στενή 'ναι η πύλη και στρυμωχτός |
|||
» ο δρόμος που φέρνει στη ζωή, και λίγοι 'ναι που |
|||
» τόνε βρίσκουν. |
|||
43. » Προσέχετε από τους ψευτοπροφήτες, που |
|||
» σας έρχουνται με φορέματα προβάτων κι’ είναι από |
|||
» μέσα λύκοι αρπαχτικοί. Από τους καρπούς τους |
|||
» θαν τους νιώστε. Μήπως συνάζουν απ' αγκαθιές |
|||
» σταφύλια κι’ από τριβόλια σύκα; Έτσι κάθε δέν- |
|||
» τρο καλό κάνει καρπούς ωραίους, όμως το σάπιο |
|||
» δέντρο κάνει καρπούς κακούς. Δε γίνεται δέντρο |
|||
» καλό να κάνει καρπούς κακούς, μήτε σάπιο δέντρο |
|||
» να κάνει καρπούς καλούς. Δέντρο που δεν κάνει |
|||
» καρπό καλό κόβεται και ρήχνεται στη φωτιά. Λοι- |
|||
» πόν από τους καρπούς τους θαν τους νιώστε. |
|||
44. » Δε θα μπει στη βασιλεία των ουρανών όπιος |
|||
» μου λέει Κύριε, Κύριε, μόνε όπιος κάνει το θέλημα |
|||
» του πατέρα μου στα ουράνια. Πολλοί θα μου πουν |
|||
» εκείνη την ημέρα Κύριε, Κύριε, με τ' όνομά σου |
|||
» δεν προφητέψαμε και με τ' όνομά σου δε βγάλαμε |
|||
» δαιμόνια και με τ' όνομά σου δεν κάναμε θάματα |
|||
» πολλά; Και τότες θαν τους απολογηθώ πως Ποτές |
|||
» δε σας ήξερα• φύγετε από μένα οι εργάτες της ανο- |
|||
» μίας. |
|||
45.» Όπιος λοιπόν ακούει μου αυτά τα λόγια και |
|||
» τα κάνει, θα μιάσει άνθρωπο φρόνιμο πούχτισε το |
|||
» σπίτι του στην πέτρα απάνου• και κατέβηκε η βροχή |
|||
» κι’ ήρθαν τα ποτάμια και φυσήξανε οι ανέμοι, και |
|||
» πλακώσανε στο σπίτι εκείνο και δεν έπεσε• γιατί |
|||
» είτανε θεμελιωμένο στην πέτρα απάνου. 46. Κι' |
|||
» όπιος ακούει μου αυτά τα λόγια και δεν τα κάνει, |
|||
» θα μιάσει άνθρωπο ασυλλόγιστο πούχτισε το σπίτι |
|||
» του στον άμμο απάνου• και κατέβηκε η βροχή κι’ |
|||
» ήρθαν τα ποτάμια και φυσήξανε οι άνεμοι, και χτυ- |
|||
» πήσανε το σπίτι εκείνο κι’ έπεσε, κι’ είταν τρανό το |
|||
» πέσιμό του». |
|||
47. Και συνέβηκε, σαν τέλιωσε ο Ιησούς αυτά |
|||
τα λόγια, σάστιζαν τα πλήθη με τη διδαχή του• |
|||
γιατί τους δίδασκε σα να 'χε εξουσία κι’ όχι καθώς |
|||
οι διαβασμένοι τους. |
|||
48. Κι' όταν κατέβηκε από το βουνό, τον ακολού- |
|||
θησαν πλήθη πολλά. Και να λωβιασμένος ήρθε και |
|||
τον προσκυνούσε λέγοντας «Κύριε, α θέλεις, μπορείς |
|||
» να με καθαρίσεις». Κι' απλώνοντας το χέρι του τον |
|||
άγγιξε κι’ είπε «Θέλω, καθαρίσου». Κι' ευτύς του |
|||
καθαρίστη η λώβα. Κι' ο Ιησούς του λέει «Κοίτα |
|||
» μην το πεις κανενός, μόνε σήρε δείξου στον παπά, |
|||
» και πρόσφερε το χάρισμα που πρόσταξε ο Μωϋσής, |
|||
» έτσι για να φωτιστούν». |
|||
49. Και σα μπήκε στην Καφαρναούμ πήγε ένας |
|||
εκατόνταρχος που τον παρακαλούσε κι’ έλεγε «Κύριε, |
|||
» το παιδί μου κοίτεται στο σπίτι παραλυτικό και |
|||
» βασανίζεται τρομερά». Του λέει «Εγώ έρχουμαι |
|||
» και τον γιατρεύω». Κι' ο εκατόνταρχος αποκρίθη κι’ |
|||
είπε «Κύριε, δεν αξίζω για να μπεις κάτου από τη |
|||
» στέγη μου• μα μοναχά πες λόγο και θα γιατρευτεί |
|||
» το παιδί μου. Γιατί κι’ εγώ 'μαι άνθρωπος υπο- |
|||
» ταχτικός έχοντας κάτου μου στρατιώτες, και λέω |
|||
» στον ένα Πήγαινε, και πηγαίνει, και σ' άλλον Έλα, |
|||
» κι’ έρχεται, και στο σκλάβο μου Κάνε ετούτο, και |
|||
» το κάνει». Και σαν άκουσε ο Ιησούς, απόρησε κι’ |
|||
είπε σ' όσους τον ακολουθούσαν• «Αληθινά σας λέω, |
|||
» σε κανέναν τόση πίστη δε βρήκα μέσα στον Ισ- |
|||
» ραήλ. Και σας λέω, πως πολλοί απ' ανατολή και |
|||
» δύση θάρθουν και θα κάτσουνε μαζί με τον Αβραάμ |
|||
» και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ μέσα στη βασιλεία |
|||
» των ουρανών, μα τους γιους της βασιλείας θαν τους |
|||
» βγάλουν όξω στο σκοτάδι το πιο εξώτερο• εκεί θα |
|||
» 'ναι το κλάψε και το τρίξε των δοντιών». Κι' είπε |
|||
ο Ιησούς στον εκατόνταρχο «Πήγαινε• όπως πίστε- |
|||
» ψες ας σου γίνει». Και γιατρεύτη το παιδί την ώρα |
|||
εκείνη. |
|||
50. Κι' όταν ήρθε ο Ιησούς στο σπίτι του Πέ- |
|||
τρου, είδε την πεθερά του κατάκοιτη και θερμα- |
|||
σμένη• κι’ άγγιξε το χέρι της, και την αφήκε η θέρμη |
|||
και σηκώθηκε και τον υπερετούσε. Και σα βράδιασε, |
|||
του φέρανε δαιμονισμένους πολλούς κι’ έβγαλε τα πνέ- |
|||
ματα με λόγο, και γιάτρεψε όλους τους αρρώστους, |
|||
για ν' αληθέψει το ειπωμένο μέσο του Ησαΐα του |
|||
προφήτη, που λέει '' Αυτός πήρε τις αρρώστιες μας και |
|||
τα πάθια σήκωσε '' . |
|||
51. Και σαν είδε ο Ιησούς γύρω του πλήθος, |
|||
πρόσταξε να παν αντίπερα. Κι' ένας διαβασμένος |
|||
πήγε και του είπε «Δάσκαλε, θα σ' ακολουθήσω όπου |
|||
» κι’ αν πας». Κι' ο Ιησούς του λέει «Οι αλεπούδες |
|||
» έχουν τρύπες και τα πουλιά τ' ουρανού φωλιές, όμως |
|||
» ο γιος τ' ανθρώπου δεν έχει πού να γύρει το κε- |
|||
» φάλι». Κι' άλλος μαθητής του είπε «Κύριε, πα- |
|||
» ραχώρησέ μου να πάω πρώτα και να θάψω τον πα- |
|||
» τέρα μου». Κι' ο Ιησούς του λέει «Ακολούθα με, |
|||
» κι’ ας θάψουν τους νεκρούς τους οι νεκροί». |
|||
52. Και μπήκε σε καράβι και τον ακολούθησαν οι |
|||
μαθητάδες του. Και να φουρτούνα μεγάλη έγινε στη |
|||
λίμνη, τόσο που το καράβι το σκέπαζαν τα κύματα. |
|||
Κι' εκείνος κοιμούνταν. Και πήγαν και τόνε σηκώ- |
|||
σανε λέγοντας «Κύριε, σώσε, χανόμαστε». Και τους |
|||
λέει «Τι δειλιάζετε, λιγόπιστοι;» Τότες σηκώθηκε |
|||
και μάλωσε τους ανέμους και τη λίμνη κι’ έγινε κα- |
|||
λοσύνη μεγάλη. Κι' απορούσαν οι ανθρώποι λέγοντας |
|||
« Σαν τι 'ναι αυτός που κι’ οι ανέμοι κι’ η λίμνη τον |
|||
» ακούν;» |
|||
53. Και σαν πήγε αντίπερα στον τόπο των Γα- |
|||
δαρηνών, απάντησε διο δαιμονισμένους πούβγαιναν |
|||
από τα μνήματα, άγριους υπερβολικά, τόσο που δε |
|||
μπορούσε κανείς να περάσει από το δρόμο εκείνο. Και |
|||
νά φώναξαν κι’ είπαν «Τι θέλεις από μας, γιε του |
|||
» Θεού; Ήρθες εδώ πριν την ώρα να μας βασανί- |
|||
» σεις;» Κι' είτανε μακριά από κει κοπάδι μεγάλο |
|||
χοίροι που βοσκούσαν. Κι' οι δαιμόνοι τον παρακα- |
|||
λούσαν κι’ έλεγαν «Α μας βγάλεις, στείλε μας στο |
|||
» κοπάδι των χοίρων». Και τους είπε «Πηγαίνετε». |
|||
Κι' εκείνοι βγήκανε και πήγανε στους χοίρους, και να |
|||
όρμησε όλο το κοπάδι κάτου από τον γκρεμό στη λίμ- |
|||
νη, και ψοφήσανε μέσα στα νερά. Κι' οι βοσκοί έφυ- |
|||
γαν, και πήγανε στη χώρα και μηνήσανε τα πάντα |
|||
και το τι συνέβη στους δαιμονισμένους. Και να όλη |
|||
η χώρα βγήκε ν' απαντήσει τον Ιησού, κι’ άμα τον |
|||
είδαν, τον παρακαλέσανε να φύγει αλλού από τα σύ- |
|||
νορά τους. |
|||
54. Και μπαίνοντας σε καράβι, πέρασε αντίκρυ |
|||
και πήγε στον τόπο του. Και να του πήγαν παρα- |
|||
λυτικό απάνου σε κλινάρι πλαγιασμένο. Και σαν είδε |
|||
ο Ιησούς την πίστη τους, είπε του παραλυτικού |
|||
« Έχε θάρρος, παιδί μου, συχωρεμένες οι αμαρ- |
|||
» τίες σου». Και να μερικοί διαβασμένοι είπανε μέσα |
|||
τους «Αυτός ασεβεί». Κι' ο Ιησούς ένιωσε τους |
|||
στοχασμούς τους κι’ είπε «Γιατί στοχάζεστε κακά |
|||
» μέσα στην καρδιά σας; Γιατί τι 'ναι ευκολώτερο, |
|||
» να πεις Συχωρεμένες οι αμαρτίες σου, ή να πεις Σή- |
|||
» κω και περπάτα; Όμως για να μάθετε πως έχει |
|||
» εξουσία ο γιος τ' Ανθρώπου στη γη να συχωρνά |
|||
» αμαρτίες,» τότες λέει του παραλυτικού «Σήκω πά- |
|||
» ρε το κλινάρι σου και σήρε σπίτι σου». Και σηκώ- |
|||
θηκε και πήγε σπίτι του. Και σαν τόδανε τα πλή- |
|||
θη, φοβηθήκανε, και δόξασαν το Θεό πούδωκε εξουσία |
|||
τέτια στους ανθρώπους. |
|||
55. Και περνώντας από κει ο Ιησούς είδε έναν |
|||
άνθρωπο καθισμένο στο τελώνιο που τον έλεγαν Μαθ- |
|||
θαίο, και του λέει «Ακολούθα με». Και σηκώθη και |
|||
τον ακολούθησε. Και συνέβη, ενώ 'ταν καθισμένος |
|||
[κι’ έτρωγε] μέσα στο σπίτι, να πολλοί τελώνες κι’ |
|||
αμαρτωλοί ήρθαν και καθίσανε μαζί με τον Ιησού |
|||
και με τους μαθητάδες του. Κι' οι Φαρισαίοι σαν τους |
|||
είδαν, λέγανε στους μαθητάδες του «Γιατί τρώει ο δά- |
|||
» σκαλός σας μαζί με τους τελώνες και με τους αμαρ- |
|||
» τωλούς;» Κι' εκείνος τ' άκουσε κι’ είπε «Γιατρό |
|||
» δε θέλουν οι γεροί, μόνε οι αρρωστημένοι. Μόνε |
|||
» σήρτε μάθετε το τι θα πει '' Σπλαχνιά θέλω κι’ όχι |
|||
» θυσία '' , γιατί δεν ήρθα να κράξω ενάρετους, μόνε |
|||
» αμαρτωλούς». |
|||
56. Τότες πηγαίνουνε στον Ιησού οι μαθητάδες |
|||
του Ιωάνη κι’ έλεγαν «Γιατί εμείς κι’ οι Φαρισαίοι |
|||
» νηστεύουμε, κι’ οι μαθητάδες σου δε νηστεύουν;» |
|||
Κι' ο Ιησούς τους είπε «Μήπως μπορούν οι γιοι της |
|||
» αίθουσας του γάμου να πενθούν ενόσω βρίσκεται ο |
|||
» γαμπρός μαζί τους; Όμως θαρθεί καιρός που θαν |
|||
» τους πάρουν το γαμπρό, και τότες θα νηστέψουν. |
|||
» Και κανείς κομάτι καινούργιο δεν το βάζει μπάλ- |
|||
» λωμα σε ρούχο παλιό• γιατί το γιόμισμά του παίρ- |
|||
» νει από το ρούχο, και χειροτερεύει η τρύπα. Μήτε |
|||
» βάζουν καινούργιο κρασί σ' ασκιά παλιά• ειδεμή, |
|||
» σπουν τ' ασκιά, και το κρασί χύνεται και χάνουν- |
|||
» ται τ' ασκιά• μόνε βάζουνε κρασί καινούργιο σε |
|||
» καινούργια ασκιά, και βαστούνε και τα διο». |
|||
57. Ενώ τους μίλαε αυτά τα λόγια, να ένας άρ- |
|||
χοντας πήγε και τον προσκυνούσε κι’ έλεγε πως «Η |
|||
» κόρη μου ό, τι πέθανε• μόνε έλα βάλε απάνου της |
|||
» το χέρι και θα ζήσει». Κι' ο Ιησούς σηκώθη και |
|||
τον ακολούθησε, [καθώς] κι’ οι μαθητάδες του. Και |
|||
να γυναίκα μ' αιμορραγία δώδεκα χρόνια πήγε κοντά |
|||
από πίσω κι’ άγγιξε την άκρη του ρούχου του, γιατί |
|||
έλεγε μέσα της «Μοναχά το ρούχο του ν' αγγίξω, |
|||
» θα γλυτώσω». Κι' ο Ιησούς γύρισε, και σαν την |
|||
είδε, είπε «Έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε |
|||
» γλύτωσε». Και γλύτωσε η γυναίκα από κείνη την |
|||
ώρα. Κι' όταν ήρθε ο Ιησούς στο σπίτι τ' άρχοντα |
|||
κι’ είδε τους μουσικούς και τον κόσμο που μυρολο- |
|||
γούσε, έλεγε «Πηγαίνετε, γιατί δεν πέθανε το κο- |
|||
» ρίτσι, μόνε κοιμάται». Και τον περγελούσαν. |
|||
Όμως σαν έβγαλαν τον κόσμο όξω, μπήκε μέσα κι’ |
|||
έπιασε το χέρι της, και σηκώθη το κορίτσι. Και |
|||
βγήκε η φήμη αυτή σ' όλον εκείνον τον τόπο. |
|||
58. Και περνώντας από κει ο Ιησούς, τον ακολου- |
|||
θήσανε διο τυφλοί που φώναζαν και λέγανε «Σπλα- |
|||
» χνίσου μας, γιε του Δαυείδ». Και σαν ήρθε σπίτι, |
|||
πήγαν οι τυφλοί και τους λέει ο Ιησούς «Πιστεύετε |
|||
» αυτό πως μπορώ ναν το κάνω;» Του λένε «Ναι, |
|||
» Κύριε». Τότες τους άγγιξε τα μάτια λέγοντας |
|||
« Ας σας γίνει κατά την πίστη σας», και τους |
|||
ανοίχτηκαν τα μάτια. Κι' ο Ιησούς τους φοβέρισε |
|||
κι’ είπε «Κοιτάξτε κανείς μην το μάθει». Μα εκεί- |
|||
νοι βγήκανε και κήρυξαν παντού τη φήμη του σ' όλον |
|||
εκείνον τον τόπο. Κι' αυτοί σαν έβγαιναν, να του |
|||
πήγαν έναν άλαλο δαιμονισμένο κι’ όταν του βγήκε |
|||
το δαιμόνιο, μίλησε ο άλαλος. Κι' απόρησαν τα |
|||
πλήθη κι’ έλεγαν «Ποτές τέτιο δε φάνηκε στο έθνος |
|||
» του Ισραήλ». Μα οι Φαρισαίοι λέγανε «Με τον |
|||
» αρχιδαίμονα βγάζει τα δαιμόνια». |
|||
59. Και γύριζε ο Ιησούς όλες τις πολιτείες και |
|||
τα χωριά, διδάσκοντας μέσα στα συναγώγια τους |
|||
και κηρύχνοντας το καλό το μήνημα της βασιλείας |
|||
και γιατρεύοντας κάθε αρρώστια και κάθε πάθος. |
|||
60. Και σαν είδε τα πλήθη, τους σπλαχνίστηκε, |
|||
γιατί είτανε σακατεμένοι και σπαραγμένοι σάμπως |
|||
πρόβατα δίχως βοσκό. Τότες λέει στους μαθητάδες |
|||
του «Πολύς ο θέρος, μα οι εργάτες λίγοι• παρα- |
|||
» καλέστε λοιπόν το νοικοκύρη του θέρου να βγάλει |
|||
» εργάτες για το θέρο του». Και φώναξε τους δώδεκα |
|||
μαθητάδες του, και τους έδωκε εξουσία ακάθαρτων |
|||
πνεμάτων που ναν τα βγάζουνε, και να γιατρεύουν |
|||
κάθε αρρώστια και κάθε πάθος. |
|||
61. Κι' αυτά 'ναι τα ονόματα των δώδεκα απο- |
|||
στόλων. Πρώτος ο Σίμωνας που τον έλεγαν Πέτρο |
|||
κι’ ο Αντρέας ο αδερφός του• κι’ ο Ιάκωβος ο γιος |
|||
του Ζεβεδαίου κι’ ο Ιωάνης ο αδερφός του• ο Φί- |
|||
λιππος κι’ ο Βαρθολομαίος• ο Θωμάς κι’ ο Μαθθαίος |
|||
ο τελώνης• ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου κι’ ο |
|||
Θαδδαίος• ο Σίμωνας ο Καναναίος• κι’ ο Ιούδας ο |
|||
Ισκαριώτης που και τον παράδωκε. |
|||
62. Τους δώδεκα αυτούς τους έστειλε ο Ιησούς |
|||
και τους παράγγειλε λέγοντας «Σε στράτα εθνών |
|||
» μην πάτε και σε χώρα Σαμαρειτών μη μπείτε, |
|||
» μόνε πηγαίνετε καλύτερα στα πρόβατα τα χαμένα |
|||
» του σπιτιού του Ισραήλ Και πηγαίνοντας κηρύ- |
|||
» χνετε και λέτε '' Έφτασε η βασιλεία των ουρανών '' . |
|||
» Αρρώστους γιατρεύετε, νεκρούς ανασταίνετε, λωβια- |
|||
» σμένους καθαρίζετε, δαιμόνια βγάζετε. 63. Χάρι- |
|||
» σμα λάβατε, χάρισμα δώστε. Μην προμηθευ- |
|||
» τείτε χρυσάφι μήτ' ασήμι μήτε χαλκό για τα ζου- |
|||
» νάρια σας• όχι ταγάρι για το δρόμο, μήτε διο |
|||
» φορέματα μήτε σαντάλια μήτε ραβδί• γιατί αξίζει |
|||
» ο δουλευτής τη θροφή του. |
|||
»Και σ' όπια χώρα μπείτε ή σε χωριό, ξετάστε |
|||
» πιος εκεί μέσα αξίζει, κι’ εκεί μείνατε ως που να |
|||
» μισέψτε. Και μπαίνοντας στο σπίτι, χαιρετήστε |
|||
» το. Κι' αν το σπίτι αξίζει, ας λάβει την ειρήνη |
|||
» σας• μα α δεν αξίζει, ας γυρίσει η ειρήνη σας πί- |
|||
» σω σ' εσάς. Κι' όπιος δε σας δεχτεί μήτ' ακούσει |
|||
» τα λόγια σας, καθώς βγαίνετε από το σπίτι ή από |
|||
» τη χώρα εκείνη τινάξτε τη σκόνη των ποδιώνε |
|||
» σας. Αληθινά σας λέω, υποφερτότερα θα πάθει |
|||
» ο τόπος των Σοδόμων και Γομόρρων σε μέρα κρί- |
|||
» σης παρά η χώρα εκείνη. |
|||
» Νά εγώ σας στέλνω σάμπως πρόβατα στη μέση |
|||
» λύκων• φανείτε λοιπόν προσεχτικοί σαν τα φείδια |
|||
» κι’ αθώοι σαν τα περιστέρια. |
|||
64.» Και προσέχετε από τους ανθρώπους• γιατί |
|||
» θα σας παραδώσουνε σε συνόδους, και μέσα στα |
|||
» συναγώγια τους θα σας βουρδουλίσουν, και μπρο- |
|||
» στά σ' αρχηγούς ακόμα και βασιλιάδες θα σηρθήτε |
|||
» απ' αφορμή μου, έτσι για να φωτιστούν, κι’ |
|||
» αυτοί κι’ οι εθνικοί. Κι' ότα σας παραδώσουνε, μη |
|||
» φροντίζετε πώς ή τι θα μιλήστε, γιατί θα σας δοθεί |
|||
» την ώρα εκείνη τι να μιλήστε, τι δε μιλείτε εσείς, |
|||
» μόνε το πνέμα του πατέρα σας μέσο σας μιλεί. |
|||
» Και θα παραδώσει αδερφός αδερφό για θάνατο και |
|||
» πατέρας παιδί, και θα σηκωθούν παιδιά να χτυ- |
|||
» πήσουνε γονέους και θαν τους θανατώσουν Κι' |
|||
» όλοι για τ' όνομά μου θα σας μισούν μα όπιος |
|||
» έχει απομονή ως στο τέλος, αυτός θα σωθεί. |
|||
65.» Κι' ότα σας κατατρέχουνε σ' αυτή τη |
|||
» χώρα, φεύγετε στην άλλη• γιατί αληθινά σας λέω, |
|||
» πριν τελιώστε τις χώρες του Ισραήλ θαρθεί ο |
|||
» γιος τ' ανθρώπου. Δεν περνάει μαθητής το δά- |
|||
» σκαλο του μήτε σκλάβος τον αφέντη του• σώνει |
|||
» του μαθητή ότα γίνει σαν το δάσκαλό του, κι’ ο |
|||
» σκλάβος καθώς τον αφέντη του. Αν του νοικο- |
|||
» κύρη του κατηγορήσανε Βεεζεβούλ, πόσο πιο πολύ |
|||
» στους ανθρώπους του; Μη λοιπόν τους φοβηθείτε• τι |
|||
» δεν έχει σκεπασμένο που δε θα ξεσκεπαστεί, και |
|||
» κρυφό που δε θα μαθευτεί. Στο σκοτάδι ό,τι σας |
|||
» λέω, πέστε το στο φως• και στ' αυτί [σας] ό,τι |
|||
» ακούτε, κηρύξτε το από πάνου από τα δώματα. |
|||
» Και μη φοβηθείτε απ' όσους θανατώνουν το κορμί, |
|||
» μα την ψυχή να θανατώσουνε δε μπορούν μόνε να |
|||
» φοβάστε κάλια όπιονε μπορεί και ψυχή και σώμα |
|||
» ν' αφανίσει μέσ' σε γέεννα. Διο σπουργίτια δεν που- |
|||
» λιούνται ένα ασσάρι; Μήτ' ένα τους δε θενά πέσει |
|||
» κατά γης δίχως ο πατέρας σας να θέλει. Μα εσάς |
|||
» κι’ οι τρίχες της κεφαλής σας είναι μετρημένες. Μη |
|||
» λοιπόν φοβάστε• πολλά σπουργίτια υπερτεράτε εσείς. |
|||
66. » Όπιος λοιπόν με παραδεχτεί μπροστά στους |
|||
» ανθρώπους, θαν τον παραδεχτώ κι’ εγώ μπρο- |
|||
» στά στον πατέρα μου πούναι στα ουράνια• μα |
|||
» όπιος μ' αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θαν |
|||
» τον αρνηθώ κι’ εγώ μπροστά στον πατέρα μου πού- |
|||
» ναι στα ουράνια. |
|||
67. »Μη νομίστε πως ήρθα να βάλω ειρήνη |
|||
» στη γη• δεν ήρθα να βάλω ειρήνη, μόνε σπαθί. |
|||
» Γιατί ήρθα να χωρίσω άνθρωπο με τον πατέρα |
|||
» του, και κόρη με τη μάννα της, και νύφη με την |
|||
» πεθερά της, κι’ εχτροί τ' ανθρώπου οι σπιτικοί του. |
|||
68. » Όπιος αγαπά πατέρα ή μάννα καλύτερά |
|||
» μου, δεν του αξίζω• κι’ όπιος αγαπά γιο του ή |
|||
» κόρη καλύτερά μου, δεν του αξίζω• κι’ όπιος δεν |
|||
» παίρνει το σταυρό του και δεν ακολουθά από πίσω |
|||
» μου, δεν του αξίζω. Όπιος κερδίσει τη ζωή του, |
|||
» θαν τη χάσει• κι’ όπιος για μένα χάσει τη ζωή |
|||
» του, θαν την κερδίσει. |
|||
69. Όπιος σας δέχεται, εμένα δέχεται• κι’ |
|||
» όπιος εμένα δέχεται, δέχεται το στάλτη μου. |
|||
» Όπιος δέχεται προφήτη σαν προφήτη, προφήτη |
|||
» πλερωμή θα λάβει• κι’ όπιος δέχεται ενάρετο σαν |
|||
» ενάρετο, ενάρετου πλερωμή θα λάβει. Κι' όπιος |
|||
» σα μαθητή ποτίσει ένανε από τους μικρούς αυτούς |
|||
» ποτήρι μόνο κρύο νερό, αληθινά σας λέω, δε θα |
|||
» χάσει την πλερωμή του». |
|||
70. Και συνέβηκε, σαν τέλιωσε ο Ιησούς το να |
|||
προστάζει τους μαθητάδες του, έφυγε από κει για |
|||
να διδάσκει και κηρύχνει μέσ' στις πολιτείες τους. |
|||
Κι' ο Ιωάνης σαν άκουσε μέσα στη φυλακή τα |
|||
έργα του Χριστού, έστειλε με τους μαθητάδες του |
|||
και τούπε «Εσύ 'σαι εκείνος πούρχεται ή άλλονε να |
|||
» καρτερούμε;» Κι' ο Ιησούς απάντησε και τους |
|||
είπε «Πηγαίνετε και πληροφορήστε τον Ιωάνη όσα |
|||
» ακούτε και βλέπετε. Τυφλοί ξαναβλέπουν και κου- |
|||
» τσοί περπατούν, λωβιασμένοι καθαρίζουνται και |
|||
» κουφοί ακούν, και νεκροί ανασταίνουνται, και σε |
|||
» φτωχούς πάει μήνημα χαράς. Και μακαρισμένος |
|||
» όπιος δε σκανταλιστεί μαζί μου». |
|||
71. Κι' ενώ πήγαιναν εκείνοι, άρχισε ο Ιησούς |
|||
και μιλούσε στα πλήθη για τον Ιωάνη «Τι βγή- |
|||
» κατε στην ερημιά για να κοιτάξτε; καλάμι |
|||
» ανεμοσάλευτο; Μόνε τι βγήκατε να δείτε; άν- |
|||
» θρωπο απαλά ντυμένο; Νά τοι όσοι φορούνε τ' |
|||
» απαλά, μέσα στα βασιλικά παλάτια. Μόνε τι |
|||
» βγήκατε να δείτε; προφήτη; Ναι σας λέω, και |
|||
» περισσότερο από προφήτη. Αυτός είναι που γρά- |
|||
» φτηκε '' Νά εγώ στέλνω τον απόστολό μου προτύτερά |
|||
» σου, που θα φτιάσει πριν τη στράτα σου '' . Αληθινά |
|||
» σας λέω, μέσα σε γεννήματα γυναικών δε βγήκε |
|||
» μεγαλύτερος από τον Ιωάνη το βαφτιστή• όμως |
|||
» ο μικρότερος στη βασίλεια των ουρανών είναι με- |
|||
» γαλύτερός του. Μόνε από τις μέρες του Ιωάνη |
|||
» του βαφτιστή ως τώρα η βασιλεία των ουρανών |
|||
» ρημάζεται και ρημάχτες την αρπάζουν. Γιατί |
|||
» όλοι οι Προφήτες κι’ ο Νόμος ως στον Ιωάνη |
|||
» προφήτεψαν κι’ α θέτε να παραδεχτείτε, αυτός εί- |
|||
» ναι ο Ηλίας πούναι νάρθει. Όπιος έχει αυτιά, ας |
|||
» ακούει. |
|||
72. » Και με τι να παραβάλω αυτή τη φύτρα; |
|||
» Μιάζει παιδιά καθισμένα στις αγορές, που κρά- |
|||
» ζουν στους συντρόφους τους και λεν '' Αυλούς λαλή- |
|||
» σαμε και δε χορέψατε• μοιρολογήσαμε και δε χτυ- |
|||
» πήσατε τα στήθια '' . Γιατί ήρθε ο Ιωάνης που |
|||
» μήτ' έτρωγε μήτ' έπινε, και λεν Έχει δαιμόνιο• |
|||
» ήρθε ο γιος τ' άνθρωπου που τρώει και πίνει, |
|||
» και λένε Νά άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, |
|||
» φίλος με τελώνες και μ' αμαρτωλούς. Κι' άγιασε |
|||
» η γνώση από τα έργα της». |
|||
73. Τότ' άρχισε να κατηγορεί τις χώρες όπου γί- |
|||
νηκαν τα πια πολλά του θάματα πως δε μετά- |
|||
νιωσαν «Αλίμονό σου, Χοραζείν! αλίμονό σου, Βηθ- |
|||
» σαϊδάν! Τι αν είχανε γενεί στην Τύρο και Σι- |
|||
» δώνα τα θάματα που σας έγιναν, καιρό τώρα |
|||
» θάχανε μετανιώσει με σακκόπανο και στάχτη. |
|||
» Όμως σας λέω, υποφερτότερα θα πάθει η Τύρο |
|||
» κι’ η Σιδώνα σε μέρα κρίσης παρά εσείς. Κι εσύ |
|||
» Καφαρναούμ που ως στον ουρανό σηκώθης, ως |
|||
» στον Άδη θενά κατεβείς• γιατί αν είχανε γενεί |
|||
» στα Σόδομα τα θάματα που σούγιναν εσένα, θα |
|||
» μένανε ως τα σήμερα. Όμως σας λέω, πως υπο- |
|||
» φερτότερα θα πάθει ο τόπος των Σοδόμων σε μέρα |
|||
» κρίσης παρά εσύ». |
|||
74. Εκείνον τον καιρό ο Ιησούς αποκρίθη κι’ |
|||
είπε «Δοξολογώ σε, πατέρα, αφέντη τ' ουρανού και |
|||
» της γης, γιατί τάκρυψες αυτά από σοφούς και |
|||
» γνωστικούς και τα φανέρωσες σ' αθώους. Ναι, πα- |
|||
» τέρα, γιατί είταν έτσι ο ορισμός σου. Όλα τα |
|||
» πάντα μου παράδωσε ο πατέρας μου, και κανείς |
|||
» δε γνωρίζει το γιο εξόν ο πατέρας• μήτε κανείς |
|||
» γνωρίζει τον πατέρα εξόν ο γιος κι’ οπιανού θέλει |
|||
» ο γιος ναν τόνε φανερώσει. |
|||
75. » Μαζί μου ελάτε όλοι που κοπιάζετε κι’ |
|||
» όσοι είστε φορτωμένοι, κι’ εγώ σας ξεκουράζω. |
|||
» Σηκώστε το ζυγό μου απάνου σας, και μάθετε |
|||
» από μένα, γιατί ήμερος είμαι και με ταπεινή καρ- |
|||
» διά, και θα βρει ξεκούρασμα η ψυχή σας. Τι ο |
|||
» ζυγός μου 'ναι καλός κι’ αλαφρύ το φόρτωμά |
|||
» μου». |
|||
76. Εκείνον τον καιρό περπάτησε ο Ιησούς σάβ- |
|||
βάτο μέσα από τα σπαρτά• κι’ οι μαθητάδες του |
|||
πείνασαν, κι’ αρχίσανε και μαδούσαν στάχια κι’ |
|||
έτρωγαν. |
|||
Κι' οι Φαρισαίοι, σαν τους είδαν, τούπανε «Κοίτα, |
|||
» οι μαθητάδες σου κάνουν ό,τι δεν πρέπει το σαβ- |
|||
» βάτο». Κι' εκείνος τους είπε «Δε διαβάσατε τι |
|||
» έκανε ο Δαυείδ σαν πείνασε κι’ όσοι είτανε μαζί |
|||
» του; πώς μπήκε μέσ' στον οίκο του Θεού και |
|||
» φάγανε τις προσφορές, που δεν έπρεπε να φάει, |
|||
» μήτε κι’ οι συντρόφοι του, εξόν οι παπάδες μόνοι; |
|||
» Ή δε διαβάσατε μέσα στο Νόμο πως σαββάτο |
|||
» μέσα στο ναό οι παπάδες καταλούνε το σαββάτο |
|||
» δίχως αμαρτία; Και σας λέω, πως από το ναό |
|||
» μεγαλύτερα έχει εδώ. Μα ανίσως γνωρίζατε το τι |
|||
» θα πει '' Σπλαχνιά θέλω κι’ όχι θυσία '' , δε θα κατα- |
|||
» δικάζατε τους αθώους. Γιατί εξουσιαστής του σαβ- |
|||
» βάτου είναι ο γιος τ' ανθρώπου». |
|||
77. Και φεύγοντας από κει, ήρθε στο συναγώγι |
|||
τους• και να ένας άνθρωπος με χέρι ξεραμένο. Και |
|||
τόνε ρώτησαν κι’ είπαν «Α μπορεί κανείς να για- |
|||
» τρεύει το σαββάτο», για ναν τον κατηγορήσουν. |
|||
Και τους είπε «Πιος από σας άνθρωπος που θάχει |
|||
» ένα πρόβατο, κι’ αν πέσει αυτό σαββάτο μέσ' σε |
|||
» λάκκο, δε θαν το πιάσει και σηκώσει; Πόσο λοιπόν |
|||
» καλύτερος από πρόβατο ο άνθρωπος; Έτσι μπο- |
|||
» ρείς σαββάτο να κάνεις καλό». Τότες λέει ταν- |
|||
θρώπου «Άπλωσε το χέρι σου». Και τ' άπλωσε, |
|||
και ξανάγινε γερό σαν τ' άλλο. |
|||
78. Κι' οι Φαρισαίοι βγήκαν και συφώνησαν πώς |
|||
ναν τον καταστρέψουν. Και τόνιωσε ο Ιησούς κι’ |
|||
έφυγε από κει. Και τον ακολούθησαν πολλοί και |
|||
τους γιάτρεψε όλους, και τους πρόσταξε να μην τόνε |
|||
φανερώσουν, για ν' αληθέψει το ειπωμένο μέσο του |
|||
Ησαΐα του προφήτη, που λέει '' Νά το παιδί της |
|||
εκλογής μου, ο αγαπητός μου που λαχταρά η |
|||
ψυχή μου. Θα βάλω απάνου του το πνέμα μου, |
|||
και κρίση στα έθνη θα μηνήσει. Δε θα λογοφέρει |
|||
μήτε θορυβήσει, μήτε δε θ' ακουστεί στις δημο- |
|||
σιές η φωνή του. Καλάμι ραϊσμένο δε θα σπάσει |
|||
και φυτίλι που καπνίζει δε θα σβύσει, ως που να |
|||
βγάλει νικήτρα την κρίση. Και με τ' όνομά του |
|||
θενά ελπίσουν έθνη '' . |
|||
79. Τότες τούφεραν ένα δαιμονισμένο τυφλό κι’ |
|||
άλαλο, και τόνε γιάτρεψε, τόσο που ο άλαλος λα- |
|||
λούσε κι’ έβλεπε. Και σάστιζαν όλα τα πλήθη κι’ |
|||
έλεγαν «Τάχα μην είναι αυτός ο γιος του Δαυείδ;» |
|||
Κι' οι Φαρισαίοι τ' άκουσαν κι’ είπαν «Αυτός |
|||
» δε βγάζει τα δαιμόνια παρά με το Βεεζεβούλ |
|||
» τον αρχιδαίμονα». Κι' ένιωσε τους στοχασμούς |
|||
τους και τους είπε «Κάθε βασιλεία, σα διαιρεθεί, |
|||
» ρημάζεται, και κάθε πολιτεία ή σπίτι, σα διαιρε- |
|||
» θεί, δε θα σταθεί. Κι' α βγάζει ο Σατανάς το |
|||
» Σατανά, διαιρέθηκε• πώς θα σταθεί λοιπόν η βα- |
|||
» σιλεία του; Κι' αν εγώ με το Βεεζεβούλ τα βγά- |
|||
» ζω τα δαιμόνια, οι γιοι σας με πιον τα βγάζουν; |
|||
» Για τούτο αυτοί θα σας καταδικάσουν. Μα αν |
|||
» εγώ με πνέμα Θεού τα βγάζω τα δαιμόνια, θα |
|||
» πει σας πρόφτασε η βασιλεία του Θεού. Ή πώς |
|||
» μπορεί κανείς να μπει στου δυνατού το σπίτι και |
|||
» ν' αρπάξει τα συγύρια του, α δεν τον δέσει πρώτα |
|||
» το δυνατό, και τότες θα γυμνώσει του το σπίτι; |
|||
» Όπιος δεν είναι μαζί μου, είναι αντίθετός μου• |
|||
» κι’ όπιος μαζί μου δε μαζεύει, σκορπά. Γι' αυτό |
|||
» σας λέω, κάθε αμαρτία κι’ ασέβεια θα σας συ- |
|||
» χωρεθεί εσάς των ανθρώπων όμως στο Πνέμα ασέ- |
|||
» βεια δε θα συχωρεθεί. Κι' όπιος κακολογήσει το |
|||
» γιο τ' ανθρώπου, θαν του συχωρεθεί• όπιος όμως |
|||
» κακολογήσει το Πνέμα τ' άγιο, δε θαν του συ- |
|||
» χωρεθεί, μήτε σ' ετούτη τη ζωή μήτε στην κα- |
|||
» τόπι. Ή κάντε το δέντρο καλό και τον καρπό |
|||
» του καλό, ή κάντε το δέντρο σάπιο και τον καρπό |
|||
» του σάπιο• γιατί από τον καρπό γνωρίζεται το |
|||
» δέντρο. Οχιάς γεννήματα, πώς θα πείτε καλό |
|||
» όντας κακοί; Γιατί από της καρδιάς την πλη- |
|||
» σμονή λαλεί το στόμα. Ο καλός ο άνθρωπος από |
|||
» τον καλό το θησαυρό βγάζει καλά, κι’ ο κακός |
|||
» ο άνθρωπος από τον κακό το θησαυρό βγάζει |
|||
» κακά. Και σας λέω, πως κάθε λέξη άπρεπη που |
|||
» λαλήσουν οι ανθρώποι, θα δώσουνε για κείνη λόγο |
|||
» σε μέρα κρίσης• τι από τα λόγια σου θ' αθωωθείς |
|||
» κι’ από τα λόγια σου θα καταδικαστείς». |
|||
80. Τότες τ' απαντήσανε μερικοί διαβασμένοι κι’ |
|||
είπαν «Δάσκαλε, θέλουμε σημάδι από σένα να |
|||
» δούμε». Κι' εκείνος αποκρίθη και τους είπε «Φυ- |
|||
» τρα κακή και παράλυτη σημάδι ζητά, και ση- |
|||
» μάδι δε θαν της δοθεί εξόν το σημάδι του Ιωνά |
|||
» του προφήτη. Γιατί όπως έμεινε ο Ιωνάς μέσα |
|||
» στην κοιλιά του μεγαλόψαρου τρεις μέρες και |
|||
» τρεις νύχτες, έτσι θα μείνει ο γιος τ' ανθρώπου |
|||
» μέσα στην καρδιά της γης τρεις μέρες και τρεις |
|||
» νύχτες. Νινευείτες θ' αναστηθούνε στον καιρό της |
|||
» κρίσης με τη φύτρα αυτή και θαν την καταδικά- |
|||
» σουν, τι μετανιώσανε με το κήρυγμα του Ιωνά, |
|||
» και να πιο πολύ από Ιωνά εδώ• βασίλισσα του |
|||
» νότου θα σηκωθεί στον καιρό της κρίσης με τη |
|||
» φύτρα αυτή και θαν την καταδικάσει, γιατί ήρθε |
|||
» από τα πέρατα της γης ν' ακούσει τη σοφία |
|||
» του Σολομώνα, και να πιο πολύ από Σολομώνα |
|||
» εδώ. Και σα βγει τ' ακάθαρτο το πνέμα από τον |
|||
» άνθρωπο, διαβαίνει ξερότοπους ζητώντας να ξε- |
|||
» κουραστεί και δε βρίσκει. Τότες λέει Σπίτι μου |
|||
» θα γυρίσω απ' όπου βγήκα. Κι' έρχεται και το |
|||
» βρίσκει πούχει σκόλη, σαρωμένο και συγυρισμένο. |
|||
» Τότες πάει και παίρνει μαζί του εφτά άλλα πνέ- |
|||
» ματα χειρότερά του, και μπαίνουνε και κατοικούν |
|||
» εκεί, και γίνουνται τ' ανθρώπου εκείνου τα στερνά |
|||
» χειρότερα από την αρχή• έτσι θα πάθει κι’ η φύ- |
|||
» τρα αυτή η κακή». |
|||
81. Ενώ ακόμα μιλούσε στα πλήθη, να η μη- |
|||
τέρα του και τ' αδέρφια του έστεκαν όξω και ζη- |
|||
τούσανε ναν του μιλήσουν. Κι' αυτός απάντησε σ' |
|||
εκείνον που του τόλεγε κι’ είπε «Πια 'ναι η μη- |
|||
» τέρα μου και πιοι 'ναι οι αδερφοί μου;» Κι' |
|||
άπλωσε το χέρι του στους μαθητάδες του απά- |
|||
νου κι’ είπε «Νά η μητέρα μου και τ' αδέρφια |
|||
» μου• γιατί όπιος κάνει το θέλημα του πατέρα |
|||
» μου πούναι στα ουράνια, αυτός αδερφός μου κι’ |
|||
» αδερφή 'ναι και μητέρα». |
|||
82. Εκείνη την ημέρα βγήκε από το σπίτι ο |
|||
Ιησούς και κάθουνταν κοντά στη λίμνη, και μα- |
|||
ζεύτηκαν κοντά του πλήθη πολλά, τόσο που μπήκε |
|||
σε καράβι και καθότανε, και το πλήθος έστεκε |
|||
όλο στην ακρογιαλιά. Και τους μίλησε πολλά με |
|||
παραβολές κι’ είπε «Νά βγήκε ο σπάρτης να σπεί- |
|||
» ρει. Και καθώς έσπαιρνε, άλλα πέσανε σιμά στο |
|||
» δρόμο, κι’ ήρθαν τα πουλιά και τάφαγαν. Κι' άλλα |
|||
» έπεσαν απάνου σε πετρότοπους όπου δεν είχε χώ- |
|||
» μα πολύ, κι’ αμέσως βγήκανε με το να μην είχε |
|||
» βάθος γης, και σα βγήκε ο ήλιος κάηκαν, κι’ |
|||
» όντας δίχως ρίζα ξεράθηκαν. Κι' άλλα πέσανε |
|||
» στ' αγκάθια απάνου, και μεγάλωσαν τ' αγκάθια |
|||
» και τα συνεπνίξανε. Κι' άλλα πέσανε στο χώμα |
|||
» το καλό, κι’ έδιναν καρπό, άλλο εκατό κι’ άλλο |
|||
» εξήντα κι’ άλλο τριάντα. Όπιος έχει αυτιά, ας |
|||
» ακούει». |
|||
83. Και πήγαν οι μαθητάδες [του] και τού- |
|||
πανε «Γιατί τους μιλάς με παραβολές;» Κι' εκείνος |
|||
αποκρίθη και τους είπε πως «Εσάς σας δόθηκε να |
|||
» μάθετε τα μυστικά της βασιλείας των ουρανών, |
|||
» μα σ' εκείνους δε δόθηκε. Γιατί σ' όπιον έχει |
|||
» θα δοθεί και περισσέψει• κι’ όπιος δεν έχει θαν |
|||
» του πάρουν κι’ ό,τι έχει. Για τούτο τους μιλώ με |
|||
» παραβολές, γιατί βλέποντας δε βλέπουν, κι’ ακών- |
|||
» τας δεν ακούνε μήτε νιώθουν. Και τους γίνεται |
|||
» η προφητεία του Ησαΐα, που λέει '' Με την ακουή |
|||
» θ' ακούστε και δε θα νιώστε, και βλέποντας θα |
|||
» βλέψτε και δε θα δείτε• γιατί χόντρηνε τούτου του |
|||
» λαού η καρδιά, και με τ' αυτιά βαριάκουσαν• και |
|||
» τα μάτια τους σφάλησαν, μην τυχόνε δούνε με τα |
|||
» μάτια κι’ αγρικήσονν με τ' αυτιά και με την καρ- |
|||
» διά τους νιώσουν, και γυρίσουνε και τους γιατρέ- |
|||
» ψω '' . Όμως εσάς καλότυχα τα μάτια γιατί βλέ- |
|||
» πουν, και τ' αυτιά σας γιατί ακούν τι αληθινά |
|||
» σας λέω, πως πολλοί προφήτες κι’ άγιοι αποθύμη- |
|||
» σαν να δουν τα όσα βλέπετε και δεν είδαν, και ν' |
|||
» ακούσουν όσα ακούτε και δεν άκουσαν. |
|||
84. » Εσείς λοιπόν ακούστε την παραβολή του |
|||
» σπάρτη. Καθενός π' ακούει της βασιλείας το λόγο |
|||
» και δε νιώθει, έρχεται ο Κακός κι’ αρπάζει το |
|||
» σπαρμένο μέσα στην καρδιά του• αυτός είναι που |
|||
» σπάρθηκε σιμά στο δρόμο. Κι' ο σπαρμένος στους |
|||
» πετρότοπους, αυτός είναι π' ακούει το λόγο και που |
|||
» ευτύς μετά χαράς τόνε δέχεται, μα δεν έχει ρίζα |
|||
» μέσα του, μόνε είναι πρόσκαιρος, και μόλις τύχει |
|||
» από το λόγο συφορά ή καταδρομή, ευτύς σκουν- |
|||
» τάφτει. Κι' ο σπαρμένος [μέσα] στ' αγκάθια, |
|||
» αυτός είναι π' ακούει το λόγο, κι’ η συλλογή του |
|||
» κόσμου κι’ η απάτη του πλούτου συνεπνίγει το |
|||
» λόγο και γίνεται άκαρπος. Κι' ο σπαρμένος στο |
|||
» καλό το χώμα απάνου, αυτός είναι π' ακούει το |
|||
» λόγο και που νιώθει, που δα καρποφορά και κάνει |
|||
» άλλος εκατό κι’ άλλος εξήντα κι’ άλλος τριάντα». |
|||
85. Και μια άλλη ακόμα παραβολή τους είπε |
|||
λέγοντας «Έμιασε η βασιλεία των ουρανών σαν |
|||
» άνθρωπος πούσπειρε καλό σπόρο στο χωράφι του. |
|||
» Κι' ενώ κοιμούνταν οι ανθρώποι, ήρθε ο εχτρός του |
|||
» κι’ έσπειρε κατόπι ανάμεσα στο στάρι ήρες κι’ |
|||
» έφυγε. Κι' ότα βλάστησε το χόρτο κι’ έκανε καρ- |
|||
» πό, τότες φάνηκαν κι’ οι ήρες. Και παν του νοικο- |
|||
» κύρη οι σκλάβοι και του λεν Αφέντη, δεν έσπειρες |
|||
» καλό σπόρο στο χωράφι σου; πώς λοιπόν έχει ήρες; |
|||
» Κι' εκείνος τους είπε Εχτρός άνθρωπος τόκανε αυ- |
|||
» τό. Κι' εκείνοι του λένε Θέλεις λοιπόν να πάμε και |
|||
» ναν τις μαζέψουμε; Κι' εκείνος λέει Όχι, μήπως |
|||
» μαζεύοντας τις ήρες ξερριζώστε μαζί τους το στά- |
|||
» ρι. Αφίστε τα μαζί να μεγαλώσουν και τα διο ως |
|||
» στο θέρο• και τον καιρό του θέρου θα πω στους θε- |
|||
» ριστάδες Μαζέψτε πρώτα τις ήρες και δέστε τες |
|||
» δεμάτια ναν τις κάψουμε, και τα στάρι συνάξτε το |
|||
» στην αποθήκη μου». |
|||
86. Και μια άλλη ακόμα παραβολή τους είπε λέ- |
|||
γοντας «Μιάζει η βασιλεία των ουρανών σπυρί σινά- |
|||
» πι που το πήρε κι’ έσπειρε ένας άνθρωπος στο χω- |
|||
» ράφι του• πούναι πιο μικρός απ' όλους τους σπό- |
|||
» ρους, μα σα μεγαλώσει, ξεπερνά τα χόρτα και γί- |
|||
» νεται δέντρο, τόσο που παν τα πετούμενα τ' ουρανού |
|||
» και φωλιάζουνε στα κλαδιά του». |
|||
87. Άλλη παραβολή τους είπε «Μιάζει η βασι- |
|||
» λεία τ' ουρανού προζύμι, που το πήρε μια γυναίκα |
|||
» κι’ έχωσε μέσα σε τρία σάτα στάρι, όσο που ανέ- |
|||
» βηκε όλο». |
|||
Όλα αυτά τα μίλησε ο Ιησούς με παραβολές στα |
|||
πλήθη, και χωρίς παραβολή δεν τους μιλούσε τίπο- |
|||
τα, για ν' αληθέψει το ειπωμένο μέσο του Προφήτη, |
|||
που λέει '' Θ' ανοίξω με παραβολές το στόμα μου, θα |
|||
βγάλω τα κρυμένα απ' ότα θεμελιώθη ο κόσμος. '' |
|||
88. Τότες άφισε τα πλήθη κι’ ήρθε σπίτι. Και |
|||
πήγαν οι μαθητάδες του και τούπαν «Ξήγησέ μας |
|||
» την παραβολή με τις ήρες του χωραφιού». Κι' |
|||
εκείνος αποκρίθη κι’ είπε «Ο σπάρτης του καλού |
|||
» του σπόρου είναι ο γιος τ' ανθρώπου, και το χω- |
|||
» ράφι ο κόσμος• κι’ ο καλός ο σπόρος, αυτοί 'ναι οι |
|||
» γιοι της βασιλείας, κ' οι ήρες οι γιοι 'ναι του Κα- |
|||
» κού, κι’ ο εχτρός — εκείνος που τις έσπειρε — είναι |
|||
» ο Διάβολος, κι’ ο θέρος το τέλος του κόσμου είναι, |
|||
» κι’ οι θεριστάδες άγγελοι. Όπως λοιπόν μαζεύουνε |
|||
» τις ήρες και τις καίνε στη φωτιά, έτσι θα γίνει στο |
|||
» τέλος του κόσμου• θα στείλει ο γιος τ' ανθρώπου τους |
|||
» αγγέλους του, και θα μαζέψουν από τη βασιλεία του |
|||
» όλους τους πειρασμούς κι’ εργάτες της ανομίας και |
|||
» θαν τους ρήξουνε στο καμίνι της φωτιάς• εκεί θα |
|||
» 'ναι το κλάψε και το τρίξε των δοντιών. 89. Τότες |
|||
» οι ενάρετοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο μέσα στη |
|||
» βασιλεία του πατέρα τους. Όπιος έχει αυτιά ας |
|||
» ακούει. |
|||
» Μιάζει η βασιλεία των ουρανών θησαυρό θα- |
|||
» μένο μέσα στο χωράφι, που τόνε βρήκε ένας άνθρω- |
|||
» πος και τον έθαψε, κι’ από τη χαρά του πηγαίνει |
|||
» και πουλά τα όσα έχει κι’ αγοράζει το χωράφι |
|||
» εκείνο. |
|||
90.» Πάλι μιάζει η βασιλεία των ουρανών έμπορο |
|||
» που ζητά καλά μαργαριτάρια• και σα βρήκε ένα |
|||
» πολύτιμο μαργαριτάρι, πήγε και πούλησε όλα όσα |
|||
» είχε και τ' αγόρασε. |
|||
91. » Πάλι μιάζει η βασιλεία των ουρανών με |
|||
» δίχτυ σηρτικό, που ρήξανε στη θάλασσα και μά- |
|||
» ζεψε κάθε λογής• π' ότα γιόμισε, τ' ανεβάσανε |
|||
» στο περιγιάλι, κι’ έκατσαν και διάλεξαν τα καλά |
|||
» μέσα σε καλάθια, και τ' άσκημα τα πετάξανε όξω. |
|||
» Έτσι θα γίνει στο τέλος του κόσμου• θα βγουν οι |
|||
» αγγέλοι και θα χωρίσουν τους κακούς μέσα από |
|||
» τους ενάρετους και θαν τους πετάξουνε στο καμίνι |
|||
» της φωτιάς• εκεί θα 'ναι το κλάψε και το τρίξε |
|||
» των δοντιών. Τα νιώσατε όλα αυτά;» Του λένε |
|||
« Ναι». Κι' αυτός τους λέει «Γι' αυτό όπιος δια- |
|||
» βασμένος θητεύτηκε τη βασιλεία των ουρανών, |
|||
» μιάζει νοικοκύρη που βγάζει από το θησαυρό του |
|||
» καινούρια και παλιά». |
|||
92. Και συνέβηκε, σαν τέλιωσε ο Ιησούς τις πα- |
|||
ραβολές αυτές, μίσεψε από κει. Και πήγε στην |
|||
πατρίδα του και τους δίδασκε μέσα στο συναγώγι |
|||
τους, τόσο που σάστιζαν και λέγανε «Από πού σ' |
|||
» αυτόν αυτή η σοφία και τα θάματα; Αυτός δεν |
|||
» είναι του τεχνίτη ο γιος; Δεν τη λεν τη μητέρα |
|||
» του Μαριάμ και τους αδερφούς του Ιάκωβο κι’ |
|||
» Ιωσήφ και Σίμωνα κι’ Ιούδα; Κι' οι αδερφές του |
|||
» δεν είναι όλες μαζί μας; Από πού λοιπόν αυτός |
|||
» όλα αυτά;» Κι' αγαναχτούσανε μαζί του. Κι' ο |
|||
Ιησούς τους είπε «Ατίμητος προφήτης δεν υπάρ- |
|||
» χει εξόνε στην πατρίδα και στο σπίτι του». Και |
|||
δεν έκανε εκεί θάματα πολλά από την απιστία |
|||
τους. |
|||
93. Εκείνον τον καιρό άκουσε ο Ηρώδης ο τέ- |
|||
τραρχος τη φήμη του Ιησού κι’ είπε στους ανθρώ- |
|||
πους του «Αυτός είναι ο Ιωάνης ο βαφτιστής. Ανα- |
|||
» στήθηκε από τους νεκρούς, και για τούτο του δου- |
|||
» λεύουν τα θάματα». Γιατί τότες ο Ηρώδης σύλ- |
|||
λαβε τον Ιωάνη, και τον έδεσε κι’ έβαλε φυλακή, |
|||
αφορμή η Ηρωδιάδα η γυναίκα του Φιλίππου τ' |
|||
αδερφού του. Γιατί ο Ιωάνης τούλεγε «Σου 'ναι |
|||
» αμποδισμένο ναν την έχεις». Και θέλοντας ναν |
|||
τόνε θανατώσει, φοβήθη το λαό γιατί τον είχαν σαν |
|||
προφήτη. Και σαν ήρθαν του Ηρώδη τα γεννέθλια, |
|||
χόρεψε στη μέση η κόρη της Ηρωδιάδας, και του |
|||
Ηρώδη τ' άρεσε• για τούτο της έταξε μ' όρκο ναν |
|||
της δώκει ό,τι ζητήσει. Κι' εκείνη οδηγημένη από |
|||
τη μάννα της «Δώσε μου» είπε «εδώ σε δίσκο απά- |
|||
» νου την κεφαλή του Ιωάνη του βαφτιστή». Κι' αν |
|||
και λυπήθη ο βασιλέας, όμως για τους όρκους και |
|||
τους προσκαλεσμένους πρόσταξε να δοθεί, κι’ έστειλε |
|||
κι’ έκοψε τον Ιωάνη μέσα στη φυλακή. Κι' έφεραν |
|||
τα κεφάλι του σε δίσκο απάνου και τόδωκαν της |
|||
κόρης, και το πήγε της μητέρας της. Κι' ήρθαν οι |
|||
μαθητάδες του και πήρανε το λείψανο και τόθαψαν, |
|||
και πήγαν και το μήνησαν του Ιησού. |
|||
94. Και σαν τ' άκουσε ο Ιησούς, έφυγε από κει |
|||
με καράβι σε μέρος έρημο ξεχωριστά. Κι' όταν τ' |
|||
άκουσαν τα πλήθη, τον ακολουθήσανε από τις χώρες |
|||
περπατώντας. |
|||
Και βγαίνοντας είδε πλήθος πολύ, και τους |
|||
σπλαχνίστηκε και γιάτρεψε τους αρρώστους τους. |
|||
95. Κι' αφού βράδιασε, ήρθαν κι’ είπαν οι μαθητάδες |
|||
» Το μέρος έρημο κι’ η ώρα πια πέρασε• σκόλασε |
|||
» τα πλήθη για να πάνε στα χωριά και ν' αγορά- |
|||
» σουν τι να φάνε». Κι' ο Ιησούς τους είπε «Περιτ- |
|||
» τό να πάνε• δώστε τους εσείς να φαν». Κι' εκείνοι |
|||
του λεν «Εδώ δεν έχουμε άλλο από πέντε ψωμιά |
|||
» και διο ψάρια». Κι' εκείνος είπε «Φέρτε τα σ' |
|||
» εμένα εδώ». Κι' αφού πρόσταξε τα πλήθη να |
|||
καθίσουν κάτου στα χορτάρια, πήρε τα πέντε τα |
|||
ψωμιά και τα διο τα ψάρια, και κοιτάζοντας ψηλά |
|||
στον ουρανό τα βλόγησε, και κόβοντας κομάτια |
|||
έδωκε στους μαθητάδες τα ψωμιά, κι’ οι μαθητάδες |
|||
στα πλήθη. Κι' έφαγαν όλοι και χορτάσανε, και |
|||
πήραν ό,τι κομάτια περισσέψανε, δώδεκα κοφίνια |
|||
γιομάτα. Κι' είταν όσοι τρώγανε ψυχές ως πέντε |
|||
χιλιάδες χώρια γυναίκες και παιδιά. |
|||
96. Κι' αμέσως έκανε τους μαθητάδες του να |
|||
μπούνε σε καράβι και να προχωρήσουν πριν αντίπερα |
|||
ως που να σκολάσει τα πλήθη. Κι' αφού σκόλασε |
|||
τα πλήθη, ανέβη το βουνό ξεχωριστά να προσευχη- |
|||
θεί. Και σα βράδιασε, είτανε μοναχός του εκεί, και |
|||
το καράβι βρίσκουνταν πια τώρα στάδια πολλά πέρα |
|||
από την ξηρά, και τα κύματα το τυραννούσανε γιατί |
|||
είτανε μπροστά ο άνεμος. Και την τέταρτη νυχτο- |
|||
φρουρά πήγε κοντά τους περπατώντας απάνου στη |
|||
λίμνη. Κι' οι μαθητάδες σαν τον είδανε στη λίμνη |
|||
απάνου που περπάταε, ταράχτηκαν και λέγανε πως |
|||
« Φάντασμα είναι», κι’ από το φόβο φώναξαν. Κι' |
|||
αμέσως ο Ιησούς τους μίλησε κι’ είπε «Θάρρος• εγώ |
|||
» είμαι, μη φοβάστε». Κι' ο Πέτρος αποκρίθηκε και |
|||
τούπε «Κύριε, αν είσαι εσύ, πρόσταξε με ναρθώ |
|||
» κοντά σου απάνου στο νερό». Κι' εκείνος είπε «Έ- |
|||
» λα». Και κατέβηκε από το καράβι ο Πέτρος, και |
|||
περπάτησε απάνου στο νερό και πήγε στον Ιησού• |
|||
μα βλέποντας δυνατό τον άνεμο φοβήθηκε, κι’ άμ' |
|||
άρχισε να βουλιάζει φώναξε κι’ είπε «Κύριε, γλύ- |
|||
» τωσέ με». Κι' ο Ιησούς αμέσως άπλωσε το χέρι |
|||
και τον έπιασε, και του λέει «Λιγόπιστε, τι δεί- |
|||
» λιασες;» Και σαν ανεβήκανε στο καράβι, κό- |
|||
πηκε ο άνεμος. Κι' οι μέσα στο καράβι τον προσ- |
|||
κυνήσανε λέγοντας «Αληθινά γιος είσαι του Θεού». |
|||
97. Και περνώντας [τη λίμνη] πήγαν κι’ αράξανε |
|||
στη Γεννησασών. Κι' όταν τον αναγνωρίσανε οι αν- |
|||
θρώποι του τόπου εκείνου, στείλανε σ' όλα εκείνα |
|||
τα περίχωρα και του φέρανε όλους τους αρρωστημέ- |
|||
νους, και [τον] παρακαλούσανε ν' αγγίξουν μοναχά |
|||
την άκρη του ρούχου του, κι’ όσοι αγγίξανε γλυτώ- |
|||
σανε. |
|||
98. Τότες πάνε στον Ιησού από τα Ιεροσόλυμα |
|||
Φαρισαίοι και διαβασμένοι και λένε «Γιατί οι μαθη- |
|||
» τάδες σου παραβαίνουν τα πατροπαράδοτα; Γιατί |
|||
» όταν τρων ψωμί, δε νίβουνε τα χέρια». Κι' εκεί- |
|||
νος αποκρίθη και τους είπε «Γιατί κι’ εσείς παρα- |
|||
» βαίνετε την εντολή του Θεού για τα πατροπαρά- |
|||
» δοτά σας; Γιατί ο Θεός είπε '' Τίμα τον πατέρα και |
|||
» τη μητέρα κι’ Όπιος κακολογά πατέρα ή μητέρα |
|||
» να θανατώνεται '' . Εσείς όμως λέτε '' Όπιος πει του |
|||
» πατέρα ή της μητέρας Χάρισμα ό,τι σου χρωστώ, |
|||
» ας μην τιμά τον πατέρα του '' . Κι' ακυρώσατε το |
|||
» λόγο του Θεού για τα πατροπαράδοτά σας. Υποκρι- |
|||
» τάδες, καλά για σας προφήτεψε ο Ησαΐας, που |
|||
» λέει '' Ο λαός αυτός με τα χείλη με τιμά, μα η |
|||
» καρδιά τους βρίσκεται μακριά από μένα. Και |
|||
» ψεύτικα με προσκυνούν, που οι διδαχές τους που |
|||
διδάσκουν ανθρώπων είναι παραγγέλματα» '' . Κι' |
|||
έκραξε το λαό και τους είπε «Ακούτε και μάθετε. |
|||
» Δεν ακαθαρτεί τον άνθρωπο ό,τι πάει στο στόμα |
|||
» μέσα• μόνε ό,τι βγαίνει από το στόμα, εκείνο |
|||
» ακαθαρτεί τον άνθρωπο». |
|||
Τότες παν οι μαθητάδες του και του λεν «Ξέρεις |
|||
» πως οι Φαρισαίοι ακούσανε το λόγο κι’ αγανάχτη- |
|||
» σαν;» Κι' εκείνος αποκρίθη κι’ είπε «Κάθε φυτιά |
|||
» που δε φύτεψε ο πατέρας μου ο ουράνιος θα ξερρι- |
|||
» ζωθεί. Αφίστε τους, τυφλοί 'ναι οδηγοί• και τυφ- |
|||
» λός αν οδηγάει τυφλό, κι’ οι διο θα πέσουνε σε |
|||
» λάκκο». Και τ' αποκρίθη ο Πέτρος κι’ είπε «Ξήγησε |
|||
» μας την παραβολή». Κι' εκείνος είπε «Είστε κι’ |
|||
» εσείς ακόμα δίχως νου; Δε νιώθετε πως στο στό- |
|||
» μα μέσα ό,τι πάει, κατεβαίνει στην κοιλιά κι’ όξω |
|||
» βγαίνει σε κοπρώνα; Μα όσα βγαίνουν απ' το στό- |
|||
» μα, από την καρδιά κινούν κι’ εκείνα ακαθαρτούν |
|||
» τον άνθρωπο. Γιατί από την καρδιά κινούνε στο- |
|||
» χασμοί κακοί, φόνοι, μοιχείες, πορνιές, κλεψιές, |
|||
» ψευτομαρτυρίες, ασέβειες. Αυτά 'ναι όσα ακαθαρ- |
|||
» τούν τον άνθρωπο• το να φας όμως μ' άνιφτα τα |
|||
» χέρια δεν ακαθαρτεί τον άνθρωπο». |
|||
99. Και βγαίνοντας από κει ο Ιησούς μίσεψε στα |
|||
μέρη της Τύρος και Σιδώνας. Και να γυναίκα Χα- |
|||
ναναία βγήκε από κείνα τα σύνορα και φώναζε λέ- |
|||
γοντας «Σπλαχνίσου με, Κύριε, γιε του Δαυείδ• η |
|||
» κόρη μου δαιμονίζεται φριχτά». Κι' εκείνος δεν |
|||
της αποκρίθη λέξη. Και πήγαν οι μαθητάδες του |
|||
κοντά και τον παρακαλούσανε λέγοντας «Στείλε |
|||
» την, γιατί φωνάζει πίσω μας». Κι' εκείνος απο- |
|||
κρίθη κι’ είπε «Δε στάλθηκα παρά στα πρόβατα τα |
|||
» χαμένα του γένους του Ισραήλ». Κι εκείνη πήγε |
|||
και τον προσκυνούσε λέγοντας «Κύριε, βόηθα με». |
|||
Κι' εκείνος αποκρίθη κι’ είπε «Σωστό δεν είναι το να |
|||
» πάρεις το ψωμί των παιδιών και ναν το ρήξεις |
|||
» στα σκυλιά». Κι' αυτή είπε «Ναι, Κύριε, και τα |
|||
» σκυλιά τρων από τα ψίχουλα που πέφτουν από το |
|||
» τραπέζι των νοικοκυρέων τους». Τότες απάντησε |
|||
ο Ιησούς και της είπε «Ω γυναίκα, μεγάλη σου |
|||
» η πίστη• ας σου γίνει έτσι που θέλεις». Και για- |
|||
τρεύτηκε η κόρη της από κείνη την ώρα. |
|||
100. Και μισεύοντας από κει ο Ιησούς ήρθε |
|||
σιμά στη λίμνη της Γαλιλαίας. Κι' ανέβηκε το |
|||
βουνό και κάθουνταν εκεί. Κι' ήρθαν και τον ηύραν |
|||
πολλά πλήθη έχοντας μαζί τους κουτσούς, κουλ- |
|||
λούς, τυφλούς, κουφούς, κι’ άλλους πολλούς, και |
|||
τους έρρηξαν κοντά στα πόδια του, και τους για- |
|||
τρεψε, τόσο π' απόρησαν τα πλήθη• βλέποντας κου- |
|||
φούς π' ακούγανε, κουλλούς γερούς, και κουτσούς |
|||
που περπατούσαν, και τυφλούς που βλέπανε, και |
|||
δόξασαν το Θεό του Ισραήλ. Κι' ο Ιησούς φώναξε |
|||
τους μαθητάδες του κι’ είπε «Σπλαχνίζουμαι το |
|||
» λαό, γιατί τρεις μέρες δε σαλεύουν από δω κοντά |
|||
» μου και δεν έχουν τι να φαν και δε θέλω ναν |
|||
» τους στείλω νηστικούς, μήπως λιώσουνε στο δρό- |
|||
» μο». Και του λεν οι μαθητάδες «Πού βρήκαμε |
|||
» στην ερημιά τόσα ψωμιά που να χορτάσουν |
|||
» τόσο πλήθος;» Κι' ο Ιησούς τους λέει «Πόσα |
|||
» ψωμιά έχετε;» Κι' εκείνοι είπαν «Εφτά, και |
|||
» λίγα ψαράκια». Και πρόσταξε το πλήθος να |
|||
καθήσουν κατά γης, και πήρε τα εφτά ψωμιά και |
|||
τα ψάρια, κι’ αφού δοξολόγησε, έκοψε κομάτια κι’ |
|||
έδινε στους μαθητάδες, κι’ οι μαθητάδες στα πλή- |
|||
θη. Και φάγανε όλοι και χορτάσανε, και πήραν |
|||
ό,τι κομάτια περίσσεψαν, εφτά καλάθια γιομάτα. |
|||
Κι' είχαν όσοι τρώγανε ως τέσσερεις χιλιάδες ψυχές |
|||
χώρια γυναίκες και παιδιά. |
|||
101. Κι' αφού σκόλασε τα πλήθη, μπήκε στο |
|||
καράβι και πήγε στα σύνορα του Μαγαδάν. Κι' |
|||
ήρθαν οι Φαρισαίοι κι’ οι Σαδδουκαίοι, και δοκιμά- |
|||
ζοντάς τον τον παρακαλούσανε ναν τους δείξει ση- |
|||
μάδι από τον ουρανό. Κι' εκείνος αποκρίθη και τους |
|||
είπε «[Σα βραδιάζει λέτε Καλοσύνη γιατί κοκκινί- |
|||
» ζει ο ουρανός• και το πρωί Σήμερα κακοκαιριά |
|||
» γιατί χαράζει ο ουρανός θολός. Υποκριτάδες, τ' |
|||
» ουρανού το πρόσωπο ξέρετε να κρίνετε, και τα |
|||
» σημάδια των καιρών δε μπορείτε;] Φύτρα κακή |
|||
» και παράλυτη σημάδι γυρεύει, και σημάδι δε |
|||
» θαν της δοθεί εξόν το σημάδι του Ιωνά». Και |
|||
παραιτώντας τους έφυγε. |
|||
Και σαν ήρθαν οι μαθητάδες αντίπερα, είχαν |
|||
ξεχάσει να πάρουν ψωμιά. Κι' ο Ιησούς τους είπε |
|||
« Κοιτάτε και προσέχετε από το ζυμάρι των Φα- |
|||
» ρισαίων και Σαδδουκαίων». Κι' εκείνοι συλλο- |
|||
γιούνταν μέσα τους και λέγανε «Γιατί δεν πήραμε |
|||
» ψωμιά». Κι' ο Ιησούς κατάλαβε κι’ είπε «Τι συλ- |
|||
» λογιέστε μέσα σας, λιγόπιστοι, πως δεν έχετε |
|||
» ψωμιά; Δε νογάτε ακόμα, μήτε θυμάστε τα πέν- |
|||
» τε ψωμιά των πέντε χιλιάδων και πόσα κοφίνια |
|||
» πήρατε, μήτε τα εφτά ψωμιά των τέσσερων χι- |
|||
» λιάδων και πόσα καλάθια πήρατε; Πώς δε νο- |
|||
» γάτε πως για ψωμιά δε σας είπα Και προσέχετε |
|||
» από το ζυμάρι των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων;» |
|||
Τότες ένιωσαν πως δεν είπε να προσέχουν από το |
|||
ζυμάρι των ψωμιών, παρά από τη διδαχή των |
|||
Σαδδουκαίων και Φαρισαίων. |
|||
102. Και σαν ήρθε ο Ιησούς στα μέρη της |
|||
Καισαρείας του Φιλίππου, ρωτούσε τους μαθητάδες |
|||
του κι’ έλεγε «Πιος λεν πως είναι ο γιος τ' ανθρώ- |
|||
» που;» Κι' εκείνοι είπαν «Άλλοι πως ο Ιωάνης |
|||
» ο βαφτιστής, κι’ άλλοι ο Ηλίας, κι’ άλλοι ο Ιε- |
|||
» ρεμίας ή ένας από τους προφήτες». Τους λέει «Κι' |
|||
» εσείς πιος λέτε πως είμαι;» Κι' αποκρίθη ο Σί- |
|||
μωνας ο Πέτρος κι’ είπε «Εσύ 'σαι ο Χριστός, ο |
|||
» γιος του Θεού που ζει». Κι' ο Ιησούς αποκρίθηκε |
|||
και τούπε «Μακαρισμένος είσαι, Σίμωνα γιε του |
|||
» Ιωνά, γιατί σάρκα κι’ αίμα δε σ' το φανέρωσε, |
|||
» μόνε ο πατέρας μου στα ουράνια. Όμως σου λέω |
|||
» κι’ εγώ πως εσύ 'σαι Πέτρος, κι’ απάνου στην |
|||
» πέτρα αυτή θα χτίσω την εκκλησιά μου και |
|||
» πόρτες Άιδη δε θαν την καταπονέσουν. Θα σου |
|||
» δώκω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, κι’ |
|||
» ό,τι δέσεις στη γη θα μείνει δεμένο στα ουράνια, |
|||
» κι’ ό,τι λύσεις στη γη θα μείνει λυμένο στα ου- |
|||
» ράνια». Τότες πρόσταξε τους μαθητάδες κανενός |
|||
να μην το πουν πως αυτός είναι ο Χριστός. |
|||
103. Από τότες άρχισε ο Ιησούς να ξηγά στους |
|||
μαθητάδες του πως πρέπει να μισέψει στα Ιεροσό- |
|||
λυμα και πολλά να πάθει από τους δημογερόντους |
|||
και πρωτοπαπάδες και διαβασμένους, και να θανα- |
|||
τωθεί και την τρίτη μέρα ν' αναστηθεί. Και τον |
|||
πήρε ο Πέτρος και του λέει μαλώνοντάς τον «Θεός |
|||
» φυλάξει. Κύριε• μακριά από σένα αυτό το πά- |
|||
» θημα». Κι' εκείνος γύρισε κι’ είπε του Πέτρου |
|||
» Πήγαινε πίσω μου, Σατανά• πειρασμός μου είσαι, |
|||
» γιατί δε συλλογιέσαι το Θεό, μόνε τους ανθρώ- |
|||
» πους». Τότες είπε ο Ιησούς στους μαθητάδες του |
|||
Αν κανείς θέλει νάρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί |
|||
» τον εαυτό του. κι’ ας σηκώσει το σταυρό του κι’ |
|||
» ας μ' ακολουθά. Γιατί όπιος θέλει να γλυτώσει |
|||
» τη ζωή του, θαν τη χάσει• μα όπιος για μένα |
|||
» χάσει τη ζωή του, θαν τη βρει. Γιατί τι τ' όφελος |
|||
» στον άνθρωπο, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, |
|||
» μα τη ζωή του τη ζημιωθεί; ή τι θα δώσει άν- |
|||
» θρωπος αντάλλαγμα της ζωής του; Γιατί 'ναι |
|||
» νάρθει ο γιος τ' ανθρώπου μέσα στη δόξα του |
|||
» πατέρα του μαζί με τους αγγέλους του, και τότες |
|||
» θα πλερώσει τον καθένα κατά το κάμωμά του. |
|||
» 104. Αληθινά σας λέω, πως στέκουν εδώ μερικοί |
|||
» που δε θα δοκιμάσουνε θάνατο ως που να δουν |
|||
» το γιο τ' ανθρώπου νάρχεται μέσα στη βασιλεία |
|||
» του». |
|||
» Κι' έξη μέρες κατόπι παίρνει ο Ιησούς τον Πέτρο |
|||
και τον Ιάκωβο και τον Ιωάνη τον αδερφό του |
|||
και τους ανεβάζει σε βουνό αψηλό ξεχωριστά. Και |
|||
μεταμορφώθηκε μπροστά τους, κι’ έλαμψε το πρό- |
|||
σωπό του σαν τον ήλιο, και τα φορέματά του γίνανε |
|||
άσπρα σαν το φως. Και να τους φανερώθηκε ο Μωυ- |
|||
σής κι’ ο Ηλίας που μιλούσανε μαζί του. Κι' απο- |
|||
κρίθη ο Πέτρος κι’ είπε του Ιησού «Κύριε, καλά |
|||
» 'ναι εδώ να μείνουμε• α θες, εδώ θα στήσω τρεις |
|||
» καλύβες, μια για σένα, και του Μωυσή μια, και |
|||
» μια για τον Ηλία». Ενώ μιλούσε ακόμα, να |
|||
σύννεφο φωτεινό τους σκέπασε, και να φωνή από το |
|||
σύννεφο κι’ έλεγε «Αυτός είναι ο γιος μου ο αγα- |
|||
» πητός πούχει την καλή μου γνώμη. Ακούτε τον». |
|||
Κι' όταν την άκουσαν οι μαθητάδες, έπεσαν τα πίσ- |
|||
τομα και φοβηθήκανε υπερβολικά. Κι' ο Ιησούς |
|||
πήγε κοντά τους και τους άγγιξε κι’ είπε «Σηκω- |
|||
» θείτε και μη φοβάστε». Και σήκωσαν τα μάτια |
|||
τους και δεν είδανε κανέναν παρά τον Ιησού. |
|||
105. Κι' ενώ κατέβαιναν το βουνό, τους πρόσταξε |
|||
ο Ιησούς κι’ είπε «Κανενός μην πείτε το ίδωμα ως |
|||
» που να σηκωθεί από τους νεκρούς ο γιος τ' ανθρώ- |
|||
» που». Κι' οι μαθητάδες του τόνε ρώτησαν κι’ εί- |
|||
παν «Τι λοιπόν λεν οι διαβασμένοι πως ο Ηλίας |
|||
» πρώτα ανάγκη ναρθεί;» Κι' εκείνος αποκρίθη κι’ |
|||
είπε «Ναι ο Ηλίας έρχεται και θα ξαναδιορθώσει τα |
|||
» πάντα• όμως σας λέω πως ήρθε κι’ όλας ο Ηλίας |
|||
» και δεν τον αναγνώρισαν, παρά τούκαναν όσα θέλη- |
|||
» σαν• το ίδιο 'ναι απ' αυτούς να πάθει κι’ ο γιος |
|||
» τ' ανθρώπου». Τότ' ένιωσαν οι μαθητάδες πως για |
|||
τον Ιωάνη το βαφτιστή τους είπε. |
|||
106. Και σαν πήγανε στο πλήθος, ήρθε ένας άν- |
|||
θρωπος που γονάτισε μπροστά του κι’ είπε «Κύριε, |
|||
» σπλαχνίσου το γιο μου, γιατί σεληνιάζεται κι’ είναι |
|||
» ελεεινός• τι συχνά πέφτει στη φωτιά και συχνά στο |
|||
» νερό. Και τον πήγα στους μαθητάδες σου και δεν |
|||
» κατόρθωσαν ναν τόνε γιατρέψουν». Κι' ο Ιησούς |
|||
αποκρίθη κι’ είπε «Ω γενεά άπιστη και στρεβλή, |
|||
» ως πότε θα μένω μαζί σας; ως πότε θα σας υπο- |
|||
» φέρνω; Φέρτε τον εδώ σ' εμένα». Και το πρόσταξε |
|||
ο Ιησούς, και βγήκε από μέσα του το δαιμόνιο, |
|||
και γιατρεύτηκε από κείνηνε την ώρα το παιδί. Τό- |
|||
τες πήγανε στον Ιησού χώρια οι μαθητάδες κι’ είπαν |
|||
« Γιατί εμείς δεν κατορθώσαμε ναν το βγάλουμε;» |
|||
Κι' αυτός τους λέει «Από τη μικροπιστιά σας• γιατί |
|||
» αληθινά σας λέω, αν έχετε πίστη ίσα με σπυρί σι- |
|||
» νάπι, θα πείτε εκείνου εκεί του βουνού• Μετατο- |
|||
» πίσου από δω εκεί, και θα μετατοπιστεί, και τί- |
|||
» ποτα δε θα σας βγει ακατόρθωτο». |
|||
107. Κι' ενώ γύριζαν τη Γαλιλαία, τους είπε ο |
|||
Ιησούς «Ο γιος τ' ανθρώπου είναι να παραδοθεί σε |
|||
» χέρια ανθρώπων, και θαν τόνε θανατώσουν και την |
|||
» τρίτη μέρα θ' αναστηθεί». Και λυπηθήκανε υπερ- |
|||
βολικά. |
|||
108. Κι' όταν ήρθανε στην Καφαρναούμ πήγαν |
|||
οι εισπράχτορες των δίδραχμων στον Πέτρο κι’ είπαν |
|||
« Ο δάσκαλός σας δε δίνει τα δίδραχμα;» Λέει |
|||
« Ναι». Κι' άμα πήγε [ο Πέτρος] σπίτι, τον πρό- |
|||
λαβε ο Ιησούς κι’ είπε «Τι νομίζεις, Σίμωνα; Οι |
|||
» βασιλιάδες της γης από πιόνε παίρνουνε φόρους ή |
|||
» δοσίματα; από τους γιους τους ή τους ξένους;» |
|||
Κι' όταν είπε «Από τους ξένους», τούπε ο Ιησούς |
|||
» Λοιπόν θα πει είναι απαλλαγμένοι οι γιοι. Για να |
|||
» μην τους πειράξουμε όμως, πήγαινε στο γιαλό και |
|||
» ρήξε αγκύστρι, και το πρώτο ψάρι π' ανεβεί πάρ' το |
|||
» κι’ άνοιξέ του το στόμα και θα βρεις στατήρα• πάρε |
|||
» τον και δώσ' τους τον για μένα και για σένα». |
|||
109. Εκείνη την ώρα πήγαν οι μαθητάδες στον |
|||
Ιησού και λεν «Πιος τάχα να 'ναι μεγαλύτερος στη |
|||
» βασιλεία των ουρανών;» Και κράζοντας ένα παι- |
|||
δάκι τόστησε στη μέση τους κι’ είπε «Αληθινά σας |
|||
» λέω, α δεν αλλάξτε και δε γίνετε σαν τα παιδάκια, |
|||
» αδύνατο να μπείτε στη βασιλεία των ουρανών. Ό- |
|||
» πιος λοιπόν χαμηλωθεί σαν το παιδάκι ετούτο, |
|||
» εκείνος είναι ο μεγαλύτερος στη βασιλεία των ουρα- |
|||
» νών. Κι' όπιος δεχτεί τέτιο παιδάκι στ' όνομά |
|||
» μου, εμένα δέχεται- κι’ όπιος πειράξει κανέναν από |
|||
» τους μικρούς αυτούς που με πιστεύουν, του συφέρ- |
|||
» νει ναν του κρεμαστεί μυλόπετρα μεγάλη γύρω στο |
|||
» λαιμό και να βουλιάξει μέσα στου γιαλού το πέ- |
|||
» λαγο. |
|||
110.» Αλίμονο στον κόσμο από τους πειρασμούς. |
|||
» Γιατί 'ναι ανάγκη οι πειρασμοί ναρθούν, όμως αλί- |
|||
» μονο στον άνθρωπο που κάνει κι’ έρχεται ο πειρα- |
|||
» σμός. Κι' αν το χέρι σου ή το πόδι σου σού φέρνει |
|||
» πειρασμό, κόψ' το και ρήξε το μακριά σου• καλύ- |
|||
» τερά σου νάμπεις στη ζωή, κουλός ή κουτσός παρά |
|||
» διο χέρια νάχεις ή διο πόδια και να σε ρήξουνε στη |
|||
» φωτιά την αιώνια. Κι' αν το μάτι σου σού φέρνει |
|||
» πειρασμό, βγάλ' το και ρήξε το μακριά σου• καλύ- |
|||
» τερά σου μ' ένα μάτι νάμπεις στη ζωή παρά διο |
|||
» μάτια νάχεις και να σε ρήξουνε στη γέεννα της |
|||
» φωτιάς. |
|||
» Κοιτάξτε μήπως αψηφήσετε κανέναν από τους |
|||
» μικρούς αυτούς• γιατί σας λέω πως οι άγγελοι |
|||
» τους στον ουρανό πάντα θωρούν την όψη του πατέρα |
|||
» μου πούναι στα ουράνια. Τι θαρρείτε; Αν τυχόν |
|||
» κανένας έχει εκατό πρόβατα κι’ ένα τους χαθεί, δεν |
|||
» παραιτά τα ενενήντα εννιά τα πρόβατα στα όρη |
|||
» και δεν πάει ζητώντας το χαμένο; Κι' αν τυχόν το |
|||
» βρει, αληθινά σας λέω, πιο χαίρεται γι' αυτό παρ' |
|||
» ό,τι για τα ενενήντα εννιά που δε χαθήκανε. |
|||
» Έτσι δεν είναι ο ορισμός του πατέρα μου στα ου- |
|||
» ράνια το να χαθεί κανένας από τους μικρούς αυ- |
|||
» τούς. |
|||
» Κι' α σου φταίξει ο αδερφός σου, σήρε δείξε |
|||
» του το φταίξιμό του σαν είστε εσύ κι’ εκείνος μονα- |
|||
» χοί. Α σ' ακούσει, κέρδισες τον αδερφό σου κι’ α δε |
|||
» σ' ακούσει, πάρε ακόμα ένα ή διο μαζί σου, που νά- |
|||
» χει η κάθε λέξη στήριγμα το στόμα διο μαρτύρων |
|||
» ή τριών. Κι' αν τους παρακούσει, ναν το πεις της |
|||
» ενορίας• κι’ αν και την ενορία παρακούσει, έχε τον |
|||
» καθώς τον εθνικό και τον τελώνη. Αληθινά σας |
|||
» λέω, όσα δέστε στη γη, θα μείνουνε δεμένα στον |
|||
» ουρανό• κι’ όσα λύστε στη γη, θα μείνουνε λυμένα |
|||
» στον ουρανό. 111. Πάλι αληθινά σας λέω, πως α |
|||
» διο σας συφωνήσουνε στη γη για ό,τι πράμα κι’ α |
|||
» ζητήσουν, θαν το λάβουν από τον πατέρα μου πού- |
|||
» ναι στα ουράνια. Τι όπου 'ναι διο ή τρεις συναγμέ- |
|||
» νοι στ' όνομά μου, εκεί 'μαι μεταξύ τους». |
|||
Τότες πήγε ο Πέτρος και τούπε «Κύριε, πόσες φο- |
|||
» ρές θα μου φταίξει ο αδερφός μου και ναν τονε συ- |
|||
» χωρέσω; ως εφτά φορές;» Του λέει ο Ιησούς «Δε |
|||
» σου λέω ως εφτά, μόνε ως εβδομήντα φορές εφτά. Για |
|||
» τούτο έμιασε η βασιλεία των ουρανών με βασιλέα |
|||
» που θέλησε να λογαριαστεί με τους σκλάβους του. |
|||
» Και σαν άρχισε να λογαριάζεται, του φέρανε έναν |
|||
» που χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Και σα δεν |
|||
» είχε να πλερώσει, πρόσταξε ο αφέντης του να που- |
|||
» ληθεί, κι’ ο ίδιος κι’ η γυναίκα του και τα παιδιά |
|||
» του κι’ όλα όσα έχει, και να πλερωθεί. Έπεσε λοι- |
|||
» πόν ο σκλάβος και τον προσκυνούσε κι’ έλεγε Κάνε |
|||
» απομονή μαζί μου και θα σ' τα πλερώσω όλα. Και |
|||
» τόνε σπλαχνίστηκε του σκλάβου ο αφέντης και τον |
|||
» άφισε, και το χρέος του το χάρισε. Κι' άμα βγήκε ο |
|||
» σκλάβος, βρήκε σύσκλαβό του που του χρώσταε |
|||
» εκατό δηνάρια, και πιάνοντάς τον έσφιγγε τον κι’ |
|||
» έλεγε Πλέρωσε το ό,τι χρωστάς. Έπεσε λοιπόν ο |
|||
» σύσκλαβός του και τον παρακαλούσε κι’ έλεγε Κάνε |
|||
» απομονή μαζί μου και θα σε πλερώσω. Όμως αυ- |
|||
» τός δεν ήθελε, μον πήγε και τον έβαλε στη φυλα- |
|||
» κή ως που να πλερώσει ό,τι χρωστούσε. Οι σύσκλα- |
|||
» βοι λοιπόν σαν είδαν το τι έγινε, λυπήθηκαν παρα- |
|||
» πολύ και πήγαν και μαρτύρησαν τ' αφεντικού τους |
|||
» όλα όσα έγιναν. Τότες τον έκραξε ο αφεντικός του |
|||
» και του λέει Σκλάβε κακέ, όλο σου εκείνο το χρέος |
|||
» σ' το χάρισα αφού με παρακάλεσες• δεν έπρεπε κι’ |
|||
» εσύ να λυπηθείς το σύσκλαβό σου όπως σε λυπή- |
|||
» θηκα κι’ εγώ; Και θύμωσε και τον παράδωκε ο |
|||
» αφέντης του στους βασανιστάδες ως που να πλε- |
|||
» ρώσει ολόκληρο το χρέος. Το ίδιο θα σας κάνει κι’ |
|||
» ο πατέρας μου ο ουράνιος α δε συχωρέστε ο καθείς |
|||
» τον αδερφό του από την καρδιά σας». |
|||
112. Και συνέβηκε, όταν τέλιωσε ο Ιησούς αυτά |
|||
τα λόγια, μίσεψε από τη Γαλιλαία κι’ ήρθε στα σύ- |
|||
νορα της Ιουδαίας πέρα από τον Ιορδάνη. Και τον |
|||
ακολούθησαν πλήθη πολλά, και τους γιάτρεψε εκεί. |
|||
113. Και πήγανε στον Ιησού Φαρισαίοι που δοκι- |
|||
μάζοντάς τον έλεγαν «Α μπορεί κανείς να χωρίσει τη |
|||
» γυναίκα του με κάθε αφορμή». Κι' εκείνος απο- |
|||
κρίθη κι’ είπε «Δε διαβάσατε πως ο πλάστης από |
|||
» την αρχή αρσενικό και θηλυκό τους έκανε κι ' είπε |
|||
» '' Γι' αυτό θα παραιτήσει άνθρωπος πατέρα και μη- |
|||
» τέρα και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του, και θα |
|||
» γίνουν οι διο μια σάρκα. '' Έτσι δεν είναι πια διο |
|||
» παρά μια σάρκα. Ό,τι λοιπόν έσμιξε ο Θεός, ας |
|||
» μη χωρίζει άνθρωπος». Του λένε «Τι λοιπόν όρισε |
|||
» ο Μωυσής να δώσεις χωρισοχάρτι και ναν τη χω- |
|||
» ρίσεις;» Τους λέει πως «Ο Μωυσής σύφωνα με |
|||
» τη σκληροκαρδιά σας σάς άφισε να χωρίστε τις |
|||
» γυναίκες σας• όμως από την αρχή δεν έγινε έτσι. |
|||
» Και σας λέω, όπιος χωρίσει τη γυναίκα του εξόν |
|||
» από λόγο ατιμίας, την κάνει και μοιχεύεται• κι’ |
|||
» όπιος χωρισμένη παντρευτεί, μοιχεύει». Του λένε |
|||
οι μαθητάδες του «Αν έτσι 'ναι τ' ανθρώπου η |
|||
» αφορμή με τη γυναίκα, δε συφέρνει ο γάμος». Κι' |
|||
αυτός τους είπε «Όλοι δε νιώθουνε το λόγο, μόνε |
|||
» σ' όσους δόθηκε. Γιατί έχει ευνούχους π' από την |
|||
» κοιλιά της μάννας γεννηθήκανε έτσι• κι’ έχει ευ- |
|||
» νούχους π' από τους ανθρώπους ευνουχήθηκαν κι |
|||
» έχει ευνούχους που ενουχήθηκαν οι ίδιοι για τη βα- |
|||
» σιλεία των ουρανών. Όπιος μπορεί να νιώσει ας |
|||
» νιώσει». |
|||
114. Τότες του φέρανε μερικά παιδάκια για ναν |
|||
τους βάλει τα χέρια του απάνου και να κάνει παρά- |
|||
κληση. Κι' οι μαθητάδες τούς μάλωναν. Κι' ο Ιη- |
|||
σούς είπε «Αφίστε τα παιδάκια και μην τ' αμπο- |
|||
» δίζετε ναρθούν κοντά μου• γιατί για τέτιους είναι |
|||
» η βασιλεία των ουρανών». Κι' αφού τους έβαλε τα |
|||
χέρια του απάνου, μίσεψε από κει. |
|||
115. Και να ένας σίμωσε και τούπε «Δάσκαλε, |
|||
» τι καλό να κάνω για να βρω ζωή παντοτινή;» |
|||
Κι' εκείνος τούπε «Τι με ρωτάς το καλό; Ένας είναι |
|||
» ο καλός. Όμως α θέλεις να μπεις στη ζωή, φύ- |
|||
» λαξε τις εντολές». Του είπε «Πιες;» Κι' ο Ιη- |
|||
σούς είπε «Το '' Μη σκοτώνεις, μη μοιχεύεις, μην κλέ- |
|||
» βεις, μην ψευτομαρτυράς, τίμα τον πατέρα και τη |
|||
» μητέρα, κι’ αγάπα το γείτονά σου όπως τον ίδιο |
|||
» εσένα»''. Του λέει ο νέος «Όλα αυτά τα φύλαξα- |
|||
» τι μου λείπει ακόμα;» Του λέει ο Ιησούς «Α θες |
|||
»να γίνεις τέλειος, σήρε πούλα τα υπάρχοντά σου |
|||
» και δώσ' τα στους φτωχούς — και θα λάβεις θησαυρό |
|||
» στα ουράνια — κι’ έλα ακολούθα με». Κι' ο νέος |
|||
όταν άκουσε το λόγο αυτό, έφυγε λυπημένος• γιατί |
|||
είχε πλούτη πολλά. Κι' ο Ιησούς είπε στους μα- |
|||
θητάδες του «Αληθινά σας λέω, πως πλούσιος δύ- |
|||
» σκολα θα μπει στη βασίλεια των ουρανών. Και |
|||
» πάλι σας λέω, ευκολώτερα περνά γκαμήλα από |
|||
» βελόνας μάτι παρ' ό,τι μπαίνει πλούσιος στη βα- |
|||
» σιλεία του Θεού». Κι' όταν τ' άκουσαν οι μαθη- |
|||
τάδες, σάστισαν υπερβολικά και λέγανε «Πιος τάχα |
|||
» μπορεί να σωθεί;» Κι' ο Ιησούς τους κοίταζε κι |
|||
είπε «Με τους ανθρώπους τούτο αδύνατο, μα με το |
|||
» Θεό τα πάντα δυνατά». |
|||
116. Τότ' αποκρίθηκε ο Πέτρος και τούπε «Να |
|||
» εμείς αφήκαμε τα πάντα και σ' ακολουθήσαμε• |
|||
» τι άραγε θα λάβουμε;» Κι' ο Ιησούς τους είπε |
|||
» Αληθινά σας λέω, πως εσείς που μ' ακολουθή- |
|||
» σατε, στον καιρό του ξαναγεννημού όταν καθήσει |
|||
» ο γιος τ' ανθρώπου σε λαμπρό του θρόνο, θα καθή- |
|||
» στε κι’ εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις |
|||
» δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Κι' όπιος αφήκε σπίτια |
|||
» ή αδερφούς ή αδερφές ή πατέρα ή μητέρα ή παι- |
|||
» διά ή χωράφια για τ' όνομά μου, πολλαπλά θα |
|||
» λάβει και θα κληρονομήσει ζωή παντοτινή. 117. |
|||
» Και πολλοί θα γίνουν πρώτοι τελευταίοι, και τελευ- |
|||
» ταίοι πρώτοι». |
|||
» Γιατί μιάζει η βασιλεία των ουρανών μ' άν- |
|||
» θρωπο νοικοκύρη που βγήκε ευτύς πρωί να συ- |
|||
» φωνήσει εργάτες για τ' αμπέλι του. Κι' αφού |
|||
» συφώνησε με τους εργάτες από 'να δηνάρι την |
|||
» ημέρα, τους έστειλε στ' αμπέλι του. Και βγαί- |
|||
» νοντας κατά τις τρεις η ώρα, είδε άλλους κι’ έστε- |
|||
» καν αργοί στην αγορά, κι’ είπε και σ' εκείνους |
|||
» Πηγαίνετε κι’ εσείς στ' αμπέλι, κι’ ό,τι είναι |
|||
» δίκιο θα σας δώσω. Κι' εκείνοι πήγαν. Πάλι |
|||
» βγαίνοντας κατά τις έξη και κατά τις εννιά η |
|||
» ώρα, έκανε το ίδιο. Και βγαίνοντας κατά τις έν- |
|||
» τεκα, ηύρε άλλους κι’ έστεκαν, και τους λέει «Τι |
|||
» στέκεστε όλη μέρα εδώ χωρίς δουλιά;» Του λεν |
|||
» πως Κανείς δε μας συφώνησε. Τους λέει Πηγαίνετε |
|||
» κι’ εσείς στ' αμπέλι. Κι' άμα βράδιασε λέει ο |
|||
» νοικοκύρης τ' αμπελιού στον επιστάτη του. Φώ- |
|||
» ναξε τους εργάτες και πλέρωσ' τους το μεροδούλι |
|||
» αρχίζοντας από τους τελευταίους ως τους πρώτους |
|||
» Και σαν ήρθαν οι κατά τις έντεκα η ώρα, έλαβαν |
|||
» από 'να δηνάρι. Και σαν ήρθανε οι πρώτοι, νό- |
|||
» μισαν πως θα λάβουν πιο πολύ, κι’ έλαβαν κι’ |
|||
» αυτοί από 'να δηνάρι. Κι' όταν το λάβανε, μουρ- |
|||
» μούριζαν του νοικοκύρη κι’ έλεγαν Αυτοί οι στερ- |
|||
» νοί μια ώρα έκαναν, κι’ ίσους μας τους έκανες, μ' |
|||
» εμάς που φορτωθήκαμε το βάρος της ημέρας και |
|||
» την κάψα; Κι' εκείνος αποκρίθη ενός τους κι’ είπε |
|||
» Αδέρφι, δε σ' αδικώ• δε συφωνήσαμε ένα δηνάρι; |
|||
» Πάρε το δικό σου κι’ άμε. Θέλω εγώ σ' αυτόν τον |
|||
» τελευταίο ναν του δώκω όσο κι’ εσένα• δε μπορώ |
|||
» ό,τι θέλω να κάνω το δικό μου; ή είναι το μάτι |
|||
» σου κακό γιατί 'μαι εγώ καλός; Έτσι θα γε- |
|||
» νούν οι τελευταίοι πρώτοι κι οι πρώτοι τελευταίοι». |
|||
118. Κι' ενώ 'τανε ν' ανεβεί ο Ιησούς στην Ιε- |
|||
ρουσαλήμ πήρε τους δώδεκα τους μαθητάδες χωρι- |
|||
στά και στο δρόμο τους είπε «Νά αναβαίνουμε στην |
|||
» Ιερουσαλήμ κι’ ο γιος τ' ανθρώπου θα παραδοθεί |
|||
» στους πρωτοπαπάδες και στους διαβασμένους, και |
|||
» θαν τον καταδικάσουν, και θαν τον παραδώσουνε |
|||
» στους εθνικούς για ναν τόνε μασκαρέψουνε και |
|||
» βουρδουλίσουν και σταυρώσουν, και την τρίτη μέρα |
|||
» θ' αναστηθεί». |
|||
119. Τότες πήγε η μητέρα των γιων του Ζεβε- |
|||
δαίου με τους γιους της που τον προσκυνούσε και |
|||
του ζήταε κάτι. Κι' εκείνος της είπε «Τι θέλεις:» |
|||
Κι' εκείνη είπε «Πες να καθήσουν αυτοί οι διο μου οι |
|||
» γιοι ένας δεξιά κι’ ένας αριστερά σου μέσα στη βα- |
|||
» σιλεία σου». Κι' ο Ιησούς αποκρίθη κι’ είπε «Δεν |
|||
» ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι |
|||
» πούμαι εγώ να πιω;» Του λένε «Μπορούμε». Τους |
|||
λέει «Το ποτήρι μου ναι θαν το πιείτε, μα το να |
|||
» καθήστε δεξιά ή αριστερά μου δεν είναι στο χέρι |
|||
» μου να δώσω εξόνε σ' όσους τ' όρισε ο πατέρας |
|||
» μου». Και σαν τ' άκουσαν οι δέκα, αγαναχτή- |
|||
σανε με τους διο αδερφούς. Και κράζοντάς τους ο |
|||
Ιησούς τους είπε «Ξέρετε πως οι αρχηγοί των εθνι- |
|||
» κών τούς ορίζουν κι’ οι μεγάλοι τούς εξουσιάζουν. |
|||
» Όμως όχι εσείς το ίδιο• μόνε όπιος θέλει μεγάλος |
|||
» σας να γίνει, ας γίνει δούλος σας, κι’ όπιος θέλει |
|||
» πρώτος σας να γίνει, ας γίνει σκλάβος σας, καθώς |
|||
» κι’ ο γιος τ' ανθρώπου δεν ήρθε ναν τόνε δουλέψουν, |
|||
» μόνε να δουλέψει και να δώκει τη ζωή του ξαγορά |
|||
» πολλών». |
|||
120. Κι' όταν έβγαιναν από την Ιερειχώ, τον |
|||
ακολούθησε πλήθος πολύ. Και να διο τυφλοί καθι- |
|||
σμένοι κοντά στο δρόμο, σαν άκουσαν πως περνά ο |
|||
Ιησούς, φώναξαν κι’ είπαν «Κύριε, σπλαχνίσου μας, |
|||
» γιε του Δαυείδ». Κι' ο λαός τους μάλωσε να σω- |
|||
πάσουν. Μα εκείνοι πιο πολύ φωνάζανε και λέγανε |
|||
» Κύριε, σπλαχνίσου μας, γιε του Δαυείδ». Κι' ο |
|||
Ιησούς στάθηκε, και τους έκραξε κι’ είπε «Τι θέ- |
|||
» λετε να σας κάνω;» Του λένε «Κύριε, τα μάτια |
|||
» μας ν' ανοίξουν». Κι ο Ιησούς τους σπλαχνίστη |
|||
και τους άγγιξε τα μάτια, κι’ αμέσως είδαν πάλι |
|||
και τον ακολούθησαν. |
|||
121. Κι' ότα φτάσανε στα Ιεροσόλυμα κι’ ήρθανε |
|||
στη Βηθφαγή στο Ελιοβούνι, τότ' έστειλε ο Ιη- |
|||
σούς διο μαθητάδες και τους είπε «Πηγαίνετε στο |
|||
» χωριό τ' αντίκρυ σας, κι’ ευτύς θα βρείτε όνισσα |
|||
» δεμένη και μαζί της οναράκι• λύστε τα και φέρτε |
|||
» τα σ' εμένα. Κι' α σας πει κανένας τίποτα, πέστε |
|||
» πως ο αφέντης τα χρειάζεται, κι’ αμέσως θαν τα |
|||
» στείλει». Κι' όλο αυτό έγινε για ν' αληθέψει το |
|||
ειπωμένο μέσο του Προφήτη, που λέει '' Πέστε στην |
|||
κόρη της Σιών Νά έρχεταί σου ο βασιλιάς σου πρα- |
|||
γύς και καθισμένος σ' όνισσα και σε πουλάρι γέννη- |
|||
μα ζευτού. '' Κι' οι μαθητάδες πήγαν κι’ έκαναν καθώς |
|||
τους πρόσταξε ο Ιησούς, κι’ έφεραν την όνισσα και |
|||
τ' οναράκι, κι’ έβαλαν απάνου τα φορέματά [τους] |
|||
κι’ έκατσε. Και το πιο πολύ το πλήθος έστρωσαν τα |
|||
δικά τους φορέματα στο δρόμο, κι’ άλλοι έκοβαν |
|||
κλαδιά απ' τα δέντρα και τα στρώνανε στο δρόμο, |
|||
και τα πλήθη τα απ' ομπρός του και κατόπι φώ- |
|||
ναζαν και λέγανε «Ωσαννά στο γιο του Δαυείδ. |
|||
» Βλογητός αυτός που φτάνει στ' όνομα του Κυρίου. |
|||
» Ωσαννά στα ύψιστα». Και σα μπήκε στα Ιερο- |
|||
σόλυμα, τράνταξε όλη η πολιτεία κι’ έλεγε «Πιος |
|||
» είναι αυτός;» Και τα πλήθη λέγανε «Αυτός είναι |
|||
» ο προφήτης ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ της Γαλι- |
|||
» λαίας». |
|||
Και μπήκε στο ναό ο Ιησούς, κι’ έβγαλε όλους |
|||
που πουλούσαν κι αγοράζανε μέσα στο ναό, και τα |
|||
τραπέζια των σαράφηδων τ' αναποδογύρισε και τους |
|||
πάγκους των περιστεράδων. Και τους λέει «Είναι |
|||
» γραμένο '' Τον οίκο μου οίκο προσευκής θαν τον |
|||
» κράξουν, '' μα εσείς τον κάνετε κλεφτοσπηλιά». |
|||
Και πήγανε στον Ιησού τυφλοί και κουτσοί μέσα |
|||
στο ναό, και τους γιάτρεψε. Και σαν είδαν οι πρω- |
|||
τοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι τα θάματα που έκανε |
|||
και τα παιδιά που φώναζαν μέσα στο ναό και λέγα- |
|||
νε «Ωσαννά στο γιο του Δαυείδ», αγανάχτησαν και |
|||
τούπαν «Ακούς αυτοί τι λένε;» Κι' ο Ιησούς τους |
|||
λέει «Ναι. Δε διαβάσατε ποτές πως '' Από μωρώνε |
|||
» στόμα κι’ από βυζανιάρικων τόνισες ύμνο; '' » Κι' |
|||
αφίνοντάς τους βγήκε από τη χώρα όξω στη Βηθα- |
|||
νία και κόνεψε εκεί. |
|||
122. Και το πρωί γυρίζοντας στη χώρα πείνασε. |
|||
Και βλέποντας συκιά στο δρόμο απάνου, πήγε κοντά |
|||
της και δε βρήκε απάνου τίποτα εξόνε φύλλα μο- |
|||
ναχά. Και της λέει «Καρπό πια να μην κάνεις στον |
|||
» αιώνα». Και στη στιγμή ξεράθηκε η συκιά. Και |
|||
βλέποντάς το οι μαθητάδες, απόρησαν κι’ είπαν |
|||
« Πώς στη στιγμή ξεράθηκε η συκιά!» Κι' ο Ιη- |
|||
σούς αποκρίθη και τους είπε «Αληθινά σας λέω. |
|||
» αν έχετε πίστη και δεν κλονιστήτε, όχι μοναχά |
|||
» το [θάμα] της συκιάς θα κάνετε, παρά και του |
|||
» βουνού εκεί αν του πείτε Σήκω και πέσε στο γιαλό, |
|||
» θα γίνει, κι’ ό,τι με πίστη ζητήστε στην προσευκή |
|||
σας, όλα θαν τα λάβετε». |
|||
123. Και σαν ήρθε στο ναό, πήγανε στον Ιησού |
|||
ενώ δίδασκε οι πρωτοπαπάδες κι’ οι δημογερόντοι |
|||
κι έλεγαν «Με πια εξουσία κάνεις αυτά; και πιος |
|||
» σ' την έδωκε αυτή την εξουσία;» Κι ο Ιησούς |
|||
αποκρίθηκε και τους είπε «Θα σας ρωτήσω κι εγώ |
|||
» 'να λόγο, που α μου τον πείτε, θα σας πω κι’ |
|||
» εγώ με πια εξουσία κάνω αυτά. Το βάφτισμα του |
|||
» Ιωάνη από πού είτανε, από τον ουρανό ή από τους |
|||
» ανθρώπους;» Κι' εκείνοι μεταξύ τους συλλογιούν- |
|||
ταν κι’ έλεγαν «Αν πούμε από τον ουρανό, θα μας |
|||
» πει, γιατί λοιπόν δεν τον πιστέψατε; Κι' αν πούμε |
|||
» από τους ανθρώπους, φοβούμαστε το λαό, γιατί |
|||
» όλοι σαν προφήτη τον έχουνε τον Ιωάνη». Κι' απάν- |
|||
τησαν του Ιησού κι’ είπαν «Δεν το ξέρουμε». Τους |
|||
είπε κι’ εκείνος «Μήτε κι’ εγώ δε σας λέω με πια |
|||
» εξουσία κάνω αυτά. Και τι σας φαίνεται; Ένας |
|||
» άνθρωπος είχε διο παιδιά. Και πήγε στον πρώτο |
|||
» κι’ είπε Παιδί μου, πήγαινε σήμερα δούλεψε στ' |
|||
» αμπέλι μου. Κι' εκείνος αποκρίθη κι’ είπε Μάλι- |
|||
» στα, αφέντη, και δεν πήγε. Και πήγε στο δεύτερο |
|||
» κι είπε το ίδιο. Κι εκείνος αποκρίθη κι’ είπε Δε |
|||
» θέλω. Ύστερα μετάνιωσε και πήγε. Πιος από τους |
|||
» διο τους έκανε το θέλημα του πατέρα;» Λένε «Ο |
|||
» δεύτερος». Τους λέει ο Ιησούς «Αληθινά σας λέω, |
|||
» πως οι τελώνες κι οι πόρνες μπροστά σας παν στη |
|||
» βασιλεία του Θεού. Γιατί σας ήρθε ο Ιωάνης μ' α- |
|||
» γιοσύνης δρόμο και δεν τον πιστέψατε• μόνε οι τελώ- |
|||
» νες τον πιστέψανε κι’ οι πόρνες. Εσείς ως τόσο που |
|||
» τον είδατε, μήτε καν μετανιώσατε έπειτα ναν τον |
|||
» πιστέψτε. |
|||
124.» Άλλη παραβολή ακούστε. Είταν ένας άν- |
|||
» θρωπος νοικοκύρης, που φύτεψε αμπέλι, και τού- |
|||
» βαλε τριγύρω φράχτη κι’ έσκαψε μέσα ληνό κι’ |
|||
» έχτισε πύργο, και το νοίκιασε σε γεωργούς και |
|||
» μίσεψε. Και σαν έφτασε ο καιρός του καρπού, |
|||
» έστειλε τους σκλάβους του στους γεωργούς να |
|||
» πάρουν τον καρπό του. Και πιάνοντας οι γεωργοί |
|||
» τους σκλάβους του, άλλον έδειραν, άλλονε σκό- |
|||
» τωσαν, κι’ άλλον πετροβόλησαν. Πάλι έστειλε άλ- |
|||
» λους σκλάβους πιο πολλούς από τους πρώτους, και |
|||
» τους έκαναν τα ίδια. Ύστερα τους έστειλε το γιο |
|||
» του λέγοντας Θα σεβαστούν το γιο μου. Όμως |
|||
» οι γεωργοί, σαν είδανε το γιο, είπανε μεταξύ τους |
|||
» Αυτός είναι ο κληρονόμος• ελάτε, ας τον σκοτώ- |
|||
» σουμε κι’ ας πάρουμε την κληρονομιά του. Και |
|||
» τον έπιασαν και βγάλανε όξω από τ' αμπέλι και |
|||
» τον σκότωσαν. Λοιπόν σαν έρθει ο νοικοκύρης |
|||
» τ' αμπελιού, τι θαν τους κάνει αυτούς τους γεωρ- |
|||
» γούς;» Του λεν «Κακήν κακώς θενάν τους ξολο- |
|||
» θρέψει, και τ' αμπέλι θα νοικιάσει σ' άλλους γεωρ- |
|||
» γούς που θαν του δώσουν πίσω τον καρπό στην |
|||
» ώρα του». Τους λέει ο Ιησούς «Δε διαβάσατε |
|||
» ποτές μέσα στις Γραφές '' Πέτρα π' απόρριψαν οι |
|||
» χτίστες έγινε αγκωνάρι• από τον Κύριο έγινε κι’ |
|||
» είναι θαμαστή στα μάτια μας. '' Γι αυτό σας λέω, |
|||
» θα σας παρθεί από σας η βασιλεία του Θεού και |
|||
» σ' έθνος θα δοθεί που κάνει τους καρπούς της. |
|||
» Κι' όπιος πέσει σ' αυτή την πέτρα απάνου, θενά |
|||
» τσακιστεί• και σ' όπιον πέσει, θαν τον κάνει θρύ- |
|||
» ματα». |
|||
125. Και σαν άκουσαν τις παραβολές του οι πρω- |
|||
τοπαπάδες κι’ οι Φαρισαίοι, ένιωσαν πως γι' αυτούς |
|||
μιλεί, και ζητώντας να τον πιάσουν, φοβηθήκανε τα |
|||
πλήθη, τι τον είχανε προφήτη. |
|||
Κι' ο Ιησούς αποκρίθη πάλι και τους μίλησε με |
|||
παραβολές λέγοντας «Έμιασε η βασιλεία των ουρα- |
|||
» νών με βασιλέα πούκανε τις χάρες του γιου του, κι’ |
|||
» έστειλε τους σκλάβους του να κράξουν τους προσ- |
|||
» καλεσμένους στις χαρές, και δε θέλανε ναρθούν. |
|||
» Πάλι έστειλε άλλους σκλάβους κι’ είπε Πέστε των |
|||
» καλεσμένων, Νά το το δείπνο μου το ετοίμασα, τα |
|||
» βόδια μου και τα θρεφτά σφαγμένα, και τα πάντα |
|||
» έτοιμα• ελάτε στις χαρές. Κι' εκείνοι αδιαφορήσανε |
|||
» και φύγανε, άλλος στο χωράφι του, άλλος στ' αρ- |
|||
» γαστήρι του• κι’ οι άλλοι έπιασαν τους σκλάβους |
|||
» του, και τους μασκάρεψαν και σκότωσαν. Κι' ο βα- |
|||
» σιλέας θύμωσε, κι’ έστειλε τους στρατούς του και |
|||
» τους ξολόθρεψε εκείνους τους φονιάδες κι’ έκαψε τη |
|||
» χώρα τους. Τότες λέει στους σκλάβους του Το |
|||
» τραπέζι 'ναι έτοιμο, μα δεν είταν άξιοι οι καλε- |
|||
» σμένοι• πηγαίνετε λοιπόν στων δρόμων τα περά- |
|||
» σματα κι’ όσους βρείτε κράξτε στις χαρές». Κι' οι |
|||
σκλάβοι αυτοί σα βγήκανε στους δρόμους, μαζέ- |
|||
» ψανε όλους όσους ηύραν, και κακούς και καλούς. |
|||
» και γιόμισε η αίθουσα του γάμου καλεσμένους. Και |
|||
» σα μπήκε ο βασιλέας για να δει τους καλεσμένους, |
|||
» είδε εκεί άνθρωπο που δε φορούσε φόρεμα γάμου |
|||
» και του λέει Φίλε, πώς μπήκες εδώ δίχως φόρεμα |
|||
» γάμου; Κι' αυτός αποστομώθη. Τότ' είπε ο βα- |
|||
» σιλιάς στους δούλους Δέστε τον χεροπόδαρα και |
|||
» βγάλτε τον όξω στο σκοτάδι το πιο εξώτερο• εκεί |
|||
» θα 'ναι το κλάψε και το τρίξε των δοντιών. Γιατί |
|||
» πολλοί 'ναι οι καλεστοί, μα λίγοι οι εκλεχτοί». |
|||
126. Τότε οι Φαρισαίοι πήγαν και συφώνησαν πώς |
|||
ναν τον παγιδέψουνε με λόγια. Και του στέλνουνε |
|||
τους μαθητάδες τους με τους Ηρωδιανούς και λένε |
|||
« Δάσκαλε, ξέρουμε πως είσαι αληθινός και πως με |
|||
» την αλήθια διδάσκεις το δρόμο του Θεού, και δε |
|||
» σε μέλει τίποτα τι δεν κοιτάς ανθρώπους. Πες μας |
|||
» λοιπόν τη γνώμη σου. Έχουμε άδια να δώσουμε |
|||
» του Καίσαρα φόρο ή όχι;» Κι' ο Ιησούς ένιωσε |
|||
την πονηριά τους κι’ είπε «Τι με δοκιμάζετε, υπο- |
|||
» κριτάδες; Δείξτε μου το νόμισμα του φόρου». Κι' |
|||
αυτοί του φέρανε δηνάρι. Και τους λέει «Πιανού 'ναι |
|||
» ετούτη η ζουγραφιά κι’ η επιγραφή;» Του λεν |
|||
« Του Καίσαρα». Τότες τους λέει «Δώστε λοιπόν |
|||
» πίσω ό,τι είναι του Καίσαρα στον Καίσαρα, και |
|||
» ό,τι είναι του Θεού στο Θεό». Και σαν τ' άκου- |
|||
σαν απόρησαν, και τον αφήκαν κι’ έφυγαν. |
|||
127. Εκείνη την ημέρα πήγανε στον Ιησού οι |
|||
Σαδδουκαίοι, που λένε δεν υπάρχει ανάσταση, και |
|||
τόνε ρώτησαν κι’ είπαν «Δάσκαλε, ο Μωυσής είπε |
|||
» '' Αν πεθάνει άτεκνος κανείς, ας παντρεύεται κα- |
|||
» τόπι ο αδερφός του τη γυναίκα του κι’ ας του |
|||
» βγάζει σπέρμα τ' αδερφού του '' . Κι' είτανε στον |
|||
» τόπο μας εφτά αδερφοί. Κι' ο πρώτος παντρεύτη |
|||
» και πέθανε, κι’ όντας άκληρος αφήκε τη γυναίκα |
|||
» του στον αδερφό του• το ίδιο κι’ ο δεύτερος κι’ ο |
|||
» τρίτος ως στους εφτά. Κι' ύστερα απ' όλους πέθανε |
|||
» η γυναίκα. Στην ανάσταση λοιπόν πιανού από τους |
|||
» εφτά θα γενεί γυναίκα; Γιατί την είχαν όλοι». Κι' |
|||
ο Ιησούς αποκρίθη και τους είπε «Σφάλλετε, μην |
|||
» εννοώντας τις Γραφές μήτε τη δύναμη του Θεού. |
|||
» Τι στην ανάσταση μήτ' άντρες παίρνουνε μήτε γυ- |
|||
» ναίκες, παρά καθώς αγγέλοι 'ναι στον ουρανό. Και |
|||
» για τη νεκρανάσταση δε διαβάσατε ό,τι σας είπε ο |
|||
» Θεός, που λέει '' Εγώ 'μαι ο Θεός τον Αβραάμ κι’ ο |
|||
» Θεός του Ισαάκ κι’ ο Θεός τον Ιακώβ; '' Δεν είναι |
|||
» ο Θεός νεκρώνε, μόνε ζωντανών». Κι' όταν τ' άκου- |
|||
» σαν τα πλήθη, σάστιζαν με τη διδαχή του. |
|||
128. Κι' οι Φαρισαίοι, όταν άκουσαν πως απο- |
|||
στόμωσε τους Σαδδουκαίους, μαζευτήκανε, και ρώ- |
|||
τησε ένας τους Νομοδιάβαστος δοκιμάζοντάς τον |
|||
» Δάσκαλε, πια 'ναι εντολή μεγάλη μέσα στο Νό- |
|||
» μο;» Κι' ο Ιησούς του είπε «Αγάπα τον Κύριο |
|||
» το Θεό σου μ' όλη σου την καρδιά και μ' όλη σου την |
|||
» ψυχή και μ' όλο σου το νου• '' αυτή 'ναι η μεγάλη |
|||
» και πρώτη εντολή. Και δεύτερη το ίδιο '' Αγάπα το |
|||
» γείτονά σου ίσα με τον εαυτό σου '' . Σ' αυτές τις διο |
|||
» τις εντολές όλος ο Νόμος στέκει κι’ οι Προφήτες.» |
|||
129. Κι' ενώ 'τανε μαζεμένοι οι Φαρισαίοι τους |
|||
ρώτησε ο Ιησούς κι’ είπε «Πια 'ναι η γνώμη σας |
|||
» για το Χριστό; πιανού 'ναι γιος;» Του λένε «Του |
|||
» Δαυείδ». Τους λέει «Πώς λοιπόν ο Δαυείδ με το |
|||
» πνέμα τον κράζει αφέντη, λέγοντας '' Είπε ο αφέν- |
|||
» της στον αφέντη μον Κάθου δεξιά μου ως που να |
|||
» βάλω τους εχτρούς σου κάτου από τα πόδια σου '' ; |
|||
» Α λοιπόν ο Δαυείδ τον κράζει αφέντη, πώς είναι |
|||
» γιος του;» Και κανείς δε μπορούσε ναν τ' απαν- |
|||
τήσει λέξη• μήτε από κείνη την ημέρα τόλμησε κα- |
|||
νείς ναν τόνε ρωτήσει πια. |
|||
130. Τότες ο Ιησούς μίλησε στα πλήθη και στους |
|||
μαθητάδες του λέγοντας «Στην καθέδρα του Μωυσή |
|||
» κάθησαν οι διαβασμένοι και Φαρισαίοι. Όλα λοι- |
|||
» πόν όσα σας πουν κάνετέ τα και κρατείτε• κατά |
|||
» τα έργα τους όμως μην κάνετε, γιατί λεν και δεν |
|||
» κάνουν. Και δένουνε φορτώματα βαριά κι’ αβάσ- |
|||
» ταχτα και τα φορτώνουνε στη ράχη των ανθρώπων, |
|||
» μα οι ίδιοι με το δάχτυλό τους να τα κουνήσουνε |
|||
» δε θέλουν. Και κάθε τους έργο κάνουνε για ναν |
|||
» τους καμαρώνουν οι ανθρώποι. Γιατί πλαταίνουνε |
|||
» τα φυλαχτάρια τους και μεγαλώνουνε [των φορε- |
|||
» μάτων τους] τις άκρες, μα αγαπούν το πρωτοκά- |
|||
» θισμα στα δείπνα και τα πρωτοστάσιδα μέσα στα |
|||
» συναγώγια και τους χαιρετισμούς στις αγορές και |
|||
» το ναν τους φωνάζει ο κόσμος Ραββεί. Μα εσάς να |
|||
» μη σας κράζουνε Ραββεί, γιατί ένας είναι σας ο |
|||
» δάσκαλος κι’ όλοι εσείς αδέρφια. Και πατέρα σας |
|||
» μην κράξτε στη γη, γιατί ένας είναι σας ο πατέ- |
|||
» ρας, ο ουράνιος. Μηδέ οδηγούς να μη σας κράζουνε, |
|||
» γιατί ένας είναι σας οδηγός, ο Χριστός. Κι' ο με- |
|||
» γαλύτερός σας ας γίνει δούλος σας. Κι' όπιος ανυ- |
|||
» ψώνεται θα χαμηλωθεί, κι’ όπιος χαμηλώνεται θ' |
|||
» ανυψωθεί. |
|||
« Κι' αλίμονό σας, διαβασμένοι και Φαρισαίοι, |
|||
» υποκριτάδες, γιατί κλείνετε τη βασιλεία των ουρα- |
|||
» νών στην όψη των ανθρώπων γιατί εσείς δε μπαί- |
|||
» νετε, μα κι’ όσους μπαίνουν δεν αφίνετε να μπουν. |
|||
» 131. Αλίμονο σας, διαβασμένοι και Φαρισαίοι, |
|||
» υποκριτάδες, τι γυρίζετε θάλασσα και στεριά να |
|||
» κάντε ένα νιοφώτιστο, και σα γενεί τον κάντε γιο |
|||
» της γέεννας χειρότερό σας. Αλίμονο σας, οδηγοί |
|||
» τυφλοί, που λέτε '' Όπιος αμώσει στο ναό, δεν είναι |
|||
» τίποτα• '' μα όπιος αμώσει στο χρυσάφι του ναού, |
|||
» χρωστά '' . Λωλοί και τυφλοί, γιατί τι 'ναι μεγαλύ- |
|||
» τερο, το χρυσάφι ή ο ναός π' αγιάζει το χρυσάφι; |
|||
» κι’ όπιος αμώσει στο θυσιαστήρι, δεν είναι τίποτα• |
|||
» μα όπιος αμώσει στο χάρισμα τ' απάνου του, |
|||
» χρωστά. Λωλοί και τυφλοί, γιατί τι 'ναι μεγαλύ- |
|||
» τερο, το χάρισμα ή το θυσιαστήρι π' αγιάζει το |
|||
» χάρισμα; Όπιος λοιπόν αμώσει στο θυσιαστήρι, |
|||
» ορκίζεται σ' αυτό και σ' όλα απάνου του• κι’ όπιος |
|||
» αμώσει στο ναό, ορκίζεται σ' αυτόν και στον κα- |
|||
» τοικό του κι’ όπιος αμώσει στον ουρανό, ορκίζεται |
|||
» στο θρόνο του Θεού και στον καθισμένο απάνου. |
|||
» 132. Αλίμονό σας, διαβασμένοι και Φαρισαίοι υ- |
|||
» ποκριτάδες, γιατί δίνετε το δέκατο από το διόσμο |
|||
» κι άνηθο και κύμινο, κι’ αφήκατε τα πιο βαριά του |
|||
» Νόμου, τη δικιοσύνη και σπλαχνιά και πίστη. Μα |
|||
» αυτά να κάνετε έπρεπε κι’ εκείνα να μην αφίστε. |
|||
» Οδηγοί τυφλοί, που το κουνούπι το στραγγίζετε |
|||
» και καταπίνετε την γκαμήλα. 133. Αλίμονό σας, |
|||
» διαβασμένοι και Φαρισαίοι, υποκριτάδες, γιατί πα- |
|||
» στρεύετε απ' όξω το ποτήρι και σκουτέλλι, και μέσα |
|||
» 'ναι αρπαγή γιομάτα και παραλυσία. Φαρισαίε τυ- |
|||
» φλέ, πάστρεψε πρώτα μέσα το ποτήρι και σκουτέλλι, |
|||
» για να γενεί του και τ' απ' όξω παστρικό. 134. |
|||
» Αλίμονό σας, διαβασμένοι και Φαρισαίοι, υποκρι- |
|||
» τάδες, γιατί μιάζετε σαν τάφους ασπρισμένους, π' |
|||
» απ' όξω ναι μεν φαίνουνται όμορφοι, μα μέσα 'ναι |
|||
» γιομάτοι κόκκαλα νεκρά και κάθε λέρα. Έτσι κι’ |
|||
» εσείς ναι μεν απ' όξω φαίνεστε άγιοι στους ανθρώ- |
|||
» πους, μα μέσα είστε γιομάτοι υποκρισία κι’ ανο- |
|||
» μιά. 135. Αλίμονό σας, διαβασμένοι και Φαρι- |
|||
» σαίοι, υποκριτάδες, γιατί χτίζετε των προφητών |
|||
» τους τάφους και στολίζετε τα μνήματα των άγιων, |
|||
» και λέτε Α ζούσαμε στα χρόνια των πατέρων |
|||
» μας, μαζί τους δε θα συντροφιάζαμε στων προφη- |
|||
» τών το αίμα. Έτσι μόνοι σας κατηγοριέστε το |
|||
» πως είστε γιοι τους — εκείνων που σκοτώσαν τους |
|||
» προφήτες — κι εσείς θα συμπληρώστε των πατέρων |
|||
» σας το μέτρος. Φείδια, οχιάς γεννήματα, πώς θα |
|||
» γλυτώστε από της γέεννας την καταδίκη; Για |
|||
» τούτο εγώ νά στέλνω σας προφήτες και σοφούς και |
|||
» διαβασμένους• μερικούς τους θα σκοτώστε και σταυ- |
|||
» ρώστε, και μερικούς θα βουρδουλίστε μέσ' στα |
|||
» συναγώγια σας και θενά διώξτε από μια χώρα |
|||
» σ' άλλη, έτσι για να πέσει απάνου σας κάθ' αίμα |
|||
» ενάρετο που χύνεται στη γη, από το αίμα τ' Άβελ |
|||
» του ενάρετου ως στο αίμα Ζαχαρία, γιου του Βαρα- |
|||
» χία, που τον σφάξατε ανάμεσα από το ναό και το |
|||
» θυσιαστήρι. Αληθινά σας λέω, θα πέσουν όλα αυτά |
|||
» σ' αυτή τη γενεά. Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ εσύ |
|||
» που θανατώνεις τους προφήτες και πετροβολάς τους |
|||
» αποστόλους σου, πόσες φορές δε θέλησα να πε- |
|||
» ριμάσω τα παιδιά σου, έτσι όπως περιμαζεύει η |
|||
» όρνιθα τα ορνίθια της κάτου από τις φτερούγες, |
|||
» και δε θελήσατε! Νά, σας παραιτούν το σπίτι |
|||
» σας. Γιατί σας λέω, δε θα με δείτε τώρα πια ως να |
|||
» πείτε '' Βλογητός αυτός που φτάνει στ' όνομα του |
|||
» Κυρίου '' ». |
|||
136. Και βγήκε ο Ιησούς από τα ναό και περ- |
|||
» πατούσε, κι’ ήρθαν οι μαθητάδες του ναν του δεί- |
|||
» ξουνε τα χτίρια του ναού. Κι' ο Ιησούς αποκρίθη |
|||
» και τους είπε «Δε βλέπετε όλα αυτά; Αληθινά σας |
|||
» λέω, πέτρα απάνου σε πέτρα εδώ δε θ' αφεθεί που |
|||
» να μην γκρεμιστεί». |
|||
137. Κι' ενώ καθότανε στο Ελιοβούνι απάνου, |
|||
πήγαν κοντά του οι μαθητάδες χωριστά και λεν |
|||
« Πες μας, πότε αυτά θα γίνουν; και πιο το σημάδι |
|||
» της παρουσίας σου και του τελιωμού του κόσμου;» |
|||
Κι' ο Ιησούς αποκρίθη και τους είπε «Κοιτάξτε μη |
|||
» σας πλανέσει κανείς. Γιατί πολλοί θαρθούνε στ' |
|||
» όνομά μου λέγοντας Εγώ 'μαι ο Χριστός, και πολ- |
|||
» λούς θα πλανέσουν. Και σας μέλλεται ν' ακούστε |
|||
» πολέμους και φήμες πολέμων. Τηράτε, μην τα- |
|||
» ράττεστε• γιατί πρέπει να γίνουνε, μα δεν είναι |
|||
» ακόμα το τέλος. Τι θα σηκωθεί έθνος να χτυπήσει |
|||
» έθνος και βασιλεία να χτυπήσει βασιλεία, και θα |
|||
» γίνουν πείνες και σεισμοί εδώ κι’ εκεί. Όμως όλα |
|||
» αυτά πόνων αρχή. Τότες θα σας παραδώσουνε σε |
|||
» δεινά και θα σας θανατώσουν, κι’ όλα τα έθνη θα |
|||
» σας μισούνε για τ' όνομά μου. Και τότες θα πέ- |
|||
» σουνε σε πειρασμό πολλοί, και θα παραδοθούν ανά- |
|||
» μεσά τους και θα μισηθούν. Και πολλοί ψευτοπρο- |
|||
» φήτες θα φανούν και θα πλανέσουνε πολλούς. Και |
|||
» με το να πληθήνει η αμαρτία θα κρυώσει των |
|||
» πολλών η αγάπη. Μα όπιος κάνει απομονή ως στο |
|||
» τέλος, αυτός θα σωθεί. Και θα κηρυχτεί τούτο το |
|||
» καλό το μήνημα της βασιλείας μέσ' στην οικου- |
|||
» μένη όλη για να φωτιστούν όλα τα έθνη. Και τό- |
|||
» τες θα φτάσει το τέλος. |
|||
» Ότα λοιπόν του ρημαγμού το σίχαμα το ειπω- |
|||
» μένο μέσο του Δανιήλ του προφήτη το δείτε και |
|||
» στέκει μέσα σ' αγιασμένον τόπο (όπιος διαβάζει ας |
|||
» εννοεί), τότες οι μέσα στην Ιουδαία ας φεύγουνε |
|||
» στα όρη, ο στο δώμα απάνου ας μην κατέβει να |
|||
» πάρει από το σπίτι του τα πράματά [του], κι’ ο |
|||
» μέσα στο χωράφι ας μη γυρίσει πίσω να πάρει το |
|||
» ρούχο του. Κι' αλίμονο στις έγκυες κι’ όσες βυζαί- |
|||
» νουν τότες. Και προσεύκεστε να μη γενεί η φυγή |
|||
» σας χειμώνα μήτε σαββάτο• γιατί θα γίνει τότες |
|||
» συφορά μεγάλη, τέτια που δεν έγινε από την αρ- |
|||
» χή του κόσμου ως τα τώρα, κι’ ούτε θα γίνει. Και |
|||
» να μη ήθελε κολοβωθούν αυτές οι μέρες, σάρκα δε |
|||
» θα γλύτωνε• μόνε για τους εκλεχτούς θενά κολοβω- |
|||
» θούν αυτές οι μέρες. Τότες α σας πει κανείς Νά εδώ |
|||
» ο Χριστός ή εδώ, μην πιστεύετε. Τι θα φανούν ψευ- |
|||
» τόχριστοι και ψευτοπροφήτες, και θα δείξουνε ση- |
|||
» μάδια μεγάλα και τέρατα, τόσο που να πλανέ- |
|||
» σουν, α γίνεται, και τους εκλεχτούς. Νά, από |
|||
» πριν σας τόπα. Α λοιπόν σας πούνε Νά στην ερη- |
|||
» μιά 'ναι, μη βγείτε• Νά μέσα στα κελλιά, να μην |
|||
» πιστέψτε. Γιατί όπως από την ανατολή προβάλλει |
|||
» η αστραπή και φαίνεται ως στη δύση, έτσι θα γίνει |
|||
» η παρουσία του γιου τ' ανθρώπου. Όπου 'ναι το ψο- |
|||
» φίμι, εκεί θα μαζευτούν τα όρνια. |
|||
» Κι' ευτύς κατόπι από τη συφορά των ημερών |
|||
» εκείνων θενά σκοτεινιάσει ο ήλιος, και το φως της |
|||
» δε θα δώσει η σελήνη, και θα πέσουν τ' άστρα από |
|||
» τον ουρανό, και στα ουράνια κάθε δύναμη θα κλονι- |
|||
» στεί. Και τότες το σημάδι θα φανεί του γιου τ' αν- |
|||
» θρώπου μέσ' στον ουρανό. Και τότες θα στηθοκοπή- |
|||
» σουν όλες οι φυλές της γης, και θενά δουν το γιο τ' |
|||
» ανθρώπου που θα φτάνει απάνου στ' ουρανού τα σύν- |
|||
» νεφα με δύναμη και δόξα πολλή. Και θα στείλει |
|||
» τους αγγέλους του με σάλπιγγας μεγάλο λάλημα, |
|||
» και θα συνάξουνε μαζί τους εκλεχτούς του από |
|||
» τους τέσσερεις άνεμους, απ' άκρες ουρανών ως ά- |
|||
» κρες τους. Μόνε από τη συκιά μάθετε την παρα- |
|||
« βολή. Όταν πια απαλήνει το κλαδί της και τα |
|||
» φύλλα βγουν, ξέρουν πως κοντά το καλοκαίρι• |
|||
» έτσι κι’ εσείς όταν τα δείτε όλα αυτά, να ξέρτε |
|||
» πως κοντά 'ναι, στη μπασιά μπροστά. Αληθινά |
|||
» σας λέω, αυτή δε θα περάσει η γενεά πρι γίνουν όλα |
|||
» αυτά. Ο ουρανός κι η γη θενά περάσει, όμως τα |
|||
» λόγια μου δε θα περάσουν. |
|||
138.» Κι' όσο για κείνη την ημέρα κι’ ώρα, δεν |
|||
» την ξέρει κανείς, μήτ' οι αγγέλοι τ' ουρανού μήτε |
|||
» ο γιος εξόν ο πατέρας μόνος. Κι' όπως του Νώε οι |
|||
» μέρες, έτσι θενά γίνει η παρουσία του γιου τ' αν- |
|||
» θρώπου. Γιατί όπως τότες ζούσανε τις πριν τις |
|||
» μέρες του κατακλυσμού τρώγοντας και πίνοντας, |
|||
» παίρνοντας και δίνοντας γυναίκες, ως στην ημέρα |
|||
» που ο Νώε μπήκε μέσ' στην κιβωτό, κι’ είδηση |
|||
» δεν είχαν όσο πούφτασε ο κατακλυσμός και συνε- |
|||
» πήρε όλους, έτσι θα γίνει η παρουσία του γιου τ' αν- |
|||
» θρώπου. Τότες διο θάναι στο χωράφι, ένας παίρ- |
|||
» νεται μαζί κι’ ο άλλος [τους] αφίνεται• διο π' αλέ- |
|||
» θουν με το μύλο, μια τους παίρνεται μαζί κι’ η |
|||
» άλλη αφίνεται. Ξαγρυπνάτε το λοιπόν, τι δεν ξέ- |
|||
» ρετε πια μέρα έρχεται ο αφέντης σας. Μα μάθετε |
|||
» το αυτό, πως αν ο νοικοκύρης ήξερε σε πια [νυχτο]- |
|||
» φρουρά θα φτάσει ο κλέφτης, θ' αγρύπναε και δεν |
|||
» άφινε ναν του τρυπήσουνε το σπίτι. Για τούτο |
|||
» ετοιμάζεστε κι’ εσείς, γιατί την ώρα που δεν καρ- |
|||
» τεράτε φτάνει ο γιος τ' ανθρώπου. |
|||
139. » Πιος άραγε είναι ο σκλάβος ο πιστός και |
|||
» φρόνιμος, που τόνε διόρισε ο αφέντης κεφαλή των |
|||
» δούλων του για ναν τους δίνει και να τρων στην |
|||
» ώρα [τους]; Χαρά στο σκλάβο εκείνο, που σαν έρθει |
|||
» ο αφέντης του θα βρει τον πως το κάνει. Αληθινά |
|||
» σας λέω, πως σ' όλα τα υπάρχοντά του θαν τόνε |
|||
» διορίσει κεφαλή. Αν όμως πει μέσ' στην καρδιά |
|||
» του εκείνος ο κακός ο σκλάβος Ο αφεντικός μου |
|||
» αργεί, κι’ αρχίσει τους συντρόφους του και τους |
|||
» χτυπά, κι’ αν τρώει και πίνει με τους μεθυσμένους, |
|||
» θα φτάσει αυτού του σκλάβου ο αφέντης την ημέρα |
|||
» που δεν καρτερά και την ώρα που δεν ξέρει, και |
|||
» διο κομάτια θαν τον κόψει και θα βάλει στων υπο- |
|||
» κριτάδων τη σειρά• εκεί θα 'ναι το κλάψε και το |
|||
» τρίξε των δοντιών. |
|||
140.» Τότε θα μιάσει η βασιλεία των ουρανών με |
|||
» δέκα κόρες που πήραν τα λυχνάρια τους και βγή- |
|||
» κανε για ν' απαντήσουν το γαμπρό, κι’ είταν οι |
|||
» πέντε τους ασυλλόγιστες κι’ οι πέντε γνωστικές. Τι |
|||
» οι ασυλλόγιστες σαν πήραν τα λυχνάρια τους, δεν |
|||
» πήρανε μαζί τους λάδι• οι γνωστικές ως τόσο πή- |
|||
» ρανε μέσα στους λαδολόγους λάδι με τους λύχ- |
|||
» νους τους μαζί. Κι' αργώντας ο γαμπρός, νυστά- |
|||
» ξανε όλες και κοιμούνταν. Κι' ακούστη τα με- |
|||
» σάνυχτα φωνή Νά ο γαμπρός• βγάτε ναν τον |
|||
» απαντήστε. Τότες αυτές οι κόρες σηκωθήκανε όλες |
|||
» και διορθώσανε τους λύχνους τους. Κι' είπαν οι |
|||
» ασυλλόγιστες στις γνωστικές Δώστε μας απ' το |
|||
» λάδι σας, τι οι λύχνοι μας σβύνουν. Κι' απάντη- |
|||
» σαν οι γνωστικές και λεν Ίσως δε σώσει για τις |
|||
» διο• πηγαίνετε καλύτερα στους πουλητάδες κι’ |
|||
» αγοράστε για τα σας. Κι' ενώ πηγαίνανε για ν' |
|||
» αγοράσουν, έφτασε ο γαμπρός, και μπήκανε μαζί |
|||
» του στις χαρές οι έτοιμες και κλείστη η πόρτα. Κι' |
|||
» έρχουνται ύστερα κι’ οι άλλες κόρες κι’ έλεγαν |
|||
» Αφέντη, αφέντη, άνοιξέ μας. Κι' εκείνος αποκρίθη |
|||
» κι’ είπε Αληθινά σας λέω, δε σας ξέρω. Ξαγρυ- |
|||
» πνάτε το λοιπόν, γιατί δεν ξέρετε τη μέρα μήτε |
|||
» την ώρα. |
|||
» Γιατί όπιος άνθρωπος που πήγαινε στην ξενιτιά |
|||
» φώναξε τους σκλάβους του και τους παράδωκε το |
|||
» βιο του, κι’ έδωκε σ' άλλον πέντε τάλαντα, και σ' |
|||
» άλλονε διο, και σ' άλλον ένα, στον καθένα κατά |
|||
» την αξία του, και ξενιτεύτηκε• αμέσως πήγε εκεί- |
|||
» νος πούλαβε τα πέντε τάλαντα και δούλεψε μ' |
|||
» αυτά και κέρδισε άλλα πέντε. Έτσι κι’ ο άλλος |
|||
» με τα διο κέρδισε άλλα διο. Όμως ο άλλος πού- |
|||
» λαβε το ένα πήγε κι’ έσκαψε τη γη κι’ έθαψε |
|||
» τ' αφέντη του το χρήμα. Και πολύν καιρό κατόπι |
|||
» φτάνει αυτών των σκλάβων ο αφεντικός και λο- |
|||
» γαριάζεται μαζί τους. Κι' εκείνος πούλαβε τα πέν- |
|||
» τε τάλαντα ήρθε κι’ έφερε άλλα πέντε τάλαντα, |
|||
» και λέει Αφέντη, πέντε τάλαντα μου παράδωκες• |
|||
» κοίτα, κέρδισα άλλα πέντε. Τούπε ο αφέντης |
|||
» του Λαμπρά, καλέ [μου] σκλάβε και πιστέ• σε |
|||
» λίγα είσουνα πιστός, σε πολλά θα σε διορίσω. |
|||
» Έμπα στ' αφεντικού σου το ξεφάντωμα. Κι' ήρθε |
|||
» με τα διο τα τάλαντα κι’ ο άλλος κι’ είπε Αφέντη, |
|||
» μου παράδωκες διο τάλαντα• κοίτα, κέρδισα άλλα |
|||
» διο. Τούπε ο αφέντης του Λαμπρά, καλέ [μου] |
|||
» σκλάβε και πιστέ• σε λίγα είσουνα πιστός, σε πολ- |
|||
» λά θα σε διορίσω. Έμπα στ' αφεντικού σου το ξε- |
|||
» φάντωμα. Μα κι’ αυτός σαν πήγε πούχε λάβει το |
|||
» 'να τάλαντο, είπε Αφέντη, σ' ήξερα πως είσαι |
|||
» άνθρωπος σκληρός, θερίζοντας όπου δεν έσπειρες και |
|||
» μαζεύοντας όπου δε σκόρπισες, κι’ από το φόβο |
|||
» πήγα κι’ έθαψα το τάλαντό σου μέσ' στη γη• δες, |
|||
» έχεις το δικό σου. Κι' απάντησε ο αφέντης του και |
|||
» τούπε Κακέ σκλάβε κι’ ακαμάτη, ήξερες το πως θερί- |
|||
» ζω όπου δεν έσπειρα και μαζεύω όπου δε σκόρπισα• |
|||
» έπρεπε λοιπόν το χρήμα μου να καταθέσεις με τους |
|||
» τραπεζίτες, κι’ εγώ στο γυρισμό μου θάπαιρνα με |
|||
» τόκο το δικό μου. Πάρτε του λοιπόν τα τάλαντο |
|||
» και δώστε το σ' εκείνον με τα δέκα τάλαντα. Τι |
|||
» σ' όπιον έχει θα δοθεί και περισσέψει• κι’ όπιος δεν |
|||
» έχει, θαν του πάρουν κι’ ό,τι έχει. Και τον άχρη- |
|||
» στο το σκλάβο βγάλτε τόνε στο σκοτάδι το πιο |
|||
» εξώτερο• εκεί θα 'ναι το κλάψε και τα τρίξε των δον- |
|||
» τιών. |
|||
141.» Κι' όταν έρθει ο γιος τ' ανθρώπου μέσα |
|||
» στη δόξα του κι’ όλοι οι άγγελοι μαζί του, τό- |
|||
» τες θα καθήσει σε λαμπρό του θρόνο και θα συνα- |
|||
» χτούν τα έθνη όλα ομπρός του, και θαν τους χω- |
|||
» ρίσει κατά πως χωρίζει ο βοσκός τα πρόβατα |
|||
» απ' τα γίδια, και τα πρόβατα θα στήσει δεξιά |
|||
» του και τα γίδια αριστερά. Τότε ο βασιλιάς θα |
|||
» πει στους δεξιά του Ελάτε, οι βλογημένοι του |
|||
» πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας |
|||
» ετοιμάστηκε από το θεμέλιωμα του κόσμου. Για- |
|||
» τί πείνασα και μου δώκατε να φάω• δίψασα και |
|||
» με ποτίσατε• ξένος είμουν και με περιμαζέψα- |
|||
» τε• γυμνός και με ντύσατε• αρρώστησα και με |
|||
» κοιτάξατε• φυλακή είμουν κι’ ήρθατε να με δεί- |
|||
» τε. Τότες θαν τ' αποκριθούν οι άγιοι και θα πουν |
|||
» Κύριε, πότε σ' είδαμε πεινασμένο και σε θρέψαμε; |
|||
» ή διψασμένο και σε ποτίσαμε; και πότε σ' είδαμε |
|||
» ξένο και σε περιμαζέψαμε; ή γυμνό και σε ντύ- |
|||
» σαμε; και πότε σ' είδαμε άρρωστο ή σε φυλακή |
|||
» κι’ ήρθαμε να σε δούμε; Κι' ο βασιλέας θ' απαν- |
|||
» τήσει και θαν τους πει Αληθινά σας λέω, όσο τα |
|||
» κάνατε σ' ένανε από τους αδερφούς μου τούτους |
|||
» τους ελάχιστους, [τόσο και] σ' εμένα το κάνατε. |
|||
» 142. Τότες θα πει και στους αριστερά Πηγαίνετε |
|||
» από μένα, κατάρατοι, στη φωτιά την αιώνια την |
|||
» ετοιμασμένη του Διαβόλου και των αγγέλων του. |
|||
» Γιατί πείνασα και δε μου δώκατε να φάω• δίψασα |
|||
» και δε με ποτίσατε• ξένος είμουν και δε με περι- |
|||
» μαζέψατε• γυμνός και δε με ντύσατε• άρρωστος |
|||
» και σε φυλακή και δε με κοιτάξατε. Τότες θ' από- |
|||
» κριθούν κι’ αυτοί και θα πουν Κύριε, πότε σ' εί- |
|||
» δαμε πεινασμένο ή διψασμένο ή ξένο ή γυμνό ή |
|||
» άρρωστο ή σε φυλακή, και δε σε φροντίσαμε; Τό- |
|||
» τες θαν τους απαντήσει και θα πει Αληθινά σας |
|||
» λέω, όσο δεν το κάνατε σ' ένανε από τούτους τους |
|||
» ελάχιστους, [τόσο] μήτ' εμένα δε μου τα κάνατε. |
|||
» Και θα πάνε αυτοί σε κόλαση παντοτινή, μα οι |
|||
» άγιοι σε ζωή παντοτινή». |
|||
143. Και συνέβηκε, όταν τέλιωσε ο Ιησούς όλα |
|||
αυτά τα λόγια, είπε στους μαθητάδες του «Ξέρετε |
|||
» πως σε διο μέρες γίνεται τα πάσκα, και παραδί- |
|||
» νουνε να σταυρωθεί το γιο τ' ανθρώπου». |
|||
Τότες μαζευτήκανε οι πρωτοπαπάδες κι’ οι δημο- |
|||
γερόντοι στο παλάτι του αρχιπαπά που λέγουνταν |
|||
Καϊάφας, και συφωνήσανε να πιάσουνε με πονηριά |
|||
και να σκοτώσουν τον Ιησού. Κι' έλεγαν «Όχι τη |
|||
» σκόλη, να μη γίνει ταραχή του λαού». |
|||
144. Και σαν έφτασε ο Ιησούς στη Βηθανία, |
|||
στου Σίμωνα του λωβιασμένου, ήρθε γυναίκα κρα- |
|||
τώντας αλαβάστρινο λαγήνι με μυρουδικό πολύ- |
|||
τιμο, και του περεχούσε το κεφάλι ενώ καθόταν |
|||
[κι’ έτρωγε]. Και βλέποντάς το οι μαθητάδες του |
|||
αγανάχτησαν και λένε «Γιατί αυτός ο χαμός; |
|||
» Γιατί μπορούσε αυτό ν' ακριβοπουληθεί και να δο- |
|||
» θεί σε φτωχούς». Και τόνιωσε ο Ιησούς και τους |
|||
είπε «Τι πειράζετε τη γυναίκα; Γιατί δούλεψη κα- |
|||
» λή μούκανε εμένα. Τι πάντα τους φτωχούς τους |
|||
» έχετε μαζί σας, μα εμένα πάντα δε μ' έχετε. Τι |
|||
» βάζοντας αυτή τούτο το μυρουδικό στο κορμί μου |
|||
» απάνου, για το θάψιμό μου τόκανε. Κι' αληθινά |
|||
» σας λέω, όπου κι’ αν κηρυχτεί παντού στον κόσμο |
|||
» τούτο το καλό το μήνημα, θα διαλαληθεί κι’ αυ- |
|||
» τή το τι έκανε, ναν τη μνημονεύουν». |
|||
145. Τότες πήγε ένας από τους δώδεκα, αυτός |
|||
που λέγουνταν Ιούδας Ισκαριώτης, στους πρωτοπα- |
|||
πάδες κι’ είπε «Τι θα μου δώστε, κι’ εγώ θα σας τον |
|||
» παραδώσω». Κι' εκείνοι τούζιασαν τριάντα αργυρά. |
|||
Κι' από τότες γύρευε ευκαιρία ναν τον παραδώσει. |
|||
146. Και την πρώτη μέρα των άζυμων πήγανε |
|||
στον Ιησού οι μαθητάδες και του λεν «Πού θέ- |
|||
» λεις να σου ετοιμάσουμε να φας τα πάσκα;» Κι |
|||
εκείνος είπε «Πηγαίνετε στη χώρα στου τάδε και |
|||
» πέστε του Ο δάσκαλος λέει Ο καιρός μου σιμώνει• |
|||
» μαζί σου κάνω πάσκα με τους μαθητάδες μου». |
|||
Κι' έκαναν οι μαθητάδες όπως τους πρόσταξε ο Ιη- |
|||
Σούς, κι’ ετοίμασαν το πάσκα. |
|||
147. Και σα βράδιασε, καθότανε μαζί με τους |
|||
δώδεκα, κι’ ενώ τρώγανε είπε «Αληθινά σας λέω |
|||
» πως ένας σας θα με παραδώσει». Και καταλυ- |
|||
πημένοι αρχίνησαν και τούλεγε ένας ένας «Μην εί- |
|||
» μαι εγώ, Κύριε;» Κι' εκείνος αποκρίθη κι’ είπε |
|||
» Όπιος βουτήσει μαζί μου το χέρι στο τρυβλί, αυ- |
|||
» τός θα με παραδώσει. Και ναι μεν πηγαίνει ο γιος |
|||
» τ' ανθρώπου όπως γράφτηκε γι' αυτόν• όμως αλί- |
|||
» μονο σ' εκείνον τον άνθρωπο που κάνει κι’ ο γιος |
|||
» τ' ανθρώπου παραδίνεται• καλύτερά του να μην |
|||
» είχε γεννηθεί ο άνθρωπος εκείνος». Κι' απάντησε |
|||
ο Ιούδας ο παραδότης του κι’ είπε «Μην είμαι |
|||
» εγώ, Ραββεί;» Του λέει «Εσύ το λες». |
|||
148. Κι' ενώ τρώγανε, πήρε ο Ιησούς ψωμί, |
|||
και βλόγησε και τόκοψε κομάτια, και δίνονται |
|||
στους μαθητάδες είπε «Λάβετε, φάτε• αυτό 'ναι |
|||
» το κορμί μου». Και παίρνοντας ποτήρι, δοξολό- |
|||
γησε και τους έδωκε λέγοντας «Πιέτε από τούτο |
|||
» όλοι• τι αυτό 'ναι το αίμα μου, της διαθήκης, |
|||
» που χύνεται για το καλό πολλών, για να συχω- |
|||
» ρεθούν οι αμαρτίες. Και σας λέω, πως από τώρα |
|||
» δε θα πιώ από τούτο τ' αμπελόθρεμμα, ως στην |
|||
» ημέρα που μ' εσάς καινούργιο θαν το πίνω μέσ' στη |
|||
» βασιλεία του πατέρα μου». Κι' αφού ψάλανε, βγή- |
|||
κανε στο Ελιοβούνι. |
|||
149. Τότες τους λέει ο Ιησούς «Όλοι σας θα |
|||
» πέστε σε πειρασμό για μένα αυτή τη νύχτα. Γιατί |
|||
» 'ναι γραμένο '' Θα χτυπήσω το βοσκό και θα σκορ- |
|||
» πήσουνε του κοπαδιού τα πρόβατα. '' Κι' όταν |
|||
» αναστηθώ, θα πάω μπροστά σας στη Γαλιλαία». |
|||
Κι' ο Πέτρος απάντησε και τούπε «Όλοι αν πέσουνε |
|||
» σε πειρασμό για σένα, εγώ ποτές δε θα πέσω». |
|||
Κι' ο Ιησούς του είπε «Αληθινά σου λέω, πως αυτή |
|||
» τη νύχτα, πρι λαλήσει πετεινός, τρεις φορές θα μ' |
|||
» αρνηθείς». Του λέει ο Πέτρος «Κι' αν ανάγκη μαζί |
|||
» σου να πεθάνω, δε θα σ' αρνηθώ». Έτσι είπαν |
|||
κι’ όλοι οι μαθητάδες. |
|||
Τότες πηγαίνει μαζί τους ο Ιησούς σε μέρος που |
|||
το λέγανε Γεθσημανεί, και λέει στους μαθητάδες |
|||
« Καθήστε αυτού ως που να πάω εκεί και να προ- |
|||
» σευκηθώ». Και παίρνοντας μαζί τον Πέτρο και |
|||
τους διο τους γιους του Ζεβεδαίου, άρχισε να λυπά- |
|||
ται και να βαριοκαρδεί. Τότες τους λέει «Καταλυπη- |
|||
» μένη 'ναι η ψυχή μου ως στο θάνατο• μείνατε εδώ |
|||
» και ξαγρυπνάτε μαζί μου». Και προχωρώντας |
|||
λίγο, έπεσε τα πίστομα και περικαλιούνταν κι’ |
|||
έλεγε «Πατέρα μου, α γίνεται, ας περάσει πέρα |
|||
» μου το ποτήρι αυτό• όχι όμως όπως θέλω εγώ, |
|||
» μόνε όπως εσύ». Κι' έρχεται στους μαθητάδες• και |
|||
τους βρίσκει κοιμισμένους, και λέει του Πέτρου |
|||
« Έτσι δεν κατορθώσατε μιαν ώρα ν' αγρυπνήστε |
|||
» μαζί μου; Αγρυπνάτε και προσεύκεστε για να |
|||
» μην πέστε σε πειρασμό. Το πνέμα ναι πρόθυμο, |
|||
» μα η σάρκα αδύναμη». 150. Πάλι πήγε δεύτερη |
|||
φορά και προσευκήθηκε «Πατέρα μου, α δε γίνε- |
|||
» ται να περάσει αυτό δίχως ναν το πιω, ας γίνει το |
|||
» θέλημά σου». Και πήγε πάλι και τους ηύρε κοι- |
|||
μισμένους, γιατί είτανε βαριά τα μάτια τους. Κι' |
|||
αφίνοντάς τους πάλι πήγε και προσευκήθηκε τρίτη |
|||
φορά, λέγοντας ξανά τα ίδια λόγια. Τότ' έρχεται |
|||
στους μαθητάδες και τους λέει «Κοιμάστε λοιπόν |
|||
» και ξεκουράζεστε• γιατί νά σίμωσε η ώρα κι’ ο |
|||
» γιος τ' ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια αμαρτω- |
|||
» λών. Σηκωθείτε, ας πάμε• να σίμωσε ο παραδότης |
|||
» μου». |
|||
151. Κι' ενώ μιλούσε ακόμα, να ο Ιούδας, ένας |
|||
από τους δώδεκα, ήρθε, και μαζί του πλήθος πο- |
|||
λύ με σπαθιά και ξύλα από τους πρωτοπαπάδες |
|||
και δημογερόντους. Κι' ο παραδότης του τους έ- |
|||
δωκε σημάδι κι’ είπε «Όπιονε φιλήσω, αυτός εί- |
|||
» ναι• πιάστε τον». Κι' αμέσως πήγε στον Ιησού κι’ |
|||
είπε «Σε χαιρετώ, Ραββεί», και τόνε φίλησε. Κι' |
|||
ο Ιησούς του είπε «Φίλε, τι θέλεις κι’ ήρθες;» |
|||
Τότ' ήρθαν και βάλανε χέρι απάνου στον Ιησού |
|||
και τον έπιασαν. Και να ένας από τους συντρό- |
|||
φους του άπλωσε το χέρι κι’ έσηρε το σπαθί του, |
|||
και χτύπησε τα σκλάβο του πρωτοπαπά και τού- |
|||
κοψε τ' αυτί. Τότες του λέει ο Ιησούς «Γύρισε το |
|||
» σπαθί σου στον τόπο του• γιατί όπιος έπιασε |
|||
» σπαθί, με σπαθί θα πάει. Ή θαρρείς πως δε μπορώ |
|||
» να κράξω του πατέρα μου, και θα μου παρατά- |
|||
» ξει τώρα πιο πολλούς αγγέλους παρά δώδεκα λε- |
|||
» γιώνες; Λοιπόν πως θ' αληθέψουν οι Γραφές, πως |
|||
» έτσι πρέπει να γενεί;» 152. Εκείνη την ώρα είπε |
|||
ο Ιησούς στα πλήθη «Λες για κακούργο βγήκατε με |
|||
» σπαθιά και ξύλα να με πιάστε. Καθεμέρα μέσα στο |
|||
» ναό κάθουμουν και δίδασκα, και δε με πιάσατε. |
|||
» Όμως αυτό όλο έγινε για ν' αληθέψουν οι Γραφές |
|||
» των προφητών». Τότες οι μαθητάδες του τον αφή- |
|||
καν όλοι κι’ έφυγαν. |
|||
Κι' εκείνοι που σύλλαβαν τον Ιησού τον πήγανε |
|||
στου Καϊάφα του αρχιπαπά, όπου μαζεύτηκαν οι |
|||
διαβασμένοι κι’ οι δημογερόντοι. Κι' ο Πέτρος τον |
|||
ακολουθούσε από μακριά ως στο παλάτι του αρχι- |
|||
παπά, και μπήκε μέσα και καθότανε μαζί με τους |
|||
κλητήρες για να δει το τέλος. 153. Κι' οι αρχιπα- |
|||
πάδες κι’ όλη η σύνοδο ζητούσαν ψευτομαρτυριά |
|||
για να σκοτώσουν τον Ιησού, και δεν ηύρανε, κι’ |
|||
ας πήγανε πολλοί ψευτομαρτύροι. Μα πήγανε διο |
|||
κατόπι κι’ είπαν «Αυτός είπε Μπορώ να χαλάσω το |
|||
» ναό του Θεού και σε τρεις μέρες ναν τον χτίσω». |
|||
Κι' ο αρχιπαπάς σηκώθηκε και τούπε «Δεν απαντάς |
|||
» τι σε κατηγορούν αυτοί;» Κι' ο Ιησούς σωπούσε. |
|||
Κι' ο αρχιπαπάς του είπε «Σε ξορκίζω στο θεό που |
|||
» ζει, πες μας αν εσύ 'σαι ο Χριστός, ο γιος του |
|||
» Θεού». Του λέει ο Ιησούς «Εσύ το λες. Όμως |
|||
» σας λέω, σε λίγο θα δείτε τα γιο τ' ανθρώπου που |
|||
» καθισμένος δεξιά απ' τη Δύναμη θα φτάνει απάνου |
|||
» στ' ουρανού τα σύννεφα». Τότες ξέσκισε ο αρχιπαπάς |
|||
τα φορέματά του κι’ είπε «Ασέβησε• τι θέλουμε πια |
|||
» μαρτύρους; Νά, τώρα ακούσατε την ασέβεια• τι |
|||
» λέτε;» Κι' απάντησαν κι’ είπαν «Του πρέπει θά- |
|||
» νατος». Τότε τον έφτυσαν στο πρόσωπο και τόνε |
|||
μπάτσισαν, κι’ άλλοι τόνε ραβδίσανε λέγοντας «Προ- |
|||
» φήτεψέ μας, Χριστέ, πιος σε χτύπησε». |
|||
154. Κι' ο Πέτρος είταν καθισμένος όξω στην |
|||
αυλή, κι’ ήρθε κοντά του μια κοπέλλα κι’ είπε |
|||
« Κι' εσύ είσουνα με τον Ιησού το Γαλιλαίο». Κι' |
|||
αυτός αρνήθη μπροστά σ' όλους κι’ είπε «Δεν ξέρω |
|||
» τι λες». Και σα βγήκε στην αυλόπορτα, τον είδε |
|||
μια άλλη και λέει στους εκεί «Αυτός είτανε με τον |
|||
» Ιησού το Ναζωραίο». Και πάλι αρνήθη μ' όρκο |
|||
πως «Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο». Και σε λίγο πή- |
|||
γαν οι παρόντες κι’ είπανε του Πέτρου «Αληθινά |
|||
» από κείνους είσαι κι’ εσύ• γιατί η λαλιά σου σε |
|||
» μαρτυρά». Τότ' άρχισε να καταριέται και να ορ- |
|||
κίζεται πως «Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο». Κι' αμέ- |
|||
σως λάλησε πετεινός, και θυμήθη ο Πέτρος το λόγο |
|||
του Ιησού πούχε πει, πως «Πρι λαλήσει πετεινός, |
|||
» τρεις φορές θα μ' αρνηθείς». Και βγήκε όξω κι’ έ- |
|||
κλαψε πικρά. |
|||
155. Και σαν ξημέρωσε, συφώνησαν όλοι οι πρω- |
|||
τοπαπάδες κι’ οι δημογερόντοι το να θανατώσουν |
|||
τον Ιησού• κι’ αφού τον έδεσαν, τον πήραν και τον |
|||
παραδώκανε στον Πειλάτο, τον αρχηγό. |
|||
156. Τότες όταν είδε ο Ιούδας ο παραδότης του |
|||
πως καταδικάστηκε, μετάνιωσε και γύρισε τα τρι- |
|||
άντα τ' αργυρά στους πρωτοπαπάδες και δημογε- |
|||
ρόντους λέγοντας «Αμάρτησα παραδίνοντας αίμα |
|||
» αθώο». Κι' εκείνοι είπαν «Και τι μ' εμάς; Εσύ |
|||
» συλλογίσου το». Και πετώντας τ' αργυρά μέσα στο |
|||
ναό, έφυγε και πήγε και κρεμάστηκε. Και πήραν τ' |
|||
αργυρά οι πρωτοπαπάδες κι’ είπανε «Δεν πρέπει ναν |
|||
» τα βάλουμε στον Κορβανά, επειδή 'ναι πλερωμή |
|||
» για αίμα». Και συφωνήσανε απ' αυτά κι’ αγό- |
|||
ρασαν το χωράφι του κεραμιδά για νεκροταφείο των |
|||
ξένων γι' αυτό ονομάστη το χωράφι εκείνο '' αιμα- |
|||
τοχώραφο '' ως στα σήμερα. Τότες αλήθεψε το ειπω- |
|||
μένο μέσο του Ιερεμία του προφήτη, που λέει '' Και |
|||
πήραν τα τριάντα τ' αργυρά, τ' αντίτιμο του τιμη- |
|||
μένου, που τίμησαν από τους γιους του Ισραήλ, και |
|||
τάδωκαν για το χωράφι του κεραμιδά καθώς ο Κύ- |
|||
ριος με πρόσταξε '' . |
|||
157. Κι' ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στον αρ- |
|||
χηγό, και τόνε ρώτησε ο αρχηγός και λέει «Εσύ |
|||
» 'σαι ο βασιλέας των Ιουδαίων;» Κι' ο Ιησούς του |
|||
είπε «Εσύ το λες». Κι' όταν τον κατηγορούσαν οι |
|||
πρωτοπαπάδες κι’ οι δημογερόντοι, δεν απάντησε τί- |
|||
ποτα. Τότες ο Πειλάτος του λέει «Δεν ακούς πόσα |
|||
» σε κατηγορούν;» Και δεν τ' απάντησε μήτε σ' ένα |
|||
του λόγο, τόσο π' απορούσε ο αρχηγός υπερβολικά. |
|||
158. Και κάθε σκόλη ο αρχηγός συνείθιζε ναν |
|||
του λευτερώνει ένα φυλακισμένο του λαού, όπιον ήθε- |
|||
λαν. Κι' είχαν τότες φυλακισμένο σημαντικό που |
|||
λέγουνταν Βαραββάς. Ενώ 'τανε λοιπόν συναγμένοι, |
|||
τους είπε ο Πειλάτος «Πιόνε θέτε να σας λευτερώσω, |
|||
» το Βαραββά, ή τον Ιησού, αυτόν που λέγεται Χρι- |
|||
» στός;» Γιατί ήξερε πως από μίσος τον παράδωκαν. |
|||
Κι' ενώ καθότανε στην έδρα, έστειλε η γυναίκα του και |
|||
τούπε «Μην έχεις τίποτα μ' εκείνον τον αθώο, γιατί |
|||
» έπαθα πολλά, γι' αυτόν απόψε στ' όνειρό μου». |
|||
Όμως οι πρωτοπαπάδες κι’ οι δημογερόντοι έπεισαν |
|||
τα πλήθη να ζητήσουνε το Βαραββά, και τον Ιησού |
|||
ναν τόνε ξολοθρέψουν. Κι' αποκρίθη ο αρχηγός και |
|||
τους είπε «Πιόνε θέτε από τους διο τους να σας λευ- |
|||
» τερώσω;» Κι' αυτοί είπανε «Το Βαραββά». Τους |
|||
λέει ο Πειλάτος «Τι λοιπόν να κάνω τον Ιησού που |
|||
» λέγεται Χριστός;» Του λένε όλοι τους «Να σταυ- |
|||
» ρωθεί». Κι' ο αρχηγός είπε «Γιατί τι κακό έκα- |
|||
» νε;» Κι' εκείνοι πιο πολύ φωνάζανε και λέγανε |
|||
« Να σταυρωθεί». 159. Κι' ο Πειλάτος βλέποντας |
|||
πως τίποτα καλό δεν κάνει παρά μεγαλώνει ο θό- |
|||
ρυβος, πήρε νερό κι’ ένιψε τα χέρια ομπρός στο |
|||
πλήθος κι’ είπε «Αθώος είμαι από το αίμα αυτό• |
|||
» εσείς συλλογιστήτε το». Κι' όλος ο λαός αποκρί- |
|||
θη κι’ είπε «Το αίμα του απάνου μας κι’ απάνου |
|||
» στα παιδιά μας». Τότες τους λευτέρωσε το Βα- |
|||
ραββά, και τον Ιησού τόνε βουρδούλισε και τον πα- |
|||
ράδωκε να σταυρωθεί. |
|||
160. Τότες οι στρατιώτες τ' αρχηγού πήρανε στ' |
|||
αρχηγείο τον Ιησού και μάζεψαν τριγύρω του όλη |
|||
τη φρουρά. Και ντύνοντάς τον κόκκινη στολή του |
|||
τη φορέσανε, κι’ έπλεξαν ένα στεφάνι απ' αγκάθια |
|||
και του τόβαλαν τριγύρω στο κεφάλι, και καλάμι |
|||
στο δεξύ του χέρι• και γονατιστοί μπροστά του τον |
|||
περίπαιξαν και λέγανε «Σε χαιρετούμε, βασιλέα των |
|||
» Ιουδαίων»• και φτύσαντές τον πήραν το καλάμι |
|||
και τόνε χτυπούσανε στην κεφαλή. Κι' όταν τον |
|||
περίπαιξαν, βγάζοντάς του τη στολή τον έντυσαν |
|||
τα φορέματά του, και τον πήρανε ναν τόνε σταυρώ- |
|||
σουν. Και σα βγαίνανε, ηύραν έναν άνθρωπο από |
|||
την Κυρήνη πούταν τ' όνομά του Σίμωνας• αυτόν |
|||
αγγάρεψαν για να σηκώσει το σταυρό του. Κι' άμα |
|||
φτάσανε στο μέρος που το λένε Γολγοθά, που ση- |
|||
μαίνει '' κάρας μέρος '' που το λεν, τούδωκαν να πιει |
|||
κρασί με χολή ανακατωμένο• κι’ όταν το δοκίμασε, |
|||
δε θέλησε να πιεί. Κι' αφού τόνε σταυρώσανε, μοι- |
|||
ράστηκαν τα ρούχα του βάζοντας λαχνό. Και κά- |
|||
θησαν και τόνε φύλαγαν εκεί. Κι' έβαλαν απάνου |
|||
από το κεφάλι του γραφτό το φταίξιμό του '' Αυτός |
|||
είναι ο Ιησούς ο βασιλέας των Ιουδαίων '' . |
|||
161. Τότες σταυρώνουνται μαζί του διο κα- |
|||
κούργοι, ένας από τα δεξιά κι’ ο άλλος από τ' αρι- |
|||
στερά. Κι' οι διαβάτες τόνε βλαστημούσαν και κου- |
|||
νώντας το κεφάλι έλεγαν «Εσύ που γκρεμίζεις το |
|||
» ναό και σε τρεις μέρες μέσα τόνε χτίζεις, σώσου ο |
|||
» ίδιος• αν είσαι γιος του Θεού, κατέβα από το σταυ- |
|||
» ρό». Έτσι κι’ οι πρωτοπαπάδες με τους διαβασμέ- |
|||
νους και δημογερόντους τον περίπαιζαν και λέγανε |
|||
« Άλλους έσωσε, ο ίδιος να σωθεί δε μπορεί. Βασιλέας |
|||
» του Ισραήλ είναι• ας κατεβεί τώρα από το σταυρό |
|||
» και θαν τον πιστέψουμε. Στο Θεό στηρίζεται• ας |
|||
» τόνε γλυτώσει τώρα α θέλει• γιατί είπε πως του |
|||
» Θεού είμαι γιος». Και το ίδιο, κι’ οι κακούργοι οι |
|||
σταυρωμένοι μαζί του τόνε βρίζανε. |
|||
162. Κι' από τις έξη η ώρα έγινε σ' όλη τη γη |
|||
σκοτάδι ως στις εννιά η ώρα. Και κατά τις εννιά η |
|||
ώρα φώναξε ο Ιησούς φωνή μεγάλη κι’ είπε '' Ελωεί |
|||
» ελωεί, λεμά σαβακτανεί '' , που σημαίνει «Θε μου Θε |
|||
» μου, γιατί με παραίτησες;» Και τ' άκουσαν μερι- |
|||
κοί παρόντες κι’ έλεγαν πως «Τον Ηλία αυτός φω- |
|||
» νάζει». Κι' έτρεξε αμέσως ένας τους και πήρε 'να |
|||
σφουγγάρι, και γιομίζοντας το ξύδι τόβαλε σε κα- |
|||
λάμι απάνου και τον πότιζε• κι’ οι άλλοι έλεγαν |
|||
« Ας δούμε αν έρχεται ο Ηλίας ναν τον σώσει». |
|||
Κι' ένας άλλος πήρε 'να κοντάρι και του τρύπησε το |
|||
πλευρό, και βγήκε νερό κι’ αίμα. Κι' ο Ιησούς έκρα- |
|||
ξε πάλι με φωνή μεγάλη και ξεψύχησε. |
|||
163. Και να τ' άπλωμα του ναού σκίστηκε σε |
|||
διο από πάνου ως κάτου, κι’ η γη σείστηκε, κι’ οι |
|||
βράχοι σκίστηκαν, και τα μνήματα άνοιξαν, και |
|||
πολλά λείψανα των κοιμισμένων άγιων αναστήθη- |
|||
καν, και βγαίνοντας από τα μνήματα ύστερ' από |
|||
την ανάστασή του πήγανε στην άγια χώρα και φα- |
|||
νερωθήκανε σε πολλούς. Κι' ο εκατόνταρχος κι’ όσοι |
|||
φυλάγανε μαζί του τον Ιησού, σαν είδαν το σεισμό |
|||
και τα όσα γίνουνταν, φοβήθηκαν υπερβολικά και |
|||
λέγανε «Αλήθια γιος Θεού είταν αυτός». |
|||
164. Κι' είταν εκεί γυναίκες πολλές θωρώντας |
|||
από πέρα, π' ακολούθησαν τον Ιησού από τη Γαλι- |
|||
λαία και τον υπερετούσαν• που μεταξύ τους είταν |
|||
η Μαρία η Μαγδαληνή, κι’ η Μαρία η μητέρα του |
|||
Ιακώβου και του Ιωσή, και των γιων του Ζεβε- |
|||
δαίου η μητέρα. |
|||
165. Και σα βράδιασε, ήρθε ένας άνθρωπος |
|||
πλούσιος από την Αριμαθαία που τον έλεγαν Ιω- |
|||
σήφ, πούχε κι’ αυτός υπάρξει μαθητής του Ιησού• |
|||
αυτός πήγε στον Πειλάτο και ζήτησε το λείψανο του |
|||
Ιησού. Τότες πρόσταξε ο Πειλάτος να δοθεί. Κι' ο |
|||
Ιωσήφ πήρε το λείψανο και το τύλιξε σ' ένα σάβανο |
|||
καθάριο, και τόβαλε μέσ' στον καινούργιο του τά- |
|||
φο πούχε κόψει μέσα στο βράχο• κι’ αφού κύλισε πέ- |
|||
τρα μεγάλη κοντά στο στόμα του τάφου, έφυγε. Κι' |
|||
είταν εκεί η Μαριάμ η Μαγδαληνή κι’ η άλλη η |
|||
Μαρία, καθισμένες αντικρύ στον τάφο. |
|||
166. Και την άλλη μέρα, την κατόπι της πα- |
|||
ρασκευής, συναχτήκανε οι πρωτοπαπάδες κι’ οι Φα- |
|||
ρισαίοι στου Πειλάτου κι’ είπαν «Αφέντη, θυμηθή- |
|||
» καμε πως εκείνος ο πλάνος είπε ότα ζούσε ακόμα |
|||
» Σε τρεις μέρες ανασταίνουμαι. Πρόσταζε λοιπόν ν' |
|||
» ασφαλιστεί ο τάφος ως στην τρίτη μέρα, μήπως |
|||
» παν οι μαθητάδες και τον κλέψουνε, και πούνε του |
|||
» λαού Αναστήθηκε από τους νεκρούς, και θάναι το |
|||
» στερνό το λάθος πιο χειρότερο απ το πρώτο». |
|||
Τους είπε ο Πειλάτος «Έχετε φρουρά• πηγαίνετε, |
|||
» ασφαλίστε όπως ξέρετε». Κι' εκείνοι πήγανε κι |
|||
ασφάλισαν τον τάφο, βουλώνοντας την πέτρα μαζί |
|||
με τη φρουρά. |
|||
167. Και περασμένη η νύχτα το σαββάτο ό,τι |
|||
είταν να χαράξουνε τα πρωτοβδόμαδα, ήρθε η Μα- |
|||
ρία η Μαγδαληνή κι’ η άλλη η Μαρία για να δουν |
|||
τον τάφο. Και να έγινε σεισμός μεγάλος, γιατί άγ- |
|||
γελος Κυρίου κατέβη από τον ουρανό, κι’ ήρθε και κύ- |
|||
λισε την πέτρα και κάθουνταν απάνου. Κι' η θωριά |
|||
του είτανε σαν αστραπή και το φόρεμά του άσπρο σαν |
|||
το χιόνι. Κι' έπιασε απ' το φόβο του τους φρουρούς |
|||
τρεμούλα, κι’ έγιναν καθώς νεκροί. Κι' αποκρίθη ο |
|||
άγγελος κι’ είπε στις γυναίκες «Εσείς μη φοβάστε• |
|||
» γιατί ξέρω πως τον Ιησού γυρεύετε το σταυρω- |
|||
» μένο. Δεν είναι εδώ• γιατί αναστήθηκε όπως είπε. |
|||
» Ελάτε εδώ, κοιτάξτε το μέρος πούτανε βαλμένος. |
|||
» Και γλήγορα πηγαίνετε και πέστε στους μαθη- |
|||
» τάδες του πως Αναστήθηκε από τους νεκρούς, και |
|||
» να πηγαίνει μπροστά σας στη Γαλιλαία. Εκεί |
|||
» θαν τόνε δείτε. Νά, σας είπα». |
|||
168. Κι' έφυγαν από τον τάφο γλήγορα με φόβο |
|||
και χαρά μεγάλη, και παν τρεχάτες ναν το πουν |
|||
στους μαθητάδες του. Και να απαντήσανε τον Ιη- |
|||
σού και τους είπε «Καλή σας ώρα». Κι' εκείνες |
|||
πήγαν και του αγκάλιασαν τα πόδια και τον προσ- |
|||
κυνήσανε. Τότες τους λέει ο Ιησούς «Μη φοβάστε• |
|||
» πηγαίνετε πληροφορήστε τους αδερφούς μου να |
|||
» πάνε στη Γαλιλαία, κι’ εκεί θα με δουν». |
|||
169. Κι' εκεί που πήγαιναν, να μερικοί της |
|||
φρουράς πήγανε στη χώρα κι’ είπανε στους πρωτο- |
|||
παπάδες όλα όσα έγιναν. Και μαζευτήκανε με τους |
|||
δημογερόντους, και συφωνήσανε και δώκανε στους |
|||
στρατιώτες χρήματα αρκετά και λεν «Να πείτε πως |
|||
» Ήρθανε νύχτα οι μαθητάδες του και τον έκλεψαν |
|||
» ενώ εμείς κοιμώμαστε. Κι' αν τ' ακούσει ο αρχη- |
|||
» γός, εμείς τον πείθουμε και συλλογή δε θάχετε». |
|||
Κι' εκείνοι πήρανε τα χρήματα και κάνανε όπως δα- |
|||
σκαλεύτηκαν. Και διαλαλήθη αυτός ο λόγος με τους |
|||
Ιουδαίους ως τα σήμερα. |
|||
170. Κι' οι έντεκα οι μαθητάδες πήγανε στη |
|||
Γαλιλαία, στο βουνό που τους όρισε ο Ιησούς, και |
|||
τον είδαν και προσκύνησαν• άλλοι όμως δίσταζαν. |
|||
Κι' ο Ιησούς πήγε και τους μίλησε κι’ είπε «Μου |
|||
» δόθηκε κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη. Λοι- |
|||
» πόν πηγαίνετε κάθε έθνος να φωτίστε, βαφτίζον- |
|||
» τάς τους στ' όνομα του πατέρα και του γιου και |
|||
» τ' άγιου πνέματος και διδάσκοντάς τους να φυλάν |
|||
» τα πάντα όσα σας παράγγειλα. Και να εγώ μαζί |
|||
» σας είμαι πάντα ως στον τελιωμό του κόσμου». |
|||
ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΑΘΘΑΙΟ |
|||
</poem> |
|||
== ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΑΡΚΟ == |
|||
<poem> |
|||
Αρχίζει το καλό το μήνημα του Ιησού Χριστού, |
|||
γιου του Θεού. |
|||
Όπως είναι γραμένο μέσα στον Ησαΐα τον προ- |
|||
φήτη '' Νά, στέλνω τον άγγελό μου προτύτερά σου, |
|||
που θα φτιάσει τη στράτα σου. Φωνή που κάπιος |
|||
κράζει στην έρημο Ετοιμάστε το δρόμο τον Κυρίου, |
|||
ίσια κάντε τα μονοπάτια του '' , βγήκε ο Ιωάνης ο |
|||
βαφτιστής στην έρημο και κήρυχνε μετανιωμού βά- |
|||
πτισμα που να συχωρεθούν οι αμαρτίες. Και πή- |
|||
γαινε όξω στον Ιωάνη όλος ο τόπος της Ιουδαίας |
|||
κι’ οι Ιεροσολυμείτες όλοι, και τους βάφτιζε μέσα |
|||
στον Ιορδάνη τον ποταμό αφού ξομολογούνταν τις |
|||
αμαρτίες τους. Κι' είχε ο Ιωάνης φόρεμα από γκα- |
|||
μήλας τρίχα και ζουνάρι δερμάτινο γύρω στη μέση |
|||
του, κι’ έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριο. Και κήρυχνε |
|||
λέγοντας «Έρχεται ο δυνατώτερός μου πίσω, που δεν |
|||
» είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί των |
|||
» σανταλιών του. Εγώ σας βάφτισα με νερό• όμως |
|||
» αυτός θα σας βαφτίσει με πνέμα άγιο». |
|||
2. Συνέβηκε τις τότε μέρες, ήρθε ο Ιησούς από |
|||
τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και βαφτίστηκε στον |
|||
Ιορδάνη από τον Ιωάνη. Κι' ευτύς σαν έβγαινε από |
|||
τα νερά, είδε που σκίζουνταν τα ουράνια και το Πνέ- |
|||
μα σαν περιστέρι που κατέβαινε απάνου του• και |
|||
φωνή βγήκε από τα ουράνια «Εσύ 'σαι ο γιος μου ο |
|||
» αγαπητός• εσένα καλογνώμησα». |
|||
3. Κι' ευτύς το πνέμα τόνε βγάζει στην έρημο. |
|||
Κι' έμενε στην έρημο μέρες σαράντα και τον πείραζε ο |
|||
Σατανάς. Κι' έμενε με τα θεριά, κι’ οι άγγελοι τον |
|||
υπερετούσαν. |
|||
4. Κι' αφού παράδωκαν τον Ιωάνη, ήρθε ο Ιη- |
|||
σούς στη Γαλιλαία κηρύχνοντας το καλό το μήνημα |
|||
του Θεού και λέγοντας πως «Τέλιωσε ο καιρός και |
|||
» σίμωσε η βασιλεία του Θεού. Μετανιώνετε και |
|||
» πιστεύετε το καλό το μήνημα». |
|||
Και περνώντας κοντά στη λίμνη της Γαλιλαίας |
|||
είδε το Σίμωνα και τον Αντρέα τον αδερφό του Σί- |
|||
μωνα που με τα δίχτια τους ψαρεύανε μέσα στη |
|||
λίμνη, γιατί είτανε ψαράδες. Και τους είπε ο Ιη- |
|||
σούς «Ελάτε πίσω μου, και θα σας κάνω να γί- |
|||
» νετε ψαράδες ανθρώπων». Κι' αμέσως άφισαν τα |
|||
δίχτια και τον ακολουθούσαν. Και προχωρώντας |
|||
λίγο είδε τον Ιάκωβο το γιο του Ζεβεδαίου και τον |
|||
Ιωάνη τον αδερφό του, που κι’ αυτοί διόρθωναν τα |
|||
δίχτια μέσα στο καράβι, κι’ αμέσως τους φώναξε. |
|||
Κι' αφίσανε με τους εργάτες τον πατέρα τους το Ζεβε- |
|||
δαίο μέσα στο καράβι και πήγαν πίσω του. |
|||
5. Και πηγαίνουνε στην Καφαρναούμ. Κι' αμέ- |
|||
σως το σαββάτο μπήκε μέσα στο συναγώγι και δί- |
|||
δασκε. Κι' απορούσανε με τη διδαχή του, γιατί |
|||
τους δίδασκε σα νάχε εξουσία, κι’ όχι καθώς οι δια- |
|||
βασμένοι. Κι' αμέσως είτανε στο συναγώγι τους άν- |
|||
θρωπος με πνέμα ακάθαρτο, και φώναξε λέγοντας «Τι |
|||
» θέλεις από μας, Ιησού Ναζαρηνέ; ήρθες να μας |
|||
» καταστρέψεις; Σε ξέρω πιος είσαι, ο άγιος του |
|||
» Θεού». Και το μάλωσε ο Ιησούς κι’ είπε «Σώπα κι’ |
|||
» έβγα από μέσα του». Και τ' ακάθαρτο αφού τόνε |
|||
σπάραξε και φώναξε με φωνή μεγάλη, βγήκε από |
|||
μέσα του. Και τρομάξανε όλοι, τόσο που συζητού- |
|||
σαν κι’ έλεγαν «Τι 'ναι τούτο; Διδαχή καινούρια |
|||
» μ' εξουσία• και τα πνέματα τ' ακάθαρτα προστά- |
|||
» ζει και τον ακούν». Και βγήκε η φήμη του ευτύς |
|||
παντού σ' όλα τα περίχωρα της Γαλιλαίας. |
|||
6. Κι' ευτύς σα βγήκε από το συναγώγι, πήγε στο |
|||
σπίτι του Σίμωνα κι’ Αντρέα μαζί με τον Ιάκωβο |
|||
και με τον Ιωάνη. Κι' η πεθερά του Σίμωνα είτανε |
|||
κατάκοιτη με θέρμη, κι’ αμέσως του λένε γι' αυτή. |
|||
Και πήγε και τη σήκωσε πιάνοντάς της το χέρι, και |
|||
την αφήκε η θέρμη και τους υπερετούσε. Κι' άμα |
|||
βράδιασε, σα βασίλεψε ο ήλιος, του φέρανε όλους τους |
|||
αρρώστους και τους δαιμονισμένους• κι’ είταν όλη η |
|||
χώρα μαζεμένη στη μπασιά μπροστά. Και γιάτρεψε |
|||
πολλούς παθιασμένους με λογής λογής αρρώστιες, κι’ |
|||
έβγαλε πολλά δαιμόνια, και δεν άφινε τα δαιμόνια |
|||
να μιλούνε γιατί τον ήξεραν πως είναι ο Χριστός. |
|||
7. Και το πρωί σηκώθη κατασκότεινα και βγήκε |
|||
σε μέρος έρημο, κι’ έκανε εκεί την προσευκή του. Κι' |
|||
έτρεξε κατόπι του ο Σίμωνας κι’ οι συντρόφοι του |
|||
και τον ηύραν και του λεν πως «Όλοι σε ζητούν». |
|||
8. Και τους λέει «Ας πάμε εμείς αλλού στα γειτο- |
|||
» νικά χωριά, για να κηρύξω κι’ εκεί• επειδή για |
|||
» τούτο βγήκα». Και πήγε σ' όλη τη Γαλιλαία κη- |
|||
ρύχνοντας μέσα στα συναγώγια τους και βγάζοντας |
|||
τα δαιμόνια. |
|||
Και πηγαίνει στον Ιησού λωβιασμένος που τον |
|||
παρακαλούσε λέγοντας του «Κύριε» πως «α θέλεις, |
|||
» μπορείς να με καθαρίσεις». Και τόνε σπλαχνίστηκε, |
|||
κι’ απλώνοντας το χέρι του τον άγγιξε και του λέει |
|||
« Θέλω, καθαρίσου». Κι' αμέσως τον αφήκε η λώβα |
|||
και καθαρίστηκε. Κι' αφού τόνε φοβέρισε, ευτύς τον |
|||
έβγαλε όξω και του λέει «Κοίταξε μην πεις τίποτα |
|||
» κανενός• μόνε σήρε δείξου στον παπά, και πρόσφερε |
|||
» για τον καθαρισμό σου όσα πρόσταξε ο Μωυσής, έτσι |
|||
» για να φωτιστούν». Όμως εκείνος βγήκε κι’ άρ- |
|||
χισε να κηρύχνει πολλά και να διαλαλεί το λόγο, |
|||
τόσο που δε μπορούσε πια [ο Ιησούς] φανερά να μπει |
|||
σε πολιτεία, μόνε όξω σ' έρημους τόπους, και πή- |
|||
γαιναν από παντού και τον έβρισκαν. |
|||
9. Και με καιρό, σα μπήκε πάλι στην Καφαρ- |
|||
ναούμ, ακούστηκε πως είναι σπίτι, και μαζεύτηκαν |
|||
πολλοί — τόσο που πια δε χωρούσε μήτε [το μέρος] |
|||
το κοντά στην πόρτα — και τους λαλούσε το λόγο. |
|||
Κι' έρχουνται και του φέρνουν παραλυτικό που τον |
|||
κουβαλούσαν τέσσερεις. Και σα δε μπορούσαν από το |
|||
πλήθος ναν του τον παν κοντά, ξεσκέπασαν τη σκεπή |
|||
εκεί που είταν, και τρυπώντας την αμολούνε το κλι- |
|||
νάρι πούταν πλαγιασμένος ο παραλυτικός. Κι' όταν |
|||
είδε ο Ιησούς την πίστη τους, λέει του παραλυτι- |
|||
κού «Παιδί μου, συχωρεμένες οι αμαρτίες σου». Κι' |
|||
είτανε μερικοί διαβασμένοι, που κάθουνταν εκεί και |
|||
συλλογιούντανε μέσα στην καρδιά τους πως «Αυ- |
|||
» τός έτσι μιλώντας ασεβεί. Πιος μπορεί να συχωρ- |
|||
» νά αμαρτίες εξόν ένας, ο Θεός;» Κι' αμέσως ένιω- |
|||
σε ο Ιησούς με το πνέμα του το τι συλλογιούνται |
|||
μέσα τους και λέει «Τι τα συλλογιέστε αυτά μέσα |
|||
» στην καρδιά σας; Τι 'ναι ευκολώτερο, να πεις του |
|||
» παραλυτικού Συχωρεμένες οι αμαρτίες σου, ή να |
|||
» πεις Σήκω πάρε το κλινάρι σου και περπάτα; Ό- |
|||
» μως για να μάθετε πως έχει εξουσία ο γιος τ' αν- |
|||
» θρώπου να συχωρνά στη γη αμαρτίες» — λέει του |
|||
παραλυτικού — «Εσένα λέω, σήκω πάρε το κλινάρι |
|||
» σου και σήρε σπίτι σου». Και σηκώθηκε, κι’ αμέ- |
|||
σως παίρνοντας το κλινάρι βγήκε μπροστά σ' όλους, |
|||
τόσο που σαστίζανε όλοι και δόξαζαν το Θεό [λέ- |
|||
γοντας] πως «Ποτές έτσι δεν είδαμε». |
|||
10. Και βγήκε πάλι στην ακρολιμνιά. Κι' όλο το |
|||
πλήθος πήγαινε στον Ιησού και τους δίδασκε. |
|||
Και περνώντας είδε το Λευείν, το γιο τ' Αλφαίου, |
|||
καθισμένο στο τελώνιο, και του λέει «Ακολούθα με». |
|||
Και σηκώθηκε και τον ακολούθησε. 11. Και τυχαίνει |
|||
να κάθεται [και τρώει] στο σπίτι του, και πολλοί τε- |
|||
λώνες κι’ αμαρτωλοί κάθουνταν μαζί με τον Ιησού |
|||
και με τους μαθητάδες του• τι είταν πολλοί και τον |
|||
ακολουθούσαν. Και των Φαρισαίων οι διαβασμένοι |
|||
όταν τον είδανε που τρώει με τους αμαρτωλούς |
|||
και τους τελώνες, λέγανε στους μαθητάδες του πως |
|||
« Με τους τελώνες τρώει και τους αμαρτωλούς». |
|||
Και σαν τ' άκουσε ο Ιησούς, τους λέει πως «Για- |
|||
» τρό δε θέλουν οι γεροί, μόνε οι αρρωστημένοι. Δεν |
|||
» ήρθα να κράξω ενάρετους, μόνε αμαρτωλούς». |
|||
12. Κι' οι μαθητάδες του Ιωάνη κι’ οι Φαρι- |
|||
σαίοι νήστευαν. Κι' έρχουνται και του λένε «Γιατί |
|||
» του Ιωάνη οι μαθητάδες κι’ οι μαθητάδες των Φα- |
|||
» ρισαίων νηστεύουν, κι’ οι δικοί σου δε νηστεύ- |
|||
» ουν;» Κι' ο Ιησούς τους είπε «Μήπως μπορούν |
|||
» οι γιοι της αίθουσας του γάμου, όσο είναι ο γαμπρός |
|||
» μαζί τους, να νηστεύουν; Όσον καιρό έχουνε μαζί |
|||
» τους το γαμπρό δε μπορούνε να νηστεύουν. Θα |
|||
» φτάσουν όμως μέρες που θαν τους πάρουν το γαμ- |
|||
» πρό, και τότες θα νηστέψουν εκείνη την ημέρα. |
|||
» Κανείς κουρέλλι καινούριο δεν το ράβει μπάλλωμα |
|||
» σε ρούχο παλιό• ειδεμή, παίρνει το γιόμισμα από |
|||
» κείνο, το καινούριο από το παλιό, και χειροτερεύει |
|||
» η τρύπα. Και κανείς δε βάζει καινούριο κρασί σ' |
|||
» ασκιά παλιά — ειδεμή, θαν τα σπάσει το κρασί τ' |
|||
» ασκιά, και χάνουνται κρασί κι’ ασκιά — παρά και- |
|||
» νούριο κρασί σ' ασκιά καινούρια». |
|||
13. Κι' έτυχε ο Ιησούς σαββάτο να περνά μέσα |
|||
από τα σπαρτά, κι’ άρχισαν οι μαθητάδες του να |
|||
περπατούνε μαδώντας τα στάχια. Κι' οι Φαρισαίοι |
|||
τούλεγαν «Κοίτα τι κάνουνε μέρα σαββάτο, που δεν |
|||
» πρέπει». Και τους έλεγε «Ποτές δε διαβάσατε τι |
|||
» έκανε ο Δαυείδ όταν αναγκάστη και πείνασε, αυτός |
|||
» κι’ οι συντρόφοι του; Μπήκε στον οίκο του Θεού |
|||
» στον καιρό του Αβιάθαρ του αρχιπαππά, κι’ έφαγε |
|||
» τους άρτους της προσφοράς — που δεν πρέπει να φαν |
|||
» [άλλοι] εξόν οι παπάδες — κι’ έδωκε και στους συν- |
|||
» τρόφους του;» Και τους έλεγε «Το σαββάτο για |
|||
» τον άνθρωπο έγινε, κι’ όχι ο άνθρωπος για το σαβ- |
|||
» βάτο• έτσι οριστής είναι και του σαββάτου ο γιος |
|||
» τ' ανθρώπου». |
|||
14. Και μπήκε πάλι σε συναγώγι, κι’ εκεί 'ταν |
|||
άνθρωπος με ξερό το χέρι, και τον παρατηρούσαν α |
|||
θαν τόνε γιατρέψει σαββάτο, για ναν τον κατηγορή- |
|||
σουν. Και λέει τ' ανθρώπου με το ξερό το χέρι «Σή- |
|||
» κω στη μέση». Και τους λέει «Μπορεί κανείς σαβ- |
|||
» βάτο να ωφελήσει ή να βλάψει; ζωή να σώσει ή να |
|||
» σκοτώσει;» Κι' εκείνοι σωπούσαν. Και κοιτάζοντάς |
|||
τους γύρω με θυμό, λυπημένος για της καρδιάς τους |
|||
το πέτρωμα, λέει τ' ανθρώπου «Άπλωσε το χέρι». |
|||
Και τ' άπλωσε, και ξανάγινε το χέρι του γερό. Και |
|||
βγήκαν οι Φαρισαίοι όξω, κι’ ευτύς με τους Ηρωδια- |
|||
νούς τα συφωνούσανε πώς ναν τον καταστρέψουν. |
|||
15. Κι' ο Ιησούς μαζί με τους μαθητάδες του |
|||
έφυγε κατά τη λίμνη. Και πολύ πλήθος από τη Γαλι- |
|||
λαία τον ακολούθησε, κι’ από την Ιουδαία κι’ από τα |
|||
Ιεροσόλυμα κι’ από την Ιδουμαία κι’ αντίκρυ από |
|||
τον Ιορδάνη• κι’ από τα περίχωρα της Τύρος και |
|||
Σιδώνας πλήθος πολύ, ακούοντας όσα κάνει, ήρθανε |
|||
στον Ιησού. Κι' είπε στους μαθητάδες του να καρτε- |
|||
ρούν κοντά του καραβάκια, από το πλήθος, για να |
|||
μην τόνε στενοχωρούν• γιατί γιάτρεψε πολλούς, τόσο |
|||
που πέφτανε απάνου του για ναν τον αγγίξουν όσοι |
|||
είχαν πάθη• και τα πνέματα τ' ακάθαρτα, όταν τόνε |
|||
θωρούσαν, πέφτανε μπροστά του κι’ έκραζαν λέγοντας |
|||
πως «Εσύ 'σαι ο γιος του Θεού». Και πολύ τα μά- |
|||
λωνε να μην τόνε φανερώσουν. |
|||
Κι' ανεβαίνει στο βουνό, και προσκαλεί όσους ο |
|||
ίδιος ήθελε, και πήγαν. 16. Κι' έκανε δώδεκα, που και |
|||
τους έκραζε αποστόλους, για ναν τους έχει μαζί του |
|||
και για ναν τους στέλνει να κηρύχνουν έχοντας εξου- |
|||
σία να βγάζουν τα δαιμόνια. Κι' έκανε τους δώδεκα, |
|||
και το Σίμωνα τον έβγαλε '' Πέτρο• '' και τον Ιάκωβο |
|||
το γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάνη τον αδερφό του |
|||
Ιακώβου, και τους έβγαλε '' Βοανηργές '' , που θα πει |
|||
'' γιοι Βροντής '' , και τον Αντρέα, και το Φίλιππο, και |
|||
το Βαρθολομαίο, και το Μαθθαίο, και το Θωμά, και |
|||
τον Ιάκωβο το γιο τ' Αλφαίου, και το Θαδδαίο, και |
|||
το Σίμωνα τον Κανανιώτη, και τον Ιούδα τον Ισκα- |
|||
ριώθ που και τον παράδωκε. |
|||
Κι' έρχεται σπίτι, και μαζεύεται πάλι πλήθος, τό- |
|||
σο που δε μπορούσανε μήτε ψωμί να φαν. |
|||
Και σαν τ' άκουσαν οι δικοί του, βγήκανε ναν τον |
|||
πιάσουν, γιατί έλεγαν πως «Έχασε το νου του». |
|||
Κι' οι διαβασμένοι όσοι κατέβηκαν από την Ιερουσα- |
|||
λήμ, έλεγαν πως «Το Βεεζεβούλ έχει» και πως «Με |
|||
» τον αρχιδαίμονα βγάζει τα δαιμόνια». Και κρά- |
|||
ζοντάς τους τούς έλεγε με παραβολές «Πώς μπορεί |
|||
» σατανάς να βγάζει σατανά; Κι' α βασιλεία διαιρε- |
|||
» θεί, δε δύνεται εκείνη η βασιλεία να σταθεί• κι’ α |
|||
» νοικοκυριό διαιρεθεί, δε θα μπορέσει το νοικοκυριό |
|||
» εκείνο να σταθεί• κι’ αν ο σατανάς σηκώθηκε να |
|||
» χτυπηθεί και διαιρέθηκε, δε μπορεί να σταθεί παρά |
|||
» τελιώνει. Μα δε μπορεί κανείς να μπει στου δυνατού |
|||
» το σπίτι και ν' αρπάξει τα συγύρια του αν το δυνατό |
|||
» δεν τόνε δέσει πρώτα, και τότες θ' αρπάξει το σπίτι |
|||
» του. Αληθινά σας λέω, πως όλα θα συχωρεθούνε |
|||
» στους γιους των ανθρώπων, τα κρίματα κι’ οι ασέ- |
|||
» βειες όσες ασεβήσουν• μα όπιος ασεβήσει στο Πνέμα |
|||
» τ' άγιο, συχώριο δεν έχει στον αιώνα, μόνε εγκληματεί |
|||
» παντοτινά». Γιατί λέγανε «Έχει πνέμα ακάθαρτο». |
|||
Κι' έρχουνται η μητέρα του και τ' αδέρφια του, |
|||
και στέκοντας όξω στείλανε και τόνε φώναζαν. Κι' εί- |
|||
ταν πλήθος καθισμένο γύρω του και του λένε «Νά η |
|||
» μητέρα σου και τ' αδέρφια σου όξω σε ζητούν». |
|||
Κι' αποκρίθηκε και τους είπε «Πια 'ναι η μητέρα μου |
|||
» και τ' αδέρφια μου;» Και ρήχνοντας ολόγυρα τα |
|||
μάτια στους κύκλω καθισμένους γύρω του, λέει «Κοί- |
|||
» τα η μητέρα μου και τ' αδέρφια μου. Όπιος κάνει |
|||
» τα θελήματα του Θεού, αυτός αδερφός μου κι’ αδερ- |
|||
» φή 'ναι και μητέρα». |
|||
17. Κι' άρχισε πάλι να διδάσκει κοντά στην ακρο- |
|||
λιμνιά. Και μαζεύτηκε κοντά του πλήθος πάρα πολύ, |
|||
τόσο που μπήκε σε καράβι και καθότανε στη λίμνη• |
|||
κι’ όλο το πλήθος έμενε στην ξηρά, κοντά στη λίμνη. |
|||
Και τους δίδασκε με παραβολές πολλά, και τους έλε- |
|||
γε στη διδαχή του «Ακούτε. Νά, βγήκε ο σπάρτης |
|||
» να σπείρει. Και συνέβη, καθώς έσπαιρνε, άλλο έπεσε |
|||
» σιμά στο δρόμο, κι’ ήρθαν τα πουλιά και τόφαγαν. |
|||
» Κι άλλο έπεσε σε πετρότοπους κι’ όπου δεν είχε |
|||
» χώμα πολύ, κι’ αμέσως βγήκε με το να μην είχε |
|||
» βάθος γης, και σα βγήκε ο ήλιος κάηκαν, κι’ όντας |
|||
» δίχως ρίζα ξεράθηκαν. Κι' άλλο έπεσε στ' αγκά- |
|||
» θια, και μεγάλωσαν τ' αγκάθια και το συνεπνίξανε |
|||
» και δεν έδωκε καρπό. Κι' άλλα πέσανε στο χώμα |
|||
» το καλό, κι’ έδιναν καρπό βγαίνοντας και μεγα- |
|||
» λώνοντας, κι’ έβγαζαν τριάντα κι’ εξήντα κι’ εκα- |
|||
» τό». Κι' έλεγε «Όπιος έχει αυτιά ν' ακούει, ας |
|||
» ακούει». |
|||
18. Κι' όταν έμεινε μονάχος, τόνε ρωτούσαν οι |
|||
γύρω του με τους δώδεκα τις παραβολές. Και τους |
|||
έλεγε «Εσάς σας δόθηκε το μυστήριο της βασιλείας |
|||
» του Θεού, μα σ' εκείνους τους όξω όλα με παραβο- |
|||
» λές τους γίνουνται, [έτσι] που βλέποντας να βλέπουν |
|||
» και να μη δουν, κι’ ακούοντας ν' ακούν και να μη |
|||
» νιώθουν, μήπως γυρίσουν και τους συχωρεθούν». Και |
|||
τους λέει «Δεν τη νιώσατε αυτή την παραβολή, και |
|||
» πώς θα νιώστε όλες τις παραβολές; Ο σπάρτης το |
|||
» λόγο σπαίρνει. Κι' αυτοί 'ναι οι σιμά στο δρόμο |
|||
» όπου σπαίρνεται ο λόγος, [αυτοί] που σαν ακούσουν, |
|||
» φτάνει ο Σατανάς αμέσως κι’ αφαιρεί το λόγο το |
|||
» σπαρμένο τους. Και το ίδιο, αυτοί 'ναι οι σπαρμέ- |
|||
» νοι στους πετρότοπους, που σαν ακούσουνε το λόγο, |
|||
» ευτύς μετά χαράς τόνε δέχουνται, και δεν έχουνε |
|||
» ρίζα μέσα τους μόνε είναι πρόσκαιροι• κατόπι α γί- |
|||
» νει για το λόγο συφορά ή καταδρομή, ευτύς σκουν- |
|||
» τάφτουν. Κι' άλλοι είναι όσοι σπαίρνουνται στ' αγ- |
|||
» κάθια• αυτοί 'ναι π' άκουσαν το λόγο, κι’ οι συλλο- |
|||
» γές του κόσμου κι’ η απάτη του πλούτου κι’ οι πό- |
|||
» θοι γύρω στ' άλλα μπαίνουνε μέσα και συνεπνίγουνε |
|||
» το λόγο και γίνεται άκαρπος. Κι εκείνοι 'ναι οι |
|||
» σπαρμένοι στο καλό το χώμα, [αυτοί] π' ακούν το |
|||
» λόγο και τόνε δέχουνται, και καρποφορούν τριάντα |
|||
» κι’ εξήντα κι’ εκατό». |
|||
Και τους έλεγε πως «Μήπως έρχεται ο λύχνος για |
|||
» να βαλθεί κάτου από το κοιλό ή από το κλινάρι, |
|||
» [κι’] όχι να βαλθεί στο λυχνοστάτη απάνου; Γιατί |
|||
» κρυμένο δεν υπάρχει παρά θα φανερωθεί, μηδ' έγινε |
|||
» κρυφό μόνε για να φανερωθεί. Αν έχει αυτιά κανείς |
|||
» ν' ακούει, ας ακούει». |
|||
Και τους έλεγε «Προσέχετε τι ακούτε. Μ' ό,τι |
|||
» μέτρο μετράτε θα σας μετρηθεί, και παραπάνου |
|||
» ακόμα. Γιατί όπιος έχει θαν του δοθεί• κι’ όπιος δεν |
|||
» έχει θαν του πάρουν κι’ ό,τι έχει». |
|||
Κι' έλεγε «Έτσι 'ναι η βασιλεία του Θεού, σα να |
|||
» ρήξει άνθρωπος στη γη το σπόρο και κοιμάται και |
|||
» σηκώνεται νύχτα και μέρα, κι’ ο σπόρος βλασταί- |
|||
» νει κι’ αψηλώνει, πώς, δεν ξέρει ο ίδιος. Αυτόθελα |
|||
» η γη καρποφορεί πρώτα χόρτο, κατόπι αστάχι, |
|||
» έπειτα μεστό το στάρι μέσα στ' αστάχι• κι’ όταν |
|||
» ο καρπός παραχωρήσει, αμέσως στέλνει το δρεπάνι, |
|||
» γιατί έφτασε ο θέρος». |
|||
Κι' έλεγε «Με τι να πούμε μιάζει η βασιλεία |
|||
» του Θεού; ή με πια παραβολή ναν τη παραβά- |
|||
» λουμε; Σα με σπυρί σινάπι π' ότα σπαρθεί στη γη, |
|||
» αν κι’ είναι ο πιο μικρός απ' όλους τους σπόρους |
|||
» της γης, μα σα σπαρθεί βγαίνει και ξεπερνάει τα |
|||
» χόρτα όλα και κάνει κλάδους μεγάλους, τόσο που |
|||
» μπορούνε στον ήσκιο του και φωλιάζουν τα πετού- |
|||
» μενα τ' ουρανού». |
|||
Και με τέτιες παραβολές πολλές τους μιλούσε το |
|||
λόγο, καθώς μπορούσανε ν' ακούν• και χωρίς παρα- |
|||
βολή δεν τους μιλούσε, μα χώρια στους δικούς του |
|||
μαθητάδες τα ξηγούσε όλα. |
|||
19. Και τους λέει σα βράδιασε εκείνη τη μέρα |
|||
« Ας διαβούμε αντίπερα». Και παραιτώντας το |
|||
πλήθος, τον παίρνουνε μαζί έτσι όπως είτανε μέσα |
|||
στο καράβι. Κι' είτανε μαζί του κι’ άλλα καράβια. |
|||
Και γίνεται μεγάλη ανεμοζάλη, και τα κύματα πη- |
|||
δούσανε στο καράβι, τόσο που πια γιόμιζε το κα- |
|||
ράβι. Κι' είταν αυτός στην πρύμη, στο προσκεφάλι |
|||
απάνου, κοιμισμένος. Και τόνε σηκώνουν και του |
|||
λένε «Δάσκαλε, δε σε μέλει που χανόμαστε;» Και |
|||
σηκώθηκε και μάλωσε τον άνεμο, κι’ είπε της λίμνης |
|||
« Σώπα, βουβάσου». Και κόπηκε ο άνεμος κι’ έγινε |
|||
καλοσύνη μεγάλη. Και τους είπε «Γιατί είστε δει- |
|||
λοί; δεν έχετε ακόμα πίστη;» Και φοβηθήκανε φόβο |
|||
μεγάλο, κι’ έλεγαν ένας με τον άλλο «Πιος άραγε |
|||
» είναι αυτός που κι’ ο άνεμος κι’ η λίμνη τον |
|||
» ακούν;» |
|||
Και πήγε αντίπερα της λίμνης στον τόπο των Γε- |
|||
ρασηνών. 20. Κι' άμα βγήκε από το καράβι, απάν- |
|||
τησε από τα μνήματα άνθρωπο με πνέμα ακάθαρτο |
|||
που κατοικούσε τα μνήματα. Κι' ούτε μ' αλυσίδα δε |
|||
μπορούσε πια κανείς ναν τόνε δέσει, γιατί πολλές φο- |
|||
ρές τον έδεσαν με πεδούκλες κι’ αλυσίδες, κι’ έσπασε |
|||
τις αλυσίδες, και τις πεδούκλες τις κομάτιασε, και |
|||
κανείς δεν κατόρθωνε ναν τόνε δαμάσει, και παντο- |
|||
τινά — νύχτα και μέρα — περνούσε στα μνήματα και |
|||
στα βουνά, φωνάζοντας και κατακόβοντας τον εαυτό |
|||
του στα λιθάρια. Κι' όταν είδε τον Ιησού από πέρα, |
|||
έτρεξε και τον προσκύνησε και κράζοντας με φωνή |
|||
μεγάλη λέει «Τι θέλεις από μένα, Ιησού γιε του Θεού |
|||
» του ύψιστου; Σε ξορκίζω στο θεό, μη με τυραν- |
|||
» νήσεις». Γιατί τούλεγε «Έβγα, εσύ το πνέμα τ' α- |
|||
» κάθαρτο, από τον άνθρωπο». Και τόνε ρωτούσε |
|||
« Τι 'ναι τ' όνομά σου;» Και του λέει «Λεγιώνα, |
|||
» είναι τ' όνομά μου, γιατί είμαστε πολλοί». Και |
|||
τον παρακαλούσαν παρακάλια πολλά να μην τους |
|||
στείλει όξω από τον τόπο. Κι' είταν εκεί κοντά στο |
|||
βουνό κοπάδι χοίροι μεγάλο πούβοσκε, και τον πα- |
|||
ρακάλεσαν κι’ είπανε «Στείλε μας στους χοίρους να |
|||
» μπούμε μέσα τους». Και τους άφισε. Και βγαί- |
|||
νοντας, τα πνέματα τ' ακάθαρτα μπήκανε στους χοί- |
|||
ρους, κι’ όρμησε το κοπάδι κάτου από το γκρεμό |
|||
στη λίμνη ως διο χιλιάδες και πνιγόντουσαν μέσα στη |
|||
λίμνη. Κι' οι βοσκοί τους έφυγαν κι’ έδωκαν την εί- |
|||
δηση στη χώρα και στις εξοχές. Και βγήκανε να |
|||
δουν τι έτυχε. Κι' έρχουνται στον Ιησού, και θω- |
|||
ρούνε το δαιμονισμένο που καθότανε ντυμένος και |
|||
γνωστικός, αυτόνε πούχε πριν το λεγιώνα, και |
|||
φοβήθηκαν. Και τους δηγήθηκαν, όσοι είδαν, το τι |
|||
έτυχε του δαιμονισμένου και την ιστορία των χοί- |
|||
ρων. Κι' άρχισαν και τον παρακαλούσανε να φύγει |
|||
από τα σύνορά τους. Κι' όταν έμπαινε στο καράβι, |
|||
τον παρακαλούσε ο [πρι] δαιμονισμένος για να μείνει |
|||
μαζί του. Και δεν τον άφισε, παρά του λέει «Σήρε |
|||
» σπίτι στους δικούς σου, και φανέρωσέ τους όσα έκανε |
|||
» σου ο Κύριος και σε σπλαχνίστη». Κι' έφυγε, κι’ |
|||
άρχισε να κηρύχνει στη Δεκάπολη όσα τούκανε ο Ιη- |
|||
σούς, κι’ απορούσαν όλοι. |
|||
21. Και σα διάβηκε με καράβι πάλι αντίπερα |
|||
ο Ιησούς, μαζεύτηκε πλήθος πολύ κοντά του, κι’ εί- |
|||
τανε σιμά στη λίμνη. Κι' έρχεται ένας αρχισυνά- |
|||
γωγος μ' όνομα Ιάειρος, και σαν τον είδε πέφτει ομ- |
|||
πρός στα πόδια του και τον παρακαλούσε πολλά, |
|||
λέγοντας πως «Το κοριτσάκι μου βρίσκεται στο τέ- |
|||
» λος του• έλα και βάλε τα χέρια απάνου της για |
|||
» να σωθεί και ζήσει». Και πήγε μαζί του• και τον |
|||
ακολουθούσε πλήθος πολύ και τόνε στενοχωρούσαν. |
|||
Και μια γυναίκα μ' αιμορραγία δώδεκα χρόνια, |
|||
που τράβηξε από πολλούς γιατρούς πολλά και ξό- |
|||
διασε όλα τα δικά της και δεν ωφελήθη τίποτα πα- |
|||
ρά και χειροτέρεψε, σαν άκουσε για τον Ιησού πήγε |
|||
μέσα στο πλήθος από πίσω κι’ άγγιξε το φόρεμά του• |
|||
γιατί έλεγε πως «Τα φορέματά του καν ν' αγγίξω, θα |
|||
» γλυτώσω». Κι' αμέσως στέρεψε η πηγή του αίμα- |
|||
τός της κι’ ένιωσε στο κορμί της πως γιατρεύτη από |
|||
το πάθος. Κι' ένιωσε μέσα του ο Ιησούς ευτύς τη δύ- |
|||
ναμη που τούβγε, και γύρισε μέσα στο πλήθος κι’ |
|||
έλεγε «Πιος μ' άγγιξε τα φορέματά [μου];» Και |
|||
τούλεγαν οι μαθητάδες του «Βλέπεις το πλήθος που |
|||
» σε στενοχωρεί και λες, πιος μ' άγγιξε;» Και κοί- |
|||
ταζε γύρω για να δει αυτή που τόκανε. Κι' η γυ- |
|||
ναίκα με φόβο και τρεμούλα, ξέροντας το τι της |
|||
έτυχε, ήρθε κι’ έπεσε μπροστά του, και τούπε όλη την |
|||
αλήθια. Κι' εκείνος της είπε «Κόρη μου, η πίστη |
|||
» σου σε γλύτωσε• σήρε στο καλό, και νάσαι γιατρε- |
|||
» μένη από το πάθος σου». |
|||
Κι' ενώ λαλούσε ακόμα, έρχουνται από τ' αρχι- |
|||
συναγώγου και λεν πως «Η κόρη σου πέθανε• τι βα- |
|||
» σανίζεις πια το δάσκαλο;» Κι' άκουσε κάπως ο |
|||
Ιησούς το λόγο που λαλούσαν, και λέει τ' αρχισυνα- |
|||
γώγου «Μη φοβάσαι, παρά πίστευε». Και δεν άφι- |
|||
σε κανέναν ναν τόνε συνοδέψει εξόν τον Πέτρο, και |
|||
τον Ιάκωβο, και τον Ιωάνη τον αδερφό του Ιακώ- |
|||
βου. Κι' έρχουνται στο σπίτι τ' αρχισυναγώγου, και |
|||
βλέπει ταραχή και πούκλαιγαν και ξεφωνούσαν τρο- |
|||
μερά. Και μπήκε μέσα και τους λέει «Τι φωνάζετε |
|||
» και κλαίτε; Το παιδί δεν πέθανε, παρά κοιμάται». |
|||
Και τον περγελούσαν. Κι' εκείνος έβγαλε όλους όξω, |
|||
και παίρνει τον πατέρα του παιδιού και τη μητέρα |
|||
κι’ όσους είτανε μαζί του, και μπαίνει μέσα εκεί πού- |
|||
ταν το κορίτσι. Και πιάνοντας του κοριτσιού το χέρι |
|||
της λέει « '' Ταλειθά κουμ '' », που ξηγημένο θα πει |
|||
« Κόρη μου — εσένα μιλώ — σήκω». Κι' αμέσως ση- |
|||
κώθη το κορίτσι και περπάταε• γιατί είτανε δώδεκα |
|||
χρονών. Και σάστισαν αμέσως σάστισμα μεγάλο. Και |
|||
τους πρόσταξε πολλά, να μην το μάθει αυτό κανείς. |
|||
Κι' είπε ναν της δώσουνε να φάει. |
|||
22. Και μίσεψε από κει και πηγαίνει στην πα- |
|||
τρίδα του, και τον ακολουθούν οι μαθητάδες του. |
|||
Και σαν ήρθε το σαββάτο, άρχισε και δίδασκε μέσα |
|||
στα συναγώγι. Και σάστιζαν οι πιο πολλοί ακούον- |
|||
τας και λέγανε «Από που σ' αυτόν αυτά; και πια η |
|||
» σοφία που του δόθηκε και τα θάματα που τέτια |
|||
» γίνουνται από τα χέρια του; Δεν είναι αυτός ο τε- |
|||
» χνίτης, ο γιος της Μαρίας, κι’ αδερφός του Ιακώ- |
|||
» βου κι’ Ιωσή κι’ Ιούδα και Σίμωνα; και δεν εί- |
|||
» ναι οι αδερφές του εδώ μαζί μας;» Κι' αγανα- |
|||
χτούσανε μαζί του. Κι' ο Ιησούς τους έλεγε πως |
|||
« Ατίμητος προφήτης δεν υπάρχει εξόνε στην πα- |
|||
» τρίδα του και στους δικούς του και στο σπίτι του». |
|||
Και δε μπορούσε να κάνει εκεί κανένα θάμα, παρά |
|||
λίγους αρρώστους πούβαλε απάνου τους τα χέρια και |
|||
τους γιάτρεψε. Κι' απόρησε με την απιστία τους. |
|||
23. Και γύριζε κύκλω τα χωριά διδάσκοντας. |
|||
Και προσκαλεί τους δώδεκα, κι’ άρχισε ναν τους |
|||
προβοδάει διο διο, και τους έδινε εξουσία ακάθαρτων |
|||
πνεμάτων. Και τους παράγγειλε τίποτα να μην πά- |
|||
ρουνε για το δρόμο παρά ραβδί μονάχα• όχι ψωμί, |
|||
όχι ταγάρι, όχι χαλκό για το ζουνάρι, μόνε σαντα- |
|||
λωμένοι, και να μη φορέσουνε διο ρούχα. Και τους |
|||
έλεγε «Όπου μπείτε σε κανένα σπίτι, εκεί μένετε |
|||
» ως που να μισέψτε. Κι' όπιος τόπος δε σας δεχτεί |
|||
» μήτ' ακούσει, σα βγαίνετε τινάξτε το το χώμα το |
|||
» κάτου από τα πόδια σας, έτσι για να φωτιστούν». |
|||
Και βγήκαν και κηρύξανε να μετανιώνουν, κι’ έβγα- |
|||
ζαν πολλά δαιμόνια, και με λάδι αλείφανε πολλούς |
|||
αρρώστους και τους γιάτρευαν. |
|||
24. Κι' άκουσε ο βασιλέας Ηρώδης. Γιατί έγινε |
|||
γνωστό τ' όνομά του, κι’ έλεγαν πως ο Ιωάνης ο |
|||
βαφτιστής αναστήθηκε από τους νεκρούς και για |
|||
τούτο του δουλεύουν τα θάματα, κι’ άλλοι έλεγαν |
|||
πως ο Ηλίας είναι, κι’ άλλοι έλεγαν πως προφή- |
|||
της, σαν ένας από τους προφήτες. Και σαν τ' άκουσε |
|||
ο Ηρώδης, έλεγε «Εκείνος πούκοψα εγώ, ο Ιω- |
|||
» άνης, αυτός αναστήθηκε». Τι ο ίδιος ο Ηρώ- |
|||
δης έστειλε και σύλλαβε τον Ιωάνη και τόνε φυλά- |
|||
κισε, αφορμή η Ηρωδιάδα, η γυναίκα του Φιλίππου |
|||
τ' αδερφού του, γιατί την παντρεύτηκε. Γιατί έλεγε |
|||
ο Ιωάνης του Ηρώδη πως «Σου 'ναι αμποδισμένο |
|||
» νάχεις τη γυναίκα τ' αδερφού σου». Κι' η Ηρω- |
|||
διάδα του το κράταε μέσα της κι’ ήθελε ναν τόνε |
|||
σκοτώσει, και δε μπορούσε. Γιατί ο Ηρώδης φο- |
|||
βούνταν τον Ιωάνη• γνωρίζοντάς τον άνθρωπο ενά- |
|||
ρετο κι’ άγιο τον προστάτευε, και σαν τον άκουσε, |
|||
υπερβολικά απορούσε, και τ' άρεσκε ναν τον ακούει. |
|||
Και σαν έτυχε μια μέρα σκόλη, όταν ο Ηρώδης |
|||
στα γεννέθλια του έκανε τραπέζι των αρχόντων του |
|||
και χιλιάρχων και των πρώτων της Γαλιλαίας, και |
|||
μπήκε η κόρη του η Ηρωδιάδα και χόρεψε, άρεσε |
|||
στον Ηρώδη και στους καθισμένους μαζί του. Κι' |
|||
είπε ο βασιλέας στο κορίτσι «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, |
|||
» και θα σ' το δώσω», και της ορκίστη πως «Ό,τι |
|||
» μου ζητήσεις, θα σ' το δώσω, ως στο μισό μου βασί- |
|||
» λειο». Και βγήκε κι’ είπε της μητέρας της «Τι να |
|||
» ζητήσω;» Κι' αυτή είπε «Το κεφάλι του Ιωάνη |
|||
» του βαφτιστή». Και πήγε αμέσως μέσα βιαστικά |
|||
στο βασιλέα, και το ζήτησε λέγοντας «Θέλω να μου |
|||
» δώκεις τώρα ευτύς σε δίσκο απάνου το κεφάλι του |
|||
» Ιωάνη του βαφτιστή». Κι' ο βασιλέας καταλυ- |
|||
πήθη, [όμως] για τους όρκους και τους προσκαλεσμέ- |
|||
νους δε θέλησε ναν της αρνηθεί. Κι' έστειλε ευτύς |
|||
ο βασιλέας κονταριστή και πρόσταξε να φέρει το |
|||
κεφάλι του. Και πήγε και τον έκοψε μέσα στη φυ- |
|||
λακή, κι’ έφερε το κεφάλι του σε δίσκο απάνου και |
|||
τόδωκε της κόρης, κι’ η κόρη τόδωκε της μητέρας |
|||
της. Και σαν τ' άκουσαν οι μαθητάδες του, πήγαν |
|||
και πήρανε το λείψανό του και το βάλανε σε τάφο. |
|||
25. Και μαζεύουνται στον Ιησού κοντά οι από- |
|||
στόλοι, και τον πληροφορήσανε όλα όσα άκουσαν κι’ |
|||
όσα δίδαξαν. Και τους λέει «Ελάτε εσείς μονάχοι |
|||
» χωριστά σ' έρημο μέρος και ξεκουραστήτε λίγο». |
|||
Γιατί είταν όσοι πηγαινόρχουνταν πολλοί, κι’ ούτε να |
|||
φάνε δεν ευκαιρούσαν. Και φύγανε με το καράβι σ' έ- |
|||
ρημο μέρος χωριστά. Και τους είδανε πού πήγαιναν, |
|||
και τους παρατήρησαν πολλοί. Και με τα πόδια απ' |
|||
όλες τις χώρες έτρεξαν εκεί σωρός, και τους πρόκαναν. |
|||
Και βγαίνοντας είδε πλήθος πολύ, και τους σπλαχνί- |
|||
στηκε γιατί είτανε σαν πρόβατα δίχως βοσκό, κι’ άρ- |
|||
χισε ναν τους διδάσκει πολλά. Κι' η ώρα πια σαν |
|||
πέρασε, πήγαν οι μαθητάδες του και τούλεγαν πως |
|||
« Το μέρος έρημο κι’ η ώρα πια πέρασε• σκόλασέ τους, |
|||
» για να πάνε στις τριγύρω εξοχές και στα χωριά και |
|||
» να ψωνίσουν τι να φάνε». Κι' εκείνος αποκρίθη και |
|||
τους είπε «Δώστε τους εσείς να φάνε». Και του λένε |
|||
« Να πάμε και ν' αγοράσουμε διακόσω δηναρίων ψω- |
|||
» μιά, και ναν τους δώσουμε να φάνε;» Κι' εκείνος |
|||
τους λέει «Πόσα ψωμιά έχετε; Πηγαίνετε κοιτάξτε». |
|||
Κι' αφού κοίταξαν του λένε «Πέντε, και διο ψάρια». |
|||
Και τους πρόσταξε ναν τους καθίσουν όλους παρέες |
|||
παρέες απάνου στα χλωρά χορτάρια. Και κάθησαν |
|||
κατεβατά κατεβατά, από εκατό κι’ από πενήντα. |
|||
Και πήρε τα πέντε τα ψωμιά και τα διο τα ψάρια, |
|||
και κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό τα βλόγησε, κι’ έ- |
|||
κοψε κομάτια τα ψωμιά και τάδινε στους μαθητάδες |
|||
του ναν τους τα βάλουνε μπροστά τους• και μοίρασε |
|||
τα διο τα ψάρια σ' όλους. Κι' έφαγαν όλοι και χορ- |
|||
τάσανε. Και σε κομάτια πήρανε δώδεκα κοφινιών |
|||
γιομίσματα, κι από τα ψάρια. Κι είταν όσοι φάγανε |
|||
τα ψωμιά ψυχές πέντε χιλιάδες. |
|||
26. Κι' αμέσως έκανε τους μαθητάδες του να |
|||
μπούνε στο καράβι και να προχωρήσουν πριν αντίπερα |
|||
κατά τη Βηθσαϊδάν, ενόσω αυτός σκολνά το πλήθος. |
|||
Κι' αφού τους χωρίστηκε, πήγε στο βουνό να κάνει |
|||
προσευκή. Κι' άμα βράδιασε, είταν το καράβι στη |
|||
μέση της λίμνης κι’ εκείνος μοναχός του στην ξηρά. |
|||
Και σαν είδε τους πως τυραννιούνται λάμνοντας- |
|||
γιατί τους είτανε μπροστά ο άνεμος — , κατά την τέ- |
|||
ταρτη νυχτοφρουρά πάει κοντά τους περπατώντας |
|||
απάνου στη λίμνη, κι’ ήθελε ναν τους προσπεράσει. |
|||
Κι' εκείνοι όταν τον είδανε στη λίμνη απάνου που |
|||
περπάταε, νόμισαν πως είναι φάντασμα και φώναξαν |
|||
τι όλοι τον είδαν και ταράχτηκαν. Κι' εκείνος ευτύς |
|||
τους μίλησε και τους λέει «Θάρρος• εγώ είμαι, μη |
|||
» φοβάστε». Κι' ανέβηκε κοντά τους στο καράβι, και |
|||
κόπηκε ο άνεμος. Κι' υπερβολικά σαστίζανε μέσα τους• |
|||
γιατί δεν ένιωσαν τότες με τα ψωμιά, παρά η καρδιά |
|||
τους είταν πετρωμένη. |
|||
27. Και περνώντας [τη λίμνη] πέρα ως στην ξηρά, |
|||
ήρθανε στη Γεννησαρέθ κι’ αράξανε. Και σα βγήκαν |
|||
από το καράβι, ευτύς τον αναγνώρισαν, κι’ έτρεξαν |
|||
τριγύρω σ' όλον τον τόπο εκείνο, κι’ άρχισαν απά- |
|||
νου στα κλινάρια να περιφέρουν τους αρρώστους όπου |
|||
ακούγανε πως βρίσκεται. Κι' όπου κι’ αν έμπαινε- |
|||
σε χωριά ή σε πολιτείες ή σ' εξοχές — απίθωναν μέσα |
|||
στην αγορά τους αρρώστους και τον παρακαλούσανε |
|||
ν' αγγίξουν καν την άκρη του ρούχου του, κι’ όσοι |
|||
τον αγγίξανε γλυτώσανε. |
|||
28. Και συνάζουνται κοντά του οι Φαρισαίοι και |
|||
μερικοί διαβασμένοι πούρθανε από τα Ιεροσόλυμα. |
|||
Κι' όταν είδανε μερικούς μαθητάδες του πως με χέ- |
|||
ρια ακάθαρτα, δηλαδή άνιφτα, τρων ψωμί (γιατί οι |
|||
Φαρισαίοι κι’ όλοι οι Ιουδαίοι, α με τη χούφτα δε |
|||
νίψουν τα χέρια, δεν τρώνε, φυλάγοντας τα πατρο- |
|||
παράδοτα• κι’ από την αγορά, α δε ραντιστούν, δεν |
|||
τρων κι’ έχει πολλά άλλα που παραλάβανε να φυ- |
|||
λάνε, πλυσίματα ποτηριών και λεβετιών και χαλκω- |
|||
μάτων), και τόνε ρωτούν οι Φαρισαίοι κι’ οι διαβασμέ- |
|||
νοι «Γιατί δεν παν οι μαθητάδες σου με τα πατρο- |
|||
» παράδοτα, παρά με χέρια ακάθαρτα τρων ψωμί;» |
|||
Κι' εκείνος τους είπε «Καλά προφήτεψε για σας τους |
|||
» υποκριτάδες ο Ησαΐας, όπως είναι γραμένο, πως |
|||
» '' Ο λαός αυτός με τα χείλη με τιμά, μα η καρδιά |
|||
» τους βρίσκεται μακριά από μένα. Και ψεύτικα με |
|||
» προσκυνούν, που οι διδαχές τους που διδάσκουν |
|||
» ανθρώπων είναι παραγγέλματα '' . Αφίνοντας την εν- |
|||
» τολή του Θεού φυλάτε των ανθρώπων τα πατροπα- |
|||
» ράδοτα». Και τους έλεγε «Ωραία παραβαίνετε την |
|||
» εντολή του Θεού για να φυλάτε τα πατροπαράδοτά |
|||
» σας. Τι ο Μωυσής είπε '' Τίμα τον πατέρα σου και |
|||
» τη μητέρα σου κι’ Όπιος κακολογεί πατέρα ή μη- |
|||
» τέρα να θανατώνεται '' . Εσείς όμως λέτε '' Αν άν- |
|||
» θρωπος πει του πατέρα ή της μητέρας Κορβάν '' (δη- |
|||
» λαδή '' χάρισμα) ό,τι σου χρωστώ '' , αφίνετε πια να |
|||
» μην κάνει τίποτα για τον πατέρα ή τη μητέρα, |
|||
» ακυρώνοντας το λόγο του Θεού με τα πατροπαρά- |
|||
» δοτά σας που παραδώκατε. Και σαν τέτια κάνετε |
|||
» πολλά». Και κράζοντας πάλι το πλήθος τους λέει |
|||
« Ακούτε με όλοι και μάθετε. Τίποτα όξω από τον |
|||
» άνθρωπο που μπαίνει μέσα του δεν τον ακαθαρτεί• |
|||
» μόνε όσα βγαίνουν από τον άνθρωπο, εκείνα ακα- |
|||
» θαρτούν τον άνθρωπο». |
|||
29. Κι' άμα από το πλήθος μπήκε σπίτι, τόνε |
|||
ρωτούσαν οι μαθητάδες του την παραβολή. Και τους |
|||
λέει «Έτσι κι’ εσείς είστε δίχως νου; Δε νιώθετε |
|||
» πως απ' όξω ό,τι πηγαίνει μέσ' στον άνθρωπο δε |
|||
» μπορεί ναν τον ακαθαρτήσει, τι δεν πηγαίνει στην |
|||
» καρδιά του μέσα, παρά στην κοιλιά, κι’ όξω βγαί- |
|||
» νει στον κοπρώνα και παστρεύει κάθε ακαθαρσία;» |
|||
Κι' έλεγε πως «Ό,τι βγαίνει από τον άνθρωπο, εκείνο |
|||
» ακαθαρτεί τον άνθρωπο. Γιατί από μέσα απ' των |
|||
» ανθρώπων την καρδιά κινούν οι στοχασμοί οι κακοί, |
|||
» πορνιές, κλεψιές, φόνοι, μοιχείες, αχορταγιές, πο- |
|||
» νηριές, απάτη, παραλυσία, μάτι κακό, ασέβεια, περ- |
|||
» φάνια, αμιαλοσύνη• όλα αυτά τα κακά από μέσα |
|||
» βγαίνουνε κι’ ακαθαρτούν τον άνθρωπο». |
|||
30. Κι' από κει σηκώθηκε και μίσεψε στα σύνορα |
|||
της Τύρος και Σιδώνας. Και μπήκε σ' ένα σπίτι, και |
|||
δεν ήθελε κανέναν ναν το μάθει, μα δεν κατόρθωσε |
|||
να κρυφτεί, μόνε άκουσε γι' αυτόν αμέσως μια γυναίκα |
|||
που το κορίτσι της τής είχε πνέμα ακάθαρτο, κι’ ήρθε |
|||
κι’ έπεσε στα πόδια του. Κι' είταν Ελληνίδα η γυ- |
|||
ναίκα, καταγωγής Συροφοινίκισσα. Και τον παρακα- |
|||
λούσε να βγάλει το δαιμόνιο από τη θυγατέρα της. |
|||
Και της έλεγε «Ας χορτάσουν πρώτα τα παιδιά• τι |
|||
» σωστό δεν είναι το να πάρεις το ψωμί των παιδιών |
|||
» και ναν το ρήξεις στα σκυλιά». Κι' αυτή αποκρίθη |
|||
και του λέει «Ναι, Κύριε, και τα σκυλιά κάτου από |
|||
» το τραπέζι τρων από τα ψίχουλα των παιδιών». |
|||
Και της είπε «Γι' αυτό το λόγο πήγαινε• βγήκε το |
|||
» δαιμόνιο από τη θυγατέρα σου». Και πήγε σπίτι |
|||
της, κι’ ηύρε το κορίτσι της πλαγιασμένο στο κλινάρι, |
|||
και το δαιμόνιο βγαλμένο. |
|||
31. Και πάλι βγήκε από τα σύνορα της Τύρος, |
|||
και περνώντας τη Σιδώνα ήρθε στη λίμνη της Γαλι- |
|||
λαίας μέσα από τα σύνορα της Δεκάπολης. Και του |
|||
φέρνουνε κουφάλαλο, και τον παρακαλούνε να βάλει |
|||
απάνου του το χέρι. Και παίρνοντάς τον όξω από το |
|||
πλήθος χωριστά, τούβαλε τα δάχτυλα στ' αυτιά του, |
|||
κι’ έφτυσε κι’ άγγιξε τη γλώσσα του, και βλέποντας |
|||
ψηλά στον ουρανό στέναξε και του λέει « '' Εφφαθά '' ». |
|||
που θα πει «Άνοιξε». Κι' άνοιξαν οι ακουές του, και |
|||
του λύθη ο γλωσσοδέτης του και μιλούσε σωστά. Και |
|||
τους σύστησε να μην το πουν κανενός• όμως όσο τους |
|||
σύστηνε, αυτοί πιο περισσότερο κήρυχναν. Κι' υπερ- |
|||
βολικά σάστιζαν και λέγανε «Λαμπρά όλα τάκανε• |
|||
» ως και τους κουφούς κάνει ν' ακούνε κι’ άλαλους να |
|||
» λαλούν». |
|||
32. Εκείνες τις μέρες, όντας πάλι πολύ πλήθος |
|||
και μην έχοντας τι να φάνε, φώναξε τους μαθητάδες |
|||
του και τους λέει «Σπλαχνίζουμαι το πλήθος, γιατί |
|||
» τρεις μέρες δε σαλεύουν από δω και δεν έχουν τι |
|||
» να φαν. Κι' αν τους στείλω νηστικούς σπίτι τους, |
|||
» θα λιώσουνε στο δρόμο, και μερικοί τους είναι από |
|||
» μακριά». Και τ' αποκρίθηκαν οι μαθητάδες του |
|||
πως «Πού θα μπορέσει εδώ κανείς ναν τους χορ- |
|||
» τάσει αυτούς ψωμί στην ερημιά;» Και τους ρω- |
|||
τούσε «Πόσα ψωμιά έχετε;» Κι' εκείνοι είπαν |
|||
« Εφτά». Και προστάζει το πλήθος να καθήσουν |
|||
κατά γης, και πήρε τα εφτά ψωμιά, κι’ αφού δοξο- |
|||
λόγησε έκοψε κομάτια κι’ έδινε στους μαθητάδες του |
|||
ναν τα προσφέρουν, και τα πρόσφεραν στο πλήθος. |
|||
Κι' είχανε μερικά ψαράκια• κι’ αφού τα βλόγησε, εί- |
|||
πε κι’ αυτά ναν τα προσφέρουν. Κι' έφαγαν και χορ- |
|||
τάσανε, και πήραν περισσέματα, εφτά καλαθιών κο- |
|||
μάτια. Κι' είταν ως τέσσερεις χιλιάδες. Και τους |
|||
σκόλασε. |
|||
33. Κι' αμέσως μπήκε αυτός στο καράβι με τους |
|||
μαθητάδες του κι’ ήρθε στα μέρη της Δαλμανουνθά. |
|||
Και βγήκαν οι Φαρισαίοι κι’ αρχίσανε μαζί του να |
|||
συζητούν, ζητώντας του σημάδι από τον ουρανό, δο- |
|||
κιμάζοντάς τον. Κι' αναστέναξε μέσα στο πνέμα του |
|||
και λέει «Τι γυρεύει η φύτρα αυτή σημάδι; Αλη- |
|||
» θινά λέω, σημάδι αυτής της φύτρας δε θαν της |
|||
» δοθεί». 34. Κι' αφίνοντάς τους μπήκε πάλι [στο |
|||
καράβι] κι’ έφυγε αντικρύ. |
|||
Και ξέχασαν να πάρουνε ψωμιά• κι’ εξόν ένα, ψωμί |
|||
δεν είχανε μαζί τους μέσα στο καράβι. Και τους σύ- |
|||
στηνε κι’ έλεγε «Κοιτάτε, προσέχετε από το ζυμάρι |
|||
» των Φαρισαίων κι’ από το ζυμάρι του Ηρώδη». |
|||
Και συλλογίζουνταν ανάμεσό τους «Γιατί δεν έχουμε |
|||
» ψωμί». Και κατάλαβε και τους λέει «Τι συλλο- |
|||
» γιέστε πως δεν έχετε ψωμιά; Δε νογάτε ακόμα μή- |
|||
» τε νιώθετε; Πετρωμένη σάς είναι η καρδιά; Μάτια |
|||
» έχετε, και δε βλέπετε; κι’ αυτιά έχετε, και δεν |
|||
» ακούτε; Και δε θυμάστε ότα μοίρασα τα πέντε ψω- |
|||
» μιά στις πέντε χιλιάδες, πόσα κοφίνια πήρατε γιο- |
|||
» μισμένα με κομάτια;» Του λένε «Δώδεκα». «Ό- |
|||
» ταν τα εφτά στις τέσσερεις χιλιάδες, πόσων καλα- |
|||
» θιών γιομίσματα πήρατε κομάτια»; Και του λεν |
|||
» Εφτά». Και τους έλεγε «Πώς δε νογάτε;» |
|||
35. Κι' έρχουνται στη Βηθσαϊδάν, και του φέρ- |
|||
νουν τυφλό και τον παρακαλούνε ναν τον αγγίξει. |
|||
Κι' έπιασε από το χέρι τον τυφλό και τον έβγαλε όξω |
|||
από το χωριό, κι’ αφού τούφτυσε στα μάτια, έβαλε |
|||
απάνου του τα χέρια και τόνε ρωτούσε «Α βλέπεις |
|||
» τίποτα». Και κοίταξε κι’ έλεγε «Βλέπω τους αν- |
|||
» θρώπους, γιατί σα δέντρα βλέπω κάπιους που περ- |
|||
» πατούν». Έπειτα έβαλε πάλι τα χέρια απάνου στα |
|||
μάτια του. και [τότες] είδε κι’ έγινε καλά κι’ έβλεπε |
|||
ξάστερα τα πάντα. Και τον έστειλε σπίτι του λέγον- |
|||
τας «Μήτε στο χωριό να μη μπεις». |
|||
36. Και βγήκε ο Ιησούς κι’ οι μαθητάδες του στα |
|||
χωριά της Καισαρείας του Φιλίππου. Και στο δρόμο |
|||
ρωτούσε τους μαθητάδες του και τους έλεγε «Πιος |
|||
» λεν οι ανθρώποι πως είμαι;» Κι' εκείνοι τούπανε |
|||
λέγοντας πως ο Ιωάνης ο βαφτιστής, κι’ άλλοι ο |
|||
Ηλίας, κι’ άλλοι πως ένας από τους προφήτες. Κι' |
|||
αυτός τους ρωτούσε «Κι' εσείς πιος λέτε πως είμαι;» |
|||
Αποκρίθη ο Πέτρος και του λέει «Εσύ 'σαι ο Χρι- |
|||
» στός». Και τους πρόσταξε να μη μιλούνε γι' αυτόν |
|||
κανενός. Κι' άρχισε ναν τους ξηγά πως πρέπει πολλά |
|||
να πάθει ο γιος τ' ανθρώπου, και ν' αποκηρυχτεί από |
|||
τους δημογερόντους και πρωτοπαπάδες και διαβα- |
|||
σμένους, και να θανατωθεί και τρεις μέρες κατόπι |
|||
ν' αναστηθεί. Κι' ανοιχτά μιλούσε το λόγο. Και τον |
|||
πήρε ο Πέτρος κι’ άρχισε ναν τόνε μαλώνει• κι’ εκεί- |
|||
νος γύρισε κι’ είδε τους μαθητάδες του, και μάλωσε |
|||
τον Πέτρο και λέει «Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, |
|||
» γιατί δε συλλογιέσαι το Θεό, μόνε τους ανθρώπους». |
|||
Και κράζοντας το πλήθος μαζί με τους μαθητάδες |
|||
του τους είπε «Αν κανείς θέλει νάρθει πίσω μου, ας |
|||
» απαρνηθεί τον εαυτό του, κι’ ας σηκώσει το σταυρό |
|||
» του κι’ ας μ' ακολουθά. Γιατί όπιος θέλει να γλυ- |
|||
» τώσει τη ζωή του, θαν τη χάσει• μα όπιος για μένα |
|||
» χάσει τη ζωή του και για το καλό το μήνημα, θαν |
|||
» τη σώσει. Γιατί τι τ' όφελος στον άνθρωπο αν κερ- |
|||
» δίσει ολόκληρο τον κόσμο και τη ζωή του τη ζη- |
|||
» μιωθεί; Γιατί τι θα δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα |
|||
» της ζωής του; Γιατί όπιος με ντραπεί, [καθώς] και |
|||
» τα λόγια μου, μέσα σ' αυτή τη φύτρα την παρά- |
|||
» λυτη κι’ αμαρτωλή, κι’ ο γιος τ' ανθρώπου θαν τόνε |
|||
» ντραπεί όταν έρθει μέσα στη δόξα του πατέρα του |
|||
» μαζί με τους άγιους τους αγγέλους». Και τους |
|||
έλεγε «Αληθινά σας λέω, πως στέκουν εδώ μερικοί |
|||
» που δε θα δοκιμάσουνε θάνατο ως που να δουν τη |
|||
» βασιλεία του Θεού με δύναμη φτασμένη». |
|||
37. Κι' έξη μέρες κατόπι παίρνει ο Ιησούς τον Πέ- |
|||
τρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάνη και τους ανεβάζει |
|||
σε βουνό αψηλό ξεχωριστά μονάχους. Και μεταμορ- |
|||
φώθηκε μπροστά τους, κι’ έγιναν τα φορέματά του |
|||
αστραφτερά, άσπρα υπερβολικά σαν που λευκαντής |
|||
στη γη δε μπορεί τόσο να λευκάνει. Και τους φανε- |
|||
ρώθηκε ο Ηλίας με το Μωυσή, και μιλούσανε μαζί |
|||
με τον Ιησού. Κι' αποκρίθη ο Πέτρος και λέει του |
|||
Ιησού «Ραββεί, καλά 'ναι εδώ να μείνουμε• κι’ ας |
|||
» στήσουμε τρεις καλύβες, μια για σένα, και του Μωυ- |
|||
» σή μια, και μια για τον Ηλία». Γιατί δεν ήξερε |
|||
τι ν' αποκριθεί, γιατί κατατρόμαξαν. Κι' ήρθε σύν- |
|||
νεφο και τους σκέπασε, και βγήκε από το σύννεφο |
|||
φωνή «Αυτός είναι ο γιος μου ο αγαπητός. Ακούτε |
|||
» τον». Κι' άξαφνα κοιτάζοντας γύρω δεν είδαν πια |
|||
μαζί τους κανέναν εξόν τον Ιησού μονάχο. |
|||
Κι' ενώ κατέβαιναν το βουνό, τους σύστησε να μη |
|||
δηγηθούν κανενός όσα είδαν παρ' αφού αναστηθεί ο |
|||
γιος τ' ανθρώπου από τους νεκρούς. Και φύλαξαν το |
|||
λόγο, συζητώντας μεταξύ τους τι 'ναι το ν' αναστηθεί |
|||
από τους νεκρούς. Και τόνε ρωτούσαν κι’ έλεγαν «Τι |
|||
» λένε οι διαβασμένοι πως ο Ηλίας πρώτα ανάγκη |
|||
» ναρθεί;» Κι' εκείνος τους είπε «Ναι, ο Ηλίας έρ- |
|||
» χεται πρώτα και ξαναδιορθώνει τα πάντα• και τό- |
|||
» τες πώς είναι γραμένο για το γιο τ' ανθρώπου να |
|||
» πάθει πολλά και να ξευτελιστεί; Όμως σας λέω |
|||
» πως κι’ ήρθε ο Ηλίας και του κάνανε όσα θέλησαν. |
|||
» καθώς γι' αυτόν είναι γραμένο». |
|||
Κι' όταν πήγανε στους μαθητάδες, είδαν πλήθος |
|||
πολύ τριγύρω τους, και διαβασμένους που συζητούσανε |
|||
μαζί τους. Κι' ευτύς όλο το πλήθος, όταν τον είδανε, |
|||
σάστισαν, και τρέχανε σωρός και τόνε χαιρετούσαν. |
|||
Και τους ρώτησε «Τι συζητάτε μαζί τους;» Κι' απο- |
|||
κρίθηκε ένας από το πλήθος «Δάσκαλε, σούφερα το |
|||
» γιο μου πούχει πνέμα άλαλο• κι’ όπου τον πιάσει |
|||
» τόνε ρήχνει κάτου, κι’ αφρίζει και τρίζει τα δόντια |
|||
» του και μένει ξερός• κι’ είπα στους μαθητάδες σου |
|||
» ναν το βγάλουν και δεν κατόρθωσαν». Κι' εκείνος |
|||
αποκρίθη και τους λέει «Ω γενεά άπιστη, ως πότε θα |
|||
» μένω μαζί σας; ως πότε θα σας υποφέρω; Φέρτε |
|||
» τον σ' εμένα». Και του τον έφεραν. Και σαν τον |
|||
είδε το πνέμα, αμέσως τόνε σπάραξε, κι’ έπεσε κατά |
|||
γης και κυλιούνταν αφρίζοντας. Και ρώτησε τον πα- |
|||
τέρα του «Από πότε τόπαθε;» Κι' εκείνος είπε «Από |
|||
» παιδί. Και πολλές φορές και σε φωτιά τον έρρηξε |
|||
» και σε νερό για ναν τον αφανίσει. Μα αν ίσως μπο- |
|||
» ρείς, σπλαχνίσου μας και βόηθησέ μας». Κι' ο Ιη- |
|||
σούς τούπε το «Α μπορείς [να πιστέψεις], όλα δυνατά |
|||
» στον πιστό». Αμέσως έκραξε ο πατέρας του παιδιού |
|||
κι’ έλεγε «Πιστεύω, κύριε• βόηθα με να μην απιστώ». |
|||
Και βλέποντας ο Ιησούς πως τρέχει σωρός ο κόσμος, |
|||
πρόσταξε το πνέμα τ' ακάθαρτο λέγοντάς του «Εσύ |
|||
» το πνέμα τ' άλαλο και κουφό, εγώ σε προστάζω• |
|||
» έβγα από μέσα του και μην έμπεις πια». Κι' αφού |
|||
φώναξε και τον κατασπάραξε, βγήκε, κι’ έγινε [το |
|||
παιδί] σα νεκρός, τόσο πούλεγαν οι περισσότεροι πως |
|||
πέθανε. Κι' ο Ιησούς έπιασε το χέρι του και τόνε σή- |
|||
κωσε. Και στάθηκε όρθιος. |
|||
38. Και σαν ήρθε σπίτι, τόνε ρωτούσανε χώρια οι |
|||
μαθητάδες του «Γιατί εμείς δεν κατορθώσαμε ναν το |
|||
» βγάλουμε;» Και τους είπε «Τέτιο είδος με τίποτα |
|||
» δε βγαίνει παρά με προσευκή». |
|||
39. Και βγαίνοντας από κει, προχωρούσανε μέσα |
|||
από τη Γαλιλαία, και δεν ήθελε ναν το ξέρει κανείς• |
|||
γιατί ξηγούσε των μαθητάδων του κι’ έλεγε, πως το |
|||
γιο τ' ανθρώπου τον παραδίνουνε σε χέρια ανθρώπων |
|||
και θαν τόνε θανατώσουν• κι’ αφού θανατωθεί, σε |
|||
τρεις μέρες θ' αναστηθεί. Κι' αυτοί δεν ένιωθαν το |
|||
λόγο, και φοβούντανε ναν τόνε ρωτήσουν. |
|||
40. Κι' ήρθανε στην Καφαρναούμ. Και σαν έφτασε |
|||
στο σπίτι τους ρωτούσε «Τι λογαριάζατε στο δρό- |
|||
» μο;» Κι' εκείνοι σώπαιναν, τι μεταξύ τους συζη- |
|||
τήσανε στο δρόμο πιος ο μεγαλύτερος. Και κάθησε |
|||
και φώναξε τους δώδεκα και τους λέει «Όπιος θέλει |
|||
» να γίνει πρώτος, ας γίνει απ' όλους τελευταίος και |
|||
» σ' όλους δούλος». Και παίρνοντας ένα παιδάκι τό- |
|||
στησε στη μέση τους, κι’ αφού τ' αγκάλιασε τους είπε |
|||
« Όπιος δεχτεί τέτιο παιδάκι στ' όνομά μου, εμένα |
|||
« δέχεται• κι’ όπιος εμένα δέχεται, δε δέχεται εμένα |
|||
» παρά το στάλτη μου». Τούπε ο Ιωάνης «Δάσκα- |
|||
» λε, είδαμε έναν που με τ' όνομά σου έβγαζε δαιμό- |
|||
» νια, και δεν τον αφίναμε, γιατί δεν πήγαινε μαζί |
|||
» μας». Κι' ο Ιησούς είπε «Αφίστε τον, γιατί κα- |
|||
» νείς που κάνει θάμα στ' όνομά μου. δε θα μπορεί |
|||
» ταχιά να με κακολογήσει• γιατί όπιος δε μας είναι |
|||
» αντίθετος, μας είναι μαζί μας. Γιατί όπιος σας πο- |
|||
» τίσει ποτήρι νερό, τάχα γιατί 'στε του Χριστού, |
|||
» αληθινά σας λέω πως δε θα χάσει την πλερωμή |
|||
» του. Κι' όπιος πειράξει κανέναν από τους μικρούς |
|||
» αυτούς που με πιστεύουν, πιο καλύτερά του α με |
|||
» τρανή μυλόπετρα τριγύρω στο λαιμό τον έρρηξαν |
|||
» στη θάλασσα. Κι' αν το χέρι σου σού φέρνει πειρα- |
|||
» σμό, κόψ' το• καλύτερά σου νάμπεις στη ζωή κουλός, |
|||
» παρά τα διο χέρια νάχεις και να πας στη γέεννα, |
|||
» στη φωτιά την άσβυστη. Κι' αν το πόδι σου σού |
|||
» φέρνει πειρασμό, κόψ' το• καλύτερά σου νάμπεις στη |
|||
» ζωή κουτσός, παρά νάχεις τα διο πόδια και να |
|||
» πεταχτείς στη γέεννα. Κι' αν το μάτι σου σού φέρ- |
|||
» νει πειρασμό, βγάλ' το• καλύτερά σου μ' ένα μάτι |
|||
» νάμπεις στου Θεού τη βασιλεία, παρά διο μάτια |
|||
» νάχεις και να πεταχτείς στη γέεννα, όπου το σκου- |
|||
» λήκι τους δεν παύει κι’ η φωτιά δε σβύνει. Γιατί ο |
|||
» καθένας με φωτιά θ' αλατιστεί. Καλό τ' αλάτι• μα |
|||
» αν τ' αλάτι γίνει ανάλατο, με τι θενάν τ' αρτύστε; |
|||
» Έχετε μέσα σας αλάτι, κι’ ειρήνη μεταξύ σας». |
|||
41. Κι' από κει σηκώθηκε και πάει στα σύνορα της |
|||
Ιουδαίας πέρα από τον Ιορδάνη, και πηγαίνουνε σω- |
|||
ρός πάλι πλήθη κοντά του, κι’ όπως συνείθιζε τους |
|||
δίδασκε ξανά. Και πήγανε Φαρισαίοι και τόνε ρωτού- |
|||
σαν «Α μπορεί άντρας να χωρίσει γυναίκα», δοκι- |
|||
μάζοντάς τον. Κι' εκείνος αποκρίθη και τους είπε «Τι |
|||
» σας πρόσταξε ο Μωυσής;» Κι' αυτοί είπαν «Αφί- |
|||
» νει ο Μωυσής να γράψεις χωρισοχάρτι και ναν τη |
|||
» χωρίσεις». Κι' ο Ιησούς τους είπε «Σύφωνα με τη |
|||
» σκληροκαρδιά σας σάς έγραψε αυτή την εντολή• |
|||
» όμως από την αρχή της πλάσης ασερνικό και θηλυ- |
|||
» κό τους έκανε [ο Θεός]. '' Γι' αυτό θα παραιτήσει ο |
|||
» άνθρωπος πατέρα και μητέρα και θα γίνουν οι διο |
|||
» μια σάρκα. Έτσι δεν είναι πια διο παρά μια σάρκα. |
|||
» Ό,τι λοιπόν ζευγάρωσε ο Θεός, ας μη χωρίζει ο |
|||
» άνθρωπος». Και στο σπίτι πάλι τόνε ρωτούσαν |
|||
οι μαθητάδες του. Και τους λέει «Όπιος χωρίσει τη |
|||
» γυναίκα του κι’ άλλη παντρευτεί, τη μοιχεύει• κι’ αν |
|||
» αυτή χωρίσει τον άντρα της κι’ άλλον παντρευτεί, |
|||
» μοιχεύεται». |
|||
Και του φέρανε μερικά παιδάκια για ναν τους βά- |
|||
λει τα χέρια του απάνου• κι’ οι μαθητάδες τούς μά- |
|||
λωναν. Και σαν τόδε ο Ιησούς, αγανάχτησε και τους |
|||
είπε «Αφίστε τα παιδάκια κι’ ας έρχουνται κοντά |
|||
» μου, μην τ' αμποδίζετε• γιατί των τέτιων είναι η |
|||
» βασιλεία του Θεού. Αλήθια σας λέω, όπιος δε δεχτεί |
|||
» τη βασιλεία του Θεού σαν παιδάκι, δε θα μπει μέ- |
|||
» σα». Κι' αφού τ' αγκάλιασε, τους έβαλε τα χέρια |
|||
του απάνου και τα πολυβλογούσε |
|||
42. Κι' ό,τι έβγαινε ταξίδι, έτρεξε ένας κοντά |
|||
του, και γονατίζοντας μπροστά του τόνε ρώταε «Κα- |
|||
» λέ μου δάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω |
|||
» ζωή παντοτινή;» Κι' ο Ιησούς του είπε «Γιατί με |
|||
» λες καλόν; Κανείς καλός, εξόν ένας, ο Θεός. Τις |
|||
» εντολές τις ξέρεις. '' Μη σκοτώνεις, μη μοιχεύεις, μην |
|||
» κλέβεις, μην ψευτομαρτυράς, μην κατακρατείς, τίμα |
|||
» τον πατέρα σου και τη μητέρα». Κι' εκείνος τούπε |
|||
« Δάσκαλε, όλα αυτά τα φύλαξα από νέος». Κι' ο |
|||
Ιησούς τον κοίταξε, και τόνε συμπάθησε και τούπε |
|||
« Ένα σου λείπει. Πήγαινε, όσα έχεις πούλησ' τα και |
|||
» δώσ' τα σε φτωχούς — και θα θησαυρίσεις στον ου- |
|||
» ρανό — κι’ έλα ακολούθα με». Κι' εκείνος σκυθρώ- |
|||
πασε με το λόγο κι’ έφυγε λυπημένος• γιατί είχε πλού- |
|||
τη πολλά. Κι' ο Ιησούς κοίταξε γύρω και λέει στους |
|||
μαθητάδες του πως «Δύσκολα θα μπουν οι πλούσιοι |
|||
» στη βασιλεία του Θεού». Κι' οι μαθητάδες του |
|||
απορούσανε με τα λόγια του. Κι' ο Ιησούς αποκρίθη |
|||
πάλι και τους λέει «Παιδιά μου» πως «δύσκολο να |
|||
» μπεις στη βασιλεία του Θεού. Ευκολώτερα περνά |
|||
» γκαμήλα από βελόνας μάτι παρ' ό,τι μπαίνει πλού- |
|||
» σιος στη βασιλεία του Θεού». Κι' εκείνοι πιο πολύ |
|||
σαστίζανε και τούλεγαν «Και πιος μπορεί να σωθεί;» |
|||
Τους κοίταξε ο Ιησούς και λέει «Με τους ανθρώπους |
|||
» αδύνατο, όμως όχι με το Θεό• γιατί τα πάντα δυ- |
|||
» νατά με το Θεό». Άρχισε ο Πέτρος και τούλεγε |
|||
« Νά, εμείς αφήκαμε τα πάντα και σ' ακολουθήσαμε». |
|||
Είπε ο Ιησούς «Αληθινά σας λέω, κανένας δεν |
|||
» αφήκε σπίτι ή αδερφούς ή αδερφές ή μητέρα ή πα- |
|||
» τέρα ή παιδιά ή χωράφια για μένα και για το καλό |
|||
» το μήνημα, και να μη λάβει εκατοντάδιπλα τώρα |
|||
» σ' ετούτον τον καιρό — σπίτια κι’ αδερφούς κι’ αδερ- |
|||
» φές και μητέρες και παιδιά και χωράφια μαζί με |
|||
» καταδρομές — , και στον αιώνα πούρχεται ζωή παν- |
|||
» τοτινή. Και πολλοί θα γίνουν πρώτοι τελευταίοι, |
|||
» κι’ οι τελευταίοι πρώτοι». |
|||
Κι' είχαν πάρει το δρόμο κι’ ανεβαίνανε στα Ιερο- |
|||
σόλυμα — κι’ ο Ιησούς προχωρούσε ομπρός — και τους |
|||
είχε ζάλη, και φοβισμένοι ακολουθούσαν οι λοιποί. |
|||
Και παίρνοντας πάλι τους δώδεκα άρχισε και τους |
|||
έλεγε τα όσα είτανε να πάθει• πως «Νά ανεβαίνουμε |
|||
» στα Ιεροσόλυμα, κι’ ο γιος τ' ανθρώπου θα παρα- |
|||
» δοθεί στους πρωτοπαπάδες και στους διαβασμένους, |
|||
» και θαν τον καταδικάσουνε σε θάνατο, και θαν τον |
|||
» παραδώκουνε στους εθνικούς, και θαν τον περιπαί- |
|||
» ξουνε και φτύσουν και βουρδουλίσουν και σκοτώσουν, |
|||
» και τρεις μέρες κατόπι θ' αναστηθεί». |
|||
Και πηγαίνουν ο Ιάκωβος κι’ ο Ιωάνης, οι διο οι |
|||
γιοι του Ζεβεδαίου, και του λένε «Δάσκαλε, θέλουμε |
|||
» ό,τι σου ζητήσουμε να μας κάνεις». Κι' εκείνος τους |
|||
είπε «Τι θέτε να σας κάνω;» Κι' εκείνοι τούπανε |
|||
« Δώσ' μας να καθήσουμε ένας δεξιά κι’ ένας αριστερά |
|||
» σου μέσα στη δόξα σου». Κι' ο Ιησούς τους είπε |
|||
» Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι |
|||
» που πίνω εγώ, ή το βάφτισμα που εγώ βαφτίζουμαι |
|||
» να βαφτιστήτε;» Κι' εκείνοι τούπανε «Μπορούμε». |
|||
Κ' ο Ιησούς τους είπε «Το ποτήρι εγώ που πίνω θαν |
|||
» το πιείτε, και το βάφτισμα που εγώ βαφτίζουμαι |
|||
» θα βαφτιστήτε• μα το να καθήστε δεξιά ή αριστερά |
|||
» μου δεν είναι στο χέρι μου να δώκω εξόνε σ' όσους |
|||
» ορίστηκε». Και σαν τ' άκουσαν οι δέκα, άρχισαν κι’ |
|||
αγανακτούσανε για τον Ιάκωβο και τον Ιωάνη. Κι' |
|||
ο Ιησούς τους έκραξε και τους λέει «Ξέρετε πως όσοι |
|||
» τάχα είναι αρχηγοί των εθνικών τους ορίζουν, κι’ οι |
|||
» μεγάλοι τους τούς ξουσιάζουν. Όχι όμως έτσι μ' ε- |
|||
» σάς• μόνε όπιος θέλει μεγάλος σας να γίνει, ας γίνει |
|||
» δούλος σας• κι’ όπιος θέλει πρώτος σας να γίνει, ας |
|||
» γίνει σ' όλους σκλάβος. Γιατί κι’ ο γιος τ' ανθρώπου |
|||
» δεν ήρθε ναν τόνε δουλέψουν, μόνε να δουλέψει και |
|||
» να δώκει τη ζωή του ξαγορά πολλών». |
|||
43. Κι' έρχουνται στην Ιερειχώ. Κι' ενώ έβγαινε |
|||
από την Ιερειχώ, [καθώς] κι’ οι μαθητάδες του και |
|||
πλήθος αρκετό, ο γιος του Τιμαίου (ο Βαρτίμαιος), |
|||
τυφλός ζητιάνος, κάθουνταν κοντά στο δρόμο• και σαν |
|||
άκουσε πως ο Ιησούς είναι ο Ναζαρηνός, άρχισε να |
|||
φωνάζει και να λέει «Γιε του Δαυείδ Ιησού, σπλα- |
|||
» χνίσου με». Και τόνε μάλωναν πολλοί να σωπάσει. |
|||
Μα εκείνος πολύ περισσότερο φώναζε «Γιε του Δαυείδ, |
|||
» σπλαχνίσου με». Κι' ο Ιησούς στάθηκε κι’ είπε |
|||
« Κράξτε τον». Και κράζουν τον τυφλό και του λένε |
|||
« Θάρρος, σήκω, σε κράζει». Κι' εκείνος πετώντας |
|||
πέρα το ρούχο του, πήδησε απάνου και πήγε στον |
|||
Ιησού. Κι' ο Ιησούς τ' απάντησε κι’ είπε «Τι θέλεις |
|||
» να σου κάνω;» Κι' ο τυφλός του είπε «Ραββεί μου, |
|||
» να βρω το φως μου». Κι' ο Ιησούς του είπε «Πή- |
|||
» γαινε, η πίστη σου σε γλύτωσε». Κι' αμέσως βρήκε |
|||
το φως του, και τον ακολούθησε στο ταξίδι. |
|||
44. Κι' ό,τι φτάνουνε στα Ιεροσόλυμα. στη Βηδ- |
|||
φαγή και Βηθανία, κοντά στο Ελιοβούνι, στέλνει διο |
|||
του μαθητάδες και τους λέει «Πηγαίνετε στο χωριό |
|||
» τ' αντίκρυ σας• κι’ αμέσως ό,τι μπαίνετε θα βρείτε |
|||
» ονάρι δεμένο π' άνθρωπος κανείς ακόμα δεν κάθησε• |
|||
» λύστε το και φέρτε το. Κι' αν κανείς σας πει Αυτό |
|||
» γιατί το κάνετε, ναν του πείτε Ο αφέντης το |
|||
» χρειάζεται, κι’ ευτύς το στέλνει πίσω εδώ». Και |
|||
πήγαν και βρήκαν ονάρι δεμένο στη μπασιά κοντά- |
|||
όξω, στο δρόμο απάνου — και το λύνουν. Και μερικοί |
|||
από τους εκεί τους λέγανε «Τι κάνετε που λύνετε |
|||
» τ' ονάρι;» Κι' αυτοί τους είπαν όπως είπε ο Ιη- |
|||
σούς, και τους άφισαν. Και φέρνουνε τ' ονάρι στον |
|||
Ιησού, και βάζουνε στ' ονάρι απάνου τα φορέματά |
|||
τους κι’ έκατσε. Και πολλοί έστρωσαν τα δικά τους |
|||
φορέματα στο δρόμο, κι’ άλλοι φυλλώματα πούκοψαν |
|||
από τους κάμπους, κι’ όσοι πήγαιναν ομπρός του κι’ |
|||
οι κατόπι φώναζαν «Ωσαννά. Βλογητός αυτός που |
|||
» φτάνει στ' όνομα του Κυρίου. Βλογημένη η βασι- |
|||
» λεία που φτάνει του πατέρα μας Δαυείδ. Ωσαννά |
|||
» στα ύψιστα». Και μπήκε στα Ιεροσόλυμα στο ναό• |
|||
κι’ αφού ξέτασε τα πάντα, όντας πια βράδυ, βγήκε |
|||
στη Βηθανία μαζί με τους δώδεκα. |
|||
45. Και την κατοπινή τη μέρα, σα βγήκαν από τη |
|||
Βηθανία, πείνασε, κι’ από πέρα βλέποντας συκιά με |
|||
φύλλα, πήγε μήπως τάχα βρει τίποτα, και σαν έφτασε |
|||
κοντά της δε βρήκε τίποτα παρά φύλλα• γιατί ο και- |
|||
ρός δεν είτανε των σύκων. Κι' αποκρίθη και της είπε |
|||
« Κανένας στον αιώνα πια από σένα να μη φάει καρ- |
|||
» πό». Κι' οι μαθητάδες του ακούγανε. |
|||
Κι' έρχουνται στα Ιεροσόλυμα. Και σα μπήκε στο |
|||
ναό, άρχισε να βγάζει όξω όσους αγοροπουλούσαν |
|||
μέσα στο ναό, κι’ αναποδογύρισε τα τραπέζια των |
|||
σαράφηδων και τους πάγκους των περιστεράδων, και |
|||
δεν άφινε να κουβαλεί πράμα κανείς μέσ' από το ναό. |
|||
Και δίδασκε κι’ έλεγε «Δεν είναι γραμένο πως '' Τον |
|||
» οίκο μου οίκο προσευχής θαν τον κράξουνε για όλα |
|||
» τα έθνη '' ; Μα εσείς τον κάνατε κλεφτοσπηλιά». Κι' |
|||
άκουσαν οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι και γύ- |
|||
ρευαν πώς ναν τον καταστρέψουνε• γιατί τόνε φοβούν- |
|||
ταν, τι με τη διδαχή του σάστιζε όλος ο λαός. Και |
|||
σα βράδιασε, βγαίνανε όξω από τη χώρα. |
|||
46. Και περνώντας το πρωί, είδαν τη συκιά ξερή |
|||
σύρριζα. Κι' ο Πέτρος θυμήθηκε και του λέει «Ραβ- |
|||
» βεί, κοίτα• η συκιά που καταράστηκες ξεράθηκε». |
|||
Κι' αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους λέει «Έχετε πί- |
|||
» στη στο Θεό. Αληθινά σας λέω, πως όπιος πει εκεί- |
|||
» νου εκεί του βουνού Σήκω και πέσε στο γιαλό, και |
|||
» δεν κοντοσταθεί μέσ' στην καρδιά του, μόνε ό,τι λέει |
|||
» πιστέψει το πως γίνεται, θαν του γενεί. Για τούτο |
|||
» σας λέω• όλα όσα γυρεύετε στην προσευκή σας πι- |
|||
» στεύετε πως τα λάβατε, και θα σας γίνουν. Και σα |
|||
» στέκετε και προσεύκεστε, συχωρνάτε αν έχετε με |
|||
» κανέναν τίποτα, για να συχωρέσει τα φταιξίματά |
|||
» σας κι’ ο πατέρας σας πούναι στα ουράνια». |
|||
Κι' έρχουνται πάλι στα Ιεροσόλυμα. Κι' ενώ περ- |
|||
πάταε μέσα στο ναό, παν οι πρωτοπαπάδες κι’ οι δια- |
|||
βασμένοι κι οι δημογερόντοι και τούλεγαν «Με πια |
|||
» εξουσία κάνεις αυτά; ή πιος σούδωκε αυτή την εξου- |
|||
» σία, να κάνεις αυτά;» Κι' ο Ιησούς τους είπε «Θα |
|||
» σας ρωτήσω ένα λόγο κι’ αποκριθείτε μου, και θα |
|||
» σας πω αυτά με πια εξουσία τα κάνω. Το βάφτι- |
|||
» σμα του Ιωάνη από τον ουρανό είταν ή από ανθρώ- |
|||
» πους; Αποκριθείτε μου». Και μεταξύ τους συλλο- |
|||
γιούνταν κι’ έλεγαν «Αν πούμε από τον ουρανό, θα |
|||
» πει γιατί λοιπόν δεν τον πιστέψατε; Μα να πούμε |
|||
» από ανθρώπους», φοβούνταν το λαό, γιατί είχαν |
|||
όλοι τον Ιωάνη πως είταν αληθινά προφήτης. Κι' α- |
|||
πάντησαν του Ιησού και λένε «Δεν το ξέρουμε». |
|||
Κι' ο Ιησούς τους λέει «Μήτε κι’ εγώ δε σας λέω με |
|||
» πια εξουσία κάνω αυτά». |
|||
Κι' άρχισε και τους μιλούσε με παραβολές. «Ένας |
|||
» άνθρωπος φύτεψε αμπέλι, και τούβαλε τριγύρω φρά- |
|||
» χτη κι’ έσκαψε από κάτου ληνό κι’ έχτισε [από πά- |
|||
» νου] πύργο, και το νοίκιασε σε γεωργούς και μίσεψε. |
|||
» Κι' έστειλε στους γεωργούς σαν ήρθε η ώρα σκλάβο |
|||
» για να πάρει από τους γεωργούς μέρος τ' αμπελό- |
|||
» καρπου. Κι' εκείνοι πιάνοντάς τον τόνε δείρανε και |
|||
» τόνε στείλανε εύκαιρο. Και ξανά τους έστειλε άλλο |
|||
» σκλάβο, και τούσπασαν κι’ εκείνου το κεφάλι και |
|||
» τόνε ντρόπιασαν. Κι' έστειλε άλλον, και τον έσφαξαν |
|||
» κι’ εκείνον, και πολλούς άλλους, άλλους δαίρνοντας |
|||
» κι’ άλλους σκοτώνοντας. Είχε ένα γιο του ακόμα |
|||
» αγαπημένο• τον έστειλε τους τελευταίο λέγοντας |
|||
» πως Θα σεβαστούν το γιο μου. Όμως εκείνοι οι γεωρ- |
|||
» γοί μεταξύ τους είπαν πως Αυτός είναι ο κληρονό- |
|||
» μος• ελάτε ας τον σκοτώσουμε, και δική μας θάναι |
|||
» η κληρονομιά. Και πιάνοντάς τον τόνε σκότωσαν |
|||
» και τον πετάξανε όξω από τ' αμπέλι. Τι θα κάνει ο |
|||
» νοικοκύρης τ' αμπελιού; Θάρθει και θα ξολοθρέψει |
|||
» τους γεωργούς, και τ' αμπέλι θα νοικιάσει σ' άλλους. |
|||
» Μηδ' αυτή τη γραφή δεν τη διαβάσατε '' Πέτρα |
|||
» π' απόρριψαν οι χτίστες έγινε αγκωνάρι• από τον |
|||
» Κύριο έγινε κι’ είναι θαμαστή στα μάτια μας; '' » |
|||
Και ζητούσανε ναν τον πιάσουν — και φοβήθηκαν το |
|||
λαό — γιατί ένιωσαν πως γι' αυτούς την είπε την παρα- |
|||
βολή. Και τον αφήκαν κι’ έφυγαν. |
|||
47. Και του στέλνουνε μερικούς Φαρισαίους κι’ Η- |
|||
ρωδιανούς για ναν τον παγιδέψουνε με λόγια. Κι' |
|||
ήρθαν και του λένε «Δάσκαλε, ξέρουμε πως είσαι |
|||
» αληθινός, και δε σε μέλει τίποτα, τι δεν κοιτάς |
|||
» ανθρώπους παρά με την αλήθια διδάσκεις το λόγο |
|||
» του Θεού. Έχουμε άδια να δώσουμε του Καίσαρα |
|||
» φόρο ή όχι; να δώσουμε ή να μη δώσουμε;» Κι' |
|||
εκείνος ένιωσε την πονηριά τους και τους είπε «Τι με |
|||
» δοκιμάζετε; Φέρτε μου δηνάρι να δω». Κι' εκείνοι |
|||
φέρανε. Και τους λέει «Πιανού 'ναι ετούτη η ζου- |
|||
» γραφιά κ' η επιγραφή;» Κι' εκείνοι τούπανε «Του |
|||
» Καίσαρα». Κι ο Ιησούς είπε «Ό,τι είναι του Καί- |
|||
» σαρα δώστε πίσω στον Καίσαρα και ό,τι είναι του |
|||
» Θεού στο Θεό». Κι' απόμειναν εξτατικοί μαζί του. |
|||
Και πάνε στον Ιησού Σαδδουκαίοι, που λένε δεν |
|||
υπάρχει ανάσταση, και τόνε ρωτούσαν κι’ είπαν «Δά- |
|||
» σκαλε, ο Μωυσής μας έγραψε, πως '' Αν κανενός |
|||
» πεθάνει ο αδερφός κι’ αφίσει γυναίκα και δεν αφί- |
|||
» σει παιδί, να παίρνει ο αδερφός του τη γυναίκα και |
|||
» ναν του βγάζει σπέρμα τ' αδερφού του '' . Είτανε εφτά |
|||
» αδερφοί. Κι ο πρώτος πήρε γυναίκα, και στο θάνα- |
|||
» τό του δεν αφήκε σπέρμα• και την πήρε ο δεύτερος |
|||
» και πέθανε δίχως ν' αφήκει σπέρμα• κι’ ο τρίτος το |
|||
» ίδιο. Και σπέρμα δεν αφήκαν κι’ οι εφτά. Ύστερα |
|||
» απ' όλους πέθανε κι’ η γυναίκα. Στην ανάσταση |
|||
» πιανού τους θα γενεί γυναίκα; Γιατί οι εφτά την |
|||
» είχανε γυναίκα». Τους είπε ο Ιησούς «Δε σφάλ- |
|||
» λετε για τούτο, γιατί δε νιώθετε τις Γραφές μήτε |
|||
» τη δύναμη του Θεού; Γιατί όταν αναστηθούν από |
|||
» τους νεκρούς, μήτε γυναίκες παίρνουνε μήτ' άντρες, |
|||
» μόνε είναι καθώς των ουρανών οι άγγελοι. Και για |
|||
» τους νεκρούς πως ανασταίνουνται, δε διαβάσατε μέ- |
|||
» σα στη βίβλο του Μωυσή, στο μέρος του βάτου, |
|||
» πως του είπε ο Θεός λέγοντας '' Εγώ ο Θεός του |
|||
» Αβραάμ και Θεός του Ισαάκ και Θεός τον Ιακώβ '' . |
|||
» Δεν είναι Θεός νεκρώνε, μόνε ζωντανών. Σφάλλετε |
|||
» πολύ». |
|||
Και πήγε ένας διαβασμένος π' άκουσε σα συζη- |
|||
τούσανε, γνωρίζοντας πως καλά τους απάντησε, και |
|||
τόνε ρώτησε «Πια εντολή 'ναι πρώτη απ' όλες;» |
|||
Αποκρίθηκε ο Ιησούς πως «Πρώτη είναι '' Άκου, Ισ- |
|||
» ραήλ. Κύριος ο Θεός μας ένας Κύριος είναι. Κι' |
|||
» Αγάπα τον Κύριο το Θεό σου μ' όλη σου την καρ- |
|||
» διά και μ' όλη σου την ψυχή και μ' όλο σου το νου |
|||
» και μ' όλη σου τη δύναμη''. Και δεύτερη αυτή ''Αγά- |
|||
» πα το γείτονά σου ίσα με τον εαυτό σου''. Μεγαλύ- |
|||
» τερή τους άλλη εντολή δεν έχει». Τούπε ο διαβα- |
|||
σμένος «Καλά, δάσκαλε, αληθινά είπες πως ένας εί- |
|||
» ναι κι’ άλλος δεν υπάρχει παρ' αυτός. Και το ναν |
|||
» τον αγαπάς μ' όλη την καρδιά και μ' όλη τη γνώση |
|||
» και μ' όλη τη δύναμη, και το ν' αγαπάς το γείτονα |
|||
» ίσα με τον εαυτό σου, πιο πολύ 'ναι παρά κάθε όλο- |
|||
» καύτωμα και θυσία». Κι' ο Ιησούς σαν τον είδε |
|||
πως γνωστικά αποκρίθη, τούπε «Μακριά δεν είσαι από |
|||
» τη βασιλεία του Θεού». Και κανείς πια δεν τολ- |
|||
μούσε ναν τόνε ρωτήσει. |
|||
Κι' ο Ιησούς αποκρίθη κι’ έλεγε διδάσκοντας μέσα |
|||
στο ναό «Πώς λένε οι διαβασμένοι πως ο Χριστός |
|||
» είναι γιος του Δαυείδ; Ο ίδιος ο Δαυείδ είπε με |
|||
» το πνέμα τ' άγιο '' Είπε ο αφέντης στον αφέντη μου |
|||
» Κάθου δεξιά μου ως που να βάλω τους εχτρούς σου |
|||
» κάτου από τα πόδια σου '' . Ο ίδιος ο Δαυείδ τον κρά- |
|||
» ζει αφέντη, και πως είναι γιος του;» Κι' ο πολύς |
|||
λαός τον άκουε με χαρά. |
|||
Κι' έλεγε στη διδαχή του «Προσέχετε από τους |
|||
» διαβασμένους, που θέλουν το να περπατούνε με στο- |
|||
» λές, και χαιρετισμούς στις αγορές, και πρωτοστά- |
|||
» σιδα μέσα στα συναγώγια και πρωτοκαθίσματα στα |
|||
» δείπνα. Αυτοί που τρων τα σπίτια των χηρών και |
|||
« τάχα κάνουν προσευκές μεγάλες, αυτοί θα λάβουν |
|||
» περισσότερη ποινή». |
|||
48. Και κάθησε αντίκρυ στο ταμείο του ναού, και |
|||
θωρούσε πώς ο λαός ρήχνει τ' οβολό του στο ταμείο. |
|||
Και πολλοί πλούσιοι ρήχνανε πολλά. Κι' ήρθε μια |
|||
χήρα φτωχιά κι έρρηξε διο λιανά, πούναι ένας κο- |
|||
δράντης. Και κράζοντας τους μαθητάδες του τους |
|||
είπε «Αληθινά σας λέω, πως η χήρα αυτή η φτωχιά |
|||
» παραπάνου απ' όλους έρρηξε που ρήχνουνε στο τα- |
|||
» μείο. Γιατί όλοι από το περίσσεμά τους έρρηξαν |
|||
» μα αυτή από το υστέρημά της όλα τάρρηξε όσα |
|||
» είχε, όλο της το βιος». |
|||
49. Κι' ενώ έβγαινε από το ναό, του λέει ένας μα- |
|||
θητής του «Δάσκαλε, κοίτα τι μάρμαρα και τι χτί- |
|||
» ρια». Κι' ο Ιησούς του είπε «Βλέπεις αυτά τα |
|||
» μεγάλα χτίρια; Πέτρα σε πέτρα απάνου εδώ δε |
|||
» θ' αφεθεί που να μην γκρεμιστεί». |
|||
Κι' ενώ καθότανε στο Ελιοβούνι, αντίκρυ στο ναό, |
|||
τόνε ρωτούσε χώρια ο Πέτρος κι’ ο Ιάκωβος κι’ ο |
|||
Ιωάνης κι’ ο Αντρέας «Πες μας, πότε αυτά θα γί- |
|||
» νουν και πιο το σημάδι όταν είναι ν' αληθέψουν όλα |
|||
» αυτά;» Κι' ο Ιησούς άρχισε και τους έλεγε «Κοι- |
|||
» τάξτε μη σας πλανέσει κανείς. Πολλοί θαρθούνε στ' |
|||
» όνομά μου λέγοντας πως Εγώ 'μαι, και πολλούς |
|||
» θα πλανέσουν. Κι' όταν ακούτε πολέμους και φήμες |
|||
» πολέμων, μην ταράττεστε• πρέπει να γίνουνε, μα το |
|||
» τέλος όχι ακόμα. Τι θα σηκωθεί έθνος να χτυπήσει |
|||
» έθνος και βασιλεία να χτυπήσει βασιλεία, θα γίνουνε |
|||
» σεισμοί εδώ κι’ εκεί, θα γίνουν πείνες• αρχή πόνων |
|||
» αυτά. Μονάχα εσείς φυλάγεστε• θα σας παραδώσουνε |
|||
» σε συνόδους και συναγώγια, θα σας δείρουν, και |
|||
» μπροστά σ' αρχηγούς και βασιλιάδες θα σταθείτε για |
|||
» μένα, έτσι για να φωτιστούν. Και σ' όλους τους |
|||
» εθνικούς πρέπει πρώτα να κηρυχτεί το καλό το μή- |
|||
» νημα. Κι' όταν παραδίνοντάς σας σάς πηγαίνουν, |
|||
» μη φροντίζετε πριν τι θα μιλήστε, μόνε ό,τι σας |
|||
» δοθεί την ώρα εκείνη, αυτό να μιλήστε• τι δε μιλείτε |
|||
» εσείς, μόνε το πνέμα τ' άγιο. Και θα παραδώσει |
|||
» αδερφός αδερφό για θάνατο και πατέρας παιδί• και |
|||
» θα σηκωθούν παιδιά να χτυπήσουνε γονέους και θαν |
|||
» τους θανατώσουν. Κι' όλοι για τ' όνομά μου θα σας |
|||
» μισούν• μα όπιος κάνει απομονή ως στο τέλος, αυτός |
|||
» θα σωθεί. |
|||
» Και σα δείτε του ρημαγμού το σίχαμα και στέ- |
|||
» κει όπου δεν πρέπει (όπιος διαβάζει ας εννοεί), τότες |
|||
» οι μέσα στην Ιουδαία ας φεύγουνε στα όρη, ο στο |
|||
» δώμα απάνου ας μην κατέβει μήτ' ας μπει τίποτα |
|||
» να πάρει από το σπίτι του, κι’ εκείνος στο χωράφι |
|||
» ας μη γυρίσει πίσω να πάρει το ρούχο του. Κι' αλί- |
|||
» μονο στις έγκυες κι’ όσες βυζαίνουν τότες. Και προ- |
|||
» σεύκεστε να μην τύχει το χειμώνα. Γιατί θα γίνει |
|||
» τότες συφορά, τέτια που δεν έγινε όμια από την |
|||
» αρχή της πλάσης πούπλασε ο Θεός ως τώρα, κι’ ού- |
|||
» τε θα γενεί. Και να μη θε κολοβώσει ο Κύριος τις |
|||
» μέρες, σάρκα δε θα γλύτωνε• μόνε για τους εκλε- |
|||
» χτούς [του] πούκλεξε, κολόβωσε τις μέρες. Και τότες |
|||
» αν κανείς σας πει Νά εδώ ο Χριστός και να εκεί, |
|||
» μην πιστεύετε. Τι θα φανούν ψευτόχριστοι και ψευ- |
|||
» τοπροφήτες και θα δείξουνε σημάδια και τέρατα με |
|||
» σκοπό να πλανέσουν, α γίνεται, τους εκλεχτούς. Μα |
|||
» εσείς προσέχετε• σας τάπα πριν όλα. Όμως εκείνες |
|||
» τις μέρες, στερνά απ' αυτή τη συφορά, θα σκοτει- |
|||
» νιάσει ο ήλιος, και το φως της δε θα δώσει η σελήνη, |
|||
» και θα πέφτουν τ' άστρα από τον ουρανό, και στα |
|||
» ουράνια η κάθε δύναμη θα κλονιστεί. Και τότες |
|||
» θενά δουν το γιο τ' ανθρώπου που θα φτάνει μέσ' σε |
|||
» σύννεφα με δύναμη πολλή και δόξα. Και θα στείλει |
|||
» τότες τους αγγέλους, και τους εκλεχτούς του θα μα- |
|||
» ζέψει από τους τέσσερεις ανέμους, απ' άκρη γης ως |
|||
» άκρη ουρανού. Μόνε από τη συκιά μάθετε την παρα- |
|||
» βολή. Όταν πια απαλύνει το κλαρί της και τα |
|||
» φύλλα βγουν, ξέρουν πως κοντά το καλοκαίρι• έτσι |
|||
» κι’ εσείς σα δείτε αυτά και γίνουνται, να ξέρετε πως |
|||
» κοντά 'ναι, στη μπασιά μπροστά. Αληθινά σας |
|||
» λέω, πως αυτή δε θα περάσει η γενεά πρι γίνουν |
|||
» όλα αυτά. Ο ουρανός κι’ η γη θενά περάσουν, όμως |
|||
» τα λόγια μου δε θα περάσουν. |
|||
50. » Κι' όσο για κείνη την ημέρα κι’ ώρα, δεν τήνε |
|||
» ξέρει κανείς, μήτ' άγγελος στον ουρανό μήτ' ο γιος, |
|||
» εξόν ο πατέρας. Προσέχετε, αγρυπνάτε• γιατί δεν |
|||
» κατέχετε πότε είναι ο καιρός. Σαν άνθρωπος ξενιτε- |
|||
» μένος, π' άφισε το σπίτι του κι’ έδωκε στους σκλά- |
|||
» βους του την εξουσία, στον καθένα τη δουλιά του, |
|||
» και πρόσταξε το θυρωρό το ν' αγρυπνά• αγρυπνάτε |
|||
» λοιπόν, τι δεν κατέχετε πότε φτάνει ο νοικοκύρης, |
|||
» ή αργά ή μεσάνυχτα ή με του πετεινού το λάλημα |
|||
» ή πρωί, μήπως άξαφνα έρθει και σας βρει κοιμισμέ- |
|||
» νους. Κι' ό,τι εσάς σας λέω, σ' όλους το λέω• αγρυ- |
|||
» πνάτε». |
|||
Κι' είτανε σε διο μέρες το πάσκα και τ' άζυμα, και |
|||
ζητούσανε οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι πώς |
|||
ναν τον πιάσουνε με πονηριά και ναν τόνε σκοτώσουν. |
|||
Τι λέγανε «Όχι τη σκόλη, μήπως γίνει ταραχή του |
|||
» λαού». |
|||
51. Κι' εκεί σαν είτανε στη Βηθανία, στου Σίμωνα |
|||
του λωβιασμένου, ενώ καθόταν κάτου [κι’ έτρωγε], ήρθε |
|||
γυναίκα κρατώντας αλαβάστρινο λαγήνι με μυρουδικό |
|||
από ναρδόσταμο πολύτιμο, και ξεβούλωσε το λαγήνι |
|||
και του περεχούσε το κεφάλι. Κι' είτανε μερικοί π' α- |
|||
γαναχτούσανε μεταξύ τους «Γιατί έγινε αυτός ο χα- |
|||
» μός του μυρουδικού; Γιατί μπορούσε αυτό το μυ- |
|||
» ρουδικό να πουληθεί απάνου από τρακόσα δηνάρια |
|||
» και να δοθεί στους φτωχούς». Και τη μάλωναν. |
|||
Κι' ο Ιησούς είπε «Αφίστε την τι την πειράζετε; |
|||
» Δούλεψη καλή μούκανε εμένα. Τι πάντα τους φτω- |
|||
» χούς τους έχετε μαζί σας, κι’ ότα θέλετε, μπορείτε |
|||
» πάντα ναν τους κάνετε καλό• μα εμένα πάντα δε |
|||
» μ' έχετε. Ό,τι είχε έκανε• πρόλαβε να μυρώσει το |
|||
» κορμί μου για το θάψιμο. Κι' αληθινά σας λέω, |
|||
» όπου κι’ αν κηρυχτεί παντού στον κόσμο το καλό το |
|||
μήνημα, θα διαλαληθεί κι’ αυτή το τι έκανε, ναν |
|||
» τη μνημονεύουν». |
|||
52. Κι' ο Ιούδας ο Ισκαριώθ, ο ένας από τους |
|||
δώδεκα, πήγε στους πρωτοπαπάδες για ναν τους τον |
|||
παραδώσει. Κι' αυτοί σαν τ' άκουσαν, χάρηκαν και |
|||
τούταξαν ναν [του] δώσουνε χρήματα• και γύρευε πώς |
|||
ναν τον παραδώσει, με καλή ευκαιρία. |
|||
Και την πρώτη μέρα των άζυμων, ότα θυσίαζαν |
|||
το πάσκα, του λένε οι μαθητάδες του «Πού θες να |
|||
» πάμε και να ετοιμάσουμε να φας το πάσκα;» Και |
|||
στέλνει διο του μαθητάδες και τους λέει «Πηγαίνετε |
|||
» στη χώρα, και θ' απαντήστε άνθρωπο που θα κου- |
|||
» βαλά μια στάμνα με νερό• ακολουθήστε τον, κι’ όπου |
|||
» μπει, πέστε του νοικοκύρη πως ο δάσκαλος λέει |
|||
» Πού 'ναι το κονάκι μου να φάω το πάσκα με τους |
|||
» μαθητάδες μου; Κι' αυτός θα σας δείξει ένα μεγά- |
|||
» λο ανώι στρωμένο έτοιμο, κι’ εκεί ετοιμάστε μας». |
|||
Και βγήκανε οι μαθητάδες και πήγανε στη χώρα |
|||
κι’ ηύραν όπως τους είπε, κι’ ετοίμασαν το πάσκα. |
|||
53. Και σα βράδιασε, έρχεται μαζί με τους δώ- |
|||
δεκα. Κι' ενώ' ταν καθισμένοι κι’ έτρωγαν, είπε ο Ιη- |
|||
σούς «Αληθινά σας λέω πως ένας από σας που τρώτε |
|||
» μαζί μου θα με παραδώσει». Άρχισαν και λυπούν- |
|||
ταν και τούλεγε ένας ένας «Μήπως εγώ;» Κι' εκεί- |
|||
νος τους είπε «Ένας από τους δώδεκα που βουτά |
|||
» μαζί μου στο ίδιο τρυβλί. Επειδή ναι μεν πηγαίνει |
|||
» ο γιος τ' ανθρώπου όπως γράφτηκε γι' αυτόν• όμως |
|||
» αλίμονο σ' εκείνον τον άνθρωπο που κάνει και παρα- |
|||
» δίνεται ο γιος τ' ανθρώπου• καλύτερά του να μην |
|||
» είχε γεννηθεί ο άνθρωπος εκείνος». Κι' ενώ τρώ- |
|||
γανε, πήρε ψωμί, και βλόγησε και τόκοψε κομάτια, |
|||
και δίνοντάς τους είπε «Λάβετε• αυτό' ναι το κορμί |
|||
» μου». Και παίρνοντας ποτήρι, δοξολόγησε και τους |
|||
έδωκε κι’ ήπιαν όλοι. Κι' είπε «Αυτό 'ναι το αίμα |
|||
» μου, της διαθήκης, που χύνεται για το καλό πολ- |
|||
» λών. Αληθινά σας λέω, πως πια δε θα πιω από |
|||
» τ' αμπελόθρεμα ως στην ημέρα εκείνη που καινού- |
|||
» ριο θαν το πίνω μέσα στη βασιλεία του Θεού». |
|||
Κι' αφού ψάλανε, βγήκανε στο Ελιοβούνι. |
|||
54. Και τους λέει ο Ιησούς πως «Όλοι θα πέστε |
|||
» σε πειρασμό, γιατί 'ναι γραμένο '' Θα χτυπήσω το βο- |
|||
» σκό και θα σκορπήσουνε τα πρόβατα '' . Μα όταν ανα- |
|||
» στηθώ, θα πάω μπροστά σας στη Γαλιλαία». Κι' ο |
|||
Πέτρος τούπε «Κι' αν όλοι πέσουνε σε πειρασμό, |
|||
» όμως όχι εγώ». Κι' ο Ιησούς του λέει «Αληθινά |
|||
» σου λέω, πως απόψε εσύ αυτή τη νύχτα, πρι διο |
|||
» φορές λαλήσει πετεινός, τρεις θα μ' αρνηθείς». Κι' |
|||
εκείνος περισσότερο λαλούσε «Α μαζί σου ανάγκη να |
|||
» πεθάνω, δε θα σ' αρνηθώ». Το ίδιο λέγανε κι’ όλοι. |
|||
Κι' έρχουνται σε μέρος που τ' όνομά του Γετσημα- |
|||
νεί, και λέει στους μαθητάδες του «Καθήστε [εδώ] ως |
|||
» που να προσευχηθώ». Και παίρνοντας μαζί του τον |
|||
Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάνη, άρχισε να |
|||
τρομάζει και να βαριοκαρδεί. Και τους λέει «Κατα- |
|||
» λυπημένη 'ναι η ψυχή μου ως στο θάνατο• μείνατε |
|||
» εδώ και ξαγρυπνάτε». Και προχωρώντας λίγο έπε- |
|||
φτε κατά γης και περικαλιούντανε να διαβεί πέρα |
|||
του, α γίνεται, η ώρα, κι’ έλεγε «Αββά (ο πατέρας), |
|||
» όλα για σένα δυνατά. Πάρε από μένα το ποτήρι |
|||
» αυτό• όχι όμως ό,τι θέλω εγώ, μόνε ό,τι εσύ». Κι' |
|||
έρχεται και τους βρίσκει κοιμισμένους, και λέει του |
|||
Πέτρου «Σίμωνα, κοιμάσαι; δεν κατόρθωσες μιαν |
|||
» ώρα ν' αγρυπνήσεις; Αγρυπνάτε και προσεύκεστε |
|||
» για να μην πέστε σε πειρασμό. Το πνέμα ναι πρό- |
|||
» θυμο, μα η σάρκα αδύναμη». Και πάλι πήγε και |
|||
προσευκήθηκε λέγοντας τα ίδια λόγια. Και πάλι πήγε |
|||
και τους βρήκε κοιμισμένους• γιατί είτανε κατάβαρια |
|||
τα μάτια τους, και δεν ήξεραν τι ναν τ' απαντήσουν. |
|||
Κι' έρχεται τρίτη φορά και τους λέει «Κοιμάστε λοι- |
|||
» πόν και ξεκουράζεστε. Σώνει, έφτασε η ώρα• να, |
|||
» παραδίνεται ο γιος τ' ανθρώπου στα χέρια των |
|||
» αμαρτωλών. Σηκωθείτε, ας πάμε• να, σίμωσε ο πα- |
|||
» ραδότης μου». |
|||
55. Κι' αμέσως, ενώ μιλούσε ακόμα, φτάνει ο |
|||
Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του πλήθος |
|||
με σπαθιά και ξύλα από τους πρωτοπαπάδες και τους |
|||
διαβασμένους και τους δημογερόντους. Και τους είχε |
|||
δώκει ο παραδότης του σημάδι κι’ είπε «Όπιονε φι- |
|||
» λήσω, αυτός είναι• πιάστε τον και πηγαίνετέ τον |
|||
» προσεχτικά». Κι' αμέσως ήρθε, και πηγαίνοντας |
|||
κοντά του λέει «Ραββεί», και τόνε φίλησε. Κι' ε- |
|||
κείνοι βάλανε χέρι απάνου του και τον έπιασαν. Μα |
|||
κάπιος από τους εκεί έσηρε το σπαθί και χτύπησε το |
|||
σκλάβο του αρχιπαπά και τούκοψε τ' αυτί. Κι' ο Ιη- |
|||
σούς αποκρίθη και τους είπε «Λες για κακούργο βγή- |
|||
» κατε με σπαθιά και ξύλα να με πιάστε. Καθεμέρα |
|||
» είμουνα μαζί σας μέσα στα ναό και δίδασκα, και δε |
|||
» με πιάνατε• όμως για ν' αληθέψουν οι Γραφές». Και |
|||
τον αφήκαν όλοι κι’ έφυγαν. |
|||
Κι' ένας νέος ακολουθούσε μαζί φορώντας σεντόνι |
|||
απάνου σε γυμνό το κορμί του. Και τον πιάνουν, μα |
|||
άφισε εκείνος το σεντόνι κι’ έφυγε γυμνός. |
|||
56. Και πήγαν τον Ιησού στου αρχιπαπά, κι’ εκεί |
|||
μαζεύτηκαν όλοι οι πρωτοπαπάδες κι’ οι δημογερόντοι |
|||
κι’ οι διαβασμένοι. Κι' ο Πέτρος από μακριά τον ακο- |
|||
λούθησε ως μέσα στην αυλή του αρχιπαπά, και κά- |
|||
θουνταν μαζί με τους κλητήρες και ζεσταινότανε στη |
|||
φωτιά. Κι' οι πρωτοπαπάδες κι’ όλη η σύνοδο ζητού- |
|||
σανε μαρτυρία για να σκοτώσουν τον Ιησού, και δεν |
|||
εύρισκαν γιατί πολλοί ψευτομαρτυρούσαν, όμως χωρίς |
|||
να συφωνούν οι μαρτυρίες. Και μερικοί σηκώθηκαν και |
|||
ψευτομαρτυρούσαν κι’ έλεγαν πως «Εμείς τον ακού- |
|||
» σαμε κι’ έλεγε πως Εγώ θα χαλάσω ετούτον το ναό |
|||
» το χεροκάμωτο, και σε τρεις μέρες άλλονε θα χτίσω |
|||
» άφτιαστο από χέρια». Μα κι’ έτσι η μαρτυρία τους |
|||
δε συφωνούσε. Και σηκώθηκε ο αρχιπαπάς στη μέση |
|||
και ρώτησε τον Ιησού λέγοντας «Δεν απαντάς τί- |
|||
» ποτα, τι σε κατηγορούν αυτοί;» Κι' αυτός σωπούσε |
|||
και δεν αποκρίθη τίποτα. Πάλι ο αρχιπαπάς τόνε |
|||
ρωτούσε και του λέει «Εσύ 'σαι ο Χριστός, ο γιος του |
|||
» βλογημένου;» Κι' ο Ιησούς είπε «Εγώ 'μαι, και |
|||
» θα δείτε το γιο τ' ανθρώπου που καθισμένος δεξιά |
|||
» από τη Δύναμη θα φτάνει μαζί με τα σύννεφα |
|||
» τ' ουρανού». Κι' ο αρχιπαπάς ξέσκισε τα φορέματά |
|||
του και λέει «Τι θέλουμε πια μαρτύρους; Ακούσατε |
|||
» την ασέβεια• τι λέτε;» Κι' εκείνοι όλοι τον καταδι- |
|||
κάσανε πως του πρέπει θάνατος. Κι' αρχίσανε μερικοί |
|||
ναν τόνε φτύνουν, και σκεπάζοντάς του το πρόσωπο |
|||
ναν τόνε μπατσίζουν και να λεν «Προφήτευε». Κι' οι |
|||
κλητήρες τον πήρανε με τις ξυλιές. |
|||
Κι' ο Πέτρος όντας κάτου στην αυλή, έρχεται μια |
|||
δούλα του αρχιπαπά, και βλέποντας τον Πέτρο που |
|||
ζεσταίνουνταν τον κοίταξε και λέει «Κι' εσύ 'σουνα με |
|||
» το Ναζαρηνό τον Ιησού». Κι' αυτός αρνήθη κι’ είπε |
|||
« Μήτε ξέρω μήτε κατέχω εσύ τι λες». Και βγήκε |
|||
όξω στο μπροσταύλι. Και σαν τον είδε η δούλα, είπε |
|||
στους παρόντες πως «Αυτός από κείνους είναι». Κι' |
|||
εκείνος πάλι αρνιούνταν. Και σε λίγο πάλι οι παρόντες |
|||
έλεγαν του Πέτρου «Αλήθια από κείνους είσαι• γιατί |
|||
» είσαι και Γαλιλαίος». Κι' εκείνος άρχισε να κατα- |
|||
ριέται και να ορκίζεται πως «Δεν τον ξέρω τον άν- |
|||
» θρωπο, αυτόν που λέτε». Κι' αμέσως δεύτερη φορά |
|||
λάλησε ο πετεινός, και θυμήθη ο Πέτρος το λόγο, |
|||
καθώς τούπε ο Ιησούς, πως «Πρι λαλήσει διο φορές |
|||
» ο πετεινός, τρεις θα μ' αρνηθείς». Και σκέπασε την |
|||
κεφαλή του κι’ έκλαιγε. |
|||
57. Κι' αμέσως το πρωί συφώνησαν οι πρωτοπα- |
|||
πάδες, μαζί με τους δημογερόντους και τους διαβα- |
|||
σμένους, κι’ όλη η σύνοδο, κι’ έδεσαν τον Ιησού και |
|||
τον πήγαν και τον παραδώκανε του Πειλάτου. Και |
|||
τόνε ρώτησε ο Πειλάτος «Εσύ 'σαι ο βασιλέας των |
|||
» Ιουδαίων;» Κι' εκείνος τ' αποκρίθηκε και λέει |
|||
« Εσύ το λες». Και του κατηγορούσαν οι πρωτοπα- |
|||
πάδες πολλά. Κι' ο Πειλάτος πάλι τόνε ρωτούσε κι’ |
|||
έλεγε «Δεν απαντάς τίποτα; Κοίτα πόσα σε κατη- |
|||
» γορούν». Κι' ο Ιησούς δεν αποκρίθη πια τίποτα, |
|||
τόσο π' απορούσε ο Πειλάτος. |
|||
Και κάθε σκόλη τους λευτέρωνε ένα φυλακισμένο, |
|||
όπιονε ζητούσαν. Κι' είταν ο Βαραββάς, που λέγανε, |
|||
φυλακισμένος μαζί με τους επαναστάτες πούχαν κάνει |
|||
φόνο την ώρα της ταραχής. Κι' ανέβηκε το πλήθος |
|||
κι’ άρχισε να ζητά [το] όπως τους έκανε. Κι' ο Πειλά- |
|||
τος τους αποκρίθη κι’ είπε «Θέλετε να σας λευτερώσω |
|||
» το βασιλέα των Ιουδαίων;» Γιατί ήξερε πως από |
|||
μίσος τον παράδωκαν. Κι' οι πρωτοπαπάδες ερέ- |
|||
θισαν το πλήθος ναν τους λευτερώσει κάλια το Βα- |
|||
ραββά. Κι' ο Πειλάτος αποκρίθη πάλι και τους έλεγε |
|||
« Τι λοιπόν να κάνω λέτε το βασιλέα των Ιουδαίων;» |
|||
Κι' εκείνοι πάλι φώναξαν «Σταύρωσέ τον». Κι' ο |
|||
Πειλάτος τους έλεγε «Γιατί τι κακό έκανε;» Κι' ε- |
|||
κείνοι πιότερο φωνάζανε «Σταύρωσέ τον». Κι' ο Πει- |
|||
λάτος θέλοντας να καλοκαρδίσει το πλήθος τους λευ- |
|||
τέρωσε το Βαραββά, και τον Ιησού τόνε βουρδούλισε |
|||
και παράδωκε να σταυρωθεί. |
|||
58. Κι' οι στρατιώτες τον πήγανε μέσα στην Αυλή, |
|||
δηλαδή τ' Αρχηγείο, και φωνάζουν όλο το λόχο, και |
|||
του βάζουνε βυσσινιά στολή, κι’ έπλεξαν ένα στεφάνι |
|||
απ' αγκάθια και του το φορούν. Κι' άρχισαν και τόνε |
|||
χαιρετούσαν «Χαιρετούμε σε, βασιλέα των Ιουδαίων». |
|||
Και με καλάμια του χτυπούσαν το κεφάλι και τον |
|||
έφτυναν, και γονατίζοντας τόν προσκυνούσαν. Κι' ό- |
|||
ταν τον περίπαιξαν, τούβγαλαν τη βυσσινιά στολή και |
|||
τούβαλαν τα φορέματά του, και τον πηγαίνουν όξω |
|||
ναν τόνε σταυρώσουν. Κι' αγγαρεύουν ένα διαβάτη, |
|||
το Σίμωνα από την Κυρήνη, που γύριζε από το χω- |
|||
ράφι, τον πατέρα τ' Αλεξάντρου και Ρούφου, να ση- |
|||
κώσει το σταυρό του. Και τον πάνε στου Γολγοθά το |
|||
μέρος, που σημαίνει ξηγημένο '' κάρας μέρος '' . Και τού- |
|||
διναν κρασί με μύρρα μέσα• κι αυτός δεν το πήρε. |
|||
59. Και τόνε σταυρώνουν, και μοιράζουνται τα ρούχα |
|||
του βάζοντας λαχνό πιος και τι θα πάρει. Κι' είταν |
|||
τρεις η ώρα όταν τόνε σταύρωσαν. Κι' είταν η επι- |
|||
γραφή του φταιξίματός του γραμένη από πάνου «Ο |
|||
» βασιλέας των Ιουδαίων». |
|||
Και μαζί του σταύρωσαν διο κακούργους, τον ένα |
|||
δεξιά και τον άλλο αριστερά του. Κι' οι διαβάτες τόνε |
|||
βλαστημούσαν κουνώντας το κεφάλι κι’ έλεγαν «Άκου |
|||
» εδώ! Εσύ που χαλνάς το ναό και χτίζεις σε τρεις |
|||
» μέρες, κατέβα και γλύτωσε από το σταυρό». Το |
|||
ίδιο κι’ οι πρωτοπαπάδες περγελώντας μεταξύ τους με |
|||
τους διαβασμένους έλεγαν «Άλλους έσωσε, ο ίδιος να |
|||
» σωθεί δε μπορεί. Ο Χριστός ο βασιλέας του Ισραήλ |
|||
» ας κατεβεί τώρα απ' το σταυρό για να δούμε και |
|||
» πιστέψουμε». Κι' οι σταυρωμένοι μαζί του τον έβριζαν. |
|||
Και σαν έφτασε έξη η ώρα, έγινε σ' όλη τη γη |
|||
σκοτάδι ως στις εννιά η ώρα. Και στις εννιά η ώρα |
|||
φώναξε ο Ιησούς φωνή μεγάλη «Ελωί ελωί, λαμά |
|||
» ζαβαχθανεί», που θα πει ξηγημένο «Θε μου, γιατί |
|||
» με παραίτησες;» Και τ' άκουσαν μερικοί παρόντες |
|||
κι’ έλεγαν «Νά, τον Ηλία φωνάζει». Κι' έτρεξε ένας |
|||
και γιομίζοντας με ξύδι ένα σφουγγάρι τόβαλε σε κα- |
|||
λάμι απάνου και τον πότιζε, λέγοντας «Ας δούμε αν |
|||
» έρχεται ο Ηλίας ναν τον κατεβάσει». Κι' ο Ιησούς |
|||
έβγαλε φωνή μεγάλη και ξεψύχησε. |
|||
60. Και τ' άπλωμα, του ναού σκίστηκε σε διο από |
|||
πάνου ως κάτου. Και σαν είδε ο εκατόνταρχος πού- |
|||
στεκε αντικρύ του εκεί πως έτσι ξεψύχησε, είπε «Α- |
|||
» ληθινά γιος Θεού είταν αυτός ο άνθρωπος». |
|||
Κι' είταν και γυναίκες που θωρούσαν από πέρα, και |
|||
μεταξύ τους κι’ η Μαριάμ η Μαγδαληνή, κι’ η Μα- |
|||
ρία η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιω- |
|||
σή, κι’ η Σαλώμη, που σαν είτανε στη Γαλιλαία τον |
|||
ακολουθούσαν και τον υπερετούσαν, κι’ άλλες πολλές |
|||
π' ανεβήκανε μαζί του στα Ιεροσόλυμα. |
|||
61. Και πια σα βράδιασε, επειδή 'ταν παρασκευή, |
|||
δηλαδή η παραμονή του σαββάτου, ήρθε ο Ιωσήφ |
|||
από την Αριμαθαία, συνοδικός σεβαστός, που κι’ αυ- |
|||
τός καρτέραε τη βασιλεία του Θεού, και θάρρεψε και |
|||
παρουσιάστη στον Πειλάτο και ζήτησε το λείψανο |
|||
του Ιησού. Κι' ο Πειλάτος απόρησε αν τάχα πέθανε |
|||
κι’ όλας, και κράζοντας τον εκατόνταρχο τόνε ρωτούσε |
|||
αν πέθανε κι’ όλας. Και σαν τόμαθε από τον εκατόν- |
|||
ταρχο, χάρισε το λείψανο στον Ιωσήφ. Κι' αγόρασε |
|||
σάβανο, και τον κατέβασε και τύλιξε μέσα στο σά- |
|||
βανο, και τον έβαλε σε τάφο πούχε κόψει μέσα σε |
|||
βράχο, και κύλισε μια πέτρα κοντά στο στόμα του |
|||
τάφου. Κι' η Μαρία η Μαγδαληνή κι’ η Μαρία η |
|||
μητέρα του Ιωσή θωρούσαν το πού 'ναι βαλμένος. |
|||
62. Και σαν πέρασε το σαββάτο, η Μαρία η Μαγ- |
|||
δαληνή κι’ η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου κι’ η |
|||
Σαλώμη αγοράσανε μυρουδικά για να πάνε και ναν |
|||
τον αλείψουν. Και πρωί πρωί τα πρωτοβδόμαδα έρ- |
|||
χουνται στον τάφο αφού βγήκε ο ήλιος. Και λέγανε |
|||
μεταξύ τους «Πιος θα μας σπρώξει την πέτρα από |
|||
» το στόμα του τάφου;» Και κοιτάζοντας θωρούν |
|||
πως είτανε σπρωγμένη η πέτρα. Γιατί 'ταν υπερβο- |
|||
λικά μεγάλη. Και μπήκανε στον τάφο κι’ είδαν ένα |
|||
νέο καθισμένο δεξιά με στολή άσπρη, και τρόμαξαν. |
|||
Κι' εκείνος τους λέει «Μην τρομάζετε. Τον Ιησού |
|||
» ζητάτε το Ναζαρηνό το σταυρωμένο. Αναστήθη, |
|||
» δεν είναι εδώ• να το μέρος που τον έβαλαν. Παρά |
|||
» πηγαίνετε και πέστε των μαθητάδων του και του |
|||
» Πέτρου πως Πάει ομπρός σας στη Γαλιλαία• εκεί |
|||
» θαν τόνε δείτε, καθώς σας είπε». Και βγήκαν κι’ |
|||
έφυγαν από τον τάφο, γιατί τις είχε τρόμος κι έξτα- |
|||
ση• και κανενός δεν είπαν τίποτα, γιατί φοβούνταν. |
|||
ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΑΡΚΟ |
|||
</poem> |
|||
== ΚΑΤΑ ΤΟ ΛΟΥΚΑ == |
|||
<poem> |
|||
Επειδής πολλοί προσπάθησαν το να καταστρώ- |
|||
σουν ιστορία των περιστατικών που μάθαμε, καθώς |
|||
μας τα παράδωκαν όσοι είδαν από την αρχή και δού- |
|||
λεψαν το λόγο, αποφάσισα κι’ εγώ — που ξέτασα από |
|||
την πηγή τους όλα σωστά — να σ' τα γράψω με τη |
|||
σειρά, λαμπρότατε Θεόφιλε, για να καταλάβεις των |
|||
λόγων που κατηχήθηκες την αλήθια. |
|||
2. Στον καιρό του Ηρώδη του βασιλέα της Ιου- |
|||
δαίας ζούσε κάπιος παπάς με όνομα Ζαχαρίας από |
|||
τη σειρά Αβιά, κι’ είχε γυναίκα από τις κόρες του |
|||
Ααρώμ και τ' όνομα της Ελεισάβετ. Κι' είταν ενά- |
|||
ρετοι κι’ οι διο στα μάτια του Θεού, πηγαίνοντας |
|||
μ' όλες τις εντολές και τους κανόνες του Κυρίου δί- |
|||
χως σφάλμα. Και παιδί δεν είχαν, επειδή 'τανε στεί- |
|||
ρα η Ελεισάβετ και των διονών τους περασμένη η |
|||
ηλικία. Και συνέβηκε, ενώ λειτουργούσε με την αρά- |
|||
δα της σειράς του στο Θεό μπροστά, κατά τα συνει- |
|||
θισμένα των παπάδων κληρώθηκε να μπει και να |
|||
θυμιάσει στο ναό του Κυρίου• κι’ όλο το πλήθος του |
|||
λαού προσκύναε όξω την ώρα του θυμιασμού. Και |
|||
του φανερώθηκε άγγελος Κυρίου στέκοντας δεξά από |
|||
το θυσιαστήρι του θυμιασμού. Και ταράχτηκε ο Ζα- |
|||
χαρίας σαν τον είδε, και τον πλάκωσε φόβος. Κι' ο |
|||
άγγελος του είπε «Μη φοβάσαι, Ζαχαρία, γιατί συν- |
|||
» ακούστηκε η παράκλησή σου, κι’ η γυναίκα σου η |
|||
» Ελεισάβετ θα σου γεννήσει γιο και να κράξεις τ' ό- |
|||
» νομά του Ιωάνη, και χαρά θα σούναι κι’ αναγάλ- |
|||
» λιαση και με τη γέννησή του θα χαρούν πολλοί• |
|||
» γιατί μεγάλος θα γενεί στα μάτια του Κυρίου, και |
|||
» κρασί και σίκερα δε θα πιεί, κι’ άγιο θα γιομίσει |
|||
» πνέμα ακόμα από την κοιλιά της μάννας του, και |
|||
» γιους πολλούς του Ισραήλ θαν τους ματαγυρίσει |
|||
» στον Κύριο το Θεό τους. Και θα προβάλει πριν του |
|||
» με Ηλία πνέμα και δύναμη να ξαναγυρίσει καρδιές |
|||
» πατέρων σε παιδιά κι’ άπειθους σε γνώμη ενάρετων |
|||
» ανθρώπων, ετοιμάζοντας του Κυρίου λαό καταρτι- |
|||
» σμένο». Κι' είπε ο Ζαχαρίας στον άγγελο «Πώς θαν |
|||
» το ξέρω αυτό; Γιατί εγώ 'μαι γέρος και περασμένα |
|||
» της γυναίκας μου τα χρόνια». Κι' ο άγγελος απάν- |
|||
τησε και τούπε «Εγώ 'μαι ο Γαβριήλ που παραστέ- |
|||
» κω στο Θεό μπροστά, και στάλθηκα να σου μιλήσω |
|||
» και να σου φέρω τούτο το καλό το μήνημα. Και |
|||
» θα μένεις άλαλος και μη μπορώντας να μιλήσεις |
|||
» στη μέρα ότα θα γενούν αυτά, γιατί δεν πίστεψες |
|||
» τα λόγια μου που θ' αληθέψουνε στην ώρα τους. |
|||
Και πρόσμενε ο λαός το Ζαχαρία κι απορούσαν πώς |
|||
αργούσε μέσα στο ναό. Και σα βγήκε, δεν κατόρθωνε |
|||
ναν τους μιλήσει, και κατάλαβαν πως ίδωμα είδε μέσα |
|||
στο ναό. Κι' αυτός τους ένευε κι’ έμενε βουβός. Και |
|||
συνέβηκε, σαν τέλιωσαν οι μέρες της δουλιάς του, |
|||
έφυγε στο σπίτι του. Κι' ύστερα απ' αυτές τις μέρες |
|||
σύλλαβε η Ελεισάβετ η γυναίκα του, και κρυβότανε |
|||
μήνες πέντε λέγοντας πως «Έτσι μούκανε ο Κύριος |
|||
» όταν έρρηξε ματιά για να μου σβύσει τη ντροπή μου |
|||
» μέσα στους ανθρώπους». |
|||
3. Και το μήνα [της] τον έχτο στάλθηκε ο άγγε- |
|||
λος Γαβριήλ από το Θεό σε χώρα της Γαλιλαίας που |
|||
τη λένε Ναζαρέτ σε κόρη αρρεβωνιασμένη άντρα μ' ό- |
|||
νομα Ιωσήφ από το γένος του Δαυείδ, και τ' όνομα |
|||
της κόρης Μαριάμ. Και μπήκε και της είπε «Χαί- |
|||
» ρου, χαριτωμένη• ο Κύριος μαζί σου». Κι' αυτή |
|||
ταράχτη με το λόγο, και συλλογιζότανε τι τάχα σή- |
|||
μαινε ο χαιρετισμός αυτός. Κι' ο άγγελος της είπε |
|||
« Μη φοβάσαι, Μαριάμ• γιατί ο Θεός σ' ευνόησε. Και |
|||
» νά θενά συλλάβεις και γεννήσεις γιο, και τ' όνομά |
|||
» του ναν το πεις Ιησού. Αυτός μεγάλος θα γενεί κι’ |
|||
» Ύψιστου γιος θα ονομαστεί, και θαν του δώκει ο |
|||
» Κύριος ο Θεός το θρόνο του Δαυείδ του πατέρα του, |
|||
» και στη φύτρα του Ιακώβ θα βασιλεύει στους αιώ- |
|||
» νες, κι’ η βασιλεία του δε θάχει τέλος». Κι' είπε η |
|||
Μαριάμ στον άγγελο «Πώς θα γίνει αυτό αφού άντρα |
|||
» δε γνωρίζω;» Κι' ο άγγελος της αποκρίθη κι’ είπε |
|||
« Πνέμα άγιο θενά κατεβεί σ' εσένα, και δύναμη του |
|||
» Ύψιστου θα σε σκεπάσει. Γι' αυτό και τ' άγιο που |
|||
» γεννιέται θαν το πούνε γιο Θεού. Και να η συγγενή- |
|||
» δισσά σου η Ελεισάβετ σύλλαβε κι’ αυτή στα γερα- |
|||
» τιά της γιο, κι’ αυτός της είναι ο έχτος της ο μή- |
|||
» νας, αυτής της στείρας που την έλεγαν• τι λόγος |
|||
» από το Θεό δε θα φανεί ακατόρθωτος». Κι' είπε η |
|||
Μαριάμ «Νά τη η σκλάβα του Κυρίου• ας γίνει μου |
|||
» κατά το λόγο σου». Κι' έφυγε ο άγγελος και την |
|||
αφήκε. |
|||
4. Κι' η Μαριάμ σηκώθηκε μια μέρα τότες και |
|||
πήγε στ' αψηλότοπα τα μέρη βιαστικά σε χώρα του |
|||
Ιούδα, και μπήκε μέσ' στου Ζαχαρία το σπίτι και |
|||
χαιρέτησε την Ελεισάβετ. Και συνέβηκε, όταν άκουσε |
|||
η Ελεισάβετ της Μαρίας το χαιρετισμό, πήδησε μέσα |
|||
στην κοιλιά της το παιδί, και γιόμισε άγιο πνέμα η |
|||
Ελεισάβετ κι’ έκραξε με φωνή μεγάλη κι’ είπε «Βλο- |
|||
» γημένη εσύ γυναίκα και βλογητός ο καρπός της κοι- |
|||
» λιάς σου. Και πώς μου αυτό, το νάρθει η μάννα του |
|||
» Κυρίου μου σ' εμένα; Τι νά στ' αυτιά μου μόλις |
|||
» ήρθε του χαιρετισμού σου η φωνή, και το παιδί |
|||
» αναγάλλιασε και πήδησε μέσ' στην κοιλιά μου. Και |
|||
» μακαρισμένη αυτή που πίστεψε, τι θ' αληθέψουν |
|||
» όσα της είπε ο Κύριος». 5. Κι' η Μαριάμ είπε |
|||
« Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο, κι’ αναγάλλιασε |
|||
» ο νους μου με το Θεό το σωτήρα μου, γιατί έρρηξε |
|||
» ματιά στην ταπεινοσύνη της σκλάβας του. Τι να |
|||
» από τώρα οι γενεές θενά με μακαρίζουν όλες που |
|||
» μούκανε μεγάλα ο δυνατός. Και τ' όνομά του άγιο• |
|||
» και σ' όσους τον φοβούνται η σπλαχνιά του ως σε |
|||
» γενεές και γενεές. Νίκη νίκησε με το χέρι του σκορ- |
|||
» πίζοντας περήφανους κατά το στοχασμό της καρδιάς |
|||
» τους• σημαντικούς κατέβασε από θρόνους και τα- |
|||
» πεινούς ανύψωσε• πεινασμένους χόρτασε αγαθά και |
|||
» πλουτισμένους έδιωξε αδιανούς• το δούλο του αντι- |
|||
» στήριξε τον Ισραήλ και τη σπλαχνιά του, καθώς |
|||
» είπε των πατέρων μας, θυμήθη για τον Αβραάμ και |
|||
» για το σπέρμα του ως στον αιώνα». |
|||
Κι' έμεινε η Μαριάμ μαζί της ως τρεις μήνες, και |
|||
γύρισε σπίτι της. |
|||
6. Και της Ελεισάβετ έφτασε ο καιρός της να |
|||
γεννήσει, και γέννησε γιο. Κι' ακούσανε οι γειτόνοι |
|||
κι’ οι δικοί της πως της πλήθηνε τη σπλαχνιά του ο |
|||
Κύριος και τήνε συνεχαίρουνταν. Και συνέβηκε, την |
|||
όγδοη τη μέρα ήρθανε να κάνουν του παιδιού περιτο- |
|||
μή, κι’ είτανε ναν το πουν με τ' όνομα το πατρικό |
|||
του Ζαχαρία. Κι' η μητέρα του αποκρίθη κι’ είπε |
|||
« Όχι, παρά θα ονομαστεί Ιωάνης». Και της είπαν |
|||
πως «Κανείς από το γένος σου δε λέγεται μ' ετούτο |
|||
» τ' όνομα». Κι' ένευαν του πατέρα του σαν τι να |
|||
θέλει ναν το κράξουν. Και ζητώντας πλάκα έγραψε κι’ |
|||
είπε «Ιωάνης είναι τ' όνομά του». Κι' απορούσαν |
|||
όλοι. Και στη στιγμή ανοίχτηκε το στόμα του κι’ η |
|||
γλώσσα, και μίλαε ευλογώντας το Θεό. Κι' έπιασε |
|||
φόβος όλους τους γειτόνους, και σ' όλον το βουνότοπο |
|||
της Ιουδαίας διαλαλούνταν όλα αυτά τα λόγια, και |
|||
τάβαλαν όσοι τ' ακούσανε όλοι μέσα στην καρδιά τους |
|||
λέγοντας «Τι θα γίνει τάχα ετούτο το παιδί;» Τι |
|||
είταν μαζί του χέρι του Κυρίου. |
|||
7. Κι' ο Ζαχαρίας ο πατέρας του γιόμισε πνέμα |
|||
άγιο, και προφήτεψε λέγοντας «Βλογητός ο Κύριος |
|||
» ο Θεός του Ισραήλ τι ήρθε να δει και ξαγοράσει |
|||
» το λαό του, και κέρατο φανέρωσε για μας σωτηρίας, |
|||
» για μας το γένος του Δαυείδ του δούλου του (όπως |
|||
» είπε με το στόμα των άγιων από τον αιώνα προφη- |
|||
» τών του), σωτηρίας από 'τους οχτρούς μας κι’ απ' |
|||
» το χέρι όλων όσοι μας μισούν, ελεώντας τους πα- |
|||
» τέρες μας, και μην ξεχάνοντας τη διαθήκη του την |
|||
» άγια, τον όρκο π' άμωσε του Αβραάμ του πατέρα |
|||
» μας, το πώς θα μας χαρίσει να γλυτώσουμε από |
|||
» χέρι οχτρών κι’ άφοβα ναν τον προσκυνούμε μ' αγιο- |
|||
» σύνη ομπρός του κι’ αρετή κάθε μας ημέρα. Και, |
|||
» παιδί [μου], κι’ εσένα θα σε πουν του Ύψιστου προ- |
|||
» φήτη, τι πριν θα πας από τον Κύριο τους δρόμους |
|||
» του να ετοιμάσεις, μηνώντας στο λαό του σωτηρία |
|||
» με συχώριο των κριμάτων τους, χάρη στα πονετικά |
|||
» τα σπλάχνα του Θεού μας, που χάρη τους θα μας |
|||
» κοιτάξει από τα ύψη ανατολή, φωτίζοντας τους |
|||
» καθισμένους μέσα σε σκοτάδι κι’ ήσκιο του θανάτου |
|||
» κι’ ίσια τον πόδα μας κατά το δρόμο της ειρήνης |
|||
» οδηγώντας». |
|||
Και το παιδί μεγάλωνε και του δυνάμωνε ο νους, |
|||
κι’ έμενε στους λόγγους ως να φτάσει η μέρα να φα- |
|||
νερωθεί στον Ισραήλ |
|||
8. Και συνέβηκε τις τότε μέρες, βγήκε προσταγή |
|||
από τον Καίσαρα τον Αύγουστο το να καταγράψουν |
|||
όλη την κατοικημένη γη. Αυτή 'ταν η πρώτη κατα- |
|||
γραφή όταν κυβερνούσε τη Συρία ο Κυρίνος. Και πη- |
|||
γαίνανε όλοι να καταγραφτούν, καθένας στη δική του |
|||
την πατρίδα• κι’ ανέβηκε κι’ ο Ιωσήφ από τη Γα- |
|||
λιλαία, ξεκινώντας από τη χώρα Ναζαρέτ, σε χώρα |
|||
του Δαυείδ που λέγεται Βηθλεέμ (επειδή 'ταν από |
|||
κλάδο και πατριά του Δαυείδ), για να καταγραφτεί |
|||
με τη Μαριάμ την αρρεβωνιαστικιά του πούταν έγ- |
|||
κυα. |
|||
9. Και συνέβηκε, ενώ βρίσκουνταν εκεί, έφτασε ο |
|||
καιρός να γεννήσει, και γέννησε το γιο της τον πρω- |
|||
τότοκο, και τόνε φάσκιωσε και πλάγιασε μέσα σε πα- |
|||
χνί γιατί δεν είχαν τόπο μέσα στο σταθμό. |
|||
Κι' είτανε βοσκοί στο ίδιο μέρος λημεριάζοντας στο |
|||
λόγγο και φυλάγοντας τη νύχτα το κοπάδι τους. Κι' |
|||
άγγελος Κυρίου τους παρουσιάστη και Κυρίου δόξα |
|||
έλαμψε τριγύρω τους, και φοβηθήκανε υπερβολικά. Κι' |
|||
ο άγγελος τους είπε «Μη φοβάστε• γιατί να, σας φέρ- |
|||
» νω μήνημα καλό χαράς μεγάλης που όλος ο λαός |
|||
» θενά χαρεί, τι σας γεννήθη σήμερα σωτήρας (πούναι |
|||
» ο Κύριος ο μυρωμένος) σε χώρα του Δαυείδ. Και να |
|||
» σας σημάδι• θα βρείτε φασκιωμένο μωρό και πλα- |
|||
» γιασμένο μέσα σε παχνί». Κι' άξαφνα έσμιξε τον άγ- |
|||
γελο πλήθος στρατός τ' ουρανού, που δοξολογούσαν το |
|||
Θεό και λέγανε «Δόξα του Θεού στα ύψιστα, και στη |
|||
» γη απάνου ειρήνη με καλογνωμιάς ανθρώπους». |
|||
10. Και συνέβηκε, σα φύγανε στον ουρανό και τους |
|||
αφίσανε οι άγγελοι, οι βοσκοί μιλούσαν ένας με τον |
|||
άλλο «Πάμε λοιπόν ως στη Βηθλεέμ, κι’ ας δούμε |
|||
» αυτόν το λόγο που ειπώθη, αυτόν που μας φανέρωσε ο |
|||
» Κύριος». Κι' ήρθανε χέρι χέρι κι’ ηύρανε τη Μαριάμ |
|||
και τον Ιωσήφ, και πλαγιασμένο το μωρό μέσα στο |
|||
παχνί. Και σαν τους είδαν, κάνανε γνωστό το λόγο, |
|||
αυτόν που τους ειπώθηκε για το παιδί• κι’ όλοι που |
|||
τ' ακούσανε, απορήσανε μ' όσα τους είπαν οι βοσκοί. |
|||
Και φύλαγε η Μαρία όλα αυτά τα λόγια, θησαυρί- |
|||
ζοντάς τα μέσα στην καρδιά της. Και γυρίσανε οι |
|||
βοσκοί δοξάζοντας κι’ υμνολογώντας το Θεό για όλα |
|||
π' άκουσαν και πούδαν όπως τους ειπώθηκαν. |
|||
11. Και σαν έφτασε η όγδοη η μέρα ναν του γίνει |
|||
η περιτομή, είπαν τ' όνομα του Ιησού, καθώς τόπε |
|||
ο άγγελος πριν τόνε γκαστρωθεί [τον Ιησού] η μητέρα του. |
|||
12. Και σαν έφτασε ο καιρός του καθαρισμού τους, |
|||
τον πήγανε — σύφωνα με το νόμο του Μωυσή — απά- |
|||
νου στα Ιεροσόλυμα ναν τον προσφέρουν του Κυρίου |
|||
(καθώς είναι γραμένο μέσα στο Νόμο του Κυρίου, πως |
|||
'' Κάθε ασερνικό π' ανοίγει μήτρα ν' αφιερώνεται στον |
|||
Κύριο) '' και για να δώσουνε θυσία, κατά τα ορισμένα |
|||
μέσα στο Νόμο του Κυρίου, ένα ζευγάρι τρυγόνες ή |
|||
διο πιτσούνια. |
|||
13. Και να είταν ένας άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ |
|||
που τ' όνομά του Συμεώνας, άνθρωπος άγιος και θεο- |
|||
φοβούμενος, που πρόσμενε παρηγοριά του Ισραήλ κι’ |
|||
απάνου του είταν πνέμα άγιο. Και τούτανε φανερω- |
|||
μένο από το πνέμα τ' άγιο να μη θωρήσει θάνατο |
|||
πρι δει το μυρωμένο του Κυρίου. Κι' από το πνέμα |
|||
οδηγημένος ήρθε στο ναό, και μόλις φέρανε οι γονιοί |
|||
του μέσα το παιδί Ιησού με σκοπό ναν του κάνουν |
|||
κατά τα συνειθισμένα του Νόμου, το πήρε αυτός στην |
|||
αγκαλιά, και δοξολόγησε το Θεό κι’ είπε «Τώρα, α- |
|||
» φέντη, λευτερώνεις το σκλάβο σου, κατά το λόγο σου |
|||
» μ' ειρήνη, τι είδαν τα μάτια μου τη σωτηρία σου |
|||
» που ετοίμασες σ' όλα μπροστά τα έθνη, [το] φως που |
|||
» θα φωτίσει έθνη και δοξάσει το λαό σου τον Ισ- |
|||
» ραήλ». Κι' απορούσε ο πατέρας του κι’ η μητέρα |
|||
το τι λαλούσανε γι' αυτόν. Κι' ο Συμεώνας τους μα- |
|||
κάρισε κι’ είπε της Μαριάμ της μητέρας του «Νά αυ- |
|||
» τός ορίστη για να πέσουν και να σηκωθούν πολλοί |
|||
» μέσα στον Ισραήλ και για σημάδι φιλονεικημένο. |
|||
» Κι' εσένα ακόμα την ψυχή θα σ' τη διαβεί κοντάρι |
|||
» έτσι για να ξεσκεπαστούνε μέσα από πολλές καρδιές |
|||
» οι στοχασμοί». |
|||
14. Κι' είταν η Άννα η προφήτισσα κόρη του Φα- |
|||
νουήλ από τη φυλή Ασήρ, προχωρημένη πολύ στα |
|||
χρόνια, πούζησε μ' άντρα χρόνια εφτά από τον καιρό |
|||
της παρθενιάς της και τότες χήρα ως ογδόντα τέσσερα |
|||
χρόνια, που δε σάλευε από το ναό, με νήστιες και με |
|||
προσευκές προσκυνώντας νύχτα μέρα. Και φτάνοντας |
|||
εκείνη τη στιγμή, δοξολογούσε το Θεό κι’ έλεγε γι' αυ- |
|||
τόνε σ' όλους όσους καρτερούσαν λευτεριά της Ιερου- |
|||
σαλήμ. |
|||
15. Και σαν τελιώσανε όλα τα κατά το Νόμο του |
|||
Κυρίου, γυρίσανε στη Γαλιλαία, στην πατρίδα τους |
|||
Ναζαρέθ. Και το παιδί μεγάλωνε και δυνάμωνε γιο- |
|||
μίζοντας σοφία, κι’ είταν απάνου του η χάρη του Θεού. |
|||
Και κάθε χρόνο τη σκόλη του πάσκα πηγαίνανε οι |
|||
γονέοι του στην Ιερουσαλήμ 16. Και σαν έγινε δώ- |
|||
δεκα χρονών, ενώ ανέβαιναν εκείνοι κατά τη συνήθια |
|||
της σκόλης και τέλιωσαν τις μέρες, έμεινε στο γυρισμό |
|||
τους πίσω το παιδί ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ δίχως |
|||
ναν το νιώσουνε οι γονιοί του. Και νομίζοντας πως |
|||
είτανε μαζί με τους συνταξιδιώτες, πήγανε μιας μέ- |
|||
ρας δρόμο και τόνε ζητούσαν μεταξύ στους συγγενή- |
|||
δες και τους φίλους• κι’ άμα δεν τον ηύρανε, γύρισαν |
|||
πίσω στην Ιερουσαλήμ και τόνε ζητούσαν. Και συνέ- |
|||
βηκε, τρεις μέρες ύστερα τον ηύρανε που καθισμένος |
|||
στο ναό στη μέση των δασκάλων τους άκουγε και τους |
|||
ρωτούσε. Κι' απορούσαν όλοι με το νου του και τ' α- |
|||
παντήματά του. Και βλέποντας τον σάστισαν, και |
|||
τούπε η μητέρα του «Παιδί [μου], έτσι γιατί μας |
|||
» έκανες; Νά ο πατέρας σου κι’ εγώ καταθλιμένοι σε |
|||
» ζητούμε». Και τους είπε «Τι κι’ α με ζητούσατε; |
|||
» Δεν ξέρατε πως στου πατέρα μου πρέπει νάμαι |
|||
» εγώ;» Κι' αυτοί δεν ένιωσαν το λόγο που τους μί- |
|||
λησε. Και κατέβηκε μαζί τους κι’ ήρθε στη Ναζαρέθ, |
|||
κι’ έκανε το θέλημά τους. Κι' η μητέρα του φύλαγε |
|||
όλα αυτά τα λόγια μέσα στην καρδιά της. Και πρό- |
|||
κοβε ο Ιησούς σε γνώση και μεγάλωνε και κέρδιζε τη |
|||
χάρη του Θεού και των ανθρώπων. |
|||
17. Και το δέκατο πέμτο χρόνο της βασιλείας |
|||
του Τιβερίου του Καίσαρα, όταν κυβερνούσε την Ιου- |
|||
δαία ο Πόντιος Πειλάτος, κι’ είταν τετράρχης της |
|||
Γαλιλαίας ο Ηρώδης, κι’ ο Φίλιππος ο αδερφός του |
|||
τετράρχης της Ιτουραίας και του Τραχωνίτη τόπου, |
|||
και της Αβειληνής τετράρχης ο Λυσάνιος, στον καιρό |
|||
της αρχιερατείας του Άννα και του Καϊάφα, πήγε |
|||
λόγος του Θεού στον Ιωάνη, του Ζαχαρία το γιο, |
|||
εκεί στην έρημο, κι’ ήρθε σ' όλα τα περίχωρα του |
|||
Ιορδάνη κηρύχνοντας βάφτισμα μετανιωμού για να |
|||
συχωρεθούν οι αμαρτίες, όπως είναι γραμένο μέσα σε |
|||
βιβλίο λόγων του Ησαΐα του προφήτη '' Φωνή που κά- |
|||
πως κράζει, στην έρημο. Ετοιμάστε το δρόμο του Κυ- |
|||
ρίου, ίσια κάντε τα μονοπάτια του. Κάθε λαγγάδι |
|||
θα γιομίσει, και κάθε όρος και βουνό θα χαμηλώσει, |
|||
και τα στραβά γραμμή θα γίνουν, και στράτες ίσες |
|||
τα κακότοπα, και κάθε σάρκα, θενά δει τη σωτηρία του |
|||
Θεού. '' Έλεγε λοιπόν στα πλήθη που βγαίνανε ναν |
|||
τους βαφτίσει «Οχιάς γεννήματα, πιος σας οδήγησε |
|||
» να γλυτώστε από την οργή που φτάνει; Κάντε |
|||
» λοιπόν καρπούς άξιους του μετανιωμού και μην αρ- |
|||
» χίστε μέσα σας και λέτε Πατέρα έχουμε τον Α- |
|||
» βραάμ, γιατί σας λέω πως απ' αυτές τις πέτρες ο |
|||
» Θεός μπορεί να βγάλει του παιδιά του Αβραάμ. |
|||
» Και πια και το ξινάρι τώρα στέκει κοντά στη ρίζα |
|||
» των δέντρων κάθε λοιπόν δέντρο που δεν κάνει καρ- |
|||
» πό καλό κόβεται και ρήχνεται σε φωτιά». Και τόνε |
|||
ρωτούσαν τα πλήθη κι’ έλεγαν «Τι λοιπόν να κάνου- |
|||
» με;» Κι' αποκρίθη και τους έλεγε «Όπιος έχει διο |
|||
» φορέματα, ας τα μοιραστεί μ' εκείνον που δεν έχει• |
|||
» κι’ όπιος έχει θρόφιμα, ας κάνει το ίδιο». |
|||
18. Κι' ήρθανε να βαφτιστούν και τελώνες και τού- |
|||
πανε «Δάσκαλε, τι να κάνουμε;» Κι' αυτός τους |
|||
είπε «Τίποτα μην παίρνετε παρέκει παρά τ' ορισμένο |
|||
» σας». Και τόνε ρωτούσαν και στρατιώτες κι’ έλε- |
|||
γαν «Τι να κάνουμε κι’ εμείς;» Και τους είπε «Μη |
|||
» γυμνώνετε κανένα και μην καταχραστήτε, κι’ ας σας |
|||
» φτάνει ο μιστός σας». |
|||
19. Κι' ενώ καρτέραε ο λαός, και συλλογιούντανε |
|||
μέσα στο νου τους όλοι για τον Ιωάνη, αυτός μην |
|||
είταν άραγε ο Χριστός, αποκρίθη κι’ είπε ο Ιωάνης |
|||
σ' όλους «Εγώ σας βαφτίζω με νερό, όμως φτάνει ο |
|||
» δυνατώτερός μου, που δεν είμαι άξιος ναν του λύσω |
|||
» το λουρί των σανταλιών του• αυτός θα σας βαφτίσει |
|||
» με πνέμα άγιο και φωτιά. Που το φτιάρι 'ναι στο |
|||
» χέρι του, για να παστρέψει πέρα ως πέρα τ' αλώνι |
|||
» του, και να μαζέψει το στάρι στην αποθήκη του μα |
|||
» τ' άχερο να κάψει μ' άσβυστη φωτιά». Πολλά λοι- |
|||
πόν κι’ άλλα παρακινώντας το λαό, του μήναε το καλό |
|||
το μήνημα. Κι' ο Ηρώδης ο τετράρχης, όταν [ο Ιωά- |
|||
νης] τον κατάκρινε για την Ηρωδιάδα τη γυναίκα τ' α- |
|||
δερφού του κι’ όλα όσα έκανε κακά ο Ηρώδης, στερνά |
|||
π' όλα τέλος έκανε κι’ ετούτο, σφάλησε τον Ιωάνη |
|||
μέσα σε φυλακή. |
|||
20. Και συνέβη, αφού βαφτίστηκε όλος ο λαός κι’ |
|||
ότα βαφτίστη κι’ ο Ιησούς κι’ έκανε την προσευκή |
|||
του, άνοιξε ο ουρανός και κατέβη απάνου του το Πνέ- |
|||
μα τ' άγιο, με μορφή σωματική σαν περιστέρι, και |
|||
βγήκε μια φωνή από τον ουρανό «Εσύ' σαι ο γιος |
|||
» μου ο αγαπητός• εσένα καλογνώμησα». |
|||
21. Κι' είταν ο Ιησούς σαν άρχισε ως χρονών τρι- |
|||
άντα, όντας γιος, όπως θαρρούσαν, του Ιωσήφ του |
|||
Ηλεί του Ματθάτ του Λευεί του Μελχεί του Ιανναί |
|||
του Ιωσήφ του Μαθθαθία του Άμως του Ναούμ του |
|||
Εσλεί του Ναγγαί του Μαάθ του Ματταθία του Σε- |
|||
μεείν του Ιωσήχ του Ιωδά του Ιωανάν του Ρησά |
|||
του Ζοροβάβελ του Σαλαθιήλ του Νηρεί 22. του |
|||
Μελχεί του Αδδεί του Κωσάμ του Ελμαδάμ του |
|||
Ηρ του Ιησού του Ελιέζερ του Ιωρείμ του Μαθθάτ |
|||
του Λευεί του Συμεών του Ιούδα του Ιωσήφ του |
|||
Ιωνάμ του Ελιακείμ του Μελεά του Μεννά του Μετ- |
|||
ταθά 23. του Ναθάμ του Δαυείδ του Ιεσσαί του Ιω- |
|||
βήλ του Βοός του Σαλά του Ναασσών του Αδμείν |
|||
του Αρνεί του Εσρών του Φαρές του Ιούδα του Ια- |
|||
κώβ του Ισαάκ 24. του Αβραάμ του Θάρα του Να- |
|||
χώρ του Σερούχ του Ραγαύ του Φάλεκ του Έβερ του |
|||
Σαλά του Καινάμ του Αρφαξάδ του Σημ του Νώε |
|||
του Λάμεχ του Μαθθουσαλά του Ενώχ του Ιάρετ |
|||
του Μαλελεήλ του Καϊνάν του Ενώς του Σηθ του |
|||
Αδάμ του Θεού. |
|||
25. Κι' ο Ιησούς γιομάτος άγιο πνέμα γύρισε πίσω |
|||
από τον Ιορδάνη, και τον πήγαινε το πνέμα μέσα |
|||
στην έρημο μέρες σαράντα, βάζοντάς του πειρασμούς |
|||
ο Διάβολος. Και δεν έφαγε τίποτα εκείνες τις μέρες, |
|||
και σαν τέλιωσαν πείνασε. Κι' ο Διάβολος τούπε «Αν |
|||
» είσαι γιος του Θεού, πες της αυτής της πέτρας να |
|||
» γίνει ψωμί». Κι' ο Ιησούς τ' απάντησε «Είναι |
|||
» γραμένο πως '' Με ψωμί μονάχα δε θα ζήσει ο άν- |
|||
» θρωπος» '' . |
|||
26. Και τον πήγε απάνου και τούδειξε όλα τα |
|||
βασίλεια της οικουμένης σε μια στιγμή καιρού. Και |
|||
τούπε ο Διάβολος «Εσένα θα σ' τη δώσω όλη αυτή |
|||
» την εξουσία και τη δόξα τους, τι εμένα μου δόθηκε |
|||
» κι’ οπιανού θέλω τη δίνω. Εσύ λοιπόν α με προσκυ- |
|||
» νήσεις, δική σου θα γίνει όλη». Κι' ο Ιησούς τ' α- |
|||
ποκρίθη κι’ είπε «Είναι γραμένο '' Τον Κύριο το Θεό σου |
|||
» να προσκυνάς κι’ εκείνονε μονάχα να λατρεύεις» '' . |
|||
27. Και τον πήγε στην Ιερουσαλήμ, και τον έστησε |
|||
στην άκρη απάνου του ναού και τούπε «Αν είσαι γιος |
|||
» του Θεού, από δω ρήξου κάτου• γιατί 'ναι γραμένο |
|||
» πως '' Τους αγγέλους του για σένα θα προστάξει το |
|||
» να σε προσέξουν '' και πως '' Θα σε σηκώσουνε στα χέ- |
|||
» ρια μήπως χτυπήσεις σε πέτρα το πόδι σου» '' . Κι' ο |
|||
Ιησούς αποκρίθη και τούπε πως «Ειπώθηκε '' Να μη |
|||
» δοκιμάζεις τον Κύριο το Θεό σου» '' . |
|||
28. Και σαν τέλιωσε ο Διάβολος κάθε πειρασμό, |
|||
τον αφήκε κ' έφυγε όσο να φτάσει η ώρα. Και γύρισε ο |
|||
Ιησούς πίσω με δυναμωμένο πνέμα στη Γαλιλαία, |
|||
και βγήκε η φήμη του ως πέρα σ' όλα τα περίχωρα, |
|||
και δίδασκε μέσα στα συναγώγια τους, δοξάζοντάς |
|||
τον όλοι. |
|||
29. Κι' ήρθε στη Ναζαρά, εκεί που μεγάλωσε, |
|||
και μπήκε ανήμερα σαββάτο όπως συνείθιζε στο συνα- |
|||
γώγι, και σηκώθη να διαβάσει• και του δόθηκε βιβλίο |
|||
του προφήτη Ησαΐα. Κι' άνοιξε το βιβλίο κι’ ηύρε το |
|||
μέρος πούτανε γραμένα '' Πνέμα απάνου μου Κυρίου, |
|||
τι σε φτωχούς με μύρωσε να φέρω μήνημα καλό• [και] |
|||
να κηρύξω μ' έστειλε σε σκλαβωμένους λευτεριά και |
|||
σε τυφλούς ξανά το φως τους• μ' αλάφρωση να στείλω |
|||
πληγωμένους πίσω• [και] να κηρύξω του Κυρίου τη |
|||
χρονιά την αρεστή '' . Και διπλώνοντας το βιβλίο τό- |
|||
δωκε του επιστάτη πίσω και κάθησε, και μένανε ολω- |
|||
νών τα μάτια μέσ' στο συναγώγι καρφωμένα απάνου |
|||
του. Κι' άρχισε ναν τους λέει πως «Σήμερα αλήθεψε |
|||
» η γραφή αυτή καθώς ακούν τ' αυτιά σας». Και τον |
|||
επαινούσαν όλοι κι’ απορούσανε με τα χαριτωμένα λό- |
|||
για πούβγαιναν από το στόμα του. Και λέγανε «Δεν |
|||
» είναι αυτός ο γιος του Ιωσήφ;» Και τους είπε |
|||
» Ξέρω, θα μου πείτε αυτή την παραβολή '' Γιατρέ, για- |
|||
» τρέψου ο ίδιος''• όσα ακούσαμε πως γίνανε στην Κα- |
|||
» φαρναούμ, κάνε κι’ εδώ στην πατρίδα σου». Κι' είπε |
|||
« Αλήθια σας λέω, πως κανείς προφήτης αρεστός δεν |
|||
» είναι στην πατρίδα του. Κι' αληθινά σας λέω, πολ- |
|||
» λές χήρες είτανε στα χρόνια του Ηλία μέσα στο [λαό |
|||
» του] Ισραήλ τότες που κλείστη ο ουρανός χρόνια |
|||
» τρία κι’ έξη μήνες σαν έγινε μεγάλη πείνα σ' όλον |
|||
» τον κόσμο• και σε καμιά τους δε στάλθηκε ο Ηλίας |
|||
» παρά στα Σάρεφτα της Σιδωνίας σε γυναίκα χήρα. |
|||
» Και πολλοί λεπροί είτανε μέσα στο [λαό του] Ισ- |
|||
» ραήλ στον καιρό του Ελισαίου του προφήτη• και |
|||
» κανείς δεν καθαρίστηκε εξόν ο Ναιμάν ο Σύρος». |
|||
Και καταθυμώσανε όλοι μέσα στο συναγώγι ακούγον- |
|||
τάς τα, και σηκώθηκαν και τόνε βγάλανε όξω από τη |
|||
χώρα, και τον πήγαν ως στο φρύδι του βουνού πού- |
|||
τανε χτισμένη η χώρα τους με σκοπό ναν τον γκρεμί- |
|||
σουν κάτου. Μα εκείνος πέρασε από μέσα τους και |
|||
πήγαινε. |
|||
30. Και κατέβη στην Καφαρναούμ, χώρα της Γα- |
|||
λιλαίας, και τους δίδασκε τα σαββάτο, και σαστίζανε |
|||
με τη διδαχή του τι είτανε μ' εξουσία ο λόγος του. |
|||
Και μέσα στο συναγώγι είταν ένας άνθρωπος με πνέμα |
|||
από δαιμόνιο ακάθαρτο, κι’ έκραξε με φωνή μεγάλη |
|||
« Μη! τι θέλεις από μας, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες |
|||
» να μας καταστρέψεις; Σε γνωρίζω πιος είσαι, ο |
|||
» Άγιος του Θεού». Και το πρόσταξε ο Ιησούς κι’ |
|||
είπε «Σώπα κ' έβγα από μέσα του». Και το δαιμό- |
|||
νιο τον έρρηξε στη μέση κι’ ήβγε δίχως ναν τόνε βλά- |
|||
ψει τίποτα. Κι' έπιασε τρόμος όλους, και μιλούσαν |
|||
ένας με τον άλλο κι’ έλεγαν «Πιος αυτός ο λόγος; |
|||
» Τι μ' εξουσία και δύναμη προστάζει τ' ακάθαρτα τα |
|||
» πνέματα και βγαίνουν». Κι' έκανε κρότο η φήμη |
|||
του σε κάθε μέρος γύρω. |
|||
31. Και σηκώθη από το συναγώγι και πήγε στου |
|||
Σίμωνα. Και την πεθερά του Σίμωνα την είχε πιάσει |
|||
θέρμη μεγάλη, και τον παρακαλέσανε γι' αυτήν. Και |
|||
στάθηκε από πάνου της και πρόσταξε τη θέρμη, και |
|||
την αφήκε. Κι' αμέσως σηκώθηκε και τους υπερετούσε. |
|||
32. Κι' ενώ βασίλευε ο ήλιος, όλοι όσοι είχαν αρ- |
|||
ρώστους με κάθε λογής αρρώστιες του τους έφεραν. |
|||
Κι' έβαζε αυτός τα χέρια απάνου στον καθένα και τους |
|||
γιάτρευε. Κι' έβγαιναν και δαιμόνια από πολλούς φω- |
|||
νάζοντας και λέγοντας πως «Εσύ σαι ο γιος του |
|||
» Θεού». Και προστάζοντάς τα δεν τ' άφινε να μι- |
|||
λούνε, γιατί ήξεραν πως αυτός είναι ο Χριστός. |
|||
33. Κι' όταν ξημέρωσε, βγήκε και πήγε σ' έρημον |
|||
τόπο, και τα πλήθη τόνε γύρευαν. Και πήγαν ως εκεί |
|||
πούταν, και τον κρατούσανε να μην τους φύγει. Κι' |
|||
αυτός τους είπε πως «Και στις άλλες χώρες πρέπει |
|||
» να κηρύξω το καλό το μήνημα της βασιλείας του |
|||
» Θεού, γιατί για τούτο στάλθηκα». |
|||
34. Και κήρυχνε μέσα στα συναγώγια της Ιου- |
|||
δαίας. Και συνέβη, ενώ το πλήθος τόνε στενοχώραε |
|||
ακούγοντας το λόγο του Θεού, έστεκε αυτός κοντά στη |
|||
λίμνη Γεννησασών, κι’ είδε διο καράβια στην ακρολι- |
|||
μνιά αραγμένα. Κι' οι ψαράδες βγήκανε και ξέπλαι- |
|||
ναν τα δίχτια. Και μπαίνοντας μέσα στο ένα το κα- |
|||
ράβι πούταν του Σίμωνα, τον παρακάλεσε να σήρει |
|||
λίγο πέρα από την ξηρά, και κάθησε από το καράβι |
|||
και δίδασκε τα πλήθη. Και σαν έπαψε την ομιλία, |
|||
είπε του Σίμωνα «Σήρε στα βαθιά, και ρήξτε τα δί- |
|||
» χτια σας να ψαρέψτε». Κι' ο Σίμωνας αποκρίθη κι’ |
|||
είπε «Αφέντη, όλη τη νύχτα, παιδευτήκαμε και τί- |
|||
» ποτα δεν πιάσαμε• όμως σαν ορίζεις θα ρήξω τα δί- |
|||
» χτια». Και κάνοντάς το τσάκωσαν πλήθος μεγάλο |
|||
ψάρια, και τα δίχτια τους σπούσαν. Και κάνανε ση- |
|||
μάδι στους συντρόφους μέσα στ' άλλο το καράβι το |
|||
ναρθούν ναν τους βοηθήσουν. Κι ήρθαν, και γιομίσανε |
|||
και τα διο καράβια τόσο που βουλιάζανε. Και σαν |
|||
τόδε ο Σίμωνας ο Πέτρος, έπεσε στα πόδια του Ιησού |
|||
λέγοντας «Έβγα από το καράβι μου, γιατί είμαι άν- |
|||
» θρωπος αμαρτωλός, Κύριε». Τι σάστισε κι’ αυτός, |
|||
κι’ όλοι οι συντρόφοι του με το πιάσιμο των ψαριών |
|||
που τσάκωσαν, και το ίδιο κι’ ο Ιάκωβος κι’ ο Ιωά- |
|||
νης, του Ζεβεδαίου οι γιοι, πούταν κολλήγοι του Σί- |
|||
μωνα. Κι' είπε του Σίμωνα ο Ιησούς «Μη φοβάσαι• |
|||
» από τώρα θα πιάνεις ανθρώπους». Και σαν πήγαν |
|||
τα καράβια πίσω στην ξηρά, άφισαν τα πάντα και |
|||
τον ακολούθησαν. |
|||
35. Και συνέβηκε, ενώ είτανε σε μια χώρα, να ένας |
|||
άνθρωπος γιομάτος λέπρα. Και σαν είδε τον Ιησού, |
|||
έπεσε πίστομα και τον παρακάλεσε κι’ είπε «Κύριε, |
|||
» α θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις». Κι' άπλωσε |
|||
το χέρι και τον άγγιξε κι’ είπε «Θέλω, καθαρίσου». |
|||
Κι' αμέσως τον αφήκε η λέπρα. Και του σύστησε να |
|||
μην το πει κανενός, μόνε «Σήρε δείξου στον παπά, |
|||
» και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου καθώς πρόσταξε. |
|||
» ο Μωυσής, έτσι για να φωτιστούν». |
|||
36. Κι' η φήμη του πιο διαλαλούνταν όσο πήγαινε, |
|||
και μαζευόντουσαν πλήθη πολλά ναν τον ακούν και |
|||
να γιατρεύουνται από τις αρρώστιες τους• μα εκείνος |
|||
τραβηγμένος έμενε στις ερημιές, κι’ [εκεί] προσεύ- |
|||
κουνταν. |
|||
37. Και συνέβηκε μια μέρα, εκεί που δίδασκε, εί- |
|||
ταν καθισμένοι οι Φαρισαίοι κι’ οι δασκάλοι του Νό- |
|||
μου πούχαν έρθει από όλα τα χωριά της Γαλιλαίας |
|||
κι’ Ιουδαίας κι’ Ιερουσαλήμ, κι’ είχε δύναμη Κυρίου |
|||
να γιατρεύει. Και να σ' ένα κλινάρι απάνου κάτι αν- |
|||
θρώποι κουβαλούσαν παραλυτικό, και ζητούσαν ναν |
|||
τον πάνε μέσα και ναν τον απιθώσουνε μπροστά του. |
|||
Και σα δε βρήκαν πόθε ναν τον πάνε μέσα από το |
|||
πλήθος, ανεβήκανε στη στέγη, και μέσα από τα κερα- |
|||
μίδια τον κατέβασαν μαζί με το κλινάρι μέσ' στη |
|||
μέση, σ' όλους τους μπροστά. Και σαν είδε την πίστη |
|||
τους είπε «Άνθρωπε, συχωρεμένες οι αμαρτίες σου». |
|||
Κι' άρχισαν και συλλογιούνταν οι διαβασμένοι κι’ οι |
|||
Φαρισαίοι λέγοντας «Πιος είναι αυτός που λέει ασέ- |
|||
» βειες; Πιος μπορεί να συχωρνά αμαρτίες παρά μό- |
|||
» νος ο Θεός;» Κι' ένιωσε ο Ιησούς τους στοχασμούς |
|||
τους, κι’ αποκρίθη και τους είπε «Τι στοχάζεστε μέ- |
|||
» σα στην καρδιά σας; Τι 'ναι ευκολώτερο, να πεις |
|||
» Συχωρεμένες οι αμαρτίες σου, ή να πεις Σήκω και |
|||
» περπάτα; Όμως για να μάθετε πως έχει εξουσία |
|||
» ο γιος τ' ανθρώπου στη γη να συχωρνά αμαρτίες», |
|||
είπε του παραλυτικού «Εσένα μιλώ• σήκω, πάρε το |
|||
» κλινάρι σου και σήρε σπίτι σου». Και στη στιγμή |
|||
σηκώθηκε μπροστά τους και παίρνοντας [το κλινάρι] |
|||
πούταν πλαγιασμένος έφυγε σπίτι του δοξολογώντας |
|||
το Θεό. Κι' έπιασε όλους σαστισμός και δόξαζαν το |
|||
Θεό, και γιομάτοι φόβο λέγανε πως «Πράματα αλ- |
|||
» λόκοτα είδαμε σήμερα». |
|||
38. Και βγαίνοντας κατόπι, παρατήρησε τελώνη |
|||
μ' όνομα Λευεί καθισμένο στο τελώνιο, και τούπε |
|||
« Ακολούθα με». Και παραίτησε τα πάντα, και ση- |
|||
κώθη και τον ακολουθούσε. Και τούκανε μεγάλο τρα- |
|||
πέζι ο Λευείς στο σπίτι του, κι’ είταν πλήθος πολύ, |
|||
τελώνες κι’ άλλοι που κάθουνταν [και τρώγανε] μαζί |
|||
τους. Και μουρμούριζαν οι Φαρισαίοι κι’ οι διαβασμέ- |
|||
νοι τους στους μαθητάδες του και λέγανε «Γιατί με |
|||
» τους τελώνες και με τους αμαρτωλούς τρώτε και πί- |
|||
» νετε;» Κι' ο Ιησούς αποκρίθη και τους είπε «Για- |
|||
» τρό δε θέλουν οι γεροί, μόνε οι αρρωστημένοι• δεν |
|||
» ήρθα να κράξω ενάρετους, μόνε αμαρτωλούς να με- |
|||
» τανιώσουν». |
|||
39. Κι' εκείνοι τούπαν «Του Ιωάνη οι μαθητάδες |
|||
» νηστεύουνε συχνά και κάνουν προσευκές, το ίδιο και |
|||
» των Φαρισαίων• κι’ οι δικοί σου τρων και πίνουν; |
|||
Κι' ο Ιησούς τους είπε «Μήπως μπορείτε τους γιους |
|||
» της αίθουσας του γάμου, ενόσω βρίσκεται ο γαμπρός |
|||
» μαζί τους, ναν τους κάντε να νηστέψουν: Όμως |
|||
» θάρθεί καιρός, κι’ όταν τους πάρουν το γαμπρό, τό- |
|||
» τες θα νηστέψουν εκείνες τις ημέρες». Και τους |
|||
έλεγε και παραβολή, πως «Κανείς δε σκίζει μπάλ- |
|||
» λωμα από ρούχο καινούριο και μπαλλώνει ρούχο |
|||
» παλιό• ειδεμή, και το καινούριο θα ξεσκίσει και με |
|||
» το παλιό δε θα τεριάσει το μπάλλωμα από το και- |
|||
» νούριο. Και κανείς δε βάζει νέο κρασί σ' ασκιά πα- |
|||
» λιά• ειδεμή, θα σπάσει το κρασί το νέο τ' ασκιά, |
|||
» και θα χυθεί κι’ εκείνο και τ' ασκιά θα πάνε• μόνε |
|||
» το νέο κρασί να βάζεται σ' ασκιά καινούρια. Κανείς |
|||
» σαν πιει παλιό δε θέλει νέο, γιατί λέει Το παλιό |
|||
» αξίζει». |
|||
40. Κι' έτυχε ένα σαββάτο να διαβαίνει μέσα από |
|||
σπαρτά, κι’ οι μαθητάδες του μαδούσαν κι’ έτρωγαν |
|||
τα στάχια τρίβοντας τα με τα χέρια. Και μερικοί |
|||
Φαρισαίοι είπαν «Τι κάνετε ό,τι δεν πρέπει το σαβ- |
|||
» βάτο;» Κι' ο Ιησούς τους αποκρίθη κι’ είπε «Μηδ' |
|||
» ετούτο δε διαβάσατε, τι έκανε ο Δαυείδ σαν πει- |
|||
» νασε, αυτός κι’ οι συντρόφοι του; Μπήκε μέσ' στον |
|||
» οίκο του Θεού, και πήρε κι’ έφαγε τις προσφορές, |
|||
» κι’ έδωκε και στους συντρόφους του, που δεν πρέπει |
|||
» να τρων εξόν οι παπάδες μόνοι;» Και τους έλεγε |
|||
« Εξουσιαστής του σαββάτου είναι ο γιος τ' ανθρώ- |
|||
» που». |
|||
41. Κι' έτυχε ένα άλλο σαββάτο να μπει στο συ- |
|||
ναγώγι και να διδάσκει. Κι' είταν ένας άνθρωπος εκεί |
|||
με ξερό το δεξύ του χέρι. Και τον παραφύλαγαν οι |
|||
διαβασμένοι κι’ οι Φαρισαίοι, α θα γιατρέψει σαββά- |
|||
το, για να βρούνε και ναν τον κατηγορήσουν. Κι' έ- |
|||
νιωσε αυτός τους στοχασμούς τους, κι’ είπε τ' ανθρώ- |
|||
που με το ξερό το χέρι «Σήκω και στάσου στη μέ- |
|||
» ση». Και σηκώθηκε και στάθη. Κι' ο Ιησούς τους |
|||
είπε «Σας ρωτώ, α μπορεί κανείς σαββάτο να ωφε- |
|||
» λήσει ή βλάψει, να σώσει ζωή ή να καταστρέψει;» |
|||
Κι' αφού τους κοίταξε όλους γύρω, τούπε «Άπλωσε |
|||
» το χέρι σου». Κι' εκείνος τόκανε, και ξανάγινε το |
|||
χέρι του γερό. Κι' εκείνοι φρένιασαν, και τα μιλούσανε |
|||
μεταξύ τους σαν τι ναν του κάνουν του Ιησού. |
|||
42. Κι' έτυχε εκείνες τις ημέρες να βγει στο όρος |
|||
για να προσευκηθεί, και ξαγρύπνησε όλη νύχτα στην |
|||
προσευκή του Θεού. Κι' όταν ξημέρωσε, φώναξε τους |
|||
μαθητάδες του κι’ έκλεξε δώδεκα, που και τους είπε |
|||
αποστόλους, το Σίμωνα που και τον έβγαλε '' Πέτρο '' , |
|||
και τον Αντρέα τον αδερφό του, και τον Ιάκωβο και |
|||
τον Ιωάνη και το Φίλιππο και το Βαρθολομαίο και |
|||
το Μαθθαίο και το Θωμά, τον Ιάκωβο το γιο τ' Αλ- |
|||
φαίου, και το Σίμωνα που τόνε λέγανε '' Ζηλωτή '' , και |
|||
τον Ιούδα γιο του Ιακώβου, και τον Ιούδα Ισκαριώθ |
|||
πούγινε προδότης. Και κατέβηκε μαζί τους και στά- |
|||
θηκε στον κάμπο σ' ένα μέρος, [όπως] και μεγάλο |
|||
πλήθος μαθητάδες του, και μεγάλο πλήθος του λαού |
|||
από την Ιουδαία όλη κι’ Ιερουσαλήμ κι’ από την πα- |
|||
ραθάλασση την Τύρο και Σιδώνα, πούρθανε ναν τον |
|||
ακούσουν και να γιατρευτούν από τις αρρώστιες τους. |
|||
Και γιατρεύουνταν κι’ οι πειραγμένοι από πνέματα |
|||
ακάθαρτα, κι’ όλος ο λαός ζητούσε ναν τον αγγίξει, |
|||
γιατί έβγαινε από μέσα του δύναμη και τους γιά- |
|||
τρευε όλους. |
|||
43. Κι' εκείνος σήκωσε στους μαθητάδες του τα |
|||
μάτια κι’ έλεγε «Καλότυχοι οι φτωχοί, γιατί δική |
|||
» σας είναι η βασιλεία του Θεού. Καλότυχοι οι πεινα- |
|||
» σμένοι τώρα, γιατί θα χορτάστε. Καλότυχοι όσοι |
|||
» κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάστε. 44. Καλότυχοι |
|||
» ότα σας μισήσουν οι ανθρώποι κι’ ότα σας αφορίσουν |
|||
» και σας βρίσουν και σας βγάλουν όνομα κακό απ' |
|||
» αφορμή του γιου τ' ανθρώπου. Χαρείτε εκείνη την |
|||
» ημέρα και πηδήστε, γιατί να η άξια σας μεγάλη |
|||
» στα ουράνια• γιατί τα ίδια έκαναν των προφητών |
|||
» οι πατέρες τους. |
|||
» Όμως αλίμονο σ' εσάς τους πλούσιους, γιατί σάς |
|||
» πλερώθηκε η παρηγοριά σας. 45. Αλίμονό σας χορ- |
|||
» τασμένοι τώρα, γιατί θα πεινάστε. Αλίμονο όσοι |
|||
» γελάτε τώρα, τι θα λυπηθείτε και θα κλάψτε. Αλί- |
|||
» μονο ότα σας παινέσουν όλοι οι ανθρώποι, γιατί |
|||
» έκαναν το ίδιο στους ψευτοπροφήτες. |
|||
» Μόνε σας λέω εσάς π' ακούτε. Αγαπάτε τους |
|||
» εχτρούς σας, καλό κάντε σ' όσους σας μισούν, 46. |
|||
» βλογάτε όσους σας καταριούνται, προσεύκεστε για |
|||
» το καλό όσωνε σας βλάφτουν. Όπιος σε χτυπά στο |
|||
» μάγουλο, πρόσφερε του και τ' άλλο• κι’ όπιος παίρ- |
|||
» νει σου το πανωφόρι, μην τον αμποδίζεις κι’ απ' το |
|||
» ρούχο. |
|||
47. » Σ' όπιονε σου γυρεύει δίνε• κι απ' όπιον |
|||
» παίρνει τα δικά σου, πίσω μη ζητάς. Κι' όπως θέτε |
|||
» να σας κάνουν οι ανθρώποι κάντε τους το ίδιο. Κι αν |
|||
» αγαπάτε όσους σας αγαπούν, πια 'ναι η χάρη σας; |
|||
» Τι κι’ οι αμαρτωλοί αγαπούν όσους τους αγαπούνε. |
|||
» Γιατί κι’ αν ωφελήστε όσους σας ωφελούν, πια 'ναι |
|||
» η χάρη σας; Κι' οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. Κι' |
|||
» α δανήστε απ' όσους ελπίζετε να λάβετε, πια 'ναι |
|||
» η χάρη σας; Κι' οι αμαρτωλοί σ' αμαρτωλούς δα- |
|||
» νείζουνε για να λάβουν πίσω ίσα. Παρά αγαπάτε |
|||
» τους εχτρούς σας και κάντε τους καλό, και δανείζετε |
|||
» δίχως πίσω τίποτα να ελπίζετε, και θα 'ναι σας με- |
|||
» γάλη η πλεμωμή και θα γενείτε γιοι του Υψίστου, |
|||
» τι αυτός είναι αγαθός μ' αχάριστους και με κα- |
|||
» κούς. |
|||
48. » Νάστε σπλαχνικοί, καθώς ο πατέρας σας εί- |
|||
» ναι σπλαχνικός. Και μη κρίνετε και δε θα κριθείτε• |
|||
» και μη δικάζετε και δε θα δικαστήτε. Λευτερώνετε |
|||
» και θα λευτερωθείτε. Δίνετε και θα σας δοθεί• μέτρο |
|||
» καλό — πατικωμένο, κουνημένο, ξέχειλο — θα σας δώ- |
|||
» σουνε στην ποδιά σας, γιατί μ' ό,τι μέτρο μετράτε |
|||
» θα σας αντιμετρηθεί». |
|||
Και τους είπε και παραβολή «Μήπως μπορεί τυ- |
|||
» φλός να οδηγάει τυφλό; σε λάκκο δε θα πέσουνε κι’ |
|||
» οι διο; |
|||
49. » Δεν έχει μαθητή πιο απάνου από το δάσκα- |
|||
» λο• παρά ο καθείς ας είναι προκομένος σαν το δά- |
|||
» σκαλό του. |
|||
» Και τι βλέπεις το ξυλάκι μέσα στο μάτι τ' αδερ- |
|||
» φού σου, και το πατερό μέσα στο δικό σου μάτι δεν |
|||
» το νιώθεις; Πώς θα πεις τ' αδερφού σου Αδερφέ, |
|||
» άφισε να βγάλω το ξυλάκι μέσ' στο μάτι σου, αφού |
|||
» εσύ το πατερό μέσα στο δικό σου μάτι δεν το βλέ- |
|||
» πεις; Υποκριτή, βγάλε πρώτα το πατερό μέσ' από |
|||
» το μάτι σου, και τότες κοίταξε να βγάλεις το ξυ- |
|||
» λάκι μέσα στα μάτι τ' αδερφού σου. Τι δέντρο καλό |
|||
» δεν κάνει σάπιο καρπό, και πάλι μήτε σάπιο δεν- |
|||
» τρο δεν κάνει καρπό καλό. Τι κάθε δέντρο απ' το |
|||
» δικό του τον καρπό γνωρίζεται• τι δε μαζεύουν |
|||
» σύκα απ' αγκαθιές, μήτε από βάτο δεν τρυγούν στα- |
|||
» φύλι. Ο καλός ο άνθρωπος από τον καλό το θη- |
|||
» σαυρό της καρδιάς βγάζει τα καλό, κι’ ο κακός από |
|||
» τον κακό βγάζει το κακό• γιατί από της καρδιάς |
|||
» την πλησμονή λαλεί το στόμα του. |
|||
» Και τι με λέτε Κύριε, Κύριε, και δεν κάνετε ό,τι |
|||
» λέω; |
|||
50.» Όπιος έρχεται κοντά μου και τα λόγια μου |
|||
» τ' ακούει και κάνει, θα σας πω σαν το τι μιάζει. |
|||
» Μιάζει άνθρωπο που χτίζει σπίτι, πούσκαψε και βά- |
|||
» θηνε και θεμέλιωσε στην πέτρα απάνου• και σαν έγινε |
|||
» νεροσηρμή, χτύπησε ο ποταμός τα σπίτι εκείνο, και |
|||
» δε μπόρεσε ναν το σαλέψει γιατί είτανε καλά χτι- |
|||
» σμένο. Μα όπιος άκουσε και δεν έκανε, μιάζει άν- |
|||
» θρωπο πούχτισε στο χώμα απάνου σπίτι δίχως θέμε- |
|||
» λο, που ο ποταμός το χτύπησε κι’ ευτύς σωριάστη- |
|||
» κε, κι’ έγινε τρανό εκείνου του σπιτιού το ρήξιμο». |
|||
51. Όταν τέλιωσε όλα αυτά τα λόγια του στην |
|||
ακουή του λαού, πήγε στην Καφαρναούμ. Και κά- |
|||
πιου εκατοντάρχου ένας σκλάβος άρρωστος είτανε να |
|||
πεθάνει, που τούταν πολύτιμος• κι’ όταν άκουσε για |
|||
τον Ιησού, τούστειλε δημογερόντους των Ιουδαίων |
|||
παρακαλώντας τον ναρθεί και να γλυτώσει το σκλά- |
|||
βο του. Κι' αυτοί σα φτάσανε στον Ιησού, τόνε θερ- |
|||
μοπαρακαλούσαν κι’ έλεγαν πως αξίζει ναν του κά- |
|||
νει αυτή τη χάρη. «Γιατί αγαπά το έθνος μας κι’ |
|||
» αυτός μας έχτισε το συναγώγι». Κι' ο Ιησούς πή- |
|||
γαινε μαζί τους. Κι' ενώ πια σίμωνε στο σπίτι, έ- |
|||
στειλε φίλους ο εκατόνταρχος και τούλεγε «Κύριε, μην |
|||
» πειράζεσαι• τι δεν αξίζω για να μπεις κάτου από τη |
|||
» στέγη μου• γι' αυτό και μήτ' εγώ δε θάρρεψα ναρ- |
|||
» θώ. Πες όμως λόγο, κι’ ας γιατρευτεί ο άνθρω- |
|||
» πός μου. Γιατί κι’ εγώ 'μαι άνθρωπος υποταχτικός |
|||
» έχοντας κάτου μου στρατιώτες, και λέω στον ένα |
|||
» Πήγαινε, και πηγαίνει, και σ' άλλον Έλα, κι’ έρχε- |
|||
» ται, και του σκλάβου μου Κάνε ετούτο, και το κά- |
|||
» νει». Κι' αυτά σαν τ' άκουσε ο Ιησούς, απόρησε |
|||
μαζί του, και γυρίζοντας στο πλήθος που τον ακο- |
|||
λούθαε είπε «Σας λέω, μήτε μέσα στον Ισραήλ δε |
|||
» βρήκα τόσο πίστη». Κι' οι σταλμένοι σα γυρίσανε |
|||
στο σπίτι πίσω, βρήκαν το σκλάβο καλά. |
|||
52. Και συνέβηκε κατόπι, πήγε σε χώρα που τη |
|||
λέγανε Ναΐν, και πηγαίνανε μαζί του οι μαθητάδες |
|||
του και λαός πολύς. Και μόλις έφτασε στην πύλη |
|||
της χώρας, να και βγάζανε έναν πεθαμένο, μονα- |
|||
χογιό της μάννας του, γυναίκας χήρας, και τήνε |
|||
συντρόφευε πλήθος αρκετό της χώρας. Και σαν την είδε |
|||
ο Κύριος, τήνε σπλαχνίστη και της είπε «Μην |
|||
» κλαις». Και πήγε κοντά κι’ άγγιξε το κιβούρι• και |
|||
σταθήκανε οι ανθρώποι που το σήκωναν. Κι' είπε |
|||
« Παιδί [μου], εσένα μιλώ, σήκω». Και κάθησε ο νε- |
|||
κρός κι’ άρχισε να μιλεί, και τον έδωκε της μάννας |
|||
του. Και τους έπιασε όλους φόβος, και λέγανε δοξο- |
|||
λογώντας το Θεό, πως «Προφήτης μας πρόβαλε με- |
|||
» γάλος» και πως «Ήρθε ο Θεός να δει το λαό του». |
|||
Και βγήκε αυτός ο λόγος σ' όλη την Ιουδαία για τον |
|||
Ιησού και σ' όλα τα περίχωρα. |
|||
53. Και πληροφορήσανε όλα αυτά τον Ιωάνη οι |
|||
μαθητάδες του. Κι' έκραξε ο Ιωάνης διο του μαθη- |
|||
τάδες και τους έστειλε στον Κύριο κι’ είπε «Εσύ 'σαι |
|||
» εκείνος πούρχεται ή άλλονε να καρτερούμε;» Κι' |
|||
αυτοί σαν πήγαν και τον ηύραν, είπανε «Ο Ιωά- |
|||
» νης ο βαφτιστής μας έστειλε και λέει Εσύ 'σαι εκεί- |
|||
» νος πούρχεται ή άλλονε να καρτερούμε;» Αυτή την |
|||
ώρα γιάτρεψε πολλούς από αρρώστιες κι’ από βάσανα |
|||
και πνέματα κακά, και πολλών τυφλών τους χάρισε |
|||
το φως τους. Κι' αποκρίθη και τους είπε «Πηγαίνετε |
|||
» και πληροφορήστε τον Ιωάνη όσα είδατε κι’ ακού- |
|||
» σατε. Τυφλοί ξαναβλέπουν, κουτσοί περπατούν, |
|||
» λωβιασμένοι καθαρίζουνται, και κουφοί ακούνε, νε- |
|||
» κροί ανασταίνουνται, και σε φτωχούς πάει μήνημα |
|||
» χαράς. Και μακαρισμένος όπιος δε σκανταλιστεί μα- |
|||
» ζί μου». |
|||
54. Και σα φύγανε οι αποσταλμένοι του Ιωάνη, |
|||
άρχισε κι’ έλεγε στα πλήθη για τον Ιωάνη «Τι βγή- |
|||
» κατε στην ερημιά για να κοιτάξτε; καλάμι ανε- |
|||
» μοσάλευτο; Μόνε τι βγήκατε να δείτε; άνθρωπο |
|||
» απαλά φορέματα ντυμένο; Νά, όσοι έχουνε απαλές |
|||
» στολές και πλούτη είναι στα βασιλικά παλάτια. |
|||
» Μόνε τι βγήκατε να δείτε; προφήτη; Ναι σας λέω, |
|||
» και περισσότερο από προφήτη. Αυτός είναι που γρά- |
|||
» φτηκε '' Νά στέλνω τον άγγελό μου προτύτερά σου, |
|||
» που θα φτιάσει πριν τη στράτα σου '' . Σας λέω, μέσα |
|||
» σε γεννήματα γυναικών μεγαλύτερος κανείς δεν είναι |
|||
» από τον Ιωάνη• όμως ο μικρότερος στη βασιλεία |
|||
» του Θεού είναι μεγαλύτερός του». Κι' όλος ο λαός |
|||
σαν [τον] άκουσαν, καθώς κι’ οι τελώνες, έκαναν την |
|||
απόφαση του Θεού, γιατί βαφτίστηκαν το βάφτισμα |
|||
του Ιωάνη• όμως οι Φαρισαίοι κι’ οι Νομοδιάβαστοι, |
|||
αυτοί παράκουσαν το θέλημα του Θεού που δε βαφτί- |
|||
στηκαν από τον Ιωάνη. |
|||
55. «Με τι λοιπόν να παραβάλω αυτής της φύτρας |
|||
» τους ανθρώπους και τι μιάζουν; Μιάζουν παιδιά που |
|||
» κάθουνται στην αγορά και κράζουν τόνα τ' αλλουνού |
|||
» '' Αυλούς σας λαλήσαμε και δε χορέψατε• μυρολογή- |
|||
» σαμε και δεν κλάψατε '' . Γιατί ήρθε ο Ιωάνης ο βα- |
|||
» φτιστής που δεν έτρωγε ψωμί και κρασί δεν έπινε, |
|||
» και λέτε Δαιμόνιο έχει• ήρθε ο γιος τ' ανθρώπου που |
|||
» τρώει και πίνει, και λέτε Νά άνθρωπος φαγάς και |
|||
» κρασοπότης, φίλος με τελώνες και μ' αμαρτωλούς. |
|||
» Κι' άγιασε η γνώση απ' όλα της τα τέκνα». |
|||
56. Κι' ένας Φαρισαίος τον παρακαλούσε να φάει |
|||
μαζί του• και μπήκε στου Φαρισαίου και κάθησε [να |
|||
φάει]. Και να μια γυναίκα πούτανε στη χώρα αμαρ- |
|||
τωλή, και σαν έμαθε πως κάθεται [και τρώει] στου |
|||
Φαρισαίου, έφερε αλαβάστρινο λαγήνι με μυρουδικό, |
|||
και κάθησε σιμά στα πόδια του από πίσω κλαίοντας, |
|||
κι’ άρχισε με τα δάκρια ναν του βρέχει τα ποδάρια, |
|||
και με τα μαλλιά της κεφαλής της σφούγγιζε και |
|||
φιλούσε τα πόδια του και τ' άλειφε μυρουδικό. Και |
|||
σαν τόδε ο Φαρισαίος που τον προσκάλεσε, είπε μέσα |
|||
του λέγοντας «Αυτός αν είταν ο προφήτης, θάξερε πια |
|||
» και τι 'ναι η γυναίκα που τον αγγίζει, γιατί 'ναι |
|||
» αμαρτωλή». Κι' αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε |
|||
« Σίμωνα, έχω κάτι να σου πω». Κι' εκείνος «Δά- |
|||
» σκαλε» είπε «λέγε». «Ένας δανειστής είχε διο |
|||
» χρεώστες• ο ένας χρώσταε πεντακόσα δηνάρια κι’ ο |
|||
» άλλος πενήντα• και σα δεν είχανε να πλερώσουν, τα |
|||
» χάρισε και στους διο. Πιος τους λοιπόν θαν τον αγα- |
|||
» πήσει πιο πολύ;» Αποκρίθηκε ο Σίμωνας κι’ είπε |
|||
« Θαρρώ πως οπιονού χάρισε το πιο πολύ». Κι' εκεί- |
|||
νος τούπε «Ορθά αποκρίθηκες». Και γυρνώντας |
|||
κατά τη γυναίκα, είπε του Σίμωνα «Βλέπεις αυτή |
|||
» τη γυναίκα; Μπήκα σπίτι σου, νερό για τα πόδια |
|||
» δε μούδωκες• μα αυτή με τα δάκρια μούβρεξε τα |
|||
» πόδια και με τα μαλλιά της τα σφούγγισε. Φίλημα |
|||
» δε μούδωκες• μα αυτή από τη στιγμή που μπήκα |
|||
» όλο μου φιλά τα πόδια. Λάδι το κεφάλι μου δεν άλει- |
|||
» ψες• αυτή όμως με μυρουδικό μ' άλειψε τα πόδια. |
|||
» Γι' αυτό συχωρεμένες της οι αμαρτίες οι πολλές, |
|||
» γιατί αγάπησε πολύ• σ' όπιον όμως λίγο συχωρνά- |
|||
» ται, λίγο κι’ αγαπά»• Και της είπε «Συχωρεμένες |
|||
» σου οι αμαρτίες». Κι' αρχίσανε οι συντράπεζοι να |
|||
λένε μέσα τους «Πιος είναι αυτός που κι’ αμαρτίες |
|||
» συχωρνά;» Κι' είπε της γυναικός «Η πίστη σου |
|||
» σε γλύτωσε• σήρε στο καλό». |
|||
57. Και συνέβηκε κατόπι, ο Ιησούς περνούσε χώρα |
|||
χώρα και χωριό χωριό, κηρύχνοντας 'και λέγοντας το |
|||
καλό το μήνημα της βασιλείας του Θεού, [καθώς] κι’ |
|||
οι δώδεκα μαζί του, και μερικές γυναίκες γιατρεμένες |
|||
από πνέματα κακά κι’ αρρώστιες, η Μαρία που τη λέ- |
|||
γανε Μαγδαληνή, που εφτά δαιμόνια είχανε βγει από |
|||
μέσα της, κι’ η Ιωάνα η γυναίκα του Χουζά, του επι- |
|||
στάτη του Ηρώδη, κι’ η Σουσάννα, κι’ άλλες πολλές, |
|||
που τους βοηθούσαν από τα υπάρχοντά τους. |
|||
58. Κι' ενώ μαζεύουνταν λαός πολύς και πηγαί- |
|||
νανε όπου είταν από κάθε χώρα, είπε με παραβολή |
|||
« Βγήκε ο σπάρτης να σπείρει το σπόρο του. Και κα- |
|||
» θώς έσπαιρνε, άλλα πέσανε σιμά στο δρόμο και πα- |
|||
» τήθηκαν, και τα πουλιά τ' ουρανού τα φάγανε. Κι' |
|||
» άλλο έπεσε σε πέτρα απάνου, κι’ αφού φύτρωσε ξε- |
|||
» ράθη, τι δεν είχε ογράδα. Κι' άλλο έπεσε στων αγ- |
|||
» καθιών τη μέση, και φυτρώνοντας μαζί τ' αγκάθια |
|||
» το συνέπνιξαν. Κι' άλλο έπεσε στο χώμα το καλό, |
|||
» και σα φύτρωσε έκανε καρπό εκατοντάδιπλο». Αυ- |
|||
τά λέγοντας φώναζε «Όπιος έχει αυτιά ν' ακούει, ας |
|||
» ακούει». Και τόνε ρωτούσαν οι μαθητάδες του σαν |
|||
τι θα πει τάχα αυτή η παραβολή, κι’ εκείνος είπε |
|||
« Εσάς σας δόθηκε να μάθετε τα μυστικά της βασι- |
|||
» λείας του Θεού, όμως στους άλλους με παραβολές, |
|||
» που βλέποντας να μη βλέπουνε κι’ ακώντας να μη |
|||
» νιώθουν. Και θα πει αυτή η παραβολή. Ο σπόρος |
|||
» είναι ο λόγος του Θεού. Κι' αυτοί σιμά στο δρόμο |
|||
» είναι όσοι ακούσουνε, κατόπι φτάνει ο Διάβολος και |
|||
» τους βγάζει απ' την καρδιά το λόγο για να μην |
|||
» πιστέψουν και σωθούν. Κι' αυτοί στην πέτρα απά- |
|||
» νου, όσοι σαν ακούσουν δέχουνται το λόγο με χαρά |
|||
» και τους λείπει ρίζα, που πρόσκαιρα πιστεύουν και |
|||
» σ' ώρα πειρασμού τραβιούνται. Και το πεσμένο [μέ- |
|||
» σα] στ' αγκάθια, αυτοί 'ναι όσοι ακούσουν, κι’ από |
|||
» φροντίδες κι’ από πλούτη κι από καλοπέραση παν |
|||
» και συνεπνίγουνται και δεν καρποφορούν. Κι' εκείνο |
|||
» μέσα στο καλό το χώμα, αυτοί 'ναι όσοι σαν ακού- |
|||
» σουνε το λόγο με καλή και μ' αγαθή καρδιά, τόνε |
|||
» βαστούν και δίνουνε καρπό με την απομονή. Και |
|||
» κανείς όταν ανάψει λύχνο, δεν τόνε σκεπάζει με δο- |
|||
» χείο μήτε τόνε βάζει κάτου από κλινάρι, μόνε σε |
|||
» λυχνοστάτη απάνου τόνε βάζει. Γιατί κρυφό δεν |
|||
» έχει που δε θα φανερωθεί, μηδ' έχει μυστικό που δε |
|||
» θα μαθευτεί και βγει στο φως. Βλέπετε λοιπόν πώς |
|||
» ακούτε. Γιατί όπιος έχει θαν του δοθεί, κι’ όπιος δεν |
|||
» έχει θαν του πάρουν κι’ ό,τι θαρρεί πως έχει». |
|||
59. Κι' ήρθε ναν τόνε βρει η μητέρα του και τ' α- |
|||
δέρφια του, και δε μπορούσανε ναν του μιλήσουν από |
|||
το πλήθος. Και τον πληροφόρησαν «Η μητέρα σου |
|||
» και τ' αδέρφια σου στέκουν όξω θέλοντας να σε |
|||
» δουν». Κι' εκείνος αποκρίθη και τους είπε «Μητέρα |
|||
» μου κι’ αδέρφια μου αυτοί 'ναι, όσοι ακούν και κά- |
|||
» νουνε το λόγο του Θεού». |
|||
60. Και συνέβηκε μια μέρα, μπήκε σε καράβι, |
|||
[καθώς] κι’ οι μαθητάδες του, και τους είπε «Ας |
|||
» περάσουμε στ' αντίπερα της λίμνης». Και σηκώ- |
|||
θηκαν. Κι' ενώ ταξίδευαν αποκοιμήθη. Και κατέβηκε |
|||
στη λίμνη ανεμοζάλη, και γιομίζανε [νερά] και κιντυ- |
|||
νεύανε. Και πήγαν και τόνε σηκώσανε λέγοντας «Α- |
|||
» φέντη, αφέντη, χανόμαστε». Κι' εκείνος σηκώθη |
|||
και μάλωσε τον άνεμο και τη φουρτούνα, και σταμά- |
|||
τησαν κι’ έγινε καλοσύνη. Και τους είπε «Πού 'ναι |
|||
» η πίστη σας;» Κι' αυτοί φοβήθηκαν κι’ απόρησαν, |
|||
λέγοντας μεταξύ τους «Πιος άραγε είναι αυτός που |
|||
» και τους ανέμους προστάζει και τα κύματα;» |
|||
Και πήγαν κι’ άραξαν στον τόπο των Γερασηνών |
|||
πούναι αντίπερα της Γαλιλαίας. 61. Και σα βγήκε |
|||
στην ξηρά, απάντησε άνθρωπο από τη χώρα με δαι- |
|||
μόνια, κι’ είχε αρκετόν καιρό να βάλει ρούχο, και δεν |
|||
έμενε σε σπίτι μόνε στα μνήματα. Και σαν είδε τον |
|||
Ιησού, ξεφώνισε και τούπεσε στα πόδια, κι’ είπε με |
|||
φωνή μεγάλη «Τι θέλεις από μένα, Ιησού, γιέ του |
|||
» Θεού του ύψιστου; Παρακαλώ σε, μη με βασανί- |
|||
» σεις», τι πρόσταξε το πνέμα τ' ακάθαρτο να βγει |
|||
μέσ' από τον άνθρωπο. Γιατί τον είχε πιάσει χρόνια |
|||
πολλά, και τόνε φυλάγανε δεμένο μ' αλυσίδες και πε- |
|||
δούκλες, και σπούσε τα δεσίματα και το δαιμόνιο τον |
|||
έτρεχε στις ερημιές. Και τόνε ρώτησε ο Ιησούς «Τι |
|||
» 'ναι τ' όνομά σου;» Κι' εκείνος είπε «Λεγιώνας», |
|||
γιατί είχανε μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Και τον |
|||
παρακαλούσανε να μην τα προστάξει να πάνε κάτου |
|||
στα τρίσβαθα. Κι' είταν εκεί αρκετό κοπάδι χοίροι που |
|||
βοσκούσανε στο λόγγο, και τον παρακαλούσαν ναν |
|||
τ' αφίσει και να μπούνε μέσ' στους χοίρους• και τ' ά- |
|||
φισε. Και σα βγήκαν τα δαιμόνια από τον άνθρωπο, |
|||
μπήκανε στους χοίρους, κι’ όρμησε το κοπάδι κάτου |
|||
από τον γκρεμό στη λίμνη και πνίγηκε. Και σαν είδαν |
|||
οι βοσκοί το περιστατικό, έφυγαν και δώκανε είδηση |
|||
στη χώρα και στις εξοχές. Και βγήκανε να δουν το |
|||
περιστατικό, κι’ ήρθανε στον Ιησού και βρήκανε τον |
|||
άνθρωπο που βγήκαν τα δαιμόνια από μέσα του να |
|||
κάθεται ντυμένος και σωστός κοντά στα πόδια του |
|||
Ιησού και φοβηθήκανε. Κι' όσοι είδαν τους δηγήθη- |
|||
καν πώς σώθηκε ο δαιμονισμένος. Και τον παρακάλεσε |
|||
όλος ο λαός από τα γύρω μέρη των Γερασηνών να |
|||
φύγει από τον τόπο τους, τι τους κυρίεψε μεγάλος |
|||
φόβος. 62. Και μπήκε εκείνος σε καράβι και γύρισε |
|||
πίσω. |
|||
Και τον παρακαλούσε ο άνθρωπος που βγήκαν τα |
|||
δαιμόνια από μέσα του να μείνει μαζί του, μα τον |
|||
έστειλε πίσω λέγοντας «Γύρισε πίσω σπίτι σου και |
|||
» λέγε όσα σούκανε ο Θεός». Και πήγε [αυτός] παν- |
|||
τού στη χώρα διαλαλώντας όσα τούκανε ο Ιησούς. |
|||
63. Και στο γυρισμό του τόνε δέχτηκε ο λαός τον |
|||
Ιησού, γιατί τον καρτερούσαν όλοι. Και να ήρθε ένας |
|||
άνθρωπος που λέγουνταν Ιάειρος κι’ είταν αρχισυνά- |
|||
γωγος, και πέφτοντας στα πόδια του Ιησού τον πα- |
|||
ρακαλούσε νάρθει σπίτι του, τι είχε μοναχοκόρη ως |
|||
δώδεκα χρονών και πέθαινε. Κι' ενώ πήγαινε τόνε |
|||
στενοχωρούσε ο κόσμος. Και μια γυναίκα μ' αιμορρα- |
|||
γία δώδεκα χρόνια π' από κανένα δεν κατόρθωσε να |
|||
γιατρευτεί, πήγε κοντά από πίσω κι’ άγγιξε την άκρη |
|||
του ρούχου του, κι’ αμέσως της σταμάτησε η αιμορ- |
|||
ραγία. Κι' είπε ο Ιησούς «Πιος μ' άγγιξε:» Κι' ενώ |
|||
όλοι λέγανε όχι, είπε ο Πέτρος «Κύριε, ο κόσμος σε |
|||
» στενοχωρεί και σε στρυμώνει». Κι' ο Ιησούς είπε |
|||
« Κάπιος μ' άγγιξε• γιατί εγώ ένιωσα δύναμη που |
|||
» βγήκε από μέσα μου». Κι' όταν είδε η γυναίκα πως |
|||
δεν κρύφτηκε, ήρθε τρέμοντας, και πέφτοντας στα |
|||
πόδια του φανέρωσε μπροστά σ' όλο το πλήθος το για- |
|||
τί τον άγγιξε και πως γιατρεύτη στη στιγμή. Κι' ε- |
|||
κείνος της είπε «Κόρη [μου], η πίστη σου σε γλύ- |
|||
» τωσε• σήρε στο καλό.». |
|||
Κι' ενώ μιλούσε ακόμα, έρχεται ένας από τ' αρχι- |
|||
συναγώγου και λέει πως «Η κόρη σου πέθανε• μην |
|||
» πειράζεις πια το δάσκαλο». Και σαν τ' άκουσε ο |
|||
Ιησούς, τ' απάντησε «Μη φοβάσαι, παρά πίστεψε |
|||
» και θα σωθεί». Και σαν έφτασε στο σπίτι, δεν άφισε |
|||
κανένα να μπει μαζί του μέσα, εξόν τον Πέτρο και |
|||
τον Ιωάνη και τον Ιάκωβο και τον πατέρα του κορι- |
|||
τσού και τη μητέρα. Κι' όλοι έκλαιγαν και τη μυρο- |
|||
λογούσαν. Κι' εκείνος είπε «Μην κλαίτε, γιατί δεν |
|||
» πέθανε μόνε κοιμάται». Και τον περγελούσαν, τι |
|||
ήξεραν πως πέθανε. Μα εκείνος έπιασε το χέρι της και |
|||
φώναξε λέγοντας «Κόρη [μου], σήκω». Και γύρισε |
|||
η ψυχή της, και σηκώθηκε στη στιγμή. Και πρόσταξε |
|||
ναν της δοθεί να φάει. Και σαστίσανε οι γονέοι της, |
|||
όμως αυτός τους σύστησε να μην το πούνε κανενός το |
|||
περιστατικό. |
|||
64. Και φώναξε μαζί τους δώδεκα και τους έδωκε |
|||
δύναμη κι’ εξουσία απάνου σ' όλα τα δαιμόνια, [κα- |
|||
θώς] και να γιατρεύουν αρρώστιες, και τους έστειλε να |
|||
διαλαλούν τη βασιλεία του Θεού και να γιατρεύουν, |
|||
και τους είπε «Τίποτα μην πάρτε για το δρόμο, μήτε |
|||
» ραβδί μήτε ταγάρι μήτε ψωμί μήτε χρήματα, κι’ |
|||
» ούτε νάχετε διο ρούχα. Και σ' όπιο σπίτι μπείτε, |
|||
» εκεί να μένετε κι’ από κει να βγαίνετε. Κι' όσοι δε |
|||
» σας δέχουνται, καθώς βγαίνετε από τη χώρα εκείνη |
|||
» τινάξτε τη σκόνη από τα πόδια σας, έτσι για να |
|||
» φωτιστούν». Και βγήκαν και περνούσαν τα χωριά |
|||
χωριά, διαλαλώντας το καλό το μήνημα και γιατρεύ- |
|||
οντας παντού. |
|||
. Κι' άκουσε ο Ηρώδης ο τέτραρχος όλα όσα |
|||
γίνηκαν, κι’ απορούσε το τι λέγανε μερικοί, πως ο |
|||
Ιωάνης σηκώθηκε από τους νεκρούς, και μερικοί πως |
|||
φάνηκε ο Ηλίας, κι’ άλλοι πως αναστήθηκε ένας προ- |
|||
φήτης από τους παλιούς. Κι' ο Ηρώδης είπε «Τον |
|||
» Ιωάνη εγώ τον έκοψα• και πιος είναι αυτός π' α- |
|||
» κούω τέτια;» Και ζητούσε ναν τόνε δει. |
|||
66. Και σα γύρισαν οι απόστολοι πίσω, τούπαν |
|||
όσα έκαναν. Και τους πήρε και τραβήχτηκε χώρια |
|||
σε μια χώρα που τη λένε Βηδσαϊδά. Και τόμα- |
|||
θαν τα πλήθη και τον ακολούθησαν. Και τους δέ- |
|||
χτηκε, και τους μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού, |
|||
κι’ όσοι θέλανε γιατριά τους γιάτρευε. 67. Κι' άρχισε |
|||
η ώρα να περνά, και πήγαν οι δώδεκα και τούπανε |
|||
« Σκόλασε το πλήθος, για να πάνε στα χωριά τα |
|||
» γύρω και στις εξοχές να μείνουν και να βρούνε θρό- |
|||
» φιμα, γιατί εδώ βρισκόμαστε σε μέρος έρημο». Και |
|||
τους είπε «Δώστε τους εσείς να φαν». Κι' είπανε |
|||
« Δεν έχουμε παρά πέντε ψωμιά και διο ψάρια, εξόν |
|||
» αν πάμε και ψωνίσουμε εμείς για όλονε αυτόν τον |
|||
» κόσμο». Γιατί 'τανε ως πέντε χιλιάδες ψυχές. Κι' |
|||
είπε στους μαθητάδες του «Βάλτε τους να καθή- |
|||
» σουνε [έτσι] συντροφιές ως από πενήντα η καθεμιά |
|||
Κι' έκαναν έτσι, και τους καθίσανε όλους χάμου. Και |
|||
πήρε τα πέντε τα ψωμιά και τα διο τα ψάρια, και |
|||
κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό τα βλόγησε, κι’ έκοψε κο- |
|||
μάτια κι’ έδινε στους μαθητάδες για ναν τα προσφέ- |
|||
ρουνε στο πλήθος. Κ' έφαγαν όλοι και χορτάσανε, |
|||
και πήραν ό,τι κομάτια τους περίσσεψαν, δώδεκα κο- |
|||
φίνια. |
|||
68. Και συνέβηκε, ενώ έκανε την προσευκή του |
|||
χώρια, είτανε μαζί του οι μαθητάδες. Και τους ρώ- |
|||
τησε κι’ είπε «Πιος λεν τα πλήθη πως είμαι;» Κι' |
|||
απάντησαν εκείνοι κι’ είπαν «Ο Ιωάνης ο βαφτιστής, |
|||
» κι’ άλλοι ο Ηλίας, κι’ άλλοι πως κάπιος προφήτης |
|||
» αναστήθηκε από τους παλιούς». Και τους είπε |
|||
« Κι' εσείς πιος λέτε πως είμαι;» Κι' αποκρίθη ο |
|||
Πέτρος κι’ είπε «Ο μυρωμένος του Θεού». Κι' αυτός |
|||
τους πρόσταξε και τους σύστησε να μην το λένε αυτό |
|||
κανενός, κι’ είπε πως ο γιος τ' ανθρώπου πρέπει πολλά |
|||
να πάθει, και ν' αποκηρυχτεί από τους δημογερόντους |
|||
και πρωτοπαπάδες και διαβασμένους, και να θανα- |
|||
τωθεί και την τρίτη μέρα ν' αναστηθεί. |
|||
69. Κι' έλεγε σ' όλους «Αν κανείς θέλει νάρχεται |
|||
» πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, κι’ ας ση- |
|||
» κώνει το σταυρό του καθεμέρα κι’ ας μ' ακολουθά. |
|||
» Γιατί όπιος θέλει να γλυτώσει τη ζωή του, θαν τη |
|||
» χάσει• μα όπιος για μένα χάσει τη ζωή του, αυτός |
|||
» θαν τη γλυτώσει. Γιατί τι τ' όφελος στον άνθρωπο |
|||
» αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, μα χάσει τον εαυτό |
|||
» του ή ζημιωθεί; Γιατί όπιος με ντραπεί εμένα και |
|||
» τα λόγια μου, αυτόν ο γιος τ' ανθρώπου θαν τόνε |
|||
» ντραπεί σαν έρθει μέσα στη δόξα του [καθώς] και |
|||
» του πατέρα του και των άγιων των αγγέλων. Και |
|||
» σας λέω αληθινά• στέκουν εδώ μερικοί που δε θα |
|||
» δοκιμάσουνε θάνατο ως που να δουν τη βασιλεία του |
|||
» Θεού». |
|||
70. Και συνέβηκε, ύστερα απ' αυτά τα λόγια ως |
|||
μέρες οχτώ πήρε τον Πέτρο και τον Ιωάνη και τον |
|||
Ιάκωβο κι’ ανέβηκε στο βουνό να προσευκηθεί. Και |
|||
κατά την προσευκή του άλλαζε η μορφή του προσώ- |
|||
που του, κι’ η φορεσιά του έγινε άσπρη αστραφτερή. |
|||
Και να άντρες διο μιλούσανε μαζί του, κι’ αυτοί 'ταν |
|||
ο Μωυσής κι’ ο Ηλίας, που φανήκανε με δόξα κι’ έ- |
|||
λεγαν το μισεμό του που θ' αλήθευε στην Ιερουσαλήμ. |
|||
Κι' ο Πέτρος κι’ οι συντρόφοι του είταν κατανυσταγ- |
|||
μένοι, μα αγρύπνησαν ως τέλος κι’ είδανε τη δόξα του |
|||
και τους διο τους άντρες πούμειναν εκεί μαζί του. Και |
|||
συνέβη, ενώ τον άφιναν να φύγουν, είπε ο Πέτρος του |
|||
Ιησού «Κύριε, καλά 'ναι εδώ να μείνουμε, κι’ ας |
|||
» στήσουμε τρεις καλύβες, μια για σένα, και του Μωυ- |
|||
» σή μια, και μια για τον Ηλία», γιατί δεν ήξερε τι |
|||
λέει. Μα ενώ μιλούσε αυτά, ήρθε σύννεφο και τους |
|||
σκέπαζε• και φοβηθήκανε όταν μπήκανε στο σύννεφο. |
|||
Και βγήκε από το σύννεφο φωνή κι’ έλεγε «Αυτός |
|||
» είναι ο γιος μου ο εκλεχτός• αυτόνε ν' ακούτε». Και |
|||
σαν ακούστηκε η φωνή, βρέθηκε ο Ιησούς μονάχος. |
|||
Κι' εκείνοι σώπασαν, και κανενός δεν είπαν τότες τί- |
|||
ποτα απ' όσα είδαν. |
|||
71. Και συνέβη, την κατόπι μέρα όταν κατέβη- |
|||
καν από το βουνό, απάντησε πλήθος πολύ. Και να |
|||
ένας από το πλήθος φώναξε κι’ είπε «Δάσκαλε, σε |
|||
« παρακαλώ, έλα να δεις το γιο μου, γιατί 'ναι μου |
|||
» μονοπαίδι, και να πνέμα τον πιάνει, κι’ άξαφνα ξε- |
|||
» φωνεί, και τόνε σπαράζει μ' αφρούς και μόλις τον |
|||
» αφίνει σακατεύοντάς τον. Και παρακάλεσα τους μα- |
|||
» θητάδες σου ναν το βγάλουν και δεν κατόρθωσαν». |
|||
Κι' ο Ιησούς αποκρίθη κι’ είπε «Ω γενεά άπιστη και |
|||
» στρεβλή, ως πότε θα μένω μαζί σας και θα σας υπο- |
|||
» φέρνω; Φέρε εδώ το γιο σου». Κι' ενώ ακόμα σί- |
|||
μωνε, τον έρρηξε το δαιμόνιο και τόνε σπάραξε. Και |
|||
μάλωσε το πνέμα τ' ακάθαρτο, και γιάτρεψε το παιδί |
|||
και τόδωκε πίσω του πατέρα του. Και σαστίζανε όλοι |
|||
με τη μεγαλοσύνη του Θεού. |
|||
72. Κι' ενώ απορούσαν όλοι μ' όλα όσα έκανε, είπε |
|||
στους μαθητάδες του «Προσέξτε εσείς αυτά τα λόγια, |
|||
» γιατί 'ναι ο γιος τ' ανθρώπου να παραδοθεί σε χέ- |
|||
» ρια ανθρώπων». Κι' εκείνοι αυτό το λόγο δεν τον |
|||
ένιωθαν, και τους είτανε σκεπασμένος για να μην τον |
|||
εννοούν, και φοβούντανε ναν τόνε ρωτήσουν τι 'ναι αυ- |
|||
τός ο λόγος. |
|||
Και τους μπήκε ο στοχασμός, πιος τους τάχα νά- |
|||
'ναι ο μεγαλύτερος. Κι' ο Ιησούς ένιωσε το στοχα- |
|||
σμό της καρδίας τους, και πήρε ένα παιδάκι και τό- |
|||
στησε κοντά του και τους είπε «Όπιος δεχτεί στ' ο- |
|||
» νομά μου ετούτο το παιδάκι, εμένα δέχεται• κι ο- |
|||
» πιος μένα δεχτεί, δέχεται το στάλτη μου. Γιατί |
|||
» όπιος σας είναι απ' όλους ο μικρότερος, αυτός είναι |
|||
» μεγάλος». |
|||
Κι' αποκρίθη ο Ιωάνης κι’ είπε «Κύριε, είδαμε έναν |
|||
» που με τ' όνομά σου έβγαζε δαιμόνια, και δεν τον |
|||
» αφίσαμε γιατί δεν πάει μαζί μας». Κι' ο Ιησούς |
|||
του είπε «'Αφίστε [τον], γιατί όπιος δε σας είναι αντί- |
|||
» θετός σας είναι μαζί σας». |
|||
73. Και συνέβηκε, όταν έφτασαν οι μέρες του ν' α- |
|||
ναληφτεί, κάρφωσε τα μάτια του κατά το δρόμο της |
|||
Ιερουσαλήμ, κι’ έστειλε αποσταλμένους πριν, και πή- |
|||
γαν και μπήκανε σ' ένα Σαμαρείτικο χωριό για ναν |
|||
του ετοιμάσουν. Και δεν τόνε δέχτηκαν, γιατί 'ταν ο |
|||
σκοπός του κατά την Ιερουσαλήμ. Κι' ιδόντας το |
|||
οι μαθητάδες, ο Ιάκωβος κι’ ο Ιωάνης, είπαν «Κύ- |
|||
» ριε, θες να πούμε από τον ουρανό να κατεβεί φωτιά |
|||
» και ναν τους ξολοθρέψει;». Και γύρισε και τους μά- |
|||
λωσε. 74. Και πήγανε σ' άλλο χωριό. |
|||
Κι' ενώ πηγαίνανε, στο δρόμο κάπιος τούπε «Θα |
|||
» σ' ακολουθήσω όπου κι’ αν πας». Κι' ο Ιησούς του |
|||
είπε «Οι αλεπούδες έχουν τρύπες και τα πουλιά τ' |
|||
» ουρανού φωλαές, όμως ο γιος τ' ανθρώπου δεν έχει |
|||
» πού να γήρει το κεφάλι». Κι' ενός άλλου τούπε |
|||
« Ακολούθα με». Κι' εκείνος είπε «Παραχώρησέ μου |
|||
» πρώτα το να πάω και θάψω τον πατέρα μου». Και |
|||
τούπε «Ας θάψουν τους νεκρούς τους οι νεκροί, και |
|||
» σήρε εσύ και κήρυχνε τη βασιλεία του Θεού». Κι' |
|||
είπε κι’ ένας άλλος «Θα σ' ακολουθήσω, Κύριε, μα |
|||
« παραχώρησέ μου πρώτα ν' αποχαιρετήσω τους δι- |
|||
» κούς μου σπίτι». Κι' ο Ιησούς είπε «Άνθρωπος |
|||
» που πιάνει αλέτρι και κοιτάζει πίσω, τόπο δεν έχει |
|||
» στη βασιλεία του Θεού». |
|||
75. Κι' όρισε κατόπι ο Κύριος άλλους εβδομήντα |
|||
διο, και τους έστειλε μπροστά διο διο σε κάθε χώρα |
|||
και σε μέρος πούτανε να πάει ο ίδιος. Και τους έλεγε |
|||
« Πολύς ο θέρος, μα οι εργάτες λίγοι• παρακαλέστε |
|||
» λοιπόν το νοικοκύρη του θέρου να βγάλει εργάτες για |
|||
» το θέρο του. Πηγαίνετε. Νά, σας στέλνω σαν αρνιά |
|||
» στη μέση λύκων. Μη βαστάτε πουγγί, όχι ταγάρι, |
|||
» όχι σαντάλια, και μη χαιρετήστε στο δρόμο κανέ- |
|||
» ναν. Και σ' όπιο σπίτι μπείτε, να λέτε πρώτα Ειρήνη |
|||
» στο σπίτι σας. Κι' αν εκεί 'ναι γιος ειρήνης, θ' απα- |
|||
» κουμπήσει απάνου του η ειρήνη σας• ειδεμή, θα γυ- |
|||
» ρίσει πίσω σ' εσάς. Και μένετε στο ίδιο σπίτι τρώ- |
|||
» γοντας και πίνοντας ό,τι σας δώσουν, τι αξίζει ο |
|||
» δουλευτής την πλερωμή του. 76. Μην αλλάξτε από |
|||
» σπίτι σε σπίτι. Και σ' όπια χώρα μπαίνετε και σας |
|||
» δέχουνται, τρώτε ό,τι σας προσφέρνουν και για- |
|||
» τρεύετε τους αρρώστους τους, και λέτε τους Σάς έ- |
|||
» φτασε η βασιλεία του Θεού. Μα σ' όπια χώρα μπείτε |
|||
» και δε σας δέχουνται, βγάτε στις δημοσιές της και |
|||
» πέστε Και τη σκόνη που μας κόλλησε στα πόδια |
|||
» από τη χώρα σας πάρτε την, την ξεσκουπίζουμε• |
|||
» όμως να ξέρτε αυτό, πως ζύγωσε η βασιλεία του |
|||
» Θεού. Σας λέω πως τη μέρα εκείνη υποφερτότερα |
|||
» τα Σόδομα θα πάθουν παρά η χώρα εκείνη. |
|||
« Αλίμονό σου, Χοραζείν! αλίμονό σου, Βηδσαϊδά! |
|||
» Τι αν είχανε γενεί στην Τύρο και Σιδώνα τα θά- |
|||
» ματα που σας έγιναν, καιρό τώρα θάχανε μετανιώ- |
|||
» σει καθισμένοι με σακκόπανο και στάχτη. Μα η Τύρο |
|||
» κι’ η Σιδώνα υποφερτότερα θα πάθει στον καιρό της |
|||
» κρίσης παρά εσείς. Κι' εσύ, Καφαρναούμ, που ως |
|||
» στον ουρανό σηκώθης, ως στον Άδη θενά κατεβείς. |
|||
» Όπιος σας ακούει, εμένα ακούει• κι’ όπιος σας |
|||
» παρακούει, εμένα παρακούει• κι’ όπιος παρακούει |
|||
» εμένα, παρακούει το στάλτη μου». |
|||
77. Και γύρισαν οι εβδομήντα διο χαρούμενοι και |
|||
λέγανε «Κύριε, με τ' όνομά σου και τα δαιμόνια μας |
|||
» ακούν». Και τους είπε «Θωρούσα το Σατανά πού- |
|||
» πεσε απ' τον ουρανό σαν αστραπή. Νά, σας έδωκα |
|||
» την εξουσία του να πατείτε φείδια και σκορπιούς και |
|||
» κάθε δύναμη του εχτρού, και τίποτα δε θα σας |
|||
» βλάψει. Όμως γι' αυτό μη χαίρεστε, το πως σας |
|||
» ακούν τα πνέματα• μόνε να χαίρεστε που γράφτηκαν |
|||
» τα ονόματά σας στα ουράνια». |
|||
78. Εκείνη την ώρα αναγάλλιασε το πνέμα του τ' |
|||
άγιο κι’ είπε «Δοξολογώ σε, πατέρα, αφέντη τ' ουρα- |
|||
» νού και της γης, γιατί τάκρυψες αυτά από σοφούς |
|||
» και γνωστικούς και τα φανέρωσες σ' αθώους• Ναι, |
|||
» πατέρα, γιατί είταν έτσι ο ορισμός σου. Όλα τα |
|||
» πάντα μου παράδωσε ο πατέρας μου, και κανείς δεν |
|||
» ξέρει πιος είναι ο γιος εξόν ο πατέρας, και πιος είναι |
|||
» ο πατέρας εξόν ο γιος κι’ οπιανού θέλει ο γιος ναν |
|||
» τόνε φανερώσει». Και γυρίζοντας στους μαθητάδες |
|||
χώρια, είπε «Καλότυχα τα μάτια που βλέπουν όσα |
|||
» βλέπετε• γιατί σας λέω πως πολλοί προφήτες και |
|||
» βασιλιάδες θελήσανε να δουν όσα εσείς βλέπετε και |
|||
» δεν είδαν, και να μου ακούσουν όσα ακούτε και δεν |
|||
» άκουσαν». |
|||
79. Και να ένας Νομοδιάβαστος σηκώθηκε ναν |
|||
τόνε δοκιμάσει κι’ είπε «Δάσκαλε, τι κάνοντας θα |
|||
» κληρονομήσω ζωή παντοτινή;» Κι' εκείνος τούπε |
|||
« Μέσα στο Νόμο τι 'ναι γραμένο; πώς το διαβάζεις; |
|||
» Κι' εκείνος αποκρίθη κι’ είπε « '' Αγάπα τον Κύριο το |
|||
» Θεό μ' όλη σου την καρδιά, μ' όλη σου την ψυχή, |
|||
» και μ' όλη σου τη δύναμη, και μ' όλο σου το νου, |
|||
» και το γείτονά σου ίσαμε τον ίδιο εσένα '' » Και τούπε |
|||
« Ορθά αποκρίθηκες• αυτό κάνε και θα ζήσεις». Κι' |
|||
εκείνος θέλοντας να συζητήσει είπε του Ιησού «Και |
|||
» πιος είναι μου γείτονας;» Απάντησε ο Ιησούς κι’ |
|||
είπε «Ένας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ |
|||
» στην Ιερειχώ, κι’ έπεσε σε χέρια ληστών, που κι’ |
|||
» αφού τον έγδυσαν και τον έδειραν, έφυγαν αφίνοντάς |
|||
» τον μισοπεθαμένο. Και κατά τύχη ένας παπάς κα- |
|||
» τέβαινε το δρόμο εκείνο, και σαν τον είδε, πέρασε. Το |
|||
» ίδιο κι’ ένας Λευείτης ήρθε εκεί, και σαν τον είδε, |
|||
» πέρασε. Ένας όμως Σαμαρείτης ταξιδεύοντας έ- |
|||
» φτασε κοντά του, και βλέποντάς τον τόνε πόνεσε |
|||
» κι’ ήρθε κοντά και τούδεσε τις πληγές περιχώντας |
|||
» λάδι και κρασί• και τόνε φόρτωσε στο ζω του και |
|||
» τον πήγε σ' ένα χάνι και τόνε φρόντισε. Και την |
|||
» αυγή έβγαλε διο δηνάρια κι’ έδωκε του ξενοδόχου, |
|||
» κι’ είπε Φρόντισέ τον• κι’ ό,τι πιο πολύ ξοδιάσεις, |
|||
» εγώ στο γυρισμό μου σ' το πλερώνω. Πιος απ' τους |
|||
» τρεις τους φάνηκε νομίζεις γείτονας τ' ανθρώπου πού- |
|||
» πεσε στους κλέφτες;» Κι' εκείνος είπε «Εκείνος |
|||
» που τον πόνεσε». Κι' ο Ιησούς τούπε «Πήγαινε κι’ |
|||
» εσύ κάνε το ίδιο». |
|||
80. Κι' ενώ πήγαιναν, μπήκε ο Ιησούς σ' ένα χω- |
|||
ριό, και μια γυναίκα μ' όνομα Μάρθα τόνε δέχτηκε |
|||
σπίτι της. Κι' είχε αυτή αδερφή που τη λέγανε Μα- |
|||
ρία, που και κάθησε κοντά στα πόδια του Κυρίου κι’ |
|||
άκουγε τα λόγια του• κι’ η Μάρθα είτανε πνιγμένη |
|||
στη δουλιά. Και στάθηκε κοντά του κι’ είπε «Κύριε, |
|||
» δε σε μέλει που η αδερφή μου μ' άφισε μονάχη και |
|||
» δουλεύω; Πες της λοιπόν να με βοηθήσει». Κι' ο |
|||
Κύριος αποκρίθη και της είπε «Μάρθα, Μάρθα, πολ- |
|||
» λά φροντίζεις και ζαλίζεσαι• μα λίγα χρειάζουνται |
|||
» ή ένα. Γιατί η Μαρία διάλεξε το καλό το μερτικό, |
|||
» που δε θαν της το πάρουν». |
|||
81. Και συνέβη, σ' έναν τόπο έκανε την προσευκή |
|||
του, κι’ άμα τέλιωσε τούπε ένας του μαθητής «Κύριε, |
|||
» μάθε μας να κάνουμε προσευκή, καθώς κι’ ο Ιωάνης |
|||
» έμαθε τους μαθητάδες του». Και τους είπε «Όταν |
|||
» κάντε προσευκή, να λέτε Πατέρα, '' άγιο ας είναι τ' ό- |
|||
» νομά σου, ας έρθει η βασιλεία σου• το ψωμί μας |
|||
» όσο μας πέφτει δίνε μας το καθεμέρα, και συχώρεσέ |
|||
» μας τις αμαρτίες μας τι όσους μας φταίξανε κι’ ε- |
|||
» μείς τους συχωρνούμε• και μη μας βάζεις σε πειρα- |
|||
» σμό '' ». Και τους είπε «Πιος σας θάχει φίλο, κι’ αν |
|||
» πάει μεσάνυχτα και του πει Φίλε, δάνεισέ με τρία |
|||
» ψωμιά, γιατί ένας φίλος μου έφτασε από ταξίδι |
|||
» σπίτι μου και δεν έχω τίποτα ναν του προσφέρω, |
|||
» κ' εκείνος από μέσα θ' απαντήσει και θα πει Μη μ' α- |
|||
» νησυχείς• είναι τώρα πια κλεισμένη η πόρτα και τα |
|||
» παιδιά μου πλάγιασαν μαζί μου, δε μπορώ να ση- |
|||
» κωθώ και να σου δώκω. Σας λέω, πως κι’ α δε ση- |
|||
» κωθεί να δώκει του επειδή 'ναι φίλος του, μα καν |
|||
» για την ξαδιαντροπιά θα σηκωθεί και θαν του δώκει |
|||
» όσα του χρειάζουνται. Κι' εγώ σας λέω. Ζητάτε και |
|||
» θα σας δοθεί, γυρεύετε και θα βρείτε, χτυπάτε και |
|||
» θα σας ανοιχτεί• γιατί όπιος ζητάει λαβαίνει, κι’ ό- |
|||
» πιος γυρεύει βρίσκει, κ' όπιος χτυπάει τ' ανοίγουν. |
|||
» Και πιανού σας θα ζητήσει του πάτερα ψάρι ο γιος, |
|||
» κι’ αντίς ψάρι θαν του δώσει φείδι; ή κι’ αυγό θαν |
|||
» του ζητήσει, και θα δώσει του σκορπιό; Α λοιπόν |
|||
» εσείς όντας κακοί ξέρετε των παιδιώνε σας να δίνετε |
|||
» καλά δοσίματα, πόσο πιο πολύ ο πατέρας από τον |
|||
» ουρανό θα δώσει άγιο πνέμα σ' όσους του ζητούν». |
|||
82. Κι' έβγαζε δαιμόνιο άλαλο• και συνέβηκε, σα |
|||
βγήκε το δαιμόνιο, μίλησε ο μουγκός. Κι' απορούσαν |
|||
τα πλήθη• μα μερικοί τους είπανε «Με το Βεεζεβούλ |
|||
» τον αρχιδαίμονα βγάζει τα δαιμόνια». Κι' άλλοι |
|||
δοκιμάζοντάς [τον] του ζητούσανε σημάδι από τον ου- |
|||
ρανό. Μα εκείνος ένιωσε τους στοχασμούς τους και |
|||
τους είπε «Κάθε βασιλεία σα διαιρεθεί, ρημάζεται• |
|||
» και σπίτι σα διαιρεθεί με σπίτι, πέφτει. Κι' α διαι- |
|||
» ρέθηκε κι’ ο Σατανάς, η βασιλεία του πώς θα στα- |
|||
» θεί; Τι λέτε πως με το Βεεζεβούλ βγάζω τα δαιμό- |
|||
» νια. Κι' αν εγώ με το Βεεζεβούλ τα βγάζω τα δαι- |
|||
» μόνια, οι γιοι σας με πιον τα βγάζουν; Για τούτο |
|||
» αυτοί θα σας καταδικάσουν. Μα αν εγώ με δάχτυλο |
|||
» Θεού τα βγάζω τα δαιμόνια, θα πει σας πρόφτασε |
|||
» η βασιλεία του Θεού: Αν ο δυνατός φυλάει αρμα- |
|||
» τωμένος την αυλή του, ήσυχα μένουν τα υπάρχοντά |
|||
» του• όμως σαν πλακώσει δυνατώτερός του και τόνε |
|||
» νικήσει, του παίρνει την αρματωσά του που στηρί- |
|||
» ζουνταν, και τα λάφυρά του τα μοιράζει. Όπιος |
|||
» δεν είναι μαζί μου, είναι αντίθετός μου• κι’ όπιος |
|||
» μαζί μου δε συνάζει, σκορπά. Ότα βγει τ' ακά- |
|||
» θαρτο το πνέμα από τον άνθρωπο, διαβαίνει ξε- |
|||
» ρότοπους ζητώντας να ξεκουραστεί• κι’ α δε βρει, |
|||
» τότες λέει Σπίτι μου θα γυρίσω απ' όπου βγήκα. |
|||
» Κι' έρχεται και το βρίσκει πούχει σκόλη, σαρωμένο |
|||
» και συγυρισμένο. Τότες πάει και παίρνει μαζί του |
|||
» εφτά άλλα πνέματα χειρότερά του, και μπαίνουνε |
|||
» και κατοικούν εκεί, και γίνουνται τ' ανθρώπου εκεί- |
|||
» νου τα στερνά χειρότερα από την αρχή». |
|||
Και συνέβηκε, ενώ μίλαε αυτά τα λόγια, μια γυ- |
|||
ναίκα από το πλήθος έσηρε φωνή και τούπε «Καλό- |
|||
» τυχη η κοιλιά που σε βάσταξε κι’ ο κόρφος που βύ- |
|||
» ζαξες». Κι' εκείνος είπε «Κάλλια καλότυχοι όσοι |
|||
» ακούν το λόγο του Θεού και τον κρατούν». |
|||
83. Κι' ενώ πύκνωναν τα πλήθη, άρχισε και τους |
|||
είπε «Κακή 'ναι η φύτρα αυτή• σημάδι ζητά, και ση- |
|||
» μάδι δε θαν της δοθεί εξόν το σημάδι του Ιωνά. |
|||
» Γιατί όπως των Νινευειτών τους έγινε σημάδι ο Ιω- |
|||
» νάς, έτσι θα γίνει και σ' αυτή τη φύτρα ο γιος τ' αν- |
|||
» θρώπου. Βασίλισσα νότου θα σηκωθεί στην κρίση |
|||
» μαζί μ' αυτής της φύτρας τους ανθρώπους και θαν |
|||
» τους καταδικάσει, γιατί ήρθε από τα πέρατα της |
|||
» γης ν' ακούσει τη σοφία του Σολομώνα, και να πιο |
|||
» πολύ από Σολομώνα εδώ• Νινευείτες θ' αναστηθούνε |
|||
» στην κρίση μαζί μ' αυτή τη φύτρα και θαν την κα |
|||
» ταδικάσουν, τι μετανιώσανε με το κήρυγμα του |
|||
» Ιωνά, και να πιο πολύ από Ιωνά εδώ. |
|||
84. » Κανείς π' ανάψει λύχνο δεν τόνε βάζει σε κρυ- |
|||
» ψώνα, μήτε στο κοιλό από κάτου, μόνε στο λυχνο- |
|||
» στάτη απάνου για να βλέπουνε το φως όσοι μπαί- |
|||
» νουν. Ο λύχνος του κορμιού 'ναι το μάτι σου. Όταν |
|||
» το μάτι σου είναι αθώο, κι’ όλο το κορμί 'ναι φω- |
|||
» τεινό• μα όταν είναι αχαμνό, είναι και το κορμί σου |
|||
» σκοτεινό. Σκέψου λοιπόν το φως το μέσα σου μήπως |
|||
» είναι σκοτάδι. Λοιπόν αν όλο σου το κορμί 'ναι φω- |
|||
» τεινό δίχως μέρος σκοτεινό, θάναι φωτεινό όλο κα- |
|||
» θώς ότα με τη λάμψη [του] σε φωτίζει ο λύχνος». |
|||
85. Κι' αφού μίλησε, τον προσκαλά ένας Φαρισαίος |
|||
να δειπνήσει σπίτι του• και σα μπήκε μέσα, κάθησε |
|||
[να φάει]. Κι' ο Φαρισαίος είδε κι’ απόρησε που πρώτα |
|||
δε νίφτηκε πριν το δείπνο. Κι' ο Κύριος τούπε «Εσείς |
|||
» τώρα οι Φαρισαίοι παστρεύετε απ' όξω το ποτήρι και |
|||
» σκουτέλλι, και το μέσα σας είναι αρπαγή γιομάτο |
|||
» και κακία. Λωλοί, όπιος έκανε τ' απ' όξω, δεν έκανε |
|||
» και τ' από μέσα; Όμως τα μέσα δώστε ελεημοσύνη, |
|||
» κι’ όλα θα σας είναι καθαρά. Όμως αλίμονό σας, |
|||
» Φαρισαίοι, γιατί δίνετε το δέκατο από το διόσμο και |
|||
» τον πήγανο και κάθε χόρτο, και το δίκιο παραβλέ- |
|||
» πετε και την αγάπη του Θεού. Μα [κι’] αυτά να |
|||
» κάνετε έπρεπε κι’ εκείνα να μην αφίστε. 86. Αλί- |
|||
» μονό σας, Φαρισαίοι, γιατί αγαπάτε τα πρωτοστά- |
|||
» σιδα μέσα στα συναγώγια και τους χαιρετισμούς στις |
|||
» αγορές. Αλίμονό σας, γιατί είστε σαν τους τάφους |
|||
» που δε φαίνουνται, κι’ οι ανθρώποι τους πατούν και |
|||
» δεν το ξέρουν». Κι' ένας Νομοσπούδαστος αποκρίθη |
|||
και του λέει «Δάσκαλε, μας προσβάλλεις, έτσι που |
|||
» μιλάς». Κι' εκείνος είπε «Αλίμονό σας, εσάς Νόμο- |
|||
» διάβαστοι, γιατί φορτώνετε τους ανθρώπους φορτώ- |
|||
» ματα αβάσταχτα, μα εσείς οι ίδιοι μ' ένα σας δά- |
|||
» χτύλο δεν αγγίζετε τα φορτώματα. 87. Αλίμονο |
|||
» σας, γιατί χτίζετε τα μνήματα των προφητών, κι’ οι |
|||
» πατέρες σας τους σκότωσαν. Λοιπόν [τα] παραδέ- |
|||
» χεστε κι’ εγκρίνετε τα έργα των πατέρων σας, γιατί |
|||
» αυτοί τους σκότωσαν κι’ εσείς [τους] χτίζετε [τά- |
|||
» φους]. Για τούτο είπε κι’ η σοφία του Θεού '' Θαν τους |
|||
» στείλω προφήτες κι’ αποστόλους, και μερικούς τους |
|||
» θα σκοτώσουν και θα κατατρέξουν, έτσι για να δώ- |
|||
» σει λόγο ετούτη η γενεά για ολωνών των προφητών |
|||
» το αίμα, όσο χύθηκε από το θεμέλιωμα του κόσμου |
|||
» από το αίμα τ' Άβελ ως στο αίμα του Ζαχαρία, |
|||
» που σκοτώθη ανάμεσα από το θυσιαστήρι κι’ ιερό. '' |
|||
» Ναι σας λέω, ετούτη η γενεά θα δώσει λόγο. 88. |
|||
» Αλίμονό σας, Νομοδιάβαστοι, γιατί πήρατε το κλειδί |
|||
» της μάθησης• εσείς δε μπήκατε, κι’ όσους μπαίνανε |
|||
» αμποδίσατε». |
|||
Κι' από κει σα βγήκε, άρχισαν οι διαβασμένοι κι’ οι |
|||
Φαρισαίοι και τον ενοχλούσαν υπερβολικά, και τον |
|||
πολυξέταζαν παραμονεύοντάς τον πώς να πιάσουν τί- |
|||
ποτα από το στόμα του. |
|||
Στο μεταξύ μαζεύτηκε χιλιάδες κόσμος, τόσο που |
|||
πατούσε ο ένας τον άλλο, κι’ άρχισε τότες κι’ έλεγε |
|||
στους μαθητάδες του «Πρώτα προσέχετε από το ζυ- |
|||
» μάρι — πούναι υποκρισία — των Φαρισαίων. Και τί- |
|||
» ποτα δεν έχει σκεπασμένο που δε θα ξεσκεπαστεί, |
|||
» και κρυφό που δε θα μαθευτεί. Γι' αυτό όσα είπατε |
|||
» στο σκοτάδι, θ' ακουστούν στο φως• κι’ ό,τι μιλή- |
|||
» σατε στ' αυτί μέσα στα κελλιά σας, θα κηρυχτεί |
|||
» απάνου από δώματα. |
|||
» Και σας λέω εσάς των φίλων μου. Μη φοβάστε |
|||
» όσους σκοτώνουν το κορμί, κι’ έπειτα παρακεί δεν |
|||
» έχουν τίποτα να κάνουν. Μόνε θα σας πω πιόνε να |
|||
» φοβάστε• να φοβάστε εκείνον, που σα θανατώσει έχει |
|||
» εξουσία να ρήξει στη γέεννα. Ναι σας λέω, εκείνον |
|||
» να φοβάστε. Πέντε σπουργίτια δεν τα πουλούνε διο |
|||
» ασσάρια; Κι' ένα τους δεν είναι ξεχασμένο απ' το |
|||
» Θεό. Όμως εσάς κι’ οι τρίχες της κεφαλής σας είναι |
|||
» μετρημένες όλες. Μη φοβάστε• πολλά σπουργίτια |
|||
» υπερτεράτε εσείς. |
|||
» Και σας λέω, όπιος με παραδεχτεί μπροστά στους |
|||
» ανθρώπους, κι’ ο γιος τ' ανθρώπου θαν τον παραδε- |
|||
» χτεί μπροστά στους αγγέλους του Θεού• κι’ όπιος |
|||
» μ' αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, άρνηση θα |
|||
» βρει μπροστά στους αγγέλους του Θεού. Κι' όπιος |
|||
» κακολογήσει το γιο τ' ανθρώπου, θαν του συχωρεθεί• |
|||
» μα όπιος ασεβήσει στο πνέμα τ' άγιο, δε θαν του |
|||
» συχωρεθεί. |
|||
» Κι' ότα σας πάνε σε συναγώγια και σ' αρχές και |
|||
» σ' εξουσίες, μη φροντίστε πώς ή τι θ' απολογηθείτε |
|||
» ή τι θα πείτε, γιατί τ' άγιο Πνέμα θα σας μάθει |
|||
» εκείνη τη στιγμή τι πρέπει να πείτε». |
|||
89. Κι' ένας από το πλήθος τούπε «Δάσκαλε, πες |
|||
» τ' αδερφού μου να μοιράσει μαζί μου την κληρονο- |
|||
» μιά». Κι' εκείνος τούπε «Άνθρωπε, πιος μ' έβαλε |
|||
» κριτή σας ή μοιραστή;» Και τους είπε «Προσέ- |
|||
» χετε και φυλάγεστε από κάθε αχορτασιά• τι από τα |
|||
» πλούτη σου δε ζεις, κι’ ας έχεις πλησμονή». |
|||
90. Και τους είπε μια παραβολή λέγοντας «Ενός |
|||
» ανθρώπου πλούσιου ευτύχησαν τα χωράφια, και λο- |
|||
» γάριαζε μέσα του κι’ έλεγε Τι να κάνω; γιατί δεν |
|||
» έχω πού να βάλω τους καρπούς μου. Κι' είπε |
|||
» Αυτό θα κάνω. θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και |
|||
» θα χτίσω πιο μεγάλες, και θα βάλω εκεί όλο το |
|||
» στάρι και τ' αγαθά μου, και θα πω της ψυχής μου |
|||
» Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά σοδιασμένα για χρόνια |
|||
» πολλά• ξεκουράζου, φάγε, πιες, ξεφάντωνε. Όμως |
|||
» είπε του ο Θεός Άνθρωπε ασυλλόγιστε, αυτή τη νύ- |
|||
» χτα σου ζητούν την ψυχή σου, κι’ όσα ετοίμασες |
|||
» πιανού θα μείνουν; Έτσι όπιος θησαυρίζει για τον |
|||
» ίδιο και δεν πλουτά για το Θεό». Κι' είπε στους |
|||
μαθητάδες του «Γι' αυτό σας λέω• μη φροντίζετε για |
|||
» τη ζωή τι θα φάτε, μήτε για το σώμα σας τι θα |
|||
» φορέστε, γιατί η ζωή 'ναι πιο πολύ από τη θροφή, |
|||
» και το σώμα από το φόρεμα. Παρατηρήστε τους |
|||
» κόρακες πώς δε σπαίρνουνε μήτε θερίζουν, που δεν |
|||
» έχουνε κελλάρι μήτ' αποθήκη, κι’ ο Θεός τους θρέ- |
|||
» φει• πόσο εσείς αξίζετε παραπάνου από πετούμενα; |
|||
» Και πιος σάς φροντίζοντας μπορεί στα χρόνια του |
|||
» μια πήχη να βάλει παραπάνου; Α λοιπόν ουδέ το |
|||
» ελάχιστο δε μπορείτε, τι φροντίζετε για τ' άλλα; |
|||
» Παρατηρήστε τους κρίνους πως γίνουνται• δε δου- |
|||
» λεύουνε μήτε γνέθουν• όμως σας λέω, κι’ ο Σολομώ- |
|||
» νας μέσα σ' όλη του τη δόξα σαν κανένα τους δε φό- |
|||
» ρεσε στολή. Κι' α στον κάμπο το χορτάρι πούναι σή- |
|||
» μέρα και ταχιά το ρήχνουνε σε φούρνο, έτσι ο Θεός |
|||
» το στολίζει, πόσο πιότερο εσάς, λιγόπιστοι; Και μη |
|||
» ζητάτε εσείς τι θα φάτε ή τι θα πιείτε, και μη δια- |
|||
» σκεδάζετε (γιατί όλα αυτά τα ζητούνε οι εθνικοί του |
|||
» κόσμου), κι’ ο πατέρας σας ξέρει πως σας χρειάζουν- |
|||
» ται. Μόνε ζητάτε τη βασιλεία του, κι’ αυτά θα σας |
|||
» δοθούνε μαζί. |
|||
91. «Μη φοβάσαι, κοπαδάκι [μου],τι όρισε ο πα- |
|||
» τέρας σας να σας δώσει τη βασιλεία. Πουλήστε το |
|||
» ό,τι έχετε και δώστε ελεημοσύνη. Φτιάστε σας απά- |
|||
» λιωτα πουγγιά, αστέρευτο θησαυρό στα ουράνια, |
|||
» όπου κλέφτης δε ζυγώνει και σκουλήκι δε χαλνά. |
|||
» Γιατί όπου 'ναι ο θησαυρός σας, εκεί θάναι κι’ η |
|||
» καρδιά σας. |
|||
92. »Ας είναι η μέση σας ζωσμένη κι’ αναμένα |
|||
» τα λυχνάρια, κι’ εσείς σαν τους ανθρώπους που προ- |
|||
» σμένουν τον αφέντη τους πότε θα γλυτώσει από το |
|||
» γάμο, που σαν έρθει και χτυπήσει, αμέσως ναν τ' α- |
|||
» νοίξουν. Καλότυχοι 'ναι οι σκλάβοι εκείνοι, που όταν |
|||
» έρθει ο αφέντης, θαν τους βρει πως αγρυπνούν• αλη- |
|||
» θινά σας λέω, πως θα ζωστεί και [να φάνε] θαν τους |
|||
» καθίσει, και θα πάει ναν τους υπερετήσει. Κάνε στη |
|||
» δεύτερη έρθει κάνε στην τρίτη τη [νυχτο]φρουρά και |
|||
» τους εύρει έτσι, καλότυχοι 'ναι εκείνοι. Μα μάθετε |
|||
» το αυτό, πως αν ο νοικοκύρης ήξερε τι ώρα φτάνει |
|||
» ο κλέφτης, θ' αγρύπναε και δεν άφινε ναν του τρυ- |
|||
» πήσουνε το σπίτι. Ετοιμάζεστε κι’ εσείς, γιατί την |
|||
» ώρα που δεν καρτεράτε φτάνει ο γιος τ' ανθρώπου». |
|||
Κι' ο Πέτρος είπε «Για μας αυτή την παραβολή τη |
|||
» λες ή και για όλους;» 93. Κι' ο Κύριος είπε «Πιος |
|||
» άραγε είναι ο επιστάτης ο πιστός ο φρόνιμος, που |
|||
» θαν τόνε διορίσει ο αφέντης κεφαλή των δούλων του |
|||
» για να δίνει το ψωμί στην ώρα [τους]; Χαρά στο |
|||
» σκλάβο εκείνο, που σαν έρθει ο αφέντης του, θα βρει |
|||
» τον πως το κάνει. Αληθινά σας λέω πως σ' όλα τα |
|||
» υπάρχοντά του θαν τόνε διορίσει κεφαλή. Αν όμως |
|||
» πει μέσ' στην καρδιά του αυτός ο σκλάβος Αργεί ο |
|||
» αφέντης μου να φτάσει, κι’ αρχίσει να χτυπά τους |
|||
» δούλους και τις δούλες, κι’ αν τρώει και πίνει και |
|||
» μεθά, θα φτάσει αυτού του σκλάβου ο αφέντης την |
|||
» ημέρα που δεν καρτερά και την ώρα που δεν ξέρει, |
|||
» και διο κομάτια θαν τον κόψει, βάζοντάς τον στη |
|||
» σειρά των άπιστων. Και σκλάβος που γνωρίζοντας |
|||
» το θέλημα τ' αφεντικού του δεν ετοίμασε ή δεν έκανε |
|||
» κατά το θέλημά του, θα δαρθεί πολύ• μα εκείνος που |
|||
» δεν τόξερε, κι’ αν έκαμε ό,τι αξίζει ξύλο, λίγο θα |
|||
» δαρθεί. Και σ' όπιονε δόθηκε πολύ, πολύ θαν του |
|||
» ζητήσουν και σ' όπιον πρόσφεραν πολύ, πιο πολύ |
|||
» θαν του γυρέψουν. |
|||
94. » Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη, και τι θέλω |
|||
» αν άναψε κι’ όλας; Και βάφτισμα έχω να βαφτι- |
|||
» στώ, και τι στενονωριέμαι ως που να γίνει; θαρ- |
|||
» ρείτε πως ειρήνη ήρθα να δώκω εδώ στη γη; Όχι |
|||
» σας λέω, μόνε χωρισμό. Γιατί από τώρα θάναι πέντε |
|||
» μέσα σ' ένα σπίτι χωρισμένοι• τρεις με διο και διο |
|||
» με τρεις θα χωριστούν, πατέρας με το γιο και γιος |
|||
» με τον πατέρα, μάννα με την κόρη και κόρη με τη |
|||
» μάννα, πεθερά με τη νύφη της και νύφη με την |
|||
» πεθερά». |
|||
95. Κι' έλεγε και στα πλήθη «Σα δείτε σύννεφο |
|||
» που προβάλλει δυτικά, λέτε ευτύς πως έρχεται βρο- |
|||
» χή, και γίνεται έτσι• κι’ ότα [δείτε] που φυσά νο- |
|||
» τιάς, λέτε πως θα γίνει κάψα, και γίνεται. Υποκρι- |
|||
» τάδες, της γης και τ' ουρανού το πρόσωπο ξέρετε να |
|||
» κρίνετε, μα τον τωρινόν καιρό πώς δεν ξέρετε να κρί- |
|||
» νετε; Και γιατί και μόνοι σας δε βρίσκετε το σωστό; |
|||
» Τι καθώς πας με τον αντίδικό σου σ' αστυνόμο, στο |
|||
» δρόμο πάσκισε ναν τον ξεκάνεις, μήπως σε σήρει σε |
|||
» κριτή κι’ ο κριτής σε παραδώσει του κλητήρα κι’ ο |
|||
» κλητήρας σε βάλει φυλακή. Σου λέω, δε θα βγεις |
|||
» από κει ως να γυρίσεις και το τελευταίο λιανό». |
|||
96. Κι' ήρθαν τότες μερικοί πληροφορώντας τον |
|||
για τους Γαλιλαίους, που το αίμα τους τόσμιξε ο |
|||
Πειλάτος με τις θυσίες τους. Κι' αποκρίθη και τους |
|||
είπε «Θαρρείτε πως οι Γαλιλαίοι αυτοί 'ταν πιο α- |
|||
» μαρτωλοί παρά όλοι οι άλλοι Γαλιλαίοι γιατί τά- |
|||
» παθαν αυτά; Όχι σας λέω• παρά α δε μετανιώ- |
|||
» στε, όλοι παρόμια θα χαθείτε. Ή εκείνοι οι δεκοχτώ |
|||
» που τους πλάκωσε στο Σιλωάμ ο πύργος και τους |
|||
» σκότωσε, θαρρείτε πως αυτοί πιο πολύ αμάρτησαν |
|||
» παρ' όλοι οι άλλοι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ; Όχι |
|||
» σας λέω• παρά α δε μετανιώστε, όλοι το ίδιο θα |
|||
» χαθείτε». Κι' έλεγε αυτή την παραβολή «Είχε ένας |
|||
» μια συκιά φυτεμένη μέσ' στ' αμπέλι του, κι’ ήρθε |
|||
» και γύρευε στη συκιά καρπό και δε βρήκε. Κι' είπε |
|||
» στον αμπελουργό Νά τρία χρόνια τώρα έρχουμαι |
|||
» και ζητώ σ' ετούτη τη συκιά καρπό, και δε βρίσκω• |
|||
» κόψ' την, τι ν' αμποδίζει και τη γη; Κι' εκείνος απο- |
|||
» κρίθη και του λέει Αφέντη, άφισ' την κι’ αυτόν το |
|||
» χρόνο, ως που να σκάψω γύρω και ναν την κοπρί- |
|||
» σω• κι’ αν κάνει του λοιπού καρπό, [καλά]• ειδεμή, |
|||
» την κόβεις». |
|||
97. Κι' έτυχε σαββάτο να διδάσκει σ' ένα συνα- |
|||
γώγι. Και να γυναίκα πούχε πνέμα αρρώστιας δεκο- |
|||
χτώ χρόνια, κι’ έσκυβε και δε μπορούσε να σταθεί ίσια |
|||
ολότελα. Και σαν την είδε ο Ιησούς, την έκραξε και |
|||
της είπε «Γυναίκα, λύθηκες από την αρρώστια σου». |
|||
Κι' έβαλε απάνου της τα χέρια του, κι’ αμέσως στά- |
|||
θηκε ίσια και δόξαζε το Θεό. Κι' απάντησε ο αρχισυ- |
|||
νάγωγος, αγαναχτώντας που σαββάτο γιάτρεψε ο Ιη- |
|||
σούς, κι’ έλεγε του λαού πως «Έχουμε έξη μέρες που |
|||
» πρέπει να δουλεύουμε• αυτές λοιπόν πηγαίνετε για- |
|||
» τρεύεστε, κι’ όχι τη μέρα του σαββάτου». Κι' ο Κύ- |
|||
ριος του αποκρίθη κι’ είπε «Υποκριτάδες, καθένας σας |
|||
» σαββάτο δε λύνει το βόδι ή το γαϊδούρι του από το |
|||
» παχνί, και δεν το πάει και το ποτίζει; Κι' ετούτη |
|||
» κόρη τ' Αβραάμ πούδεσε ο Σατανάς δεκοχτώ χρό- |
|||
» νια τώρα, δεν έπρεπε να λυθεί από τούτο το δέσιμο |
|||
» τη μέρα του σαββάτου;» Κι' έτσι μιλώντας καταν- |
|||
τρόπιασε όλους τους αντίθετούς του, κι’ όλος ο λαός |
|||
χαιρότανε μ' όλα τα λαμπρά τα έργα πούκανε. |
|||
98. Έλεγε λοιπόν «Τι μιάζει η βασιλεία του Θεού |
|||
» και με τι ναν την παραβάλω; Μιάζει σπυρί σινάπι |
|||
» που το πήρε και φύτεψε ένας άνθρωπος στο περιβόλι |
|||
» του• και μεγάλωσε κι’ έγινε δέντρο, και τα πετού- |
|||
» μενα τ' ουρανού φωλιάσανε μέσα στα κλαδιά του». |
|||
Και πάλι είπε «Με τι να παραβάλω τη βασιλεία του |
|||
» Θεού; Μιάζει προζύμι που το πήρε μια γυναίκα κι’ |
|||
» έχωσε σε τρία σάχα αλεύρι, όσο που ανέβηκε όλο». |
|||
99. Και περνούσε χώρα χώρα και χωριό χωριό |
|||
διδάσκοντας και ταξιδεύοντας κατά την Ιερουσαλήμ |
|||
Και τούπε κάπιος «Κύριε, αν είναι λίγοι να σωθούν;» |
|||
Κι' εκείνος τους είπε «Πασκίζετε να μπείτε από τη |
|||
» στενή την πόρτα, γιατί πολλοί, σας λέω, θα ζητή- |
|||
» σουν το να μπουν, και δε θα κατορθώσουν μια κι’ ο |
|||
» νοικοκύρης σηκωθεί και κλείσει την πόρτα. Και |
|||
» θ' αρχίστε να στέκεστε όξω και να χτυπάτε την |
|||
» πόρτα λέγοντας Αφέντη, άνοιξέ μας. Και θ' απαν- |
|||
» τήσει και θα σας πει Από που είστε, δε σας ξέρω. |
|||
» Τότες θ' αρχίστε και θα λέτε Εφάγαμε μπροστά |
|||
» σου κι’ ήπιαμε και δίδαξες στις δημοσιές μας. Και |
|||
» θα πει λέγοντάς σας Από που είστε, δε σας ξέρω. |
|||
» Μακριά από μένα κάθ' εργάτης αδικίας• εκεί θάναι |
|||
» το κλάψε και το τρίξε των δοντιών, σα δείτε τον |
|||
» Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ κι’ όλους |
|||
» τους προφήτες μέσα στη βασιλεία του Θεού, κι’ εσάς |
|||
» που θα σας βγάζουν όξω. Και θάρθουνε απ' ανατολή |
|||
» και δύση και βοριά και νότο και θα κάτσουνε [να |
|||
» φαν] μέσα στη βασιλεία του Θεού. Και να είναι |
|||
» τελευταίοι που θα γίνουν πρώτοι, κι’ είναι πρώτοι |
|||
» που θα γίνουν τελευταίοι». |
|||
100. Αυτή την ώρα ήρθανε μερικοί Φαρισαίοι και |
|||
τούλεγαν «Έβγα και πήγαινε από δω, γιατί ο Η- |
|||
» ρώδης θέλει να σε θανατώσει». Και τους είπε «Να |
|||
» πάτε και να πείτε αυτής της αλεπούς Νά βγάζω |
|||
» δαιμόνια και γιατρεύω σήμερα κι’ αύριο, και την |
|||
» κατόπι μέρα γλυτώνω• όμως πρέπει σήμερα κι’ αύ- |
|||
» ριο και την κατόπι μέρα να πηγαίνω, τι δε γίνεται |
|||
» προφήτης να χαθεί όξω από την Ιερουσαλήμ. Ιε- |
|||
» ρουσαλήμ Ιερουσαλήμ εσύ που θανατώνεις τους |
|||
» προφήτες και πετροβολάς τους αποστόλους σου, |
|||
» πόσες φορές δε θέλησα να περιμάσω τα παιδιά σου, |
|||
» έτσι όπως όρνιθα τα ορνίθια της κάτου από τις φτε- |
|||
» ρούγες, και δε θελήσατε! Νά, σας παραιτούν το σπί- |
|||
» τι σας. Και σας λέω, δε θα με δείτε ως που να πείτε |
|||
» '' Βλογητός αυτός που φτάνει στ' όνομα του Κυρίου '' » |
|||
101. Και συνέβηκε, εκεί που ένα σαββάτο πήγε |
|||
σ' ενός Αρχιφαρισαίου να φάει ψωμί, αυτοί τον πα- |
|||
ραφύλαγαν. Και να ένας άνθρωπος είταν υδρωπικός |
|||
[κι’ έστεκε] μπροστά του. Κι' ο Ιησούς αποκρίθη κι’ |
|||
είπε στους Νομοσπούδαστους και στους Φαρισαίους |
|||
λέγοντας «Μπορεί κανείς σαββάτο να γιατρέψει ή |
|||
» όχι;» Κι' εκείνοι σώπασαν. Και καταπιάστη και |
|||
τόνε γιάτρεψε, και τον άφισε να φύγει. Κι' εκεινών |
|||
τους είπε «Πιανού σας γιος ή βόδι θα πέσει σε πη- |
|||
» γάδι, κι’ ευτύς δε θαν τον ανασήρτε το σαββάτο; |
|||
» Και δε μπορέσανε σ' αυτά ναν τ' απαντήσουν πίσω. |
|||
102. Κι' έλεγε στους καλεσμένους παραβολή πα- |
|||
ρατηρώντας πως διάλεγαν τα πρωτοκαθίσματα, λέ- |
|||
γοντάς τους «Ότα σε καλέσει κανείς σε γάμο, μην |
|||
» κάθεσαι στην πρώτη θέση, μήπως έχει καλεσμένο |
|||
» πιο σημαντικώτερό σου κι’ έρθει ο καλεστής σας και |
|||
» σου πει Κάνε του θέση. Και θ' αρχίσεις τότες με |
|||
» ντροπή να παίρνεις τη στερνή τη θέση. Μόνε όταν |
|||
» καλεστείς, πήγαινε και κάτσε στη στερνή τη θέση, |
|||
» έτσι που σαν έρθει ο καλεστής σου να σου πει Φίλε, |
|||
» ανέβα παραπάνου. Τότες όλοι θα σε καμαρώσουν οι |
|||
» συντράπεζοί σου. Γιατί όπιος ανυψώνεται θα χα- |
|||
» μηλωθεί, κι’ όπιος χαμηλώνεται θ' ανυψωθεί». Κι' |
|||
έλεγε στον καλεστή του «Σαν κάνεις τραπέζι την |
|||
» αυγή ή το βράδυ, μη φωνάζεις τους φίλους σου |
|||
» μηδέ τους αδερφούς σου μηδέ τους συγγενήδες σου |
|||
» μηδέ γειτόνους πλούσιους, μήπως σε καλέσουνε κι’ |
|||
» αυτοί κι’ ανταποδοθεί σου. Μόνε σαν κάνεις κάλεσμα, |
|||
» φώναζε φτωχούς, σακάτηδες, κουτσούς, στραβούς, |
|||
» και χαρά σ' εσένα που δεν έχουν να σ' ανταποδώ- |
|||
» σουν τι θ' ανταποδοθεί σου όταν αναστηθούν οι ά- |
|||
» γιοι». Κι' ένας συντράπεζος, σαν τ' άκουσε, του |
|||
είπε «Χαρά 'στον που θα φάει ψωμί μέσα στη βασιλεία |
|||
» του Θεού». Κι' εκείνος τούπε «Ένας άνθρωπος |
|||
» έκανε τραπέζι μεγάλο και κάλεσε πολλούς. Κι' έ- |
|||
» στειλε το σκλάβο του την ώρα του φαγιού να πει των |
|||
» καλεσμένων Ελάτε, γιατί 'ναι τώρα έτοιμα. Κι' αρ- |
|||
» χίσανε όλοι μονομιάς ναν τον παρακαλούνε ναν τους |
|||
» αφίσει. Ο πρώτος τούπε Χωράφι αγόρασα, κι’ έ- |
|||
» χω ανάγκη να πάω όξω ναν το δω• παρακαλώ σε, |
|||
» ξέγραψέ με. Κι' άλλος είπε Βόδια αγόρασα, πέντε |
|||
» ζευγάρια, και πηγαίνω ναν τα δοκιμάσω• παρα- |
|||
» καλώ σε, ξέγραψέ με. Κι' άλλος είπε Γυναίκα πήρα, |
|||
» και για τούτο δε μπορώ ναρθώ. Κι' ήρθε ο σκλά- |
|||
» βος και τα δηγήθηκε τ' αφεντικού του. Τότες ο νοι- |
|||
[λείπει η σελίδα 182-183] |
|||
» του με το να ζει παράλυτα. Και σαν τα ξόδιασε |
|||
» όλα, έγινε πείνα δυνατή σ' αυτόν τον τόπο, κι’ άρ- |
|||
» χισε εκείνος να μην έχει. Και πήγε προσκολλήθηκε |
|||
» σ' έναν από τους κατοίκους του τόπου εκείνου, και |
|||
» τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Και |
|||
» λαχταρούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα πού- |
|||
» τρωγαν οι χοίροι, και δεν τούδινε κανείς. Κι' ήρθε |
|||
» στο νου του κι’ είπε Πόσοι εργάτες του πατέρα μου |
|||
» περισσεύουν το ψωμί, όμως εγώ πεθαίνω εδώ της |
|||
» πείνας. Θα σηκωθώ και θενά σήρω στον πατέρα μου |
|||
» και θαν του πω Πατέρα, έφταιξα στον ουρανό και |
|||
» σε λόγου σου, δεν αξίζω πια να με λένε γιο σου• |
|||
» κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου. Και σηκώ- |
|||
» θηκε και πήγε στον πατέρα του. Κι' ενώ 'ταν πέρα |
|||
» ακόμα, τον είδε ο πατέρας του και τόνε σπλαχνίστη, |
|||
» κι’ έτρεξε έπεσε στο λαιμό του και τον καταφίλησε. |
|||
» Κι' ο γιος [του] τούπε Πατέρα, έφταιξα στον ουρανό |
|||
» και σε λόγου σου, δεν αξίζω πια να με λένε γιο σου• |
|||
» κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου. Κι' ο πατέ |
|||
» ρας είπε στους σκλάβους του Γλήγορα βγάλτε τη |
|||
» φορεσιά την πρώτη και ντύστε τον, και δώστε δαχ- |
|||
» τυλίδι για το χέρι του και σαντάλια για τα πόδια, |
|||
» και φέρτε σφάξτε το μοσκάρι το θρεφτό• κι’ ας φά- |
|||
» με, ας ξεφαντώσουμε. Τι αυτός ο γιος μου πεθαμέ- |
|||
» νος είταν κι’ έζησε, χαμένος είτανε και βρέθηκε. Κι' |
|||
» αρχίσανε να ξεφαντώνουν. Κι' είταν ο γιος του ο πιο |
|||
» μεγάλος στο χωράφι. Και καθώς γύριζε και ζύγωνε |
|||
» στο σπίτι, άκουσε τραγούδια και χορούς• και κρά- |
|||
» ζοντας ένα κοπέλλι το ρωτούσε το τι τάχα νάναι |
|||
» αυτά. Κι' εκείνος τούπε πως Ο αδερφός σου ήρθε, |
|||
» κι’ έσφαξε ο πατέρας σου το μοσκάρι το θρεφτό |
|||
» τι πίσω τόνε δέχτηκε καλά• Και θύμωσε και μέ- |
|||
» σα δεν ήθελε να μπει. Κι' ο πατέρας του βγήκε |
|||
» και τον παρακαλούσε. Κι' εκείνος αποκρίθη κι’ είπε |
|||
» του πατέρα του Νά τόσα χρόνια σε δουλεύω και πο- |
|||
» τές μου προσταγή σου δεν παράβηκα, και δε μού- |
|||
» δωκες ποτές σου εμένα γίδι να ξεφαντώσω με τους |
|||
» φίλους μου• μα μόλις ήρθε ο γιος σου αυτός που σού- |
|||
» φαγε το βιος με πόρνες, τούσφαξες το θρεφτό μο- |
|||
» σκάρι. Κι' εκείνος τούπε Παιδί μου, εσύ πάντα 'σαι |
|||
» μαζί μου κι’ όλα τα δικά μου ναι δικά σου• μα να |
|||
» ξεφαντώσουμε έπρεπε και να χαρούμε, τι αυτός ο |
|||
» αδερφός σου πεθαμένος είταν κι έζησε, και χαμένος |
|||
» και βρέθηκε». |
|||
106. Κι' έλεγε και στους μαθητάδες «Είταν ένας |
|||
» πλούσιος πούχε επιστάτη, και του τον καταλάλησαν |
|||
» πως σκόρπαε τα υπάρχοντά του. Και τόνε φώναξε |
|||
» και τούπε Τι 'ναι αυτά π' ακούω για σένα; Δώσε |
|||
» μου λόγο της επιστασίας σου, τι δεν έχει πια να |
|||
» επιστατήσεις. Κι' ο επιστάτης είπε μέσα του Τι να |
|||
» κάνω που ο αφέντης μου μού παίρνει την επιστα- |
|||
» σία; Να σκάψω δε βαστώ και να ζητιανεύω ντρέ- |
|||
» πουμαι. Ξέρω τι θα κάνω, που σα χάσω την επι- |
|||
» στασία να με πάρει ο κόσμος σπίτι τους. Κι' έκραξε |
|||
» έναν έναν τ' αφεντικού του τους χρεώστες, κι έλεγε |
|||
» του πρώτου Πόσα χρωστάς τ' αφέντη μου: Κι' ε- |
|||
» κείνος είπε Εκατό πιθάρια λάδι. Κι' εκείνος τούπε |
|||
» Λάβε την απόδειξή σου και κάτσε γράψε γλήγορα |
|||
» πενήντα. Έπειτα είπε σ' έναν άλλον Κι' εσύ πόσα |
|||
» χρωστάς; Κι' εκείνος είπε Εκατό κοίλα στάρι. Του |
|||
» λέει Λάβε την απόδειξή σου και γράψε ογδόντα. Και |
|||
» παίνεσε ο αφέντης τον άτιμο επιστάτη πως φρόνιμα |
|||
» έκανε, τι αυτού του κόσμου οι γιοι είναι γνωστικώ- |
|||
» τεροι πιο πολύ από του φωτός τους γιους στα χρό- |
|||
» νια τα δικά τους. Κι' εγώ σας λέω, κερδίστε φίλους |
|||
» μ' έξοδα του μαμωνά του άδικου, που ότα σωθεί [ο |
|||
» μαμωνάς] να σας δεχτούνε στα παντοτινά καλύβια. |
|||
» Ο πιστός σε λιγώτατο, και σε πολύ 'ναι πιστός• κι’ |
|||
» ο άτιμος σε λιγώτατο, και σε πολύ 'ναι άτιμος. Λοι- |
|||
» πόν α δε φανήκατε πιστοί στο μαμωνά τον άδικο, |
|||
» τον αληθινό πιος θα σας τόνε μπιστευτεί; Κι' α με |
|||
» τον ξένο δε φανήκατε πιστοί, πιος θα σας δώσει το |
|||
» δικό σας; 107. Κανένας δούλος δε μπορεί διο αφεν- |
|||
» τάδες να δουλεύει, γιατί ή τον ένα θα μισήσει και |
|||
» τον άλλο θ' αγαπήσει, ή στον ένα θα προσκολληθεί |
|||
» και τον άλλο θ' αψηφίσει. Δε μπορείτε Θεό να δου- |
|||
» λεύετε και Μαμωνά». |
|||
Κι' ακούγανε όλα αυτά οι Φαρισαίοι, ανθρώποι |
|||
φιλοχρήματοι, και τον περιγελούσαν. Και τους είπε |
|||
« Εσείς κάνετε τους άγιους μπροστά στους ανθρώπους, |
|||
» μα ο Θεός γνωρίζει την καρδιά σας• γιατί ό,τι ανυ- |
|||
» ψώνει ο άνθρωπος σιχαίνεται ο Θεός. |
|||
108. » Ο Νόμος κι’ οι Προφήτες ως στον Ιωά- |
|||
» νη• από τότες κηρύχνεται το καλό το μήνημα της |
|||
» βασιλείας του Θεού κι’ όλοι βιάζουνται να μπουν. |
|||
» Όμως ευκολώτερό 'ναι να περάσει ο ουρανός κι’ η |
|||
» γη παρά να πέσει μια γραμμίτσα του Νόμου. |
|||
» Όπιος χωρίζει τη γυναίκα του και παίρνει άλλη, |
|||
» μοιχεύει• κι’ όπιος παίρνει χωρισμένη από τον άντρα |
|||
» της, μοιχεύει. |
|||
109. » Κι' ένας άνθρωπος είταν πλούσιος και φόραε |
|||
» στολή βυσσινιά και λινή, ξεφαντώνοντας καθεμέρα |
|||
» μεγαλόπρεπα. Κι' ένας φτωχός μ' όνομα Λάζαρος |
|||
» κοίτουνταν κοντά στην αυλόπορτα του πληγιασμένος |
|||
» και λαχταρώντας να χορτάσει μ' όσα πέφτανε από |
|||
» το τραπέζι του πλούσιου• μα [αντίς] κι’ οι σκύλοι |
|||
» πήγαιναν κι έγλυφαν τις πληγές του. Κι' έτυχε ο |
|||
» φτωχός να πεθάνει και ναν τον παν οι αγγέλοι στον |
|||
» κόρφο του Αβραάμ. Και πέθανε κι’ ο πλούσιος και |
|||
» τον έθαψαν. Και μέσ' στον Άδη σήκωσε τα μάτια |
|||
» εκεί που βασανίζουνταν, και βλέπει πέρα τον Α- |
|||
» βραάμ και μέσ' στον κόρφο του το Λάζαρο• και φώ- |
|||
» ναξε κι’ είπε Πατέρα Αβραάμ λυπήσου με και στεί- |
|||
» λε το Λάζαρο να βρέξει την άκρη του δάχτυλού του |
|||
» νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, τι τυραννιού- |
|||
» μαι μέσα σ' αυτή τη φλόγα. Κι' είπε ο Αβραάμ |
|||
» Παιδί [μου], μην ξεχνάς πως χάρηκες τ' αγαθά σου |
|||
» στη ζωή σου, κι’ ο Λάζαρος το ίδιο τα κακά• και |
|||
» τώρα [εκείνος] έχει εδώ παρηγοριά, κι’ εσύ καημούς. |
|||
» Κι' έπειτα μεταξύ σ' εμάς κι’ εσάς είναι στυλωμένο |
|||
» βάραθρο μεγάλο, που όσοι θέλουν να διαβούνε από |
|||
» δω σ' εσάς να μη μπορούνε, μηδέ να διαπεράσουν |
|||
» από εκεί σ' εμάς. Κι' είπε Σε παρακαλώ λοιπόν, |
|||
» πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, γιατί |
|||
» έχω πέντε αδέρφια, για να τους φωτίσει, που να μην |
|||
» έρθουνε κι’ εκείνοι σ' αυτόν τον τόπο του βασανισμού. |
|||
» Κι' ο Αβραάμ λέει Έχουνε το Μωυσή και τους |
|||
» Προφήτες• εκείνους ας ακούσουν. Κι' εκείνος είπε |
|||
» Όχι, πατέρα Αβραάμ παρά αν κανένας πάει απ' |
|||
» τους νεκρούς, θα μετανιώσουν. Και τούπε Α δεν |
|||
» ακούν το Μωυσή και τους Προφήτες, μηδ' αν κα- |
|||
» νείς αναστηθεί από τους νεκρούς δε θα πειστούνε». |
|||
110. Κι' είπε στους μαθητάδες του «Δε γίνεται το |
|||
» να μην έρθουν οι πειρασμοί, Όμως αλίμονό του που |
|||
» τους κάνει κι έρχουνται. Πιο του συφέρνει αν έχει |
|||
» μια μυλόπετρα τριγύρω στο λαιμό του κι’ είναι πε- |
|||
» ταγμένος στο γιαλό, παρά το να πειράξει έναν από |
|||
» τους μικρούς αυτούς. Προσέχετε. Α φταίξει ο α- |
|||
» δερφός σου, μάλωσέ τον• κι’ α μετανιώσει, άφισέ τον. |
|||
» Κι' αν την ημέρα εφτά φορές σου φταίξει κι’ εφτά |
|||
» φορές γυρίσει πίσω λέγοντάς σου Μετανιώνω, άφισέ |
|||
» τον». |
|||
111. Κι' οι Αποστόλοι είπαν του Κυρίου «Δώσε |
|||
» μας πίστη». Κι' ο Κύριος είτε «Αν είχατε πίστη |
|||
» σα σπυρί σινάπι, θα λέγατε εκείνης της συκιάς Ξερ- |
|||
» ριζώσου και φυτέψου μέσ' στη θάλασσα, και θα σας |
|||
» άκουγε. Και πιος σας έχει σκλάβο οργωτή ή βοσκό, |
|||
» και σα γυρίσει απ' το χωράφι, αμέσως θαν του πει |
|||
» Πέρνα και κάθησε [να φας], μόνε δε θαν του πει |
|||
» Ετοίμασέ μου να δειπνήσω, και ζώσου κι’ υπερέτα |
|||
» με ως να φάω και πιώ, κι’ ύστερα τρως [κι’] εσύ και |
|||
» πίνεις; Μήπως του χρωστά του σκλάβου χάρη πού- |
|||
» κανε την προσταγή [του]; Έτσι κι’ εσείς, σαν κά- |
|||
» νετε όλα που σας προσταχτούν, να λέτε πως Είμα- |
|||
» στε άχρηστοι σκλάβοι• ό,τι έπρεπε να κάνουμε, κά- |
|||
» ναμε». |
|||
112. Και συνέβηκε, ενώ πήγαινε στην Ιερουσαλήμ, |
|||
περνούσε μέσα από τη Σαμάρεια και Γαλιλαία. Και |
|||
μπαίνοντας σ' ένα χωριό, απάντησε δέκα ανθρώπους |
|||
λωβιασμένους που σηκωθήκανε απ' αλάργα κι’ είπανε |
|||
με δυνατή φωνή «Ιησού αφέντη, συμπόνεσέ μας». |
|||
Και σαν τους είδε, είπε «Πηγαίνετε και δειχτείτε |
|||
» στους παπάδες». Και συνέβηκε, ενώ πήγαιναν, κα- |
|||
θαριστήκανε. Κι' ένας τους σαν είδε πως γιατρεύτηκε, |
|||
γύρισε, με φωνή μεγάλη δοξολογώντας το Θεό• κι’ έ- |
|||
πεσε πίστομα κοντά στα πόδια του και τον ευχαρι- |
|||
στούσε. Κι' είταν αυτός Σαμαρείτης. Κι' ο Ιησούς |
|||
αποκρίθη κι’ είπε «Δεν καθαρίστηκαν κι’ οι δέκα; και |
|||
» πού 'ναι οι εννιά; Δε βρέθηκε άλλος να γυρίσει και |
|||
» δοξάσει το Θεό εξόν αυτός ο ξένος;» Και τούπε |
|||
« Σήκω και πήγαινε». |
|||
113. Και τόνε ρώτησαν οι Φαρισαίοι πότε φτάνει |
|||
η βασιλεία του Θεού, και τους αποκρίθη κι’ είπε «Δε |
|||
» φτάνει με φαινόμενο η βασιλεία του Θεού, μηδέ θα |
|||
» πούνε Νά εδώ ή εκεί, γιατί να μέσα σας είναι η βα- |
|||
» σιλεία του Θεού». Κι' είπε στους μαθητάδες «Θάρ- |
|||
» θεί καιρός που θα ποθήστε να δείτε μια από τις |
|||
» ημέρες του γιου τ' ανθρώπου και δε θα βλέπετε. Και |
|||
» θα σας πούνε Νά εκεί ή να εδώ• μην τρέξτε κα- |
|||
» τόπι. Γιατί καθώς η αστραπή αστράφτει πέρα κά- |
|||
» του από τον ουρανό και λάμπει ως πέρα κάτου από |
|||
» τον ουρανό, έτσι θα γίνει με το γιο τ' ανθρώπου. |
|||
» Μα πρώτα πρέπει πολλά να πάθει, και ν' αποκηρυ- |
|||
» χτεί από τη γενεά την τώρα. Κι' όπως έγινε στον |
|||
» καιρό του Νώε, έτσι θα γίνει και στον καιρό του |
|||
» γιου τ' ανθρώπου• έτρωγαν, έπιναν, γάμους είχαν και |
|||
» παντριές, ως στην ημέρα ότα μπήκε ο Νώε στην |
|||
» κιβωτό, κι’ ήρθε ο κατακλυσμός και τους κατάστρεψε |
|||
» όλους. Το ίδιο καθώς έγινε στον καιρό του Λωτ• |
|||
» έτρωγαν, έπιναν, αγόραζαν, πουλούσανε, φυτεύανε, |
|||
» έχτιζαν• και την ημέρα ότα βγήκε ο Λωτ από τα |
|||
» Σόδομα, έβρεξε φωτιά και θιάφι από τον ουρανό |
|||
» και τους κατάστρεψε όλους• τα ίδια θα γενούν τη |
|||
» μέρα που θα φανερώνεται ο γιος τ' ανθρώπου. Τη |
|||
» μέρα εκείνη όπιος βρίσκεται στη στέγη απάνου και |
|||
» τα πράματά του μέσ' στο σπίτι, ας μην κατέβει ναν |
|||
» τα πάρει• κι’ όπιος στο χωράφι, το ίδιο ας μη γυρί- |
|||
» σει πίσω. Μην ξεχνάτε τη γυναίκα, του Λωτ. Όπιος |
|||
» ζητήσει τη ζωή του να γλυτώσει, θαν τη χάσει• |
|||
» κι’ όπιος τη χάσει, θαν τη ζωντανέψει. Σας λέω, τη |
|||
» νύχτα εκείνη διο θα βρίσκουνται σ' ένα κλινάρι απά- |
|||
» νου, ο ένας θα παρθεί μαζί κι’ ο άλλος θ' αφεθεί• διο |
|||
» θ' αλέθουνε μαζί, η μια [τους] θα παρθεί μαζί κι’ η |
|||
» άλλη θ' αφεθεί». Κι' αποκρίθηκαν και του λένε |
|||
« Πού, Κύριε;» Κι' εκείνος τους είπε «Όπου το ψο- |
|||
» φίμι, εκεί θα μαζευτούνε και τα όρνια». |
|||
114. Και τους έλεγε παραβολή για το πώς πρέπει |
|||
πάντα να προσεύκουνται δίχως ν' αποδειλιούνε, λέγον- |
|||
τας «Είτανε σε μια χώρα ένας κριτής που δε φοβούν- |
|||
» ταν το Θεό κι’ άνθρωπο δε σέβουνταν. Κι' είτανε |
|||
» στη χώρα αυτή μια χήρα, και πήγαινε και τούλεγε |
|||
» Δώσε μου το δίκιο μου από τον αντίδικο μου. Και |
|||
» καιρό δεν ήθελε. Κι' είπε κατόπι μέσα του Αν και |
|||
» δε φοβάμαι το Θεό κι’ άνθρωπο δε σέβουμαι, όμως |
|||
» γιατί με ζαλίζει καν η χήρα αυτή θαν της δώσω το |
|||
» δίκιο της, μήπως με το να έρχεται στο τέλος μ' αρ- |
|||
» ρωστήσει». Κι' είπε ο Κύριος «Τ' ακούσατε τι λέει |
|||
» ο άδικος κριτής• αμή ο Θεός δε θα δώσει το δίκιο |
|||
» τους στους εκλεχτούς του που μέρα νύχτα του φω- |
|||
» νάζουνε, και δε θάχει απομονή μαζί τους; Σας λέω |
|||
» πως θαν τους δώσει γλήγορα το δίκιο τους. Όμως |
|||
» σαν έρθει ο γιος τ' ανθρώπου, τάχα θα βρει στη γη, |
|||
» την πίστη;» |
|||
115. Κι' είπε και για μερικούς, που πίστευαν πως |
|||
είναι ενάρετοι και καταφρονούσαν τους λοιπούς, αυτή |
|||
την παραβολή «Διο ανθρώποι πήγαν απάνου στο ναό |
|||
» να προσευκηθούν, ο ένας Φαρισαίος κι’ ο άλλος τε- |
|||
» λώνης. Κι' ο Φαρισαίος στάθηκε κι’ αυτά περίκα- |
|||
» λιούνταν μέσα του Ευχαριστώ σε, Θε μου, που δεν |
|||
» είμαι σαν τους λοιπούς ανθρώπους, τους άρπαγες, |
|||
» τους άδικους, παράλυτους, ή και σαν τον τελώνη |
|||
» εκεί. Νηστεύω τη βδομάδα διο φορές, δίνω το δέ- |
|||
» κατο απ' όλα όσα κερδίζω. Όμως ο τελώνης έστεκε |
|||
» μακριά και δεν ήθελε μήτε τα μάτια να σηκώσει |
|||
» στα ουράνια, μόνε στηθοκοπιούνταν κι’ έλεγε Θε μου, |
|||
» σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό. Σας λέω, αυτός κα- |
|||
» τέβη αθωωμένος σπίτι του παρά ο άλλος, γιατί όπιος |
|||
» ανυψώνεται θα χαμηλωθεί, κι’ όπιος χαμηλώνεται |
|||
» θ' ανυψωθεί». |
|||
116. Και τούφερναν και τα μωρά για ναν τ' αγ- |
|||
γίξει• κι’ οι μαθητάδες τόδαν και τους μάλωναν. Κι' ο |
|||
Ιησούς τα φώναξε κι’ είπε «Αφίστε τα παιδάκια κι’ |
|||
» ας έρχουνται κοντά μου, και μην τ' αμποδίζετε• |
|||
» γιατί των τέτιων είναι η βασιλεία του Θεού. Αλη- |
|||
» θινά σας λέω, όπιος δε δεχτεί σαν παιδάκι τη βασι- |
|||
» λεία του Θεού, μέσα δε θα μπει». |
|||
117. Και τόνε ρώτησε ένας άρχοντας κι’ είπε «Κα- |
|||
» λέ μου δάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω |
|||
» ζωή παντοτινή;» Κι' ο Ιησούς του είπε «Τι με λες |
|||
» καλόν; Κανείς καλός εξόν ένας, ο Θεός. Τις εντολές |
|||
» τις ξέρεις• '' μη μοιχεύεις, μη σκοτώνεις, μην κλέβεις, |
|||
» μην ψευτομαρτυράς, τίμα τον πατέρα σου και τη |
|||
» μητέρα '' ». Κι' εκείνος είπε «Όλα αυτά τα φύλαξα |
|||
» από μικρός». Κι' άκουσε ο Ιησούς και τούπε «Ένα |
|||
» σου λείπει ακόμα• όλα όσα έχεις πούλατα και μοί- |
|||
» ρασέ τα σε φτωχούς — και θα λάβεις θησαυρό στα |
|||
» ουράνια — κι’ έλα ακολούθα με». Κι' εκείνος σαν τ' ά- |
|||
κουσε, καταλυπήθη γιατί είταν πλούσιος υπερβολικά. |
|||
Κι' όταν τόδε ο Ιησούς, είπε πως «Δύσκολα όσοι |
|||
» έχουνε τα πλούτη μπαίνουνε στη βασιλεία του Θεού. |
|||
» Γιατί ευκολώτερα θα μπει γκαμήλα από βελόνας |
|||
» μάτι παρ' ό,τι μπαίνει πλούσιος στη βασιλεία του |
|||
» Θεού». Κι' είπαν όσοι τ' άκουσαν «Και πιος μπορεί |
|||
» να σωθεί;» Κι' εκείνος είπε «Τ' αδύνατα με τους |
|||
» ανθρώπους δυνατά με το Θεό». Κι' ο Πέτρος είπε |
|||
» Νά, εμείς αφήκαμε τα δικά μας και σ' ακολουθή- |
|||
» σαμε». Κι' εκείνος τους είπε «Αληθινά σας λέω, |
|||
» πως κανείς δεν άφισε σπίτι ή γυναίκα ή αδερφούς ή |
|||
» γονέους ή παιδιά για τη βασιλεία του Θεού παρά θα |
|||
» λάβει πολλαπλά στον τωρινόν καιρό, και στον αιώ- |
|||
» να πούρχεται ζωή παντοτινή». |
|||
118. Και πήρε τους δώδεκα και τους είπε «Νά |
|||
» ανεβαίνουμε στην Ιερουσαλήμ και θα πάθει ο γιος |
|||
» τ' ανθρώπου όλα τα γραμένα μέσο των Προφητών. |
|||
» Τι θαν τον παραδώσουνε στους εθνικούς και θαν τον |
|||
» περιπαίξουν και ντροπιάσουνε και φτύσουν, και βουρ- |
|||
» δουλίζοντάς τον θαν τόνε σκοτώσουν, και σε τρεις |
|||
» μέρες θ' αναστηθεί». Κι' εκείνοι τίποτα απ' αυτά δεν |
|||
ένιωσαν, και τους έμενε αφανέρωτος αυτός ο λόγος και |
|||
δεν ήξεραν τι έλεγε. |
|||
119. Και συνέβη, ότα ζυγώσανε στην Ιερειχώ, |
|||
ένας τυφλός καθότανε σιμά στο δρόμο και ζητιάνευε. |
|||
Κι' αγρικώντας πλήθος που περνούσε, ρώταε τι να τρέ- |
|||
χει• και τον πληροφόρησαν πως ο Ιησούς περνάει ο |
|||
Ναζωραίος. Κι' έβαλε τις φωνές κι’ είπε «Ιησού, γιέ |
|||
» του Δαυείδ, σπλαχνίσου με». Κι' αυτοί που περπα- |
|||
τούσανε μπροστά τόνε μαλώνανε να σωπάσει• μα αυ- |
|||
τός πολύ περισσότερο φώναζε «Γιέ του Δαυείδ, σπλα- |
|||
» χνίσου με». Και στάθηκε ο Ιησούς και πρόσταξε |
|||
ναν του τον παν κοντά του. Κι' όταν ήρθε, τόνε ρώτη- |
|||
σε «Τι θέλεις να σου κάνω;» Κι' εκείνος είπε «Κύ- |
|||
» ριε, να ξαναδώ». Κι' ο Ιησούς του είπε «Να ξανα- |
|||
δείς• η πίστη σου σε γλύτωσε». Κι' είδε πάλι στη |
|||
στιγμή και τον ακολουθούσε δοξάζοντας το Θεό. Κι' |
|||
όλος ο λαός σαν τόδε, βλόγησε το Θεό. |
|||
120. Και μπήκε μέσα και περνούσε την Ιερειχώ. |
|||
Και να ένας άνθρωπος που τ' όνομά του λέγουνταν |
|||
Ζακχαίος, κι’ είταν πρωτοτελώνης κι’ είταν πλούσιος, |
|||
ζητούσε να δει τον Ιησού πιος είναι, και δε μπορούσε |
|||
από το πλήθος γιατί είχε ανάστημα κοντό. Και τρέ- |
|||
χοντας ομπρός ανέβηκε σε μια συκομουριά ναν τόνε |
|||
δει, γιατί είταν από κει να περάσει. Και σαν έφτασε |
|||
στο μέρος, σήκωσε τα μάτια ο Ιησούς και τούπε |
|||
« Ζακχαίε, κατέβα γλήγορα, πρέπει σήμερα να μείνω |
|||
» σπίτι σου». Και κατέβηκε γλήγορα και τόνε δέ- |
|||
χτηκε με χαρά. Και βλέποντάς το μουρμουρίζανε όλοι |
|||
κι’ έλεγαν πως «Μπήκε σ' ανθρώπου αμαρτωλού να |
|||
» μείνει». Κι' ο Ζακχαίος στάθηκε κι’ είπε στον Κύ- |
|||
ριο «Νά τα μισά μου υπάρχοντα, Κύριε, τα δίνω σε |
|||
» φτωχούς, κι’ αν καταχράστηκα κανέναν τίποτα, του |
|||
» τα γυρίζω πίσω τετραπλά». Κι' ο Ιησούς του είπε |
|||
πως «Σήμερα σ' αυτό το σπίτι ήρθε σωτηρία, γιατί |
|||
» είναι γιος κι’ αυτός του Αβραάμ Γιατί ο γιος τ' αν- |
|||
» θρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει το χαμένο». |
|||
121. Κι' ενώ τάκουγαν αυτά, τους είπε ακόμα και |
|||
μια παραβολή, επειδή ζύγωνε στην Ιερουσαλήμ και |
|||
θαρρούσαν πως αμέσως θα προβάλει η βασιλεία του |
|||
Θεού. Είπε λοιπόν «Ένας άνθρωπος άρχοντας μίσεψε |
|||
» σε τόπο μακρυνό για να λάβει βασιλεία και να γυρί- |
|||
» σει πίσω. Κι' έκραξε δέκα σκλάβους του, κι’ έδωκέ |
|||
» τους δέκα μνάδες και τους είπε Εμπορεύεστε ως που |
|||
» να γυρίσω. Μα οι συντοπίτες του τόνε μισούσαν, |
|||
» και στείλανε γεροντεία πίσω του και λέγανε Δεν τόνε |
|||
» θέλουμε αυτόνε βασιλέα. Και συνέβηκε, σαν έλαβε |
|||
» τη βασιλεία κι ήρθε πίσω, είπε και του φώναξαν |
|||
» τους σκλάβους πούχε δώσει τα χρήματα, για να |
|||
» μάθει το τι εμπορεύτηκαν. Και παρουσιάστη ο πρώ- |
|||
» τος κι’ έλεγε Αφέντη, η μνα σου κέρδισε ακόμα δέκα |
|||
» μνάδες. Και τούπε Λαμπρά, καλέ [μου] σκλάβε• α- |
|||
» φού σ' ένα μικρότατο είσουνα πιστός, όριζε δέκα χώ- |
|||
» ρες. Κι' ήρθε κι’ είπε ο δεύτερος Η μνα σου, αφέντη, |
|||
» έβγαλε πέντε μνάδες. Κι' είπε και σ' εκείνον Κι' εσύ |
|||
» όριζε πέντε χώρες. Κι' ο άλλος ήρθε κι’ είπε Νά τη |
|||
» μνα σου, που την είχα φυλαγμένη σε κομπόδεμα• |
|||
» τι σε φοβούμουν, επειδή είσαι άνθρωπος στρυφνός, |
|||
» παίρνεις ό,τι δεν έβαλες και θερίζεις ό,τι δεν έσπει- |
|||
» ρες. Του λέει Από το στόμα σου θα σε καταδικάσω, |
|||
» σκλάβε κακέ. Ήξερες πως εγώ 'μαι άνθρωπος στρυ- |
|||
» φνός, παίρνοντας ό,τι δεν έβαλα και θερίζοντας ό,τι |
|||
» δεν έσπειρα• και γιατί δεν έβαλες το χρήμα μου σε |
|||
» τράπεζα, κι’ εγώ στο γυρισμό μου θαν το σύναζα με |
|||
» τόκο. Κι' είπε στους εκεί Πάρτε του τη μνα και δώ- |
|||
» στε τη σ' εκείνον με τις δέκα μνάδες. Και τούπαν |
|||
» Αφέντη, έχει δέκα μνάδες. Σας λέω πως σ' όπιον |
|||
» έχει θα δοθεί, κι’ όπιος δεν έχει θαν του πάρουν κι’ |
|||
» ό,τι έχει. Ως τόσο τους εχτρούς μου εκείνους που |
|||
» βασιλιά τους δε με θέλησαν, φέρτε τους εδώ και |
|||
» σφάξτε τους μπροστά μου». |
|||
122. Και σαν είπε αυτά, περπατούσε ομπρός ανε- |
|||
βαίνοντας στα Ιεροσόλυμα. Και συνέβηκε, όταν έφτασε |
|||
στη Βηθφαγή και Βηθανία κοντά στο βουνό που λέ- |
|||
γεται Ελιοβούνι, έστειλε διο μαθητάδες κι’ είπε «Πη- |
|||
» γαίνετε στ' αντικρυνό χωριό, και μπαίνοντας θα |
|||
» βρείτε ένα πουλάρι δεμένο που δεν κάθησε απάνου |
|||
» του κανείς ακόμα, και λύνοντάς το φέρτε το. Κι' α |
|||
» σας ρωτάει κανείς γιατί το λύνετε, έτσι ναν του πει- |
|||
» τε, πως ο αφέντης το χρειάζεται». Και πήγαν οι |
|||
αποσταλμένοι κι’ ηύρανε καθώς τους είπε. Κι' όταν |
|||
έλυναν το πουλάρι, τους είπαν οι νοικοκυρέοι του «Τι |
|||
» λύνετε το πουλάρι;» Κι' εκείνοι είπαν πως «Ο α- |
|||
» φέντης το χρειάζεται». Και το πήγανε στον Ιησού, |
|||
κι’ έρρηξαν απάνου τα φορέματά τους στο πουλάρι κι’ |
|||
ανεβάσανε τον Ιησού• και καθώς πήγαινε, έστρωναν |
|||
από κάτου τα φορέματά τους μέσ' στο δρόμο. Και πια |
|||
σα ζύγωνε κοντά στον πόδα του Ελιόβουνου, άρχισε |
|||
όλος ο σωρός χαρούμενος των μαθητάδων και δοξολο- |
|||
γούσε με φωνή μεγάλη το Θεό για όλα όσα εί- |
|||
δανε τα θάματα, κι’ έλεγε «Βλογητός αυτός που φτάνει — ο |
|||
» βασιλέας — στ' όνομα του Κυρίου. Στα ουράνια ει- |
|||
» ρήνη, και δόξα στα ύψιστα». Και μερικοί Φαρι- |
|||
σαίοι από το πλήθος τούπανε «Δάσκαλε, μάλωσε |
|||
» τους μαθητάδες σου». Κι' αποκρίθη κι’ είπε «Σας |
|||
» λέω πως αν αυτοί σωπάσουνε, οι πέτρες θα φωνά- |
|||
» ξουν». |
|||
123. Και σαν έφτασε, είδε τη χώρα και την έκλα- |
|||
ψε λέγοντας πως «Αν ίσως σήμερα ήξερες κι’ εσύ πιος |
|||
» είναι ο δρόμος της ειρήνης! Μα τώρα κρύφτηκε απ' |
|||
» τα μάτια σου. Τι μέρες θενά σου πλακώσουν που |
|||
» τριγύρω θα σου στήσουν οι εχτροί σου φράχτη, και |
|||
» θα σε ζώσουνε και θα σε σφίξουν από κάθε μέρος, και |
|||
» θενά σε γκρεμίσουνε μαζί με τα παιδιά σου μέσα σου, |
|||
» και μέσα δε θ' αφίσουνε λιθάρι σε λιθάρι απάνου, για |
|||
» τούτο, που δεν ένιωσες την εποχή του κοιταγμού |
|||
» σου». |
|||
Και μπήκε στο ναό κι’ άρχισε να βγάζει τους εμπό- |
|||
ρους λέγοντας τους «Είναι γραμένο '' Ο οίκος μου οί- |
|||
» κος προσευχής θα γίνει '' , μα εσείς τον κάνατε κλε- |
|||
» φτοσπηλιά». |
|||
Και δίδασκε κάθε μέρα μέσα στο ναό. Κι' οι πρω- |
|||
τοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι ζητούσαν ναν τον ξολο- |
|||
θρέψουν, [καθώς] κι’ οι πρώτοι του λαού, και δεν έβρι- |
|||
σκαν το τι να κάνουν, γιατί κρέμουνταν απάνου του |
|||
όλος ο λαός ακούοντας. |
|||
124. Και συνέβηκε μια μέρα, ενώ δίδασκε το λαό |
|||
μέσα στο ναό και κήρυχνε το καλό το μήνημα, βγή- |
|||
καν ομπρός του οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι |
|||
μαζί με τους δημογερόντους κι’ είπανε λέγοντάς του |
|||
« Πες μας με πια εξουσία κάνεις αυτά, ή πιος σ' την |
|||
» έδωκε αυτή την εξουσία;» Κι' αποκρίθη και τους |
|||
είπε «Θα σας ρωτήσω κι’ εγώ 'να λόγο και πέστε μου• |
|||
» το βάφτισμα του Ιωάνη από τον ουρανό είταν ή απ' |
|||
» ανθρώπους;» Κι' εκείνοι μεταξύ τους συλλογίστη- |
|||
καν κι’ είπαν πως «Αν πούμε από τον ουρανό, θα πει |
|||
» γιατί δεν τον πιστέψατε; Κι' αν πούμε απ' ανθρώ- |
|||
» πους, όλος ο λαός θα μας πετροβολήσει, τι σταθερά |
|||
» πιστεύει πως ο Ιωάνης είτανε προφήτης». Κι' απάν- |
|||
τησαν πως δεν το ξέρουν από πού. Κι' ο Ιησούς τους |
|||
είπε «Μήτε κι’ εγώ δε σας λέω με πια εξουσία κάνω |
|||
» αυτά». |
|||
125. Κι' άρχισε κι’ έλεγε του λαού την παραβολή |
|||
αυτή «Ένας άνθρωπος φύτεψε αμπέλι, και το νοί- |
|||
» κιασε σε γεωργούς και ξενιτεύτηκε αρκετόν καιρό. |
|||
» Και στην ώρα του έστειλε στους γεωργούς σκλάβο |
|||
» για ναν του δώσουν απ' τον αμπελόκαρπο• κι’ οι |
|||
» γεωργοί τον έδειραν και τόνε διώξανε εύκαιρο. Κι' |
|||
» έστειλε κι’ άλλο σκλάβο ακόμα• κι’ εκείνοι τον έδειραν |
|||
» κι’ αυτόν και τόνε ντρόπιασαν και τόνε διώξανε εύκαι- |
|||
» ρο. Κι' έστειλε και τρίτο ακόμα• κι’ εκείνοι κι’ αυτόν |
|||
» τόνε σακάτεψαν και τόνε βγάλανε όξω. Κι' είπε ο νοι- |
|||
» κοκύρης τ' αμπελιού Τι να κάνω; Θα στείλω το γιο |
|||
» μου τον αγαπητό• ίσως αυτόν τον σεβαστούν. Κι' οι |
|||
» γεωργοί όταν τον είδαν, λογαριάζανε ένας με τον άλ- |
|||
» λον κι’ έλεγαν Αυτός είναι ο κληρονόμος• ας τόνε σκο- |
|||
» τώσουμε για να μας μείνει εμάς η κληρονομιά. Και |
|||
» βγάζοντάς τον όξω από τ' αμπέλι, τόνε σκότωσαν. |
|||
» Λοιπόν τι θαν τους κάνει ο νοικοκύρης τ' αμπελιού; |
|||
» Θάρθει και θα ξολοθρέψει αυτούς τους γεωργούς, και |
|||
» τ' αμπέλι θαν το δώκει σ' άλλους». Κι' άμα τ' α- |
|||
κούσανε, είπανε «Μη γένοιτο!» Κι' εκείνος τους κοί- |
|||
ταξε κι’ είπε «Τι λοιπόν θα πει αυτό που γράφτηκε |
|||
» '' Πέτρα π' απόρριψαν οι χτίστες έγινε αγκωνάρι '' . Ό- |
|||
» πιος πέσει σ' αυτή την πέτρα απάνου, θενά τσακιστεί• |
|||
» και σ' όπιον πέσει, θαν τον κάνει θρύματα». Και |
|||
ζήτησαν οι διαβασμένοι κι’ οι πρωτοπαπάδες ναν τόνε |
|||
βάλουνε στο χέρι αυτή την ώρα, και φοβήθηκαν το |
|||
λαό• γιατί ένιωσαν πως γι' αυτούς την είπε εκείνη |
|||
την παραβολή. |
|||
126. Και καιροφυλαχτώντας ευκαιρία έστειλαν κα- |
|||
τασκόπους, πούκαναν τάχα τους ενάρετους, για ναν |
|||
του πιάσουνε λόγο, τέτιον που ναν τον παραδώσουνε |
|||
στον ορισμό και στην εξουσία τ' αρχηγού. Και τόνε |
|||
ρωτούσαν κι’ έλεγαν «Δάσκαλε, ξέρουμε πως λες το |
|||
» ίσιο και διδάσκεις, και δεν κοιτάς ανθρώπους παρά |
|||
» με την αλήθια διδάσκεις το δρόμο του Θεού. Έχουμε |
|||
» άδια να δώσουμε του Καίσαρα φόρο ή όχι;» Κι' |
|||
ένιωσε την πονηριά τους και τους είπε «Δείξτε μου |
|||
» δηνάρι. Πιανού έχει ζουγραφιά κι’ επιγραφή;» Κι' |
|||
εκείνοι είπαν «Του Καίσαρα». Κι' εκείνος τους είπε |
|||
« Δώστε λοιπόν πίσω ό,τι είναι του Καίσαρα στον |
|||
» Καίσαρα κι’ ό,τι είναι του Θεού στο Θεό». Και δεν |
|||
κατορθώσανε ναν του πιάσουν λόγο στο λαό μπροστά, |
|||
κι απορώντας με την απάντησή του σώπασαν. |
|||
127. Και πήγανε μερικοί Σαδδουκαίοι, αυτοί που |
|||
λένε δεν υπάρχει ανάσταση, και τόνε ρωτούσαν κι’ εί- |
|||
πανε «Δάσκαλε, ο Μωυσής μας έγραψε '' Αν κανενός |
|||
» πεθάνει παντρεμένος αδερφός κι’ είναι άκληρος, να |
|||
» παίρνει ο αδερφός του τη γυναίκα και ναν του βγά- |
|||
» ζει σπέρμα τ' αδερφού του '' . Είτανε λοιπόν εφτά α- |
|||
» δερφοί. Και πήρε ο πρώτος γυναίκα και πέθανε ά- |
|||
» κληρος, και την πήρε ο δεύτερος κι’ ο τρίτος• και |
|||
» το ίδιο κι’ οι εφτά δεν άφισαν παιδιά και πέθαναν• |
|||
» ύστερα πέθανε κ' η γυναίκα. Η γυναίκα λοιπόν στην |
|||
» ανάσταση πιανού τους γίνεται γυναίκα; γιατί κι’ οι |
|||
» εφτά την είχανε γυναίκα». Κι' ο Ιησούς τους είπε |
|||
« Οι γιοι του κόσμου ετούτου παίρνουν άντρες και |
|||
» γυναίκες• μα όσοι αξιωθήκανε να κερδίσουν τον κό- |
|||
» σμο εκείνον, [καθώς] και την ανάσταση από τους |
|||
» νεκρούς, μήτ' άντρες παίρνουνε μήτε γυναίκες, μήτε |
|||
» να πεθάνουν πια μπορούνε, γιατί 'ναι ισάγγελοι, και |
|||
» του Θεού 'ναι γιοι όντας γιοι της ανάστασης. Και |
|||
» το πως ανασταίνουνται οι νεκροί το φανέρωσε κι’ ο |
|||
» Μωυσής στο μέρος του βάτου, καθώς λέει '' Τον Κύ- |
|||
» ριο το Θεό του Αβραάμ και το Θεό τον Ισαάκ και |
|||
» το Θεό του Ιακώβ '' . Και Θεός δεν υπάρχει νεκρώνε, |
|||
» μόνε ζωντανών γιατί όλοι μέσο του ζουν». Και με- 1 |
|||
ρικοί διαβασμένοι απάντησαν κι’ είπανε «Δάσκαλε, |
|||
» καλά μίλησες». Τι δεν τολμούσαν πια ναν τόνε ρω- |
|||
τήσουν τίποτα. |
|||
128. Και τους είπε «Πώς λένε το Χριστό πως εί- |
|||
» ναι γιος του Δαυείδ; Γιατί ο ίδιος ο Δαυείδ λέει στο |
|||
» βιβλίο των Ψαλμών '' Είπε ο αφέντης στον αφέντη |
|||
» μου Κάθου δεξιά μου ως που να βάλω τους εχτρούς |
|||
» σου των ποδιώνε σου σκαμνί '' . Αφέντη λοιπόν τόνε |
|||
» λέει ο Δαυείδ, και πώς είναι γιος του;» |
|||
Κι' ενώ άκουγε όλος ο λαός, είπε στους μαθητάδες |
|||
« Προσέχετε από τους διαβασμένους, που θέλουν το |
|||
» να περπατούνε με στολές κι’ αγαπούνε χαιρετισμούς |
|||
» στις αγορές και πρωτοστάσιδα μέσα στα συναγώγια |
|||
» και πρωτοκαθίσματα στα δείπνα• που κατατρών τα |
|||
» σπίτια των χηρών και τάχα κάνουν προσευκές με- |
|||
» γάλες. Αυτοί θα λάβουν περισσότερη ποινή». |
|||
129. Και σηκώνοντας τα μάτια είδε τους πλού- |
|||
σιους πούρηχναν τα χαρίσματα τους στο ταμείο [του |
|||
ναού]. Κι' είδε μια φτωχούλα χήρα εκεί να ρήχνει διο |
|||
λιανά κι’ είπε «Αλήθια σας λέω πως η χήρα αυτή |
|||
» η φτωχιά πιο πολύ έρρηξε απ' όλους• γιατί όλοι εκεί- |
|||
» νοι από το περίσσεμά τους ρήξανε στα χαρίσματα, |
|||
» μα αυτή από το υστέρημά της όλο της το βιος πούχε |
|||
» τόρηξε». |
|||
130. Κι' εκεί που μερικοί μιλούσανε για το ναό πως |
|||
είναι στολισμένος με πανώρια μάρμαρα και με ταξί- |
|||
ματα, είπε «Αυτά που βλέπετε, θα φτάσουνε μέρες |
|||
» που πέτρα απάνου σε πέτρα εδώ δε θ' αφεθεί που |
|||
» να μην γκρεμιστεί». Και τόνε ρώτησαν κι’ είπανε |
|||
« Δάσκαλε, πότε λοιπόν αυτά θα γίνουν; και πιο το |
|||
» σημάδι σαν είναι να γίνουν;» Κι' εκείνος είπε «Κοι- |
|||
» τάξτε μη σας πλανέσουν. Γιατί πολλοί θαρθούνε |
|||
» στ' όνομά μου λέγοντας Εγώ 'μαι κι’ ο καιρός σί- |
|||
» μωσε• μην τους ακολουθήστε. Κι' όταν ακούστε πο- |
|||
» λέμους κι’ ακαταστασίες, μη δειλιάστε• γιατί πρέ- |
|||
» πει αυτά να γίνουν πρώτα, όμως όχι ευτύς το τέ- |
|||
» λος». |
|||
Τότες τους έλεγε «Θα σηκωθεί έθνος να χτυ- |
|||
» πήσει έθνος και βασιλεία να χτυπήσει βασιλεία, |
|||
» και θα γίνουνε σεισμοί μεγάλοι κι’ εδώ κι’ εκεί θα- |
|||
» νατικά και πείνες, και φόβητρα θα γίνουν κι’ από |
|||
» τον ουρανό τρανά σημάδια. Μα πριν απ' όλα αυ- |
|||
» τά θα βάλουνε τα χέρια απάνου σας και θα σας κα- |
|||
» τατρέξουν, σε συναγώγια παραδίνοντας σας και σε |
|||
» φυλακές, πηγαίνοντάς σας μπροστά σε βασιλιάδες |
|||
» κι’ αρχηγούς, για τ' όνομά μου• σε διαφέντεμά σας |
|||
» θα σας βγει. Λοιπόν θυμάστε να μη συλλογιέστε |
|||
» πριν τι θ' απολογηθείτε• τι εγώ θενά σας δώσω στό- |
|||
» μα και σοφία, που αδύνατο ναν της αντισταθεί ή |
|||
» ν' αντιπεί κανείς αντίθετός σας. Και θα σας παρα- |
|||
» δώσουν και γονέοι κι’ αδερφοί και συγγενήδες και |
|||
» φίλοι, και μερικούς σας θα σκοτώσουν, κι’ όλοι θα |
|||
» σας μισούνε για τ' όνομά μου. Και τρίχα από την |
|||
» κεφαλή σας δε θα χαθεί. Με την απομονή σας θα |
|||
» κερδίστε τη ζωή σας. |
|||
131.» Και σα δείτε που κυκλώνουνε στρατοί την |
|||
» Ιερουσαλήμ τότες έφτασε, να ξέρτε, ο ρημαγμός |
|||
» της. Τότες οι μέσα στην Ιουδαία ας φεύγουνε στα |
|||
» όρη, κι’ οι μέσα της ας βγαίνουν όξω. κι’ οι [όξω] |
|||
» στα χωράφια ας μη γυρνούνε μέσα της, γιατί 'ναι |
|||
» μέρες παιδωμής αυτές που θ' αληθέψουν όλα τα γρα- |
|||
» μένα. Αλίμονο στις έγκυες κι’ όσες βυζαίνουν τότες• |
|||
» γιατί θα γίνει συφορά μεγάλη εδώ στη γη κι’ οργή |
|||
» σ' ετούτον το λαό, και θενά πέσουνε με του σπαθιού |
|||
» το στόμα και σκλάβους σ' όλα θαν τους παν τα έθνη, |
|||
» και θα καταπατούνε οι εθνικοί την Ιερουσαλήμ ως |
|||
» να συμπληρωθεί και φτάσει η ώρα των εθνών. Και |
|||
» θα γενούν σημάδια μέσ' στον ήλιο, στο φεγγάρι, στ' |
|||
» άστρα, και καρδιοχτύπι εθνών στη γη από σάστι- |
|||
» σμα με τη βουή γιαλού κι’ ανεμοζάλης, παγώνοντας |
|||
» ανθρώποι από τρομάρα κι’ απ' απαντοχή των όσα |
|||
» θα πλακώνουνε στην οικουμένη• τι κάθε δύναμη των |
|||
» ουρανών θα κλονιστεί. Και τότες θενά δουν το γιο |
|||
» τ' ανθρώπου που θα φτάνει μέσ' σε σύννερο με δύνα- |
|||
» μη και δόξα πολλή. Κι' όταν αυτά αρχινούν και |
|||
» γίνουνται, αναρθωθείτε και σηκώστε το κεφάλι σας, |
|||
» γιατί κοντεύει ο γλυτωμός σας». |
|||
Και τους είπε μια παραβολή «Κοιτάξτε τη συκιά |
|||
» κι’ όλα τα δέντρα. Όταν πια προβάλλουν, βλέ- |
|||
» ποντάς το μόνοι σας το ξέρτε πως κοντεύει πια το |
|||
» καλοκαίρι• έτσι κι’ εσείς, σα δείτε αυτά και γίνουν- |
|||
» ται, να ξέρτε πως κοντεύει η βασιλεία του Θεού. |
|||
» Αληθινά σας λέω πως αυτή δε θα περάσει η γενεά |
|||
» πρι γίνουν όλα• ο ουρανός κι’ η γη θενά περάσει, |
|||
» όμως τα λόγια μου δε θα περάσουν. Και προσέχετε |
|||
» μήπως σας βαρήνει ο νους από [το] φαγοπότι και |
|||
» μεθύσι και φροντίδες κοσμικές, κι’ άξαφνα η μέρα |
|||
» αυτή σας βγει μπροστά σας σαν παγίδα• γιατί 'ναι |
|||
» να πλακώσει σ' όλους όσοι κάθουνται στο πρόσωπο |
|||
» οληνής της γης. Και προσεύκεστε άγρυπνοι κάθ' ώρα |
|||
» για να κατορθώστε ν' αποφύγετε όλα αυτά που μέλ- |
|||
» λουνται να γίνουν, και για να σταθείτε ομπρός στο |
|||
» γιο τ' ανθρώπου». |
|||
132. Και την ημέρα δίδασκε μέσα στο ναό, κι’ |
|||
έβγαινε τη νύχτα κι’ έμενε στο βουνό που λέγεται Ε- |
|||
λιοβούνι. Κι' όλος ο λαός πήγαινε ό,τι χάραζε κοντά |
|||
του μέσα στο ναό για ναν τον ακούει. |
|||
Και σίμωνε η σκόλη των άζυμων — αυτή που λένε |
|||
πάσκα — και ζητούσαν οι πρωτοπαπάδες κι’ οι δια- |
|||
βασμένοι το πως ναν τόνε θανατώσουν γιατί φοβούν- |
|||
ταν το λαό. Και μπήκε ο Σατανάς μέσα στον Ιούδα |
|||
που λέγανε Ισκαριώτη, πούταν από τον αριθμό των |
|||
δώδεκα, και πήγε και τα μίλησε με τους πρωτοπαπά- |
|||
δες και τους αρχιφυλάκους πώς ναν τους τον παρα- |
|||
δώσει. Και χάρηκαν και συφωνήσανε ναν του δώκουνε |
|||
χρήματα• και παραδέχτηκε και ζήταε ευκαιρία να |
|||
τον παραδώσει δίχως εκείνοι να ταραχτούν. |
|||
133. Κι' έφτασε η μέρα των άζυμων όταν έπρεπε |
|||
να γίνει η θυσία του πάσκα, κι’ έστειλε τον Πέτρο |
|||
και τον Ιωάνη κι’ είπε «Πηγαίνετε κι’ ετοιμάστε μας |
|||
» το πάσκα για να φάμε». Κι' εκείνοι τούπαν «Πού |
|||
» θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το πάσκα;» |
|||
Κι' εκείνος τους είπε «Νά, πηγαίνοντας στη χώρα θ' |
|||
» απαντήστε άνθρωπο που θα κουβαλάει σταμνί νερό• |
|||
» ακολουθήστε τον στο σπίτι που πηγαίνει. Και να |
|||
» πείτε του νοικοκύρη του σπιτιού Σου λέει ο δάσκα- |
|||
» λος Πού 'ναι το κονάκι όπου θα φάω το πάσκα με |
|||
» τους μαθητάδες μου; Κι' εκείνος θα σας δείξει ένα |
|||
» μεγάλο ανώι στρωμένο• εκεί ετοιμάστε». Και πή- |
|||
γαν κι’ ηύρανε καθώς τους είχε πει, κι’ ετοίμασαν το |
|||
πάσκα. |
|||
134. Και σαν ήρθε η ώρα κάθησε, [καθώς] κι’ οι |
|||
απόστολοι μαζί του. Και τους είπε «Αποθυμιά απο- |
|||
» θύμησα τούτο το πάσκα ναν το φάω μαζί σας, πρι |
|||
» να πάθω. Γιατί σας λέω πως πια δε θαν το φάω |
|||
» παρά σα φτάσει η ώρα του, μέσα σ' τη βασιλεία του |
|||
» Θεού». Και παίρνοντας [από το χέρι τους] ποτήρι, |
|||
δοξολόγησε κι’ είπε «Πάρτε αυτό και μοιράστε το• |
|||
» γιατί σας λέω, δε θα πιω από τώρα πια αμπελό- |
|||
» θρέμμα ως που να φτάσει η βασιλεία του Θεού». |
|||
Και παίρνοντας ψωμί, δοξολόγησε και τόκοψε κομά- |
|||
τια και τους έδωκε λέγοντας «Αυτό 'ναι το κορμί |
|||
» μου που δίνεται για το καλό σας. Κάνετέ το για |
|||
» να με θυμάστε». Και το ίδιο [πήρε] το ποτήρι ύ- |
|||
« στερα από το δείπνο κι’ είπε «Ετούτο το ποτήρι [εί- |
|||
» ναι] η καινούργια η διαθήκη με το αίμα μου που |
|||
» χύνεται για το καλό σας. Όμως να το χέρι του πα- |
|||
» ραδότη μου μαζί μου απάνου στο τραπέζι. Γιατί |
|||
» ναι μεν πηγαίνει ο γιος τ' ανθρώπου κατά τ' αποφα- |
|||
» σισμένα• όμως αλίμονο τ' ανθρώπου εκείνου που κάνει |
|||
» τον και παραδίνεται», Κι' άρχισαν αυτοί να συζητού- |
|||
νε μεταξύ τους το πιος τους είτανε ναν το κάνει αυτό. |
|||
135. Κι' έγινε μεταξύ τους και συνερισμός το πιος |
|||
τους τάχα να 'ναι ο μεγαλύτερος. Κι' εκείνος τους |
|||
είπε «Οι βασιλιάδες των εθνών τα ορίζουν, κι’ όσοι |
|||
» τα κυβερνούνε κράζουνται ευεργέτες• όμως όχι εσείς |
|||
» το ίδιο, μόνε ο πιο μεγάλος σας ας γίνει σαν τον πιο |
|||
» μικρό κι’ ο αρχηγός καθώς τον υπερέτη. Γιατί πιος |
|||
» ο μεγαλύτερος, ο καθισμένος ή αυτός που υπερετεί; |
|||
» δεν είναι ο καθισμένος; Εγώ όμως μεταξύ σας εί- |
|||
» μαι σαν τον υπερέτη. Κι' εσείς σταθήκατε μαζί μου |
|||
» ως στο τέλος κατά τα παθήματά μου• κι’ αφίνω |
|||
» εγώ για σας — όπως όρισε ο πατέρας μου για μένα |
|||
» βασιλεία — το να τρώτε και να πίνετε από το τρα- |
|||
» πέζι μου μέσα στη βασιλεία μου, και θα κάτσετε |
|||
» σε θρόνους κρίνοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. |
|||
136. «Σίμωνα, Σίμωνα, να ο Σατανάς σάς γύ- |
|||
» ρεψε για να σας κοσκινίσει σαν το στάρι. Εγώ όμως |
|||
» παρακάλεσα για σένα, η πίστη σου να μη σωθεί, κι’ |
|||
» εσύ, μια μέρα σα γυρίσεις, στήριξε τους αδερφούς |
|||
» σου». Κι' εκείνος τούπε «Κύριε, είμαι έτοιμος μαζί |
|||
» σου και σε φυλακή να σήρω και σε θάνατο». Κι' ε- |
|||
κείνος είπε «Σου λέω, Πέτρο, πρι σήμερα λαλήσει πε- |
|||
» τεινός, ως τρεις φορές θαν τ' αρνηθείς πως δε με ξέ- |
|||
» ρεις». Και τους είπε «Ότα σας έστειλα χωρίς πουγγί |
|||
» και ταγάρι και σαντάλια, μήπως στερηθήκατε τί- |
|||
» ποτα;» Κι' εκείνοι είπαν «Τίποτα». Και τους είπε |
|||
« Μα τώρα όπιος έχει πουγγί ας το πάρει, το ίδιο και |
|||
» ταγάρι• κι’ όπιος δεν έχει, ας πουλήσει το φόρεμά του |
|||
» κι’ ας αγοράσει σπαθί. Γιατί σας λέω πως τούτο το |
|||
» γραμένο πρέπει να μου τύχει, το '' Και με κακούργους |
|||
» τόνε λογάριασαν '' . Γιατί τα δικά μου τέλιωσαν». Κι' |
|||
εκείνοι είπανε «Κύριε, να διο σπαθιά εδώ». Κι' |
|||
εκείνος τους είπε «Σώνουν». |
|||
137. Και βγήκε και πήγε όπως συνήθιζε στο Ε- |
|||
λιοβούνι• και τον ακολούθησαν κι’ οι μαθητάδες. Κι' |
|||
όταν έφτασε στο μέρος, τους είπε «Προσεύκεστε για |
|||
» να μην πέστε σε πειρασμό». Κι' αυτός τραβήχτη |
|||
χώρια τους ως μια πετριά, κι’ αφού γονάτισε, περικα- |
|||
λιούνταν κι’ έλεγε «Πατέρα, α θέλεις, πάρε το από |
|||
» κοντά μου το ποτήρι αυτό• όμως όχι το θέλημά μου, |
|||
» μόνε το δικό σου ας γίνει». Και σα σηκώθηκε από |
|||
την προσευκή, ήρθε στους μαθητάδες και τους βρήκε |
|||
από τη λύπη κοιμισμένους, και τους είπε «Τι κοιμά- |
|||
» στε; Σηκωθείτε και προσεύκεστε για να μη πέστε |
|||
» σε πειρασμό». |
|||
138. Κι' ενώ μιλούσε ακόμα, να πλήθος, κι’ ο Ιού- |
|||
δας πούλεγαν, ένας από τους δώδεκα, περπατούσε |
|||
ομπρός τους, και πήγε στον Ιησού κοντά ναν τόνε φι- |
|||
λήσει. Κι' ο Ιησούς τούπε «Ιούδα, με φίλημα παρα- |
|||
» δίνεις το γιο τ' ανθρώπου;» Και σαν είδαν οι τρι- |
|||
γύρω του το τι θα γίνει, είπαν «Κύριε, να χτυπή- |
|||
» σουμε με το σπαθί;» Και χτύπησε κάπιος τους το |
|||
σκλάβο του αρχιπαπά και τούκοψε τ' αυτί του το δε- |
|||
ξύ. Κι' ο Ιησούς αποκρίθη κι’ είπε «Αφίστε• ως αυ- |
|||
» τού». Κι' άγγιξε τ' αυτί και τόνε γιάτρεψε. Κι' είπε |
|||
ο Ιησούς στους πρωτοπαπάδες και τους αρχιφυλάκους |
|||
του ναού και στους δημογερόντους πούρθανε εναντίον |
|||
του «Λες για κακούργο βγήκατε με σπαθιά και ξύλα. |
|||
» Κάθε μέρα είμουνα μαζί σας μέσα στο ναό και δεν |
|||
» απλώσατε τα χέρια να με πιάστε. Όμως αυτή 'ναι |
|||
» η ώρα σας κι’ ο ορισμός της σκοτεινιάς». |
|||
Κι' αφού τον έπιασαν, τον πήραν και τον πήγανε |
|||
στου αρχιπαπά. Κι' ο Πέτρος ακολούθαε από μακριά. |
|||
. Και σαν ανάψανε φωτιά στη μέση της αυλής |
|||
κι’ όλοι καθίσανε μαζί, καθότανε στη μέση τους [κι’] |
|||
ο Πέτρος. Και τον είδε μια κοπέλλα καθισμένο στη |
|||
φωτιά κοντά, και στυλώνοντας τα μάτια απάνου του |
|||
είπε «Κι' αυτός είτανε μαζί του». Κι' αυτός αρνήθη |
|||
κι’ είπε «Δεν τον ξέρω, κορίτσι [μου]». Και σε λίγο |
|||
τον είδε ένας άλλος κι’ είπε «Κι' εσύ 'σαι από κεί- |
|||
» νους». Κι' ο Πέτρος είπε «Άνθρωπε, δεν είμαι». |
|||
Και σαν πέρασε ως μια ώρα, ένας άλλος έλεγε με πει- |
|||
σμα «Αλήθια κι’ αυτός είτανε μαζί του • γιατί 'ναι |
|||
» και Γαλιλαίος». Κι' ο Πέτρος είπε «Άνθρωπε, δεν |
|||
» ξέρω τι λες». Και στη στιγμή, ενώ μιλούσε ακόμα, |
|||
λάλησε πετεινός, κι’ ο Κύριος γυρνώντας κοίταξε τον |
|||
Πέτρο, και θυμήθη ο Πέτρος το λόγο του Κυρίου, |
|||
όπως τούπε, πως «Πρι σήμερα λαλήσει πετεινός, τρεις |
|||
» φορές θα μ' αρνηθείς». Και βγήκε όξω κι’ έκλαψε |
|||
πικρά. Κι' οι άντρες που τον φύλαγαν, τον περγελού- |
|||
σαν κι’ έδαιρναν, και του σκέπασαν τα μάτια και τόνε |
|||
ρωτούσαν κι’ έλεγαν «Προφήτεψε πιος σε χτύπησε». |
|||
Κι' άλλα πολλά του λέγανε με τις βλαστήμιες. |
|||
140. Και σαν ξημέρωσε, μαζεύτηκε η γεροντεία |
|||
του λαού, οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι, και τον |
|||
πήρανε στη σύνοδό τους λέγοντας «Αν εσύ 'σαι ο Χρι- |
|||
» στός; Πες μας». Και τους είπε «Α σας πω, δε θα |
|||
» πιστέψτε• κι’ α σας ρωτήσω, δε θ' αποκριθείτε. Ό- |
|||
» μως από τώρα θα κάθεται ο γιος τ' ανθρώπου δεξιά |
|||
» από του Θεού τη δύναμη». Κι' είπαν όλοι. «Λοιπόν |
|||
» εσύ είσαι ο γιος του Θεού;» Κι' εκείνος τους είπε |
|||
« Εσείς το λέτε πως εγώ 'μαι». Κι' εκείνοι είπαν «Τι |
|||
» θέλουμε πια μαρτυρία; Γιατί τ' ακούσαμε οι ίδιοι |
|||
» από το στόμα του». |
|||
Και σηκώθηκε όλο τους το πλήθος και τον πήγανε |
|||
στον Πειλάτο. 141. Κι' αρχίσανε ναν τον κατηγο- |
|||
ρούνε λέγοντας «Αυτόν εδώ τον ηύραμε που στρέβλωνε |
|||
» το έθνος μας και του Καίσαρα αμπόδιζε ναν του |
|||
» δίνουνε φόρους κι’ έλεγε πως είναι ο μυρωμένος βα- |
|||
» σιλέας». Κι' ο Πειλάτος τόνε ρώτησε κι’ είπε «Εσύ |
|||
» 'σαι ο βασιλέας των Ιουδαίων;» Κι' εκείνος τ' α- |
|||
πάντησε κι’ είπε «Εσύ το λες». Κι' ο Πειλάτος εί- |
|||
πε στους πρωτοπαπάδες και στα πλήθη «Δε βρίσκω |
|||
» φταίξιμο σ' αυτόν τον άνθρωπο». Κι' εκείνοι λέγανε |
|||
πεισματικά πως «Αναστατώνει το λαό διδάσκοντας |
|||
» σ' όλη την Ιουδαία κι’ αρχινώντας από τη Γαλιλαία |
|||
» ως εδώ». Και σαν τ' άκουσε ο Πειλάτος, ρώτησε αν |
|||
ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος, και σαν έμαθε πως είταν |
|||
από την εξουσία του Ηρώδη, τον έστειλε απάνου |
|||
στον Ηρώδη πούτανε κι’ εκείνος τότες στα Ιεροσό- |
|||
λυμα. |
|||
142. Κι' ο Ηρώδης όταν είδε τον Ιησού, χάρηκε |
|||
υπερβολικά• γιατί αρκετόν καιρό ήθελε ναν τόνε δει |
|||
με το ν' ακούει γι' αυτόν, κι’ έλπιζε κάνα σημάδι ναν |
|||
τόνε δει να κάνει. Και τόνε ρωτούσε λόγια πολλά• |
|||
μα αυτός δεν τ' αποκρίθη τίποτα. Κι' οι πρωτοπαπά- |
|||
δες κι’ οι διαβασμένοι έστεκαν και τον κατηγορούσανε |
|||
με πείσμα. Κι' ο Ηρώδης αφού τόνε ξευτέλισε μαζί |
|||
με τα στρατό του και τόνε περίπαιξε, του φόρεσε με- |
|||
γαλόπρεπη στολή και τον έστειλε του Πειλάτου. Και |
|||
φιλιώθηκαν εκείνη την ημέρα ο Ηρώδης κι’ ο Πειλά- |
|||
τος μεταξύ τους• γιατί 'τανε μαλωμένοι πριν. |
|||
143. Κι' ο Πειλάτος έκραξε τους πρωτοπαπάδες |
|||
και τους προεστούς και το λαό και τους είπε «Μου |
|||
» φέρατε αυτόν τον άνθρωπο πως τάχα στρεβλώνει το |
|||
» λαό, και να εγώ τον ανάκρινα μπροστά σας και δεν |
|||
» ηύρα σ' αυτόν τον άνθρωπο κανένα φταίξιμο που του |
|||
» κατηγοράτε. Μα μήτε κι’ ο Ηρώδης, γιατί τον έ- |
|||
» στειλε σ' εμάς. Και να τίποτα δεν έκανε που ν' αξί- |
|||
» ζει θάνατο. Λοιπόν θαν τον παιδέψω και θαν τον |
|||
» αφίσω». Και φωνάξανε όλοι σύψυχοι και λέγανε |
|||
« Σκότωσέ τον κι’ απόλυσέ μας το Βαραββά.», που |
|||
για κάπια ταραχή πούγινε στη χώρα και για φόνο εί- |
|||
τανε βαλμένος φυλακή. |
|||
144. Κι' ο Πειλάτος πάλι τους μίλησε θέλοντας |
|||
ν' απολύσει τον Ιησού. Κι' αυτοί του φώναζαν και λέ- |
|||
γανε «Σταύρωνε, σταύρωνέ τον». Κι' εκείνος τρίτη |
|||
φορά τους είπε «Γιατί τι κακό έκανε αυτός; Κανένα |
|||
» φταίξιμο δεν του βρήκα για θάνατο. Λοιπόν θαν τον |
|||
» παιδέψω και θαν τον αφίσω». Κι' εκείνοι με φωνές |
|||
μεγάλες [τόνε] βίαζαν παρακαλώντας τον ναν τόνε |
|||
σταυρώσει, κι’ όλο δυναμώνανε οι φωνές τους. Κι' απο- |
|||
φάσισε ο Πειλάτος ναν τους γίνει η χάρη, και λευτέ- |
|||
ρωσε το φυλακισμένο για ταραχή και φόνο που ζη- |
|||
τούσαν, και τον Ιησού [τους] τον παράδωκε στη βού- |
|||
λησή τους. |
|||
145. Και πηγαίνοντάς τον σταματήσανε έναν κά- |
|||
πιο Σίμωνα από την Κυρήνη που γύριζε από το χω- |
|||
ράφι, και του φορτώσανε να κουβαλήσει το σταυρό |
|||
πίσω από τον Ιησού. Και τον ακολούθαε πλήθος πο- |
|||
λύ λαός, και γυναίκες που στηθοκοπιούνταν και τον έ- |
|||
κλαιγαν. Και γύρισε ο Ιησούς στις γυναίκες κι’ είπε |
|||
« Κόρες της Ιερουσαλήμ μη με κλαίτε• παρά εσάς |
|||
« να κλαίτε, [εσάς] και τα παιδιά σας, γιατί έρχουν- |
|||
» ται νά μέρες που θα πουν Καλότυχες οι στείρες κι’ |
|||
» οι κοιλιές που δε γέννησαν κι’ οι κόρφοι που δε βύ- |
|||
» ζαξαν. Τότες θ' αρχίσουν και θα λένε στα όρη Πέστε |
|||
» απάνου μας, και στα βουνά Πλακώστε μας, γιατί |
|||
» αν αυτά του κάνουν του χλωρού του δέντρου, τι θα |
|||
» πάθει το ξερό;» |
|||
146. Και πηγαίνανε μαζί του κι’ άλλους διο κα- |
|||
κούργους ναν τους θανατώσουν. Κι' ότα φτάσανε στο |
|||
μέρος που το λένε Κάρα, εκεί τόνε σταυρώσανε, [κα- |
|||
θώς] και τους κακούργους, ένανε δεξιά κι’ έναν αριστε- |
|||
ρά. Και μοιράζοντας τα φορέματά του ρήξανε λαχνό. |
|||
Κι' έστεκε ο λαός και κοίταζε. Κι' οι προεστοί τον |
|||
περγελούσαν κι έλεγαν «Άλλους έσωσε, ας σωθεί |
|||
» [κι’] ο ίδιος αν είναι ο γιος ο μυρωμένος του Θεού ο |
|||
» εκλεχτός». Και πηγαίνοντας κι’ οι στρατιώτες τον |
|||
περίπαιξαν, προσφέρνοντάς του ξύδι και λέγοντας |
|||
« Αν εσύ σαι ο βασιλέας των Ιουδαίων, σώσου ο |
|||
» ίδιος». Κι' είταν κι’ επιγραφή από πάνου του '' Βασι- |
|||
λέας των Ιουδαίων αυτός '' . |
|||
147. Κι' ένας από τους κρεμασμένους τους κακούρ- |
|||
γους τόνε βλαστημούσε «Δεν είσαι εσύ ο Χριστός; |
|||
» σώσου εσύ και [σώσε μας κι’] εμάς». Κι' αποκρίθη ο |
|||
άλλος και τόνε μάλωσε κι’ είπε «Μήτε το Θεό δε φο- |
|||
» βάσαι εσύ που παιδεύεσαι το ίδιο; Κι' εμείς ναι δίκια• |
|||
» γιατί στα έργα μας αξίζει το ό,τι βρήκαμε• μα τί- |
|||
» ποτα αυτός δεν έκανε άπρεπο». Κι' έλεγε «Ιησού, |
|||
» θυμήσου με όταν πας στη βασιλεία σου». Και τού- |
|||
πε «Αληθινά σου λέω, σήμερα θα βρεθείς μαζί μου |
|||
» στον παράδεισο». |
|||
148. Κι' είταν πια τότε η ώρα ως έξη και σκο- |
|||
τείνιασε όλη η γη ως στις εννιά η ώρα με το να χάθη |
|||
ο ήλιος, και σκίστηκε τ' άπλωμα του ναού στη μέση. |
|||
Και φώναξε ο Ιησούς φωνή μεγάλη κι’ είπε «Πατέ |
|||
» ρα, στα χέρια σου αφίνω την ψυχή μου». Κι' άμα |
|||
τόπε αυτό, ξεψύχησε. Κι' όταν είδε ο εκατόνταρχος τι |
|||
έτυχε, δόξαζε το Θεό λέγοντας «Αληθινά ο άνθρωπος |
|||
» αυτός είταν άγιος». Κι' όλα τα πλήθη πούχανε μα- |
|||
ζευτεί να δουν αυτό το θέαμα, σαν είδαν όσα γίνανε, |
|||
γυρνούσαν πίσω χτυπώντας τα στήθια. Κι έστεκαν |
|||
όλοι οι δικοί του από μακριά, [καθώς] κι’ οι γυναίκες |
|||
όσες τόνε συνόδευαν από τη Γαλιλαία, βλέποντάς τα |
|||
αυτά. |
|||
149. Και να ένας άνθρωπος μ' όνομα Ιωσήφ πού- |
|||
τανε συνοδικός, άνθρωπος καλός ενάρετος (αυτός δεν |
|||
είχε συφωνήσει με τη σύνοδο και με το κάμωμά τους), |
|||
από την Αριμαθαία, χώρα των Ιουδαίων, π' απάν- |
|||
τεχε τη βασιλεία του Θεού, αυτός πήγε στον Πειλά- |
|||
το και ζήτησε το λείψανο του Ιησού, και το κατέ- |
|||
βασε και τύλιξε μέσα σε σάβανο, και τόθαψε σε πε- |
|||
λεκημένο μνήμα που κανείς ακόμα δεν είτανε θαμένος. |
|||
Κι' η μέρα είτανε παρασκευή και χάραζε σαββάτο. |
|||
Και καταπόδι ακολουθώντας οι γυναίκες, όσες ήρθανε |
|||
μαζί του από τη Γαλιλαία, παρατήρησαν το μνήμα |
|||
και πως θάφτηκε το λείψανο του. Και γυρνώντας πί- |
|||
σω ετοιμάσανε μπάλσαμα και μυρουδικά. |
|||
Και το σαββάτο ησύχασαν κατά την εντολή. 150. |
|||
Και τα πρωτοβδόμαδα με τα βαθιά χαράματα ήρθανε |
|||
στο μνήμα φέρνοντας τα μπάλσαμα πούχαν ετοιμάσει. |
|||
Και βρήκανε την πέτρα κυλισμένη πέρα από το μνή- |
|||
μα, και μπαίνοντας δε βρήκαν το λείψανο του Κυρίου |
|||
[μας] του Ιησού. Και συνέβη, ενώ απορούσανε μ' αυ- |
|||
τό, να διο άντρες πρόβαλαν ομπρός τους με στολές |
|||
αστραφτερές. Κι' εκεί που τρόμαξαν και πούγαιρναν |
|||
το πρόσωπό τους χάμου, τους είπαν «Τι γυρεύετε το |
|||
» ζωντανό με τους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, μόνε ανα- |
|||
» στήθηκε. Θυμηθείτε πώς σας μίλησε όταν είτανε στη |
|||
» Γαλιλαία ακόμα, λέγοντας πως πρέπει ο γιος τ' αν- |
|||
» θρώπου να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων αμαρτω- |
|||
» λών και να σταυρωθεί και την τρίτη μέρα ν' ανα- |
|||
» στηθεί». Και θυμήθηκαν τα λόγια του, και γύρισαν |
|||
από το μνήμα πίσω κι’ είπαν όλα αυτά στους έντε- |
|||
κα και σ' όλους τους λοιπούς. Κι' είταν η Μαγδαληνή |
|||
η Μαρία, κι’ η Ιωάνα, κι’ η Μαρία [η μητέρα] του |
|||
Ιακώβου, κι’ οι λοιπές μαζί τους τάλεγαν αυτά στους |
|||
αποστόλους. Και τους φανήκανε σα μύθοι αυτά τα |
|||
λόγια και δεν τα πιστεύανε. Κι' ο Πέτρος σηκώθη κι’ |
|||
έτρεξε στο μνήμα, κι’ έσκυψε και βλέπει μοναχά τα |
|||
σάβανα, κι’ έφυγε απορώντας μέσα του με το περι- |
|||
στατικό. |
|||
151. Και να διο τους την ίδια μέρα πηγαίνανε σε |
|||
χωριό εξήντα στάδια αλάργα από την Ιερουσαλήμ, |
|||
που τ' όνομά του Εμμαούς, και μιλούσανε μεταξύ τους |
|||
για όλα αυτά που έτυχαν. Και συνέβηκε, την ώρα που |
|||
μιλούσανε και συζητούσαν, σίμωσε ο Ιησούς και περ- |
|||
πατούσε μαζί τους• μα τα μάτια τους τούς είτανε |
|||
πιασμένα να μην τόνε γνωρίσουν. Και τους είπε «Τι |
|||
» 'ναι αυτά τα λόγια που περπατώντας συζητάτε με- |
|||
» ταξύ σας;» Και σταθήκανε λυπημένοι. Κι' απο- |
|||
κρίθη ο ένας, μ' όνομα Κλεόπας, και τούπε «Εσύ |
|||
» μονάχα κάθεσαι στην Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες |
|||
» όσα έτυχαν εκεί αυτές τις μέρες;» Και τους είπε |
|||
« Πια;» Κι' εκείνοι τούπαν «Αυτά του Ιησού του |
|||
» Ναζαρηνού που στάθηκε προφήτης δυνατός μ' έργο |
|||
» και με λόγο στα μάτια του Θεού και σ' όλου του |
|||
» λαού, και πως τον παραδώκανε οι πρωτοπαπάδες |
|||
» κι’ οι αρχόντοι μας να τιμωρηθεί με θάνατο και τόνε |
|||
» σταύρωσαν. Κι' εμείς ελπίζαμε πως είναι αυτός που |
|||
» θα λευτέρωνε τον Ισραήλ μα ως τόσο να τρεις μέ- |
|||
» ρες τώρα παν απ' όταν έγιναν αυτά. Μόνε και μερι- |
|||
» κές γυναίκες μας μάς σάστισαν, που πήγαν την αυγή |
|||
» στο μνήμα, και σα δε βρήκανε τα λείψανό του ήρ- |
|||
» θαν και μας λεν πως είδανε κι’ αγγέλων ίδωμα που |
|||
» λεν πως ζει. Και πήγανε μερικοί και δικοί μας στο |
|||
» μνήμα, και βρήκαν έτσι καθώς είπαν οι γυναίκες, |
|||
» όμως τον ίδιο δεν τον είδαν». Κι' εκείνος τους είπε |
|||
« Ω ανθρώποι δίχως νου και με καρδιά αργοπίστευτη |
|||
» ύστερα απ' όλα όσα γράψανε οι Προφήτες! Αυτά δεν |
|||
» έπρεπε ο Χριστός να πάθει και να μπει στη δόξα |
|||
» του;» Κι' αρχίζοντας από το Μωυσή κι απ' όλους |
|||
τους Προφήτες, τους ξήγησε τα δικά του μέσα σ' όλες τις |
|||
Γραφές. Κι' είχανε φτάσει στο χωριό που πήγαιναν, |
|||
κι’ αυτός καμώθη πως πηγαίνει πιο μακρύτερα• και |
|||
τον κάνανε [να μείνει] λέγοντας «Μείνε μαζί μας, γιατί |
|||
» κοντεύει βράδυ κι’ έγηρε πια η μέρα». Και μπήκε |
|||
να μείνει μαζί τους. Και συνέβηκε, όταν κάθησε [να |
|||
φάει] μαζί τους, πήρε το ψωμί και βλόγησε, και τό- |
|||
κοψε κομάτια και τους έδινε• κι’ άνοιξαν τα μάτια |
|||
τους και τον αναγνώρισαν. Κι' αυτός τους έγινε άφαν- |
|||
τος. Κι' είπανε μεταξύ τους «Δεν έκαιγε η καρδιά |
|||
» μας, καθώς στο δρόμο μας μιλούσε, το πώς μας ξή- |
|||
» γαε τις Γραφές!» |
|||
152. Και σηκώθηκαν την ίδια ώρα και γυρίσανε |
|||
πίσω στην Ιερουσαλήμ. Και βρήκανε μαζεμένους τους |
|||
έντεκα και τους συντρόφους τους, που λέγανε πως α- |
|||
ληθινά αναστήθη ο Κύριος και φανερώθηκε στο Σί- |
|||
μωνα. Κι' αυτοί ξηγούσαν όσα τύχανε στο δρόμο και |
|||
πως τον αναγνώρισαν κατά το κόψιμο του ψωμιού. Κι' |
|||
ενώ μιλούσαν έτσι, στάθηκε εκείνος μεταξύ τους και |
|||
τους λέει• «Ειρήνη σας». Κι' από την ταραχή τους |
|||
και το φόβο που τους πήρε νόμιζαν πως θωρούνε φάν- |
|||
τασμα. Και τους είπε «Τι είστε ταραγμένοι και τι |
|||
» στοχασμοί σας ανεβαίνουνε στο νου; Κοιτάξτε μου |
|||
» τα χέρια μου και πόδια μου, πως είμαι εγώ ο ίδιος. |
|||
» Ψάξτε με και κοιτάξτε, τι φάντασμα δεν έχει σάρκα |
|||
» μήτε κόκκαλα όπως θωράτε κι’ έχω εγώ». Και σαν |
|||
τόπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και τα πόδια. Κι' |
|||
ενώ ακόμα αυτοί απιστούσαν από τη χαρά και σά- |
|||
στιζαν, τους είπε «Έχετε τίποτα εδώ φαγώσιμο;» |
|||
Κι' αυτοί του δώκανε λίγο ψημένο ψάρι, και το πήρε |
|||
ομπρός τους κι’ έφαγε. Και τους είπε «Αυτά 'ναι τα |
|||
» λόγια μου που σας μίλησα όταν είμουνα ακόμα μαζί |
|||
» σας, πως πρέπει ν αληθέψουν όλα τα γραμένα μέσα |
|||
» στο Νόμο του Μωυσή και μέσα στους Προφήτες και |
|||
» Ψαλμούς για μένα». Τότες τους άνοιξε το νου να |
|||
καταλάβουν τις Γραφές, και τους είπε πως «Έτσι |
|||
» γράφτηκε, ο Χριστός να πάθει και ν' αναστηθεί από |
|||
» τους νεκρούς την τρίτη μέρα, και στ' όνομά του να |
|||
» διαλαληθεί σ' όλα τα έθνη — αρχίζοντας από την |
|||
» Ιερουσαλήμ — μετανιωμός για να συχωρεθούν οι α- |
|||
» μαρτίες. Εσείς αυτά θαν τα κηρύξτε. Και να εγώ |
|||
» σας στέλνω το ό,τι έταξε ο πατέρας μου. Κι' εσείς |
|||
» καθήστε μέσ' στη χώρα ως που να φορεθείτε από τα |
|||
» ύψη δύναμη». |
|||
Και τους πήγε όξω ως κοντά στη Βηθανία και σή- |
|||
κωσε τα χέρια και τους βλόγησε. Και συνέβη, εκεί |
|||
που τους βλογούσε, αποχωρίστη από κοντά τους και |
|||
σηκώνουνταν στον ουρανό. Κι' εκείνοι τον προσκύνη- |
|||
σαν, και γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ με χαρά |
|||
μεγάλη, κι’ έμεναν πάντα μέσα στο ναό δοξολογών- |
|||
τας το Θεό. |
|||
Αμήν. |
|||
ΚΑΤΑ ΤΟ ΛΟΥΚΑ |
|||
</poem> |
|||
== ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΗ == |
|||
<poem> |
|||
Στην αρχή 'ταν ο λόγος κι’ ο λόγος είτανε με το |
|||
Θεό και Θεός είταν ο λόγος. Είταν εκείνος στην αρχή |
|||
με το Θεό. Όλα τα πάντα μέσο του έγιναν, και χωρίς |
|||
του τίποτα δεν έγινε που γίνηκε. Μέσα του είτανε ζωή |
|||
κι’ η ζωή 'τανε το φως των ανθρώπων, και το φως |
|||
μέσα στο σκοτάδι φέγγει και το σκοτάδι δεν το κυρίεψε. |
|||
2. Βγήκε ένας άνθρωπος σταλμένος από το Θεό• |
|||
τ' όνομα του Ιωάνης. Αυτός ήρθε για κήρυγμα, για |
|||
να κηρύξει το φως, που να κάνει κι’ όλοι να πιστέ- |
|||
ψουν. Δεν είταν εκείνος το φως, παρά για να κηρύξει |
|||
το φως. Το φως τ' αληθινό που φωτίζει κάθε άνθρωπο |
|||
ερχότανε στον κόσμο• στον κόσμο είταν κι’ ο κόσμος |
|||
μέσο του έγινε, κι’ ο κόσμος δεν τον αναγνώρισε. Στα |
|||
δικά του ήρθε, κι’ οι δικοί του δεν τον παραδέχτηκαν |
|||
όμως όσοι τόνε δέχτηκαν, τους έδωκε εξουσία να γίνουν |
|||
του Θεού παιδιά, σ' αυτούς που πίστεψαν τ' όνομά |
|||
του, που όχι από αίματα μήτε από θέλημα σάρκας |
|||
μήτε από θέλημα αντρός, μόνε από το Θεό γεννή- |
|||
θηκαν. |
|||
Κι' ο λόγος έγινε σάρκα και κατοίκησε μεταξύ μας |
|||
— κι’ είδαμε τη δόξα του, δόξα σα μοναχογιού [δο- |
|||
σμένη] από πατέρα — γιομάτος χάρη, αλήθια. Ο Ιωά- |
|||
νης τον κηρύχνει και φωνάζει λέγοντας «Αυτός είναι |
|||
» που είπα Αυτός που φτάνει πίσω μου έγινε προτύ- |
|||
» τερά μου, γιατί 'ταν πρώτος μου. Γιατί από το πε- |
|||
» ρίσσεμά του λάβαμε όλοι εμείς, και χάρη για χάρη. |
|||
» Επειδής ο Νόμος μέσο του Μωυσή δόθηκε• η χάρη |
|||
» κι’ η αλήθια ήρθε μέσο του Ιησού Χριστού». |
|||
3. Το Θεό κανείς ποτές ακόμα δεν τον είδε• ο μο- |
|||
ναχογιός Θεός πούναι στον κόρφο του πατέρα, εκείνος |
|||
τον ξήγησε. Κι' αυτό 'ναι το κήρυγμα του Ιωάνη όταν |
|||
έστειλαν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα παπάδες και |
|||
Λευείτες ναν τόνε ρωτήσουν «Εσύ πιος είσαι;» Κι' |
|||
ομολόγησε και δεν αρνήθηκε• κι’ ομολόγησε πως «Εγώ |
|||
» δεν είμαι ο Χριστός». Και τόνε ρώτησαν «Εσύ λοι- |
|||
» πόν τι; Ο Ηλίας είσαι;» Και λέει «Δεν είμαι». |
|||
« Ο Προφήτης είσαι εσύ;» Κι' αποκρίθηκε «Όχι». |
|||
Τούπανε λοιπόν «Πιος είσαι; Για να δώκουμε απάν- |
|||
» τηση σ' εκείνους που μας έστειλαν. Τι λες για σένα;» |
|||
Είπε « '' Εγώ φωνή που κάπιος κράζει στην έρημο |
|||
» Ίσιο κάντε το δρόμο του Κυρίου '' , καθώς είπε ο Η- |
|||
» σαΐας ο προφήτης». Κι' είταν οι σταλμένοι Φαρι- |
|||
σαίοι, και τόνε ρώτησαν και τούπαν «Τι λοιπόν βα- |
|||
» φτίζεις αν εσύ δεν είσαι ο Χριστός ουδ' ο Ηλίας ουδ' |
|||
» ο Προφήτης;» Τους αποκρίθη ο Ιωάνης κι’ είπε |
|||
« Εγώ βαφτίζω με νερό• μεταξύ σας στέκει, δίχως ναν |
|||
» τον ξέρετε, κι’ έρχεται πίσω μου αυτός που εγώ δεν |
|||
» είμαι άξιος να λύσω το λουρί του σανταλιού του». |
|||
Αυτά γίνανε στη Βηθανία αντίπερα του Ιορδάνη, όπου |
|||
βάφτιζε ο Ιωάνης. |
|||
4. Την κατόπι μέρα βλέπει τον Ιησού που πήγαινε |
|||
κοντά του και λέει «Νά τ' αρνί του Θεού που βγάζει |
|||
» την αμαρτία του κόσμου. Αυτός είναι που σας είπα |
|||
» Πίσω μου έρχεται άνθρωπος που γίνηκε προτύτερά |
|||
» μου, γιατί 'ταν πρώτος μου. Κι' εγώ δεν τον ήξερα, |
|||
» παρά για να φανερωθεί στον Ισραήλ για τούτο ήρθα |
|||
» εγώ και βαφτίζω με νερό». Και κήρυξε ο Ιωάνης |
|||
κι’ είπε πως «Είδα το Πνέμα που κατέβαινε σαν περι- |
|||
» στέρι από τον ουρανό και κάθησε απάνου του. Κι' |
|||
» εγώ δεν τον ήξερα• μα αυτός που μ' έστειλε να βα- |
|||
» φτίζω με νερό, εκείνος μούπε Σ' όπιονε δεις να κατε- |
|||
» βεί το Πνέμα και καθήσει απάνου του, αυτός βαφτί- |
|||
» ζει με πνέμα άγιο. Κι' εγώ είδα και κήρυξα πως |
|||
» αυτός είναι ο γιος του Θεού». |
|||
5. Την κατόπι μέρα έστεκε πάλι ο Ιωάνης με διο |
|||
του μαθητάδες, και τηρώντας τον Ιησού που περπα- |
|||
τούσε λέει «Νά τ' αρνί του Θεού». Και τον ακούσανε |
|||
οι διο του μαθητάδες που μιλούσε, κι’ ακολούθησαν |
|||
τον Ιησού. Και γύρισε ο Ιησούς, και βλέποντάς τους |
|||
που τον ακολουθούσανε τους λέει «Τι ζητάτε;» Κι' |
|||
εκείνοι τούπανε «Ραββεί (που ξηγημένο θα πει '' Δάσκα- |
|||
λε '' ), πού κάθεσαι;» Τους λέει «Ελάτε και θα δείτε» |
|||
Πήγανε λοιπόν κι’ είδαν που κάθεται, και μείνανε μαζί |
|||
του εκείνη την ημέρα. Είταν ως δέκα η ώρα. Είταν |
|||
ο Αντρέας, ο αδερφός του Σίμωνα του Πέτρου, ένας |
|||
από τους διο π' ακούσανε από τον Ιωάνη και τον ακο- |
|||
λούθησαν. Αυτός βρίσκει πρώτο τον αδερφό του το |
|||
Σίμωνα και του λέει «Βρήκαμε το Μεσσία», που ξη- |
|||
γημένο θα πει Χριστός. Τον πήγε στον Ιησού. Ο |
|||
Ιησούς τον κοίταξε κι’ είπε «Εσύ 'σαι ο Σίμωνας, ο |
|||
» γιος του Ιωνά• θα σε κράζουν εσένα Κηφά», που θα |
|||
πει '' Πέτρος '' . |
|||
6. Την κατόπι μέρα θέλησε να βγει στη Γαλιλαία. |
|||
Και βρίσκει το Φίλιππο ο Ιησούς και του λέει «Ακο- |
|||
» λούθα με». Κι' ο Φίλιππος είταν από τη Βηθσαϊδά, |
|||
από την πατρίδα του Αντρέα και του Πέτρου. Βρί- |
|||
σκει ο Φίλιππος το Ναθανιήλ και του λέει «Εκείνον |
|||
»πούγραψε ο Μωυσής μέσα στο Νόμο κι’ οι Προφή- |
|||
» τες, τον ηύραμε, τον Ιησού το γιο του Ιωσήφ από |
|||
» τη Ναζαρέτ». Κι' ο Ναθανιήλ τούπε «Από τη Να- |
|||
» ζαρέτ μπορεί να γίνει τίποτα καλό;» Του λέει ο |
|||
Φίλιππος «Έλα και δες». Είδε ο Ιησούς το Ναθα- |
|||
νιήλ που πήγαινε κοντά του και λέει για αυτόν «Να |
|||
» αληθινά Ισραηλίτης με δίχως πονηριά». Του λέει ο |
|||
Ναθανιήλ «Πώς με ξέρεις;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς |
|||
και τούπε «Πρι σε φωνάξει ο Φίλιππος, σ' είδα σαν |
|||
» είσουνα στη συκιά από κάτου». Τ' αποκρίθηκε ο Να- |
|||
θανιήλ «Ραββεί, εσύ 'σαι ο γιος του Θεού, εσύ 'σαι ο |
|||
» βασιλέας του Ισραήλ». Αποκρίθηκε ο Ιησούς |
|||
και τούπε «Γιατί σούπα πως σ' είδα στη συκιά από κά- |
|||
» του, πιστεύεις• μεγαλύτερά τους θα δεις». Και του |
|||
λέει «Αλήθια αλήθια σας λέω• θα δείτε τον ουρανό |
|||
» ανοιχτό και τους αγγέλους του Θεού που θ' ανεβαί- |
|||
» νουν και θα κατεβαίνουν απάνου στο γιο τ' ανθρώ- |
|||
» που». |
|||
7. Και τρεις μέρες κατόπι έγινε γάμος στην Κανά |
|||
της Γαλιλαίας, κι’ είταν εκεί η μητέρα του Ιησού• και |
|||
προσκάλεσαν και τον Ιησού και τους μαθητάδες του |
|||
στο γάμο. Κι' έλειψε το κρασί, και λέει του Ιησού η |
|||
μητέρα του «Δεν έχουν κρασί». Κι' ο Ιησούς της λέει |
|||
« Τι θέλεις από μένα, [ω] γυναίκα; Δεν ήρθε ακόμα η |
|||
» ώρα μου». Λέει η μητέρα του στους δούλους «Ό,τι |
|||
» σας λέει κάντε το». Κι' είταν εκεί έξη στάμνες πέτρι- |
|||
νες, βαλμένες όπως συνειθίζεται για τον καθαρισμό των |
|||
Ιουδαίων, που χωρούσαν από διο ή τρία μέτρα. Τους |
|||
λέει ο Ιησούς «Γιομίστε τις στάμνες νερό». Και τις |
|||
γιόμισαν ως απάνου. Και τους λέει «Βγάλτε τώρα και |
|||
» πηγαίνετε τ' αρχιτράπεζου». Και του πήγαν. Και |
|||
σα δοκίμασε ο αρχιτράπεζος το νερό το κανωμένο κρασί |
|||
και δεν ήξερε από πού είταν — όμως οι δούλοι τόξεραν |
|||
πούχανε βγάλει το νερό — , φωνάζει το γαμπρό ο αρχι- |
|||
τράπεζος και του λέει «Κάθε άνθρωπος πρώτα δίνει |
|||
» το καλό κρασί, και σα μεθύσουν, το χειρότερο• εσύ |
|||
» φύλαξες ως τώρα το καλό κρασί». Από τούτο άρ- |
|||
χισε τα θάματά του ο Ιησούς στην Κανά της Γαλι- |
|||
λαίας και φανέρωσε τη δόξα του και τον πίστεψαν οι |
|||
μαθητάδες του. |
|||
8. Κατόπι κατέβηκε στην Καφαρναούμ αυτός κι’ |
|||
η μητέρα του και τ' αδέρφια κι’ οι μαθητάδες του• κι’ |
|||
έμειναν εκεί λίγες μέρες. Και κόντευε το πάσκα των |
|||
Ιουδαίων, κι’ ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς. Και |
|||
βρήκε καθισμένους μέσα στο ναό όσους πουλούσανε βό- |
|||
δια και πρόβατα και περιστέρια, και τους σαράφηδες. |
|||
Και κάνοντας βούρδουλα από σκοινιά τους έβγαλε ό- |
|||
λους από το ναό, [καθώς] και τα πρόβατα και βόδια, |
|||
και των σαράφηδων σκόρπισε όξω τα χρήματα κι’ α- |
|||
ναποδογύρισε τα τραπέζια• κι’ είπε των περιστεράδων |
|||
« Πάρτε τα αυτά από δω• μην κάνετε τον οίκο του |
|||
» πατέρα μου αργαστήρι». Και θυμήθηκαν οι μαθη- |
|||
τάδες του πως είναι γραμένο '' Ο ζήλος του οίκου σου |
|||
θα με φάει '' . Αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι λοιπόν και τού- |
|||
παν «Τι σημάδι μας δείχνεις που κάνεις αυτά;» Α- |
|||
ποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε «Γκρεμίστε ετούτον |
|||
» το ναό και σε τρεις μέρες τόνε στήνω». Είπανε λοι- |
|||
πόν οι Ιουδαίοι «Σε σαράντα έξη χρόνια χτίστηκε |
|||
» ο ναός αυτός, κι’ εσύ τόνε στήνεις σε τρεις μέρες;» |
|||
Εκείνος όμως έλεγε το ναό του κορμιού του. Σαν ανα- |
|||
στήθηκε λοιπόν από τους νεκρούς, θυμήθηκαν οι μαθη- |
|||
τάδες του πως αυτό έλεγε και πίστεψαν τη Γραφή και |
|||
το λόγο πούπε ο Ιησούς. |
|||
9. Κι' ενόσω είτανε στην Ιερουσαλήμ κατά τη σκόλη |
|||
του πάσκα, πολλοί πιστέψανε τ' όνομά του θωρώντας |
|||
του τα σημάδια πούκανε. Ο ίδιος όμως ο Ιησούς δεν |
|||
τους φανερώνουνταν, έτσι που ναν τόνε μάθουν όλοι, τι |
|||
κανενός δεν είχε ανάγκη να κηρύξει τον άνθρωπο, γιατί |
|||
ο ίδιος τόξερε το τι 'τανε μέσα στον άνθρωπο. |
|||
10. Κι' είταν ένας Φαρισαίος μ' όνομα Νικόδημος |
|||
προεστός των Ιουδαίων. Αυτός πήγε νύχτα στον Ιησού |
|||
και τούπε «Ραββεί, ξέρουμε πως από το Θεό ήρθες δά- |
|||
» σκαλος, τι δε μπορεί κανείς να κάνει τα σημάδια αυ- |
|||
» τά που κάνεις εσύ εξόν αν είναι ο Θεός μαζί του». |
|||
Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε «Αλήθια αλήθια |
|||
» σου λέω, αν κανείς δε γεννηθεί από πάνου, δε μπορεί |
|||
» να δει τη βασιλεία του Θεού». Του λέει ο Νικόδη- |
|||
μος «Πώς γίνεται άνθρωπος να γεννηθεί όντας γέρος; |
|||
» Μήπως μπορεί να ξαναμπεί μέσα στην κοιλιά της |
|||
» μητέρας του και να γεννηθεί;» Αποκρίθηκε ο Ιη- |
|||
σούς «Αλήθια αλήθια σου λέω, α δε γεννηθεί κανείς |
|||
» από νερό και πνέμα, αδύνατο να μπει στη βασιλεία |
|||
» του Θεού. Το γεννημένο από τη σάρκα σάρκα είναι, |
|||
» και το γεννημένο από το πνέμα πνέμα είναι. Μην |
|||
» απορήσεις που σούπα Πρέπει να γεννηθείτε από πά- |
|||
» νου. Η πνοή όπου θέλει πνέει και τη βουή της την |
|||
» ακούς, όμως δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού |
|||
» πηγαίνει• έτσι είναι ο κάθε γεννημένος από το πνέ- |
|||
» μα». Αποκρίθηκε ο Νικόδημος και τούπε «Πώς |
|||
» μπορούν αυτά να γίνουν;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και |
|||
τούπε «Εσύ 'σαι ο δάσκαλος του Ισραήλ κι’ αυτά δεν |
|||
» τα κατέχεις; Αλήθια αλήθια σου λέω, πως ό,τι ξέ- |
|||
» ρουμε λέμε κι’ ότι είδαμε κηρύχνουμε, και το κήρυγ- |
|||
» μά μας δεν το δέχεστε. Αν τα γήινα σας είπα και |
|||
» δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψτε α σας πω τα ουρά- |
|||
» νια; Και κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό εξόν όπιος |
|||
» κατέβηκε από τον ουρανό, ο γιος τ' ανθρώπου. Και |
|||
» καθώς ο Μωυσής έστησε ψηλά το φείδι μέσα στην |
|||
» έρημο, έτσι πρέπει να στηθεί ψηλά [κι’] ο γιος τ' αν- |
|||
» θρώπου, που όπιος τον πιστεύει νάχει ζωή παντο- |
|||
» τινή. Γιατί τόσο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, που |
|||
» και το γιο του έδωκε το μονογέννητο, π' όπιος τον |
|||
» πιστεύει να μη χάσει παρά νάχει ζωή παντοτινή. |
|||
» Γιατί δεν έστειλε ο Θεός το γιο του στον κόσμο να |
|||
» καταδικάσει τον κόσμο, παρά για να κάνει κι’ ο κό- |
|||
» σμος να σωθεί. Όπιος τον πιστεύει δεν καταδικάζε- |
|||
» ται, κι’ όπιος δεν πιστεύει είναι κι’ όλας καταδικα- |
|||
» σμένος γιατί δεν πίστεψε τ' όνομα του μονογέννητου |
|||
» γιου του Θεού. Κι' είναι για τούτο η καταδίκη, |
|||
» γιατί ήρθε το φως στον κόσμο και προτιμήσανε οι |
|||
» ανθρώποι το σκοτάδι από το φως• γιατί είτανε κακά |
|||
» τα έργα τους. Γιατί όπιος κάνει έργατα άσκημα, |
|||
» μισεί το φως και δεν πάει κοντά στο φως για να μην |
|||
» αποδειχτούν τα έργα του• μα όπιος κάνει την αλή- |
|||
» θια, πάει κοντά στο φως για ναν του φανερωθούν τα |
|||
» έργα, τι είναι κανωμένα με Θεό». |
|||
11. Κατόπι πήγε ο Ιησούς κι’ οι μαθητάδες του |
|||
στον τόπο της Ιουδαίας, κι’ έμενε εκεί μαζί τους και |
|||
βάφτιζε. Και βάφτιζε κι’ ο Ιωάνης στην Αινών κοντά |
|||
στο Σαλείμ — γιατί εκεί 'τανε νερά πολλά — και πή- |
|||
γαινε ο κόσμος και βαφτίζουνταν, γιατί δεν είχε ακό- |
|||
μα ο Ιωάνης φυλακιστεί. Λοιπόν φιλονεικήσανε οι μα- |
|||
θητάδες του Ιωάνη μ' έναν Ιουδαίο για καθαρισμό. |
|||
Και πήγαν κι’ είπανε του Ιωάνη «Ραββεί, εκείνος |
|||
» πούτανε μαζί σου αντίπερα του Ιορδάνη, που εσύ |
|||
» τον κήρυξες, κοίτα αυτός βαφτίζει κι όλοι σ' εκεί- |
|||
» νον πάνε». Αποκρίθη ο Ιωάνης κι’ είπε «Τίποτα |
|||
» δε μπορεί να λάβει ο άνθρωπος α δεν του δόθηκε από |
|||
» τον ουρανό. Είστε μάρτυρες μου εσείς οι ίδιοι πως |
|||
» εγώ είπα Δεν είμαι εγώ ο Χριστός παρά πως στάλ- |
|||
» θηκα προτύτερά του. Όπιος έχει τη νύφη 'ναι γαμ- |
|||
» πρός• κι’ ο φίλος του γαμπρού που στέκεται και τον |
|||
» ακούει, χαρά χαίρεται με τη φωνή του γαμπρού. |
|||
» Λοιπόν αυτή η χαρά η δική μου έγινε. Αυτός να |
|||
» μεγαλώνει πρέπει και να μικραίνω εγώ. Όπιος έρχε- |
|||
» ται από πάνου, απάνου απ' όλους είναι. Όπιος είναι |
|||
» από τη γη, από τη γη 'ναι κι’ από τη γη λαλεί• |
|||
» όπιος έρχεται από τον ουρανό, απάνου απ' όλους εί- |
|||
» ναι. Ό,τι είδε κι’ άκουσε, εκείνο κηρύχνει, και το |
|||
» κήρυγμά του κανείς δεν το δέχεται• όπιος δέχεται |
|||
» το κήρυγμά του, έβαλε τη βούλα του πως είναι αλη- |
|||
» θινός ο Θεός. Γιατί όπιον έστειλε ο Θεός, τα λόγια |
|||
» του Θεού λαλεί, τι δίνει αμέτρητα το πνέμα. Ο |
|||
» πατέρας αγαπά το γιο, κι’ όλα τα πάντα τάδωκε |
|||
» στο χέρι του. Όπιος πιστεύει το γιο, έχει ζωή παν- |
|||
» νοτινή• όπιος όμως παρακούει το γιο, δε θα δει ζωή |
|||
» μόνε κάθεται απάνου του η οργή του Θεού». |
|||
12. Σαν έμαθε λοιπόν ο Κύριος πως τ' άκουσαν οι |
|||
Φαρισαίοι πως ο Ιησούς πιο πολλούς μαθητάδες κάνει |
|||
και βαφτίζει από τον Ιωάνη (αν κι’ αλήθια ο Ιησούς |
|||
δε βάφτιζε ο ίδιος, μόνε οι μαθητάδες του), άφισε την |
|||
Ιουδαία κι’ έφυγε πάλι για τη Γαλιλαία. Κι' έπρεπε |
|||
να περάσει από τη Σαμάρεια. Φτάνει λοιπόν σε χώρα |
|||
της Σαμάρειας που τη λέγανε Σιχάρ κοντά στο μέρος |
|||
το δοσμένο από τον Ιακώβ στον Ιωσήφ το γιο του• |
|||
κι’ εκεί 'ταν ένα πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν |
|||
κουρασμένος από το δρόμο κάθουνταν έτσι σιμά στο |
|||
πηγάδι• η ώρα είταν ως έξη. Έρχεται γυναίκα από τη |
|||
Σαμάρεια να βγάλει νερό. Της λέει ο Ιησούς «Δώσε |
|||
» μου να πιώ», γιατί οι μαθητάδες του είχαν πάει |
|||
στη χώρα να ψωνίσουν. Του λέει λοιπόν η γυναίκα |
|||
η Σαμαρείτισσα «Πώς εσύ Ιουδαίος όντας ζητάς να |
|||
» πιείς από μένα, γυναίκα Σαμαρείτισσα; Γιατί δε |
|||
» συντροφιάζουν Ιουδαίοι με Σαμαρείτες». Αποκρί- |
|||
θηκε ο Ιησούς και της είπε «Αν ήξερες το χάρισμα |
|||
» του Θεού και πιος σου λέει Δώσε μου να πιώ, εσύ |
|||
» θαν του ζητούσες και θα σούδινε νερό ζωντανό». |
|||
Του λέει «Κύριε, μήτε κουβά δεν έχεις και το πηγάδι |
|||
» 'ναι βαθύ• λοιπόν πώς έχεις το νερό το ζωντανό; |
|||
» Μην είσαι μεγαλύτερος εσύ απ' τον πατέρα μας τον |
|||
» Ιακώβ που μας έδωκε το πηγάδι κι’ ήπιε από το |
|||
» πηγάδι ο ίδιος [καθώς] κι’ οι γιοί του και τα θρέμ- |
|||
» ματά του;» |
|||
Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε «Όπιος πίνει |
|||
» από τούτο το νερό, θα διψάσει πάλι• μα όπιος πιεί |
|||
» νερό που θαν του δώσω εγώ, δε θα διψάσει στον αιώ- |
|||
» να, μόνε το νερό που θαν του δώσω θενά γίνει μέσα |
|||
» του πηγή νερού που θ' αναβρύζει ως σε ζωή παντο- |
|||
» τινή». Του λέει η γυναίκα «Κύριε, δώσε μου το |
|||
» αυτό το νερό, για να μη διψώ μηδ' έρχουμαι ως εδώ |
|||
» να βγάζω». Της λέει «Σήρε φώναξε τον άντρα σου• |
|||
» και γύρισε εδώ». Αποκρίθηκε η γυναίκα και του εί- |
|||
πε «Δεν έχω άντρα». Της λέει ο Ιησούς• «Καλά εί- |
|||
» πες πως Άντρα δεν έχω• γιατί είχες πέντε άντρες, |
|||
» και τον άντρα πούχεις τώρα δεν είναι άντρας σου |
|||
» Αλήθια αυτό το είπες». Του λέει η γυναίκα «Κύριε, |
|||
» βλέπω πως προφήτης είσαι εσύ. Οι πατέρες μας σ' ε- |
|||
» τούτο το βουνό προσκύνησαν, κι’ εσείς λέτε πως στην |
|||
» Ιερουσαλήμ είναι το μέρος όπου πρέπει να προσκυ- |
|||
» νούμε». Της λέει ο Ιησούς «Πίστευέ με, [ω] γυναί- |
|||
» κα, πως φτάνει ώρα που μήτε σ' ετούτο το βουνό |
|||
» μήτε στα Ιεροσόλυμα δε θα προσκυνάτε τον πατέρα. |
|||
» Εσείς προσκυνάτε ό,τι δεν ξέρετε• εμείς προσκυνούμε |
|||
» ό,τι ξέρουμε, το πως η σωτηρία από τους Ιουδαίους |
|||
» είναι νάρθει. Όμως φτάνει ώρα κι’ ήρθε τώρα όταν |
|||
» οι αληθινοί προσκυνητάδες θα προσκυνήσουν τον πα- |
|||
» τέρα με πνέμα και μ' αλήθια• γιατί κι’ ο πατέρας |
|||
» έτσι τους θέλει όσους τον προσκυνούν. Πνέμα ο Θεός• |
|||
» κι’ όσοι τον προσκυνούνε, με πνέμα και μ' αλήθια |
|||
» πρέπει ναν τον προσκυνούν». Του λέει η γυναίκα |
|||
« Ξέρω πως είναι νάρθει Μεσσίας (ο Χριστός που λένε)• |
|||
» όταν έρθει εκείνος, θα μας πει τα πάντα». Της λέει |
|||
ο Ιησούς «Εγώ 'μαι που σου μιλώ». Κι' εκείνη τη |
|||
στιγμή έφτασαν οι μαθητάδες του κι’ απορούσαν που |
|||
μιλούσε με γυναίκα• όμως κανείς δεν είπε «Τι θέλεις |
|||
» ή γιατί μιλείς μαζί της;» Άφισε λοιπόν τη στάμνα |
|||
της η γυναίκα και πήγε στη χώρα και λέει στους αν- |
|||
θρώπους «Ελάτε να δείτε άνθρωπο που μου τάπε όλα |
|||
» όσα έκανα. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός;» Βγή- |
|||
καν από τη χώρα και πηγαίνανε στον Ιησού. |
|||
13. Στο μεταξύ τον παρακαλούσαν οι μαθητάδες |
|||
και λέγανε «Ραββεί, φάγε». Κι' εκείνος τους είπε |
|||
« Εγώ 'χω φαγητό να φάω που εσείς δεν το ξέρετε». |
|||
Λέγανε λοιπόν οι μαθητάδες μεταξύ τους «Μήπως |
|||
» τούφερε κανένας κι’ έφαγε;» Τους λέει ο Ιησούς |
|||
« Δικό μου φαγητό 'ναι το 'να κάνω το θέλημα του |
|||
» στάλτη μου και να τελειώσω τη δουλιά του. Εσείς δε |
|||
» λέτε πως τέσσερεις μήνες ακόμα και φτάνει ο θέρος; |
|||
» Νά σας λέω, σηκώστε τα μάτια σας, και κοιτάξτε |
|||
» τα χωράφια πως ασπρολογούνε [έτοιμα] για θερισμό. |
|||
» Τώρα παίρνει μεροδούλι ο θεριστής και συνάζει καρπό |
|||
» ως σε ζωή παντοτινή, που να χαίρεται ο σπάρτης |
|||
» μαζί κι’ ο θεριστής. Γιατί σε τούτο είναι αληθινός ο |
|||
» λόγος, πως άλλος είναι ο σπάρτης κι’ άλλος ο θερι- |
|||
» στής. Εγώ σας έστειλα να θερίστε σ' ό,τι εσείς δεν |
|||
» κοπιάσατε• άλλοι έκαναν τον κόπο, κι’ εσείς μπή- |
|||
» κατε στον κόπο τους». |
|||
Κι' από τη χώρα εκείνη πολλοί τον πίστεψαν Σα- |
|||
μαρείτες από τα λόγια της γυναικός που κήρυχνε πως |
|||
« Μου τάπε όλα όσα έκανα». Σαν ήρθανε λοιπόν οι |
|||
Σαμαρείτες, τον παρακαλούσανε να μείνει μαζί τους• |
|||
κι’ έμεινε εκεί διο μέρες. Και πολύ πιότερους έκανε και |
|||
πίστεψαν ο λόγος του, κι’ έλεγαν της γυναικός «Πια |
|||
» δεν πιστεύουμε απ' όσα είπες• γιατί οι ίδιοι ακού- |
|||
» σαμε, και ξέρουμε πως αυτός είναι αληθινά ο σωτή- |
|||
» ρας του κόσμου». |
|||
. Κι' ύστερ' από τις διο τις μέρες βγήκε από κει |
|||
και πήγε στη Γαλιλαία. Γιατί ο ίδιος ο Ιησούς κή- |
|||
ρυξε πως προφήτη στη δική του την πατρίδα δεν τι- |
|||
μούν. Σαν έφτασε λοιπόν στη Γαλιλαία, τόνε δέχτη- |
|||
καν οι Γαλιλαίοι, γιατί 'χανε δει όλα όσα έκανε στην |
|||
Ιερουσαλήμ κατά τη σκόλη• γιατί είχαν πάει κι’ ε- |
|||
κείνοι στη γιορτή. Πήγε λοιπόν πάλι στην Κανά της |
|||
Γαλιλαίας όπου 'χε κάνει το νερό κρασί. Κι' είταν ένας |
|||
βασιλικός υπάλληλος π' ο γιος του είταν άρρωστος |
|||
στην Καφαρναούμ• αυτός σαν άκουσε πως έρχεται ο |
|||
Ιησούς από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, πήγε και |
|||
τον παρακαλούσε να κατεβεί και ναν του γιατρέψει το |
|||
γιο του• γιατί είτανε να πεθάνει. Τούπε λοιπόν ο Ιη- |
|||
σούς «Α δε δείτε σημάδια και τέρατα, δε θα πιστέ- |
|||
» ψτε». Του λέει ο βασιλικός [υπάλληλος] «Κύριε, έλα |
|||
» κάτου πριν πεθάνει το παιδί μου». Του λέει ο Ιη- |
|||
σούς «Πήγαινε, ο γιος σου ζει». Πίστεψε ο άνθρω- |
|||
πος το λόγο που τούπε ο Ιησούς, και πήγαινε. Κι' |
|||
ενώ πια κατέβαινε απάντησε τους σκλάβους του και |
|||
τούλεγαν πως «Το παιδί σου ζει». Ρώτησε λοιπόν |
|||
πια ώρα καλιτέρεψε. Τούπανε λοιπόν πως εχτές στις |
|||
εφτά η ώρα τον αφήκε η θέρμη• κατάλαβε λοιπόν ο |
|||
πατέρας πως εκείνη την ώρα όταν τούπε ο Ιησούς «Ο |
|||
» γιος σου ζει». Και πίστεψε, [κι’] αυτός κι’ όλο του |
|||
το σπιτικό. Κι' αυτό πάλι έκανε δεύτερο σημάδι ο |
|||
Ιησούς σαν πήγε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. |
|||
15. Κατόπι είτανε σκόλη των Ιουδαίων, κι’ ανέ |
|||
βηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα. Κι' είναι στα Ιερο- |
|||
σόλυμα κοντά στην προβατινή μπασιά λουτρό που |
|||
εβραίικα λέγεται Βηθσαϊδά με πέντε λιακωτά• εκεί |
|||
μέσα κοίτουνταν πλήθος οι αρρωστημένοι — στραβοί, |
|||
κουτσοί, πιασμένοι. Κι' είταν εκεί ένας άνθρωπος πού- |
|||
χε τριάντα οχτώ χρόνια την αρρώστια του• αυτόνε |
|||
όταν τον είδε ο Ιησούς πλαγιασμένο κάτου κι’ ένιωσε |
|||
πως έχει από πολύν καιρό, του λέει «Θέλεις να για- |
|||
» τρευτείς;» Του αποκρίθηκε ο αρρωστημένος «Κύ- |
|||
» ριε, δεν έχω άνθρωπο, που σα σαλέψει το νερό να με |
|||
» βάλει στο λουτρό& κι’ ενώ πηγαίνω εγώ, άλλος κα- |
|||
» τεβαίνει πριν». Του λέει ο Ιησούς «Σήκω, πάρε |
|||
» το κλινάρι σου και περπάτα». Κι' αμέσως έγινε ο |
|||
άνθρωπος καλά, και πήρε το κλινάρι του και περπα- |
|||
τούσε. Κι' είτανε σαββάτο εκείνη την ημέρα. Λέγανε |
|||
λοιπόν του γιατρεμένου οι Ιουδαίοι «Σαββάτο είναι, |
|||
» δεν πρέπει να σηκώνεις το κλινάρι». Κι' αυτός τους |
|||
αποκρίθηκε «Εκείνος που με γιάτρεψε, εκείνος μούπε |
|||
» Πάρε το κλινάρι σου και περπάτα». Τόνε ρωτού- |
|||
σανε λοιπόν «Πιος σούπε Πάρ' το και περπάτα;» |
|||
Κι' ο γιατρεμένος δεν ήξερε πιος είναι, γιατί ξέκοψε ο |
|||
Ιησούς επειδή 'ταν πλήθος μέσα εκεί. Κατόπι τόνε |
|||
βρίσκει ο Ιησούς μέσα στο ναό και τούπε «Νά έγινες |
|||
» καλά• μην κάνεις πια αμαρτίες, μήπως πάθεις τί- |
|||
» ποτα χειρότερο». Έφυγε ο άνθρωπος και πληροφό- |
|||
ρησε τους Ιουδαίους πως ο Ιησούς τον έκανε καλά. |
|||
Και για τούτο κατατρέχανε οι Ιουδαίοι τον Ιησού, |
|||
γιατί αυτά τάκανε το σαββάτο. Και τους αποκρίθηκε |
|||
« Ο πατέρας μου και τότε εργάζεται• εργάζουμαι κι’ |
|||
» εγώ». |
|||
Για τούτο λοιπόν πιο πολύ ζητούσανε ναν τόνε θα- |
|||
νατώσουν οι Ιουδαίοι, γιατί όχι μοναχά χαλνούσε το |
|||
σαββάτο, παρά και πατέρα του έλεγε το Θεό κάνον- |
|||
τας τον εαυτό του ίσο του Θεού. Αποκρίθη λοιπόν και |
|||
τους έλεγε «Αλήθια αλήθια σας λέω, τίποτα δε μπο- |
|||
» ρεί να κάνει μοναχός του ο γιος, εξόν α βλέπει τον |
|||
» πατέρα που [το] κάνει• γιατί όσα κάνει εκείνος, αυτά |
|||
» το ίδιο κάνει κι’ ο γιος. Γιατί ο πατέρας αγαπά το |
|||
» γιο κι’ όλα του τα δείχνει όσα κάνει ο ίδιος, και |
|||
» μεγαλύτερά τους θαν του δείξει έργα, που ν' απο- |
|||
» ρείτε εσείς• γιατί όπως ο πατέρας ανασταίνει τους |
|||
» νεκρούς και ζωντανεύει, έτσι κι’ ο γιος όσους θέ- |
|||
» λει ζωντανεύει. Γιατί και δεν καταδικάζει ο πατέ- |
|||
» μας κανένα, μόνε κάθε καταδίκη την έδωκε του γιου, |
|||
» π' όλοι να τιμούν το γιο καθώς τιμούνε τον πατέρα. |
|||
» Όπιος δεν τιμά το γιο, δεν τιμά τον πατέρα που |
|||
» τον έστειλε. Αλήθια αλήθια σας λέω, πως όπιος α- |
|||
» κούει το λόγο μου και πιστεύει το στάλτη μου, έχει |
|||
» ζωή παντοτινή και δεν πάει σε καταδίκη, μονάχα |
|||
» πέρασε από το θάνατο στη ζωή. Αλήθια αλήθια σας |
|||
» λέω, πως φτάνει ώρα κι’ ήρθε τώρα όταν οι νεκροί |
|||
» θ' ακούσουν τη φωνή του γιου του Θεού, κι’ όσοι α- |
|||
» κούσουνε θα ζήσουν. Γιατί όπως ο πατέρας έχει μέσα |
|||
» του ζωή, έτσι και του γιου τούδωκε κι’ έχει μέσα |
|||
» του ζωή και τούδωκε εξουσία να καταδικάζει, γιατί |
|||
» είναι γιος ανθρώπου. Μην απορείτε αυτό, το πως |
|||
» φτάνει ώρα όταν όλοι μέσ' στα μνήματα θ' ακούσουν |
|||
» τη φωνή του, και θα βγούνε οι εργάτες του καλού |
|||
» σ' ανάσταση ζωής κι’ οι εργάτες του κακού σ' ανά- |
|||
» σταση καταδίκης. Δε μπορώ από μένα εγώ να κάνω |
|||
» τίποτα• καθώς ακούω καταδικάζω, κι’ η καταδίκη |
|||
» μου είναι δίκια, γιατί δε γυρεύω το δικό μου θέλημα |
|||
» παρά το θέλημα του στάλτη μου. Αν εγώ κηρύ- |
|||
» χνουμαι ο ίδιος, δεν είναι αληθινό το κήρυγμά μου• |
|||
» άλλος με κηρύχνει, και ξέρω πως είναι αληθινό το |
|||
» κήρυγμά του που κηρύχνει για μένα. Εσείς στείλατε |
|||
» στον Ιωάνη και κήρυξε την αλήθια• εγώ όμως δε |
|||
» γυρεύω ανθρώπου κήρυγμα, παρά σας λέω αυτά για |
|||
» να σωθείτε εσείς. Εκείνος είταν το λυχνάρι πούταν |
|||
» αναμένο κι’ έφεγγε, κι’ εσείς θελήσατε στο φως του |
|||
» να χαρείτε μια στιγμή. Εγώ όμως έχω κήρυγμα |
|||
» μεγαλύτερο από του Ιωάνη• γιατί τα έργα που μού- |
|||
» δωκε ο πατέρας να βγάλω πέρα, τα έργα αυτά που |
|||
» κάνω είναι κηρυχτής μου πως ο πατέρας μ' έστειλε. |
|||
» Κι' ο πατέρας που μ' έστειλε, εκείνος με κήρυξε. |
|||
» Μήτε ποτές φωνή του ακόμα δεν ακούσατε μήτε εί- |
|||
» δατε μορφή του, και το λόγο του δεν τον κρατάτε |
|||
» μέσα σας, γιατί τον αποσταλμένο του, αυτόν εσείς |
|||
» δεν τον πιστεύετε. Τις Γραφές τις ψάχνετε γιατί |
|||
» θαρρείτε πως μ' αυτές λαβαίνετε ζωή παντοτινή• κι’ |
|||
» εκείνες είναι κηρυχτής μου, και δε θέλετε σ' εμένα |
|||
» νάρθετε για νάχετε ζωή. Δόξα απ' ανθρώπους δε |
|||
» ζητώ, παρά [σας τα λέω γιατί] σας ξέρω πως μέσα |
|||
» σας δεν έχετε την αγάπη του Θεού. Εγώ ήρθα στ' |
|||
» όνομα του πατέρα μου, και δε με δέχεστε• αν άλ- |
|||
» λος έρθει σ' όνομα δικό του, εκείνον θα δεχτείτε. |
|||
» Πώς μπορείτε εσείς να πιστέψτε, που γυρεύετε ένας |
|||
» δόξα από τον άλλον, και τη δόξα που δίνει ο μόνος |
|||
» δε γυρεύετε; Μη νομίζετε πως θα σας κατηγορήσω |
|||
» εγώ στον πατέρα• υπάρχει ο κατήγορος σας στον |
|||
» πατέρα, ο Μωυσής που εσείς στηρίζεστε. Γιατί αν |
|||
» πιστεύατε το Μωυσή, θα με πιστεύατε [κι’] εμένα• |
|||
» γιατί εκείνος έγραψε για μένα. Αν όμως τα γραμένα |
|||
» εκείνου δεν πιστεύετε, πώς πιστεύετε τα λόγια μου;» |
|||
16. Κατόπι πήγε ο Ιησούς αντίπερα της λίμνης |
|||
της Γαλιλαίας, της Τιβεριάδας• και τον ακολουθούσε |
|||
λαός πολύς, γιατί θωρούσαν τα σημάδια πούκανε με |
|||
τους αρρώστους. Κι' ανέβη το βουνό ο Ιησούς και κά- |
|||
θουνταν εκεί με τους μαθητάδες του. Και κόντευε το |
|||
πάσκα, η σκόλη των Ιουδαίων. Σήκωσε λοιπόν τα |
|||
μάτια ο Ιησούς, και θωρώντας πως έρχεται πολύς |
|||
λαός ναν τόνε βρει, λέει του Φιλίππου «Πού θ' αγο- |
|||
» ράσουμε ψωμιά για να φάνε αυτοί;» Κι' αυτό τό- |
|||
λεγε δοκιμάζοντάς τον γιατί ο ίδιος ήξερε τι θα κάνει. |
|||
Τ' αποκρίθη ο Φίλιππος «Διακόσα δηνάρια ψωμί δεν |
|||
» τους φτάνει για να πάρουν όλοι λίγο». Του λέει ένας |
|||
μαθητής του, ο Αντρέας ο αδερφός του Σίμωνα του |
|||
Πέτρου «Είναι ένα παιδί εδώ κι’ έχει πέντε κριθαρό- |
|||
» ψομα και διο ψάρια• μα τι είναι αυτά για τόσους;» |
|||
Είπε ο Ιησούς «Βάλτε τους ανθρώπους να καθήσουν». |
|||
Κι' είχε εκεί χορτάρια πολλά. Καθήσανε λοιπόν οι αν- |
|||
θρώποι, αριθμός ως πέντε χιλιάδες. Πήρε λοιπόν τα |
|||
ψωμιά ο Ιησούς, κι’ αφού δοξολόγησε μοίρασε στους |
|||
καθισμένους• το ίδιο κι’ από τα ψάρια όσο ήθελαν. |
|||
Κι' αφού χορτάσανε, λέει στους μαθητάδες του «Μα- |
|||
» ζέψτε τα κομάτια που περίσσεψαν, για να μη χαθεί |
|||
» τίποτα». Μαζέψανε λοιπόν, και γιομίσανε δώδεκα |
|||
καλάθια με κομάτια από τα πέντε κριθαρόψωμα που |
|||
περίσσευαν απ' όσους έφαγαν. Οι ανθρώποι λοιπόν σαν |
|||
είδαν τι σημάδια έκανε, έλεγαν πως «Αυτός είναι |
|||
» αληθινά ο Προφήτης πούρχεται στον κόσμο». |
|||
17. Ο Ιησούς λοιπόν όταν ένιωσε πως σκοπεύουνε |
|||
ναρθούν και ναν τον αρπάξουν για ναν τον κάνουνε |
|||
βασιλέα, έφυγε πάλι στο βουνό καταμόναχος. Και σα |
|||
βράδιασε, κατέβηκαν οι μαθητάδες του στη λίμνη, και |
|||
μπήκανε σε καράβι και πήγαιναν αντίπερα της λίμνης |
|||
στην Καφαρναούμ. Κι' είχε σκοτεινιάσει πια κι’ ο Ιη- |
|||
σούς δεν είχε φτάσει ακόμα, κι’ η λίμνη φυσώντας ά- |
|||
νεμος μεγάλος φούσκωνε. Σαν τραβήξανε λοιπόν ως |
|||
εικοσιπέντε στάδια ή τριάντα, βλέπουν τον Ιησού που |
|||
περπατούσε στη λίμνη απάνου και σίμωνε στο καράβι, |
|||
και φοβήθηκαν. Κι' εκείνος τους λέει «Εγώ είμαι, μη |
|||
» φοβάστε». Θέλανε λοιπόν ναν τον πάρουνε στο κα- |
|||
ράβι, κι’ αμέσως βρέθηκε το καράβι στην ξηρά [εκεί] |
|||
που πήγαιναν. |
|||
18. Την κατόπι μέρα το πλήθος πούστεκε στ' αν- |
|||
τικρυνά της λίμνης είδαν πως άλλη βάρκα εκεί δεν |
|||
είταν εξόνε μια και πως δε μπήκε μαζί με τους μα- |
|||
θητάδες του ο Ιησούς στο καράβι, παρά [πως] έφυγαν |
|||
οι μαθητάδες μοναχοί (άλλα καράβια ήρθαν από την |
|||
Τιβεριάδα κοντά στο μέρος πούφαγαν το ψωμί σα δο- |
|||
ξολόγησε ο Κύριος)• ότα λοιπόν είδε ο λαός πως ο Ιη- |
|||
σούς δεν είναι εκεί, μήτε οι μαθητάδες του, μπήκανε |
|||
αυτοί στις βάρκες κι’ ήρθανε στην Καφαρναούμ ζη- |
|||
τώντας τον Ιησού, κι’ όταν τον ηύρανε στ' αντικρυνά |
|||
της λίμνης, τούπανε «Ραββεί, πότε έφτασες εδώ;» |
|||
Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς κι’ είπε «Αλήθια αλήθια |
|||
» σας λέω, με ζητάτε όχι γιατί είδατε σημάδια, μόνε |
|||
» γιατί φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε. Εργά- |
|||
» ζεστε όχι για τη θροφή που χάνεται, παρά για τη |
|||
» θροφή που μένει ως σε ζωή παντοτινή, που θα σας |
|||
» δώσει, ο γιος τ' ανθρώπου• γιατί εκείνον όρισε με τη |
|||
» σφραγίδα του ο πατέρας, ο Θεός». Τούπανε λοιπόν |
|||
« Τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα του |
|||
» Θεού; » Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε «Αυτό |
|||
» 'ναι το έργο του Θεού, να πιστεύετε τον απόστολό |
|||
» του». Τούπανε λοιπόν «Λοιπόν τι σημάδι κάνεις |
|||
» εσύ που να δούμε και να σε πιστέψουμε; τι [έργο] |
|||
» εργάζεσαι; Οι πατέρες μας φάγανε στην έρημο το |
|||
» μάννα, καθώς είναι γραμένο '' Ψωμί τους έδωκε από |
|||
» τον ουρανό να φάνε '' ». Τους είπε λοιπόν ο Ιησούς |
|||
« Αλήθια αλήθια σας λέω, δε σας έδωκε ο Μωυσής το |
|||
» ψωμί από τον ουρανό, μόνε ο πατέρας μου σας δίνει |
|||
» από τον ουρανό το ψωμί τ' αληθινό• γιατί το ψωμί |
|||
» του Θεού είναι όπιο κατεβαίνει από τον ουρανό δί- |
|||
» νοντας ζωή του κόσμου». Τούπανε λοιπόν «Κύριε, |
|||
» πάντα δίνε μας αυτό το ψωμί». Τους είπε ο Ιησούς |
|||
« Εγώ είμαι το ψωμί της ζωής. Όπιος έρχεται σ' εμέ- |
|||
» να δε θα πεινάσει, κι’ όπιος με πιστεύει δε θα διψά- |
|||
» σει ποτές. Όμως σας είπα πώς Και μ' είδατε και δεν |
|||
» πιστεύετε. Ό,τι δίνει μου ο πατέρας σ' εμένα θάρθει, |
|||
» κι’ όπιος έρχεται σ' εμένα δε θαν τόνε βγάλω όξω, |
|||
» γιατί κατέβηκα από τον ουρανό όχι για να κάνω το |
|||
» θέλημα το δικό μου παρά το θέλημα του στάλτη |
|||
» μου. Και το θέλημα του στάλτη μου είναι αυτό, |
|||
» απ' ό,τι μούδωκε να μη χάσω τίποτα, μόνε ναν τ' α- |
|||
» ναστήσω τη στερνή τη μέρα. Γιατί ετούτο 'ναι το |
|||
» θέλημα του πατέρα μου, το όπιος θωρά το γιο και |
|||
» τον πιστεύει νάχει ζωή παντοτινή και ναν τον ανα- |
|||
» στήσω εγώ τη στερνή τη μέρα». |
|||
19. Αγαναχτούσανε λοιπόν μαζί του οι Ιουδαίοι |
|||
γιατί είπε «Εγώ 'μαι το ψωμί που κατέβηκε από τον |
|||
» ουρανό», και λέγανε «Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο |
|||
» γιος του Ιωσήφ, που εμείς γνωρίζουμε τον πατέρα |
|||
» του και τη μητέρα; Πώς τώρα λέει πως Κατέβηκα |
|||
» από τον ουρανό;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους |
|||
είπε «Μην αγαναχτείτε μεταξύ σας. Κανείς δε μπορεί |
|||
» νάρθει σ' εμένα εξόν αν τόνε σήρει ο πατέρας που |
|||
» μ' έστειλε, κι’ εγώ θαν τον αναστήσω τη στερνή τη |
|||
» μέρα. Είναι γραμένο μέσα στους Προφήτες '' Και θα |
|||
» γίνουν όλοι διδαχτοί του Θεού '' . Όπιος ακούσει από |
|||
» τον πατέρα και μάθει, έρχεται σ' εμένα. Όχι πως |
|||
» είδε κανείς τον πατέρα, εξόν όπιος έρχεται από το |
|||
» Θεό• αυτός είδε τον πατέρα. Αλήθια αλήθια σας |
|||
» λέω, όπιος πιστεύει έχει ζωή παντοτινή. Εγώ είμαι |
|||
» το ψωμί της ζωής. Οι πατέρες σας φάγανε στην έ- |
|||
» ρημο το μάννα και πέθαναν& αυτό 'ναι το ψωμί που |
|||
» κατεβαίνει από τον ουρανό, το ναν το φάει κανείς |
|||
» και να μην πεθαίνει. Εγώ είμαι το ψωμί το ζωντανό |
|||
» που κατέβη από τον ουρανό• όπιος φάει αυτό το ψω- |
|||
» μί θα ζήσει στον αιώνα. Και το ψωμί που δώσω |
|||
» εγώ η σάρκα μου είναι για τη ζωή του κόσμου». |
|||
20. Λογομαχούσανε λοιπόν οι Ιουδαίοι κι’ έλεγαν |
|||
« Πώς αυτός μπορεί να μας δώσει να φάμε τη σάρκα |
|||
» του;» Τους είπε λοιπόν ο Ιησούς «Αλήθια αλήθια |
|||
» σας λέω, α δε φάτε τη σάρκα του γιου τ' ανθρώπου |
|||
» και δεν πιείτε το αίμα του, μέσα σας ζωή δεν έχετε. |
|||
» Όπιος μου τρώει τη σάρκα μου και μου πίνει το αί- |
|||
» μα, έχει ζωή παντοτινή και θαν τον αναστήσω εγώ |
|||
» τη στερνή τη μέρα• γιατί η σάρκα μου είναι αληθι- |
|||
» νή θροφή, και το αίμα μου αληθινό 'ναι πιόσιμο. |
|||
» Όπιος τρώει τη σάρκα μου και μου πίνει το αίμα, |
|||
» μένει μέσα μου, κι’ εγώ μέσα του. Όπως μ' έστειλε |
|||
» ο ζωντανός πατέρας κι’ εγώ ζω από τον πατέρα, [έ- |
|||
» τσι] κι’ όπιος με τρώει θα ζήσει κι’ εκείνος από μένα. |
|||
» Αυτό 'ναι το ψωμί που κατέβη από τον ουρανό, όχι |
|||
» καθώς φάγανε οι πατέρες [σας] και πέθαναν• όπιος |
|||
» τρώει αυτό το ψωμί θα ζήσει στον αιώνα». |
|||
Αυτά είπε μέσα σε συναγώγι διδάσκοντας στην Κα- |
|||
φαρναούμ. Πολλοί λοιπόν άκουσαν μαθητάδες του κι’ |
|||
είπανε «Τραχύς είναι αυτός ο λόγος' πιος μπορεί ναν |
|||
» τον ακούει;» Και σαν ένιωσε μέσα του ο Ιησούς πως |
|||
έκανε αυτό τους μαθητάδες του κι’ αγαναχτούσαν, τους |
|||
είπε «Αυτό σας πειράζει; Α βλέπετε λοιπόν το γιο |
|||
» τ' ανθρώπου κι’ ανεβαίνει όπου 'ταν πριν; Η πνοή |
|||
» ζωντανεύει, η σάρκα τίποτα δεν ωφελεί• τα λόγια |
|||
» που εγώ σας είπα, πνοή 'ναι και ζωή. Όμως μερικοί |
|||
» σας δεν πιστεύουν». Γιατί ήξερε από την αρχή ο |
|||
Ιησούς πιοι δεν πιστεύουν και πιος θαν τον παραδώ- |
|||
σει. Κι' έλεγε «Για τούτο σας είπα πως δε μπορεί κα- |
|||
» νείς νάρθει σ' εμένα α δεν του δόθηκε από τον πατέ- |
|||
» ρα». Για τούτο πολλοί μαθητάδες του έφυγαν πίσω |
|||
και δεν πήγαιναν πια μαζί του. Είπε λοιπόν ο Ιησούς |
|||
στους δώδεκα «Μήπως θέλετε κι’ εσείς να πάτε;» |
|||
Τ' αποκρίθηκε ο Σίμωνας ο Πέτρος «Κύριε, σε πιόνε |
|||
» να πάμε; Ζωής παντοτινής έχεις λόγια, κι’ εμείς πι- |
|||
» στέψαμε και ξέρουμε πως εσύ 'σαι ο Άγιος του Θεού». |
|||
Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς «Δε σας διάλεξα εγώ εσάς |
|||
» τους δώδεκα; Κι' ένας σας είναι διάβολος». Κι' έ- |
|||
λεγε τον Ιούδα του Σίμωνα του Ισκαριώτη, γιατί εί- |
|||
ταν αυτός ναν τον παραδώσει, ένας από τους δώδεκα. |
|||
21. Και κατόπι γύριζε ο Ιησούς μέσα στη Γαλι- |
|||
λαία, γιατί δεν ήθελε να γυρνά μέσα στην Ιουδαία |
|||
επειδή ζητούσαν οι Ιουδαίοι ναν τόνε θανατώσουν. |
|||
Και κόντευε η σκόλη των Ιουδαίων, το καλυβοστή- |
|||
σιμο. Τούπανε λοιπόν οι αδερφοί του «Μη μένεις εδώ, |
|||
» μον πήγαινε στην Ιουδαία, για να δουν κι’ οι μαθη- |
|||
» τάδες τα έργα [σου] που κάνεις. Γιατί κανείς δεν |
|||
» κάνει τίποτα κρυφά π' απαιτεί να γνωρίζεται. Αν |
|||
» αυτά τα κάνεις, φανερώσου στον κόσμο». Γιατί |
|||
μήτε οι αδερφοί του δεν τον πίστευαν. Τους λέει λοι- |
|||
πόν ο Ιησούς «Η δική μου η ώρα ακόμα δεν έφτασε• |
|||
» όμως η δική σας ώρα πάντα εδώ 'ναι έτοιμη. Εσάς |
|||
» δεν μπορεί να σας μισεί ο κόσμος, μα εμένα με μισεί |
|||
» γιατί εγώ κηρύχνω πως είναι τα έργα του κακά. |
|||
» Πηγαίνετε εσείς απάνου στη σκόλη• σ' αυτή τη σκόλη |
|||
» δεν πηγαίνω ακόμα εγώ, γιατί η ώρα μου ακόμα |
|||
» δεν έφτασε». Κι' αφού τους τάπε αυτά, έμεινε στη |
|||
Γαλιλαία. |
|||
22. Κι' όταν ανέβηκαν τ' αδέρφια του στη σκόλη, |
|||
τότε ανέβηκε κι’ αυτός, όχι φανερά, μόνε [έτσι] σαν |
|||
κρυφά. Οι Ιουδαίοι λοιπόν τόνε ζητούσανε στη σκόλη |
|||
κι’ έλεγαν «Πού 'ναι τος εκείνος;» Κι' είταν κρυφομί- |
|||
λημα πολύ για τον Ιησού μέσα στα πλήθη• άλλοι λέ- |
|||
γανε πως είναι καλός, κι’ άλλοι λέγανε «Όχι, μόνε |
|||
» παρασύρει το λαό». Κανείς όμως φανερά, δεν τόνε |
|||
μελετούσε από το φόβο των Ιουδαίων. |
|||
23. Κι' όταν είχε πια μισοπεράσει η σκόλη, ανέ- |
|||
βηκε ο Ιησούς στο ναό και δίδασκε. Απορούσανε λοι- |
|||
πόν οι Ιουδαίοι κι’ έλεγαν «Πώς αυτός γνωρίζει γράμ- |
|||
» ματα χωρίς να μάθει;» Ο Ιησούς λοιπόν τους α- |
|||
ποκρίθη κι’ είπε «Η δική μου η διδαχή δική μου δεν |
|||
» είναι, παρά του στάλτη μου. Όπιος θέλει το θέλημά |
|||
» του να κάνει, θα καταλάβει τη διδαχή πια είναι, |
|||
» : από το Θεό ή εγώ δικά μου λαλώ. Όπιος δικά του |
|||
» λαλεί, τη δόξα τη δική του ζητά• όπιος όμως ζητά |
|||
» τη δόξα του στάλτη του, αυτός είναι αληθινός και |
|||
» μέσα του δεν έχει κακοσύνη. Δε σας έδωκε ο Μωυ- |
|||
» σής το Νόμο; και το Νόμο κανείς σας δεν τον κά- |
|||
» νει. Τι ζητάτε να με θανατώστε;» Αποκρίθηκε το |
|||
πλήθος «Δαιμονισμένος είσαι• πιος γυρεύει να σε θα- |
|||
» νατώσει;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε «Ένα |
|||
» έργο έκανα κι’ όλοι απορείτε. Ο Μωυσής σας έδωκε |
|||
» την περιτομή (όχι πως είναι από το Μωυσή, μόνε |
|||
» από τους προπατόρους), και περιτομίζετε άνθρωπο |
|||
» σαββάτο. Αν ο άνθρωπος περιτομίζεται σαββάτο |
|||
» για να μη χαλαστεί ο νόμος του Μωυσή, θυμώνετε |
|||
» μαζί μου γιατί γιάτρεψα ολόκληρο άνθρωπο σαββά- |
|||
» το; Μη δικάζετε απ' ό,τι φαίνεται, παρά τη σωστή |
|||
» τη δίκη να δικάζετε». Μερικοί λοιπόν Ιεροσολυμεί- |
|||
τες λέγανε «Δεν είναι αυτός που ζητούνε να σκοτώ- |
|||
» σουν; Και νά λαλεί ανοιχτά και δεν του λένε τίπο- |
|||
» τα. Μήπως αλήθια οι προεστοί γνωρίζουν πως αυτός |
|||
» είναι ο Χριστός; Ως τόσο αυτόν τον ξέρουμε από |
|||
» πού είναι• όμως ο Χριστός σαν είναι νάρθει, κανείς |
|||
» δεν ξέρει από πού είναι». Έκραξε λοιπόν μέσα στο |
|||
ναό ο Ιησούς διδάσκοντας και λέγοντας «Κι' εμένα |
|||
» με ξέρετε, και ξέρετε από πού είμαι. Και μόνος μου |
|||
» δεν ήρθα, μόνε είναι αληθινός ο στάλτης μου, που |
|||
» εσείς δεν τον ξέρετε• εγώ τον ξέρω, γιατί από κείνον |
|||
» είμαι κι’ εκείνος μ' έστειλε». Ζητούσανε λοιπόν ναν |
|||
τον πιάσουν, και κανείς δεν έβαλε χέρι απάνου του |
|||
γιατί δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα του. |
|||
24. Κι' από το λαό πολλοί τον πίστευαν κι’ έλεγαν |
|||
« Ο Χριστός σαν έρθει, μήπως θα κάνει περισσότερα |
|||
» σημάδια απ' ό,τι έκανε αυτός;» Άκουσαν οι Φαρι- |
|||
σαίοι το λαό που κρυφομιλούσε αυτά για τον Ιησού, |
|||
και στείλανε οι αρχιπαπάδες κι’ οι Φαρισαίοι κλητή- |
|||
ρες ναν τον πιάσουν. Είπε λοιπόν ο Ιησούς «Ακόμα |
|||
» λίγο μένω μαζί σας και πηγαίνω στο στάλτη μου. |
|||
» Θα με ζητάτε και δε θα με βρίσκετε, κι’ όπου 'μαι |
|||
» εγώ εσείς να πάτε δε μπορείτε». Είπανε λοιπόν οι |
|||
Ιουδαίοι μεταξύ τους «Πού 'ναι αυτός να πάει που |
|||
» εμείς δε θαν τον βρούμε; Μήπως στο σκόρπισμα των |
|||
» Ελλήνων σκοπεύει να πάει και να διδάσκει τους |
|||
» Έλληνες; Τι 'ναι αυτός ο λόγος πούπε θα με ζη- |
|||
» τάτε και δε θα με βρίσκετε, κι’ όπου 'μαι εγώ, εσείς |
|||
» να πάτε δε μπορείτε;» |
|||
25. Και την τελευταία μέρα τη μεγάλη της σκό- |
|||
λης έστεκε ο Ιησούς κι’ έκραξε λέγοντας «Αν κανείς |
|||
» διψά, σ' εμένα ας έρχεται κι’ ας πίνει. Όπιος με πι- |
|||
» στεύει, καθώς είπε η Γραφή, '' ποτάμια ζωντανό νερό |
|||
» θα τρέξουν από την κοιλιά του»''. Κι' αυτό τόπε για |
|||
το πνέμα που θα λάβαιναν όσοι τον πιστέψανε• γιατί |
|||
δεν είχε ακόμα δοθεί πνέμα άγιο, επειδής δεν είχε α- |
|||
κόμα δοξαστεί ο Ιησούς. Από το λαό λοιπόν άκουσαν |
|||
αυτά τα λόγια κι’ έλεγαν πως «Αυτός είναι αληθινά ο |
|||
» Προφήτης» • άλλοι έλεγαν «Αυτός είναι ο Χριστός»• |
|||
κι’ άλλοι έλεγαν «Τάχα από τη Γαλιλαία έρχεται ο |
|||
» Χριστός; Η Γραφή δεν είπε πως από το σπέρμα |
|||
» του Δαυείδ έρχεται ο Χριστός κι’ από τη Βηθλεέμ το |
|||
» χωριό όπου γεννήθηκε ο Δαυείδ;» Διχόνια λοιπόν |
|||
έγινε απ' αφορμή του στο λαό, και μερικοί τους θέλανε |
|||
ναν τον πιάσουν, μα δεν έβαλε χέρι απάνου του κανείς. |
|||
26. Πήγανε λοιπόν οι κλητήρες στους πρωτοπαπά- |
|||
δες και τους Φαρισαίους, κι’ αυτοί τους είπανε «Γιατί |
|||
» δεν τόνε φέρατε;» Αποκριθήκανε οι κλητήρες «Πο- |
|||
» τές άνθρωπος δε μίλησε έτσι». Απάντησαν λοιπόν |
|||
» Φαρισαίοι «Μήπως κι’ εσείς παρασυρθήκατε; Μή- |
|||
πως τον πίστεψε κανένας προεστός ή Φαρισαίος; |
|||
» Μόνε αυτός ο όχλος που δεν κατέχει το Νόμο κατα- |
|||
» ραμένοι είναι». Τους λέει ο Νικόδημος, που πήγε |
|||
πριν στον Ιησού, όντας ένας τους «Μήπως ο Νόμος |
|||
» μας καταδικάζει τον άνθρωπο α δεν τον ακούσει |
|||
» πρώτα και μάθει το τι κάνει;» Αποκρίθηκαν και |
|||
τούπανε «Μήπως κι’ εσύ 'σαι από τη Γαλιλαία; Ξέ- |
|||
» τασε και μάθε πως δε βγαίνει από τη Γαλιλαία προ- |
|||
» φήτης». |
|||
[Και πήγαν ο καθένας σπίτι του, κι’ ο Ιησούς πήγε |
|||
στο Ελιοβούνι. Και το πρωί ήρθε πάλι στο ναό, κι’ |
|||
όλος ο λαός πήγαινε ναν τόνε βρει, και κάθησε και τους |
|||
δίδασκε. Και φέρνουν οι διαβασμένοι κι’ οι Φαρισαίοι |
|||
γυναίκα πιασμένη σ' ατιμία, και στήνοντάς τη στη |
|||
μέση του λένε «Δάσκαλε, αυτή η γυναίκα πιάστηκε |
|||
» την ώρα π' ατιμάζουνταν, κι’ ο Μωυσής μέσα στο |
|||
» Νόμο μας προστάζει αυτές ναν τις πετροβολούμε• |
|||
» εσύ λοιπόν τι λες;» Και τόλεγαν αυτό δοκιμάζον- |
|||
τάς τον, για νάχουνε ναν τον κατηγορούν. Κι' έσκυψε |
|||
κάτου ο Ιησούς κι’ έγραφε με το δάχτυλο στο χώμα |
|||
χάμου. Και σαν επίμεναν και τόνε ρωτούσαν, σήκωσε |
|||
το κεφάλι κι’ είπε «Ο αναμάρτητός σας πρώτος ας |
|||
» την πετροβολήσει». Κι' έσκυψε πάλι κάτου κι’ |
|||
έγραφε στο χώμα. Κι' όταν τ' άκουσαν εκείνοι, βγαί- |
|||
νανε ένας ένας αρχινώντας από τους δημογερόντους, |
|||
κι’ έμεινε μονάχος, κι’ η γυναίκα εκεί στη μέση. Κι' ο |
|||
Ιησούς σηκώνοντας την κεφαλή της είπε «Γυναίκα, |
|||
» πoύ 'ναι τους; Κανένας δε σε καταδίκασε;» Κι' αυτή |
|||
είπε «Κανένας, Κύριε». Κι' ο Ιησούς είπε «Μήτ' |
|||
» εγώ δε σε καταδικάζω• πήγαινε, από τώρα μην κά- |
|||
» νεις πια αμαρτία».] |
|||
27. Πάλι λοιπόν τους μίλησε ο Ιησούς κι’ είπε |
|||
« Εγώ είμαι το φως του κόσμου• όπιος μ' ακολουθά, |
|||
» δε θα περπατήσει μέσα στο σκοτάδι, παρά θα λάβει |
|||
» το φως της ζωής». Τούπανε λοιπόν οι Φαρισαίοι |
|||
« Εσύ κηρύχνεσαι μονάχος σου• το κήρυγμά σου δεν |
|||
» είναι αληθινό». Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε |
|||
« Κι' αν εγώ κηρύχνουμαι μονάχος μου, το κήρυγμά |
|||
» μου είναι αληθινό, τι ξέρω από πού ήρθα και πού |
|||
» πηγαίνω, μα εσείς δεν ξέρετε από πού έρχουμαι και |
|||
» πού πηγαίνω. Εσείς κατά τη σάρκα καταδικάζετε, |
|||
» εγώ δεν καταδικάζω κανέναν κι’ αν κι’ εγώ καταδι- |
|||
» κάζω, η καταδίκη μου είναι αληθινή, τι δεν είμαι |
|||
» μόνος παρά εγώ κι’ ο πατέρας που μ' έστειλε. Κι' |
|||
» είναι και μέσα στο Νόμο σας γραμένο πως η μαρτυ- |
|||
» ρία διο ανθρώπων είναι αληθινή• εγώ 'μαι μάρτυράς |
|||
» μου και μάρτυράς μου ο πατέρας που μ' έστειλε». |
|||
Του λέγανε λοιπόν «Πού 'ναι ο πατέρας σου;» Απο- |
|||
κρίθηκε ο Ιησούς «Μήτ' εμένα ξέρετε μήτε τον πα- |
|||
» τέρα μου• αν εμένα ξέρατε, και τον πατέρα μου θα |
|||
» ξέρατε». Αυτά τα μίλησε ο Ιησούς κοντά στο τα- |
|||
μείο [του ναού] διδάσκοντας μέσα στο ναό, και κανείς |
|||
δεν τον έπιασε γιατί δεν είχε ακόμα φτάσει η ώρα του. |
|||
28. Τους είπε λοιπόν πάλι «Εγώ πηγαίνω και θα |
|||
» με ζητήστε, κι’ από την αμαρτία σας θα θανατω- |
|||
» θείτε. Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς να πάτε δε μπορεί- |
|||
» τε». Λέγανε λοιπόν οι Ιουδαίοι «Μήπως θα σκο- |
|||
» τωθεί; Γιατί λέει Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς να πάτε |
|||
» δε μπορείτε». Και τους έλεγε «Εσείς από τα κά- |
|||
» του είστε, εγώ 'μαι από τα πάνου• εσείς είστε απ' |
|||
» αυτόν τον κόσμο, εγώ δεν είμαι από τον κόσμο αυ- |
|||
» τόν. Σας είπα λοιπόν πως θα θανατωθείτε από τις |
|||
» αμαρτίες σας, γιατί α δεν πιστέψτε πως είμαι εγώ, |
|||
» θα θανατωθείτε από τις αμαρτίες σας». Του λέγανε |
|||
λοιπόν «Πιος είσαι εσύ;» Τους είπε ο Ιησούς «Γιατί |
|||
» πρώτα σας μιλώ; Πολλά έχω για σας να πω και να |
|||
» καταδικάσω• όμως ο στάλτης μου είναι αληθινός, |
|||
» κι’ εγώ όσα άκουσα από κείνον, αυτά λέω [εδώ] στον |
|||
» κόσμο». Δεν ένιωσαν πως τον πατέρα τους έλεγε. |
|||
Είπε λοιπόν ο Ιησούς πως «Όταν ανεβάστε το γιο |
|||
» τ' ανθρώπου, τότες θα μάθετε πως εγώ είμαι και |
|||
» δικό μου τίποτα δεν κάνω, παρά καθώς με δίδαξε |
|||
» ο πατέρας μου, αυτά μιλώ. Κι' είναι μαζί μου ο |
|||
» στάλτης μου• μονάχο δε μ' αφήκε, τι εγώ τους ορι- |
|||
» σμούς του κάνω πάντα». Και λέγοντας αυτά ο Ιη- |
|||
σούς, πολλοί τον πίστεψαν. |
|||
29. Έλεγε λοιπόν ο Ιησούς στους Ιουδαίους που |
|||
τον πίστεψαν «Αν εσείς μείνετε στο λόγο μου, αλη- |
|||
» θινά 'στε μαθητάδες μου και θα μάθετε την αλήθια |
|||
» κι’ η αλήθια θα σας λευτερώσει». Τ' αποκρίθηκαν |
|||
« Του Αβραάμ είμαστε σπέρμα και κανενός ποτές δε |
|||
» γίναμε ακόμα σκλάβοι• πως εσύ λες πως θα λευτε- |
|||
» ρωθείτε;» Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς «Αλήθια α- |
|||
» λήθια σας λέω, πως όπιος κάνει την αμαρτία, σκλά- |
|||
» βος είναι της αμαρτίας• κι’ ο σκλάβος δε μένει στο |
|||
» σπίτι αιώνια, ο γιος μένει αιώνια. Α λοιπόν ο γιος |
|||
» σας λευτερώσει, αληθινά θα λευτερωθείτε. Ξέρω πως |
|||
» είστε σπέρμα του Αβραάμ• όμως ζητάτε να με θα- |
|||
» νατώστε, γιατί ο λόγος μου δε χωρεί μέσα σας. Όσα |
|||
» εγώ είδα στου πατέρα, αυτά μιλώ• κι’ εσείς λοι- |
|||
» πόν όσα ακούσατε από τον πατέρα [σας], [αυτά] κά- |
|||
» νετε». Αποκρίθηκαν και τούπαν «Πατέρας μας είναι |
|||
» ο Αβραάμ». Τους λέει ο Ιησούς «Αν είστε παιδιά |
|||
» του Αβραάμ τα έργα του Αβραάμ θα κάνατε• τώ- |
|||
» ρα όμως θέτε να με θανατώστε, άνθρωπο που σας |
|||
» είπα την αλήθια π' άκουσα από το Θεό. Αυτό δεν |
|||
» τόκανε ο Αβραάμ• εσείς τα έργα του πατέρα σας |
|||
» κάνετε». Τούπαν «Εμείς απ' ατιμιά δε γεννηθήκα- |
|||
» με• έναν πατέρα έχουμε, το Θεό». Τους είπε ο Ιησούς |
|||
« Αν ο Θεός είταν ο πατέρας σας, εμένα θα μ' α- |
|||
» γαπούσατε, τι εγώ από το Θεό βγήκα κι’ έρχουμαι• |
|||
» γιατί και μόνος μου δεν ήρθα, μόνε εκείνος μ' έστει- |
|||
» λε. Γιατί δε νιώθετε ό,τι σας μιλώ; Επειδή δε μπο- |
|||
» ρείτε ν' ακούστε τα λόγια μου. Εσείς είστε από πα- |
|||
» τέρα το Διάβολο, και τους ορισμούς του πατέρα σας |
|||
» θέλετε να κάντε• εκείνος φονιάς ανθρώπων είταν από |
|||
» την αρχή, και με την αλήθια δεν πηγαίνει γιατί |
|||
» μέσα του δεν έχει αλήθια. Όταν ψέματα λαλεί, δικά |
|||
» του λαλεί, γιατί ψεύτης είναι [καθώς] κι’ ο πατέρας |
|||
» του. Εγώ όμως γιατί λέω την αλήθια, δε με πιστεύ- |
|||
» ετε. Πιος σας με βγάζει αμαρτωλό; Α λέω αλήθια, |
|||
» εσείς γιατί δε με πιστεύετε; Όπιος είναι από το Θεό, |
|||
» τα λόγια του Θεού τ' άκουες• για τούτο εσείς δεν |
|||
» τ' ακούτε, γιατί από το Θεό δεν είστε». Απάντησαν |
|||
οι Ιουδαίοι και τούπαν «Καλά εμείς δε λέμε πως εσύ |
|||
» είσαι Σαμαρείτης κι’ έχεις δαιμόνιο;» Αποκρίθηκε ο |
|||
Ιησούς «Εγώ δαιμόνιο δεν έχω παρά τιμώ τον πα- |
|||
» τέρα μου, κι’ εσείς δε με τιμάτε. Κι' εγώ δε ζητώ τη |
|||
» δόξα μου• υπάρχει αυτός που τη ζητά κι’ αποφασί- |
|||
» ζει. Αλήθια αλήθια σας λέω, όπιος φυλάξει τα λό- |
|||
» για μου, θάνατο δε θα δει στον αιώνα». Τούπαν οι |
|||
Ιουδαίοι «Τώρα ξέρουμε πως έχεις δαιμόνιο. Ο Α- |
|||
» βραάμ πέθανε κι’ οι προφήτες, κι’ εσύ λες Όπιος φυ- |
|||
» λάξει τα λόγια μου, θάνατο δε θα δει στον αιώνα; |
|||
» Εσύ 'σαι τάχα μεγαλύτερος του πατέρα μας του Α- |
|||
» βραάμ που πέθανε κι’ οι προφήτες πέθαναν; Τι λέει |
|||
» πως είσαι;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Α μόνος μου |
|||
» εγώ δοξαστώ, η δόξα μου δεν είναι τίποτα. Υπάρ- |
|||
» χει ο πατέρας μου που με δοξάζει, που λέτε εσείς |
|||
» πως είναι Θεός σας, και δεν τόνε γνωρίζετε, μα εγώ |
|||
» τον ξέρω• κι’ αν πω πως δεν τον ξέρω, θα γενώ ό- |
|||
» μιος σας, ψεύτης. Όμως τον ξέρω και φυλάω τα λό- |
|||
» για του. Ο Αβραάμ ο πατέρας σας αναγάλλιασε με |
|||
» το να δει τη μέρα μου, και την είδε και χάρηκε». |
|||
Τούπανε λοιπόν οι Ιουδαίοι «Πενήντα χρονών δεν εί- |
|||
» σαι ακόμα και τον Αβραάμ είδες;» Τους είπε ο |
|||
Ιησούς «Αλήθια αλήθια σας λέω, πρι γεννηθεί ο Α- |
|||
» βραάμ υπάρχω εγώ». Πήρανε λοιπόν πέτρες ναν του |
|||
ρήξουν• ο Ιησούς κρύφτηκε και βγήκε από το ναό. |
|||
30. Και περνώντας είδε άνθρωπο γεννημένο τυφλό. |
|||
Και τόνε ρώτησαν οι μαθητάδες του κι’ είπανε «Ραβ- |
|||
» βεί, πιος έκανε αμαρτία, αυτός ή οι γονιοί του, για |
|||
» να γεννηθεί τυφλός;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Μήτε |
|||
» αυτός έκανε αμαρτία μήτε οι γονιοί του, παρά για |
|||
» να φανερωθούνε μέσο του τα έργα του Θεού. Πρέπει |
|||
» εμείς να δουλεύουμε τα έργα του στάλτη μου όσο |
|||
» είναι μέρα• έρχεται η νύχτα όταν κανείς δε μπορεί |
|||
» να δουλέψει. Όταν είμαι στον κόσμο, φως είναι του |
|||
» κόσμου». Όταν είπε αυτά, έφτυσε χάμου κι’ έκανε |
|||
λάσπη από το φτύσιμο, και τούβαλε τη λάσπη στα |
|||
μάτια απάνου και τούπε «Πήγαινε πλύσου στο λου- |
|||
» τρό του '' Σιλωάμ '' (που θα πει '' απόστολος '' )». Έφυγε |
|||
βλέποντας. Οι γειτόνοι λοιπόν κι’ όσοι πριν τον έβλε- |
|||
παν πως είτανε ζητιάνος, λέγανε «Δεν είναι αυτός που |
|||
» κάθεται και ζητιανεύει;» Άλλοι λέγανε πως «Αυ- |
|||
» τός είναι»• άλλοι λέγανε «Όχι, παρά του μιάζει» • |
|||
εκείνος έλεγε πως «Εγώ είμαι». Του λέγανε λοιπόν |
|||
« Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;» Αποκρίθη εκείνος «Ο |
|||
» άνθρωπος που τόνε λεν Ιησού έκανε λάσπη και μ' ά- |
|||
» λειψε τα μάτια, και μούπε πως Πήγαινε στο Σιλωάμ |
|||
» και πλύσου. Πήγα λοιπόν, κι’ άμα πλύθηκα είδα». |
|||
Και τούπαν «Πού 'ναι τος εκείνος;» Λέει «Δεν ξέ- |
|||
» ρω». Τον πηγαίνουνε στους Φαρισαίους τον άλλοτες |
|||
τυφλό. Κι' είτανε σαββάτο η μέρα όταν έκανε ο Ιησούς |
|||
τη λάσπη και τ' άνοιξε τα μάτια. Πάλι λοιπόν τόνε |
|||
ρωτούσανε κι οι Φαρισαίοι πώς είδε. Κι' εκείνος τους |
|||
είπε «Λάσπη μούβαλε στα μάτια απάνου, και πλύθηκα |
|||
» και βλέπω». Λέγανε λοιπόν από τους Φαρισαίους |
|||
μερικοί «Δεν είναι αυτός από το Θεό ο άνθρωπος, τι δε |
|||
» φυλάει το σαββάτο». Κι' άλλοι λέγανε «Πώς μπορεί |
|||
» άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτια σημάδια;» Κι' |
|||
είχανε διχόνια μεταξύ τους. Λέγανε λοιπόν πάλι του |
|||
τυφλού «Εσύ τι λες γι' αυτόν; γιατί σ' άνοιξε τα μά- |
|||
» τια;» Κι' εκείνος είπε «Γιατί είναι προφήτης». Δεν |
|||
πιστέψανε λοιπόν οι Ιουδαίοι πως τυφλός είταν εκεί- |
|||
νος κι’ είδε ως που φώναξαν τους γονιούς τ' ανθρώπου |
|||
πούδε και τους ρωτήσανε λέγοντας «Είναι αυτός ο γιος |
|||
» σας που λέτε εσείς πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοι- |
|||
» πόν βλέπει τώρα;» Απαντήσανε λοιπόν οι γονιοί |
|||
του κι’ είπαν «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας |
|||
» και πως γεννήθηκε τυφλός, μα πώς τώρα βλέπει |
|||
» δεν ξέρουμε• ή πιος τ' άνοιξε τα μάτια εμείς δεν |
|||
» ξέρουμε. Τον ίδιονε ρωτήστε• ηλικία έχει, αυτός |
|||
» ας μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γο- |
|||
νιοί του γιατί φοβούνταν τους Ιουδαίους, επειδή είχα- |
|||
νε συφωνήσει πριν οι Ιουδαίοι πως αν κανείς τον κη- |
|||
ρύξει Χριστό, ν' αφοριστεί από το συναγώγι. Για τούτο |
|||
οι γονιοί του είπαν πως «Ηλικία έχει, ρωτήστε τον |
|||
» τον ίδιο». 31. Φωνάξανε λοιπόν τον άνθρωπο ξανά |
|||
τον πριν τυφλό και τούπανε «Δόξασε το Θεό. Εμείς |
|||
» ξέρουμε πως αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός». |
|||
Αποκρίθηκε λοιπόν εκείνος «Αν είναι αμαρτωλός |
|||
» δεν ξέρω• ένα ξέρω, πως είμουνα τυφλός και τώρα |
|||
» βλέπω». Τούπανε λοιπόν «Τι σούκανε; πώς σ' ά- |
|||
» νοιξε τα μάτια;» Τους αποκρίθηκε «Σας τόπα τώρα |
|||
» και δεν ακούσατε; τι λοιπόν θέτε να ξανακούστε; |
|||
» Μήπως θέλετε κι’ εσείς να γίνετε μαθητάδες του;» |
|||
Και τον έβρισαν κι’ είπαν «Εσύ 'σαι εκείνου μαθητής, |
|||
» μα εμείς είμαστε του Μωυσή μαθητάδες. Εμείς ξέ- |
|||
» ρουμε πως του Μωυσή μίλησε ο Θεός• αυτόν δεν τον |
|||
» ξέρουμε από πού είναι». Αποκρίθηκε ο άνθρωπος |
|||
και τους είπε «Εδώ ναι είναι το παράξενο, πως ε- |
|||
» σείς δεν ξέρετε από πού είναι, και μ' άνοιξε τα μά- |
|||
» τια. Ξέρουμε πως ο Θεός αμαρτωλούς δε συνακούει• |
|||
» παρά αν είναι κανείς θεοφοβούμενος και κάνει το θέ- |
|||
» λημά του, αυτόνε συνακούει. Στον αιώνα δεν ακού- |
|||
» στη πως άνοιξε κανείς μάτια τυφλού γεννημένου. Αν |
|||
» αυτός δεν είταν από το Θεό, δε μπορούσε τίποτα |
|||
» να κάνει». Αποκρίθηκαν και τούπαν «Μ' αμαρτίες |
|||
» εσύ ολόκληρος γεννήθηκες κι’ εσύ μας μαθαίνεις ε- |
|||
» μάς;» Και τόνε βγάλανε όξω. |
|||
Άκουσε ο Ιησούς πως τόνε βγάλανε όξω, και τον |
|||
ηύρε κι’ είπε «Εσύ πιστεύεις το γιο τ' ανθρώπου;» |
|||
« Και πιος είναι» είπε «Κύριε, για ναν τον πιστέψω;» |
|||
Τούπε ο Ιησούς «Και τον είδες, κι’ αυτός είναι που |
|||
» μιλά μαζί σου». Κι' εκείνος είπε «Πιστεύω, Κύ- |
|||
» ριε,» και τον προσκύνησε. Κι' είπε ο Ιησούς «Για |
|||
» δίκασμα ήρθα εγώ σ' αυτόν τον κόσμο που όσοι δε |
|||
» βλέπουνε να βλέπουν, κι’ όσοι βλέπουνε να τυφλω- |
|||
» θούν». Τ' άκουσαν αυτά οι Φαρισαίοι όσοι είτανε |
|||
μαζί του, και τούπαν «Μήπως κι’ εμείς είμαστε τυ- |
|||
» φλοί;» Τους είπε ο Ιησούς «Αν είσαστε τυφλοί, δε |
|||
» θάχατε αμαρτία. Μα τώρα λέτε πως Βλέπουμε• η |
|||
» αμαρτία σας μένει. |
|||
» Αλήθια αλήθια σας λέω, όπιος δε μπαίνει από |
|||
» τη μπασιά στη μάντρα των προβάτων, μόνε απ' |
|||
» αλλού ανεβαίνει, εκείνος είναι κλέφτης και κακούρ- |
|||
» γος• μα όπιος μπαίνει από τη μπασιά, βοσκός είναι |
|||
» των προβάτων. Σ' αυτόνε ο θυρωρός ανοίγει και τη |
|||
» φωνή του ακούνε τα πρόβατα, και τα πρόβατά του |
|||
» με τ' όνομά τους τα φωνάζει, και τα βγάζει [στη |
|||
» βοσκή]. Όταν όλα βγάλει τα δικά του, ομπρός τους |
|||
» περπατεί, και τα πρόβατα τον ακολουθούνε τι γνω- |
|||
» ρίζουν τη φωνή του• μα ξένο δε θ' ακολουθήσουνε, |
|||
» μόνε θα φύγουνε, τι δε γνωρίζουν τη φωνή των ξέ- |
|||
» νων». Αυτή την παροιμία τούς είπε ο Ιησούς, μα |
|||
εκείνοι δεν ένιωσαν τι τους έλεγε. 32. Είπε λοιπόν πάλι |
|||
ο Ιησούς «Αλήθια αλήθια σας λέω, εγώ 'μαι η μπα |
|||
» σιά των προβάτων. Όλοι όσοι ήρθαν προτύτερά μου, |
|||
» κλέφτες είναι και κακούργοι• μα δεν τους άκουσαν |
|||
» τα πρόβατα [πως μπαίνουνε]. Εγώ 'μαι η μπα- |
|||
» σιά• αν από μένα μπει κανείς, θα σωθεί και θάμπει |
|||
» και θα βγει και θα βρει βοσκή. Ο κλέφτης δεν έρ- |
|||
» χεται παρά να κλέψει και να θύσει κι’ απολέσει• εγώ |
|||
» ήρθα για νάχουνε θροφή και περισσεύουν. Εγώ 'μαι |
|||
» ο βοσκός ο καλός. Ο βοσκός ο καλός δίνει τη ζωή |
|||
» του για τα πρόβατα• ο πλερωμένος και βοσκός μην |
|||
» όντας, που δεν είναι τα πρόβατα δικά του, βλέπει |
|||
» το λύκο πούρχεται κι’ αφίνει τα πρόβατα και φεύγει, |
|||
» κι’ ο λύκος τ' αρπάζει και σκορπά, γιατί είναι πλε- |
|||
» ρωμένος και δεν πονάει τα πρόβατα. |
|||
33.» Εγώ 'μαι ο βοσκός ο καλός, και γνωρίζω |
|||
» τα δικά μου και τα δικά μου με γνωρίζουν — καθώς |
|||
» με γνωρίζει ο πατέρας κι’ εγώ γνωρίζω τον πατέρα- |
|||
» και δίνω τη ζωή μου για τα πρόβατα. Έχω κι’ |
|||
» άλλα πρόβατα που δεν είναι αυτής της στάνης• κι’ |
|||
» εκείνα πρέπει ναν τα φέρω, και θ' ακούσουν τη φωνή |
|||
» μου, και θα γενούνε ένα κοπάδι, ένας βοσκός. Για |
|||
» τούτο μ' αγαπά ο πατέρας, γιατί εγώ δίνω τη ζωή |
|||
» μου για ναν τη λάβω πίσω. Κανείς δε μου την πήρε, |
|||
» μόνε εγώ τη δίνω μόνος μου. Εξουσία έχω ναν τη |
|||
» δώσω, κι’ εξουσία έχω ναν την πάρω πάλι• αυτή την |
|||
» προσταγή έλαβα από τον πατέρα μου». Διαιρέθη- |
|||
καν πάλι οι Ιουδαίοι γι' αυτούς τους λόγους. Και πολ- |
|||
λοί τους λέγανε «Δαιμονισμένος είναι και παραλαλεί• |
|||
» τι τον ακούτε;»• άλλοι λέγανε «Τα λόγια αυτά δεν |
|||
» είναι δαιμονισμένου• μήπως μπορεί δαιμόνιο ν' ανοί- |
|||
» ξει μάτια τυφλών;» |
|||
34. Είταν τότες τα εγκαίνια στα Ιεροσόλυμα. Εί- |
|||
τανε χειμώνας, και περπατούσε ο Ιησούς μέσα στο ναό |
|||
στο λιακωτό του Σολομώνα. Τον τριγυρίσανε λοιπόν οι |
|||
Ιουδαίοι και τούλεγαν «Ως πότε θα μας βγάζεις την |
|||
» ψυχή; Αν είσαι εσύ ο Χριστός, πες μας το ανοι- |
|||
» χτά». Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς «Σας είπα και |
|||
» δεν πιστέψατε. Τα έργα που κάνω εγώ με τ' όνο- |
|||
» μα του πατέρα μου, αυτά 'ναι κηρυχτής μου• όμως |
|||
» εσείς δεν πιστεύετε γιατί δεν είστε από τα πρόβατά |
|||
» μου. Τα πρόβατά μου ακούν τη φωνή μου κι’ εγώ τα |
|||
» γνωρίζω• και μ' ακολουθούν κι’ εγώ τους δίνω ζωή |
|||
» παντοτινή, και δε θα χαθούνε στον αιώνα και κανείς |
|||
» δε θαν τ' αρπάξει από το χέρι μου. Ο πατέρας μου |
|||
» που μου τάδωκε είναι απ' όλους μεγαλύτερος, και |
|||
» κανείς δε μπορεί ν' αρπάξει από το χέρι του πατέρα. |
|||
» Ένα είμαστε, εγώ κι’ ο πατέρας». Σήκωσαν πάλε |
|||
πέτρες οι Ιουδαίοι ναν τον πετροβολήσουν. Τους απο- |
|||
κρίθηκε ο Ιησούς «Πολλά έργα σας έδειξα καλά από |
|||
» τον πατέρα• για πιο τους έργο με πετροβολάτε;» |
|||
Τ' αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι «Για καλό έργο δε σε πε- |
|||
» τροβολάμε, παρά για ασέβεια και γιατί εσύ όντας |
|||
» άνθρωπος γίνεσαι Θεός». Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς |
|||
« Δεν είναι γραμένο μέσα στο Νόμο σας πως |
|||
» '' Εγώ είπα Είστε θεοί; '' Αν εκείνους είπε θεούς που |
|||
» λάβανε το λόγο του Θεού, και δε μπορεί να χα- |
|||
» λαστεί η Γραφή, εκείνονε π' άγιασε ο πατέρας κι’ |
|||
» έστειλε στον κόσμο, εσείς του λέτε πως Ασεβείς, |
|||
» γιατί είπε Είμαι γιος του Θεού; Α δεν κάνω τα |
|||
» έργα του πατέρα μου, μη με πιστεύετε• αν όμως κά- |
|||
» νω, [τότες] κι’ εμένα α δεν πιστεύετε, πιστέψτε τα |
|||
» έργα, για να μάθετε και γνωρίζετε πως μαζί μου ο |
|||
» πατέρας κι’ εγώ με τον πατέρα». Ζητούσαν πάλι |
|||
ναν τον πιάσουν• και βγήκε από τα χέρια τους, κι’ έ- |
|||
φυγε πάλι αντίπερα του Ιορδάνη, στο μέρος που βά- |
|||
φτιζε πριν ο Ιωάνης, κι’ έμενε εκεί. Και πολλοί ήρθαν |
|||
εκεί κι’ έλεγαν πως «Ο Ιωάνης ναι μεν δεν έκανε κα- |
|||
» νένα σημάδι, όμως όλα όσα είπε γι' αυτόν ο Ιωάνης |
|||
» είταν αληθινά», Και πολλοί τον πίστεψαν εκεί. |
|||
35. Κι' είταν ένας άρρωστος, ο Λάζαρος από τη |
|||
Βηθανία, από το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας |
|||
της αδερφής της. Κι' η Μαριάμ εκείνη π' άλειψε τον |
|||
Κύριο μυρουδικό και με τα μαλλιά της σφούγγισε τα |
|||
πόδια του, αυτή 'τανε που ο Λάζαρος ο αδερφός της |
|||
είταν άρρωστος. Του μήνησαν λοιπόν οι αδερφάδες κι’ |
|||
είπαν «Κύριε, νά είναι άρρωστος εκείνος π' αγαπάς». |
|||
Και σαν τ' άκουσε ο Ιησούς είπε «Αυτή η αρρώστια |
|||
» δεν είναι για θάνατο μόνε για τη δόξα του Θεού, για |
|||
» να κάνει και να δοξαστεί ο γιος του Θεού». Κι' ο |
|||
Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδερφή της και |
|||
το Λάζαρο. Όταν άκουσε λοιπόν πως είναι άρρωστος, |
|||
τότ' έμεινε διο μέρες στο μέρος που βρίσκουνταν έπει- |
|||
τα κατόπι λέει στους μαθητάδες «Πάμε στην Ιου- |
|||
» δαία πάλι». Του λένε οι μαθητάδες «Ραββεί, ό,τι |
|||
» ζητούσανε να σε πετροβολήσουν οι Ιουδαίοι, και |
|||
» πάλι πας εκεί;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Δεν είναι |
|||
» δώδεκα οι ώρες της ημέρας; Όπιος περπατά την |
|||
» ημέρα, δε σκουντάφτει γιατί βλέπει το φως του κό- |
|||
» σμου τούτου• όπιος όμως περπατά τη νύχτα, σκουν- |
|||
» τάφτει γιατί δεν έχει μέσα του το φως». Είπε αυτά |
|||
και κατόπι τους λέει «Ο Λάζαρος ο φίλος μας κοιμή- |
|||
» θηκε• μόνε πάω ναν τον ξυπνήσω». Τούπανε λοιπόν |
|||
οι μαθητάδες «Κύριε, αν κοιμήθηκε, ο ύπνος του θα |
|||
» σωθεί». Κι' ο Ιησούς είχε πει για το θάνατο του• |
|||
μα εκείνοι νόμισαν πως το κοίμισμα του ύπνου λέει. |
|||
Τότες λοιπόν τους είπε ο Ιησούς ανοιχτά «Ο Λάζα- |
|||
» ρος πέθανε, και χαίρουμαι για σας, για να πιστέψτε, |
|||
» αφού δεν είμουν εκεί• μόνε πάμε στο Λάζαρο». Είπε |
|||
λοιπόν ο Θωμάς που τόνε λέγανε '' Δίδυμο '' στους συμμα- |
|||
θητάδες του «Πάμε κι’ εμείς να μας σκοτώσουνε μαζί |
|||
» του». Σαν ήρθε λοιπόν ο Ιησούς, τον ηύρε πούχε |
|||
τότες τέσσερεις μέρες μέσα στον τάφο. |
|||
Κι' είταν η Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα, ως |
|||
δεκαπέντε στάδια μακριά. 36. Και πολλοί Ιουδαίοι |
|||
είχαν ερθεί στης Μάρθας και Μαρίας, ναν τις παρη- |
|||
γορήσουνε για τον αδερφό. Λοιπόν η Μάρθα όταν ά- |
|||
κουσε πως έρχεται ο Ιησούς, βγήκε ναν τον προδεχτεί• |
|||
η Μαρία όμως έμενε σπίτι. Είπε λοιπόν η Μάρθα στον |
|||
Ιησού «Αν είσουν εδώ, δεν πέθαινε ο αδερφός μου• |
|||
» και τώρα ξέρω πως ό,τι ζητήσεις του Θεού θα σ' το |
|||
» δώσει ο Θεός». Της λέει ο Ιησούς «Θ' αναστηθεί ο |
|||
» αδερφός σου». Του λέει η Μάρθα «Ξέρω πως θ' α- |
|||
» ναστηθεί κατά την ανάσταση τη στερνή τη μέρα». |
|||
Της είπε ο Ιησούς «Εγώ 'μαι η ανάσταση κι’ η ζωή. |
|||
» Όπιος με πιστεύει, κι’ αν πεθάνει θα ζήσει• κι’ όπιος |
|||
» ζει και με πιστεύει, δε θα πεθάνει στον αιώνα. Το |
|||
» πιστεύεις αυτό;» Του λέει «Ναι, Κύριε, εγώ πι- |
|||
» στεύω πως εσύ 'σαι ο Χριστός, ο γιος του Θεού πού- |
|||
» ναι νάρθει στον κόσμο». Και σαν τόπε αυτό, έφυγε |
|||
και φώναξε κρυφά τη Μαριάμ την αδερφή της κι’ είπε |
|||
« Ο δάσκαλος ήρθε και σε φωνάζει». Κι' εκείνη σαν |
|||
τάκουσε, σηκώθη γλήγορα και πήγαινε στον Ιησού• |
|||
κι’ ο Ιησούς δεν είχε ακόμα φτάσει στο χωριό, μόνε |
|||
είταν ακόμα στο μέρος όπου τον προδέχτηκε η Μάρθα. |
|||
Οι Ιουδαίοι λοιπόν πούτανε μαζί της σπίτι και την |
|||
παρηγορούσαν, σαν είδαν τη Μαριάμ πως γλήγορα ση- |
|||
κώθηκε και βγήκε, την ακολουθήσανε θαρρώντας πως |
|||
πάει στον τάφο για να κλάψει εκεί. Η Μαριάμ λοιπόν |
|||
σαν έφτασε στο μέρος πούταν ο Ιησούς, μόλις τον είδε |
|||
και τούπεσε στα πόδια λέγοντάς του «Κύριε, αν είσουν |
|||
» εδώ, δε μου πέθαινε ο αδερφός [μου]». Ο Ιησούς |
|||
λοιπόν, όταν την είδε πούκλαιγε και πούκλαιγαν [κι’] |
|||
οι Ιουδαίοι όσοι ήρθανε μαζί της, στέναξε η καρδιά |
|||
του και συγκινήθη κι’ είπε «Πού τόνε θάψατε;» Του |
|||
λένε «Κύριε, έλα να δεις». Δάκρυσε ο Ιησούς. Λέγανε |
|||
λοιπόν οι Ιουδαίοι «Κοίτα πώς τον αγαπούσε». Και |
|||
μερικοί τους είπανε «Δε μπορούσε αυτός π' άνοιξε τα |
|||
» μάτια του τυφλού να κάνει που κι’ αυτός να μην |
|||
» πεθάνει;» Ο Ιησούς λοιπόν πάλι στενάζοντας μέσα |
|||
του έρχεται στον τάφο• κι’ είτανε βραχότρυπα κι’ α- |
|||
πάνου της βαλμένη πέτρα. Λέει ο Ιησούς «βγάλτε |
|||
» την πέτρα». Του λέει η αδερφή του πεθαμένου η |
|||
Μάρθα «Κύριε, μυρίζει τώρα• γιατί είναι τέσσερων με- |
|||
» ρών». Της λέει ο Ιησούς «Δε σου είπα πως αν ίσως |
|||
» πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;» Βγάλανε |
|||
λοιπόν την πέτρα• κι’ ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια κι’ |
|||
είπε «Πατέρα, σ' ευχαριστώ που μ' άκουσες. Εγώ όμως |
|||
» ήξερα πως πάντα μ' ακούς• μόνε τόπα για το λαό |
|||
» τριγύρω, για να πιστέψουν πως εσύ μ' έστειλες». |
|||
Κι' όταν τάπε αυτά, φώναξε με φωνή μεγάλη «Λά- |
|||
» ζαρε, έλα όξω». Και βγήκε ο νεκρός σαβανωμένος |
|||
χεροπόδαρα, κι’ είτανε το πρόσωπό του δεμένο γύρω με |
|||
προσόψι. Τους λέει ο Ιησούς «Λύστε τον κι’ αφίστε |
|||
» τον να σήρει». Πολλοί λοιπόν Ιουδαίοι, πούχαν ερ- |
|||
θεί στης Μαριάμ κι’ είδαν όσα έκανε, τον πίστεψαν |
|||
μερικοί τους όμως πήγανε στους Φαρισαίους και τους |
|||
είπαν όσα έκανε ο Ιησούς. |
|||
37. Μαζεύανε οι ποωτοπαπάδες λοιπόν κι’ οι Φα- |
|||
ρισαίοι συβούλιο κι’ έλεγαν «Τι κάνουμε, γιατί αυτός |
|||
» ο άνθρωπος κάνει πολλά σημάδια. Αν τον αφίσουμε |
|||
» έτσι, όλοι θαν τον πιστέψουν, και θάρθουν οι Ρω- |
|||
» μαίοι και θα μας καταστρέψουν πατρίδα κι’ έθνος». |
|||
Κι' ένας τους κάπιος Καϊάφας, αρχιπαπάς όντας του |
|||
χρόνου εκείνου, τους είπε «Εσείς δεν ξέρετε τίποτα, |
|||
» μηδέ στοχάζεστε πώς μας συφέρνει ένας άνθρωπος |
|||
» να πάει για το καλό του λαού κι’ όχι να χαθεί ολό- |
|||
» κληρο το έθνος». Κι' αυτός δεν είτανε δικός του |
|||
λόγος, μόνε αρχιπαπάς όντας εκείνου του χρόνου προ- |
|||
φήτεψε πως είτανε να πεθάνει ο Ιησούς για το καλό |
|||
του έθνους, κι’ όχι για το καλό του έθνους μοναχά |
|||
παρά και για να συνάξει σ' ένα τα παιδιά του Θεού |
|||
τα σκορπισμένα. |
|||
38. Από κείνη λοιπόν τη μέρα αποφασίσανε ναν |
|||
τόνε θανατώσουν. Ο Ιησούς λοιπόν δεν περπατούσε |
|||
πια ανάμεσα στους Ιουδαίους φανερά, μον έφυγε από |
|||
κει [και πήγε] σε μέρος κοντά στην έρημο, σε χώρα |
|||
που τη λεν Εφραίμ κι’ έμενε εκεί μαζί με τους μα- |
|||
θητάδες. Και σίμωνε το πάσκα των Ιουδαίων, και |
|||
πριν το πάσκα ανέβηκαν πολλοί από τα ξώχωρα στα |
|||
Ιεροσόλυμα για να καθαριστούν. Ζητούσανε λοιπόν |
|||
τον Ιησού και λέγανε μεταξύ τους στέκοντας μέσα |
|||
στο ναό «Τι λέτε; πως δε θαρθεί στη σκόλη;» Κι' |
|||
είχανε δώσει οι πρωτοπαπάδες κι’ οι Φαρισαίοι προ- |
|||
σταγές, πως αν κανένας μάθει πούναι, να μηνήσει για |
|||
ναν τον πιάσουν. |
|||
39. Ο Ιησούς λοιπόν έξη μέρες πριν το πάσκα |
|||
πήγε στη Βηθανία όπου βρίσκουνταν ο Λάζαρος π' α- |
|||
νάστησε από τους νεκρούς ο Ιησούς. Τούκαναν εκεί λοι- |
|||
πόν τραπέζι, κι’ η Μάρθα υπερετούσε κι’ ο Λάζαρος εί- |
|||
ταν ένας από τους καθισμένους μαζί του. Η Μαριάμ |
|||
λοιπόν πήρε μια λάτρα μυρουδικό από ναρδόσταμο πο- |
|||
λύτιμο κι’ άλειψε τα πόδια του Ιησού, και του σφούγ- |
|||
γισε με τα μαλλιά της τα ποδάρια• και το σπίτι γιό- |
|||
μισε από την ευωδιά του μυρουδικού. Και λέει ο Ιού- |
|||
δας ο Ισκαριώτης, ένας μαθητής του, πούτανε ναν |
|||
τον παραδώσει «Γιατί αυτό το μυρουδικό δεν πουλή- |
|||
» θηκε τρακόσα δηνάρια και δε δόθηκε σε φτωχούς;» |
|||
Και τόπε αυτό όχι γιατί τον έμελε για τους φτωχούς, |
|||
μόνε γιατί είταν κλέφτης κι’ έχοντας το κουτί βα- |
|||
στούσε τις συνεισφορές. Είπε λοιπόν ο Ιησούς «Άφισέ |
|||
» την κι’ ας το φυλάξει για τη μέρα της θαφής μου• |
|||
» γιατί πάντα τους φτωχούς τους έχετε μαζί σας, μα |
|||
» εμένα πάντα δε μ' έχετε». Έμαθε λοιπόν πλήθος |
|||
πολύ των Ιουδαίων πως είναι εκεί, κι’ ήρθαν όχι μο- |
|||
ναχά για τον Ιησού, παρά για να δούνε και το Λά- |
|||
ζαρο π' ανάστησε από τους νεκρούς. Κι' αποφασίσανε |
|||
οι πρωτοπαπάδες να θανατώσουν και το Λάζαρο, γιατί |
|||
απ' αφορμή του πήγανε πολλοί Ιουδαίοι και πίστεψαν |
|||
τον Ιησού. |
|||
40. Την κατόπι μέρα το μεγάλο πλήθος πούχε έρθει |
|||
στη σκόλη, σαν άκουσαν πως έρχεται ο Ιησούς στα |
|||
Ιεροσόλυμα, πήραν τα χουρμαδόκλαδα και βγήκανε |
|||
ναν τον προδεχτούν, κι’ έκραξαν «Ωσαννά. Βλογητός |
|||
» αυτός που φτάνει στ' όνομα του Κυρίου» κι’ «Ο |
|||
» βασιλέας του Ισραήλ». Κι' ο Ιησούς βρήκε ένα ονάρι |
|||
και κάθησε απάνου, καθώς είναι γραμένο '' Μη φοβάσαι, |
|||
κόρη της Σιών νά έρχεταί σου ο βασιλέας σου καθι- |
|||
σμένος σ' όνισσας πουλάρι '' . Αυτά δεν τάνιωσαν οι μα- |
|||
θητάδες του πρώτα, όμως σα δοξάστηκε ο Ιησούς, τό- |
|||
τες θυμήθηκαν πως αυτά για κείνον είτανε γραμένα κι’ |
|||
αυτά τούκαναν. Κήρυχνε λοιπόν ο κόσμος πούτανε μα- |
|||
ζί του ότα φώναξε από τον τάφο το Λάζαρο και τον |
|||
ανάστησε από τους νεκρούς• για τούτο και βγήκε ναν |
|||
τον προδεχτεί κι’ ο λαός, γιατί άκουσαν πως έκανε ο |
|||
Ιησούς εκείνο το σημάδι. Είπανε λοιπόν οι Φαρισαίοι |
|||
μεταξύ τους «Βλέπετε πως τίποτα καλό δεν κάνετε; |
|||
» Νά πήγε ο κόσμος ξοπίσω του». |
|||
41. Κι' είτανε μερικοί Έλληνες απ' αυτούς π' ανέ- |
|||
βαιναν να προσκυνήσουνε στη σκόλη. Αυτοί λοιπόν πή- |
|||
γανε στο Φίλιππο, εκείνον από τη Βηθσαϊδά της Γα- |
|||
λιλαίας, και τον παρακαλούσαν κι’ έλεγαν «Αφέντη, |
|||
» θέλουμε να δούμε τον Ιησού». Πάει ο Φίλιππος και |
|||
το λέει τ' Αντρέα• πάει ο Αντρέας κι’ ο Φίλιππος και |
|||
το λένε του Ιησού. Κι' ο Ιησούς τους αποκρίνεται και |
|||
λέει «Ήρθε η ώρα που θα δοξαστεί ο γιος τ' ανθρώπου. |
|||
» Αλήθια αλήθια σας λέω, αν το σταρόσπυρο πέσει |
|||
» κατά γης και δεν πεθάνει, αυτό μονάχα μένει• αν |
|||
» όμως πεθάνει, βγάζει καρπό πολύ. Όπιος αγαπά τη |
|||
» ζωή του, τη χάνει• κι’ όπιος μισεί τη ζωή του σ' ε- |
|||
» τούτον τον κόσμο, θαν τη φυλάξει ως σ' ύπαρξη παν- |
|||
» τοτινή. |
|||
42.»Όπιος με δουλεύει ας ακολουθά, κι’ οπού 'μαι |
|||
» εγώ εκεί κι’ ο δουλευτής μου θάναι. Αν κανένας, με |
|||
» δουλεύει, θαν τον τιμήσει ο πατέρας. Τώρα συγκινή- |
|||
» θηκε η ψυχή μου και τι να πω; Πατέρα, σώσε με |
|||
» απ' αυτή την ώρα; Όμως για τούτο ήρθα σ' αυτή |
|||
» την ώρα. Πατέρα, δόξασέ μου τ' όνομα». Βγήκε |
|||
λοιπόν φωνή από τον ουρανό «Και δόξασα και πάλι |
|||
» θα δοξάσω». Το πλήθος εκεί που [την] άκουσε έλεγε |
|||
πως έγινε βροντή• άλλοι λέγανε «Άγγελος του λά- |
|||
» λησε». Αποκρίθηκε κι’ είπε ο Ιησούς «Δε βγήκε για |
|||
» μένα αυτή η φωνή παρά για σας. Τώρα καταδικά- |
|||
» ζεται αυτός ο κόσμος• τώρα όξω θα βγαλθεί ο αρ- |
|||
» χηγός του κόσμου ετούτου. Κι' εγώ αν ανυψωθώ από |
|||
» τη γη, όλους θαν τους σήρω κοντά μου». Και τό- |
|||
λεγε αυτό σημαίνοντας με τι θάνατο θα πέθαινε. Τ' α- |
|||
ποκρίθηκε λοιπόν ο λαός «Εμείς ακούσαμε από το Νό- |
|||
» μο πως ο Χριστός μένει στον αιώνα, και πώς λες εσύ |
|||
» πως πρέπει ν' ανυψωθεί ο γιος τ' ανθρώπου: Πιος |
|||
» είναι αυτός ο γιος τ' ανθρώπου;» Τους είπε λοιπόν |
|||
ο Ιησούς «Λιγάκι μένει ακόμα το φως μαζί σας. Περ- |
|||
» πατάτε όσο έχετε το φως, μήπως σας προφτάσει το |
|||
» σκοτάδι• κι’ όπιος στο σκοτάδι περπατά, δεν ξέρει |
|||
» πού πηγαίνει. Όσο έχετε το φως, πιστεύετε το φως |
|||
» για να γίνετε γιοι του φωτός». Αυτά μίλησε ο Ιη- |
|||
σούς, κι’ έφυγε και κρύφτηκε από κοντά τους. |
|||
43. Κι' ενώ έκανε τόσα σημάδια μπροστά τους, δεν |
|||
τον πιστέψανε για ν' αληθέψει ο λόγος του Ησαΐα του |
|||
προφήτη, που είπε '' Κύριε, πιος πίστεψε το μήνημά |
|||
μας και σε πιόνε φανερώθη το βραχιόνι του Κυρίου; '' |
|||
Για τούτο δε μπορούσανε να πιστέψουν, γιατί είπε ο |
|||
Ησαΐας πάλι '' Τους τύφλωσε τα μάτια και τους πέ- |
|||
τρωσε την καρδιά, μην τυχόνε δούνε με τα μάτια και |
|||
με την καρδιά τους νιώσουν, και γυρίσουνε και τους |
|||
γιατρέψω '' . Αυτά είπε ο Ησαΐας, γιατί είδε τη δόξα |
|||
του και λάλησε γι' αυτόν. Ως τόσο και προεστοί πολ- |
|||
λοί τον πίστευαν, μα για τους Φαρισαίους δεν τ' ομο- |
|||
λογούσανε μήπως αφοριστούν από το συναγώγι• για- |
|||
τί προτίμησαν τη δόξα των ανθρώπων κάλια παρά τη |
|||
δόξα του Θεού. |
|||
44. Κι' ο Ιησούς φώναξε κι’ είπε «Όπιος με πι- |
|||
» στεύει, δεν πιστεύει εμένα παρά το στάλτη μου• κι’ |
|||
» όπιος με θωρεί, θωρεί το στάλτη μου. Εγώ φως ήρθα |
|||
» στον κόσμο, που όπιος με πιστεύει να μη μένει στο |
|||
» σκοτάδι. Κι' αν κανείς ακούσει μου τα λόγια και δεν |
|||
» τα φυλάξει, εγώ δε θαν τον καταδικάσω• γιατί δεν |
|||
» ήρθα να καταδικάσω τον κόσμο, μόνε να σώσω τον |
|||
» κόσμο. Όπιος με παρακούει και δε δέχεται τα λό- |
|||
» για μου, έχει τον καταδικαστή του• ο λόγος που λά- |
|||
» λησα, αυτός θαν τον καταδικάσει τη στερνή τη μέ- |
|||
» ρα. Γιατί εγώ δικά μου δε λάλησα, μόνε ο πατέρας |
|||
» που μ' έστειλε, αυτός με πρόσταξε τι να πω και τι |
|||
» λαλήσω. Και ξέρω πως η προσταγή του ζωή θα πει |
|||
» παντοτινή. Όσα λοιπόν εγώ λαλώ, καθώς είπε μου ο |
|||
» πατέρας έτσι λαλώ». |
|||
45. Και πριν τη σκόλη του πάσκα, όταν ένιωσε ο |
|||
Ιησούς πως ήρθε η ώρα του να μισέψει απ' αυτόν τον |
|||
κόσμο στον πατέρα, τους δικούς του [εδώ] στον κόσμο |
|||
όπως τους αγάπησε, ως στο τέλος τους αγάπησε. Κι' |
|||
ενώ τρώγανε — όταν πια τόχε βάλει ο Διάβολος στο νου |
|||
του το ναν τον παραδώσει ο Ιούδας ο γιος του Σίμω- |
|||
να ο Ισκαριώτης — γνωρίζοντας πως τα πάντα τούδωκε |
|||
στα χέρια [του] ο πατέρας και πως από το Θεό βγήκε |
|||
και στο Θεό πηγαίνει, σηκώνεται από το δείπνο, και |
|||
βγάζοντας το φόρεμά του πήρε ποδιά και τη ζώστηκε• |
|||
έπειτα βάζοντας νερό στη λεκάνη, αρχίνησε κι έπλενε |
|||
τα πόδια των μαθητάδων και τα σφούγγιζε με την |
|||
ποδιά πούτανε ζωσμένος. Έρχεται λοιπόν στο Σίμω- |
|||
να τον Πέτρο. Του λέει «Κύριε, εσύ μου πλένεις τα |
|||
» πόδια;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε «Ό,τι |
|||
» κάνω εγώ, εσύ τώρα δεν το ξέρεις, μα θαν το μά- |
|||
» θεις έπειτα». Του λέει ο Πέτρος «Ποτές δε θα μου |
|||
» πλύνεις τα πόδια». Τ' αποκρίθηκε ο Ιησούς «Α δε |
|||
» σε πλύνω, δεν έχεις θέση κοντά μου». Του λέει ο |
|||
Πέτρος ο Σίμωνας «Κύριε, όχι τα πόδια μου μονάχα, |
|||
» παρά και τα χέρια [μου] και το κεφάλι». Του λέει ο |
|||
Ιησούς «Ο λουσμένος δε χρειάζεται παρά τα πόδια |
|||
» του να πλύνει, κι’ είναι όλος καθαρός• κι’ εσείς είστε |
|||
» καθαροί, Όμως όχι όλοι». Γιατί ήξερε τον παραδότη |
|||
του• για τούτο είπε πως «Όλοι δεν είστε καθαροί». |
|||
46. Ότα λοιπόν τους έπλυνε τα πόδια και πήρε τα |
|||
ρούχα του και κάθησε πάλι, τους είπε «Ξέρετε τι σας |
|||
» έκανα; Εσείς με κράζετε Δάσκαλε και Κύριε, και |
|||
» καλά λέτε, γιατί είμαι. Α λοιπόν εγώ σας έπλυνα |
|||
» τα πόδια, ο Κύριος κι’ ο δάσκαλος, πρέπει κι’ εσείς |
|||
» να πλένετε ο ένας τ' αλλουνού τα πόδια• γιατί σας |
|||
» έδωκα παράδειγμα να κάνετε κι’ εσείς καθώς εγώ |
|||
» σας έκανα. Αλήθια αλήθια σας λέω, δεν έχει σκλά- |
|||
» βο ανώτερο από τον αφέντη του μηδ' αποσταλμένο |
|||
» ανώτερο απ' το στάλτη του. Αν αυτά τα ξέρετε, κα- |
|||
» λότυχοί 'στε αν τα κάνετε. Για όλους σας δε μιλώ• |
|||
» εγώ ξέρω πιους διάλεξα• παρά για ν' αληθέψει η |
|||
» Γραφή '' Εκείνος πούτρωγε το ψωμί μου σήκωσε απά- |
|||
» νου μου τη φτέρνα του '' . Από τώρα σας το λέω, πρι |
|||
» γίνει, για να πιστέψτε σα γίνει πως εγώ είμαι. Αλή- |
|||
» θια αλήθια σας λέω, όπιος δέχεται, α στείλω κανέ- |
|||
» ναν, εμένα δέχεται• κι’ όπιος εμένα δέχεται, δέχεται |
|||
» το στάλτη μου». |
|||
47. Σαν είπε αυτά ο Ιησούς, του συγκινήθηκε η |
|||
καρδιά και κήρυξε κι’ είπε «Αλήθια αλήθια σας λέω, |
|||
» πως ένας σας θα με παραδώσει». Κοιτάζανε ένας |
|||
τον άλλο οι μαθητάδες, κι’ απορούσαν πιόνε λέει. Εί- |
|||
ταν ένας μαθητής του γηρμένος στον κόρφο του Ιη- |
|||
σού, που τον αγαπούσε ο Ιησούς• του νεύει λοιπόν ο |
|||
Σίμωνας ο Πέτρος και του λέει «Πες πιόνε λέει». |
|||
Έπεσε εκείνος στα στήθια του Ιησού και του λέει |
|||
« Κύριε, πιος είναι;» Αποκρίνεται λοιπόν ο Ιησούς |
|||
« Εκείνος είναι που βουτήσω εγώ το ψωμί •και του το |
|||
» δώσω». Βουτώντας λοιπόν το ψωμί παίρνει και [το] |
|||
δίνει στον Ιούδα το γιο του Σίμωνα του Ισκαριώτη. |
|||
Κι' ύστερα από το ψωμί, τότ' εκεινού του μπήκε μέσα |
|||
του ο Σατανάς. Του λέει λοιπόν ο Ιησούς «Ό,τι κά- |
|||
» νεις κάνε γλήγορα». Αυτό κανείς δεν τόνιωσε από |
|||
τους καθισμένους με τι νόημα του τόπε• γιατί μερι- |
|||
κοί θαρρούσαν, επειδή είχε το κουτί ο Ιούδας, πως του |
|||
λέει ο Ιησούς «Αγόρασε ό,τι μας χρειάζεται για τη |
|||
» σκόλη», ή στους φτωχούς να δώσει κάτι. Πήρε λοι- |
|||
πόν εκείνος το ψωμί και βγήκε ευτύς. Κι' είτανε νύχτα. |
|||
48. Σα βγήκε λοιπόν, λέει ο Ιησούς «Τώρα δοξά- |
|||
» στηκε ο γιος τ' ανθρώπου και μέσο του δοξάστηκε |
|||
» ο Θεός, κι’ ο Θεός θαν τόνε δοξάσει εκείνον κι’ ευτύς |
|||
» θαν τόνε δοξάσει. Παιδιά [μου], λίγο ακόμα βρίσκου- |
|||
» μαι μαζί σας. Θα με ζητάτε, κι’ όπως είπα στους |
|||
» Ιουδαίους, πως όπου εγώ πηγαίνω εσείς να πάτε δε |
|||
» μπορείτε, τώρα και σ' εσάς το λέω. Καινούρια εντο- |
|||
» λή σας δίνω, ν' αγαπάστε• καθώς σας αγάπησα, κι’ |
|||
» εσείς ν' αγαπάστε. Έτσι θα μάθουν όλοι πως είστε |
|||
» μαθητάδες μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας». Του |
|||
λέει ο Σίμωνας ο Πέτρος «Κύριε, πού πας;» Απο- |
|||
κρίθηκε ο Ιησούς «Όπου πάω δε μπορείς να μ' ακο- |
|||
» λουθήσεις τώρα• θα μ' ακολουθήσεις έπειτα». Του |
|||
λέει ο Πέτρος «Κύριε, γιατί δε μπορώ να σ' ακολου- |
|||
» θήσω τώρα; τη ζωή μου δίνω για σένα.». Αποκρί- |
|||
θηκε ο Ιησούς «Τη ζωή σου δίνεις για μένα; Αλήθια |
|||
» αλήθια σου λέω, πρι λαλήσει ο πετεινός, τρεις φορές |
|||
» θα μ' αρνηθείς. |
|||
49.» Μη σας κλονίζεται η καρδιά• πιστεύετε το |
|||
» Θεό και πιστεύετε κι’ εμένα. Στου πατέρα μου έχει |
|||
» μέρη να μείνετε πολλά• ειδεμή, θα σας έλεγα πως |
|||
» πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. Κι' α σήρω και |
|||
» σας ετοιμάσω τόπο, πάλι γυρίζω και σας παίρνω |
|||
» κοντά μου, έτσι όπου 'μαι εγώ, για να είστε κι’ ε- |
|||
» σείς. Και πού πηγαίνω εγώ, ξέρετε το δρόμο». Του |
|||
λέει ο Θωμάς «Κύριε, δεν ξέρουμε πού πας• πώς |
|||
» ξέρουμε το δρόμο;» Του λέει ο Ιησούς «Εγώ 'μαι |
|||
» ο δρόμος κι’ η αλήθια κι’ η ζωή• κανείς δεν πάει |
|||
» στον πατέρα εξόν από μένα. Α με γνωρίζατε, θα |
|||
» ξέρατε και τον πατέρα μου. Από τώρα τον ξέρε- |
|||
» τε και τον είδατε». Του λέει ο Φίλιππος «Κύριε |
|||
» δείξε μας τον πατέρα και μας φτάνει». Του λέει ο |
|||
Ιησούς «Τόσον καιρό μαζί σας είμαι, και δε με γνω- |
|||
» ρίζεις, Φίλιππε; Όπιος μ' είδε εμένα, είδε τον πα- |
|||
» τέρα• πώς εσύ λες Δείξε μας τον πατέρα; Δεν πι- |
|||
» στεύεις πως εγώ με τον πατέρα, κι’ ο πατέρας πως |
|||
» είναι μαζί μου; Τα λόγια εγώ που σας λέω, δικά |
|||
» μου δε λαλώ, μόνε ο πατέρας που μένει μαζί μου |
|||
» κάνει τα έργα του. Πιστεύετέ με, πως εγώ με τον |
|||
» πατέρα κι’ ο πατέρας μαζί μου• ειδεμή, από τα έργα |
|||
» μου πιστεύετέ με. |
|||
50.» Αλήθια αλήθια σας λέω, όπιος με πιστεύει, |
|||
» τα έργα εγώ που κάνω θα κάνει κι’ εκείνος, και με- |
|||
» γαλύτερά τους θα κάνει, γιατί εγώ πηγαίνω στον |
|||
» πατέρα κι’ ό,τι ζητά στ' όνομά μου θαν το κάνω, |
|||
» για να δοξαστεί μέσο του γιου ο πατέρας. Ό,τι ζη- |
|||
» τήστε στ' όνομά μου θαν το κάνω, Α μ' αγαπάτε, |
|||
» φυλάξτε τα παραγγέλματά μου, και θα παρακαλέσω |
|||
» εγώ τον πατέρα, κι’ άλλον παρήγορο θα σας δώσει |
|||
» που αιώνια να μένει μαζί σας, το πνέμα της αλή- |
|||
» θιας, που δε μπορεί να λάβει ο κόσμος, τι δεν το |
|||
» θωρά μήτε το ξέρει• εσείς το ξέρετε, γιατί κοντά σας |
|||
» μένει κι’ είναι μέσα σας. Ορφανούς δε θα σας αφή- |
|||
» κω• θα γυρίσω κοντά σας. Ακόμα λίγο, κι’ ο κό- |
|||
» σμος δε με βλέπει πια• μα εσείς με βλέπετε, τι εγώ |
|||
» ζω και θα ζήστε κι’ εσείς. Εκείνη τη μέρα εσείς θα |
|||
» μάθετε πως εγώ με τον πατέρα μου κι’ εσείς μαζί |
|||
» μου κι’ εγώ μαζί σας. Όπιος κατέχει τα παραγγέλ- |
|||
» ματά μου και τα φυλάει, εκείνος μ' αγαπά• κι’ όπιος |
|||
» μ' αγαπά, θ' αγαπηθεί από τον πατέρα μου, και θαν |
|||
» τον αγαπήσω κι’ εγώ και θαν του φανερωθώ». |
|||
51. Του λέει ο Ιούδας — όχι ο Ισκαριώτης — «Κύ- |
|||
» ριε, πώς γίνεται να φανερωθείς σ' εμάς κι’ όχι στον |
|||
» κόσμο;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε «Όπιος |
|||
» μ' αγαπά, θα φυλάξει τα λόγια μου, κι’ ο πατέρας |
|||
» μου θαν τον αγαπήσει, και θα πάμε και θα μείνου- |
|||
» με μαζί του• όπιος δε μ' αγαπά, τα λόγια μου δεν |
|||
» τα φυλάει. Κι' ο λόγος π' ακούτε δεν είναι δικός |
|||
» μου, παρά του πατέρα μου που μ' έστειλε. Αυτά |
|||
» σας είπα μένοντας μαζί σας• ο παρήγορος όμως, το |
|||
» πνέμα τ' άγιο, που στ' όνομά μου θα σταλθεί από |
|||
» τον πατέρα, εκείνος τα πάντα θα σας μάθει κι’ όλα |
|||
» θα σας τα θυμίσει που σας είπα. |
|||
52.» Εγώ ειρήνη σας αφίνω, την ειρήνη σας δί- |
|||
» νω τη δική μου• καθώς σας δίνει ο κόσμος δε σας |
|||
» δίνω εγώ. Μη σας κλονίζεται η καρδιά μήτ' ας σας |
|||
» δειλιά. Τ' ακούσατε πως εγώ σας είπα Πηγαίνω |
|||
» και γυρνώ κοντά σας. Α μ' αγαπούσατε, θα χαιρό- |
|||
» σαστε που πάω στον πατέρα, γιατί ο πατέρας είναι |
|||
» μεγαλύτερός μου. Και τώρα, πρι γενεί, σας τόπα για |
|||
» να πιστέψτε σα γενεί. Πολλά δε θα μιλήσω πια |
|||
» μαζί σας γιατί έρχεται του κόσμου ο αρχηγός. Κι' |
|||
» όχι [πως] έχει εξουσία απάνου μου καμιά, παρά για |
|||
» να μάθει ο κόσμος πως αγαπώ τον πατέρα και |
|||
» [πως] καθώς με πρόσταξε ο πατέρας έτσι κάνω. 53. |
|||
» Σηκωθείτε, πάμε. |
|||
» Εγώ είμαι τ' αμπέλι τ' αληθινό, κι’ ο πατέρας |
|||
» μου είναι ο γεωργός. Κάθε κλήμα μου άκαρπο το |
|||
» βγάζει, και κάθε καρπερό το καθαρίζει για να γίνει |
|||
» καρπερώτερο. Εσείς πια είστε τώρα καθαροί χάρη |
|||
» στο λόγο που σας λάλησα. Μείνετε μαζί μου, [κα- |
|||
» θώς] κι’ εγώ μαζί σας. Καθώς το κλήμα δεν καρ- |
|||
» πίζει μόνο του — α δε μένει μέσα στ' αμπέλι — , έτσι |
|||
» μήτ' εσείς α δε μείνετε μαζί μου. Εγώ είμαι τ' αμ- |
|||
» πέλι, εσείς τα κλήματα. Όπιος μένει μαζί μου κι’ |
|||
» εγώ μαζί του, αυτός καρποφορεί πολύ, τι δίχως μου |
|||
» δε μπορείτε τίποτα να κάνετε• όπιος δε μένει μαζί |
|||
» μου, τον πετάξανε όξω σαν το κλήμα και ξεράθηκε, |
|||
» και τα μαζεύουν και τα βάζουνε στη φωτιά και |
|||
» καίγουνται. Α μείνετε μαζί μου και μείνουν και τα |
|||
» λόγια μου μαζί σας, ό,τι θέλετε ζητήστε και θαν το |
|||
» λάβετε. Μ' αυτό δοξάστηκε ο πατέρας μου, με το |
|||
» να δίνετε πολύν καρπό και να γενείτε μαθητάδες μου. |
|||
» Καθώς μ' αγάπησε ο πατέρας σας αγάπησα κι’ εγώ• |
|||
» μείνετε με την αγάπη μου. Α φυλάξτε τις εντολές |
|||
» μου, θα μείνετε με την αγάπη μου, καθώς εγώ φύ- |
|||
» λαξα τις εντολές του πατέρα και μένω με την α- |
|||
» γάπη του. |
|||
54. » Αυτά σας τάπα για να μένει μαζί σας η χα- |
|||
» ρά η δική μου κι’ η χαρά σας να ξετελιωθεί. Αυτή |
|||
» είναι η εντολή μου, ν' αγαπάστε όπως σας αγάπησα. |
|||
» Αγάπη μεγαλύτερη κανείς δεν έχει παρά τούτο, το |
|||
» να δώσει τη ζωή του για τους αγαπητούς του. Ε- |
|||
» σείς είστε αγαπητοί μου αν κάνετε ό,τι εγώ σας πα- |
|||
» ραγγέλνω. Σκλάβους δε σας λέω πια, γιατί ο σκλά- |
|||
» βος δε γνωρίζει το τι κάνει ο αφέντης του• μόνε σας |
|||
» είπα αγαπητούς, γιατί σας τάμαθα όλα π' άκουσα |
|||
» από τον πατέρα μου. Εσείς δε με διαλέξατε, παρά |
|||
» εγώ σας διάλεξα και διόρισα, για να πάτε εσείς και |
|||
» να καρποφοράτε κι’ ο καρπός σας για να μένει, που |
|||
» ό,τι ζητάτε του πατέρα μου στ' όνομά μου να σας |
|||
» το δώσει. |
|||
55. » Αυτό σας παραγγέλνω, ν' αγαπάστε. Αν ο |
|||
» κόσμος σας μισεί, μάθετε πως εμένα μίσησε προτύ- |
|||
» τερά σας. Αν είσαστε από τον κόσμο, ο κόσμος θ' |
|||
» αγαπούσε το δικό του• μα γιατί δεν είστε από τον |
|||
» κόσμο παρά εγώ σας διάλεξα από τον κόσμο, για |
|||
» τούτο ο κόσμος σας μισεί. Μην ξεχνάτε το λόγο που |
|||
» εγώ σας είπα, δεν έχει σκλάβο ανώτερο από τον α- |
|||
» φέντη του. Αν εμένα με κατάτρεξαν, κι’ εσάς θα κα- |
|||
» τατρέξουν• α φύλαξαν το λόγο μου, και το δικό σας |
|||
» θα φυλάξουν. Όμως όλα αυτά θα σας τα κάνουνε |
|||
» για τ' όνομά μου, τι δεν ξέρουνε το στάλτη μου. Α |
|||
» δεν ερχόμουν και δεν τους μιλούσα, δε θάχανε αμαρ- |
|||
» τία• μα τώρα δεν έχουν πρόφαση της αμαρτίας |
|||
» τους. Όπιος εμένα μισεί, μισεί και τον πατέρα μου. |
|||
» Α δεν τους έκανα τα έργα που κανείς δεν έκανε |
|||
» άλλος, δε θάχανε αμαρτία• μα τώρα κι’ είδαν και |
|||
» με μίσησαν, κι’ εμένα και τον πατέρα μου. Όμως |
|||
» για ν' αληθέψει ο λόγος ο γραμένος μέσα στο Νόμο |
|||
» τους, πως '' Δίχως αφορμή με μίσησαν '' . |
|||
56. »Όταν έρθει ο παρήγορος που εγώ θα σας |
|||
» στείλω από τον πατέρα — το πνέμα της αλήθιας που |
|||
» βγαίνει από τον πατέρα — εκείνο θα με κηρύξει• ό- |
|||
» μως κι’ εσείς κηρύχνετέ με, γιατί είστε από την |
|||
» αρχή μαζί μου. |
|||
» Αυτά σας είπα για να μην πέστε σε πειρασμό. |
|||
» Θα σας αφορίσουν από συναγώγια• κι’ έρχεται μά- |
|||
» λιστα ώρα που όπιος θανατώνει θα θαρρεί προσφέρ- |
|||
» νει του Θεού λατρεία. Κι' αυτά θαν τα κάνουνε για- |
|||
» τί δε γνώρισαν τον πατέρα μήτ' εμένα. Κι' αυτά |
|||
» σας τα μίλησα που σαν έρθει η ώρα τους ναν τα θυ- |
|||
» μάστε πώς σας τα είπα. Όμως από την αρχή δε |
|||
» σας τα είπα γιατί είμουνα μαζί σας• όμως τώρα |
|||
» πάω στο στάλτη μου. Και δε μ' ερωτά κανείς σας |
|||
» Πού πηγαίνεις, μόνε γιατί σας τα είπα γιόμισε η |
|||
» καρδιά σας λύπη; Μα εγώ σας λέω την αλήθια, σας |
|||
» συφέρνει να μισέψω εγώ. Γιατί α δε μισέψω, δε σας |
|||
» έρχεται ο παρήγορος• όμως α μισέψω, θα σας τόνε |
|||
» στείλω. Και σαν έρθει εκείνος, του κόσμου θ' απο- |
|||
» δείξει αμαρτία κι’ αγιοσύνη και καταδίκη• αμαρτία, |
|||
» που δε με πιστεύουν• κι’ αγιοσύνη, που πηγαίνω |
|||
» στον πατέρα μου και δε με θωράτε πια• και κατα- |
|||
» δίκη, που καταδικάστηκε του κόσμου ετούτου ο αρ- |
|||
» χηγός. |
|||
57. » Πολλά έχω ακόμα να σας πω, μα να νιώστε |
|||
» δε μπορείτε τώρα• όταν όμως έρθει εκείνος, το πνέ- |
|||
» μα της αλήθιας, θα σας οδηγήσει σ' όλη την αλή- |
|||
» θια• τι δε θα πει δικά του, μόνε όσα ακούσει θα λα- |
|||
» λήσει και θα σας μηνήσει τα μελλούμενα. Αυτός θα |
|||
» με δοξάσει εμένα, τι δικά μου θενά πάρει και θα |
|||
» σας μηνήσει. Όλα όσα έχει ο πατέρας δικά μου εί- |
|||
» ναι• για αυτό σας είπα πως δικά μου παίρνει και |
|||
» θα σας μηνήσει. Λίγο και δε με θωράτε πια• και |
|||
» πάλι λίγο και θενά με δείτε». |
|||
Είπανε λοιπόν μερικοί του μαθητάδες μεταξύ τους |
|||
« Τι 'ναι τούτο που μας λέει Λίγο και δε με θωράτε |
|||
» και πάλι λίγο και θενά με δείτε, και πως Πηγαίνω |
|||
» στον πατέρα;» Λέγανε λοιπόν «Τι 'ναι αυτό που |
|||
» λέει, [το] λίγο; Δεν κατέχουμε». 58. Ένιωσε ο |
|||
Ιησούς πως θέλανε ναν τόνε ρωτήσουν και τους είπε |
|||
« Αυτό συζητάτε μεταξύ σας, πως είπα Λίγο και δε |
|||
» με θωράτε, και πάλι λίγο και θενά με δείτε. Αλή- |
|||
» θια αλήθια σας λέω, πως θα κλάψτε εσείς και θα |
|||
» θρηνήστε, κι’ ο κόσμος θα χαρεί• θα λυπηθείτε εσείς, |
|||
» κι’ η λύπη σας χαρά θα γίνει. Η γυναίκα, σα γεν- |
|||
» νά, λυπάται, γιατί ήρθε η ώρα της• μα σα γεννήσει |
|||
» το παιδί, δεν τη θυμάται πια τη στεναχώρια, από |
|||
» τη χαρά που γεννήθηκε άνθρωπος στον κόσμο. Κι' |
|||
» εσείς λοιπόν λυπάστε τώρα• μα πάλι θα σας δω, και |
|||
» θα σας χαρεί η καρδιά και κανείς δε θα σας πάρει |
|||
» τη χαρά σας. Κι' εκείνη την ημέρα δε θα με παρα- |
|||
» καλέστε εμένα τίποτα. Αλήθια αλήθια σας λέω, Ό,τι |
|||
» ζητήστε του πατέρα, θα σας [το] δώσει στ' όνομά |
|||
» μου. Ως τώρα τίποτα δε ζητήσατε στ' όνομά μου• |
|||
» ζητάτε και θα λάβετε το να ξετελιωθεί η χαρά σας. |
|||
59.» Αυτά σας τάπα με παροιμίες• έρχεται ώρα |
|||
» που δε θα σας μιλώ πια με παροιμίες, παρά ανοιχτά |
|||
» για τον πατέρα θα σας πληροφορώ. Τότες στ' όνο- |
|||
» μά μου θα ζητήστε, και δε σας λέω πως εγώ για |
|||
» σας θα παρακαλέσω τον πατέρα• τι ο ίδιος σας α- |
|||
» γαπά ο πατέρας, γιατί μ' αγαπήσατε εμένα και πι- |
|||
» στέψατε πως εγώ από τον πατέρα βγήκα. Από τον |
|||
» πατέρα βγήκα κι’ ήρθα στον κόσμο• πάλι αφίνω τον |
|||
» κόσμο και πηγαίνω στον πατέρα». Λένε οι μαθη- |
|||
τάδες του «Νά τώρα ανοιχτά μιλείς και δε λες κα- |
|||
» μιά παροιμία• τώρα ξέρουμε πως ξέρεις τα πάντα |
|||
» κι’ ανάγκη δεν έχεις να σ' ερωτά κανείς. Μ' αυτό |
|||
» πιστεύουμε πως από το Θεό βγήκες». Τους αποκρί- |
|||
θηκε ο Ιησούς «Τώρα πιστεύετε; Νά έρχεται ώρα |
|||
» κι’ ήρθε που θα σκορπιστεί ο καθείς σας σπίτι του |
|||
» κι’ εμένα θα μ' αφίστε μοναχό• και δεν είμαι μο- |
|||
» ναχός, γιατί είναι μαζί μου ο πατέρας. Αυτά σας |
|||
» τάπα για νάχετε [του νου] ησυχία μέσο μου. Στον |
|||
» κόσμο πίκρες έχετε• μα θάρρος, εγώ νίκησα τον κό- |
|||
» σμο». |
|||
. Μίλησε αυτά ο Ιησούς, και σηκώνοντας τα |
|||
μάτια κατά τον ουρανό είπε «Πατέρα, ήρθε η ώρα• |
|||
» δόξασε το γιο σου, για να σε δοξάσει ο γιος, [έτσι] |
|||
» καθώς τούδωκες εξουσία κάθε σάρκας για να δώσει |
|||
» σ' όλους όσους τούδωκες ζωή παντοτινή. Κι' αυτή |
|||
» είναι η ζωή η παντοτινή, το να σε γνωρίζουν εσένα |
|||
» το μόνο αληθινό Θεό, [καθώς] και τον αποσταλμένο |
|||
» σου, τον Ιησού Χριστό. Εγώ σε δόξασα στη γη τε- |
|||
» λιώνοντας το έργο που μούδωκες να κάνω• και τώρα |
|||
» δόξασέ με εσύ, πατέρα, κοντά σου με τη δόξα πού- |
|||
» χα κοντά σου πρι να γίνει ο κόσμος. Φανέρωσά σου |
|||
» τ' όνομα στους ανθρώπους που μούδωκες από τον |
|||
» κόσμο. Δικοί σου είταν κι εμένα μου τους έδωκες, |
|||
» και το λόγο σου φυλάξανε. Τώρα νιώσανε πως όλα |
|||
» όσα μούδωκες από σένα είναι, πως τα λόγια που |
|||
» μούδωκες τους έδωκα, κι’ αυτοί τα πήραν κι’ ένιωσαν |
|||
» αληθινά πως από σένα βγήκαν, και πίστεψαν εσύ πως |
|||
» μ' έστειλες. Εγώ για αυτούς παρακαλάω• για τον κό- |
|||
» σμο δεν παρακαλώ, παρά για όσους μούδωκες γιατί |
|||
» δικοί σου είναι, και τα δικά μου όλα δικά σου είναι και |
|||
» τα δικά σου δικά μου, και με δόξασαν. Και δεν είμαι |
|||
» πια στον κόσμο, κι’ αυτοί 'ναι στον κόσμο, κι’ εγώ έρ- |
|||
» χουμαι σ' εσένα. Πατέρα άγιε, βάσταξε τους [πιστούς] |
|||
» στ' όνομά σου που μούδωκες, για να είναι ένα καθώς |
|||
» κι’ εμείς. Όταν είμουνα μαζί τους, εγώ τους βαστού- |
|||
» σα [πιστούς] στ' όνομά σου που μούδωκες, και τους |
|||
» φύλαξα και κανείς τους δε χάθηκε, εξόν ο γιος του |
|||
» χαμού για ν' αληθέψει η Γραφή.. Και τώρα έρ- |
|||
» χουμαι σ' εσένα, κι’ αυτά τα λέω εδώ στον κόσμο, |
|||
» έτσι που νάχουν τη χαρά μου ξετελιωμένη μέσα τους. |
|||
» Εγώ τους έδωκα το λόγο σου, κι’ ο κόσμος τους μί- |
|||
» σησε, γιατί δεν είναι από τον κόσμο καθώς [κι] εγώ |
|||
» δεν είμαι από τον κόσμο. Δε γυρεύω ναν τους πά- |
|||
» ρεις από τον κόσμο, [μόνε ναν τους φυλάξεις] από |
|||
» τον Κακό. Δεν είναι από τον κόσμο καθώς [κι’] εγώ |
|||
» δεν είμαι από τον κόσμο. Άγιασε τους μ' αλήθια• |
|||
» ο λόγος ο δικός σου είναι η αλήθια. Καθώς εμένα μ' |
|||
» έστειλες στον κόσμο, κι’ εγώ τους έστειλα στον κό- |
|||
» σμο. Κι' εγώ για το καλό τους αγιάζουμαι, για ν' α- |
|||
» γιαστούν κι’ αυτοί μ' αλήθια. Και δεν παρακαλώ για |
|||
» αυτούς μονάχα, παρά και για όσους κάνει ο λόγος |
|||
» τους και με πιστεύουν, για να γίνουν όλοι ένα• κα- |
|||
» θώς, πατέρα, εσύ μαζί μου κι’ εγώ μαζί σου, [έτσι] κι’ |
|||
» αυτοί μαζί μας νάναι, που ο κόσμος να πιστεύει εσύ |
|||
» πως μ' έστειλες. Κι' εγώ τους έδωκα τη δόξα αυτή |
|||
» που μούδωκες, έτσι να γίνουν ένα όπως ένα εμείς, |
|||
» εγώ μαζί τους κι’ εσύ μαζί μου, για να καταντήσουν |
|||
» ένα, που να ξέρει ο κόσμος το πως μ' έστειλες εσύ και |
|||
» τους αγάπησες καθώς μ' αγάπησες [κι’] εμένα. Πα- |
|||
» τέρα, αυτούς που μούδωκες θέλω οπού 'μαι εγώ νά- |
|||
» ναι κι’ αυτοί μαζί μου, για να θωρούν τη δόξα μου |
|||
» που μούδωκες, γιατί μ' αγάπησες πρι να θεμελιωθεί |
|||
» ο κόσμος, πατέρα άγιε. Κι' ο κόσμος δε σε γνώρισε, |
|||
» μα εγώ σε γνώρισα, και γνώρισαν κι’ αυτοί εσύ πως |
|||
» μ' έστειλες, και τ' όνομά σου τους φανέρωσα και θαν |
|||
» τους φανερώσω, έτσι μαζί τους νάναι η αγάπη που |
|||
» μ' αγάπησες, [καθώς] κι’ εγώ μαζί τους». |
|||
62. Είπε αυτά ο Ιησούς, και βγήκε με τους μα- |
|||
θητάδες του πέρα από το ξεροπόταμο των κέδρων, κι’ |
|||
εκεί 'ταν περιβόλι που μπήκε μέσα αυτός κι’ οι μαθη- |
|||
τάδες του. Και τόξερε το μέρος κι’ ο Ιούδας ο παρα- |
|||
δότης του, γιατί πολλές φορές συνάχτηκε με τους μα- |
|||
θητάδες του εκεί ο Ιησούς. Πήρε λοιπόν ο Ιούδας το |
|||
λόγο, και κλητήρες από τους πρωτοπαπάδες και τους |
|||
Φαρισαίους, κι’ έρχεται εκεί με φανάρια και με φώτα |
|||
κι’ άρματα. Ο Ιησούς λοιπόν γνωρίζοντας όλα τα |
|||
μελλούμενά του βγήκε και τους λέει «Πιόνε γυρεύετε;» |
|||
Τ' αποκρίθηκαν «Τον Ιησού το Ναζωραίο». Τους |
|||
λέει «Εγώ είμαι ο Ιησούς». Κι' είτανε μαζί τους κι’ ο |
|||
Ιούδας ο παραδότης του. Άμα λοιπόν τους είπε «Εγώ |
|||
» είμαι», πήγαν πίσω και πέσανε χάμου. Πάλι λοιπόν |
|||
τους ρώτησε «Πιόνε γυρεύετε;» Κι' εκείνοι είπαν «Τον |
|||
» Ιησού το Ναζωραίο». Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Σας |
|||
» είπα πως εγώ είμαι. Α λοιπόν εμένα γυρεύετε, αφί- |
|||
» στε τους αυτούς να φύγουνε για ν' αληθέψει ο λόγος |
|||
» πούπα, πως όσους μούδωκες δεν έχασα κανένα τους». |
|||
Ο Σίμωνας λοιπόν ο Πέτρος έχοντας σπαθί το τρά- |
|||
βηξε και χτύπησε το σκλάβο του αρχιπαπά κι’ έκοψε |
|||
τ' αυτί του το δεξύ• κι’ είταν τ' όνομα του σκλάβου |
|||
Μάλχος. Είπε λοιπόν ο Ιησούς του Πέτρου «Βάλε το |
|||
» σπαθί στη θήκη. Το ποτήρι που μούδωκε ο πατέρας |
|||
» να μην το πιώ;» |
|||
63. Ο λόχος λοιπόν κι’ ο χιλίαρχος κι’ οι κλητήρες |
|||
των Ιουδαίων σύλλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν και |
|||
τον πήγανε στον Άννα πρώτα• γιατί είταν πεθερός του |
|||
Καϊάφα, πούταν αρχιπαππάς του χρόνου εκείνου. Κι' |
|||
είταν ο Καϊάφας εκείνος που συβούλεψε τους Ιουδαίους |
|||
πως συφέρνει να πεθάνει ένας άνθρωπος για το καλό |
|||
του λαού. Κι' ακολουθούσε τον Ιησού ο Σίμωνας ο |
|||
Πέτρος κι’ ένας άλλος μαθητής. Κι' ο μαθητής εκείνος |
|||
είτανε γνώριμος του αρχιπαπά, και μπήκε μαζί με τον |
|||
Ιησού στην αυλή του αρχιπαπά. |
|||
64. Κι' ο Πέτρος έστεκε κοντά στην ξώπορτα όξω. |
|||
Βγήκε λοιπόν ο μαθητής ο άλλος ο γνώριμος του αρ- |
|||
χιπαπά, κι’ είπε της θυρωρής κι’ έμπασε τον Πέτρο. |
|||
Λέει λοιπόν του Πέτρου η δούλα η θυρωρή «Μήπως |
|||
» κι’ εσύ είσαι από τους μαθητάδες του αυτού τ' αν- |
|||
» θρώπου;» Λέει εκείνος «Δεν είμαι». Κι' είταν οι |
|||
σκλάβοι εκεί κι’ οι κλητήρες έχοντας κανωμένη αθρα- |
|||
κιά, γιατί είταν κρύο και ζεσταίνουνταν• κι’ είταν εκεί |
|||
μαζί μ' αυτούς κι’ ο Πέτρος και ζεσταίνουνταν. Ρώ- |
|||
τησε λοιπόν τον Ιησού ο αρχιπαπάς για τους μαθητά- |
|||
δες του και για τη διδαχή του. Τ' αποκρίθηκε ο Ιη- |
|||
σούς «Εγώ ανοιχτά μίλησα του κόσμου• εγώ πάντα |
|||
» δίδαξα μέσα στο συναγώγι και ναό όπου μαζεύουν- |
|||
» ται όλοι τους οι Ιουδαίοι, και κρυφά, δεν είπα τί- |
|||
» ποτα. Τι με ρωτάς; Ρώτησε όσους άκουσαν τι τους |
|||
» είπα• να, αυτοί ξέρουν όσα είπα εγώ». Κι' άμα τάπε |
|||
αυτά, ένας εκεί κοντά κλητήρας τούδωκε ένα χτύπημα |
|||
του Ιησού κι’ είπε «Έτσι απαντάς στον αρχιπαπά;» |
|||
Τ' αποκρίθηκε ο Ιησούς «Α μίλησα κακά, δείξε το |
|||
» κακό• αν όμως καλά, τι με χτυπάς;» |
|||
65. Τον έστειλε λοιπόν ο Άννας δεμένο στον Καϊ- |
|||
άφα τον αρχιπαπά. Κι' ο Σίμωνας ο Πέτρος έστεκε |
|||
και ζεσταίνουνταν. Τούπανε λοιπόν «Μήπως κι’ εσύ |
|||
» είσαι από τους μαθητάδες του;» Αρνήθηκε εκείνος |
|||
κι’ είπε «Δεν είμαι». Λέει ένας σκλάβος του αρχιπα- |
|||
πά, όντας συγγενής εκείνου που τούκοψε τ' αυτί του |
|||
ο Πέτρος, «Δε σε είδα εγώ στο περιβόλι μαζί του;» |
|||
Πάλι λοιπόν αρνήθη ο Πέτρος, κι’ αμέσως λάλησε πε- |
|||
τεινός. |
|||
66. Λοιπόν πηγαίνουνε στ' αρχηγείο τον Ιησού από |
|||
του Καϊάφα. Κι' είτανε πρωί. Κι' αυτοί δε μπήκανε |
|||
μέσα στ' αρχηγείο, για να μη λερωθούν παρά να φαν |
|||
το πάσκα. Βγήκε λοιπόν ο Πειλάτος όξω και τους λέει |
|||
« Τι του κατηγοράτε αυτού τ' ανθρώπου;» Αποκρί- |
|||
θηκαν και τούπαν «Αν αυτός δεν είτανε κακούργος, |
|||
» δε σου τον παραδίναμε». Τους είπε λοιπόν ο Πει- |
|||
λάτος «Πάρτε τον εσείς και κατά το Νόμο σας δικά- |
|||
» στε τον». Τούπαν οι Ιουδαίοι «Εμάς μας αμπο- |
|||
» δίζεται να θανατώσουμε κανένα», για ν' αληθέψει ο |
|||
λόγος του Ιησού, που είπε σημαίνοντας τι θάνατο εί- |
|||
τανε να πεθάνει. |
|||
67. Μπήκε λοιπόν πάλι στ' αρχηγείο ο Πειλάτος |
|||
και φώναξε τον Ιησού και τούπε «Εσύ 'σαι ο βασι- |
|||
» λέας των Ιουδαίων;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Μόνος |
|||
» σου εσύ το λες αυτό ή άλλοι σούπανε για μένα;» Α- |
|||
ποκρίθηκε ο Πειλάτος «Μήπως εγώ 'μαι Ιουδαίος; Το |
|||
» δικό σου έθνος κι’ οι πρωτοπαπάδες σε παραδώκανε |
|||
» σ' εμένα• τι έκανες;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Η |
|||
» δική μου η βασιλεία δεν είναι από τον κόσμο ετού- |
|||
»τον. Αν είταν απ' αυτόν τον κόσμο η βασιλεία μου, |
|||
» οι υπερέτες μου θα πολεμούσανε να μην παραδοθώ |
|||
» στους Ιουδαίους• μα τώρα η βασιλεία μου δεν είναι |
|||
» από δω». Τούπε λοιπόν ο Πειλάτος «Λοιπόν βα- |
|||
» σιλέας είσαι εσύ;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Εσύ λες |
|||
» πως εγώ 'μαι βασιλέας. Για αυτό γεννήθηκα και για |
|||
» αυτό ήρθα στον κόσμο, για να κηρύξω την αλήθια• |
|||
» όπιος είναι από την αλήθια μ' ακούει τη φωνή». |
|||
Του λέει ο Πειλάτος «Τι είναι αλήθια;» Κι' αφού |
|||
τόπε αυτό, πάλι βγήκε στους Ιουδαίους και τους λέει |
|||
« Εγώ δεν του βρίσκω φταίξιμο. Κι' είναι σύστημά |
|||
» σας να σας λευτερώνω ένανε το πάσκα• θέλετε λοι- |
|||
» πόν να σας λευτερώσω το βασιλέα των Ιουδαίων;» |
|||
Φώναξαν ξανά λοιπόν και λέγανε «Όχι αυτόν παρά |
|||
» το Βαραββά». Κι' είταν ο Βαραββάς κακούργος. |
|||
68. Τότες λοιπόν πήρε τον Ιησού ο Πειλάτος και |
|||
τόνε βουρδούλισε. Κι' οι στρατιώτες πλέξανε στεφάνι |
|||
απ' αγκάθια και του το φορέσανε στην κεφαλή, και |
|||
βάζοντάς του βυσσινιά στολή πήγαιναν και του λέ- |
|||
γανε «Σε χαιρετούμε, βασιλέα των Ιουδαίων», και |
|||
τόνε χτυπούσαν. Και βγήκε πάλι όξω ο Πειλάτος και |
|||
τους λέει «Νά, σας τόνε φέρνω όξω για να δείτε πως |
|||
» δεν του βρίσκω φταίξιμο». Βγήκε λοιπόν ο Ιησούς |
|||
όξω φορώντας τ' αγκαθένιο το στεφάνι και τη βυσσι- |
|||
νιά στολή. Και τους λέει [ο Πειλάτος] «Νά [ο] άνθρω- |
|||
» πος». Σαν τον είδανε λοιπόν οι πρωτοπαπάδες κι’ |
|||
οι κλητήρες κράξανε λέγοντας «Σταύρωσε, σταύρωσε». |
|||
Τους λέει ο Πειλάτος «Πάρτε τον εσείς και σταυρώ- |
|||
» στε τον, γιατί εγώ δεν του βρίσκω φταίξιμο». Τ' α- |
|||
ποκριθήκανε οι Ιουδαίοι «Εμείς έχουμε νόμο, και κατά |
|||
» το νόμο πρέπει να θανατωθεί, γιατί έγινε γιος του |
|||
» Θεού». Σαν άκουσε λοιπόν το λόγο αυτό ο Πειλά- |
|||
τος, πιο πολύ φοβήθηκε, και μπήκε στ' αρχηγείο πάλι |
|||
και λέει του Ιησού «Από πού είσαι εσύ;» Κι' ο Ιη- |
|||
σούς δεν τούδωκε απάντηση. Του λέει λοιπόν ο Πει- |
|||
λάτος «Δε μου μιλείς; Δεν ξέρεις πως εξουσία έχω να |
|||
» σ' αφίσω κι’ εξουσία έχω να σε σταυρώσω;» Τ' απο- |
|||
κρίθηκε ο Ιησούς «Δε θάχες εξουσία απάνου μου κα- |
|||
» μιά α δε σούτανε δοσμένη από πάνου• για τούτο αυ- |
|||
» τός που με παράδωκε σ' εσένα έχει μεγαλύτερη α- |
|||
» μαρτία». Για κείνο ο Πειλάτος ζήταε ναν τόνε λευ- |
|||
τερώσει• μα οι Ιουδαίοι φώναξαν και λέγανε «Αν τον |
|||
» λευτερώσεις, δεν αγαπάς τον Καίσαρα• όπιος γίνε- |
|||
» ται βασιλέας, πολεμά τον Καίσαρα». Σαν άκουσε |
|||
λοιπόν τα λόγια αυτά ο Πειλάτος, έφερε όξω τον Ιη- |
|||
σού και κάθησε σε βήμα, σε μέρος που το λέγανε '' Λι- |
|||
θόστρωτο '' , κι’ οβραίικα '' Γαββαθά '' . Κι' είταν η παραμονή |
|||
του πάσκα, η ώρα ως έξη. Και λέει στους Ιουδαίους |
|||
« Νά ο βασιλέας σας». Κράξανε λοιπόν εκείνοι «Πάρ' |
|||
» τον, πάρ' τον, σταύρωσέ τον». Τους λέει ο Πειλάτος |
|||
« Το βασιλέα σας να σταυρώσω;» Αποκριθήκανε οι |
|||
πρωτοπαπάδες «Δεν έχουμε βασιλέα εξόν τον Καί- |
|||
» σαρα». |
|||
69. Τότες λοιπόν τους τον παράδωκε να σταυρωθεί. |
|||
Πήρανε λοιπόν τον Ιησού, και κουβαλώντας το σταυ- |
|||
ρό του πήγε όξω στο μέρος που λέγεται Κάρας μέρος, |
|||
που το λεν οβραίικα '' Γολγόθ '' , όπου τόνε σταύρωσαν, |
|||
και μαζί του άλλους διο δεξιά κι’ αριστερά, και στη |
|||
μέση τον Ιησού. Κι' έγραψε κι’ επιγραφή ο Πειλάτος |
|||
και την έβαλε απάνου στο σταυρό• κι’ είτανε γραμέ- |
|||
νο '' Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλέας των Ιουδαίων '' . |
|||
Αυτή λοιπόν την επιγραφή πολλοί τήνε διαβάσανε |
|||
Ιουδαίοι, γιατί είτανε σιμά στη χώρα το μέρος που |
|||
σταυρώθηκε ο Ιησούς• κι’ είτανε γραμένο οβραίικα, λα- |
|||
τινικά, ελληνικά. Λέγανε λοιπόν του Πειλάτου οι πρω- |
|||
τοπαπάδες των Ιουδαίων «Μη γράφεις Ο βασιλέας |
|||
» των Ιουδαίων, παρά πως είπε εκείνος Είμαι βασι- |
|||
» λέας των Ιουδαίων «Αποκρίθηκε ο Πειλάτος «Ό,τι |
|||
» έγραψα έγραψα». |
|||
70. Οι στρατιώτες λοιπόν, αφού σταύρωσαν τον Ιη- |
|||
σού, πήραν τα φορέματά του και τα μοίρασαν σε τέσ- |
|||
σερα, του καθενός στρατιώτη ένα μέρος, [καθώς] και |
|||
το πουκάμισο. Κι' είταν το πουκάμισο άρραφο, φα- |
|||
σμένο από τα πάνου ως στην άκρη. Είπανε λοιπόν |
|||
μεταξύ τους «Ας μην το σκίσουμε, μόνε ας βάλουμε |
|||
» λαχνό πιος ναν το πάρει», για ν' αληθέψει η Γραφή |
|||
'' Μοίρασαν τα φορέματά μου και για τη φορεσιά μου |
|||
βάλανε λαχνό '' . |
|||
71. Αυτά λοιπόν κάνανε οι στρατιώτες. Κι' έστεκαν |
|||
κοντά στο σταυρό του Ιησού η μητέρα του, κι η α- |
|||
δερφή της μητέρας του Μαρία η γυναίκα του Κλωπά, |
|||
κι’ η Μαρία η Μαγδαληνή. Ο Ιησούς λοιπόν σαν είδε |
|||
τη μητέρα του και το μαθητή εκεί κοντά π' αγάπαε, |
|||
λέει της μητέρας του «Μητέρα, να ο γιος σου»• έπει- |
|||
τα λέει του μαθητή «Νά η μητέρα σου». Κι' από |
|||
κείνη την ώρα την πήρε ο μαθητής στο σπίτι του. |
|||
Ύστερα ο Ιησούς σαν ένιωσε πως όλα τέλιωσαν, για |
|||
ν' αληθέψει η Γραφή, λέει «Διψώ». Έστεκε λαγήνι |
|||
γιομάτο ξύδι• στήσανε λοιπόν σε ύσσωπο σφουγγάρι |
|||
γιομισμένο ξύδι και του το προσφέρανε στο στόμα. |
|||
Λοιπόν σαν πήρε ο Ιησούς το ξύδι, είπε «Τέλιωσε», |
|||
και γαίρνοντας την κεφαλή του παράδωκε την ψυχή. |
|||
72. Οι Ιουδαίοι λοιπόν, επειδή είτανε παρασκευή |
|||
για να μη μείνουν το σάββατο απάνου στο σταυρό τα |
|||
λείψανα (γιατί είτανε μεγάλη η μέρα εκείνη του σαβ- |
|||
βάτου) παρακάλεσαν τον Πειλάτο ναν τους σπάσουνε |
|||
τα σκέλια και ναν τους σηκώσουν. Ήρθανε λοιπόν οι |
|||
στρατιώτες, και του πρώτου τούσπασαν τα σκέλια, |
|||
[καθώς] και τ' αλλουνού του σταυρωμένου μαζί του |
|||
σαν ήρθαν όμως στον Ιησού και πια τον είδαν πεθα- |
|||
μένο, δεν τούσπασαν τα σκέλια, μόνε ένας στρατιώτης |
|||
του κάρφωσε μ' ένα κοντάρι το πλευρό, και βγήκε αμέ- |
|||
σως αίμα και νερό. Κι' ο μάρτυρας το λέει (κι’ αληθινή |
|||
'ναι η μαρτυρία του κι’ εκείνος ξέρει πως αλήθια λέει) |
|||
για να πιστεύετε κι’ εσείς. Γιατί έγιναν αυτά για ν' α- |
|||
ληθέψει η Γραφή '' Κόκκαλο δε θαν του σπάσουν '' • και |
|||
πάλε άλλη γραφή λέει '' Θαν τον κοιτάξουν αυτόν π' α- |
|||
κόντισαν.'' |
|||
73. Κατόπι παρακάλεσε τον Πειλάτο ο Ιωσήφ από |
|||
την Αριμαθαία — όντας μαθητής του Ιησού, κρυφός |
|||
όμως από φόβο των Ιουδαίων — να πάρει του Ιησού |
|||
το λείψανο• και τον άφισε ο Πειλάτος. Ήρθε λοιπόν |
|||
και πήρε το λείψανό του• κι’ ήρθε κι’ ο Νικόδημος- |
|||
πούχε πάει πριν νύχτα στον Ιησού — φέρνοντας μίγμα |
|||
μύρρων κι’ αλόης ως λίτρες εκατό. Πήρανε λοιπόν του |
|||
Ιησού το λείψανο και το σαβάνωσαν με τα μυρουδικά |
|||
μαζί, καθώς συνειθίζουνε να θάφτουν οι Ιουδαίοι. Κι' |
|||
είτανε στο μέρος που σταυρώθη περιβόλι, και στο πε- |
|||
ριβόλι μέσα μνήμα καινούριο όπου κανείς ακόμα δεν |
|||
είχε θαφτεί• εκεί λοιπόν αφορμή η παρασκευή των Ιου- |
|||
δαίων (γιατί είτανε σιμά το μνήμα) θάψανε τον Ιησού. |
|||
74. Και τα πρωτοβδόμαδα η Μαρία η Μαγδαλη- |
|||
νή έρχεται πρωί, σκοτάδι ακόμα, στο μνήμα, και θω- |
|||
ρά την πέτρα σηκωμένη από το μνήμα. Τρέχει λοιπόν |
|||
και πάει στο Σίμωνα τον Πέτρο και στον άλλο μαθητή |
|||
π' αγάπαε ο Ιησούς και τους λέει «Πήραν από το |
|||
» μνήμα τον Κύριο και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν». |
|||
Βγήκε λοιπόν ο Πέτρος κι’ ο άλλος μαθητής και πη- |
|||
γαίνανε στο μνήμα. Κι' έτρεχαν κι’ οι διο μαζί, μα |
|||
ο άλλος μαθητής πρότρεξε γοργότερα από τον Πέτρο |
|||
κι’ έφτασε στο μνήμα πρώτος, και σκύβοντας βλέπει |
|||
κατά γης τα σάβανα• όμως δε μπήκε μέσα. Έρχεται |
|||
λοιπόν κι’ ο Σίμωνας ο Πέτρος πίσω του, και μπήκε |
|||
μέσα στο μνήμα και θωρά κατά γης τα σάβανα, και |
|||
το προσόψι (πούτανε στην κεφαλή του απάνου) πως |
|||
δεν είταν κάτου με τα σάβανα, παρά κάπου εκεί τυ= |
|||
λιγμένο χωριστά. Μπήκε λοιπόν τότες κι’ ο άλλος μα- |
|||
θητής πούχε φτάσει πρώτος στο μνήμα, κι’ είδε και |
|||
πίστεψε• γιατί δεν κάτεχαν ακόμα τη Γραφή, πως |
|||
πρέπει ν' αναστηθεί από τους νεκρούς. Γυρίσανε λοιπόν |
|||
πάλι σπίτι οι μαθητάδες. |
|||
75. Κι' η Μαρία έστεκε κοντά στο μνήμα όξω κι’ |
|||
έκλαιγε. Καθώς έκλαιγε λοιπόν έσκυψε να δει στο μνή- |
|||
μα, και βλέπει διο αγγέλους μέσα στ' άσπρα, καθι- |
|||
σμένους τον ένα σιμά στην κεφαλή και τον άλλο σιμά |
|||
στα πόδια εκεί πούχανε βάλει του Ιησού το λείψανο. |
|||
Κι' αυτοί της λεν «Γυναίκα, τι κλαις;» Και τους λέει |
|||
« Γιατί πήραν τον Κύριό μου και δεν ξέρω πού τον |
|||
» έβαλαν». Και σαν είπε αυτά, γύρισε πίσω και κοι- |
|||
τάζει τον Ιησού που στέκουνταν, μα δεν ήξερε πως |
|||
είναι ο Ιησούς. Της λέει ο Ιησούς «Γυναίκα, τι κλαις; |
|||
» πιόνε γυρεύεις;» Κι' αυτή νομίζοντας πως είναι ο |
|||
κηπουρός του λέει «Κύριε, αν εσύ τον πήρες, πες μου |
|||
» πού τον έβαλες κι’ εγώ τον παίρνω». Της λέει ο Ιη- |
|||
σούς «Μαριάμ». Γύρισε εκείνη και του λέει οβραίικα |
|||
« '' Ραββουνεί '' », που θα πει '' Δάσκαλε '' . Της λέει ο Ιη- |
|||
σούς «Μη μ' αγγίζεις γιατί ακόμα δεν ανέβηκα στον |
|||
» πατέρα• μόνε πήγαινε στους αδερφούς μου και πες |
|||
» τους Ανεβαίνω στον πατέρα μου και πατέρα σας και |
|||
» Θεό μου και Θεό σας». Πηγαίνει η Μαριάμ η Μαγ- |
|||
δαληνή και πληροφορεί τους μαθητάδες πως «Είδα |
|||
» τον Κύριο» και πως «Αυτά μου είπε». |
|||
76. Όντας λοιπόν βράδυ τότες κατά τα πρωτο- |
|||
βδόμαδα κι’ η πόρτα κλειστή εκεί που βρίσκουνταν οι |
|||
μαθητάδες από το φόβο των Ιουδαίων, ήρθε ο Ιη- |
|||
σούς και στάθηκε στη μέση και τους είπε «Ειρήνη |
|||
» σας»• κι’ αυτό σαν τόπε, τους έδειξε και τα χέρια |
|||
[του] και το πλευρό. Χαρήκανε λοιπόν οι μαθητάδες |
|||
όταν είδαν τον Ιησού. Πάλι λοιπόν τους είπε ο Ιησούς |
|||
« Ειρήνη σας. Καθώς μ' έστειλε ο πατέρας, σας στέλ- |
|||
» νω κι’ εγώ». Κι' ειπόντας αυτό φύσηξε μέσα [τους] |
|||
και τους λέει «Πάρτε πνέμα άγιο. Όπιου συχωρέστε |
|||
» τις αμαρτίες, συχωρεμένες τους• όπιου τις κρατήστε, |
|||
» κρατημένες». |
|||
77. Ο Θωμάς ως τόσο, ένας από τους δώδεκα, ο |
|||
δίδυμος καθώς τον έλεγαν, δεν είτανε μαζί τους όταν |
|||
ήρθε ο Ιησούς. Του λέγανε λοιπόν οι άλλοι μαθητάδες |
|||
« Είδαμε τον Κύριο». Κι' εκείνος τους είπε «Α δε δω |
|||
» στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δε βάλω |
|||
» το δάχτυλό μου στα σημάδι των καρφιών και το |
|||
» χέρι μου δε βάλω στα πλευρό του, δεν πιστεύω». |
|||
78. Κι' οχτώ μέρες κατόπι είταν πάλι μέσα οι μαθη- |
|||
τάδες του, κι’ ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο Ιησούς |
|||
όντας κλεισμένη η πόρτα, και στάθηκε στη μέση κι’ |
|||
είπε «Ειρήνη σας». Έπειτα λέει του Θωμά «Φέρε το |
|||
» δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, και φέρε το |
|||
» χέρι σου και βάλε στο πλευρό μου, και μη γίνεσαι |
|||
» άπιστος μόνε πιστός». Αποκρίθηκε ο Θωμάς και |
|||
τούπε «Ο Κύριος μου κι’ ο Θεός μου». Του λέει ο |
|||
Ιησούς «Γιατί μ' είδες πίστεψες• μακαρισμένοι που |
|||
» δε δούνε και πιστέψουν». |
|||
Πολλά λοιπόν κι’ άλλα σημάδια έκανε ο Ιησούς |
|||
μπροστά στους μαθητάδες που δεν είναι μέσα στο βι- |
|||
βλίο αυτό γραμένα. Όμως αυτά γραφτήκανε για να |
|||
πιστεύετε πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο γιος του |
|||
Θεού, και πιστεύοντας με τ' όνομά του νάχετε ζωή. |
|||
79. Κατόπι φανερώθη πάλι ο Ιησούς στους μαθη |
|||
τάδες απάνου στη λίμνη την Τιβεριάδα, και φανερώ- |
|||
θηκε έτσι. Είτανε μαζί ο Σίμωνας ο Πέτρος κι’ ο Θωμάς |
|||
ο δίδυμος καθώς τον έλεγαν, κι’ ο Ναθανιήλ από την |
|||
Κανά της Γαλιλαίας, κι’ οι γιοι του Ζεβεδαίου κι’ άλ- |
|||
λοι διο του μαθητάδες. Τους λέει ο Σίμωνας ο Πέτρος |
|||
« Πηγαίνω να ψαρέψω». Του λεν «Ερχόμαστε κι’ ε- |
|||
» μείς μαζί σου». Βγήκαν και πήγανε μέσα στο κα- |
|||
ράβι, κι’ εκείνη τη νύχτα δεν έπιασαν τίποτα• κι’ όταν |
|||
πια ξημέρωνε, παρουσιάστηκε ο Ιησούς στην ακρο- |
|||
λιμνιά, μα δεν ένιωσαν οι μαθητάδες πως είναι ο Ιη- |
|||
σούς. Τους λέει λοιπόν ο Ιησούς «Παιδιά, μήπως έχετε |
|||
» κανένα ψάρι;» Τ' αποκριθήκανε «Όχι». Κι' εκείνος |
|||
τους είπε «Ρήξτε το δίχτυ δεξιά του καραβιού και |
|||
» θα βρείτε». Ρήξανε λοιπόν και δε μπορούσαν πια |
|||
ναν το τραβήξουν από το πολύ το ψάρι. Λέει λοιπόν |
|||
ο μαθητής εκείνος π' αγαπούσε ο Ιησούς του Πέτρου |
|||
« Ο Κύριος είναι». Ο Σίμωνας λοιπόν ο Πέτρος, |
|||
όταν άκουσε πως είναι ο Κύριος, ζώστηκε το πανω- |
|||
φόρι (γιατί είτανε γυμνός) και ρήχτηκε μέσα στη λίμνη• |
|||
κι’ ήρθανε με το καράβι οι άλλοι μαθητάδες (γιατί |
|||
δεν είτανε μακριά από την ξηρά, μόνε ως διακόσες |
|||
πήχες) σαίρνοντας το δίχτυ των ψαριών. Ότα βγή- |
|||
κανε λοιπόν στην ξηρά, βλέπουν αθρακιά στρωμένη |
|||
με ψάρι απάνου της βαλμένο, και ψωμί. Τους λέει ο |
|||
Ιησούς «Φέρτε από τα ψάρια που πιάσατε». Βγήκε |
|||
λοιπόν τότε ο Σίμωνας ο Πέτρος και τράβηξε το δίχτυ |
|||
στην ξηρά γιομάτο ψάρια μεγάλα εκατόν πενήντα τρία• |
|||
κι’ αν κι’ είταν τόσα, το δίχτυ δε σκίστηκε. Τους λέει |
|||
ο Ιησούς «Ελάτε φάτε». Κανένας μαθητής δεν τόλ- |
|||
μαε ναν τόνε ρωτήσει «Εσύ πιος είσαι;», γνωρίζον- |
|||
τας πως είναι ο Κύριος. Πηγαίνει ο Ιησούς και παίρνει |
|||
το ψωμί και τους δίνει, και το ψάρι το ίδιο. Αυτή 'ναι |
|||
ως τότε η τρίτη φορά που φανερώθηκε ο Ιησούς στους |
|||
μαθητάδες απ' όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς. |
|||
80. Και σα φάγανε, λέει του Σίμωνα του Πέτρου |
|||
ο Ιησούς «Σίμωνα γιέ του Ιωάνη, μ' αγαπάς πιο |
|||
» πολύ τους;» Του λέει «Ναι, Κύριε, εσύ το ξέρεις |
|||
» πως σ' αγαπώ». Του λέει «Βόσκε τ' αρνιά μου». |
|||
Του λέει πάλι δεύτερη φορά «Σίμωνα γιέ του Ιωάνη, |
|||
» μ' αγαπάς;» Του λέει «Ναι, Κύριε, εσύ το ξέρεις πως |
|||
» σ' αγαπώ». Του λέει «Οδήγα τα προβατάκια μου». |
|||
Του λέει τρίτη φορά «Σίμωνα γιέ του Ιωάνη, μ' αγα- |
|||
» πάς;» Λυπήθηκε ο Πέτρος πως τούπε τρίτη φορά |
|||
« μ' αγαπάς», κι’ είπε «Κύριε, εσύ τα πάντα κατέ- |
|||
» χεις• εσύ το ξέρεις πως σ' αγαπώ». Του λέει ο Ιη- |
|||
σούς «Βόσκε τα προβατάκια μου. Αλήθια αλήθια σου |
|||
» λέω, όταν είσουνα πιο νιος, ζώννουσουν ο ίδιος και |
|||
» περπάταες όπου ήθελες• μα σα γεράσεις, θ' απλώσεις |
|||
» τα χέρια κι’ άλλος θα σε ζώσει και θα σε πάει όπου |
|||
» δε θέλεις». Και τόπε αυτό σημαίνοντας με τι θά- |
|||
νατο θενά δοξάσει το Θεό. Κι' αυτό σαν τόπε, του λέει |
|||
« Ακολούθα με». Γύρισε ο Πέτρος και θωρά π' ακο- |
|||
λουθούσε ο μαθητής π' αγάπαε ο Ιησούς, αυτός που |
|||
κι’ έπεσε κατά το δείπνο στα στήθια του κι’ είπε «Κύ- |
|||
» ριε, πιος είναι ο παραδότης σου»• αυτόν λοιπόν όταν |
|||
τον είδε ο Πέτρος, λέει του Ιησού «Κύριε, κι’ αυτός |
|||
» τι;» Του λέει ο Ιησούς «Α θέλω αυτόν να μείνει ως |
|||
» να γυρίσω, τι σε μέλει; Εσύ ακολούθα με». Βγή- |
|||
κε λοιπόν στους αδερφούς αυτός ο λόγος πως ο μαθη- |
|||
τής εκείνος δεν πεθαίνει. Όμως δεν τούπε ο Ιησούς |
|||
πως δεν πεθαίνει, παρά «Α θέλω αυτόν να μείνει ως |
|||
» να γυρίσω, τι σε μέλει;» Αυτός είναι ο μαθητής που |
|||
κι’ είναι μάρτυρας αυτών [των περιστατικών] και τά- |
|||
γραψε, και ξέρουμε πως είναι αληθινή η μαρτυρία του. |
|||
Κι' είναι και πολλά άλλα πούκανε ο Ιησούς, που |
|||
α γράφουνται ένα ένα, κι’ αυτός νομίζω ο κόσμος πως |
|||
δε θα χωρέσει τα βιβλία τα γραμένα. |
|||
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΗ |
|||
</poem> |
|||
[[Κατηγορία:Κείμενα]] |
[[Κατηγορία:Κείμενα]] |
Αναθεώρηση της 14:14, 23 Αυγούστου 2018
Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό χειρόγραφο Μεταφραστής: Αλέξανδρος Πάλλης |
Δείτε και Ευαγγελικά |
Η
ΝΕΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ ΧΕΡΟΓΡΑΦΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΗ
ΑΠΟ ΤΟΝ
ΑΛΕΞ. ΠΑΛΛΗ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ούτως και υμείς δια της γλώσσης εάν μη
εύσημον λόγον δώτε, πώς γνωσθήσεται
τo λαλούμενον;
ΠΑΥΛΟΣ Κορ. Α, 37
ΛΙΒΕΡΠΟΥΛ
THE LIVERPOOL BOOKSELLERS' CO., LTD.,
70 LORD STREET 70
1902