Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892/Σύγχρονοι αθηναϊκοί τύποι: Κ. Παρασκευαΐδης

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1892
Συγγραφέας:
Σύγχρονοι ἀθηναϊκοὶ τύποι: Κ. Παρασκευαΐδης



Κ. Παρασκευαΐδης
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΘΗΝΑΪΚΟΙ ΤΥΠΟΙ

Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ
[ἠθογραφικὸν σημείωμα]

ΠΟΣΟΙ ἀναμφιβόλως τὸν παρενόησαν! Πόσαι θὰ τὸν ἐχαρακτήρισαν καὶ τὸν ὑπολαμβάνουσιν ὡς ἰδιότροπον, ἐκκεντρικόν, ἀλλόκοτον!

Καὶ δὲν ἔχουσιν ἄδικον ἴσως.

Εἰς τὰς μικρὰς – ἰδίως – κοινωνίας, οἱ ἄνθρωποι συνήθως εἰσὶν ἀντίγραφα ἀλλήλων, δοῦλοι τουτέστιν ἐρρωμένων ἕξεων, ἠθῶν, προλήψεων. Δι’ αὐτοὺς ἑκάστη ἡμέρα εἶνε τυπικὴ ἐπανάληψις τῆς προηγουμένης. Ὁ αὐτὸς τρόπος τοῦ ζῆν, τοῦ σκέπτεσθαι, τοῦ δρᾷν, τοῦ ἐναλλάττεσθαι κοινωνικῶς· ἡ αὐτὴ τακτική, αἱ αὐταὶ ἀδυναμίαι, τὰ αὐτὰ πάθη, αἱ αὐταὶ ἰδέαι ἐσφηνωμέναι ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ των. Ὁμοιάζουν καὶ συστρέφονται ὡς οἱ λεπτοδεῖκται τῶν ὡρολογίων διανύοντες τὴν αὐτὴν ἀπαρεγκλίτως τροχιάν. Καὶ ἄν τις ποτέ, εἷς αἴφνης μεταξὺ τῶν χιλίων, ἀποσκιρτήσῃ ἀπὸ τὸ ἀένναον αὐτὸ κοινωνικὸν μαγγανοπήγαδον καὶ θελήσῃ νὰ διαγράψῃ ἴδιον κύκλον ζωῆς, σύμφωνον πρὸς τὴν λογικήν, πρὸς τὴν φύσιν, πρὸς τὴν ἀλήθειαν· ἐὰν ἀποφασίσῃ νὰ εἴπῃ εἰς τὰ ἄλλα περὶ αὐτὸν κοινωνικὰ νευρόσπαστα;

— «Ὄχι, κύριοι! ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ἀναπνέω τὴν ἀτμοσφαῖραν αὐτὴν τοῦ κοινωνικοῦ ψεύδους τὸ ὁποῖον ἐκ συνθήκης σᾶς ὑποχρεόνει νὰ εἷσθε ἀλληλοδιαδόχως ἠθοποιοὶ καὶ ἀκροαταὶ εἰς τὴν καθημερινὴν αὐτὴν κωμῳδίαν, τὴν ὁποίαν παίζετε. Εἶσθε νοικοκυραῖοι νὰ κατατυραννεῖτε τὸ σαρκίον σας, νὰ βασανίζετε τὸ μυαλό σας, νὰ φαρμακεύετε τὰς ἡμέρας σας μὲ χιλίας δύο ἀνάγκας ἀσκόπους καὶ μὲ ἐπιθυμίας ἀπραγματοποιήτους. Ἐγὼ ὅμως ἐννοῶ νὰ εἶμαι κύριος ἐμαυτοῦ καὶ τῶν πεποιθήσεών μου. Ἀρνοῦμαι νὰ δένω τὸν λαιμοδέτην μου κατὰ τὸν συρμόν, νὰ χάνω τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς δεσμεύων τὰς χεῖρας ἐντὸς χειροκτίων, νὰ λιγύζω τὴν σπονδυλικὴν στήλην εἰς φιλοφρονήσεις, τὰς ὁποίας δὲν αἰσθάνομαι, νὰ σφίγγω τὴν δεξιὰν τοῦ δεῖνα, τὸν ὁποῖον περιφρονῶ ἐνδομύχως, νὰ πνίγω ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν τὴν ψυχήν μου, διότι τὸ θέλετε σεῖς· νὰ σκέπτωμαι μὲ τὸ δικό σας τὸ μυαλό, νὰ τρώγω, νὰ κοιμοῦμαι, νὰ περιπατῶ, νὰ διαιτῶμαι, νὰ συμπεριφέρωμαι καὶ νὰ ἐνεργῶ μὲ τὸν διαβήτην τῆς ἐθιμοτυπίας, μὲ τὴν ὁποίαν ἀρέσκεσθε σεῖς οἱ ἄλλοι νὰ περισφίγγετε τὴν ἀσφυκτικὴν καὶ ἀγωνιῶσαν ὕπαρξίν σας. Ἐγὼ ἐννοῶ νὰ ζήσω ὡς λογικὸν ὅν, ἔχων πλήρη τὴν συνείδησιν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς πνευματικῆς μου φύσεως, νὰ λέγω τὴν σκάφην – σκάφην καὶ τὰ σῦκα – σῦκα, νὰ περισπῶμαι ἀπὸ ὀλιγωτέρας ὅσον τὸ δυνατὸν φροντίδας καὶ ἀνάγκας, νὰ ἔχω γαλήνην εἰς τὴν ψυχήν, καὶ αἰθρίαν εἰς τὸ πνεῦμα μου, καὶ σᾶς χαρίζω ὅλας τὰς ἄλλας ματαιοφροσύνας ὁμοῦ καὶ τὰς, μωρίας, μὲ τὰς ὁποίας χάνεσθε!»

Ἐάν, λέγω, θελήσῃ τις νὰ προσαρμόση ἑαυτὸν μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσεως μᾶλλον καὶ τῆς λογικῆς παρὰ μὲ τὰς συνηθείας τοῦ ἄλλου κόσμου, ὤ! ἐξάπαντος, ὁ κύριος αὐτός, θὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἐκκεντρικός, ὡς ἀλλόκοτος, καὶ ἴσως — ἴσως ὡς φρενόληπτος!

Καὶ πῶς ὄχι; ἀφοῦ, ἀξιῶν νὰ ἀνήκῃ εἰς ἑαυτὸν μᾶλλον παρὰ εἰς τὰς ἀνοησίας τοῦ ἄλλου κόσμου, θ’ ἀποτελῇ ἀναπόφευκτον πρὸς αὐτὸν παραφωνίαν;

Μεταξὺ τῶν σπανίων καὶ ἀπαραμίλλων αὐτῶν ἰδιοτρόπων δέον νὰ συγκαταλεχθῇ καὶ ὁ πρῴην ἐφέτης κ. Κωνσταντῖνος Παρασκευαΐδης. Εἷς μεταξὺ χιλίων, μεταξὺ ἑκατὸν χιλιάδων. Ὄχι, ὄχι· ἀμφιβάλλω ἂν ἡ ἱστορία, ὄχι πλέον ἡ Ἑλλάς, ἔχῃ νὰ ἐπιδείξῃ πολλοὺς ὁμοίους.

Τὸ κοινὸν τὸν γνωρίζει μόνον ὡς ἀκούραστον πεζοπόρον, ὡς δεινὸν κολυμβητήν, καὶ τὸ πολὺ - πολὺ ὡς ἕνα τῶν μᾶλλον ἀκεραίων καὶ ἀκάμπτων δικαστικῶν λειτουργῶν τοῦ Κράτους. Ἡ φήμη περιήγαγε μόνον ταύτας τοῦ ἀνδρὸς τὰς ἀρετάς, ἐξικομένας ἄλλως τε εἰς τὸ ἄωτον. Καὶ ὅμως πόσοι ἀγνοοῦν κατὰ βάθος τὸν περίεργον καὶ πρωτότυπον ἀληθῶς ἄνδρα! Ὁμοιάζει πρὸς τὰ δύσληπτα ἐκεῖνα συγγράμματα τὰ ὁποῖα διὰ νὰ τὰ ἐννοήσῃ τις καὶ τὰ αἰσθανθῇ καὶ τὸ ἀγαπήσῃ, δέον νὰ τὰ διεξέλθῃ κατ’ ἐπανάληψιν, νὰ τὰ μελετήσῃ, νὰ τὰ διϋλίσῃ, νὰ τὰ χωνεύσῃ πολύ. Ἄλλως κλείει τὸ βιβλίον χασμώμενος καὶ τὸ παρέρχεται ἀγνοῶν καὶ τὴν ἀξίαν καὶ τὸ περιεχόμενον αὐτοῦ.

Βεβαίως ἡμεῖς ἐδῶ οἱ ἐν Ἀθήναις, τὰ ὀστρακόδερμα τῶν καφενείων τῆς πλατείας τῆς Ὁμονοίας καὶ τοῦ Συντάγματος, οἱ καταπίνοντες μακαρίως τὸν κλασικὸν κονιορτὸν τῆς πρωτευούσης καὶ κυλιόμενοι ἀπαύστως εἰς τὰς μικρορρᾳδιουργίας τῆς πολιτικῆς, θαυμάζομεν μόνον καὶ ἐξιστάμεθα μὲ χάσκον τὸ στόμα ὅταν ὁ τύπος ἀγγέλλῃ ἑκάστοτε ὅτι ὁ Παρασκευαΐδης ἐξεκίνησεν αἴφνης πεζὸς ἐκ Λαρίσσης εἰς Ἀθήνας, ἢ ὅτι ἐπετάχθηκε δι’ ὀλίγας ὥρας εἰς Κόρινθον διὰ νὰ ἐπισκεφθῇ παλαιόν του φίλον, ἢ ὡδοιπόρησε μέχρι Χαλκίδος χάριν περιπάτου· ὅτι ἄλλοτε πάλιν ἀνῆλθε γιὰ γοῦστο εἰς τὰς ἀπροσίτους χιονοσκεπεῖς κορυφὰς τοῦ Ταϋγέτου· ἢ ὅτι τοῦ ἐκάπνισε μίαν πρωίαν νὰ διέλθῃ νηχόμενος, ὡς δελφίν, τὴν ἀπὸ Φλεβῶν μέχρι Φαλήρου θάλασσαν, καὶ τὰ παρόμοια.

Καὶ ὅμως ὁ ἀνὴρ εἶνε θαυμάσιος ὄχι μόνον ὡς ἀκατάβλητος πεζοπόρος, ἄξιος διεθνοῦς φήμης καὶ στεφανώματος· δὲν εἶνε μόνον ἐξαίσιος κολυμβητής. Ἴσως ἄλλως τε αἱ ἀρεταὶ αὗται ὀφείλονται κυρίως εἰς τὸν σπάνιον ὀργανισμόν του καὶ εἰς τὴν σωματικήν του διασκευήν, ἥτις ἂν συνίσταται καὶ κινῆται ἀπὸ νεῦρα καὶ μῦς καὶ αἷμα μᾶλλον ἢ ἀπὸ χάλυβα καὶ ἀτμόν, περὶ τούτου ἂς ἀποφανθῇ ἡ φυσιολογία, ἡ ὑγιεινὴ, ἡ διαιτητική.

Ὁ Παρασκευαΐδης εἶνε κάτι περισσότερον. Ἐν συνόλῳ σπανία προσωπικότης, ἀξία ἰδιαιτέρας σπουδῆς καὶ μιμήσεως. Εἶνε ὅ,τι εἶνε, ὅ,τι πρέπει νὰ εἶνε, ὅ,τι πιστεύει, ὅ,τι διανοεῖται, ὅ,τι αἰσθάνεται, εἰλικρινὴς πρὸς ἑαυτόν, πρὸς τοὺς ἄλλους, πρὸς τὸν κόσμον ὅλον. Ὁ ἀείμνηστος Κουμουνδοῦρος τὸν ἀπεκάλει σοφὸν φιλόσοφον. Πολὺ ὀρθῶς καὶ χαρακτηριστικώτατα. Διότι ὁ ἀνὴρ πρόκειται ἡμῖν μοναδικὸς τύπος ἀληθοῦς φιλοσόφου, διδάσκοντος οὐχὶ διὰ θεωριῶν καὶ παραγγελμάτων, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἰδίου παραδείγματος. Ὁ βίος του ἅπας, μέχρι καὶ τῶν ἀπροςδιορίστων λεπτομερειῶν ἀξίζει ὁλόκληρον φιλοσοφίαν, τὴν ἀλῃθεστέραν ἴσως φιλοσοφίαν τῆς ζωῆς, ἥτις, ἂν διεμορφοῦτο εἰς σύστημα, θὰ ἠδύνατο νὰ ἀπασχολήσῃ τόμους ἀτελευτήτους καὶ νὰ διδάξῃ πολλοὺς μεμψιμοίρους καὶ ἀπαισιοδόξους καὶ πεισιθανάτους σπληνικούς, ποῦ δέον νὰ ἀνεύρωσι τὸν σκοπόν, τὴν ἀξίαν καὶ τὰ ἀληθῆ θέλγητρα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου.

Ἀναμφιβόλως τοιοῦτον θὰ ὠνειροπόλει τὸν ἄνθρωπον ὁ ἀρχαῖος Ἐπίκτητος, ὅταν ἔγραφε τὸ Ἐγχειρίδιόν του, τὸ κάλλιστον ἐκεῖνο κοινωνικὸν εὐαγγέλιον. Ὁ Πλάτων βεβαίως θὰ τὸν συμπεριελάμβανε σεμνυνόμενος εἰς τὴν πολιτείαν του, καὶ ἐὰν ἔζη ὁ Ζήνων ὁ ἱδρυτὴς τῆς στωϊκῆς φιλοσοφίας, θὰ τὸν ἀνακήρυττεν ἴσως ὡς διδάσκαλόν του. Διότι, ἀμφιβάλλω ἄν ἡ Σχολὴ τῶν Στωϊκῶν, ἡ ἐπιζητοῦσα νὰ καταστήσῃ τὸν ἄνθρωπον κύριον ἑαυτοῦ καὶ τῶν παθῶν, καὶ μόνον ἐν τῇ ἐνασκήσει τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀληθοῦς ἐλευθερίας νὰ τῷ ἐξασφαλίσῃ πλήρη τὴν εὐδαιμονίαν, ἀμφιβάλω ἄν ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ ἕνα ἐκ τῶν ὀπαδῶν της ἐφάμιλλον ἐν τῇ πράξει πρὸς τὸν ἡμέτερον Παρασκευαΐδην.

Βεβαίως οἱ ἠθικοδιδάσκαλοι , οἱ ἰδεολόγοι, οἱ ἐν τῇ θεωρίᾳ μόνον ἀναζητοῦντες σκιὰς καὶ νεφέλας, οἱ φιλοσοφοῦντες ἐπὶ τοῦ χάρτου καὶ ἐντὸς τῶν τεσσάρων τοίχων τοῦ γραφείου των, δὲν ἔλειψαν οὔτε θὰ λείψωσί ποτε. Νομίζω ὅμως, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀστειότερος ἀπὸ τὸν σοφὸν ἐκεῖνον, ὅςτις, ἐνῷ αἴφνης ἀναλύει σοβαρῶς ἀπὸ τῆς ἕδρας τὰς ἠθικὰς ἀρχὰς τοῦ Πλάτωνος ἢ ἐξαγγέλλει ἀπ’ ἄμβωνος τὰς ὑψηλοτέρας διδασκαλίας τῆς θρησκείας, ἐξ ἄλλου εἰς τὰ παρασκήνια φωρᾶται γυμνὸς πάσης πεποιθήσεως, ὁ ἐλαττωματικώτερος ἴσως τῶν ὅσων προσπαθεῖ νὰ διδάξῃ, ἕτοιμος ν’ ἀνταλλάξῃ ὅλην τὴν φιλοσοφίαν του ἀντὶ πινακίου φακῆς! Ὁ ἀληθὴς σοφὸς εἶνε ὄχι ὁ ὑποδεικνύων ἀλλ’ ὁ πράττων τὸ ἀγαθόν.

Δὲν εἰξεύρω ἂν θέλησις μᾶλλον χαλυβδίνη, διὰ μακρᾶς κτηθεῖσα ἕξεως, παρεσκεύασεν ἑαυτῷ ἄρτιον καὶ χαλύβδινον ἐπίσης ὀργανισμόν, ἢ ἂν τοὐναντίον ἡ ἀρτιότης τῆς σωματικῆς αὐτοῦ διασκευῆς, τελειωθεῖσα δι’ ἀσκήσεως ἀδιακόπου, ἐστερέωσεν ἐξ ἀποτελέσματος καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἠθικὸν καὶ ψυχικὸν σθένος. Πιθανὸν ὑγεία ψυχῆς καὶ σώματος νὰ ἐξαρτῶνται καὶ ὑπαμείβωνται ἀπ’ ἀλλήλων. Πιθανὸν ἡ φύσις, ἡ κληρονομικότης[1], ἡ ἀνατροφή, ἡ ἀκατάπαυστος ἄσκησις νὰ συνετέλεσαν εἰς τὴν διάπλασιν τόσον ἀκμαίου καὶ ἀκαταβλήτου σώματος. Ἀγνοῶ. Ἂς ἀποφανθῇ ἡ ἐπιστήμη. Ἡ παιδαγωγικὴ ἂς ἐξαγάγῃ τὰ συμπεράσματά της καὶ ἡ ὑγιεινὴ ἂς κάμῃ τὰς ἐρεύνας της. Τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι ὁ ἡμέτερος σοφὸς ἐξεμηδένισεν ἀείποτε τὰς ἐπιδράσεις τῆς ἀτμοσφαίρας, τὰ ψύχη, τοὺς καύσωνας, τὸν κάματον, καὶ τὰς παντοίας ἔξωθεν κατὰ τοῦ σώματος ἐναντιώσεις. Θὰ ἰσχυριζόμην ὅτι ὑπέταξε τοὺς φυσικοὺς νόμους ἐὰν δὲν ὤφειλον νὰ εἴπω μᾶλλον ὅτι συνεφιλιώθη μετὰ τῆς φύσεως πάντοτε ἥτις τὸν ἠγάπησεν ὡς τὸ γνησιώτερον τέκνον της, καὶ τὴν ὁποίαν ἠγάπησε καὶ οὗτος μετ’ εἰλικρινοῦς ἐνθουσιασμοῦ. Ἀρκεῖ νὰ μάθετε ὅτι καθ’ ὅλον τὸν πεντηκονταετῆ βίον του οὐδέποτε ἠσθένησε. Καθ’ ὅλας τὰς μακρὰς καὶ μυθώδεις πορείας του, καθ’ ἃς βαδίζει ἐπὶ τρία καὶ τέσσαρα ἡμερονύκτια, μ’ ἐλάχιστα διαλείμματα ἀναψυχῆς, διερχόμενος τὰς περικαύστους πεδιάδας τῆς Θεσσαλίας ἢ ἀναβαίνων τὰς ἀπεψυγμένας κορυφὰς τῶν ὀρέων ἢ λουόμενος ἐν ὥρᾳ χειμῶνος εἰς ὑπαίθρια ὕδατα, οὐδέποτε ᾐσθάνθη κεφαλαλγίαν ἢ συνάγχην κἄν! Μὲ ἰατροὺς καὶ φάρμακα οὐδέποτε ἦλθεν εἰς σχέσεις. Συναπισμοὺς καὶ ἔμπλαστρα καὶ κινίνην καὶ ρετσινόλαδα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἐμβαλώματα τῆς ὑγιεινῆς, μᾶς τὰ χαρίζει ὅλα εἰς ἡμᾶς τὰ φυτόζῳα τῶν πόλεων, τοὺς συμβουλευομένους τὸν σφυγμόν μας καὶ τὸ θερμόμετρον εἰς πᾶσαν ὑποτροπὴν τῆς ἀτμοσφαίρας. Μὰ τὴν ἀλήθειαν οἱ Ἀσκληπιάδαι θὰ ηὐτοκτόνουν ἐξ ἀπελπισίας ἂν ἡ Ἑλλὰς ἀπετελεῖτο ἀπὸ Παρασκευαΐδας. Καὶ ὅμως, ἐὰν ὑγεία θὰ εἰπῇ κίνησις καὶ ζωή, τῆς ὁποίας τὰ θέλγητρα καὶ τὴν συνείδησιν ἀπολαμβάνει βαθύτερον ὁ ἔχων τελειότερα τὰ αἰσθητήρια ὄργανα, δι’ ὧν συγκοινωνεῖ μετὰ τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου, ἀναντιρρήτως ὁ Παρασκευαΐδης ἔζησε καὶ ζῇ ζωὴν χιλίων ὁμοῦ ἀνθρώπων.

Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ἡ σωματική του σκληραγωγία χρονολογεῖται ἀπὸ τῆς παιδικῆς αὐτοῦ ἡλικίας. Παῖς ἔτι ὢν ἠσκεῖτο ἀδιαλείπτως. Δρόμοι, δισκοβολίαι, ἅλματα, κολύμβημα, κωπηλασία, ἀναρριχήσεις, ἐκδρομαὶ εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἀνὰ τὰ ὄρη, ἰδοὺ αἱ προςφιλεῖς του παιδιαί, εἰς ἃς ἐπρώτευε μεταξὺ τῶν ὁμιλήκων του. Ζωηρός, ἀεικίνητος, ἀτίθασσος, ταραχοποιός, ἦτο ἐν τούτοις ὁ ἄριστος τῶν μαθητῶν, διακρινόμενος μάλιστα ἐπὶ ἐξαιρέτῳ μαθηματικῇ ἰδιοφυΐᾳ. Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς του Γ. Γεράκης ἔμενεν ἔκθαμβος βλέπων τὸν μικρὸν ταραξίαν εὑρίσκοντα λύσεις τῶν ἀριθμητικῶν προβλημάτων διαφόρους τῶν ὑπ’ αὐτοῦ προτεινομένων. Ὅταν ποτὲ ὁ ἀοίδιμος Ὄθων ἐπεσκέφθη τὰς Πάτρας, ὁ αὐτόθι γυμνασιάρχης τότε Α. Ραδινὸς θέλων νὰ ἐπιδείξῃ ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τὸν κράτιστον τῶν μαθητῶν, ἔδραμε καὶ ἐξετρύπωσε τὸν μικρὸν ταραχοποιὸν, τὸν ἔσυρεν ἐκ τοῦ ὠτὸς καὶ τὸν παρουσίασεν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. Ὁ ἰδιόρρυθμος παῖς μετὰ παρρησίας ἔλυσε διάφορα προβλήματα δυςχερῆ καὶ ἐκ τοῦ προχείρου, ὁ δὲ Ὄθων θαυμάσας τὴν ἀγχίνοιαν τῷ ἐνεχείρισεν ἱκανὰ βιβλία ὡς δῶρα. Μεταβαίνων εἰς φιλικὰς ἢ συγγενικὰς οἰκίας καὶ εὑρίσκων τὴν ἐξώθυραν κλειστήν, ἀνερριχᾶτο διὰ τῶν κρηπιδωμάτων καὶ τῶν στεγῶν καὶ ἐνεφανίζετο ὡς ἔκπληξις εἰς τοὺς κύκλους τῶν οἰκείων. Τιμωρηθείς ποτε ἀδίκως ὑπὸ τοῦ Γυμνασιάρχου καὶ φυλακισθεὶς ἐπήδησεν ἀπὸ τοῦ τρίτου ὀρόφου τοῦ Γυμνασίου ἐντὸς τοῦ λιθοστρώτου τῆς αὐλῆς ὄρθιος ἐπὶ τῶν ποδῶν ὡς αἴλουρος, ὡς γαλῆ. Ὁ Γυμνασιάρχης τρομάξας ἐκ τοῦ κρότου προέκυψεν ἐκ τοῦ παραθύρου:

— Βρὲ παλῃόπαιδο, τί ἔκαμες ἐκεῖ;

— Νά, μ’ ἐτιμώρησαν ἄδικα κ’ ἐπήδησα ἐδῶ ἔξω.

Καὶ ὁ Γυμνασιάρχης ἐσταυροκοπεῖτο ἔκθαμβος πῶς δὲν ἐθρυμματίσθη εἰς μυρία συντρίμματα ὁ μικροσκοπικὸς ἐκεῖνος γίγας.

Ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας ὁ παῖς διεμορφώθη εἰς ἄνδρα ῥωμαλέον καὶ ἀκαταπόνητον. Ἑπόμενον ὅθεν ὑπὸ τόσῳ στερεὸν ὀργανισμὸν νὰ ἀνδρωθῇ σύναμα καὶ φρόνημα σιδηροῦν καὶ χαρακτὴρ ἀλίγυστος καὶ ψυχὴ ἀνδρεία, ψυχὴ ἥρωος ἅμα καὶ φιλοσόφου. Νεώτατος ἔτι γενόμενος δικαστὴς καὶ ῥιφθεὶς εἰς τὴν δίνην τῆς κοινωνικῆς ζωῆς οὐ μόνον δὲν ἀπέβαλεν ἀλλὰ τοὐναντίον καὶ ἐσυστηματοποίησε τὰς λιτὰς καὶ ἀπερίττους παιδικὰς ἕξεις. Ἡ νυσταλέα καὶ ἀναιμικὴ γενεά, μεθ’ ἧς ὤφειλε νὰ ζυμωθῇ κοινωνικῶς, οὐδ’ ἐπὶ ἐλάχιστον ἠδυνήθη νὰ τὸν ἐπηρεάσῃ. Ἐὰν ἐπὶ τῆς ἕδρας τοῦ δικαστοῦ τὸν ἐκάρφωνε τὸ καθῆκον, ἐὰν τὸν ἔπνιγεν ὁ κονιορτὸς τῶν δικογράφων καὶ ἡ ἀτμοσφαῖρα τῆς μικροπολιτικῆς, ἡ μιαίνουσα τὸν βωμὸν τῆς ἑλληνικῆς Θέμιδος, ἐὰν ἐγνώριζε νὰ ὑπομένῃ τὰς κωμικοσοβαρὰς μωρίας τοῦ ἄλλου κόσμου, ἔξω ὅμως τὸν ἐκάλει συνηθέστατα ἡ φύσις, ὡραία καὶ πλουσία καὶ φιλόστοργος δι’ αὐτὸν πάντοτε. μὲ τὰς ἀγρίας ἢ ἐξημερωμένας καλλονάς της, μὲ τὰς φάραγγας τῶν ὀρέων της, μὲ τὰ σύσκια ἄλση της, τοὺς γραφικοὺς αἰγιαλούς της, τοὺς βράχους της, τοὺς χειμάρρους της, τὰς κρυσταλλίνους πηγάς της, τῇς λαγκαδιαῖς της, τὰς μεγαλοπρεπεῖς σκηνογραφίας της.

Αἱ πεζοπορίαι του ἐνδιαφέρουσιν ἡμῖν ἐνταῦθα, οὐ μόνον ὡς παραδειγματικὴ ἄσκησις καὶ ἐνδυνάμωσις μυῶν καὶ νεύρων, καταφαίνουσαι ἀντοχὴν σωματικῆς δυνάμεως μονονοὺ ὑπεράνθρωπον, ἀλλ’ ὡς ἔνδειξις ἀφ’ ἑνὸς μὲν τῆς φιλοσοφικῆς του ἰδιοφυΐας, ἐξ ἄλλου δὲ ὡς πηγαὶ ἀστείρευτοι συγκινήσεων καὶ συναισθημάτων, τὰ ὁποῖα ἡμεῖς οἱ βάτραχοι τῶν πόλεων ἀγνοοῦμεν καὶ οὔτε δυνάμεθα νὰ διανοηθῶμεν κἄν. Ἐν Σπάρτῃ ἐλούετο εἰς τὸν Εὐρώταν ἐν καιρῷ χειμῶνος. Ἐκ Ναυπλίου μετέβαινε πεζῇ καθ’ ἑκάστην εἰς Τολό, δίωρον ἐκεῖθεν ἀπέχον, ἐκολύμβα καὶ ἐπέστρεφε πρῶτος εἰς τὴν συνεδρίασιν τοῦ δικαστηρίου, καθ’ ἣν ὥραν οἱ συνάδελφοί του θὰ ἔρρεγχον ἴσως ἀκόμη. Ἐκ Καλαμῶν καὶ Κυπαρισσίας ἀπήρχετο χάριν λουτρῶν εἰς τὴν μακρὰν ἀπέχουσαν παραλίαν καὶ ἐπανέκαμπτεν ἑωθινὸς πάντοτε. Ἐν Χαλκίδι ὤν, μετέβαινε συχνότατα εἰς τὸ χωρίον Ψαχνά, τρεῖς ὥρας πέραν τῆς πόλεως, διότι ἠρέσκετο — καταλαμβάνετε; — νὰ παίρνῃ ἐκεῖ τὸν καφέν του! Ἐφέτης ὢν ἐν Λαρίσσῃ ἐπεζοπόρει σχεδὸν καθ’ ἑκάστην εἰς Τύρναβον, διότι — λέγει — εὕρισκεν ἐκεῖ ὡραῖον γάλα! Κατὰ τὴν τελευταίαν ἐπιστρατείαν ἐπεσκέπτετο καθ’ ἑκάστην σχεδὸν ἐκ Λαρίσσης τὸν ἐν Ῥεβενίῳ διαμένοντα τότε ἐπ’ ἀδελφῇ γαμβρόν του συνταγματάρχην κ. Κ. Χατζηϊωάννου. Τὸ μεταξὺ Λαρίσσης καὶ Βόλου διάστημα διήνυσε πολλάκις χάριν ἐκδρομῆς, ἁπλούστατα, ὡς νὰ μετέβαινεν ἐκ τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος εἰς τοὺς στύλους τοῦ Ὀλυμπιείου. Ὁσάκις τῷ ἔμενε καιρός, ἐλάμβανε τὸν πῖλον του, τὴν ῥάβδον, τεμάχιον ἄρτου, καὶ ὀλίγους καρποὺς καὶ ἀπήρχετο ὁτὲ μὲν εἰς Ἁγυιάν, διὰ νὰ περιεργασθῇ αἴφνης τὴν αὐτόθι τελουμένην πανήγυριν, ἄλλοτε εἰς Πήλιον διὰ νὰ θαυμάσῃ τὰς γραφικὰς τοποθεσίας του, ὁτὲ εἰς τὸν Ὄλυμπον ἢ τὸν Παρνασσὸν διὰ νὰ ἴδῃ τὸν ἥλιον ἀνατέλλοντα, ἄλλοτε πάλιν εἰς κανὲν δάσος τῆς Στερεᾶς ἢ τῆς Πελοποννήσου διὰ νὰ λικνισθῇ ὑπὸ τὴν σκιὰν καί τὸν ψίθυρον τῆς ἐλάτης, ἢ διὰ νὰ δροσισθῇ εἰς τὰ νάματα τῆς Κασταλίας καὶ νὰ πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος τῆς Στυγός. Ἀνῆλθε τὸν χιονόβλητον καὶ ἀπρόσιτον Ταΰγετο ἐπὶ τῆς ὑψητοτέρας αὐτοῦ κορυφῆς, ἔνθα ὁ ναΐσκος τοῦ προφήτου Ἠλία ἀναλώσας δέκα ἓξ ὁλοκλήρους ὥρας κατά τε τὴν ἄνοδον καὶ κατάβασιν, περιφρονήσας τὸ ἐκεῖ ἐπάνω δριμὺ ψῦχος κατὰ τοῦ ὁποίου ἡ μεταξωτὴ καὶ μυρόεσσα νεολαία τῆς ὁδοῦ Σταδίου ἔπρεπε νὰ συμπαραλάβῃ βεβαίως καὶ ἀνὰ μίαν θερμάστραν ἐὰν ἀπετόλμα παρομοίαν ἀνάβασιν. Ἀλλ’ ὁ ἡμέτερος πεζοπόρος, ἀπὸ τοῦ ὕψους ἐκείνου καὶ ὑπὸ τὸν ἀνατέλλοντα ἥλιον ἀπέλαυσεν ἐξαισίως μεγαλοπρεποῦς θεάματος, διότι ὑπὸ τὰ βλέμματά του ἐξειλίχθη κάτωθεν περίοπτος ὅλη ἡ Πελοπόννησος εἰς σχῆμα πράγματι φύλλου μωρέας, μὲ τοὺς βαθεῖς γύρω κόλπους της καὶ ἐν ἀπόπτῳ πέραν μὲ τὰς νήσους τοῦ Αἰγαίου ὡς νύμφας ἀπὸ τῆς θαλάσσης ἀναδυομένας.

Τὰς μεγάλας πορείας του, δικαστὴς ὤν, ἐξετέλει ἰδίως κατὰ τοὺς μῆνας τῶν διακοπῶν Ἰούλιον καὶ Αὔγουστον, ὑπὸ τὸν φλέγοντα ἥλιον τοῦ θέρους. Οὕτω κἄποτε ἀπεφάσισε νὰ διατρέξῃ πεζῇ τὸν γῦρον τῆς Πελοποννήσου καὶ τὸ ἐπραγματοποίησεν ἐντὸς 23 ἡμερῶν. Ἐκκινήσας ἓν πρωῒ ἐξ Ἀθηνῶν, μετέβη εἰς Ναύπλιον, κ’ ἐκεῖθεν εἰς Τρίπολιν, Σπάρτην, εἰς Καλάμας διὰ τῆς Λαγκάδας, εἰς Γαργαλιάνους διὰ τῆς Λιγουδίστας, Φιλιατρά, Κυπαρισσίαν καὶ διὰ τῆς δυςβάτου καὶ ἀμμώδους ὁδοῦ, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἐπωνυμία Κακόβατος, εἰς Ἀγουλινίτσαν, Ὀλυμπίαν, Πύργον, Πάτρας, Αἴγιον, Μέγα Σπήλαιον, Καλάβρυτα, Μονὴν Ἁγίας Λαύρας, καὶ διὰ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου εἰς Ἀκράταν, ἔνθα, κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ ἰδίου πεζοπόρου, παρὰ τὰ ἐλατοσκεπῆ ὄρη εὕρηται ὕδωρ, ἐκπηγάζον ἀπὸ τῆς ῥίζης ἐλάτων δροσερώτατον, ἐλαφρότατον καὶ διαυγέστατον, ὅμοιον τοῦ ὁποίου οὐδαμοῦ ὑπάρχει. Ἀπὸ τῆς Ἀκράτας εἰς Τρίκκαλα, Ξυλόκαστρον, Κόρινθον, Μέγαρα — ὁπόθεν ἐλοξοδρόμησε διὰ νὰ μεταβῇ καὶ εἰς τὴν Μονὴν Φανερωμένης ἔνθα ἐτελεῖτο τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ γνωστὴ πανήγυρις τῆς 23 Αὐγούστου, — ἐκεῖθεν εἰς Μέγαρα πάλιν, Ἐλευσῖνα, Δαφνὶ — ὅπου μάλιστα προςκληθεὶς ὑπὸ ὁμίλου φίλων εὐθυμονύτων ἐχόρευσεν ἀκούραστος καὶ εὐκίνητος — καὶ ἐκ Δαφνίου κατ’ εὐθεῖαν εἰς Φάληρον, ἔνθα ἔπιε τὸν καφέν του, φρέσκος — φρέσκος, ζωηρὸς, θαλερός, ἀκατάβλητος, μὲ ἀνθηρὰν τὴν ὄψιν, ὡς νὰ ἐξήρχετο τὴν ὥραν ἐκείνην τοῦ οἴκου του, καὶ ἴσως μὰ τὴν ἀλήθειαν, θὰ ἠδύνατο νὰ ἐπαναλάβῃ τὸ αὐτὸ δρομολόγιον καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ ὁδοιπορῶν ἄλλα εἰκοσιτρία ἀκόμη ἡμερονύκτια!

Ἀλλ’ ἐκ τῶν πεζοποριῶν του αἱ μᾶλλον καταπλήξασαι τὸ κοινὸν εἰσὶν αἱ ἐκ Λαρίσσης ἢ Καζακλὰρ εἰς Ἀθήνας, διάστημα, τὸ ὁποῖον ἑξάκις ἐν ὥρᾳ θέρους διήνυσε, μετ’ ἀπιστεύτου ταχύτητος καὶ ἐν διαστήματι οὐχὶ μείζονος τῶν 69 ὡρῶν. Ἐκ Καζακλὰρ μάλιστα ἐπορεύθη ποτὲ εἰς Θερμοπύλας χωρὶς νὰ σταματήσῃ ἢ ἀναπαυθῇ που, πεζοπορήσας οὕτως ἐπὶ 27 συνεχεῖς ὥρας! Διὰ νὰ ἐννοήσετε δὲ τί σημαίνει πεζοπορία διὰ μέσου τῶν ἡλιοφλεγῶν καὶ ἀνύδρων καὶ ἐρήμων κατὰ τὸ θέρος πεδιάδων τῆς Θεσσαλίας, ἀρκεῖ νὰ γνωρίζετε ὅτι καθ’ ὅλην τὴν μακρὰν αὐτὴν ἐκ Λαρίσσης μέχρις Ἀθηνῶν ἀπόστασιν ὁ ἡμέτερος πεζοπόρος σπανίως ἢ οὐδέποτε συνήντησεν ἄνθρωπον πεζῇ βαίνοντα ὑπὸ τὴν καίουσαν ἐκείνην ἀτμοσφαῖραν τοῦ Ἰουλίου. Πλὴν δὲ τῶν ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἠψήφησε πάντοτε καὶ τοὺς ἐκ τῆς ἐρημίας κινδύνους, οἵτινες εἰσὶ μεγαλείτεροι ἐν περιπτώσει ζάλης ἢ κοπώσεως, καθ’ ἣν οὔτε ψυχὴ ἀνθρωπίνη θὰ τῷ ἐνεφανίζετο ἀρωγός. Δὲν ἀπαιτοῦνται ὅθεν χαλύβδινοι μόνον πόδες, ἀλλὰ καὶ φρόνημα χαλύβδινον καὶ ψυχὴ ἀληθῶς ἀνδρεία καὶ στωϊκὴ ἀπάθεια καὶ ἐγκαρτέρησις, περὶ τούτου δὲ κυρίως πρόκειται ἐνταῦθα. Οὕτω πεζοπορῶν πάντοτε, θέρους τε καὶ χειμῶνος, διέτρεξεν ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν ἐγνώρισεν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον, πλειότερον βεβαίως ἢ ὅσον ἡμεῖς οἱ ἄλλοι φλογεροὶ πατριῶται τῶν καφενείων τὴν ἐσπουδάσαμεν ἐπὶ τοῦ γεωγραφικοῦ χάρτου μόνον. Δὲν ὑπάρχει γωνία γῆς ἑλληνικῆς, καὶ ἰδίως ἀνὰ τὴν Πελοπόννησον, τὴν ὁποίαν δὲν ἐπεσκέφθη. Τὸν γνωρίζουν αἱ πεδιάδες της, οἱ λόφοι της, τὰ βουνά της, τὰ σπήλαια της, τὰ δάση της, οἱ χείμαρροί της, ᾑ λαγκαδιαῖς της, οἱ αἰγιαλοί της. Ὅλη ἡ Ἑλλάς, μὲ τὰς προνομιούχους ἀριστοτεχνικὰς τοπογραφίας της, μὲ τὰ ἀγροτικά της εἰδύλλια, μὲ τὰς ἀμιμήτους φυσικὰς καλλονὰς ὅσας τῇ προςδίδει ἡ θαυμασία ποικιλία τῶν γραμμῶν καὶ τῶν χρωμάτων, ὅλη διῆλθεν ὑπὸ τα ὄμματά του καὶ διὰ τῆς ψυχῆς του. Τὴν εἶδε, τὴν ἐγνώρισε, τὴν ἐθαύμασε, τὴν ᾐσθάνθη καὶ τὴν ἠγάπησε. Θὰ εἶνε ἴσως ὁ μόνος κάτοικος τῶν ἑλληνικῶν πόλεων ὅςτις εἰςὲπνευσε τὰ βαλσαμώδη ἀρώματα, τῶν δασῶν καὶ τῶν βουνῶν της, καὶ ἐνωτίσθη τοὺς μυστηριώδεις καὶ ἀπροςδιορίστους ψιθύρους τῆς μελῳδικῆς της φύσεως, ἡ ὁποία ἐλάλησεν εἰς τὴν καρδίαν του διὰ μυρίων στομάτων. Κατὰ τὰς νυκτερινάς του ὁδοιπορίας, ἐν τῇ ἐπιβολῇ τῆς ἐρημίας καὶ τοῦ σκότους, ὅλη ἡ κλῖμαξ τῶν ἤχων τῆς ὡραίας της φύσεως, ἀπὸ τοῦ βόμβου τῆς μηλολόνθης ἢ τοῦ κελαρύσματος τοῦ βρυοσκεποῦς ῥυακίου καὶ τῶν ἀπὸ τοῦ δάσους λαρυγγισμῶν τῆς ἀηδόνος, μέχρι τῶν κεραυνῶν τῆς θυέλλης καὶ τῆς ὠρυγῆς τῶν χειμάρρων καὶ τοῦ γογγυσμοῦ τῶν αἰγιαλῶν της, τίς οἶδε μὲ ποίαν ἀνεκλάλητον μουσικὴν ἁρμονίαν κατεκήλησε τὴν ψυχήν του. Ὅλαι αἱ τοποθεσίαι τῆς ἑλληνικῆς γῆς, τῶν ὀρέων καὶ τῶν κοιλάδων της, τῶν λόφων καὶ τῶν ποταμῶν της, ὅσας ἐπροίκισεν ἡ φύσις ἢ ἐξωράϊσεν ἡ μυθολογία καὶ ἡ παράδοσις ἢ καθηγίασαν τὰ αἵματα τῶν ἑλληνικῶν ἀγώνων, καὶ τὰς ὁποίας ἐπεσκέφθη, ἐπροσκύνησε καὶ ἀπέλαυσεν, ὅλαι ἀνεξαιρέτως ἀντιπαρῆλθον ἀκτινοβόλοι διὰ τῆς ψυχῆς καὶ τῶν ὀφθαλμῶν του, ὡςεὶ ὑπὸ καλειδοσκόπιον μαγικόν, πλήρεις κάλλους, συγκινήσεων, ἀναμνήσεων, θαυμασμοῦ καὶ μεγαλείου. Οὕτω δὲ πάντα τὰ δῶρα καὶ τὰ ἀγαθά, πάντα τὰ ἡδέα συναισθήματα, ὅσα διεγείρει ἡ θεωρία, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμβίωσις μετὰ τῆς φύσεως, ὑπῆρξαν οὐχὶ ξένα εἰς τὸν σοφὸν πεζοπόρον, διὰ τὸν ὁποῖον αἱ πηγαὶ τῶν ἀπολαύσεών της δὲν ἔμειναν κεκλεισμέναι καὶ ἄγνωστοι, ὡς εἰς τοὺς ἄλλους κατοίκους τῶν πόλεων, τοὺς ὑπὸ τὴν πίεσιν τῆς τεχνικῆς ζωῆς ὑπολαμβάνοντας αὐτὴν ὡς μητρυιὰν σκληρὰν καὶ ἄστοργον.

Ἰδοὺ λοιπόν: φύσις, λογική, ἀλήθεια, ἐλευθερία: ἰδοὺ οἱ ὅροι, ἐν οἷς συγκεφαλαιοῦται ὁ βίος τοῦ Παρασκευαΐδου.

Ἁπλοῦς, ἀπέριττος, λιτοδίαιτος, αὐτάρκης, μετριοπαθής, ἀλτρουϊστὴς πράγματι, θυσιάζων τὸ ἐγὼ ὑπὲρ τῶν ἄλλων, φλεγματικός, ὑπέρτερος τῶν παθῶν, τῶν φαντασιοπληξιῶν καὶ τῶν ἀναγκῶν τῆς κοινωνικῆς παραζάλης, ἠδυνήθη νὰ διατηρήσῃ ἀκεραίαν τὴν ἠθικήν του ἀνεξαρτησίαν, τὴν ἐλευθερίαν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος, τὸ τιμαλφέστερον τουτέστι τῶν ἀγαθῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. Ζῇ λιτώτατα. Ἐνδύεται ἀπερίττως. Τρώγει, οὐχὶ διὰ νὰ κουράσῃ ἐκ τῆς χλιδῆς τὸν στόμαχον, ἀλλ’ ὅσον ἀρκεῖ πρὸς ἀνανέωσιν τῶν σωματικῶν δυνάμεων. Κατὰ τὰς μακρὰς καὶ ἐπιπόνους πεζοπορίας του, δὲν τρώγει εἰμὴ ξηρὸν ἄρτον καὶ ὀπώρας πρὸς ἀποφυγὴν δίψης. Ἀπὸ τοῦ Μαρτίου μέχρι τοῦ Νοεμὸρίου κοιμᾶται ἐν ὑπαίθρῳ. Ὡς κλίνη τῷ ἀρκεῖ μία σινδόνη ἐστρωμένη ἐπὶ πλακῶν ἢ σανίδων. Ἡ ἐνδυμασία του εἶνε ἁπλουστάτη. Τὸ περιττόν, διὰ τὴν ἀπόκτησιν τοῦ ὁποίου ὁ ἄλλος κόσμος βασανίζεται καὶ ἀλληλοτρώγεται καὶ δηλητηριάζει πάσας τὰς στιγμὰς τῆς ζωῆς του, τὸ περιττὸν εἰς τὴν τροφήν, εἰς τὸν ἱματισμόν, εἰς τὸν οἶκον, εἰς τοὺς τρόπους, εἰς τὴν ἔκφρασιν, εἰς τοὺς λόγους ἀκόμα, εἰς τὰς σχέσεις του ἐν γένει, καὶ τὸ ὁποῖον καθιστᾷ τοὺς ἀνθρώπους ἐντελῶς γελοίους καὶ κακοδαίμονας, ἐλλείπει ἐντελῶς ἀπ’ αὐτοῦ. Χόλος καὶ φθόνος καὶ μίση καὶ πάθη καὶ ἀδυναμίαι οὐδέποτε διετάραξαν τὴν αἰθρίαν τῆς ψυχῆς του καὶ τοῦ πνεύματός του τὴν γαλήνην. Ἁπλοϊκός, τραχὺς ἴσως καὶ ἀπότομος ἐν τῇ εἰλικρινείᾳ, ἥτις τὸν χαρακτηρίζει ἀείποτε, ὑπῆρξεν εἷς καὶ ὁ αὐτὸς ἀναλλοίωτος ἄνθρωπος, ἄνευ πλαγιασμῶν καὶ ὑστεροβουλίας. Ὡς δικαστὴς οὐδέποτε ἀνῆλθε τὴν κλίμακα τοῦ ὑπουργείου οὐδ’ ἔτεινέ ποτε οὖς εὐήκοον εἰς τοὺς ἐνόχους ψιθυρισμοὺς τῆς μικροπολιτικῆς. Ἀλλὰ καὶ εἰς οὐδένα, ἐπέτρεψεν οὔτε ὑπαινιγμὸν κἂν περὶ δικαστικῆς ὑποθέσεως, εἰς ἣν ἔμελλε νὰ λάβῃ μέρος ὡς δικαστής. Ὁ ἀδελφός του Φιλοποίμην τῷ ἔγραψέ ποτε, συνιστῶν ἁπλῶς νὰ ἐπιστήσῃ τὴν προςοχήν του εἰς κἄποιαν δίκην, ἵνα μὴ ἀδικηθῇ τυχὸν ὁ ἐνδιαφερόμενος. Ὁ Παρασκευαΐδης ἔσχισεν ἐνώπιον τοῦ κομιστοῦ τὸ γράμμα, τὸ ἐσώκλεισεν ἐντὸς φακέλλου καὶ τὸ ἐπέστρεψεν ἄνευ ἀπαντήσεως εἰς τὸν ἀδελφόν του. Ὑπὸ τὴν ἔποψιν ταύτην ἦτο ἀληθὴς ἀγριάνθρωπος. Ἐδίκαζε τουτέστιν ὡς δικαστὴς καὶ ὄχι ὡς πράκτωρ τῆς κρατούσης φατρίας. Καὶ διὰ τοῦτο συχνὰ ἐξεσφενδονίζετο ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς Ἑλλάδος. Ποτὲ δὲν ἐζήτησε μετάθεσιν ἢ προαγωγήν. Ὁσάκις τῷ ἐκοινοποιεῖτο τὸ ἔγγραφον τῆς μεταθέσεως του, οὔτε συνωφρυοῦτο οὔτε ὑπεγόγγυζεν. Ἐλάμβανε τὸν πῖλόν του, τὸν μικρὸν ὁδοιπορικόν του σάκκον, τὴν ἀπαραίτητον ῥάβδον του, καὶ ἐξεκίνει μετά τινας ὥρας πεζῇ εἰς τὴν νέαν του ἕδραν. Εἰς τὸ δημόσιον οὐδέποτε ὑπέβαλε καταστάσεις ὁδοιπορικῶν ἐξόδων, διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι δὲν ὑφίστατο τοιαῦτα. Τί νὰ πληρωθῇ ἀφοῦ δὲν ἐδαπάνησε; Φαντασθῆτε, οἵα ἠλιθιότης εἰλικρινείας!! Καὶ ὅμως ἐδικαιοῦτο καὶ ἠδύνατο ὄχι μόνον νὰ τὰ πληρώνεται ἄλλα καὶ νὰ τὰ ἐξογκώνῃ εἰς τὸ τριπλάσιον, κατὰ τὴν καθιερωθεῖσαν πλέον τάξιν εἰς τὰς ὁδοιπορικὰς καταστάσεις τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων. Θὰ εἶνε ἀναντιρρήτως ὁ μόνος ὑπάλληλος ἀπὸ καταβολῆς μέχρι συντελείας τοῦ ἑλληνικοῦ Βασιλείου, ὅςτις δὲν ἐπεβάρυνεν οὔτε λεπτὸν τὸ δημόσιον ταμεῖον. Καὶ γνωρίζομεν δὰ τί κοστίζουν ἐν Ἑλλάδι οἱ ὑπάλληλοι!…

Καὶ μεθ’ ὅλα ταῦτα, ὑπὸ τὴν ἀπεσκληρυμένην αὐτὴν ἰδιοσυγκρασίαν, ὑπὸ τὴν τραχεῖαν καὶ ἀπότομον αὐτὴν ἰδιορρυθμίαν, ἔπαλλε καὶ πάλλει καρδία τρυφερὰ ὡς παιδίου καὶ ἁγνὴ ὡς παρθένου. Κέκτηται βαθὺ τὸ κοινωνικὸν αἴσθημα, καὶ δὲν ὑπάρχει ξένη συμφορὰ ἥτις δὲν δονεῖ τὰ στήθη του, καὶ ἧς χάριν ἠμπορεῖ νὰ θυσιάσῃ ἑκάστοτε τὰ λείψανα τῆς γλίσχρου ἀντιμισθίας του. Ἀλλ’ εἶνε ἀτυχῶς ἐκ τῶν περιέργων ἐκείνων φιλανθρώπων, οἵτινες δίδουσι τὸν ὀβολόν των ὑπὲρ τοῦ πάσχοντος ἄνευ θορύβου, ἀκολουθῶν κατὰ τοῦτο αὐτομάτως τὸ ἠλίθιον ἴσως παράγγελμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ νὰ μὴ γνωρίζῃ ἡ ἀριστερὰ ὅ,τι δίδει ἡ δεξιά! Ἐν Λαρίσσῃ δικαστὴς ὢν ἠγόρασε μίαν ἄμπελον καλλίβοτρυν, καὶ παρεκάλεσε τοὺς αὐτόθι ὑπαλλήλους νὰ εἰςέρχωνται ἐλευθέρως ἐν αὐτῇ καὶ δρέπωσι τὰς σταφυλάς.

Πλεῖστα, ἀναρίθμητοι ἐπειςόδια τοῦ βίου του, ἐξ ἐκείνων μάλιστα τὰ ὁποῖα τῷ συνέβαινον κατὰ τὰς ὁδοιπορίας του, καὶ τὰ ὁποῖα θὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ περισυλλέξωμεν καὶ ἀποθησαυρίσωμεν εἰς τὰς στενὰς ᾧδε σελίδας τοῦ Ἡμερολογίου, χαρακτηρίζουσιν ἐπαρκῶς τὸν σοφὸν καὶ ἀγαθὸν ἄνδρα.

Ἡμέραν τινά, διατρίβων ὡς ἐρέτης ἐν Λαρίσσῃ, ἐξῆλθε χάριν περιπάτου μακρὰν τῆς πόλεως βαίνων παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ Πηνειοῦ. Αἴφνης βλέπει πτωχούς τινας ἁλιεῖς ἀσχάλλοντας καὶ μάτην ἀγωνιζομένους ν’ ἀνασύρωσιν ἐκ τοῦ ποταμοῦ τὰ περιπλακέντα δίκτυα. Ὁ Παρασκευαΐδης δὲν χάνει καιρόν. Εἶδεν ὅτι ἠδύνατο νὰ πράξῃ ἓν καλόν, καὶ δὲν ἀντιπαρῆλθε τὴν εὐκαιρίαν. Ἐν ἀκαρεῖ ἀποβάλλει τὰ ἐνδύματά του, — καὶ ἦτο χειμὼν — ῥίπτεται εἰς τὸ ὕδωρ, καὶ μὲ προφανῆ κίνδυνον νὰ τὸν παρασύρῃ ἡ σφοδρότης τοῦ ῥεύματος, ἅτε ἐμπλακεὶς εἰς τὰ δίκτυα, κατορθώνει νὰ ἐξαγάγῃ καὶ ταῦτα ἀβλαβῆ καὶ τὴν λείαν των σώαν. Οἱ ἁπλοϊκοὶ ἁλιεῖς, ἔκθαμβοι, δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἀναλυθῶσιν εἰς διαχύσεις εὐγνωμοσύνης, ὅτε ὁ Παρασκευαΐδης:

— Ἆ! μπᾶ! δὲν βαρύνεσθε! δὲν ἀξίζει τὸν κόπον διὰ τόσῳ μικρὸν πρᾶγμα! εἶπε ξηρῶς καὶ ἐξηκολούθησε τὸν περίπατόν του ὡς νὰ μὴ συνέβη τίποτε.

Ἄλλοτε πάλιν, κατὰ τὸν Αὔγουστον τοῦ 1882, ἐξεκίνησε μίαν πρωΐαν ἐκ Λαρίσσης εἰς Ἀγυιὰν διὰ νὰ περιεργασθῇ τὴν αὐτόθι τελουμένην πανήγυριν. Φθὰς ἐκεῖ, ἔμπλεως κονιορτοῦ, ἄγνωστος, ἡλιοκαὴς τὴν ὄψιν, οὔτε εἰς τὰς ἑπιτοπίους ἀρχὰς προςῆλθε νὰ ἀναγγείλῃ τὴν ἰδιότητά του, οὔτε θόρυβον νὰ διεγείρῃ περιάγων τὸ δικαστικόν του ἀξίωμα. Περιήρχετο μόνος, τὰ διάφορα πέριξ σημεῖα, ἔβλεπε περιέργως τοὺς πανηγυριστάς, ἐπεσκέφθη τὸν ναὸν καὶ προςελθὼν εἴς τι ἐκεῖ που φρέαρ ἤντλησε διὰ νὰ πίῃ. Ἀλλ’ ἡ στρατιωτικὴ περίπολος, εἰς τὴν ὀξυδέρκειαν τῆς ὁποίας τὰ συμπτώματα ταῦτα ἐφάνησαν πλέον ἢ ὕποπτα, καὶ ἥτις τὸν παρηκολούθει κατὰ πόδας, ἐσχημάτισεν ἀδιάσειστον τὴν πεποίθησιν ὅτι ὁ μυστηριώδης αὐτὸς ξένος, ὁ ἔχων τὴν θέαν φοβεροῦ ἀγριανθρώπου, ἐξάπαντος θὰ ἦνε ὁ λῄσταρχος τῆς συμμορίας, ἥτις τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἠκούσθη ὅτι ἐλυμαίνετο τα περίχωρα! Ὁ περιπολάρχης, ἀνορθῶν ἀρειμανίως τὸν μύστακα καὶ τρίβων σατανικῶς τὰς χεῖρας ἐπὶ τῷ ἀνελπίστῳ θράματι, πλησιάζει τὸν ἀνύποπτον ὁδοιπόρον, καὶ τὸν ἐρωτᾶ:

— Δὲν μοῦ λὲς, τοῦ λόγου σου, ρὲ πατριώτη, τί γυρεύεις ἐδῶ; Ποιὸς εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ μᾶς κόπιασες;

— Εἶμαι ὁ Παρασκευαΐδης, ὁ ἐφέτης…

— Ἔτσι, αἴ! μωρὲ μοῦτρα γιὰ ἐφέτης! Καὶ δὲν μᾶς λές, σὲ παρακαλῶ, γνωρίζεις κανέναν ἐδῶ, ἔχεις κανὲνα μέρος νὰ ἡσυχάσῃς, νὰ ἀναπαυθῇς, νὰ κοιμηθῇς;

— Ὄχι εἶμαι ξένος, ἦλθα πρώτη φορά, δὲν γνωρίζω κανένα, καὶ οὔτε θὰ μείνω πουθενά, διότι μετ’ ὀλίγον θὰ ἀναχωρήσω.

— Καλό! ἔλα ἐδῶ νὰ σοῦ δείξω ἐγώ ἕνα μέρος κατάλληλο νὰ ἀναπαυθῇς!

Καὶ ἐν θριάμβῳ τὸν ἀπάγουσιν εἰς τὴν ἀστυνομίαν, τὸν τρομερὸν ἀρχιλῃστήν, τὸν ὁποῖον ἔτρεχε τὸ πλῆθος νὰ περιεργασθῇ μετὰ φρίκης! Εὐτυχῶς μετά τινας στιγμὰς δραμὼν καὶ ὁ τότε εἰρηνοδίκης αὐτόθι κ. Γκιουράνοβιτς διὰ νὰ ἴδῃ τὸν ἀπαίσιον λῄσταρχον, αἴφνης εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ ἐφέτου Παρασκευαΐδου, τὸν ὁποῖον ὁ περιπολάρχης ἡτοιμάζετο νὰ στείλῃ χειροδέσμιον εἰς Λάρισσαν!

Τὰ λοιπὰ ἐννοοῦνται. Ὁ περιπολάρχης ἔμεινεν ἄναυδος καὶ ἐπροσπάθει νὰ τραυλίσῃ λέξεις συγγνώμης:

— Καλὲ δὲν βαρύνεσαι, παιδί μου! Τὸ καθῆκόν σου ἔκαμες. Λάθος ἔγινε, ἐτελείωσε.

Καὶ ἡ ἀνεξικακία τοῦ ἀνδρὸς παρεσιώπησε τὸ πρᾶγμα καὶ παρῆλθεν. Οὔτε θόρυβον ἐξήγειρεν, οὔτε τὸν κόσμον ἀνεστάτωσεν, οὔτε τὸν τύπον κατέκλυσε μὲ διαμαρτυρίας, οὔτε τὴν κεφαλὴν τῶν χωροφυλάκων ἐζήτησεν ἐπὶ πίνακι διὰ το ἀσεβὲς πραξικόπημα. Μόνον δὲ μετὰ πάροδον ἐτῶν περιῆλθε τὸ γεγονὸς ὅλως τυχαίως εἰς γνῶσιν τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλοποίμενος.

Τὴν αὐτὴν πραότητα καὶ ἀνεξικακίαν ἔδειξε καὶ ὅταν κατὰ τὴν διὰ τοῦ γύρου τῆς Πελοποννήσου πολυήμερον ὁδοιπορίαν του, μεταξὺ Ἀκράτας καὶ Ξυλοκάστρου, ἐπετέθη κατ’ αὐτοῦ ἀρειμάνειος φουστανελλοφόρος κλητήρ, διὰ νὰ τὸν ουλλάβῃ ὡς δράστην δῆθεν κλοπῆς διαπραχθείσης ἐν Πάτραις! Τὸ μόνον δυςάρεστον συναίσθημα ἐκ τῆς παραγνωρίσεως ταύτης ὑπῆρξε διὰ τὸν πεζοπόρον μας ὅτι, ἕως οὗ διαλευκανθῇ ἡ ἀλήθεια, ἀνέκοψεν ἐπὶ μικρὸν τὸ διαγεγραμμένον δρομολόγιόν του.

Ἄλλοτε πάλιν, κατά τινα ἐκ Λαρίσσης μέχρις Ἀθηνῶν πεζοπορίαν του, εὗρε καθ’ ὁδὸν δύο ὥρας ἐντεῦθεν τῆς Λεβαδείας, χρηματοφυλάκιον περιέχον 370 δραχμὰς, συναλλάγματα καὶ διάφορα ἔγγραφα. Ὁ ἐνάρετος πεζοπόρος, ἀντὶ νὰ τὰ ἐνθυλακώσῃ εἰς τὸ ἰδικόν του ὡς θὰ ἔπραττε κάθε φρόνιμος καὶ πρακτικὸς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, αὐτὸς τοὐναντίον ἐπιστρέφει εἰς τὴν πόλιν τῆς Λεβαδείας, εὑρίσκει τὸν ἀστυνόμον, καὶ εἰς ἔκπληξιν τῶν περιεστώτων, παραδίδει τὸ εὕρημα ὅπως ἀποδοθῇ εἰς τὸν δικαιοῦχον. Καὶ αὐτοστιγμεὶ ἀναχωρεῖ καὶ πάλιν ἐπανερχόμενος εἰς τὸν δρόμον του. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ὁ πτωχὸς χωρικός, ὅςτις ἐπανεῦρεν τὸν μικρόν του θησαυρόν, ἔσπευσε νὰ δημοσιεύσῃ διὰ τῆς Στοᾶς θερμὸν εὐχαριστήριον εἰς τὸν ἄγνωστον εὐεργέτην. Ἀμφιβάλλω ὅμως ἂν ὁ Παρασκευαΐδης ἔμαθεν ἢ ἐφρόντισε νὰ τὸ ἀναγνώσῃ.

Καὶ ἓν ἄλλο. Διαμένων ποτὲ ἐν Ἀθήναις ὡς πρωτοδίκης εἶχε μάθει ὅτι τὸ ὑπουργεῖον ἐσκέπτετο νά μεταθέσῃ ἐντεῦθεν ἕνα ἐκ τῶν συναδέλφων του δικαστῶν, περὶ τοῦ ὁποίου ἐγνώριζεν ὅτι σοβαρὰ οἰκογενειακὰ συμφέροντα δὲν τῷ ἐπέτρεπον τὴν ἀπομάκρυνσίν του ἄνευ προφανοῦς βλάβης αὐτῶν. Ὁ Παρασκευαΐδης, δὲν χάνει καιρόν. Αὐθόρμητος καὶ ἐν παντελεῖ ἀγνοίᾳ τοῦ ἐνδιαφερομένου προσώπου ἀποφασίζει, πρώτην τότε καὶ τελευταίαν φοράν, νὰ ἀναβῇ τὴν κλίμακα τοῦ ὑπουργείου, διὰ νὰ ζητήσῃ καὶ αὐτὸς μίαν ταπεινὴν χάριν, ἕνα μικρὸν ῥουσφετάκι ἀπὸ τὴν κυβέρνησιν! Μεταβαίνει λοιπὸν παρὰ τῷ κ. Κουμουνδούρῳ καὶ ἔνδακρυς σχεδὸν τὸν καθικετεύει νὰ μεταθέσῃ αὐτὸν τὸν ἴδιον ἀντὶ τοῦ συναδέλφου του εἰς οἱανδήποτε μεμακρυσμένην κρίνει καλόν. Ὁ Κουμουνδοῦρος, συγχαρεὶς αὐτῷ ἐπὶ τῇ γενναιοφροσύνῃ του οὐδένα μετέθεσεν.

Ἐνῷ δὲ εἶνε πρᾷος, μειλίχιος, ἀνεξίκακος καὶ ἀγαθὸς ὡς ἀρνίον, ἐν τούτοις ἔχει ἀνδρείαν λέοντος καὶ ἡρωϊσμὸν γίγαντος, καὶ αὑταπάρνησιν μυθώδη, προκειμένου μάλιστα περὶ ἐκπληρώσεως τοῦ καθήκοντος. Ἀπόδειξις ὅτι οὐδέποτε φέρει μεθ’ ἑαυτοῦ ὅπλον κατὰ τὰς κινδυνώδεις πορείας του. Ὡς ἀνακριτὴς συνηντήθη πολλάκις πρὸς κακοποιοὺς καὶ φυγοδίκους καὶ λῃστάς, οἱ ὁποῖοι πάντοτε τὸν ἐθαύμασαν καὶ τὸν ἐσεβάσθησαν. Κἄποτε μάλιστα, τινὲς ἐκ τούτων, μεθ’ ὧν συνέπεσε νὰ συναντηθῇ που εἰς τὸ κρησφύγετόν των, θαυμάσαντες τὸ μεγαλοπρεπὲς παράστημα, τὴν ἀρρενωπὴν φυσιογνωμίαν καὶ τὸ ἀτρόμητον θάρρος του, τῷ ἐξέφρασαν τὴν λύπην των ὅτι ἀπεφάσισε νὰ γίνῃ δικαστής, ἐνῷ ἠδύνατο κάλλιστα νὰ διαπρέψῃ ὡς ἀρχηγὸς λῃστρικῆς συμμορίας!! Ὅταν πρὸ ἐτῶν πολλῶν ἐνέμετο τὴν Δωρίδα καὶ Λοκρίδα ὁ τρομερὸς καὶ διαβόητος λῄσταρχος Κρικέλας, ὁ σχὼν τὸ θράσος νὰ μεταβῇ ἐν πλήρει μεσημβρίᾳ εἰς Γαλαξείδιον κατά τινα αὐτόθι τελουμένην πανήγυριν καὶ νὰ λῃστεύσῃ τοὺς πανηγυριστάς, τοιοῦτον εἶχεν ἐμπνεύσῃ πανικὸν, ὥςτε οἱ κάτοικοι κατεκλείοντο οἴκαδε ἐνωρίτατα. Μόνος δὲ ὁ Παρασκευαΐδης, πρωτοδίκης ὢν ἐν Ἀμφίσσῃ, ἐξηκολούθει ἀφόβως τῆς πορείας του ἀνερχόμενος εἰς τὰς κορυφὰς τοῦ Παρνασσοῦ καὶ διερχόμενος ἐγγύτατα τῶν καταφυγίου του.

Ἐνεργουμένης ποτὲ ἐν Λοιδωρικίῳ πεισματώδους ἐκλογῆς, καθ’ ἣν αἱ ἀντιμαχόμεναι μερίδες λυσσωδῶς ἐπυροβολοῦντο, οὐδεὶς δέ, οὔτε ἐκ τῶν ἀξιωματικῶν οὔτε ἐκ τῶν στρατιωτῶν, ἐτόλμα νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸν τόπον τῆς ψηφοφορίας, μόνος ὁ Παρασκευαΐδης, δικαστὴς τότε τυχγάνων, ἔσπευσεν ἐκεῖ ἐν μέσῳ τῶν διασταυρουμένων σφαιρῶν καὶ ἠδυνήθη διὰ τῆς ἐπιβαλλούσης προσωπικότητός του νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν τάξιν καὶ προλάβῃ μείζονας ἀνθρωποκτονίας. Τὰ ἀντιπαλαίοντα κόμματα, μόλις τὸν εἶδον ἐπιφανέντα, ἐξ ἀκατανοήτου αἰσθήματος σεβασμοῦ καθησύχασαν πάραυτα.

Ἓν τῶν ἀξιοσημείωτων ἐπειςοδίων τῆς ζωῆς του εἶνε καὶ τοῦτο. Ὅταν παρῃτήθη ἐσχάτως ἀπὸ τῆς θέσεως τοῦ ἐφέτου — καὶ τίς οἶδεν ὑπὸ ποίας πικρίας καὶ ἀπογοητεύσεως ἐνδομύχου ἐξηναγκάσθη νὰ ἀποστρατευθῇ μετὰ εἰκοσαετῆ δικαστικὴν θητείαν καίπερ ἀκμαῖος ἔτι τὰς δυνάμεις — εἶδεν ὅτι ἀπῃτεῖτο ἀκόμη χρονικόν τι διάστημα ὑπηρεσίας ὅπως μὴ τῷ περικοπῇ ἡ ἀπονεμητέα πενιχρὰ σύνταξίς του. Πρὸς τοῦτο ἐδέχθη τὴν θέσιν τοῦ ὑπογραμματέως ἐν τῷ πρωτοδικείῳ (!!) ἔνθα ἐπὶ πολλοὺς διατρίψας μῆνας μετριοφρόνως καὶ ἐν ψυχραιμίᾳ δὲν ἀπέστεργεν, ἐφέτης αὐτὸς μέχρι τῆς χθὲς, νὰ ἀντιγράφῃ ἀπόγραφα καὶ δικαστικὰς ἀποφάσεις, καὶ νὰ εἶνε ὁ μᾶλλον συνεσταλμένος καὶ εὐπειθὴς μεταξὺ τῶν συναδέλφων του, μειρακίων καὶ ἀποφοίτων συνήθως τοῦ Ἑλληνικοῦ Σχολείου!

Ἀπείρους τοιαύτας περιστάσεις καὶ ἐπειςόδια τοῦ ἰδιωτικοῦ καὶ δικαστικοῦ βίου τοῦ Παρασκευαΐδου ἠδυνάμην νὰ σημειώσω ἐνταῦθα. Ἀλλὰ καὶ αἱ ὀλίγαι προμνημονευθεῖσαι ἀρκοῦσιν εἰς πιστοποίησιν τῶν ἠθικῶν καὶ ψυχικῶν χαρισμάτων τοῦ ἀνδρός,

Ἀνέφερον ἀνωτέρω ὅτι ὁ κραταιὸς ὀργανισμὸς τοῦ ἀνδρὸς ἐξεμηδένισε τὰς ἐπιδράσεις τῆς ἀτμοτφαίρας, ἧς οὔτε τὰ ψύχη οὔτε τὰ θάλπη ἴσχυσαν νὰ τὸν ἐνοχλήσωσιν οὐδέποτε. Ἀλλὰ τοῦτο, καίπερ μοναδικόν, εἶνε τὸ ὀλιγώτερον. Τὸ μᾶλλον ἄξιον θαυμασμοῦ εἶνε ὅτι ὁ ἡμέτερος σοφὸς παρέμεινεν ἀνεπηρέαστος καὶ ἐν μέσῳ τῆς κοινωνικῆς ἀτμοσφαίρας, τῆς ἀσφυκτικῆς καὶ νοσογόνου, ἥτις συντρίβει παρ’ ἡμῖν τοὺς χαρακτῆρας καὶ φονεύει τὴν ψυχὴν καὶ ξηραίνει τὸ αἴσθημα καὶ παραλύει τὴν πίστιν πρὸς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ἀλήθειαν.

Τοῦτο κυρίως χαρακτηρίζει τὸν Παρασκευαΐδην καὶ ἐπὶ τούτῳ μᾶλλον δύναται νὰ καυχηθῇ. Ἡ δίνη τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, εἰς ἣν νεώτατος ἐρρίφθη, οὐδαμῶς ἴσχυσε νὰ τὸν παρασύρῃ. Παρέμεινεν ὡς πρωτοτυπία ἐν μέσῳ τῶν πιθηκισμῶν τοῦ ἄλλου κόσμου, μὲ ἀρχὰς καὶ πεποιθήσεις ἀκλονήτους καὶ ὡςεὶ ἀπολιθωμένας ἐν ἑαυτῷ, οἱονεὶ βράχος ἀπαρασάλευτος, τὸν ὁποῖον πέριξ πλήττουσιν ἀδιακόπως αἱ τρικυμίαι τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν. Ἡ νερόβραστος καὶ ἐξηρθρωμένη γενεά μας, μεθ’ ἧς ἐζυμώθη καὶ ἐξειλίχθη, παρέρχεται μικρὰ καὶ εὐτελὴς ὑπὸ τὸ ἀέτειον βλέμμα του. Ἐν μέσῳ τῶν μικρομεριμνῶν τῆς καθημερινῆς ζωῆς, τῶν παθῶν, τοῦ φθόνου, τῶν πολιτικῶν διαιρέσεων, τῆς ἰδιοτελείας, τῆς χλωρότητος τῶν χαρακτήρων, τῆς ῥευστότητος τῶν συνειδήσεων, αἱ ὁποῖαι τὸν περιέζωνον ὡς δικαστὴν καὶ τὸν περιέσφιγξαν ὡς ἄτομον, αὐτὸς ὠρθοῦτο ὡς γίγας, γίγας μεταξὺ νάνων, οὐ μόνον κατὰ τὸ παράστημά του τὸ εὐθυτενὲς καὶ ἐπιβάλλον, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ φρόνημα του τὸ ὑψηλὸν καὶ ἀλίγυστον. Δὲν εἶνε μόνον τῶν μακρῶν δρόμων πεζοπόρος ἀκούραστος, ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς ὁδοιπόρος ἀκατάβλητος. Βαδίζει ἐμπρός· καὶ τὸν δρόμον του ἀνοίγει εὐθὺν καὶ ὁμαλὸν ἡ φύσις, ἡ ἀλήθεια, τὸ καθῆκον. Ὅλαι ἐκεῖναι αἱ ἀτελεύτητοι μικροβάσανοι ἃς δημιουργεῖ ἡ φιλοδοξία. ἡ ματαιότης καὶ ὁ ἐγωισμὸς, οὐδέποτε ἐτάραξαν τὸν ἐν αὐτῷ ἠθικὸν ἄνθρωπον, ἔνθα βασιλεύει διαρκὴς γαλήνη καὶ αἰθρία. Ἀνώτερος τῶν προλήψεων καὶ τῶν ματαιοδοξιῶν τοῦ ἄλλου κόσμου, κύριος ἑαυτοῦ καὶ τῶν πεποιθήσεών του, κατώρθωσε νὰ ἀπαλλάξῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τοὺς ὄνυχας τῆς κοινωνικῆς ἀνάγκης καὶ νὰ διασώσῃ τὸ μόνον θεῖον ἀγαθὸν ἐν τῷ κόσμῳ, τὴν συνείδησιν τῆς ἐλευθερίας του, ὡς λογικοῦ καὶ ἠθικοῦ ὄντος.

Ἰδοὺ ἐν σκιαγραφία καὶ διὰ γενικῶν γραμμῶν ὁ Παρασκευαΐδης, ὁ ἐκκεντρικός, ὁ ἀλλόκοτος, ὁ ἰδιότροπος!

Καὶ ὅμως πόσον εὐτυχεῖς θὰ ἦσαν τὰ ἄτομα, αἱ οἰκογένειαι, ἡ κοινωνία, ἡ πατρίς, ἡ ἀνθρωπότης, ἂν ἀπηρτίζοντο ἀπὸ τοιούτου εἴδους ἀκατανοήτους καὶ φρενοτρόπους, ὡς τὸν ἡμέτερον Πάρασκευαΐδην!

Ἀθῆναι, Αὔγουστος τοῦ 1891.

Κων. Φ. Σκοκοσ


  1. ΣΗΜ. — Οἱ πρὸς πατρὸς πρόγονοι αὐτοῦ ἦσαν ἀληθεῖς ἄνδρες καὶ ἕνεκα αὐτῶν αἱ Κυδωνίαι ἐγένοντο πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ἡ ὄασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πρώτη ἐν ταῖς ἐλευθερίαις, πρώτη ἐν τῇ παιδείᾳ, καὶ πρώτη ἐν πλούτῳ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς πατριωτικοῖς αἰσθήμασι. Τοῦρκος δὲν ἐπάτει ἐντὸς τῶν Κυδωνιῶν· λέγεται δὲ περὶ τοῦ πάππου του Παρασκευᾶ Κοτζᾶ-Πέτρου ὅτι διοικητὴς ὧν τῶν Κυδωνιῶν ἀπηγόρευε νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὴν ἱερὰν πόλιν τῶν Κυδωνιῶν ἔφιπποι Τοῦρκοι, ἐκτὸς ἐὰν ἀφῄρουν τὰ πέταλλα τῶν ἵππων των δύο ὥρας μακρὰν τῆς πόλεως. Ὁ πατὴρ του, εἷς τῶν ὡραιοτέρων ἀνδρῶν, μεμυημένος τῶν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας κατῆλθεν εἰς Ἑλλάδα μετὰ τοῦ ἐξαδέλφου του Χατζηαθανάση δύο μῆνας πρὸ τῆς ἐκρήξεως τῆς ἐπαναστάσεως, ἔλαβε δ’ ἐνεργὸν μέρος εἰς τὰ τοῦ ἀγῶνος, γραμματεὺς συγχρόνως γενόμενος τοῦ στρατηγοῦ Κριεζώτου. Μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἀγῶνος, λοχαγὸς ὢν τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ, παρῃτήθη τοῦ στρατιωτικοῦ σταδίου καὶ ἐνυμφεύθη τὴν ἐκ Πατρῶν ὡραιοτάτην κόρην τοῦ Πανταζῆ Μπουκαούρη. Ὁ ἀνὴρ ἦτο ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς νεότητός του 28 ἐτῶν, 18 δὲ ἡ σύζυγός του καὶ ἐκ τοιοῦτον ζεύγους ἐγεννήθη ὁ Κωνσταντῖνος Παρασκευαΐδης. Ὅταν ἐξήρχοντο εἰς περίπατον ὁ λαὸς ἠγείρετο καὶ ἐθαύμαζε τὸ λαμπρὸν ζεῦγος. «Τὸ βατσέλο καὶ ἡ φρεγάτα» ἔλεγον. Μετὰ 8 ἔτη ἀπὸ τῆς συμβιώσεώς των, πρώτην φορὰν ἀσθενήσας ἐκ διαλείποντος πυρετοῦ, ἀπέθανεν ὁ σύζυγος ἐκ λάθους τοῦ ἰατροῦ του Χαραλάμπους Ἰακωβάτου, ὅστις ἦτο τῆς σχολῆς τῶν ἀφαιμάξεων καὶ ὅστις δέν ἠδυνήθη οὐδ’ ἐπὶ μίαν ἡμέραν νὰ παραμείνῃ πλέον ἐν Πάτραις ἕνεκεν τῆς ἐκραγείσης κοινῆς κατακραυγῆς, διότι ὁ κόσμος ἔλεγεν: «Ἐπιστεύομεν ὅτι θὰ κατέπιπτε τὸ Παναχαϊκὸν ὄρος ἀλλ’ ὄχι ὅτι θἀπέθνησκεν ὁ Παρασκευᾶς!»